fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 
Αριθμός 851/13

ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Γ’ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ
Συνεδρίαση της 9/1/2013

ΙΣΤ-7
«Αντιμωλία – αθωωτική. Χωρίς    Πολιτική ,Αγωγή»,

Σύνθεση του Δικαστηρίου: Ζάσκα Ιωάννα Πρόεδρος Πλημ/κων, Ζωχιού Ευγενία Πλημμελειοδίκης, Καραβασίλη Ευτυχία  Έμισθος Δικαστικός Πάρεδρος (επειδή οι λοιποί Τακτικοί Δικαστές κωλύονται)

Κατηγορούμενος: __________  _______ του _________ κάτοικος _______  _______.

Πράξη: Παράβαση άρθρου 1280~4 Ν 2725/99

 

ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ

Κατά τη σημερινή δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου στο ακροατήριό του, η. Πρόεδρος, εκφώνησε το όνομα του  κατηγορουμένου το  οποίο εμφανίστηκε  και ρωτήθηκε από την Πρόεδρο σχετικά με την ταυτότητα του κλπ είπε ότι ονομάζεται όπως αναγράφεται παραπάνω και διορίζει συνήγορο για να τον υπερασπιστεί τον παρόντα Δικηγόρο Οικονομάκη Χρήστο (ΑΜΔΣΑ 2517).

Η Πρόεδρος συνέστησε στον κατηγορούμενο να προσέξει την εναντίον  του κατηγορία και τη συζήτηση που θα διεξαχθεί. Συγχρόνως τον πληροφόρησε ότι έχει  το δικαίωμα να αντιτάξει την πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του και να υποβάλλει τις παρατηρήσεις του οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου.

Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο απήγγειλε με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία.

Η Πρόεδρος κατόπιν ζήτησε από τον κατηγορούμενο γενικές πληροφίες σχετικές με την πράξη για την οποια κατηγορειταί και τον κατέστησε γνωστό ότι η απολογία του θα γίνει μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.

Ο κατηγορούμενος έδωσε τις πληροφορίες που του ζητήθηκαν και δήλωσε ότι κλήτευσε μάρτυρα υπερασπίσεως.

Στο σημείο αυτό ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου αφού ζήτησε, έλαβε έλαβε το λόγο και υπέβαλλε τον κάτωθι ισχυρισμό περί  ακρότητας κλητήριου θεσπίσματος το οποίο ανέπτυξε και προφορικά και έχει αναλυτικά ως εξής:

 

ΕΝΩΠΙΟΝ TOY Γ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΑΘΗΝΩΝ

ΑΙΤΗΣΗ
ΚΗΡΥΞΕΩΣ ΤΟΥ ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΘΕΣΠΙΣΜΑΤΟΣ ΑΚΥΡΟΥ

Του __________  __________   του __________  , κατοίκου __________  , οδός __________  , αρ. __

Α’ ΛΟΓΟΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 321 §1 εδ. δ) ΚΠΔ “το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται (ο κατηγορούμενος) και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, κατά δε την §4 του ίδιου άρθρου η τήρηση των διατυπώσεων των §1 …, επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι, όσον αφορά τον καθορισμό της πράξεως για την οποία ο κατηγορούμενος κατηγορείται, πρέπει στο κλητήριο θέσπισμα να καθορίζεται επακριβώς το έγκλημα κατά τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αυτό, προκειμένου ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, για να μπορέσει να παρασκευάσει την υπεράσπιση του.

Πρόκειται για το πιο σημαντικό από τα περιλαμβανόμενα στο κλητήριο θέσπισμα στοιχεία, αφού με την απαίτηση του νόμου για ακριβή καθορισμό στο κλητήριο θέσπισμα της αξιόποινης πράξεως και μνεία της προβλέπουσας αυτήν ουσιαστικής ποινικής διατάξεως αφενός μεν καθιερώνεται και σε νομοθετικό επίπεδο το δικαίωμα του κατηγορουμένου να πληροφορείται “λεπτομερειακά” την κατηγορία που του αποδίδεται (“δικαίωμα πληροφορήσεως”), όπως απαιτούν οι αυξημένης τυπικής ισχύος συναφείς διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο μ 20 Σ) και της Συμβάσεως της Ρώμης (άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ ΕΣΔΑ) αφετέρου δε επιτυγχάνεται ο θεματικός προσδιορισμός του αντικειμένου της δίκης (βλ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, έκδ. β’ 1994, σελ. 336 επ., Δασκαλόπουλου, Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και του θύματος στην ποινική δίκη, 1991, σελ. 80, Ζησιάδου, Ποινική Δικονομία, τ. Β’ 1977, σελ. 414, Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδ. β’ 1998, σελ. 557 επ., παρ. 608 επ.).

Ακριβής είναι ο καθορισμός της πράξης όταν στο κλητήριο θέσπισμα εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα και περιγράφονται εξαντλητικά όλα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και ο εξωτερικός όρος του αξιοποίνου, όπου αυτός απαιτείται. Πρέπει με άλλα λόγια, να περιγράφεται η ανθρώπινη συμπεριφορά. το υποκείμενο το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, οι περιστάσεις r/;c αξιόποινης συμπεριφοράς και η υπαιτιότητα (βλ Καρρά, ό.π., σελ 558, παρ. 608).

Ειδικότερα στο άρθρο 6 παρ. 3 εδάφ. α’ και β’ της από 4 Νοεμβρίου 1950 Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο, δηλαδή ότι “πας κατηγορούμενος  έχει δικαίωμα όπως πληροφορηθή εν τη βραχύτερα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λέπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας, άμα δε και όπως διαθέσει τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του” (ΑΠ 572/1985, Ποινχρον ΛΣΤ, 11). Η μη τήρηση της διατάξεως αυτής συνεπάγεται ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, η ακυρότητα όμως αυτή είναι σχετική, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.1, 171 και 173 παρ.1 ΚΠΔ, αφού ανάγεται σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας και προβλέπεται ρητώς από το νόμο (ΑΠ 1496/1990, Ποινχρον ΜΑ’, 661, ΑΠ 1261/1985, Ποινχρον ΛΣΤ’ 261).

Στην συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με το υπ’αρ. Γ2009/166 από 13-12-2011 κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών κατηγορούμαι πως:

«Κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι στην Αθήνα στις 27-11-2007 διακίνησε δια αποστολής προς Αυστραλό πολίτη τα στοιχεία του οποίου δεν έγιναν γνωστά κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση απαγορευμένες ουσίες και δη αναβολικά και διεγερτικά και πιο συγκεκριμένα το αναβολικό στεροειδές μεθανδιενόνη και τη διεγερτική ουσία κυανιούχο βενζύλιο, με σκ’ βελτίωση της αγωνιστικής διάθεσης και απόδοσης του ως άνω αθλητή ».

Δηλαδή για παράβαση των άρθρων 26 παρ.ΐα, 27 παρ.1 του Π.Κ. και άρθρων 128Θ παρ.4 Ν. 2725/1999 σε συν δ. με άρθρο 128Γ ίδιου νόμου.

Το πιο πάνω κλητήριο θέσπισμα όμως με το πιο πάνω περιεχόμενο δεν πληροί τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει τούτο για είναι ορισμένο, αφού σε αυτό δεν καθορίζεται επακριβώς το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος.

Ειδικότερα:

Σύμφωνα με το άρθρο 128Γ του Ν. 2725/1999:
Άρθρο 128Γ
Τα Απαγορευμένα μέσα

  1. Απαγορευμένα μέσα είναι τα εςής:

Α) Απαγορευμένες ουσίες:

α. Κατηγορίες ουσιών που απαγορεύονται σε κάθε περίπτωση:

  1. Διεγερτικό
  2. Ναρκωτικά
  3. Αναβολικά
  4. Διουρητικά
  5. Πεπτιδικές ορμόνες, μιμητικό και συνάφειας με αυτές ουσίες.

Με την υπουργική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μπορεί ορισμένες από τις ουσίες αυτές να απαγορεύονται μόνο αν υπερβαίνουν ορισμένη ποσοτικό συγκέντρωση.

β. Κατηγορίες ουσιών που απαγορεύονται ανάλογα με το άθλημα ή την ποσοτική συγκέντρωση:

  1. Αλκοόλη
  2. Κανναβινοειδή
  3. Τοπικό αναισθητικά
  4. Κορτικοστεροειδή

 

  1. β-αναστολείς

Β) Απαγοοευμινες μέθοδοι:

α) ντόπινγκ αίματος ή άλλων κυττάρων ή ιστών,

β) Χορήγηση τεχνητών Φορέων οξυγόνου ή ουσιών που διογκώνουν το πλάσμα,

γ) φαρμακολογική, Ύημική, φυσική η γενετική παραποίησα.

Γ) Οσες άλλες ουσίες ή μέθοδοι περιλαμβάνονται κάθε Φορά στην κοινή απόφαση της επόμενης παραγράφου.

  1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Πρόνοιας και Πολιτισμό. που εκδίδεται τουλάχιστον μία Φορά κατ’ έτος καθορίζονται οι απαγορευμένες ουσίες ή μέθοδοι κατά την έννοια του άοθοον 128Β του παρόντος νόμου, ύστερα από γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Καταπολέμησηc του Ντόπινγκ του άρθρου 128ΣΤ του παρόντος. Η απόφαση αυτή εναρμονίζεται υποχρεωτικά με τους καταλόγους απαγορευμένων μέσων που εκδίδει κάθε φορά η Δ.Ο.Ε., ο Παγκόσμιος Οργανισμός Αντιντόπινγκ (Π.Ο.Λ.) και η αρμόδια Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης κατά του Ντόπινγκ,. Ν 2371/1996). Ο κατάλογος των απαγορευμένων μέσων που περιλαμβάνεται σε αυτή την απόφαση είναι κοινός για όλα τα αθλήματα και για όλους τους κλάδους άθλησης, εκτός εάν στην απόφαση ορίζεται ρυτά το αντίθετο.”
    *** Το άρθοο 128Γ προστέθηκε με το άρθρο 54 Ν.3057/2002,ΦΕΚ A 239/10.10.2002.

Το μόνο που αναφέρεται στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα είναι όλως αορίστως ότι.. «..διακίνησε δια. αποστολής., απαγορευμένες ουσίες και δη αναβολικά και διεγερτικά και πιο συγκεκριμένα το αναβολικό στεροειδές μεθανδιενόνη και τη διεγερτική ουσία κυανιούχο βενζύλιο…» χωρίς να ακολουθεί ουδεμία απαιτούμενη εκ του-ν-όμου αναφορά κατά τα ανωτέρω, σε πόση ποσοτική συγκέντρωση ανευρέθησαν οι εν λόγω ουσίες αλλά ούτε και της κατα τα ανωτέρω υπουργικής απόφασης που θέτει τα εν λόγω ποσοτικά όρια ώστεΐνα κρίνεται εκάστη φορά το απαγορευμένο (εφόσον υπερβαίνουν ορισμένη ποσοτική συγκέντρωση) ή μη των εν λόγω ουσιών, στερώντας μου επί της ουσίας κάθε δικαίωμά μου να υπερασπισθώ τον εαυτό μου αποτελεσματικά.

Τα πραγματικά περιστατικά επομένως που αφορούν την δράση και την θέση μου επί των σχετικών αδικημάτων δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα στο προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα και δεν περιγράφονται ουδόλως , αφού ως ανωτέρω αναλύθηκε δεν γίνεται ουδεμία ειδική μνεία καμίας ποσοτικής συγκέντρωσης των εν λόγω ουσιών ώστε να κρίνεται ευκρινώς το παράνομο ή όχι της αποδιδόμενης εις εμέ πράξης.

Με βάση όμως τα ανωτέρω δεν υπάρχει ακριβής καθορισμός της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο πράξεως, πράγμα που συνεπάγεται την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, το οποίο ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί, κατά τη βάσιμη περί ακυρότητας τούτου σχετική παρούσα ένσταση μου, η οποία προτάθηκε έγκαιρα πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Το κλητήριο θέσπισμα, που μου επιδόθηκε και με το οποίο καλούμαι να δικαστώ και δη το από 13-12-2011 με αριθμό Γ2009/166 κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ελευθερίας Παντελάκη τυγχάνει ατελές και αόριστο , και επομένως είναι άκυρο και πρέπει η ακυρότητά του αυτή να κηρυχθεί από το Δικαστήριό Σας κατά παραδοχή των οικείων λόγων της παρούσας ενστάσεώς μου.

Β’ ΛΟΓΟΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

Κατά το άρθρο 321 παρ. 1 ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, για να μπορεί ο κατηγορούμενος να γνωρίζει το περιεχόμενο της κατηγορίας που του αποδίδεται και να μπορεί να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπεράσπισή του “… δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει”. Πρόκειται για το πιο σημαντικό από τα περιλαμβανόμενα στο κλητήριο θέσπισμα στοιχεία, αφού με την απαίτηση του νόμου για ακριβή καθορισμό στο κλητήριο θέσπισμα της αξιόποινης πράξεως και μνεία της προβλέπουσας αυτήν ουσιαστικής ποινικής διατάξεως αφενός μεν καθιερώνεται και σε νομοθετικό επίπεδο το δικαίωμα του κατηγορουμένου να πληροφορείται “λεπτομερειακά” την κατηγορία που του αποδίδεται (“δικαίωμα πληροφορήσεως”), όπως απαιτούν οι αυξημένης τυπικής ισχύος συναφείς διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 20 Σ) και της Συμβάσεως της Ρώμης (άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ ΕΣΔΑ) αφετέρου δε επιτυγχάνεται ο θεματικός προσδιορισμός του αντικειμένου της δίκης (βλ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, έκδ. β’ 1994, σελ. 336 επ., Δασκαλόπουλου, Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και του θύματος στην ποινική δίκη, 1991, σελ. 80, Ζησιάδου, Ποινική Δικονομία, τ.. Β’ 1977, σελ. 414, Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ. β’ 1998, σελ. 557 επ., παρ. 608 επ.).

Ακριβής είναι ο καθορισμός της πράξης όταν στο κλητήριο θέσπισμα εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα και περιγράφονται εξαντλητικά όλα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και ο εξωτερικός όρος του αξιοποίνου, όπου αυτός απαιτείται. Πρέπει, με άλλα λόγια, να περιγράφεται η ανθρώπινη συμπεριφορά, το υποκείμενο, το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, οι περιστάσεις της αξιόποινης συμπεριφοράς και’ η υπαιτιότητα (βλ. Καρρά, ό.π., σελ. 558, παρ. 608).

Ειδικότερα στο άρθρο 6 παρ. 3 εδάφ. ά και β’ της από 4 Νοεμβρίου 1950 Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο, δηλαδή ότι “πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όπως πληροφορηθή εν τη βραχύτερα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομέρεια την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας, άμα δε και όπως διαθέσει τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του” (ΑΠ 572/1985, Ποινχρον ΛΣΤ, 11). Η μη τήρηση της διατάξεως αυτής συνεπάγεται ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, η ακυρότητα όμως αυτή είναι σχετική, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.1, 171 και 173 παρ.1 ΚΠΔ, αφού ανάγεται σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας και προβλέπεται ρητώς από το νόμο (ΑΠ 1496/1990, Ποινχρον ΜΑ’, 661, ΑΠ 1261/1985, Ποινχρον ΛΣΤ’ 261).

Εκτός, όμως, από τον ακριβή καθορισμό της πράξεως που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, η διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, όπως ήδη ειπώθηκε, απαιτεί, επίσης επί ποινής ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 321 ΚΠΔ, να γίνεται σε αυτό και μνεία του ποινικού νόμου που την προβλέπει.

Ως άρθρο του ποινικού νόμου που προβλέπει την ποινή νοείται όχι μόνο αυτό που προβλέπει την κύρια ποινή, αλλά κμίτπΐκμρθρο που προβλέπει την τυχόν απειλούμενη παρεπόμενη ποινή, αφού στον όρο «ποινή» περιλαμβάνεται τόσο “η κυρία ποινή” όσο και “η παρεπόμενη ποινή , ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η βαρύτητα της παρεπόμενης ποινής είναι μεγαλύτερη από τη βαρύτητα της κύριας ποινής (βλ. πιο πάνω Γνωμοδότηση, 27/1966 ΓνωμΕισΕφΑΘ Μ. Καλλιμόπουλου, ΝοΒ 15.299, ΑΠ 487/1988, Ποιν Χρον AH’ 640).

Στη νομολογία των ποινικών μας δικαστηρίων αλλά και στη θεωρία επικρατεί η αντίληψη ότι η πιο πάνω ρητή απαίτηση του νόμου για μνεία στο κλητήριο θέσπισμα του ποινικού νόμου που προβλέπει την αξιόποινη πράξη ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με την αντίστοιχη απαίτηση των άρθρων 139, 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ και 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ KHA για αριθμητική αναφορά αφενός του άρθρου εκείνου στο οποίο περιγράφονται τα στοιχεία της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξεως και αφετέρου του άρθρου που προβλέπει την απειλούμενη ποινή. Ετσι, ως άρθρο του νόμου που προβλέπει την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη νοείται κάθε ουσιαστική διάταξη του Ποινικού Κώδικα ή άλλου ειδικού ποινικού νόμου, η οποία τυποποιεί τα στοιχεία του συγκεκριμένου εγκλήματος και καθορίζει την απειλούμενη ποινή (βλ. ΑΠ 1261/1985 ΠοινΧρ 1986, 260).

Κατά συνέπεια ως άρθρο του ποινικού νόμου που προβλέπει την ποινή, του οποίου με ποινή ακυρότητας επιβάλλεται η αναγραφή στο κλητήριο θέσπισμα, νοείται τέλος όχι μόνον το προβλέπον την κύρια ποινή αλλά και το προβλέπον την τυχόν απειλούμενη παρεπόμενη ποινή. Για το ότι έτσι έχει το πράγμα, για το ότι δηλαδή επιβάλλεται η αναγραφή στο κλητήριο θέσπισμα και του άρθρου που προβλέπει την απειλούμενη παρεπόμενη ποινή, συνάγεται από τα ακόλουθα δύο βασικά επιχειρήματα: πρώτον, από αυστηρά νομική άποψη ο όρος “ποινή” σαφώς και περιλαμβάνει στην έννοια του τόσο την κύρια ποινή όσο και την παρεπόμενη ποινή δεύτερον, από καθαρά ουσιαστική σκοπιά, η βαρύτητα της παρεπόμενης ποινής είναι πάντοτε δεδομένη, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η βαρύτητα αυτή υπερβαίνει προδήλως τη βαρύτητα της αντίστοιχης κύριας ποινής. Συνακόλουθα, οι νομικοί και ουσιαστικοί λόγοι που επιβάλλουν την αναγραφή στο κλητήριο θέσπισμα του άρθρου που προβλέπει την κύρια ποινή επιβάλλουν και την αναγραφή του άρθρου που προβλέπει την παρεπόμενη ποινή.

Την παραπάνω θέση έχει δεχτεί και η νομολογία μας και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν η επιβολή παρεπόμενης ποινής είναι υποχρεωτική ή δυνητική για το δικαστήριο (βλ. ΑΠ 487/1988 ΠοινΧρ 1989, 641, ΑΠ 725/1984 ΠοινΧρ 1984, 1041, ΑΠ 1153/1978 ΠοινΧρ 1979, 269, ΤρΠλημΘεσ. 18506/1995 Υπέρ 1997, 76, βλ. επίσης Μανωλεδάκη – Μαργαρίτη, Κλητήριο θέσπισμα: επίδοση φωτοτυπίας του και έλλειψη άρθρου που προβλέπει παρεπόμενη ποινή – Εγκυρότητα αυτού και της επιδόσεως, Υπέρ 1994, 983 επ., ιδίως 987, Μαργαρίτη, Το κλητήριο θέσπισμα, σελ. 170). Η μη τήρηση της διατάξεως αυτής συνεπάγεται ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος κατά την παρ. 4 του άρθρου1‘ αυτού, η ακυρότητα δε αυτή είναι σχετική, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 1, 171, 173 παρ. 1 ΚΠΔ, αφού ανάγεται σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας και προβλέπεται ρητώς από τον νόμο (ΑΠ 1496/1990 ΠοινΧρ ΜΑ’, 661).

Η ως άνω επιταγή του άρθρου 321 ΚΠοινΔ “για μνεία του άρθρου που προβλέπει την πράξη” ταυτίζεται εννοιολογικά με την επιταγή των άρθρων 139, 484 παρ. 1 περ. δ’ και 510 παρ. 1 περ. Η’ ΚΠΔ για παράθεση στην καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα του άρθρου του νόμου, που πρόκειται να εφαρμοσθεί ή εφαρμόσθηκε, ως τέτοιου νοούμενου εκείνου του άρθρου, που προβλέπει την απειλούμενη ή επιβαλλόμενη ποινή, τα στοιχεία της αξιοποίνου πράξεως που αποδίδεται στον δράστη και το μέτρο της επιβλητέας ποινής. Έτσι στις περιπτώσεις, που σύμφωνα με το γενικό μέρος του Ποινικού Κώδικα προβλέπεται η επιβολή ηλαττωμένης ποινής, [άρθρο 42 ΠΚ (απόπειρα), 47 παρ. 1 (απλή συνεργεία), 84 ΠΚ (ελαφρυντικές περιστάσεις)], απαιτείται να αναγράφεται στο επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα το άρθρο 83 ΠΚ στο οποίο ρητώς παραπέμπουν τα ως άνω άρθρα (ΤρίμΠλημΘεσ 18506/1995), ενώ επιπλέον γίνεται μνεία ότι στην περίπτωση του κατ’ εξακολούθησιν εγκλήματος το οποίο διαφοροποιεί το ύψος της ποινής είναι αναγκαίο να γίνεται παραπομπή στο κλητήριο θέσπισμα του σχετικό άρθρου (98 ΠΚ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από το 13-12-2011 με αριθμό Γ2009/166 κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ελευθερίας Παντελάκη κατηγορούμαι πως τάχα τέλεσα το αδίκημα του άρθρου 128Θ παρ.4 του Ν. 2725/1999 και κλήθηκα ενώπιον του Δικαστηρίου Σας για να δικαστώ για παράβαση των άρθρων 26 παρ.ΐα, 27 παρ.1 του Π.Κ. και άρθρων 128Θ παρ.4 Ν. 2725/1999 σε συνδ. με άρθρο 128Γ ίδιου νόμου. Μολαταύτα, εις αυτό το κλητήριο θέσπισμα δεν αναφέρονται καν ουσιώδη στοιχεία που αποτελούν και στοιχεία της στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, με αποτέλεσμα να μην είμαι σε θέση να γνωρίζω ποια πράξη ακριβώς μου αποδίδεται και με φέρει κατηγορούμενο ενώπιον Σας και αποστερούμενος επομένως τη δυνατότητα απόκρουσης της εν λόγω κατηγορίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 128Θ παρ.4 του Ν. 2725/1999:

«4. Όποιος κατασκευάζει, εκχυλίζει, παρασκευάζει, αποθηκεύει, διακινεί, εμπορεύεται, προμηθεύεται ή παρέχει οικονομικά μέσα με οποιονδήποτε τρόπο για την προμήθεια των ουσιών και μεθόδων της παραγράφου 1 με σκοπό τη βελτίωση της αγωνιστικής διάθεσης, ικανότητας και απόδοσης αθλητών, κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων ή εν όψει της συμμετοχής τους σε αυτούς, τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, αν η πράζη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη. Αν ο δράστης τελεί τις πράξεις αυτές μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή με σκοπό να χορηγηθούν οι ουσίες ή να εφαρμοστούν μέθοδοι σε ανήλικους αθλητές, επιβάλλονται οι ποινές της παραγράφου 3 του παρόντος.».

Στο ανωτέρω όμως προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα γίνεται μόνο αναφορά ότι «… διακίνησε δια αποστολής προς Αυστραλό πολίτη τα στοιχεία του οποίου δεν έγιναν γνωστά κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, απαγορευμένες ουσίες… με σκοπό τη βελτίωση της αγωνιστικής διάθεσης και απόδοσης του ως άνω άγνωστου αθλητή ».

Κατά συνέπεια στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα δεν αναφέρονται ούτε τα στοιχεία του εν λόγω αθλητή προς τον οποίο τάχα δια κινήθηκαν οι επίδικες ουσίες, αφού στο κλητήριο θέσπισμα γίνεται λόγος απλά για Αυστραλό πολίτη αγνώστων λοιπών στοιχείων (και επομένως είναι αυθαίρετο το συμπέρασμα στο κλητήριο θέσπισμα ότι πρόκειται για αθλητή) ενώ στο προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα δεν γίνεται ουδέ λόγος κατά τη διάρκεια ποιων αθλητικών αγώνων ή ενόψει συμμετοχής σε ποιους αθλητικούς αγώνες διακινήθηκαν οι εν λόγω επίδικες ουσίες, με αποτέλεσμα να ελλείπουν ουσιώδη στοιχεία που αποτελούν και στοιχεία της στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος που μου αποδίδεται καθισταμένου όμως κατ”αυτόν τον τρόπο ακύρου του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος (βλ. και Βούλευμα υπ αρ. 9/2008 του Συμβουλίου Εφετών Δωόεκανήσου- πηγή τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος). Σημειωτέον ότι ούτε στην περιεχόμενη στη δικογραφία από 8-12-2008 μεταφρασμένη έκθεση πληροφοριών του Συμβουλίου Αντιντόπινγκ Αυστραλίας ASADA δεν γίνεται λόγος ότι ο παραλήπτης των επίδικων ουσιών είναι αθλητής ουδέ ότι αυτές διακινήθηκαν κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων ή ενόψει συμμετοχής κάποιου αθλητή σε αθλητικούς αγώνες.

Επειδή και νομολογίακά έχει κρίθεί ότι «Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείιαι, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπιση του. Τα ίδια ορίζονται και στο άρθρο 6 παρ, 3 εδ. α και β της από 4 Νοεμβρίου 1950 Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης, που κυρώθηκε με το ν.^ 2323/1953 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο, δηλαδή ότι “πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όπως πληροφορηθή εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσα την οποία εννοεί και^ εν λεπτομέρεια την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας αμα δε και όπως διάθεση τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασία της υπερασπισεως του.” Κατά τις διατάξεις όμως των άρθρων 170 παρ. 1, 173 παρ.1, και 174, του ΚΠΔ, οι οποίες δεν θίγουν τα από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α’ ΕΣΔΑ προστατευόμενα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ακυρότητα από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών [320 -321 ΚΠΔ] είναι σχετική, ως αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας, για αυτό δεν προβάλλει κατά την έναρξη της πρωτόδικης δίκης αντιρρήσεις στην πρόοδο αυτής, η σχετική ακυρότητα καλύπτεται. Εφόσον όμως ο κατηγορούμενος κατ γ αυτή δεν εμφανίστηκε, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μόνο όμως με λόγο έφεσης κατά της απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης, καλύπτεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης.» (απόφαση υπ αρ. 1647/2006 Α.Π, Ε Ποινικό Τμήμα).

Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και κατωτέρω απόφαση «ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος^ κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα στοιχεία αυτά, είναι άκυρο, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ. Η ακυρότητα όμως αυτή είναι σχετική, ως αναγόμενη σε πράξη προπαρασκευαστι-κή της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι’ αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠΔ, να προταθεί εωσότου εκδοθεί για την κατηγορία η οριστική σε τελευταίο βαθμό, απόφαση, πριν από την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, κατ άρθρο 174 παρ. 1 του ίδιου κώδικα. Κατά την παραγ. 2 του ίδιου άρθρου η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στην δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της προτείνοντας την ακυρότητα. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η ακυρότητα και η εκ του λόγου αυτού αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σ αυτήν, πρέπει να επαναφέρει την πρόταση της ακυρότητας και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας, διαλαμβάνοντας στην έφεση του ειδικό λόγο περί τούτου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ.2 του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης και αν δεν πράξει τούτο και δεν αποφανθεί, όπως έχει υποχρέωση, ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, επί του εκκληθέντος αυτού κεφαλαίου της πρωτόδικης αποφάσεως, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παράγραφος 1 περίπτωση Η’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Τούτο όμως προϋποθέτει ότι ο ισχυρισμός προβλήθηκε παραδεκτά στο πρωτόδικο δικαστήριο, διότι σε αντίθετη περίπτωση τούτο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, για τον ίδιο λόγο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και το εφετείο στον σχετικό λόγο της εφέσεως, διότι αυτός, ως εκ του περιεχομένου του, τυγχάνει απαράδεκτος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ, το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Σ’αυτή την περίπτωση ενεργεί ό,τι και το συμβούλιο των πλημμελειοδικών όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, όταν το Δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο και παραπέμπει ^ με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, η απόφασή του αυτή επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, το οποίο κοινοποιείται στον κατηγορούμενο, για την άσκηση ενδίκων μέσων, μόνο όταν είναι απών και αν αυτό υπόκειται σε ένδικο μέσο, αν δε δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο, όπως όταν η παραπομπή αφορά πλημ/μα (άρθρο 478 ΚΠΔ), ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο του αρμοδίου κριθέντος δικαστηρίου, στο οποίο και παραπέμφθηκε, με κλήση, η οποία παραπέμπει, ως προς την αξιόποινη πράξη ή πράξεις, στην επέχουσα θέση βουλεύματος κηρύξασα την αναρμοδιότητα παραπεμπτική απόφαση, το διατακτικό της οποίας και αποτελεί πλέον το κατηγορητήριο, που πρέπει να περιέχει, ως προς τον ακριβή καθορισμό της πράξης, η οποία αποδίδεται στον κατηγορούμενο, όλα τα στοιχεία που αναφέρει το άρθρο 321 παρ. 1 δ του ίδιου κώδικα, τα υπόλοιπα δε υπό στοιχεία α, β, γ, και ε πρέπει να περιέχονται στην κλήση (320 παρ. 1 εδαφ. α και 321 παρ. 2 σε συνδυασμό με παρ. 1 ΚΠΔ). Αν δε η κλήση δεν περιέχει τα εν λόγω στοιχεία τυγχάνει άκυρη, όπως και το κλητήριο θέσπισμα, σύμφωνα _ με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 321 παρ. 4 ΚΠΔ. Εκ τούτων παρέπεται ότι, στην ανωτέρω περίπτωση, δεν υφίσταται έδαφος προσβολής για ακυρότητα, κατά^ τις διατάξεις που αναφέρθηκαν, του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού αυτό πλέον δεν υφίστατας αλλα μόνον της κλήσης, με την οποία καλείται ο κατηγορούμενος στο αρμόδιο δικαστήριο, η οποία και αποτελεί πλέον το εισαγωγικό της ποινικής δίκης έγγραφο. »(Απόφαση υπ’αρ. 735/2010 Α.Π. ΣΤ Ποινικό Τμήμα).

Εκ των ανωτέρω είναι σαφές ότι το εν λόγω κλητήριο θέσπισμα δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία που κατά το άρθρο 321 παρ. 1 ΚΠΔ, πρέπει να περιέχει, για να μπορώ να γνωρίζω το περιεχόμενο της κατηγορίας που μου αποδίδεται και να μπορώ να προετοιμάσω αποτελεσματικά την υπεράσπισή μου , παραβιάζοντας το δικαίωμα μου να πληροφορούμαι “λεπτομερειακά” την κατηγορία που μου αποδίδεται (“δικαίωμα πληροφορήσεως”), όπως απαιτούν οι αυξημένης τυπικής ισχύος συναφείς διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 20 Σ) και της Συμβάσεως της Ρώμης (άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ ΕΣΔΑ) και δεν επιτυγχάνεται ο θεματικός προσδιορισμός του αντικειμένου της δίκης (βλ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, έκδ. β’ 1994, σελ. 336 επ., Δασκαλόπουλου, Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και του θύματος στην ποινική δίκη, 1991, σελ. 80, Ζησιάδου, Ποινική Δικονομία, τ. Β’ 1977, σελ. 414, Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδ. β’ 1998, σελ. 557 επ., παρ. 608 επ.), αφού το κλητήριο θέσπισμα τυγχάνει ασαφές και μη πλήρες , δημιουργώντας ασάφεια και σύγχυση για το είδος και το ύψος των κατά εμού ποινών και του τρόπου επιβολής και επιμέτρησης τους τα μέγιστα και ελάχιστα όρια αυτών, για το χρονικό σημείο ενάρξεως των προθεσμιών υποβολής εγκλήσεως και λήξεως αυτών.

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η σχετική ένσταση μου, και να κηρυχθεί άκυρο το κλητήριο θέσπισμα που μου επιδόθηκε και με το οποίο καλούμαι να δικαστώ και δη το από 13-12-2011 με αριθμό Γ2009/166 κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ελευθερίας Παντελάκη, αφού η σχετική αυτή ακυρότητα δεν καλύφθηκε, αλλά προτάθηκε έγκαιρα πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.

Αθήνα, 9-1-2013

Το Δικαστήριο εκφυλάχθηκε.

Στο Σημείο αυτό προτάσει εισαγγελέως εντολή προέδρου αναγνώσθηκαν:

  • H από 8/12/08 :έκθεση πληροφοριών

«Είναι συζηγός μου ο κατηγορούμενος. Είναι πρωήν αθλητής. Τώρα  είναι Στρατιωτικός. Είναι στρατιωτικός από το 1997. Απαγορεύεται να έχει γυμναστήριο. Είναι δημόσιος υπάλληλος, είναι στο Ναυτικό. Δεν έχει καμιά επαφή με Αυστραλία. Δεν μπορώ να εξηγήσω είναι εντελώς άγνωστο. Δεν έχει αποστολέα. Κάποιος άλλος το έκανε σαν σύσταση ότι το προϊόν είναι καλό. Υποθέσεις κάνω, δεν ξέρω πως αλλιώς να το εξηγήσω. Ήταν αθλητής στίβου μέχρι το 2004 ασχολιόταν στον αθλητισμό.

Δεν είχε γυμναστήριο. Στην οδό ______ __ στην _____ λειτουργούσε γυμναστήριο. Δεν πήγαινε ούτε αθλούταν εκεί ο σύζυγος μου. Σε εθνικό Γυμναστήριο προπονούταν. Ήρθε χαρτί στο σπίτι και ενημερωθήκαμε για την υπόθεση. Είμαι οικονομολόγος, έχουμε και ένα παιδάκι»

Ο κατηγορούμενος προσκλήθηκε από την πρόεδρο να απολογηθεί και αρνήθηκε την πράξη που του αποδίδεται και είπε: «Δεν γνωρίζω τίποτα για αυτό. Από το 1997 ήμουν στρατιωτικός. Έκανα και αθλητισμό. Κάνουμε όλοι οι αθλητές προπόνηση στο εθνικό προωθητήριο του ______ _______  __ . Δεν έχω καμία σχέση με το γυμναστήριο στην οδό _______  __. Δεν έχω πάει εκεί ποτέ, ούτε για να προπονηθώ. Πρόκειται για φάρσα. Μάλλον κάποιος χρησιμοποίησε το όνομα μου να προωθήσει το προϊόν γιατί ήμουν πολύ γνωστός τότε. Δεν ήμουν ούτε προπονητής. Με ρωτάνε πως θα κοιτάζουμε καλύτερα τους αθλητές, πως θα οργανώσουμε εκδηλώσεις. Οι αξιωματικοί αποαγορεύονται να προπονούν. Είμαι υποπλοίαρχος και φέτος θα γίνω πλωτάρχης.

 

Γ’ να απορριφθεί ο ισχυρισμός περί ακυρότητας κλητήριου θεσπίσματος και,

Περαιτέρω η Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα και τους διαδίκους αν υπάρχει ανάγκη να διενεργηθεί συμπλη­ρωματική εξέταση ή να διασαφηνιστεί κάποιο στοιχείο και αφού έλαβε αρνητική απάντηση, κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας.

Η  Εισαγγελέας έλαβε και πάλι τον λόγο και αφού ανέπτυξε την κατηγορία πρότεινε να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος αθώος. Ο συνήγορος του  κατηγορούμενου, αφού έλαβε  τον λόγο ανέπτυξα την υπεράσπιση και ζή­τησή, την αθώωση του πελάτη του.  Η Πρόεδρος ρώτησε τον κατηγορούμενο  εαν έχει να προσθέσει  οτιδήποτε για την υπεράσπιση του . και απάντησε  αρνητικά.

Κατόπιν τούτων η Πρόεδρος κήρυξε το πέρας της συζητήσεως.

Ακολούθως το Δικαστήριο μετά από μυστική διάσκεψη κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν παρούσα και η  Γραμματέας του, κατάρτισε και η Πρόεδρος του δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίασή του την 851/13 απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής:

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από την γένει αποδεικτική διαδικασία, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως, που νομότυπα εξετάστηκαν στο ακροατήριο, καθώς και από τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία κατηγορουμένου προέκυψε ότι:

Πρωτίστως πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, περί  κλητηρίου θεσπίσματος, καθόσον το κλητήριο θέσπισμα περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το άρθρο 321 ΚΠΔ στοιχεία, ώστε να δύναται ο κατηγορούμενος να μετέλθει όλων των υπερασπιστικών μέσων και να προετοιμάσει αρκούμενος την υπεράσπιση του.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν τελεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει ως τούτου να κηρυχθεί αθώος.

Από την ίδια αποδεικτική διαδικασία το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι έχει καταγγείλει δολίως ή έστω από βαρεία αμέλεια του κατηγορουμένου. Πρέπει να μην επιβληθούν σε βάρος του δικαστικά έξοδα και  τέλη.

Από την ίδια αποδεικτική διαδικασία το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι έστω από βαρεία αμέλεια του κατηγορουμένου. Πρέπει συνεπώς να μην επινληθούν σε βάρος του, τα δικαστικά έξοδα και τέλη.

 


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ παρόντος του κατηγορουμένου _______  ________ του __________  .

Απορρίπτει αυτοτελή ισχυρισμό ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος.

Κηρύσσει τον κατηγορούμενο αθώο του ότι:

στην ΑΘΗΝΑ, στις 27/11/2007, διακίνησε δια αποστολής προς Αυστραλό πολίτη τα στοιχεία του οποίου δεν έγιναν γνωστά κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, απαγορευμένες ουσίες και δη αναβολικά και διεγερτικά και πιο συγκεκριμένα το αναβολικό στεροειδές μεθανδιενόνη και τη διεγερτική ουσία κυανιούχο βενζύλιο, με σκοπό τη βελτίωση της αγωνιστικής διάθεσης και απόδοσης του ως άνω άγνωστου αθλητή.

ΑΠΑΛΛΑΣΣΕI τον μηνυτή  από την πληρωμή των δικαστικών εξόδων και τελών της προκειμένης δίκης.

Γίνεται μνεία ότι μετά από την εξέταση κάθε μάρτυρα και πριν από την έκδοση κάθε απόφασης, δίδονταν ο λόγος κατά σειρά, σε όλους του παράγοντες της δίκης, τελευταία δε πάντοτε στον κατηγορούμενο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του.

 

Αθήνα 9/1/13

Η Πρόεδρος                                                Η Γραμματέας