Περίληψη
ΑΡΙΘΜΟΣ 91/2015 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα:Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Κατηγορούμενος, Ακυρότητα σχετική, Ακυρότητα κλητηρίου Θεσπίσματος.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για σωματική βλάβη εξ αμελείας από υπόχρεο. Κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης απόφασης, όπως η εκφώνηση της υποθέσεως σε χρόνο προγενέστερο από τον αναγραφόμενο στο έκθεμα και η, συνεπεία αυτού, καταδίκη του κατηγορουμένου ερήμην, καλύπτεται με την έκδοση της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό. Πότε προτείνεται η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί στην πρωτοβάθμια δίκη, η ακυρότητα, που είναι σχετική, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί με λόγο εφέσεως. Επαρκώς προσδιορίζεται στο κλητήριο θέσπισμα η πράξη. Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3160/2003, με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ, επιτρέπεται η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιολόγηση και της καταθέσεως που έχει δώσει ο εγκαλούμενος για την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξεως κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, πριν ασκηθεί κατ’ αυτού ποινική δίωξη, πριν, δηλαδή, λάβει αυτός την ιδιότητα του κατηγορουμένου, εφόσον, όμως, αυτή έγινε ανωμοτί και αυτός δεν στερήθηκε του δικαιώματος του να παρασταθεί με συνήγορο. Η παραμονή των ενόρκων μαρτυρικών ή χωρίς όρκο (χωρίς την προάσπιση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων) καταθέσεων αυτού στη δικογραφία και η μη θέση στο αρχείο της εισαγγελίας, εφόσον αυτές δεν αναγνώσθηκαν και δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο, δεν επάγεται απόλυτη ακυρότητα και το δικαστήριο, με το να προχωρήσει στην έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως, δεν υπερβαίνει την εξουσία του. Απόρριψη αιτήσεων.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πόνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουάριου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1) ________ ______ του ________, κατοίκου _______ και 2) _______ _______του ________, κατοίκου ________, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευθυμία Λάππα, περί αναιρέσεως της 14863/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Σεπτεμβρίου 2014 δύο χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 967/2014.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης του ______ _______, να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση αναίρεσης του ______ ______ και να επεκταθεί το αναιρετικό αποτέλεσμα και για τον _______ _______,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 29 Σεπτεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6379 και 6380/2014) αιτήσεις των _____ _______ του ______ και _______ _______ του ______, αντιστοίχως, για αναίρεση της 14863/2014 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2 και 321 παρ.1 στοιχ. δ και 4 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ των άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται. Τα στοιχεία της δε της πράξεως πρέπει να είναι τόσα, ώστε ο κατηγορούμενος, να λάβει σαφή και λεπτομέρη γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, για να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπιση του. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί, τότε η ακυρότητα δεν εμφανισθεί, τοτέ η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος εφέσεως καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα μετά άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο από τις διατάξεις του άρθρου 321 του ΚΠοινΔ περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού η παραδοχή του άγει στην κήρυξη της ποινικής διώξεως απαράδεκτης και, ενδεχομένως, στην οριστική παύση αυτής λόγω παραγραφής της πράξεως. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν, ενώ το κλητήριο θέσπισμα ήταν άκυρο γιατί έλειπε από αυτό κάποιο από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 321 του ΚΠοινΔ, αντί να κηρύξει την ποινική δίωξη παράδεκτη, προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 14863/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες σωματικής βλάβης από αμέλεια, που τελέσθηκε από υπόχρεο, σε βάρος του ______ _______. και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, ανασταλείσα, τον καθένα. Συγκεκριμένα, η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκαν, συνίστατο, κατά το διατακτικό της αποφάσεως, στο ότι αυτοί: “Στη Νέα Ερυθραία Αττικής, την 04-04-2007 και περί ώρα 14:00 μ.μ., ενώ ήταν υποχρεωμένοι εκ του επαγγέλματος τους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της απαιτούμενης προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, προξένησαν σωματική κάκωση σε άλλον χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αυτό αποτέλεσμα. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και κατά τον ανωτέρω χρόνο, οι κατηγορούμενοι – ο πρώτος εξ αυτών ως νόμιμος εκπρόσωπος και υπεύθυνος της επιχείρησης κατασκευής ξυλοτύπων “_________ ”, καθώς και ως υπεργολάβος σκυροδεμάτων της εταιρείας “_________ Οικοδομικές Επιχειρήσεις Ε.Ε.” και ο δεύτερος ως επιβλέπων πολιτικός μηχανικός, κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών σε νεοαναγειρόμενη οικοδομή ευρισκόμενη επί της οδού _________ των _________ αριθ. 9, στο _________ , δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα ασφάλειας, καθόσον: α) δεν προέβησαν στην κατασκευή ασφαλούς πρόσβασης – οδού διαφυγής από τον τέταρτο στον τρίτο όροφο, β) δεν φρόντισαν ώστε το φρέαρ του ανελκυστήρα – στη στάθμη του τέταρτου ορόφου – να διαθέτει προστασία έναντι του κινδύνου πτώσης και γ) δεν φρόντισαν ώστε το δάπεδο εργασίας να έχει την απαραίτητη στερεότητα και σταθερότητα. Αποτέλεσμα δε της κατά τα ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς τους ήταν, κατά τη χρονική στιγμή που εκτελούνταν εργασίες κατασκευής ξυλοτύπων στη στάθμη του δαπέδου του τέταρτου ορόφου και ο εργαζόμενος ως τεχνίτης κατασκευής ξυλοτύπων (καλουπατζής) ατην επιχείρηση “_________ ” (ο οποίος προηγουμένως βρισκόταν μόνος του στον ξυλότυπο της πλάκας του τετάρτου ορόφου, έχοντας μόλις τελειώσει την εργασία επάλειψης των ξυλοτύπων με το προβλεπόμενο αντικολλητικό υλικό) κατέβαινε στον τρίτο όροφο για να βοηθήσει στη μεταφορά οικοδομικής ξυλείας, έχοντας κληθεί προς τούτο, με τη χρήση για την κάθοδό του φρεατίου του ανελκυστήρα, εξαιτίας της έλλειψης δυνατότητας πρόσβασης στον τρίτο όροφο, τούτος – ενώ πλησίασε στο άνοιγμα του φρεατίου – σκόνταψε στο δάπεδο του ξυλοτύπου (πέτσωμα από μπετοφόρμ), το οποίο δεν είχε καρφωθεί σωστά στη συγκεκριμένη θέση και αφού έχασε την ισορροπία του, έπεσε μέσα στο ακάλυπτο άνοιγμα του φρεατίου και τραυματίσθηκε. Συγκεκριμένα, ένεκα της πτώσης του από ύψος περίπου 2,5 μέτρων στο ύπαρχον ξύλινο δάπεδο εργασίας εντός του φρεατίου, στη στάθμη του τρίτου ορόφου, ο προαναφερόμενος υπέστη κάκωση κεφαλής – θλάση εγκεφάλου, εξαιτίας της οποίας απείχε από την εργασία του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το αξιόποινο δε αυτό αποτέλεσμα δεν προέβλεψαν οι κατηγορούμενοι”. Από δε την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι από το αντίγραφο του υπ’ αριθ. 1808/3459 κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδόθηκε στους κατηγορουμένους και με το οποίο κλητεύθηκαν αυτοί στο ακροατήριο του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να δικασθούν για την ως άνω αξιόποινη πράξη, και συγκεκριμένα στο σημείο της απαριθμήσεως των απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας, τα οποία έπρεπε να είχαν λάβει οι κατηγορούμενοι, απούσιαζε μια σειρά του κειμένου. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι “…δεν φρόντισαν ώστε το φρέαρ του ανελκυστήρα – στη στάθμη του τετάρτου δεν φρόντισαν ώστε το δάπεδο εργασίας να έχει την απαραίτητη στερεότητα και σταθερότητα…”, ενώ το πλήρες κείμενο του κλητηρίου θεσπίσματος στο σημείο αυτό έχει την εξής μορφή: “δεν φρόντισαν ώστε το φρέαρ του ανελκυστήρα – στη στάθμη του τετάρτου ορόφου να διαθέτει προστασία έναντι του κινδύνου πτώσης και γ) δεν φρόντισαν ώστε το δάπεδο εργασίας να έχει την απαραίτητη στερεότητα και σταθερότητα”. Οι αναιρέσει ο ντες – κατηγορούμενοι δεν είχαν εμφανισθεί, για το λόγο που θα εκτεθεί παρακάτω, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και, όπως είχαν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δικαίωμα, πρόβαλαν, με λόγο των υπ’ αριθ. εκθ. 1836 και 1835/2012 εφέσεών τους, αλλά και, με αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο κατέθεσε, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εγγράφως η ‘ πληρεξούσια δικηγόρος τους, ανέπτυξε δε και προφορικώς, ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος για μη ακριβή καθορισμό της πράξεως εξαιτίας της ελλεϊψεως αυτής. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός και ο σχετικός λόγος των εφέσεων δεν . ήταν νόμιμος, γιατί από τα αναφερόμενα στη συνέχεια στο ως άνω κλητήριο θέσπισμα ουδεμία αμφιβολία ή ασάφεια καταλείπεται ως προς την ύπαρξη της αμέλειας και του είδους αυτής που επέδειξαν οι αναιρέσει ο ντες, δεδομένου ότι με σαφήνεια διευκρινίζεται ότι σε νεοανεγειρόμενη οικοδομή ευρισκόμενη επί της οδού _________ των _________ αριθ. __ στο _________ , αυτοί, με την ιδιότητα που στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται δεν έλαβαν τα απαιτοϋμενα μέτρα ασφαλείας με συνέπεια, κατά τη χρονική στιγμή που εκτελούνταν εργασίες κατασκευής ξυλοτύπων στη στάθμη του δαπέδου του τετάρτου ορόφου και ο εργαζόμενος στο χώρο αυτό, ως τεχνίτης κατασκευής ξυλοτύπων (καλουπατζής), κατέβαινε από τον τέταρτο στον τρίτο όροφο για να βοηθήσει στη μεταφορά οικοδομικής ξυλείας, με τη χρήση, για την κάθοδό του, του φρεατίου του ανελκυστήρα, εξαιτίας της ελλεϊψεως δυνατότητας προσβάσεως στον τρίτο όροφο, ενώ πλησίασε στο άνοιγμα του φρεατίου, σκόνταψε στο δάπεδο του ξυλοτύπου (πέτσωμα από μπετοφόρμ), το οποίο δεν είχε καρφωθεί σωστά στη συγκεκριμένη θέση, και, αφού έχασε την ισορροπία του, έπεσε μέσα στο ακάλυπτο άνοιγμα του φρεατίου και τραυματίσθηκε. Δηλαδή, η παράλειψη της φράσεως “…ορόφου να διαθέτει προστασία έναντι του κινδύνου πτώσης και γ)…” οφείλεται σε φανερή παραδρομή και δεν καθιστά ασαφή την πράξη που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες και για την οποία αυτοί καταδικάσθηκαν. Το Δικαστήριο, λοιπόν, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική επί του ως άνω ισχυρισμού κρίση του. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό με την αυτή αιτιολογία και δη γιατί “η περιγραφή της πράξης δεν καθίσταται ακατανόητη ώοτε να ισοδυναμεί με έλλειψη ακριβούς καθορισμού της πράξης από τη σειρά που έλειπε”. Ούτε, βεβαίως, με το να απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό και να προχωρήσει στην έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, υπερέβη την εξουσία του. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β, Δ και Η του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος της πρώτης και μοναδικός λόγος της δεύτερης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από την ως άνω έλλειψη του κλητηρίου θεσπίσματος που δεν καλύφθηκε, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού και υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενη στο ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αντί να κηρύξει άκυρο το κλητήριο θέσπισμα και, στη συνέχεια, να παύσει οριστικά την κατά των αναιρεσειόντων ποινική δίωξη λόγω παραγραφής γιατί είχε ήδη συμπληρωθεί πενταετία από την τέλεση της πράξεως, είναι αβάσιμοι. Οι ίδιοι λόγοι, κατά το σημείο, με το οποίο πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση και για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από την ως άνω έλλειψη του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι απαράδεκτη, γιατί η όποια έλλειψη του κλητηρίου θεσπίσματος μπορεί να προκαλέσει μόνο σχετική και όχι απόλυτη ακυρότητα.
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 3 και 4 του ΚΠοινΔ, μετά την παραδοχή τυπικά της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε στο σύνολό της η πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση επανέρχεται στο Εφετείο για κατ’ ουσίαν συζήτηση στην πριν από την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως στάση, με την έννοια ότι το Εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του Εφετείου, αφού μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και το Εφετείο επανεξετάζει την υπόθεση τόσο ως προς τη νομική όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση. Έτσι, το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό περί ακυρότητας στην πρωτοβάθμια δίκη και συνακόλουθα δεν υποπίπτει οτην· πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτόδικης 21392/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η εκφώνηση της υποθέσεως έγινε, από παραδρομή, περί ώρα 10.20, ενώ έπρεπε να γίνει αυτή, κατά το σχετικό έκθεμα, στις 11.45. Αποτέλεσμα ήταν να δικασθούν οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ερήμην και, κατά συνέπεια, να προκληθεί ακυρότητα, την οποία μπορούσαν να επικαλεσθούν μόνο οι τελευταίοι, όπως και έπραξαν με τις εφέσεις τους, αλλά και με αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο πρόβαλαν, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, εγγράφως, ανέπτυξαν δε και προφορικώς ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Όμως, η ακυρότητα αυτή, με την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, καλύφθηκε και το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει ή, με πανηγυρική έκφραση, να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση. Επομένως, οι ως άνω λόγοι των αιτήσεων, καθώς και ο δεύτερος της πρώτης, κατά το μέρος, με το οποίο, κατ’ εκτίμηση, πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως και συγκεκριμένα γιατί το Δικαστήριο δεν απάντησε στον ισχυρισμό τους για ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως επειδή η υπόθεσή τους εκφωνήθηκε πριν από την κανονισμένη ώρα, με αποτέλεσμα αυτοί, που δεν είχαν προσέλθει ακόμη, να δικασθούν ερήμην, είναι αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 105 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, “όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31”. Στο δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΠοινΔ, που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003) οριζόταν ότι “αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας”. Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 του ΚΠοινΔ με τον παραπάνω ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του ως “μάρτυρα”, γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι, με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται η μαρτυροποίησή του και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζόμενης κατά, το, άλλα της διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠοινΔ. Η τελευταία’ , αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠοινΔ δεν απάγγελε ακυρότητα της κατά · παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξεως. Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου, των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 του ΚΠοινΔ, δημιουργούσε απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ’ και 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, διότι αφορούσε την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεώς του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για “δίκαιη δίκη”, που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 του ΚΠοινΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, απά τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεώς διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ‘ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικό και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του, επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (Ολ. ΑΠ 1/2004). Πλην, με το άρθρο 2 του ν. 3160/2003, ο οποίος καταλαμβάνει και τον κρίσιμο χρόνο (4.4.2007), αντικαταστόθηκε η παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΠοινΔ και ορίσθηκε ότι: “Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα μετά άρθρα 240 και 241. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντο οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης, μπορεί να ζητήσει να του χορηγηθεί αντίγραφο της μήνυσης ή της έγκλησης. Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση πρέπει να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για την πράξη που αφορά η εξέταση και για τα παραπάνω δικαιώματά του. Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο, δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του”. Μετά, δηλαδή, την έναρξη ισχύος του ν. 3160/2003, επιτρέπεται η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιολόγηση και της καταθέσεως που έχει δώσει ο εγκαλούμενος για την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξεως κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, πριν ασκηθεί κατ’ αυτού ποινική δίωξη, πριν, δηλαδή, λάβει αυτός την ιδιότητα του κατηγορουμένου, εφόσον, όμ(ος, αυτή έγινε ανωμοτί και ο εγκαλούμενος δεν στερήθηκε του δικαιώματος του να παρασταθεί με συνήγορο. Η ύπαρξη, όμως, των ενόρκων ή χωρίς όρκο (χωρίς την τήρηση των ως άνω διατυπώσεων) καταθέσεων του υπόπτου, πριν λάβει αυτός την ιδιότητα του κατηγορουμένου, στη σχηματισθείσα δικογραφία και η μη παραμονή τους στο αρχείο της εισαγγελίας, εφόσον αυτές, όταν δεν αναγιγνώσκονται ή δεν αξιολογούνται από το Δικαστήριο, δεν επηρεάζουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την άσκηση των υπερασπιατικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, δεν επάγεται καμιά ακυρότητα και δεν θεμελιώνει το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων Ε. Μ. πρόβαλε, δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου, εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικά, τον ισχυρισμό ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο από τη μη, κατ’ άρθρο 31 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, θέση στο αρχείο της Εισαγγελίας, αλλά παραμονή στη δικογραφία των από 19.5.2008 και 11.12.2009 ενόρκων μαρτυρικών του καταθέσεων, καθώς και της από 13.12.2010 χωρίς όρκο τοιαύτης ενώπιον της Πταισματοδίκη Αθηνών η πρώτη και του αρμοδίου Οργάνου του A. Τ. Εξαρχείων οι λοιπές, οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξετάσεως που διενεργήθηκε σε βάρος του. Τον ίδιο ισχυρισμό είχε προτείνει και με λόγο της εφέσεώς του. Οι καταθέσεις, όμως, αυτές (ένορκες και χωρίς όρκο) δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο για την έκδοση της αποφάσεώς του και, επομένως, καμιά ακυρότητα δεν επήλθε από την παραμονή τους στη δικογραφία. Το τελευταίο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την παραδοχή ότι “δεν ανέγνωσε ούτε έλαβε υπόψη του τις δύο ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του β’ κατηγορουμένου που δόθηκαν στα πλαίσια προανάκρισης…”. Όσον αφορά την χωρίς όρκο κατάθεση, η οποία, όπως αναφέρθηκε, και αυτή δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκε, το Δικαστήριο δεν απήντησε τίποτε. Πλην, δεν είχε υποχρέωση προς τούτο, γιατί ο ως άνω ισχυρισμός, ως προς αυτήν την κατάθεση, δεν ήταν νόμιμος, γιατί, από την επιτρεπτή επισκόπηση αυτής, προκύπτει ότι ναι μεν δόθηκε κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε σε βάρος του αναιρεσείοντος και πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, πλην αυτός δεν στερήθηκε κανενός υπερασπιστικού του δικαιώματος, αφού, όπως ρητά αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση εξετάσεως, ο Αστυφύλακας του A. Τ. Εξαρχείων I. X. τον ενημέρωσε για την πράξη, την οποία αφορούσε η προκαταρκτική εξέταση, και για τα δικαιώματά του, κατ’ άρθρο 31 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2013, δηλαδή να ζητήσει να του χορηγηθεί αντίγραφο της μηνύσεως, να παρϊσταται, εφόσον επιθυμεί, με συνήγορο, να αρνηθεί εν άλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι 48 ώρες για την παροχή τους. Αυτός δε δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να κάνει χρήση των ως άνω δικαιωμάτων. Δηλαδή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αν είχε αναγνωσθεί η κατάθεση αυτή, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ και Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως του αναιρεσείοντος ______ ______, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, συνισταμένη στο ότι παρέμειναν στη δικογραφία οι παραπάνω καταθέσεις, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού και υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενη στο ότι το Δικαστήριο, αντί να δεχθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από τη μη θέση των καταθέσεων αυτών στο αρχείο της Εισαγγελίας, προχώρησε στην έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 29 Σεπτεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6379 και 6380/2014) αιτήσεις των _______ _______ του _______ και _______ _________ του ________, αντιστοίχως, για αναίρεση της 14863/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουάριου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιανουάριου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ