fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Αριθμός 414/2013
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Ψυχογυιού και Μαρία Κωττάκη – Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Δερμάτη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουάριου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ____________ _______________ χήρας ____________ ________________, κατοίκου _____________, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Φραγκίσκο Αυγερινό, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) __________ __________ του ____________, κατοίκου ____________, 2) _________ _____________ του _________, κατοίκου _________, 3) __________ συζ. __________ ____________, το γένος __________ ____________, κατοίκου __________ __________ ___________ _____________, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Κωνσταντινία Πούλια, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, 4) ________ ___________ του _______, κατοίκου ____________ ___________ _____________, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 5) __________ ___________ του ______________, κατοίκου _____________, 6) ___________ ____________ του __________, κατοίκου __________ ___________, από τους οποίους ο 505 παραστάθηκε αυτοπροσώπως, με την ιδιότητά του ως δικηγόρος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο 6εκπροσωπήθηκε με τον αυτό ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και 7) _______ ____________ του ____________, κατοίκου _____________, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Κωνσταντινία Πούλια, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) __________ _____________ του _____________, κατοίκου _________, 2) _____________ _________ του __________, κατοίκου __________, 3) _______ συζ. _________ ____________, το γένος __________ ____________, κατοίκου _________ _____________, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Κωνσταντινία Πούλια, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : __________ ___________ του __________, κατοίκου ___________, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Φραγκίσκο Αυγερινό, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η με στοιχ. Α’ εκκαλούσα – Β’ εφεσίβλητη __________ ___________ άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από _____________και με αριθ. εκθ. καταθ. _________ αναγνωριστική αγωγή, επί της οποίας αρχικά εκδόθηκε η με αριθ. ____________ απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου και στη συνέχεια (μετά την από 20-1-2009 και με αριθ. εκθ. καταθ. _______________ κλήση της ενάγουσας Βαρ. Ντεμίρη) εκδόθηκε η με αριθ. _____________ απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δέχθηκε τα αναφερόμενα σε αυτή.

Την υπ’ αριθ. _________ απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, α) η ενάγουσα και ήδη με στοιχ. Α’ εκκαλούσα – Β’ εφεσίβλητη ________ _________, με την από 13-9-2011 και με αριθ. εκθ. καταθ. __________ έφεση και β) οι 1, 2ος και 3η εναγόμενοι και ήδη με στοιχ. Α’ 1ος, 2ος, 3η εφεσίβλητοι και με στοιχ. Β’ εκκαλούντες ____________ ___________, ___________ __________ και ________ ___________, με την από 10-11-2011 και με αριθ. εκθ. καταθ. ______ έφεση, των οποίων (εφέσεων) δικάσιμος ορίστηκε η 25η-10- 2012 και κατόπιν αναβολής, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δηλώσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Από την υπ’ αριθ. ______________ έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Γυθείου, Νικολάου Λεβεντζώνη, που προσκομίζει η εκκαλούσα Β. Ντεμίρη, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό κρίση από ___________ εφέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 25-10-2012, από την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον τέταρτο εφεσίβλητο __________ ___________, ο οποίος δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου. Ενόψει δε του ότι η αναβολή της υποθέσεως και η εγγραφή της στο πινάκιο ισχύουν ως κλήτευση όλων των διαδίκων (αρθ. 227 παρ. 4 σε συνδ με 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), θα δικασθεί αυτός ερήμην και η συζήτηση θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (αρθ. 524 παρ. 4 ΚΠολΔ), οριζομένου παράβολου ερημοδικίας (αρθ. 501, 505 ΚΠολΔ).

Η υπό κρίση από _______________ έφεση (αριθ. κατ. _____________) κατά της υπ’ αριθ. ________ οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 22-7-2011 από τους πέμπτο και έκτο των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων ___________ και ___________ _____________, όπως προκύπτει από την _________________ έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς                   Δημητρίου Ραπατζίκου, το δικόγραφο δε της εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου στις 14-9-2011, δηλαδή εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 147 παρ. 2 του ίδιου κώδικα. Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 522, 532, 533 ΚΠολΔ).

Η υπό κρίση από 10-11-2011 (αριθ. κατ.___________) έφεση κατά της ίδιας ως άνω οριστικής αποφάσεως, που ασκήθηκε από τον πρώτο, δεύτερο και τρίτη των εναγομένων της με αυτή κριθείσης αγωγής, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ενόψει του ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης στους εκκαλούντες ούτε εκ μέρους αυτών επίδοσή της, από τη δημοσίευση δε της εκκαλουμένης (_____________) δεν παρήλθε τριετία (αρθ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 522, 532, 533 ΚΠολΔ) συνεκδικαζομένη με την ως άνω από 13-9-2011 έφεση (αρθ 246 σε συνδ με 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

  1. Από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872,1882 του ΑΚ, προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομιάς, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομιάς ή κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της κληρονομιάς, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνο του θανάτου είχε την κυριότητα ή την νομή ή και απλά κατοχή. Στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του καθολικού κληρονομικού δικαιώματος, είναι α) ο θάνατος του κληρονομουμένου β) το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον κληρονομούμενο ή από διαθήκη γ) ότι ο κληρονομούμενος είχε στην κυριότητα ή και μόνο στην νομή ή κατοχή του κατά το χρόνο του θανάτου του τα κληρονομιαία πράγματα και δ) ότι ο εναγόμενος κατακρατεί τα κληρονομιαία αντικείμενα, ως κληρονόμος, αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα (ΑΠ 400/2009, ΑΠ 788/2005, ΑΠ 1500/1999 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 983, 984, 1710, 1712 επ., 1846 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε αντίθεση με την ως άνω περί κλήρου αγωγή (ΑΚ 1871), στην οποία εναγόμενος, όπως προαναφέρθηκε, είναι πάντοτε ο νεμόμενος τα κληρονομιαία πράγματα ως κληρονόμος, σε περίπτωση αδικαιολόγητης κατοχής κληρονομιαίου ακινήτου χωρίς αντιποίηση κληρονομικού δικαιώματος από αυτόν που το κατέχει, μπορεί να ασκηθεί κατ’ αυτού αναγνωριστική αγωγή περί του κληρονομικού δικαιώματος, προς θεμελίωση της οποίας ο ενάγων κληρονόμος αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τον θάνατο του κληρονομούμενου, τη συγγενική του σχέση προς αυτόν ή την εγκατάστασή του ως κληρονόμου με διαθήκη, τη νομή (ή απλή κατοχή) του κληρονομούμενου στο επίδικο πράγμα κατά το χρόνο του θανάτου του, που περιέρχεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του και την αδικαιολόγητη κατοχή του πράγματος από τον εναγόμενο ή την αμφισβήτηση του κληρονομικού του δικαιώματος (ΑΠ 729/2011, 400/2009, 1126/2009, 2147/2009, 1607/2002, 1480/2001, 1407/1996, ΕφΛαρ134/2012, ΕφΑΘ 1396/2010- “Νόμος”).
  • Στην προκειμένη περίπτωση, με την από __________ αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της από ____________ εφέσεως ζητούσε κατά τη μεν κύρια βάση α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 30-11-1995 ιδιόγραφης διαθήκης του θανόντος συζύγου της και των αναφερομένων συμβολαίων κατά το μέρος που με αυτά θιγόταν το εξ αδιαθέτου κατά ποσοστό 1/2 κληρονομικό της δικαίωμα και β) να αναγνωρισθεί το εκ ποσοστού 1/2 κληρονομικό της δικαίωμα επί όλων των αναφερομένων στην αγωγή στοιχείων της κληρονομιάς, κατά την επικουρική δε βάση της να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των αναφερομένων συμβολαίων κατά το μέρος που με αυτά θιγόταν το εκ νομίμου μοίρας κληρονομικό της δικαίωμα κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου και να αναγνωρισθεί το κατά το ανωτέρω ποσοστό κληρονομικό της δικαίωμα επί των στοιχείων της κληρονομιάς. Η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως προς τον πέμπτο, έκτο και έβδομο των εναγομένων δέχθηκε δε αυτή εν μέρει ως προς τους λοιπούς εναγομένους, αναγνώρισε την ακυρότητα της επίδικης διαθήκης καθώς και το κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαθέτου κληρονομικό εξ αδιαιρέτου δικαίωμα της ενάγουσας επί μερικών μόνο εκ των αναφερομένων στην αγωγή ακινήτων και ειδικότερα επί ενός οικοπέδου 4.097 τμ στο __________ ____________ μετά της εντός αυτού ευρισκομένης διώροφης οικοδομής, αξίας 25.563,95 ευρώ καθώς και επί των αναφερομένων κινητών πραγμάτων (φορτηγού αυτοκινήτου αξίας 3.000 ευρώ και σκάφους αναψυχής αξίας 1.760 ευρώ). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα, η μεν εκκαλούσα-ενάγουσα για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, κατά το μέρος που απέρριψε εν μέρει την αγωγή, ώστε να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολό της, οι δε εκκαλούντες-τρεις πρώτοι των εναγομένων επίσης για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που έγινε δεκτή και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

JV· Από την εκτίμηση α) των ένορκων μαρτυρικών καταθέσεων που περιεχονται στα υπ’ αριθ. _____________ πρακτικά δημόσιας συζητήσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μετά την οποία εκδόθηκε η ταυτάριθμη αυτών συμπροσβαλλομένη (513 αριθ. 2 ΚΠολΔ) μη οριστική απόφαση , τα οποία με επίκληση προσκομίζονται σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο, β) της υπ’ αριθ. ____________ εκθέσεως γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του νομίμως διορισθέντος και ορκισθέντος πραγματογνώμονα Κ. Κωττάκη – η οποία εκτιμάται ελεύθερα σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα – γ) των υπ’ αριθ. _______ και _______________ ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών που προσκομίζουν οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και έβδομος των εφεσιβλήτων-εναγομένων και των οποίων προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της εκκαλούσας-ενάγουσας καθώς και δ) όλων των εγγράφων που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 8-1-1996 απεβίωσε στον ____________ ο ηλικίας τότε 52 ετών _______ _________, αδελφός των τριών πρώτων εναγομένων-εφεσιβλήτων, εκκαλούντων της από 10-11-2011 εφέσεως, οι οποίοι ήταν κατά το χρόνο θανάτου του οι πλησιέστεροι εξ αίματος συγγενείς του. Ο θανών είχε τελέσει το έτος 1987 νόμιμο γάμο με την ενάγουσα-εκκαλούσα-εφεσίβλητη, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση από το έτος 1991 συνεχώς μέχρι τον θάνατό του, χωρίς ποτέ να λυθεί ο μεταξύ τους γάμος. Με τα υπ’ αριθ. 292/1996 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία η από 30-11-1995 ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος. Η διαθήκη αυτή, όμως, δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από το χέρι του διαθέτη, συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο ως άνω πραγματογνώμων καθώς και η γραφολόγος __________________, που διορίσθηκε σε συναφή ποινική δίκη με την υπ’ αριθ. ________ απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημελειοδικείου Πειραιώς, η από __________ γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της οποίας λαμβανεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Οι εκκαλούντες της από ____________ εφέσεως ισχυρίζονται ότι τα συμπεράσματα των ανωτέρω δύο εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης είναι επισφαλή διότι και οι δύο γραφολόγοι αναφέρουν ότι δεν προσκομίστηκαν δείγματα γραφής του θανόντος αναμφισβήτητης προέλευσης και γνησιότητας, που να φέρουν τη γραφή και την ολόγραφη υπογραφή του θανόντος. Ωστόσο, ο προαναφερόμενος γραφολόγος _____ _________ αναφέρει στο πόρισμα της εκθεσεως του ότι από τη γραφολογική διερεύνηση μεταξύ των δειγματικών υπογραφών του ________ ______________ με τη γραφή και υπογραφή της υπό έλεγχο διαθήκης δεν προέκυψαν κοινά γραφολογικά ευρήματα και κατά συνέπεια καταλήγουμε στην εκτίμηση ότι η επίδικη διαθήκη δεν έχει γραφεί και υπογραφεί δια χειρός __________ ______________. Για τη σύνταξη του πορίσματος αυτού ελήφθησαν υπόψη έγγραφα που έφεραν βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του θανόντος, όπως το από ____________ πωλητήριο με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον Πρόεδρο της Κοινότητας Κοίτης, η από ______________ εξουσιοδότηση με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής (ολόγραφης ως προς το επώνυμο) από το αστυνομικό τμήμα Πειραιά, το από ________ ιδιωτικό συμφωνητικό με βεβαίωση του γνησίου της ολόγραφης ως προς το επώνυμο υπογραφής του θανόντος από τον Πρόεδρο της Κοινότητας ______________ και το από έτους 1988 “_____________” με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του θανόντος από (δυσανάγνωστο) αστυνομικό τμήμα. Στην εν λόγω γραφολογική έκθεση εντοπίζονται τουλάχιστον έξι σημεία εμφανών διαφορών μεταξύ της γραφής και υπογραφής της ένδικης διαθήκης και της γνήσιας υπογραφής και γραφής του διαθέτη (βλ. σελ 17) και διαπιστώνονται μεταξύ των συγκρινομένων υπογραφικών τύπων χαράξεις εντελώς διαφορετικές, σύνθεση διαφορετικού τύπου και διαφορές ως προς την ταχύτητα και την χαρακτική πίεση (βλ. σελ 14). Επομένως, το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης είναι πλήρως αιτιολογημένο και δεν κλονίζεται από κάποιο άλλο εκ των αποδεικτικών στοιχείων, αντίθετα επιβεβαιώνεται από το συμπέρασμα της γραφολόγου _______-___________ ___________, στο οποίο αναφέρεται ότι “Η υπό έλεγχο από ___________ ιδιόγραφη διαθήκη του φερομένου ως διαθέτη ________ __________ δεν έχει υπογραφεί με το χέρι του ________ ____________ και κατ’ επέκταση δεν έχει συνταχθεί με το χέρι αυτού”. Από τα ανωτέρω πορίσματα σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που προαναφέρονται, σχηματίζεται ακλόνητη η δικανική πεποίθηση ότι η ένδικη διαθήκη είναι άκυρη λόγω μη τηρήσεως των διατυπώσεων των άρθρων 1718 και 1721 ΑΚ. Χωρεί επομένως η εξ αδιαθέτου διαδοχή, καλουμένων σε αυτή των τριών πρώτων εναγομένων, αμφιθαλών αδελφών του θανόντος, καθώς και της ενάγουσας, νόμιμης συζύγου του κατά το χρόνο θανάτου του (αρθ. 1814, 1820 ΑΚ). Η ενάγουσα καλείται κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου (ή 3/6) οι δε λοιποί κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Ο ισχυρισμός που νομίμως επαναφέρουν με λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες της από ____________ εφέσεως, επικαλούμενοι το άρθρο 1842 ΑΚ, ότι ο θανών όσο ζούσε είχε βάσιμο και υπαίτιο λόγο διαζυγίου κατά της ενάγουσας και μπορούσε να την αποκληρώσει, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και ορθώς απερρίφθη από την εκκαλουμένη τόσο στο σκεπτικό της όσο και με ρητή διάταξή της στο διατακτικό (“Απορρίπτει ό,τι άλλο κρίθηκε ως απορριπτέο” ). Τούτο διότι η αποκλήρωση του νόμιμου μεριδούχου συζύγου κατ’ άρθρο 1842 ΑΚ μπορεί να γίνει μόνο με διάταξη τελευταίας βουλήσεως (1839 εδ. β’ ΑΚ) δηλαδή προϋποθέτει έγκυρη διαθήκη, προϋπόθεση που, μετά την ανωτέρω κρίση περί του ότι η ένδικη διαθήκη είναι άκυρη, δεν υφίσταται εν προκειμένω. Η εν λόγω ένσταση ούτε στη διάταξη του άρθρου 1822 ΑΚ μπορεί να στηριχθεί γιατί αυτή προϋποθέτει άσκηση αγωγής διαζυγίου πριν το θάνατο του κληρονομούμενου ή κατάθεση δεύτερης αιτήσεως συναινετικού διαζυγίου (βλ. ΑΠ 766/2004 ΕλΔ 46, 454, ΑΠ 432/94 ΕλΔ 36,173, ΑΠ 1281/93 ΕλΔ 36, 124, όπως το άρθρο 1441 ΑΚ ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως της κριθείσης αγωγής). Στην προκειμένη όμως περίπτωση, ο θανών και η ενάγουσα, το έτος 1991 είχαν απευθυνθεί στον δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Σκαρλάτο προκειμένου να κινήσουν τη διαδικασία εκδόσεως συναινετικού διαζυγίου αλλα η σχετική αίτηση ουδέποτε κατατέθηκε γιατί η ενάγουσα-εκκαλούσα ανακάλεσε την εντολή της. Περαιτέρω αποδεικνυεται ότι κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου στην περιουσία του περιλαμβάνονταν τα ακόλουθα πράγματα : α) ένα οικόπεδο επιφάνειας 4.097 τ.μ. κείμενο στη θέση “__________” του Δ.Δ. ___ _____________ του Δήμου __________ ____________ μετά της εντός αυτού ευρισκομένης διώροφης οικοδομής εμβαδού 103,83 τ.μ., β) ένα φορτηγό αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής “________” (_________ ________ ________), με αριθμό πλαισίου _______________ και γ) ένα σκάφος αναψυχής με την ονομασία “______-________”, μήκους 5,80 μέτρων εγγεγραμμένο στο νηολόγιο ­­_________ με αριθμό “_____________”. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι στην κληρονομιαία περιουσία περιλαμβάνονταν όλα τα περιγραφόμενα στην αγωγή ακίνητα επικαλούμενη προς απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού την από ___________ υπεύθυνη δήλωση του θανόντος προς την Κοινότητα _____ __________. Με βάση την ανωτέρω δήλωση, ο θανών ζητούσε από την Κοινότητα να του χορηγήσει βεβαίωση κυριότητας για τη σύνταξη πωλητηρίου συμβολαίου. Στη δήλωση αυτή, η οποία σημειωτέον δεν φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του θανόντος, ο δηλών αναφέρει ότι έχει 252 ελαιόδενδρα στην αποκλειστική του κυριότητα (“στην απόλυτη ιδιοκτησία μου”) προερχόμενα “εξ ατύπου κληρονομιάς εκ του αποβιώσαντος πατρός μου ________ ______________”, τα οποία νέμεται και διακατέχει άνω των είκοσι ετών και ότι τα ελαιόδενδρα αυτά περιλαμβάνονται στα εννέα ακίνητα που περιγράφει στην ίδια δήλωση. Τα ακίνητα αυτά συμπίπτουν ως προς την περιγραφή τους με τα υπ’ αριθ. 1,2,3,4,5,6,7,8 και 9 ακίνητα που αναφέρονται στην αγωγή και την εκκαλουμένη. Η εν λόγω Κοινότητα τελικά χορήγησε στο θανόντα την υπ’ αριθ. πρωτ. _____________ βεβαίωση που αφορούσε μόνο τα υπ’ αριθ. 6, 7, 8 και 9 ακίνητα. Ειδικότερα, βεβαιώνεται στην ανωτέρω βεβαίωση ότι ο θανών, στην αγροτική περιφέρεια της εν λόγω Κοινότητας, “έχει τα παρακάτω κτήματα” : α) στη θέση “Αμυγδαλιά” αγροτεμάχιο εμβαδού ενός στρέμματος περίπου με 16 ελαιόδενδρα, β) στη θέση “Παύλες” αγροτεμάχιο εμβαδού 2 στρεμμάτων περίπου με 43 ελαιόδενδρα, γ) στη θέση “Συκιές” αγροτεμάχιο ενός στρέμματος περίπου με 13 ελαιόδενδρα και δ) στη θέση “Δεμοσά” αγροτεμάχιο ενός στρέμματος περίπου με 21 ελαιόδενδρα. Τα τέσσερα αυτά κτήματα, στις 29-11-1994 ο θανών μεταβίβασε ατύπως στον Αναστάσιο Βουτυράκο, όπως αναφέρεται στο από 29-11-1994 πωλητήριο έγγραφο με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του θανόντος από τον Πρόεδρο της Κοινότητας Κοίτης και έτσι αποξενώθηκε από τη νομή και την κατοχή τους. Ανεξαρτήτως της ακυρότητας της εν λόγω πωλήσεως λόγω μη τηρήσεως του συμβολαιογραφικού τύπου, τα προαναφερόμενα ακίνητα κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου αποδεικνύεται ότι δεν ανήκαν στη νομή και κατοχή αυτού (κληρονομούμενου) ούτε τα κατείχε κάποιος από τους εναγομένους με διάνοια κληρονόμου (pro herede) αλλά κάτοχος αυτών ήταν τρίτο πρόσωπο (ο ρηθείς Βουτυράκος). Κατά συνέπεια, ως προς τα ανωτέρω ακίνητα, που συμπίπτουν με τα υπ’ αριθ. 6,7,8 και 9 της αγωγής, η αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Περαιτέρω, η ενάγουσα-εκκαλούσα επικαλείται, προς απόδειξη του ισχυρισμού της σχετικά με την κυριότητα του θανόντος στα υπ’ αριθ 1 έως 10 ακίνητα της αγωγής, την από _____________ δήλωση ___ προς τη ΔΟΥ (δεν αναφέρει ποια ΔΟΥ ούτε φαίνεται αυτό στο προσκομιζόμενο έντυπο Ε9). Ωστόσο η δήλωση αυτή έχει συνταχθεί μετά το θάνατο του κληρονομούμενου και έχει υπογραφεί από τη ενάγουσα- εκκαλούσα, καθόσον στη θέση της υπογραφής κάτω από τη λέξη “___ ________” αναγράφεται “α.α η σύζυγος” και ακολουθεί υπογραφή, ενώ δεν προκύπτει ούτε η κατάθεση του έντυπου αυτού στην αρμόδια (και ποια) ΔΟΥ. Συνεπώς, η ανωτέρω δήλωση Ε9 δεν δύναται να αποτελέσει απόδειξη για την κυριότητα του θανόντος στα ρηθέντα ακίνητα. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι όλα τα ακίνητα της αγωγής αποτελούσαν κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος το έτος 1945 __________ __________, πατέρα του θανόντος και των τριών πρώτων εναγομένων-εκκαλούντων της από ___________ εφέσεως. Τα τέσσερα αδέλφια διένειμαν ατύπως μεταξύ τους την κληρονομιαία αυτή περιουσία ήδη από τη δεκαετία του 1960. Από τη διανομή αυτή περιήλθαν στον θανόντα ________ ______________ τα προαναφερόμενα υπ’ αριθ. 6,7,8 και 9 ακίνητα καθώς και το προαναφερόμενο οικόπεδο στη θέση “_________” επί του οποίου ανήγειρε διώροφη οικοδομή και περί του οποίου θα γίνει λόγος κατωτέρω. Στα αδέλφια του, τρεις πρώτους των εναγομένων, περιήλθαν τα υπ’ αριθ. 1, 2, 3, 4, 5, 11 έως και 16 ακίνητα της αγωγής, έκτοτε δε όλοι οι προαναφερόμενοι (θανών και τρεις πρώτοι εναγόμενοι) νεμήθηκαν ο καθένας τα ακίνητα που από την άτυπη διανομή περιήλθαν σε αυτόν, ως αποκλειστικοί κύριοι, χωρίς να απαιτείται γνωστοποίηση προς έκαστο των λοιπών ότι ο καθένας νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του, γεγονός που όλοι οι συγκληρονόμοι γνώριζαν εφόσον όλοι είχαν λάβει μέρος στην άτυπη διανομή και την είχαν αποδεχθεί. Ακολούθως, ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγομένων-εκκαλούντων μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως ένα αγροτεμάχιο εκτάσεως 20.581.78 τμ στη θέση “___________” (το υπ’ αριθ. 11 ακίνητο της αγωγής) στον πέμπτο και έκτο των εναγομένων αντί τιμήματος 4.000 ευρώ δυνάμει του υπ’ αριθ. ________ αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Γυθείου Μαρίας Σταθάκη-Βάρλα. Η τρίτη εναγομενη-εκκαλούσα μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στον έβδομο εναγόμενο – εφεσίβλητο – υιό της – το 1/3 εξ αδιαιρέτου τριών αγροτεμαχίων στη θέση “_________”, εκτάσεως 1.187,55 τ.μ., 507,95 τ.μ. και 799,38 τ.μ. αντιστοίχως (τα υπ αριιθ. 14,15, και 16 ακίνητα της αγωγής), συνολικής αντικειμενικής αξίας 648,67 ευρώδυνάμει του υπ’ αριθ. ___________ συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίας – Μαρούδα Κατσούρη, καθώς και το 1/3 εξ αδιαιρέτου δύο αγροτεμαχίων στις θέσεις “________” και “__________” εκτάσεως 5.588,73 και 7.179,41 τ.μ. αντιστοίχως (τα υπ’ αριθ. 12 και 13 ακίνητα της αγωγής), συνολικής αντικειμενικής αξίας 2.214 ευρώ δυνάμει του υπ’ αριθ. __________ συμβολαίου της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι προαναφερόμενοι εκ των εναγομένων-εκκαλούντες της από _________ εφέσεως – μεταβίβασαν ακίνητα που είχαν περιέλθει στην κυριότητά τους από την κληρονομιά του πατέρα τους __________ ______________ και στη συνέχεια από άτυπη μεταξύ τους διανομή, οι οποίες (κληρονομική διαδοχή και άτυπη διανομή) αναφέρονται σε όλα τα προαναφερόμενα συμβόλαια. Επομένως, οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι κατά το χρόνο ασκήσεως της κριθείσης αγωγής δεν νέμονταν διανοία κληρονόμου (pro herede) τα υπ’ αριθ. 1, 2, 3, 4, 5, 11 έως και 16 ακίνητα της αγωγής ούτε εξάλλου, όπως προαναφέρεται, τα ακίνητα αυτά περιλαμβάνονταν στην κληρονομιαία περιουσία του ____________ _______________ εφόσον αυτός δεν τα νεμόταν ούτε τα κατείχε κατά το χρόνο του θανάτου του. Κατά συνέπεια, η αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και ως προς αυτά τα ακίνητα. Περαιτέρω, αποδεικνυεται ότι οι τρεις πρώτοι των εναγομένων-εφεσιβλήτων, εκκαλούντες της από _________ εφέσεως, με την υπ’ αριθ. ________ δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου _______ Παναγιώτας Μπεχράκη, νομίμως μεταγεγραμμένης, αποδέχθηκαν την κληρονομιά που θεώρησαν ότι επήχθη σε αυτούς δυνάμει της ένδικης διαθήκης, με την οποία ο φερόμενος διαθέτης εγκαθιστούσε αυτούς μόνους κληρονόμους του μεταξύ των άλλων και επί του προαναφερομένου οικοπέδου στη θέση “__________”, εκτάσεως 4.097 τ.μ. μετά της εντός αυτού ευρισκομένης ημιτελούς τότε διώροφης οικοδομής, εμβαδού 103 τ.μ. Ακολούθως, με το υπ’ αριθ. _________ νομίμως μεταγεγραμμένο πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας Συμβολαιογράφου μεταβίβασαν στον τέταρτο εναγόμενο το προαναφερόμενο οικόπεδο στη θέση “_____________” μετά της εντός αυτου ευρισκόμενης διώροφης οικοδομής. Κατ’ αυτό τον τρόπο προσέβαλαν το επ’ αυτού εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας – εκκαλούσας συνιστάμενο σε ποσοστό 1/2 (ή 3/6) εξ αδιαιρέτου. Τέλος, οι εκκαλούντες της από _________________ εφέσεως νομίμως επαναφέρουν ως λόγο εφέσεως την από το άρθρο 281 ΑΚ ένστασή τους που απερρίφθη με την εκκαλουμένη ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Ισχυρίζονται ειδικότερα οι εκκαλούντες ότι η άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας είναι καταχρηστική γιατί η αγωγή ασκήθηκε εννέα (9) έτη μετά τη δημοσίευση της ένδικης διαθήκης χωρίς ποτέ η ενάγουσα να διαμαρτυρηθεί προβάλλοντας κληρονομικά δικαιώματα, αντίθετα ανέμενε δολίως πρώτα να αποπερατώσουν οι εκκαλούντες με δικές τους δαπάνες τη διώροφη οικία στα _________ και να αποπληρώσουν όσα χρέη είχε ο κληρονομούμενος προς τρίτα πρόσωπα και ότι σε κάθε περίπτωση με την αγωγή πλήττεται η ασφάλεια των συναλλαγών γιατί στο μεταξύ μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως την εν λόγω οικία. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, η οποία έχει έντονο χαρακτήρα δημόσιας τάξης και σκοπεύει στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας κατά την άσκηση κάθε δικαιώματος (ΟλΑΠ 17/1997, ΑΠ 1565/1997, ΕλλΔνη 39.1296, ΑΠ 1063/1996, ΕλλΔνη 38.601), το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του και η διαμορφωθείσα κατά το διάστημα που μεσολάβησε πραγματική κατάσταση καθιστούν επαχθή τη μεταγενέστερη άσκησή του και ειδικότερα όταν η ανατροπή της διαμορφωθείσας πραγματικής καταστάσεως με την άσκηση του δικαιώματος συνεπάγεται για τον υπόχρεο δυσβάστακτες συνέπειες, καθ’ υπέρβαση προφανή των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, ώστε για την αποτροπή αυτών να κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιουμένου δικαιώματος (ΑΠ 205/2001, ΕλλΔνη 42.1571, ΑΠ 196/2001, ΕλλΔνη 42.1570, ΑΠ 1203/2000, ΕλλΔνη 43.126, ΑΠ 551/1998, ΕλλΔνη 39.1296, ΟλΑΠ 1/1997, ΑΠ 477/1997, ΕΔΠολ 1997.311). Με βάση τα προαναφερόμενα, όσα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση, η οποία είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς απέρριψε την αγωγή ως προς τον πέμπτο, έκτο και έβδομο των εναγόμενων και ορθώς δέχθηκε αυτή εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, ως προς τους λοιπούς εναγομένους, αν και με ελλειπή και εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται και αντικαθίσταται αντιστοίχως από την παρούσα απόφαση (534 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως οι υπό κρίση εφέσεις να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες στο σύνολό τους και να καταδικασθεί η εκκαλούσα της από 13-9-2011 εφέσεως στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας των εφεσιβλήτων πλην του τέταρτου εξ αυτών, ο οποίος ως εκ της ερημοδικίας του δεν υπεβλήθη σε έξοδα, οι δε εκκαλούντες της από ΙΟ­Ι 1-2011 εφέσεως να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 183, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), των εξόδων υπολογιζομένων σύμφωνα με το εκκληθέν κεφάλαιο κάθε εφέσεως, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Συνεκδικάζει την από ____________ έφεση (αριθ. κατ. _______________) ερήμην του __________ __________ και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και την από _________ (αριθ.κατ. _____________) έφεση κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

-Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

-Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και

-Απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.

-Καταδικάζει την εκκαλούσα της από __________ εφέσεως στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας των εφεσιβλήτων πλην του ερημοδικασθέντος τέταρτου εξ αυτών, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.

-Καταδικάζει τους εκκαλούντες της από 10-11-2011 εφέσεως στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18 Απριλίου 2013 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 23 Μαΐου 2013, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία