Περίληψη
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4729/29-12-2015
ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δωροθέα Νικάνδρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Φωτεινή Θεοφιλοπούλου, Πρωτοδίκη, Παναγιώτα Δ. Χριστοφίλη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, καθώς και από την Γραμματέα, Βασιλική Στεφοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 24 Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει τις εξής υποθέσεις:
Α’ ΑΓΩΓΗ (αρ, κατάθ. 3168/29-03-2010)
Της καλούσας-ενάγουσας:ΑΑΑ, συζύγου ΒΒΒ , κατοίκου ……… Αττικής, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Παναγιώτη Στελιάκη.
Του καθ’ου η κλήση -εναγομένου: ΒΒΒ, κατοίκου ……… Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Χρήστου Οικονομάκη.
Η καλούσα-ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 22.3.2010 αγωγή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 3168/293-2010 και προσδιορίστηκε για τις 08.04.2011 δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτησή της για τις 07-06-2013 και ακολούθως για τις 16.05.2014 οπότε και ματαιώθηκε. Ήδη, με την από 10.06.2014 και με αριθμό κατάθεσης 4175/24-6-2014 κλήση της ενάγουσας, η οποία ενεγράφη στο πινάκιο με αριθμό 22, η συζήτηση της ανωτέρω αγωγής προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Β’ ΑΓΩΓΗ (αρ. καταθ. 8033/2011)
Του καλούντος – ενάγοντος: ΒΒΒ , κατοίκου …….. Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Οικονομάκη.
Της καθ’ ης η κλήση – εναγομένης: ΑΑΑ, συζύγου ΒΒΒ , κατοίκου ……….. Αττικής, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Στελιάκη.
Ο καλών – ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 13.09.2011 αγωγή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 8033/13.09.2011 και προσδιορίστηκε για τις 07.06.2013, δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της για τις 16.05.2014, οπότε και ματαιώθηκε. Ήδη, με την από 24.06.2014 και με αριθμό κατάθεσης 4177/24.06.2014 κλήση του ενάγοντος, η οποία ενεγράφη στο πινάκιο με αριθμό 23, η συζήτηση της ανωτέρω αγωγής προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας τους, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση στην παρούσα δικάσιμο η από 22.03.2010 και με αριθμό κατάθεσης 3168/29.03.2010 αγωγή διαζυγίου και η από 13.09.2011 και με αριθμό κατάθεσης 8033/13.09.2011 αγωγή διαζυγίου, οι οποίες πρέπει να συνενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης σχέσης και συνάφειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 246 του ΚΠολΔ, αφού εκκρεμούν ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου ανάμεσα στους αυτούς διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται οικονομία στα έξοδα αυτής (άρθρα 246, 591, 592 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι προσκομίζονται τα κατ’ άρθρ. 61 παρ. 4 ν. 4194/2013 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών.
Ι. Το άρθρο 1439 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του Ν 1329/1983, ορίζει στην μεν παρ. 1 ότι “Καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα”, στη δε παρ. 3 ότι “Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο κλονισμός των σχέσεων των συζύγων που οφείλεται σε λόγο, ο οποίος αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου και καθιστά αφόρητη για τον ενάγοντα την εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως, και η διετής διάσταση των συζύγων, από την οποία τεκμαίρεται αμάχητα ο ανωτέρω κλονισμός, αποτελούν δύο διαφορετικούς μεταξύ τους λόγους διαζυγίου.
Έτσι, αν ασκηθεί αγωγή διαζυγίου που στηρίζεται στο λόγο της παρ. 1 του άρθρου 1439 ΑΚ, ο εναγόμενος με την αγωγή αυτή σύζυγος μπορεί να ασκήσει ανταγωγή ή αυτοτελή αγωγή για λύση του ίδιου γάμου για το λόγο της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, διότι το αντικείμενο της μίας αγωγής δεν καλύπτει το αντικείμενο της άλλης, αν και έχουν το ίδιο αίτημα. Επομένως, η παραδοχή της μίας αγωγής και η βάσει αυτής λύση του γάμου δεν καθιστά χωρίς αντικείμενο την έρευνα της άλλης. Εξάλλου, αν λυθεί ο γάμος κατά παραδοχή και των δύο αγωγών ή της μίας εξ αυτών, στηριζομένη στις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1439 ΑΚ, ο καθένας από τους συζύγους θεωρείται ηττημένος ως προς την παραδοχή της αγωγής του άλλου ή την απόρριψη της δικής του και ως εκ τούτου, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 68, 69 και 516 ΚΠολΔ, έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει τη μεταρρύθμιση της πρωτόδικης αποφάσεως κατά τούτο, ώστε να λυθεί ο γάμος (και) για λόγο που αφορά στο πρόσωπο του άλλου συζύγου και καθιστά αφόρητη γι αυτόν την εξακολούθηση της έγγαμης συμβιώσεως (πρβ. ΟλΑΠ 1/1989 Δ 21.977 και ΑΠ 30/1993 ΝοΒ 42-46, ΑΠ 618/1992 ΕλλΔ/νη 34.1283, ΑΠ 792 και 437/1989 ΕΕΝ 1990-128 και 355, Εφ Πειρ. 1078/1995 Αρχ Νομ ΜΗ-503, Εφ Πειρ. 167/1990 ΕλλΔ/νη 33-405, Εφ ΑΘ 2257/1993 ΕλλΔ/νη 35.446 άλλως Εφ Πειρ. 178/1990 Ελλ. Δ/νη 33.407, Εφ Θεσ. 2500/1990 Αρμ ΜΔ 660, Εφ Θεσ 1732/1989 Αρμ ΜΔ 43).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα της από 22.03.2010 (υπό στοιχείο Α’ με αρ. καταθ. 3168/29.03.2010) αγωγής ζητεί τη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο διότι από τους αναφερόμενους σε αυτήν (αγωγή) λόγους που αφορούν το πρόσωπο του τελευταίου, οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη γι’ αυτήν, καθώς και την καταδίκη του εναγομένου στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με το παραπάνω περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου τούτου καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου (άρθρα 18 περ. 1 και 22 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 598 έως 612 ΚΠολΔ – άρθρο 592 παρ. 1 περ. α’ του ιδίου Κώδικα) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438 και 1439 παρ. 1 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Ο ενάγων της από 13.09.2011 (υπό στοιχείο Β’ με αρ. καταθ. 8033/13.09.2011) αγωγής ζητεί τη λύση του γάμου του με την εναγόμενη, για το λόγο ότι βρίσκονται σε διάσταση, με οριστική πρόθεση διασπάσεως της έγγαμης συμβιώσεως, συνεχώς απά τον Ιούνιο του έτους 2009, δηλαδή για χρονικό διάστημα, που υπερβαίνει τα δύο έτη και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Η αγωγή με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, παραδεκτώς εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου που έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα (άρθρα 17 παρ.1, 22 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 592 παρ.Ια, 598 έως 613 ΚΠολΔ). Είναι δε, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 παρ. 3 του ΑΚ, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες εκτιμώνται από μόνες τους και σε συνδυασμό μεταξύ τους και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας καθενός εξ αυτών και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και από όλα τα, είτε ειδικώς κατωτέρω μνημονευόμενα είτε όχι, έγγραφα, που προσκομίζονται νομίμως με επίκληση από τους διαδίκους, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδείχθηκαν, κατά την πλειοψηφίσασα κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο θρησκευτικό γάμο σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 24.11.2001 στον Ιερό “Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου στον Πειραιά, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, το ΓΓΓ, που γεννήθηκε στις 04.12.2003, και ένα θήλυ εισέτι αβάπτιστο τέκνο, που γεννήθηκε στις 24.04.2009. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν υπήρξε απαρχής αρμονική, εξαιτίας της συμπεριφοράς του εναγομένου – ενάγοντος συζύγου, η οποία δεν ήταν σύμφωνη με τις γενικώς παραδεκτές σύγχρονες αντιλήψεις περί της έγγαμης συμβίωσης. Εξάλλου στη μη ομαλή συζυγική ζωή των διαδίκων συνετέλεσε και η διαρκής επέμβαση της μητέρας του εναγομένου – ενάγοντος στην έγγαμη συμβίωσή τους.
Έτσι λόγω των ανωτέρω προβλημάτων, στις 20.04.2003 κι ενώ η ενάγουσα – εναγόμενη διένυε τους πρώτους μήνες κυήσεως στο ανήλικο τέκνο τους ΓΓΓ, η τελευταία αποχώρησε από τη συζυγική οικία. Έκτοτε η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων είχε διασπασθεί, στη συνέχεια δε με την υπ’ αριθμ. 4149/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ανατέθηκε προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στην νυν ενάγουσα – εναγόμενη. Ακολούθως, στις 11.06.2006 η ενάγουσα – εναγόμενη με το ανήλικο τέκνο τους ΓΓΓ επέστρεψε εκ νέου στη συζυγική οικία και οι διάδικοι επανασυνδέθηκαν, στην προσπάθειά τους να προσφέρουν στο ανήλικο τέκνο τους μια ήρεμη και φυσιολογική οικογενειακή ζωή. Όμως και πάλι υπήρξαν προβλήματα και δημιουργήθηκαν εντάσεις και διαπληκτισμοί μεταξύ των διαδίκων που συνεχίστηκαν ακόμη και όταν η ενάγουσα – εναγόμενη βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης για το δεύτερο τέκνο τους, συχνά δε τέτοιοι διαπληκτισμοί είχαν αντικείμενο τον τρόπο διαπαιδαγώγησης του ανηλίκου τέκνου τους και τον διαφορετικό τρόπο αντίληψης του θέματος από τους διαδίκους, της υιοθέτησης δε εκ μέρους του εναγομένου – ενάγοντος της άποψης της μητέρας του περί αυστηρής διαπαιδαγώγησης αυτού. Επίσης, ο εναγόμενος – ενάγων εξακολουθούσε να αδιαφορεί για τα προβλήματα της οικογένειας, απουσίαζε αδικαιολόγητα από τη συζυγική οικία, περνώντας πολλές ώρες στην οικία της μητέρας του και παράλληλα συμπεριφερόταν απαξιωτικά, με ψυχρότητα και αδιαφορία προς την ενάγουσα – εναγομένη σύζυγο του, ενώ είχε ήδη γεννηθεί και το δεύτερο τέκνο τους και η ενάγουσα – εναγόμενη είχε ανάγκη από τη βοήθειά του, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο σωματικά και ψυχικά από αυτή.
Τον Ιούλιο του έτους 2009, η ενάγουσα – εναγόμενη είχε μεταβεί μαζί με τα ανήλικα τέκνα της στις Στέρνες Ακρωτηρίου Χανίων για θερινές διακοπές, όταν δε επέστρεψε στις 09.09.2009 στη συζυγική οικία, ο εναγόμενος-ενάγων είχε αλλάξει την κλειδαριά της πόρτας της οικογενειακής στέγης με συνέπεια να αποπέμψει την ενάγουσα μαζί με τα ανήλικα τέκνα τους από τη συζυγική οικία. Έκτοτε διακόπηκε οριστικά η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, η διακοπή δε αυτή οφείλεται με βάση όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά σε αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου – ενάγοντος, ο οποίος κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους επέδειξε μια συμπεριφορά απαράδεκτη και ανάρμοστη που δεν συνάδει προς τις νομικές και ηθικές βάσεις του γάμου και είναι αντίθετη με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν. Ειδικότερα, ο εναγόμενος – ενάγων σύζυγος κατά τα παράβαση των εκ του γάμου απορρεουσών υποχρεώσεών του προς σεβασμό, αγάπη, αφοσίωση, απουσίαζε αδικαιολόγητα από τη συζυγική οικία, επεδείκνυε αδιαφορία προ τη σύζυγο του, η δε συμπεριφορά του απέναντι της ήταν απαξιωτική και προσβλητική. Η ίδια η ενάγουσα – εναγόμενη δεν συντέλεσε σε αυτή τη διακοπή με υπαίτιο παράπτωμά της, που να συνιστά λόγο διαζυγίου, όλα δε τα ανωτέρω έχουν γίνει δεκτά και δυνάμει της με αριθμό 331/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διατροφών). Από τις 09.09.2009 έως και τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης, οι διάδικοι διαμένουν σε διαφορετικές οικίες, χωρίς να υπάρχει πρόθεση επανασυμβίωσής τους.
Η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος διάζευξης του ενάγοντος είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, διότι τα εκτιθέμενα από αυτήν πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε κατά την άποψη που επικράτησε στο παρόν Δικαστήριο, ότι από λόγους αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του εναγομένου – ενάγοντος, ήτοι εξαιτίας της ανωτέρω αντισυζυγικής συμπεριφοράς αυτού, απάδουσας προς τις νομικές και ηθικές αξίες και υποχρεώσεις του γάμου, οι σχέσεις των διαδίκων έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να αποβαίνει αφόρητη για την ενάγουσα – εναγομένη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, προέκυψε ότι οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών και με την πρόθεση να μην υπάρχει κοινωνία βίου μεταξύ τους, από το γεγονός δε αυτό της συνεχούς υπερδιετούς διάστασής τους, τεκμαίρεται αμάχητα ότι έχει επέλθει ισχυρός κλονισμός στη σχέση του γάμου τους. Πρέπει, επομένως, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο αυτό γνώμη, να γίνουν εν μέρει δεκτές ως κατ’ ουσίαν βάσιμες τόσο η από 22.03.2010 και με αριθμό κατάθεσης 3168/29.03.2010 όσο και η από 13.09.2011 και με αριθμό κατάθεσης 8033/13.09.2011 αγωγή διαζυγίου, κατά το αίτημα περί λύσης του μεταξύ των διαδίκων γάμου. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των αγωγών θα πρέπει να συμψηφιστούν ενόψει της σχέσης τους ως συζύγων (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
Ένα, όμως, μέλος της σύνθεσης, η Πρωτοδίκης Παναγιώτα Χριστοφίλη, εισηγήτρια είχε την γνώμη οτι στην υπό στοιχείο (Α) αγωγή σωρεύεται επικουρικά η βάση της διετούς διάστασης, η οποία θα πρέπει να εξεταστεί πρώτη για τους εξής ειδικότερα λόγους:
α) Κατά το άρθρο 1439 §1 ΑΚ καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγόμενου, ή αμφοτέρων των διαδίκων συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Ό ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, θα πρέπει να επικαλεστεί και αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονιστεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου, ή και των δύο συζύγων με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικά πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να έχει καταστεί γι’ αυτόν αφόρητη. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξάρτητα από το ποιόν από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνο. Αν το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικά με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διάζευξης με βάση την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 ΑΚ.
β) Κατά την παράγραφο του 3 του ίδιου άρθρου 1439 ΑΚ, όμως, αν οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς επί δύο τουλάχιστον έτη, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος.
γ) Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο, ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός σημαίνει ότι στη δίκη διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας. Αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσεως του γάμου. (ΑΠ 263/2012, ΑΠ 1084/2008, ΑΠ 559/2006 δημ. ΤΝΔ Νόμος). Η διαπλαστική απόφαση διαζυγίου δεν παράγει δεδικασμένο ως προς την υπαιτιότητα για τον κλονισμό του γάμου, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου. Δεδικασμένο δεν παράγεται ούτε ως προς την ύπαρξη καθεαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών που επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσεως, αφού το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση, ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσίδικα (ΚΠολΔ 322, 324), (ΑΠ 20/2015, ΑΠ 1060/2014, ΑΠ 1570/2014 δη, ΤΝΔ Νόμος). Τυχόν δε, αίτημα να κηρυχθεί ο εναγόμενος υπαίτιος της λύσης του γάμου είναι απαράδεκτο διότι η υπαιτιότητα έχει πλέον αποχωρισθεί από την εννοιολογική διάρθρωση του ισχυρού κλονισμού ο οποίος κρίνεται αντικειμενικά. (ΑΠ 228/1989, ΑΠ 1441/2001 δημ Νόμος, αντιθ. ΑΠ 670/2001 δημ Νόμος). Όμοια απαράδεκτο είναι και το αίτημα αναγραφής στο διατακτικό της απόφασης ότι η λύση του γάμου προέρχεται από λόγο που αφορά τον εναγόμενο, ή και τους δύο συζύγους (Κουνουγέρη Μανωλεδάκη, Οικογενειακό I σ. 404).
Απόρροια της προαναφερόμενης αποσύνδεσης της υπαιτιότητας από την εννοιολογική διάρθρωση του ισχυρού κλονισμού, ο οποίος κρίνεται πλέον αντικειμενικά και την συνεπεία αυτής, αποδέσμευσή της από την δεσμευτική εμβέλεια του δεδικασμένου σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο (I. γ) νομική σκέψη, είναι και το γεγονός ότι αν σε αγωγή διαζυγίου (σύμφωνα με την κρατούσα στην νομολογία άποψη) γίνεται επίκληση δύο βάσεων, από τις οποίες η μία είναι η διετής διάσταση (ΑΚ1439 παρ. 3) και ανεξάρτητα αν υπάρχει σώρευση, ή επικουρικότητα το δικαστήριο θα πρέπει, χωρίς να δεσμεύεται από το άρθρο 106 ΚΠολΔ, αλλά εφαρμόζοντας το άρθρο 247ΚΠολΔ, να ερευνήσει πρώτα τη βάση της παραγράφου 3 και μόνο αν αυτή δεν αποδεικνύεται να προχωρήσει στην άλλη επικαλούμενη βάση. Άρα κατ’αποτέλεσμα η απόδειξη της αγωγής με βάση την διετή διάσταση καθιστά αλυσιτελή και την έρευνα της δεύτερης βάσης (ΑΠ 576/2014, ΑΠ 470/2005, Εφ ΑΘ1736/2007: δημ Τνδ Νόμος, για την αντίθετη άποψη βλ ΑΠ 1563/2002 και Αποστόλος Γεωργιάδης, Μιχαήλ Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, Τόμος VII, Οικογενειακό Δίκαιο, 2009, Αθήνα, Εκδόσεις «Δίκαιο Και Οικονομία», σ.σ. 422-424, βλ. και αντίθετη άποψη ο.π σ 425). Δεν υφίσταται πλέον έννομο συμφέρον του ενάγοντα για την εξέταση πρώτα της κύριας βάσης του ισχυρού κλονισμού. Η άποψη αυτή είναι συνεπής με την θέσπιση του αντικειμενικού κλονισμού ως λόγου διαζυγίου, και την αποδέσμευση της υπαιτότητας και των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στον κλονισμό από το δεδικασμένο, η οποία έχει ως σκοπό να αποτρέψει τους διαδίκους από την ταπεινωτική διαδικασία των αμοιβαίων προσβολών και αποκαλύψεων εξευτελιστικών για την προσωπικότητα και την ιδιωτική τους ζωή, δυσαπόδεικτων περιστατικών, που τραυματίζουν ακόμα περισσότερο τα παιδιά τους ( τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ανήλικα) και καθιστούν δυσχερέστερη την αποκατάσταση της ισορροπίας στις σχέσεις των εν διαστάσει και μετέπειτα διαζευγμένων συζύγων. Περιορίζεται έτσι η εξέταση της υπαιτιότητας μόνο στην δίκη διατροφής συζύγου, όπου καθίσταται αναγκαία προκειμένου να καταφαθεί, ή μη το σχετικό δικαίωμα διατροφής και να προσδιοριστεί το ύψος αυτής.
δ) Από το συνδυασμό των άρθρων του ΑΚ 1438, 1439 παρ.3, όπως η τελευταία παράγραφος ισχύει, από 26-11-2008, μετά την τροποποίηση της, με το άρθρο 14 ν. 3719/2008, και 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα της ιστορικής βάσης αγωγής διαζυγίου αξιώνεται σαφής επίκληση όλων των γεγονότων, ή καταστάσεων που σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου θεμελιώνουν την ζητούμενη έννομη συνέπεια. Η χρήση νομικών όρων δεν αρκεί για την πληρότητα της ιστορικής βάσης, αλλά απαιτείται μνεία συγκεκριμένων περιστατικών που θεμελιώνουν τον νομικό όρο. Ο όρος “διάσταση” αποτελεί αόριστη νομική έννοια και ως τέτοια υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο η συνδρομή των περιστατικών που την συγκροτούν. Σε αγωγή διαζυγίου αρκεί για την θεμελίωση της βάσης της διετούς διάστασης, η μνεία των περιστατικών από τα οποία συνάγεται με ασφάλεια ότι οι διάδικοι ζουν χωριστά για δύο έτη πριν την συζήτηση της αγωγής.
Στην υπό κρίση Α αγωγή σωρεύονται κατ’ορθή εκτίμηση του δικογράφου, η αγωγή λύσης του γάμου, λόγω ισχυρού κλονισμού για λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου (άρθρο 1493 παρ. 1 ΑΚ) και επικουρικά η βάση της διετούς διάστασης (άρθρο 1493 παρ. 3) εφόσον στο ιστορικό της αγωγής αφενός αναφέρονται τα περιστατικά τα οποία συνιστούν την ιστορική βάση της διετούς διάστασης. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι το Σεπτέμβριο του 2009, ο εναγόμενος άλλαξε τις κλειδαριές της οικογενειακής στέγης και απέπεμψε αυτή και τα παιδιά τους, από την οικογενειακή στέγη, και έκτοτε διακόπηκε οριστικά η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων. Εξάλλου το αίτημα της αγωγής είναι η λύση του γάμου χωρίς αναφορά οπουδήποτε στο δικόγραφο ότι αυτή ζητείται μόνο λόγω ισχυρού κλονισμού του γάμου λόγω υπαιτιότητας του διαδίκου. Η δε διάσταση όπως προαναφέρθηκε είναι αόριστη νομική έννοια και ελέγχεται αναιρετικά ως προς την ύπαρξη ή μη των απαραίτητων για την συγκρότηση της περιστατικών. Τέλος, αν γίνει δεκτό ότι δεν σωρεύεται βάση διετούς διάστασης στη υπό κρίση αγωγή, σε περίπτωση κατά την οποία δεν αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία επικαλείται η ενάγουσα, και απορριφθεί κατ’ουσία η εν λόγω αγωγή, με αποτέλεσμα την συνέχιση του γάμου, η απόφαση θα έπασχε διότι το Δικαστήριο δεν θα δίκαζε αίτημα λύσης του γάμου λόγω διετούς διάστασης, παρά το γεγονός ότι στο ιστορικό της αγωγής σαφώς εκτίθενται τα περιστατικά που θεμελιώνουν διετή διάσταση δηλαδή, η ημερομηνία αρχής χωριστής συμβίωσης των διαδίκων και η οριστική έκτοτε διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους.
Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα δεν υφίσταται έννομο συμφέρον για την εξέταση της βάσης που προτάσσει η ενάγουσα και πρέπει να εξεταστεί πρώτα η αγωγή της διετούς διάστασης της Α αγωγής που επικουρικά σωρεύεται στο δικόγραφο της αγωγής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 22.03.2010 και με αριθμό κατάθεσης ……… και από ………… και με αριθμό κατάθεσης ………. αγωγές.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο κατά πλειοψηφία.
ΔΕΧΕΤΑΙ τις αγωγές κατά πλειοψηφία.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ τη λύση του μεταξύ των διαδίκων θρησκευτικού γάμου, ο οποίος τελέστηκε σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 24.11.2001 στον Ιερό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου στον Πειραιά.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ ολικά μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των αγωγών.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις δημοσιεύτηκε στον Πειραιά στις 20-10-2015 και δημοσιεύτηκε στον Πείρε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 29-12-2015 απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δ.Ν. Β.Σ.