Περίληψη
Αριθμός απόφασης :Α3304/2019
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ 8ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Οκτωβρίου 2018, με δικαστές τους Τριαντάφυλλο Καπελαρή, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Μαρία Άλπου και Περιστέρα Μακρίδου (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τον Γεώργιο Λαμπρόπουλο, δικαστικό υπάλληλο.
Για να δικάσει την με ημερομηνία κατάθεσης 09-02-2018 προσφυγή (ΠΡ230/2018).
Της Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «_________ » που εδρεύει στον _________ (_________ αρ. __) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε με την από 10-10-2018 δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου Χρήστου Οικονομάκη, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ..
Κατά του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία _________ και ήδη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία _________ ως καθολικός διάδοχος του προσφεύγοντος, σύμφωνα με τα άρθρα 51 παρ.1, 53 παρ.1ΣΤ και 70 παρ.9 του ν.4387/2016 (Α΄85), που εκπροσωπείται από το Διοικητή του και το οποίο παραστάθηκε με την από 11-10-2018 δήλωση, κατ- άρθρο 133 παρ. 2 Κ.Δ.Δ. του πληρεξουσίου δικηγόρου του Σωτηρίου Βλαχογιάννη.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1.Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (σχ. το αποδεικτικό εξοφλήσεως του με κωδικό 239556097958 1217 0013 e-παραβόλου) ζητείται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η ακύρωση των: α) υπ’ αρ. 75825/15-10-2012 απόφασης του Προέδρου του _________ που αφορά οφειλή ποσού 14.900 ευρώ λόγω καταβολής από το καθ’ ου τρίμηνων αποδοχών ναυτικών, χρονικής περιόδου από 23-12-2011 έως 22-3-2012, β) υπ’ αρ. 709/2011 φύλλου εκκαθάρισης του _________ , ποσού 30.202,60 ευρώ, χρονικής περιόδου από 1.11.2010 έως 2.5.2011 και γ) 467/2012 φύλλου εκκαθάρισης του _________ , ποσού 76.491,84 ευρώ, χρονικής περιόδου από 3.5.2011 έως 22.3.2012, με τα οποία επιβλήθηκαν εισφορές, συνολικού ποσού 121.594,44 ευρώ, για τις ως άνω χρονικές περιόδους, εκ ναυτολογίου, λιμένος Πειραιά, του πλοίου «_________ » (Ν.Π.10530) εις βάρος της ναυτικής εταιρείας «_________ .».
2. Επειδή, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης” (Ε.Φ.Κ.Α.), ως φορέας κύριας ασφάλισης και οιονεί καθολικός διάδοχος του _________ από 1.1.2017, σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 53 παρ. 1 περ. ΣΤ- του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α΄ 85), νομίμως παρίσταται και συνεχίζει την παρούσα δίκη ως καθ’ ου, κατ’ άρθρο 70 παρ. 9 του ίδιου νόμου, χωρίς να επέρχεται διακοπή αυτής (πρβλ. ΣτΕ 324/2017 7μ., 729, 734/2017).
3. Επειδή, η κρινόμενη προσφυγή αποτελεί δεύτερη προσφυγή της προσφεύγουσας με το αυτό αντικείμενο, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 70 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., δοθέντος ότι είχε ασκηθεί και η με αρ. κατάθεσης ΠΡ2137/2016 όμοια (πρώτη) προσφυγή της προσφεύγουσας κατά της ίδιας προσβαλλόμενης πράξης, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, με την Α 5109/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Ενόψει όμως ότι η ως άνω απορριπτική της πρώτης προσφυγής δικαστική απόφαση επιδόθηκε στην προσφεύγουσα στις 11-10-2017 και κατέστη τελεσίδικη, λόγω μη άσκησης ενδίκου μέσου εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, η κρινόμενη δεύτερη προσφυγή (με ημερ. κατάθεσης 09-02-2018) έχει ασκηθεί παραδεκτώς.
4.Επειδή, στο άρθρο 16 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2690/1999 (ΦΕΚ Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι: «[…] Στην ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται, επίσης, η τυχόν δυ_________ ότητα άσκησης της, κατ’ άρθρο 25, […] ενδικοφανούς προσφυγής, γίνεται δε μνεία του αρμόδιου για την εξέτασή της οργάνου, της προθεσμίας, καθώς και των συνεπειών παράλειψης της άσκησής της. Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με τις προαναφερόμενες πληροφορίες της υπηρεσίας δεν μπορεί να παραγάγει συνέπειες σε βάρος του προσφεύγοντος. […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 63 παρ. 3 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «Στις περιπτώσεις που από το νόμο προβλέπεται, κατά της πράξης ή της παράλειψης, διοικητική προσφυγή, η οποία ασκείται, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ενώπιον του ίδιου ή ιεραρχικώς προϊστάμενου, ή άλλου ειδικώς κατεστημένου, οργάνου, και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή της παράλειψης κατά το νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται για την ενδικοφανή προσφυγή. […] Το κατά τις προηγούμενες περιόδους απαράδεκτο του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής κατά πράξης ή παράλειψης κατά της οποίας προβλέπεται από το νόμο η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, δεν ισχύει αν η αρμόδια διοικητική αρχή παρέλειψε να ενημερώσει πλήρως, κατά οποιονδήποτε τρόπο, τον ενδιαφερόμενο, τόσο για την υποχρέωση, όσο και για τους όρους, άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής».
5.Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 63 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό με την πραναφερόμενη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, προς διασφάλιση του κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, η Διοίκηση υποχρεούται να γνωστοποιεί στο πρόσωπο, το οποίο αφορά υποκείμενη σε ενδικοφανή προσφυγή πράξη, ότι κατ’ αυτής προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή, να προσδιορίζονται δε συγχρόνως το όργανο ενώπιον του οποίου ασκείται η προσφυγή και η προς τούτο τασσόμενη από το νόμο αποκλειστική προθεσμία, καθώς, επίσης, και οι συνέπειες που επιφέρει η παράλειψη άσκησής της. Η κατά τα ανωτέρω γνωστοποίηση πρέπει να γίνεται με σχετική αναφορά είτε στην υποκείμενη σε ενδικοφανή προσφυγή πράξη, είτε στο συνοδεύον αυτήν έγγραφο κοινοποίησής της. Κατά ρητή, εξάλλου, πρόβλεψη του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στην περίπτωση που η Διοίκηση δεν ενημερώσει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πρόσωπο που αφορά η υποκείμενη σε ενδικοφανή προσφυγή πράξη, η παράλειψη άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής, όπως επίσης και η μη προσήκουσα άσκησή της δεν καθιστά εξ αυτού του λόγου απαράδεκτη την ασκούμενη, εν συνεχεία, από τον ενδιαφερόμενο προσφυγή ουσίας, η δε υπόθεση, εισαγομένη, από την άποψη αυτή, παραδεκτώς ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, εκδικάζεται ως προς την υποκείμενη σε ενδικοφανή προσφυγή διοικητική πράξη (ΣτΕ 2130/2017, 1159/2012 7μ., 1592/2012 7μ., 690/2013 7μ., 86/2015 7μ., 204/2016 7μ., πρβλ ΣτΕ 2892/1993 Ολομ., 2281/2000 Ολομ., 1226/2001, 575/2005, 227, 623, 2905, 3034-54/2006, 2318/2007, 2945/2010). Εξάλλου, το εκ της μη τήρησης ή μη προσήκουσας τήρησης της ενδικοφανούς διαδικασίας απαράδεκτο της προσφυγής αίρεται σε κάθε περίπτωση μη τήρησης από τη Διοίκηση της ως άνω διαδικαστικής υποχρέωσής της, χωρίς να ερευνάται από το Δικαστήριο το ζήτημα εάν ο ενδιαφερόμενος έχει άλλως πως λάβει γνώση της υποχρέωσης προς άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και των όρων άσκησής της (ΣτΕ 2130/2017, 1592/2012 7μ., 2945/2010, 1515/2006, 2712, 3465/2005 κ.α).
6.Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι το καθ’ ου ενημέρωσε προσηκόντως την προσφεύγουσα εταιρεία σχετικά με την υποχρέωσή της να ασκήσει την κατ’ άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 3569/2007 (ΦΕΚ Α΄ 122) αίτηση αναθεώρησης (ενδικοφανής προσφυγή) κατά των προσβαλλόμενων φύλλων εκκαθάρισης του _________ εντός 15 ημερών από την επίδοση των φύλλων εκκαθάρισης ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του NAT .και επομένως η προσφεύγουσα έχασε την προβλεπόμενη από το άρθρο 15 παρ. 1 του ως άνω νόμου 15νθήμερη προθεσμία άσκησης της εν λόγω ενδικοφανούς προσφυγής, το γεγονός, όμως, αυτό δεν καθιστά απαράδεκτη την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής, κατ’ άρθρο 63 παρ.3 εδ. α΄ του Κ.Δ.Δ.. Η δε ασκούμενη από την προσφεύγουσα υπ’ αρ. 40261/14-11-2016 «αίτηση αναθεώρησης» λογίζεται ως αίτηση θεραπείας, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ισχυρισμών του καθ’ ου.
7.Επειδή, στο άρθρο 90 του Π.Δ. 913/1978 (Α- 220) «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου των περί Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου κειμένων διατάξεων . . .» ορίζεται ότι : «1. α) . . . β) Το φύλλο εκκαθάρισης που έχει εκδοθεί από το _________ ., με το οποίο βεβαιώνεται οφειλή στο Δημόσιο Ταμείο, είναι τίτλος νόμιμος και εκτελεστός (όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 10 του άρθρ. 1 του ν. 1711/1987, Α- 109) 2. . . . . 3 . . . . 6. Τα υπό του _________ εκδιδόμενα φύλλα εκκαθαρίσεως των εν ναυτολογίων εισφορών των πλοίων, νομίμως κοινοποιούνται εις τας υπό των εκπροσώπων τούτων ή των πλοιοκτητών των ή των αντικλήτων των δηλωθείσας διευθύνσεις. 7. Εν περιπτώσει μεταβολής διευθύνσεων μη γνωστοποιηθεισών υπό των υποχρέων εις _________ , η επίδοσις θεωρείται νομίμως γενομένη εις την παλαιάν Διεύθυνσιν είτε εγένετο υπό Δικαστικού Επιμελητού είτε υπό εξουσιοδοτουμένου δι- αποφάσεως του Δ.Σ. του _________ οργάνου του Ταμείου (όπως οι παρ. 6 και 7 προστέθηκαν από την παρ. 1 του άρθ. 34 του ν. 1085/1980, Α- 255)». Περαιτέρω, με το άρθρο 7 του ν. 702/1977 (Α΄ 268) υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ορισμένες διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες μνημονεύονται στην παρ. 1 του εν λόγω άρθρου (δηλαδή διαφορές που αναφύονται από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφάλισης κλπ), ορίσθηκε δε ότι οι διαφορές αυτές άγονται ενώπιον των ανωτέρω δικαστηρίων με την άσκηση προσφυγής (παρ. 2) κατά του Δημοσίου ή του οικείου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (παρ. 5). Κατ’ εξουσιοδότηση δε του άρθρου του άρθρου 8 της παρ. 3 του ως άνω ν. 702/1977 εκδόθηκε το π.δ. 341/1978 (Α΄ 71). Εξάλλου, στο άρθρο 14 του π.δ. 341/1978 «Περί της ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων διαδικασίας επί των υπαγομένων εις αυτά διοικητικών διαφορών δυνάμει του άρθρου 7 του Ν. 702/1977» (Α` 71), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι : «Ως προς τας εκθέσεις και τα δικόγραφα, τας επιδόσεις, τους αντικλήτους, τας δικονομικάς προθεσμίας και τας δικονομικάς ακυρότητας ισχύουν αι διατάξεις των άρθ. 52, 53 πλην του τελευταίου εδαφίου αυτού, 57, 58, 59 παρ. 1, 2, 3 και 5 και των άρθ. 60 έως 69 του Κώδ. Φορολογ. Δικονομίας». Όπως συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις της νομοθεσίας του _________ ., δεν προβλέπεται ιδιαίτερος τρόπος κοινοποίησης των υπό του Ταμείου εκδιδομένων φύλλων εκκαθάρισης, με τα οποία καταλογίζονται εισφορές στους κατά τη νομοθεσία αυτή υπεύθυνους για την καταβολή τους, ούτε γίνεται αναφορά στις διατάξεις της Πολιτικής ή Δικονομίας, αλλά απλώς γίνεται λόγος για «επί αποδείξει κοινοποίηση» των φύλλων αυτών στις δηλωθείσες από τους υπεύθυνους διευθύνσεις, από δικαστικό επιμελητή ή εξουσιοδοτημένο με απόφαση του Δ.Σ. του _________ όργανο του Ταμείου. Περαιτέρω, τόσο το φύλλο εκκαθάρισης όσο και η επί της αιτήσεως αναθεώρησης κατ` αυτού απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου προσβάλλονται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με προσφυγή και ως εκ τούτου, γεννάται διοικητική διαφορά ουσίας του άρθρου 7 του ν. 702/1977 διεπόμενη από τις δικονομικές διατάξεις του π.δ. 341/1978, μεταξύ των οποίων και η διάταξη του άρθρου 14, η οποία, ως προς τις επιδόσεις, παραπέμπει στις διατάξεις των άρθρων 60 έως 69 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, όσο και του Ν. 2717/1999, για τις επιδόσεις που έλαβαν χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του (17.5.1999). Κατά συνέπεια και η επίδοση των ανωτέρω πράξεων καταλογισμού εισφορών του _________ , η οποία κινεί την προθεσμία της κατ` αυτών προσφυγής, ελλείψει ειδικών ρυθμίσεων της κειμένης περί _________ νομοθεσίας, διενεργείται κατά τις διατάξεις είτε του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας είτε του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ανάλογα με το χρόνο που έγινε η επίδοση, κατ` ανάλογη εφαρμογή προς τα ισχύοντα για τις επιδόσεις των πάσης φύσεως καταλογιστικών πράξεων των φορολογικών αρχών (βλ. ΣτΕ 3721/2014, 2483/2001).
8.Επειδή, στο άρθρο 66 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97/17.5.1999) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι: « Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει: Α. Σε περίπτωση ρητής πράξης: α) Για εκείνους τους οποίους αφορά: i) από την κατά νόμο επίδοσή της σε αυτούς, ή ii) σε κάθε άλλη περίπτωση, από τότε που αυτοί έλαβαν αποδεδειγμένως πλήρη γνώση του περιεχομένου της». Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 66 παρ. 1 περ. Α υποπερ. α του Κ.Δ.Δ., προβλέπεται μεν ως αφετηρία της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, κατ’ αρχήν, η σύννομη κοινοποίηση της πράξης στον ενδιαφερόμενο, δεν αποκλείεται όμως η σχετική προθεσμία να αρχίζει από την αποδεδειγμένη πλήρη γνώση του περιεχομένου της προσβαλλόμενη πράξης σε περίπτωση που είτε δεν έγινε η προβλεπόμενη κοινοποίηση, είτε αυτή που έγινε δεν ήταν νόμιμη, ακόμη και αν πρόκειται για πράξη κοινοποιητέα σύμφωνα με τη σχετική ειδική νομοθεσία που την διέπει (ΣτΕ 1241-2/2017, 986/2016 επταμ. σκ.3, 169/2015 επταμ., 1828/2015). Περαιτέρω, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, απαιτείται για την κίνηση της εν λόγω προθεσμίας αποδεδειγμένη [δηλαδή προκύπτουσα είτε από συγκεκριμένα στοιχεία του φακέλου ή συγκεκριμένα και αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν βέβαιη δικανική πεποίθηση (βλ. ΣτΕ 120-3/2014), είτε συνομολογούμενη από τον ίδιο τον προσφεύγοντα] και πλήρης γνώση της προσβαλλόμενης πράξης, ως τέτοιας νοουμένης της γνώσης ολόκληρης της πράξης (πρβλ. ΣτΕ 604/1995 7μ.) και των αιτιολογιών της (βλ. ΣτΕ 1484/2010, καθώς και ΣτΕ 981, 1079/2011), ώστε να είναι δυ_________ όν να ελεγχθεί από τον ενδιαφερόμενο το νόμιμο ή μη της πράξης και συνεπώς η δυ_________ ότητα άσκησης κατ’ αυτής προσφυγής (βλ. ΣτΕ 981, 1079/2011, 246/2008). Εξάλλου, ο Κ.Δ.Δ. ορίζει, στο άρθρο 50, ότι: «1. Οι επιδόσεις προς τους ιδιώτες διενεργούνται στην κατοικία ή στο χώρο της εργασίας, κατά περίπτωση, προσωπικώς στους ίδιους ή στους νόμιμους αντιπροσώπους ή στους εκπροσώπους ή στους δικαστικούς πληρεξουσίους ή στους αντικλήτους τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ειδικότερες αντίστοιχες διατάξεις», στο άρθρο 51, ότι: «1. Αν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 50 απουσιάζουν από την κατοικία τους, το έγγραφο παραδίδεται στο σύζυγο ή σε οποιονδήποτε από τους συγγενείς ή σε μέλος του προσωπικού, εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνοικούν μαζί τους και, σε περίπτωση μη ανεύρεσης κανενός από τα παραπάνω πρόσωπα, σε οποιονδήποτε από τους λοιπούς συνοίκους. 2. …», στο άρθρο 52, ότι: «1. Αν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 απουσιάζουν από το κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο όπου εργάζονται, το έγγραφο παραδίδεται σε συνεταίρο ή συνεργάτη ή υπάλληλο, που εργάζεται στον ίδιο χώρο. Αν τα πρόσωπα αυτά είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το έγγραφο παραδίδεται στο διευθυντή της υπηρεσίας ή στον προϊστάμενο του τμήματος στο οποίο αυτά εργάζονται», στο άρθρο 55 αυτού ορίζεται ότι: «1. Η επίδοση γίνεται με θυροκόλληση: α) αν τα πρόσωπα προς τα οποία προβλέπεται ότι διενεργείται η παράδοση του εγγράφου, δεν βρίσκονται στην κατοικία ή στο χώρο της εργασίας τους ή αρνούνται την παραλαβή του ή την υπογραφή της έκθεσης ή δεν μπορούν να υπογράψουν την έκθεση […] β) … 2. Η θυροκόλληση συνίσταται στην επικόλληση του επιδοτέου εγγράφου εντός σφραγισμένου και αδιαφανούς φακέλου, επί του οποίου αναγράφονται μόνο τα στοιχεία της επιδίδουσας υπηρεσίας και του προς η κοινοποίηση προσώπου από μέρους του οργάνου της επίδοσης, με την παρουσία ενός μάρτυρα, στη θύρα της κατοικίας ή του χώρου εργασίας ή του υπηρεσιακού καταστήματος όπου κατοικεί ή εργάζεται, κατά περίπτωση, το πρόσωπο προς το οποίο έπρεπε να διενεργηθεί η παράδοση του εγγράφου», στο άρθρο 56, ότι: «1. Για κάθε επίδοση, το όργανο που τη διενεργεί συντάσσει έκθεση. 2. Η έκθεση, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 44, πρέπει να μνημονεύει: α) την παραγγελία προς επίδοση, β) σαφή προσδιορισμό του επιδοτέου εγγράφου και των προσώπων τα οποία αφορά, γ) την ημέρα και την ώρα της επίδοσης, δ) το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και την ιδιότητα με την οποία το παρέλαβε, καθώς και ε) τους λόγους που προκάλεσαν τη θυροκόλληση. 3. Η έκθεση υπογράφεται από το όργανο της επίδοσης καθώς και από το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο. …» και στην παρ. 3 του προαναφερόμενου άρθρου 44, ότι: «Με την επιφύλαξη όσων ορίζουν ειδικότερες διατάξεις, η έκθεση πρέπει να μνημονεύει: α) τον τόπο και το χρόνο που διενεργήθηκε η πράξη και β) το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του οργάνου που διενέργησε την πράξη, εκείνων που συνέπραξαν ή παραστάθηκαν κατά τη διενέργειά της, καθώς και εκείνου που συνέταξε την έκθεση». Εξάλλου, στο άρθρο 54 παρ. 2 του ίδιου άνω Κώδικα, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3659/2008 (Α’ 77) ορίζεται ότι: «Αν εκείνος στον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση είναι, κατά το χρόνο της επίδοσης, άγνωστης διαμονής, τότε αυτή γίνεται, όταν δεν υπάρχει αντίκλητος, στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, ενώ αν δεν υπάρχει γνωστή κατοικία ή διαμονή, στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας της έδρας της αρχής που εξέδωσε την πράξη». Κατά την έννοια των διατάξεων που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, ο τόπος διαμονής κάποιου προσώπου, θεωρείται άγνωστος, όταν δεν είναι κοινώς γνωστή η μόνιμη κατοικία ή η προσωρινή διαμονή και, γενικότερα, όταν δεν καθίσταται δυ_________ όν να ανευρεθεί, αν και έχει καταβληθεί κάθε δυ_________ ή προσπάθεια, το οίκημα που διαμένει ή το κατάστημα ή το γραφείο, στο οποίο το πρόσωπο αυτό ασκεί το επάγγελμά του. Συνεπώς, για το κύρος της επιδόσεως σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής απαιτείται να βεβαιώνεται στο οικείο αποδεικτικό ή σε ιδιαίτερη, επισυναπτόμενη στο ως άνω αποδεικτικό, βεβαίωση του επιδίδοντος οργάνου, ότι καταβλήθηκε κάθε δυ_________ ή προσπάθεια, για την ανεύρεσή του, κι αυτή απέβη άκαρπη, διαφορετικά η επίδοση είναι άκυρη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα (βλ. Σ.τ.Ε. 718/2011, πρβλ. Σ.τ.Ε. 101/2012, 3156/2005), πρέπει δε να παρατίθενται οι γενόμενες ενέργειες ανευρέσεως του προσώπου. Τέτοια έρευνα είναι δυ_________ όν να γίνει δια της συλλογής πληροφοριών από τους γείτονες, τους συγγενείς, ή την αρμόδια αστυνομική αρχή, δια αναζητήσεως του ονόματος του προς όν η επίδοση στον τηλεφωνικό κατάλογο, δια αντλήσεως πληροφοριών εκ των αρχών καταγωγής του. Συνεπώς, το γεγονός μόνον ότι δεν ανευρέθη ο προς όν η επίδοση, ούτε άλλο πρόσωπο προς παροχή πληροφοριών, στην κατοικία, ή στον χώρο εργασίας του, αλλά και το γεγονός ότι αυτός παρέλειψε να ενημερώσει τη φορολογική αρχή για την, εν τω μεταξύ, επελθούσα μεταβολή της επαγγελματικής διευθύνσεως ή κατοικίας του, δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό του προσώπου αυτού ως αγνώστου διαμονής (βλ. Σ.τ.Ε. 101/2012).
9.Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, η προσφεύγουσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης πράξης το πρώτον στις 28-07-2016, οπότε της κοινοποιήθηκε η 24750/28-07-2016 βεβαίωση οφειλών του Τμήματος Εισφορών Ελληνικών Πλοίων της Διεύθυνσης Πόρων του _________ , και συνεπώς εμπροθέσμως έχει ασκηθεί η κρινόμενη προσφυγή. Εξάλλου, το καθ’ ου με την έκθεση των απόψεών του ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η κρινόμενη προσφυγή κατατέθηκε εκπρόθεσμα. Στο από 24-06-2016 αποδεικτικό επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, Νικόλαου Ζηλάκου, των 709/2011 και 467/2012 φύλλων εκκαθάρισης προς την προσφεύγουσα εταιρεία βεβαιώνεται ότι: «…αφού στην πιο πάνω διεύθυνση δεν βρήκα την έδρα της παραπάνω εταιρίας ούτε την κατοικία της νομίμου εκπροσώπου της _________ _________ θυροκόλλησα τα ως άνω φύλλα εκκαθάρισης με τους αναλυτικούς πίνακες οφειλών στην είσοδο της πολυκατοικίας που βρίσκεται στον _________ Κολοκοτρώνη 102-104 παρουσία της μάρτυρος _________ _________ (θυροκόλλησα δυνάμει του άρθρου 14 του Ν. 1085/80)». Στο εν λόγω αποδεικτικό, όμως, ενώ ο δικαστικός επιμελητής βεβαιώνει ότι δεν βρήκε ούτε την έδρα της προσφεύγουσας εταιρείας ούτε την κατοικία της εκπροσώπου αυτής, θυροκόλλησε τα προσβαλλόμενα φύλλα εκκαθάρισης, χωρίς όμως να τηρήσει τις προβλεπόμενες διατάξεις περί θυροκολλήσεως. Όσον αφορά δε την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο του φακέλου ότι διενεργήθηκε νόμιμη επίδοση αυτής στην προσφεύγουσα εταιρεία. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η επίδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, είναι για το λόγο αυτό άκυρες, κατά αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της προσφεύγουσας. Λόγω δε της μη νόμιμης, κατά τα ανωτέρω, επίδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων και καθώς από κανένα άλλο στοιχείο του φακέλου προκύπτει η με οποιονδήποτε τρόπο γνώση αυτής πριν τις 28-07-2016, ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με την προσφεύγουσα έλαβε γνώση των ένδικων οφειλών της, η κρινόμενη προσφυγή ασκείται εμπροθέσμως στις 14-11-2016. Καθώς πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
10.Επειδή, στο ν. 3816/1958 “Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου” (ΚΙΝΔ, Α’ 32), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 84: “Ο πλοιοκτήτης ενέχεται εκ των δικαιοπραξιών ας επιχείρησεν ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεσιν των α_________ εθειμένων εις αυτόν καθηκόντων. Ο πλοιοκτήτης ευθύνεται ωσαύτως εκ των αδικοπραξιών τας οποίας διέπραξεν ο πλοίαρχος, το πλήρωμα ή ο πλοηγός κατά την εκτέλεσιν των εις αυτούς καθηκόντων”. Άρθρο 85: “Ο πλοιοκτήτης απαλλάσσεται των εκ του προηγουμένου άρθρου υποχρεώσεων, παραχωρών το πλοίον και το μικτόν ναύλον….”. Άρθρο 86: “Ο πλοιοκτήτης, αντί παραχωρήσεως, δύ_________ αι να προσφέρη δι΄ έκαστον πλουν ποσόν αντιστοιχούν εις τα τρία δέκατα της αξίας ην είχε το πλοίον κατά την αρχήν του πλου….”. Άρθρο 105: “Ο εκμεταλλευόμενος δι΄ εαυτόν πλοίον ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώση τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου νηολογήσεως. Η δήλωσις, περιλαμβάνουσα το όνομα, την ιθαγένειαν και την κατοικίαν του εφοπλιστού, την διάρκειαν της εκμεταλλεύσεως, ως και τα χαρακτηριστικά του πλοίου, καταχωρίζεται εις το νηολόγιον και σημειούται εις το έγγραφον εθνικότητος του πλοίου. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτον δι΄ εαυτόν. Ο εφοπλιστής έχει το κατά τας διατάξεις του παρόντος τίτλου δικαίωμα παραχωρήσεως”. Άρθρο 106: “Ο εφοπλιστής, εκτός ενάντιας συμφωνίας, διορίζει τον πλοίαρχον. Αι εκ του εφοπλισμού απορρέουσαι απαιτήσεις ασκούνται και κατά του πλοίου. Εν περιπτώσει παραχωρήσεως κατά το άρθρον 85 υπό του εφοπλιστού, ο πλοιοκτήτης δικαιούται ν΄ αντικαταστήση ταύτην δια της κατά το άρθρον 86 εδ. 1 παραχωρήσεως”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει η ύπαρξη δύο διακριτών όρων, του “πλοιοκτήτη” και του “κυρίου του πλοίου”, οι οποίοι απαντώνται τόσο στον Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, όσο και στις προϊσχύσασες του Κώδικα αυτού αντίστοιχες διατάξεις του Εμπορικού Νόμου (Ε.Ν., β.δ. 19.4/1.5.1835, Α΄ 15 και β.δ. 16/17.6.1910 “περί αναδημοσιεύσεως του κειμένου του Εμπορικού Νόμου, ως ούτος ετροποποιήθη δια των νόμων ΨΛς΄, ΓΦΟΔ΄, ΓΧΟ΄, ΓΨΙΖ΄”, Α΄ 206) (άρθρα 278 και 285). Ως “πλοιοκτήτης” νοείται ο έχων ταυτόχρονα την κυριότητα και τη ναυτιλιακή εκμετάλλευση πλοίου, ενώ ο όρος “κύριος του πλοίου” προσδιορίζει τον έχοντα την κυριότητα επί πλοίου που δεν ασκεί και την ναυτιλιακή του εκμετάλλευση, υφίσταται δε ως έννοια στην περίπτωση που την εκμετάλλευση του πλοίου ασκεί φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν έχει και την κυριότητά του (“εφοπλιστής”). Εκ τούτου παρέπεται ότι δεν είναι δυ_________ ή κατά νόμο η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι προαναφερόμενοι όροι (“πλοιοκτήτης” και “κύριος του πλοίου”) αποδίδουν τις αντίστοιχες πιο πάνω διακριτές έννοιες, δεν αναιρείται εκ του γεγονότος ότι στη διάταξη του άρθρου 106 εδ. γ΄ του Κ.Ι.Ν.Δ., χρησιμοποιείται, εκ παραδρομής, ο όρος “πλοιοκτήτης” αντί του ορθού “κύριος του πλοίου”, ούτε εκ του ότι τα ανωτέρω νομοθετήματα διαφοροποιούνται ως προς το ζήτημα της ευθύνης των προσώπων αυτών έναντι τρίτων καθώς και ως προς τον τρόπο κατάρτισης της σύμβασης του εφοπλισμού. Ειδικότερα, ως προς το τελευταίο ζήτημα, ο Κ.Ι.Ν.Δ., εισάγει την υποχρέωση τήρησης διατυπώσεων δημοσιότητας για τη σύμβαση του εφοπλισμού (άρθρο 105), με υποβολή έγγραφης δήλωσης από κοινού από τον κύριο του πλοίου και τον εφοπλιστή στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης του πλοίου. Η καταχώρηση της έγγραφης αυτής δήλωσης δεν αποτελεί συστατικό τύπο της σύμβασης εφοπλισμού (βλ. ΣτΕ 3703/2010), στην περίπτωση, όμως, που παραλειφθεί τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή ότι είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο, όμως, αυτό είναι μαχητό και μπορεί να καταρριφθεί από τον κύριο του πλοίου, εφόσον αποδείξει ότι το πλοίο το εκμεταλλεύεται τρίτος. Εξάλλου, η εκμετάλλευση του πλοίου μπορεί να στηρίζεται είτε σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική είτε σε πραγματική κατάσταση (ΑΠ 689/2013, 776/2010, 5/2009, 1236/2007, 1549/2006). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του β΄ εδαφίου του άρθρου 106 του Κ.Ι.Ν.Δ. με τις οποίες ορίζεται ότι οι απαιτήσεις που απορρέουν από τον εφοπλισμό ασκούνται και κατά του πλοίου, προβλέπεται «πραγματοπαγής» ευθύνη του κυρίου του πλοίου, υπό την έννοια ότι το πλοίο που εκμεταλλεύεται ο εφοπλιστής είναι υπέγγυο ως προς τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό απαιτήσεις και ότι οι κατά του εφοπλιστή δικαστικές ενέργειες μπορεί να στραφούν και κατά του πλοίου σαν να περιλαμβανόταν και αυτό στα περιουσιακά του στοιχεία (ΑΠ 991/1991) (ΣτΕ 4302/2013)
11.Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 84 του κωδικοποιημένου π.δ. 913/1978 ορίζεται ότι: “1. Οι ναυτικοί, μέλη συγκεκροτημένων πληρωμάτων ελληνικών πλοίων και αντιστοίχως οι πλοιοκτήται τούτων, καταβάλλουν τακτικάς μηνιαίας εισφοράς ως ακολούθως: α)…γ)… . Δια την εν γένει καταβολήν προς το _________ των ανωτέρω οφειλομένων ή βεβαιουμένων εισφορών ευθύνονται αλληλεγγύως μη χωρούσης της ενστάσεως διζήσεως άπαντες οι εν παραγράφω 6 του άρθρου 86 του παρόντος νόμου αναφερόμενοι υπόχρεοι….8. Οι πλοιοκτήται, εφοπλισταί, διαχειρισταί και πλοίαρχοι υποχρεούνται να εισπράττουν παρά των πληρωμάτων των πλοίων την τακτικήν εισφοράν, δικαιούμενοι να παρακρατώσι ταύτην εκ του μισθού των, ούσης ακύρου πάσης περί του εναντίου συμφωνίας…”, στο δε άρθρο 86 παρ. 6 του ίδιου ως άνω π.δ. ότι: “6. Δια τας εκ του ναυτολογίου οφειλουμένας ή βεβαιουμένας εισφοράς εν γένει ευθύνονται αλληλεγγύως μη χωρούσης της ενστάσεως της διζήσεως: α) Άπαντες οι κατά καιρούς πλοιοκτήται, δια τα προς της χρονολογίας της παρ΄ αυτών μεταβιβάσεως της κυριότητος του πλοίου οφειλόμενα δικαιώματα, ως και οι διάδοχοι αυτών. β) Οι εφοπλισταί δια τον χρόνον της παρ΄ αυτών εκμεταλλεύσεως του πλοίου. γ) Επί συμπλοιοκτησίας, έκαστος συμπλοιοκτήτης κατά τον λόγον της κυριότητός του επί του πλοίου, οι δε διαχειρισταί δια τον χρόνον της διαχειρίσεώς των εις ολόκληρον και δ) Οι διευθυνταί, διαχειρισταί και εν γένει εκπρόσωποι πάσης φύσεως εταιρειών ή επιχειρήσεων εκμεταλλευομένων τα πλοία και εις ολόκληρον έκαστος. Δια το _________ ως εκπρόσωποι των πλοιοκτητών νοούνται και οι εν Ελλάδι πράκτορες ή πληρεξούσιοι τούτων, ευθυνόμενοι μόνον δια τα συναλλαγάς, τας οποίας διενήργησαν μετά του _________ εφ΄ όσον ανέλαβον εγγράφως προσωπικήν ευθύνην δια τας εκάστοτε οφειλάς των υπ΄ αυτών εκπροσωπουμένων προσώπων”. Περαιτέρω, στην παρ. 7 του ίδιου άρθρου (86) του π.δ. 913/1978, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 1711/1987 (Α΄ 109), ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι : «….Νέο ναυτολόγιο δεν χορηγείται αν δεν καταβληθούν εισφορές που οφείλονται στο _________ από προηγούμενο ναυτολόγιο…» και στην παρ. 9 του ίδιου άρθρου ότι: «Αι δια του ναυτολογίου βεβαιούμεναι και κατά τα άνω υπολογιζόμεναι εκ πάσης φύσεως εισφοραί, τα πρόσθετα τέλη τούτων, τα λοιπά τέλη και δικαιώματα τα οφειλόμενα προς το _________ ….είναι προνομιούχα επί τε του πλοίου και του ναύλου, υπαγόμενα άνευ χρονικού περιορισμού, εις την β΄ τάξιν των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου…». Εξάλλου, στο άρθρο 88 του ίδιου π.δ/τος, υπό τον τίτλο «Εξασφαλιστικά μέτρα εισπράξεως των πόσων του _________ .», ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Δύ_________ αι να απαγορεύεται ο απόπλους πλοίου εκ λιμένων εσωτερικού εάν… δεν καταβληθούν τα εκ του ναυτολογίου οφειλόμενα δικαιώματα υπέρ του _________ .. 2…3…4…5. Απαγορεύεται επί ποινή ακυρότητος η καταχώρησις μεταβιβάσεως της κυριότητος του πλοίου εις το νηολόγιον, εάν αύτη δεν συνοδεύηται με το οικείον πιστοποιητικόν εξοφλήσεως των προς το _________ ., Τ.Π.Ε.Ν. και λοιπούς παρά τω _________ λογαριασμούς και Κεφάλαια οφειλών του πλοίου, μέχρι της χρονολογίας καταχωρήσεως. 6…». Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις του π.δ. 913/1978, με τις οποίες γίνεται αναφορά μόνο σε «πλοιοκτήτες» και «εφοπλιστές», ταυτόχρονα δε ορίζεται ρητώς ότι ευθύνη προς καταβολή εισφορών στο _________ υπέχουν και οι εκπρόσωποι όσων εκμεταλλεύονται τα πλοία επί των οποίων υπηρετούν οι ασφαλιζόμενοι ναυτικοί, συνάγεται ότι το φύλλο εκκαθάρισης εισφορών ναυτικών υπέρ του _________ εκδίδεται σε βάρος προσώπων που εκμεταλλεύονται τα πλοία επί των οποίων υπηρετούν οι ασφαλιζόμενοι ναυτικοί και έχουν ως εκ τούτου την ιδιότητα του εργοδότη έναντι των τελευταίων, όπως τα πρόσωπα αυτά απαριθμούνται περιοριστικά στην παρ. 6 του άρθρου 86 του π.δ. 913/1978 και συνεπώς και κατά τις διατάξεις αυτές ως «πλοιοκτήτης» νοείται ο έχων την κυριότητα και εκμετάλλευση του πλοίου, όπως άλλωστε και στον Κ.Ι.Ν.Δ.. Συνεπώς, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 86 παρ. 6 του π.δ. 913/1978, ο (απλός) κύριος του πλοίου ο μη ασκών και την εκμετάλλευσή του, ο οποίος δεν ταυτίζεται με τον πλοιοκτήτη, κατά τα προεκτεθέντα, δεν περιλαμβάνεται στους υπόχρεους σε βάρος των οποίων μπορεί να εκδοθεί φύλλο εκκαθάρισης εισφορών, διάφορο δε είναι το ζήτημα της πραγματοπαγούς ευθύνης του ανωτέρω προσώπου και το αν, ενόψει της ευθύνης αυτής, θα πρέπει να κοινοποιείται το εκδοθέν σε βάρος του εφοπλιστή φύλλο εκκαθάρισης εισφορών και η σχετική ταμειακή βεβαίωση προς το πρόσωπο αυτό (βλ. ΣτΕ 4302/2013, πρβλ. ΑΠ 1548/1988, ΑΠ 991/1991, ΣτΕ 1911/2003, ΣτΕ 1057/2006 και ΣτΕ 1639, 1642-44/2003).
12.Επειδή στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής:Με την υπ’αρ. 75825/15-10-2012 απόφαση του Προέδρου του _________ που αφορά οφειλή ποσού 14.900 ευρώ λόγω καταβολής από το καθ’ ου τρίμηνων αποδοχών ναυτικών εξαιτίας εγκατάλειψης του πλοίου από τον πλοιοκτήτη, χρονικής περιόδου από 23-12-2011 έως 22-3-2012 καθώς και τα υπ’ αρ. 709/2011 (ποσού 30.202,60 ευρώ, χρονικής περιόδου από 1.11.2010 έως 2.5.2011) και 467/2012 (ποσού 76.491,84 ευρώ, χρονικής περιόδου από 3.5.2011 έως 22.3.2012) φύλλα εκκαθαρίσεως του _________ επιβλήθηκαν εισφορές, συνολικού ποσού 121.594,44 ευρώ, για τις χρονικές περιόδους από 23-12-2011 έως 22-03-2012, από 01-11-2010 έως 02-05-2011 και 03-05-2011 έως 22-03-2012 αντιστοίχως, εκ ναυτολογίου, λιμένος Πειραιά, του πλοίου «_________ » (Ν.Π.10530) εις βάρος της ναυτικής εταιρείας «_________ .», ως πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου. Ακολούθως, η προσφεύγουσα εταιρεία στις 28-07-2016 παρέλαβε από το καθ’ ου το 24750/28-07-2016 έγγραφο ως απάντηση επί της 26599/25-07-2016 αίτησής της περί χορήγησης πιστοποιητικού οφειλών για το Δ/Ξ _________ », νηολογίου _________ (Ν.Π. 10530), και με το οποίο της γνωστοποιήθηκε το πρώτον η συνολική οφειλή της προς το καθ’ ου. Περαιτέρω, στις 14-11-2016 υπέβαλε την 40261/14-11-2016 «αίτηση αναθεώρησης» κατά των αληθώς προσβαλλόμενων φύλλων εκκαθάρισης. Ήδη, την ίδια ημερομηνία άσκησης της ως άνω αίτησης, λογιζόμενης ως αίτηση θεραπείας, η προσφεύγουσα εταιρεία άσκησε την κρινόμενη προσφυγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με τα νομοτύπως κατατεθέντα υπόμνηματά της, με την οποία ζητά την ακύρωσή των αληθώς προσβαλόμενων φύλλων εκκαθάρισης εισφορών του _________ , προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι μοναδικός υπόχρεος για την καταβολή των ένδικων εισφορών στο _________ τυγχάνει η ναυτική εταιρεία «_________ .» με την ιδιότητά της ως εφοπλίστριας εταιρείας δυνάμει της από 22-07-2010 (ισχύουσας κατά την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής) σύμβασης γυμνής ναύλωσης του υπό ελληνική σημαία Δ/Ξ πλοίου «_________ » για πλοές εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων και της Μεσογείου με χρονική διάρκεια 12 μηνών και με συμφωνηθέντα ναύλο για όλη τη διάρκεια της ναύλωσης 84.000,00 ευρώ, ήτοι 7.000,00 ευρώ μηνιαίως, το δε ναυλοσύμφωνο αποτέλεσε ταυτόχρονα, σύμφωνα με το 7α όρο του συμφωνητικού και προσύμφωνο αγοράς του ανωτέρω πλοίου από τη ναυλώτρια έναντι τιμήματος 90.000,00 ευρώ, ενώ με την ιδιότητα του εγγυητή υπέγραψε υπέρ της ναυλώτριας το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «_________ », Φίλιππος Σφαέλλος. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι κατά το μέρος που η ένδικη οφειλή, προέρχεται από οφειλές προς το _________ για το πλοίο «_________ », δεν υφίσταται ευθύνη της προσφεύγουσας εταιρείας «_________ », για τις επίδικες εισφορές από τα ναυτολόγια και από τις τρίμηνες αποδοχές προς το Ταμείο, δεδομένου ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα που αφορά αυτή (από 1-11-2010 έως 22-3-2012), η «_________ » είχε παραχωρήσει στην ναυτική εταιρεία «_________ .», βάσει της προαναφερόμενης σύμβασης γυμνής ναύλωσης, την κατοχή, χρήση και εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου, τα οποία συνέχισε η τελευταία να διαχειρίζεται και μετά την πάροδο της συμφωνηθείσας διάρκειας της ναύλωσης, τεκμαιρόμενης της ναύλωσης ως σιωπηρώς παραταθείσας, διενεργώντας καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα τις σχετικές ναυτιλιακές εργασίες (ναυλώσεις, είσπραξη ναύλων, πρόσληψη και ασφάλιση πληρώματος, τροφοδοσίες). Εξάλλου, δυνάμει του με αρ. 11 παρ. Δ και Ε όρου του από 22-7-2010 συμφωνητικού γυμνής ναύλωσης η ναυλώτρια εταιρεία «_________ » ανέλαβε ρητά την καταβολή των εισφορών υπέρ του _________ , όπως είναι οι ένδικες. Ενόψει αυτών, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η ναυτική εταιρεία «_________ .» ασκούσε ήδη από 22-7-2010 και έως την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής τον εφοπλισμό του ένδικου πλοίου «_________ », έχοντας και την ευθύνη καταβολής των ένδικων οφειλών, ενώ η ίδια η προσφεύγουσα δεν υπέχει καμία ευθύνη, διότι δεν έχει τον εφοπλισμό του πλοίου, αλλά μόνο την κυριότητά του, έννοια σε κάθε περίπτωση διαφορετική από την έννοια της πλοιοκτησίας λόγω του ότι στην περίπτωση αυτή απουσιάζει τελείως το πραγματικό γεγονός της οικονομικής εκμετάλλευσης του πλοίου, το οποίο έχει αναλάβει δυνάμει σύμβασης ναύλωσης ο εφοπλιστής, εκείνος δηλαδή ο οποίος ευθύνεται απεριορίστως με τις σχετικές από την εκμετάλλευση του πλοίου υποχρεώσεις, όπως είναι οι ένδικες οφειλές. Προς απόδειξή τους επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, τα κάτωθι ακριβή αντίγραφα: α) την από 22-7-2010 σύμβαση γυμνής ναύλωσης του υπό ελληνική σημαία Δ/Ξ πλοίου «_________ » νηολογίου _________ 10530 (Κ.Α. 24682) από τη ναυτική εταιρεία «_________ », με βεβαιωμένα τα γνήσια της υπογραφής των συμβαλλομένων μερών από δημόσια αρχή, η οποία είχε κατατεθεί στις 07-10-2010 στη ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, β) επίσημη μετάφραση του από 25-11-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού υποναύλωσης που συνήψε η ναυλώτρια εταιρεία «_________ » με την εταιρεία «_________ », γ) το από 1-2-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό της ναυλώτριας εταιρείας «_________ » με την εταιρεία «_________ », δ) αντίγραφο του ημερολογίου του πλοίου σύμφωνα με το οποίο ο ναυτικός _________ _________ δήλωσε «ότι τα οφειλόμενα θα τα διεκδικήσει από τη ναυλώτρια εταιρεία «_________ ».
13. Επειδή, όπως έγινε δεκτό στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν είναι δυ_________ ή κατά νόμο η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή, περαιτέρω δε ο (απλός) κύριος του πλοίου, ο μη ασκών και την εκμετάλλευσή του, ο οποίος δεν ταυτίζεται με τον πλοιοκτήτη, δεν περιλαμβάνεται στους υπόχρεους σε βάρος των οποίων μπορεί να εκδοθεί φύλλο εκκαθάρισης εισφορών. Στην κρινόμενη περίπτωση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου αποδεικνύεται ότι η προσφεύγουσα εταιρεία είχε παραχωρήσει τον εφοπλισμό του ένδικου Δ/Ξ «_________ » δυνάμει του από 22-07-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, στην εταιρεία «_________ », η οποία κατέστη εφοπλίστρια αυτών από 22-07-2010 και τουλάχιστον έως τις 22-3-2012 (βλ. την από 22-7-2010 σύμβαση γυμνής ναύλωσης του υπό ελληνική σημαία Δ/Ξ πλοίου «_________ » από τη ναυτική εταιρεία «_________ », επίσημη μετάφραση του από 25-11-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού υποναύλωσης της ναυλώτριας εταιρεία «_________ » με την εταιρεία «_________ », το από 1-2-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό της ναυλώτριας εταιρείας «_________ » με την εταιρεία «_________ »). Με τα δεδομένα αυτά, καθίσταται σαφές ότι η προσφεύγουσα εταιρεία από 01-11-2010 έως 22-3-2012 δεν ήταν πλοιοκτήτρια, αλλά (απλή) κυρία του εν λόγω Δ/Ξ, στερούμενη τη νομή και συνακόλουθα την εκμετάλλευσή της, τούτο δε δεν αναιρείται από την παράλειψη καταχώρισης της δήλωσης εφοπλισμού του στο αρμόδιο νηολόγιο. Επομένως, η προσφεύγουσα εταιρεία για την ίδια αυτή χρονική περίοδο δεν είχε την ιδιότητα του εργοδότη των απασχολούμενων σε αυτές ναυτικών και δεν συγκαταλέγεται στους αναφερόμενους στο άρθρο 86 παρ. 6 του π.δ. 913/1978 υπόχρεους σε βάρος των οποίων μπορούν να εκδοθούν φύλλα εκκαθάρισης εισφορών. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφεύγουσα για το ως άνω χρονικό διάστημα (1-11-2010 έως 22-3-2012) δεν ευθύνεται για τις εκ του ναυτολογίου εισφορές και για τις τρίμηνες αποδοχές των ναυτικών λόγω εγκατάλειψης από τον πλοιοκτήτη του Δ/Ξ «_________ » και ότι μη νόμιμα καταλογίστηκαν σε βάρος της οι ένδικες εισφορές με τις ένδικες προσβαλλόμενες πράξεις, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του καθ’ ου Ταμείου. Συνεπώς, μη νόμιμα και εσφαλμένα το _________ έκρινε αντίθετα με τις προσβαλλόμενες πράξεις του, οι οποίες για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθούν κατά το μέρος που αφορούν την προσφεύγουσα εταιρεία, κατ’ αποδοχή της κρινόμενης προσφυγής.
14.Επειδή, κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω,η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν: α) η υπ’ αρ. 75825/15-10-2012 απόφαση του Προέδρου του _________ που αφορά οφειλή ποσού 14.900 ευρώ λόγω καταβολής από το καθ’ ου τρίμηνων αποδοχών ναυτικών εξαιτίας της εγκατάλειψης του πλοίου από τον πλοιοκτήτη, χρονικής περιόδου από 23-12-2011 έως 22-3-2012, β) το υπ’ αρ. 709/2011 φύλλο εκκαθάρισης του _________ , ποσού 30.202,60 ευρώ, χρονικής περιόδου από 1.11.2010 έως 2.5.2011 και γ) το 467/2012 φύλλο εκκαθάρισης του _________ , ποσού 76.491,84 ευρώ, χρονικής περιόδου από 3.5.2011 έως 22.3.2012, κατά το μέρος που αφορούν την προσφεύγουσα εταιρεία. Περαιτέρω, πρέπει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα το καταβληθέν παράβολο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 277 παρ. 9 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ενώ, τέλος, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί το καθ’ ου από τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο του ιδίου Κώδικα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει: α) την υπ’ αρ. 75825/15-10-2012 απόφαση του Προέδρου του _________ που αφορά οφειλή ποσού 14.900 ευρώ λόγω καταβολής από το καθ’ ου τρίμηνων αποδοχών ναυτικών, χρονικής περιόδου από 23-12-2011 έως 22-3-2012 εξαιτίας εγκατάλειψης από τον πλοιοκτήτη, β) το υπ’ αρ. 709/2011 φύλλο εκκαθάρισης του _________ , ποσού 30.202,60 ευρώ, χρονικής περιόδου από 1.11.2010 έως 2.5.2011 και γ) το 467/2012 φύλλο εκκαθάρισης του _________ , ποσού 76.491,84 ευρώ, χρονικής περιόδου από 3.5.2011 έως 22.3.2012, κατά το μέρος που αφορούν την προσφεύγουσα εταιρεία.
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στην προσφεύγουσα.
Απαλλάσσει το καθ’ ου Ταμείο από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στον Πειραιά στις 15-5-2019 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 21-06-2019.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΚΑΠΕΛΑΡΗΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ΜΑΚΡΙΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ