fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Μ.Δ.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Βουλεύματος 138/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Καλλιόπη Αθανασακοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελένη Βαμβακά και Θεόκλητο Καρακατσάνη Πλημμελειοδίκες.

Συνεδρίασε στο γραφείο της Προέδρου στις 17-2-2009. Στη συνεδρίαση ήταν παρόντες ο Αντ/λέας Πρωτοδικών Νικόλαος Πασχάλης (επειδή κωλύονταν οι Εισαγγελείς) και η δικ. γραμματέας Παρασκευή Νικολάου.

Το Συμβούλιο κλήθηκε να αποφανθεί για την παρακάτω ποινική υπόθεση.
Ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των : 1 ) __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ και ήδη κρατούμενου Κλειστής Φυλακής Κέρκυρας, κλπ. για : α) εγκληματική οργάνωση κλπ . Διατάχθηκε και διενεργήθηκε κυρία ανάκριση μετά το τέλος της οποίας ο παραπάνω Αντ/λέας υπέβαλε προς το Συμβούλιο αυτό την ποινική δικογραφία, που σχηματίσθηκε, μαζί με τη με αριθμό ΕΓ17-04/280/1/15- 1-2009 έγγραφη πρότασή του , που έχει ως εξής:

Α. Εισάγουμε, ενώπιον του Συμβουλίου Σας, σύμφωνα με τα άρθρα 32 §§ 1, 4, 138 § 2 εδ. β’. 308 § 1 εδ. α’ – β’ Κ.Π.Δ., την ποινική υπόθεση που αναφέρεται στην προκειμένη ανακριτική δικογραφία με Α.Β.Μ. Φ 04/1038 Β’ και ΕΠ7-04/280 κατά των κατηγορουμένων 1. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ και ήδη κρατούμενου Κλειστής Φυλακής Κέρκυρας, 2. __________ ___________ του __________ , κατοίκου __________ , 3. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ __________ . 4. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 5. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ και ήδη κρατουμένου στις φυλακές Αλικαρνασσού, 4. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 7. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 8. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 9. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ και ήδη κρατουμένου στη Φυλακή Αλικαρνασσού, __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 11. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 12. __________ __________ του __________ , κατοίκου _______, 13. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 14, __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 15. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 14. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 17. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 18. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 19. __________ __________ του __________ , κάτοικου __________ , 20. __________ __________ του __________ , κατοίκου __________ , 21. __________ __________ του __________ , κάτοικου __________ και 22. __________ __________ του __________ , κάτοικου __________ , και Σας εκθέτουμε τα ακόλουθα:
Κατά των 1. __________ __________ του __________ , 2. __________ __________ του __________ , 3. __________ __________ του __________ , 4. __________ __________ του __________ . 5. __________ __________ του __________ , 6. __________ – __________ __________ του __________ , 7. __________ __________ του __________ , 8. __________ __________ του __________ , 9. __________ __________ του __________ , 10. __________ __________ του __________ και 11. __________ __________ του __________ , εκ των. οποίων οι τρεις πρώτοι οδηγήθηκαν στα πλαίσια του αυτοφώρου, στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς μέ το ϋττ’ αριθμ· πρωτ· Φ”· 2620/Υ2Ν/14-7-2004 διαβιβαστικό έγγραφο του Σ.Δ.Ο.Ε Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών – Όπλων ασκήθηκε, στις 14-7-2004, ποινική δίωξη με παραγγελία μας στον Ανακριτή Πειραιώς για διενέργεια κυρίας ανάκρισης, για τις πράξεις της 1. Εγκλημαπκής οργάνωσης, 2. Αγοράς ναρκωτικών ουσιών από κοινού, 3. Μεταφοράς ναρκωτικών από κοινού, 4. Οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας κατά συναυτουργία σε αγορά, μεταφορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν την ιδιαίτερη επικινδυνότητα των δραστών, 5. Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και δη από το έγκλημα της εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο Τ περ. α’ οποπερ. αα’, β’, γ, 2 ν. 2331/1995), 6. Παράβασης άρθρου 1 § 1°’ και 7 §§ 1, 2°’, 8 ν. 2168/1993, 7. Παράβασης άρθρου 1 § 1 εδ. δ’ και 7 §§ 1 – 2 εδ. β’ και 8 α’ Ν. 2168/1993, 8. Παράβασης άρθρου 8 § 4 και 22 § 6 ν. 1599/1986, 9. Ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης. Κατόπιν του υπ’ αριθμ. 448/26-5-2005 εγγράφου του Γ’ Ανακριτή Πειραιώς προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά εξεδόθη το on’ αριθμ. 258/18 3 2005 Ρ βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο χωρίσθηκε η κύρια ανάκριση, η οποία είχε διαταχθεί δυνάμει της ως άνω παραγγελίας μας και διενεργούταν ενώπιον του Γ’ Ανακριτή Πειραιώς, αναφορικά με τη διωκόμενη πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και δη από το έγκλημα της εγκληματικής οργάνωσης [άρθρα 45 . ΠΚ Κα’ 1 § 1 (περ α’ υποπερ. αα’, β’. γ’) και 2 ν. 2331/1995] και σχηματίστηκε η παρούσα δικογραφία. Στις 11-10-2007, ασκήθηκε συμπληρωματική ποινική δίωξη με παραγγελία μας στην Ανακρίτρια Γ’ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς για διενέργεια κυρίας ανάκρισης, για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και δη από τα προβλεπόμενα εγκλήματα στα άρθρα 4, 5, 6, 7 και 8 του ν. 1729/1987 (ΦΕΚ 144 Α’) «καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών», δηλαδή για παράβαση των άρθρων 1 περ. α’ υποπερίπτωση , β’, Υ’, 2 ν. 2331/1995, ως ισχύει μετά το ν. 3424/2005. Η κυρία ανάκριση ήδη περατώθηκε νόμιμα κατ’ άρθρο 270 § 1 Κ.Π.Δ, αφού προηγουμένως απολογήθηκαν οι ως άνω κατηγορούμενοι, μετά το πέρας της απολογίας των οποίων ο πρώτος κατηγορούμενος (__________ __________ ) αφέθηκε ελεύθερος, στον δεύτερο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθησαν, κατόπιν πις σύμφωνης γνώμης μας. οι περιοριστικοί όροι 1. της εγγυοδοσίας ποσού 3.000 €, 2. της εμφάνισης αυτού την πρώτη εκάστου μηνός στο Α.Τ. του τόπου  κατοικίας του και 3. της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (βλ. υπ’ αρίθμ. ΑΝΓ/Δ/107/16-10-2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά}, στον τρίτο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθη, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας ποσού 20.000 € (βλ. υπ’ αρίθμ. ΑΝΓ/Δ/108/16-10-2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), ο τέταρτος κατηγορούμενος(__________ __________ ) αφέθηκε ελεύθερος, ο πέμπτος κατηγορούμενος (__________ __________) αφέθηκε ελεύθερος, στον έκτο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθησαν. κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, οι περιοριστικοί όροι 1. της εγγυοδοσίας ποσού 6.000 €, 2. της εμφάνισης αυτού μία φορά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του και 3. της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/111/25-10-2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), στον έβδομο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθη, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, ο περιορισπκός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/112/25-10-2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), στον όγδοο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθη, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/113/25-10-2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), ο ένατος κατηγορούμενος (__________ __________ ) αφέθηκε ελεύθερος, στον δέκατο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθη, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας ποσού 2.000 € (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/Π 4/29-10-2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), στον ενδέκατο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθησαν, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, οι περιοριστικοί όροι 1. της εγγυοδοσίας ποσού 5.000 € και 2. της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/119/30-10-2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), στον δωδέκατο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθησαν, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, οι περιοριστικοί όροι 1. της εγγυοδοσίας ποσού 80.000 € 2. της εμφάνισης αυτού κάθε in και 15π εκάστου μηνάς στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του και 3. της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/123/2-11-2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), στον δέκατο τρίτο κατηγορούμενο (__________ __________ )
επεβλήθη, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας ποσού 15.000 € (βλ. οπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/124/2-11-2007 διάταξη  περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), στον δέκατο τέταρτο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθησαν, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, οι περιοριστικοί όροι 1. της εγγυοδοσίας ποσού 120.000 € 2. της εμφάνισης αυτού κάθε in και 15η εκάστου μηνάς στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του και 3. της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝ Γ/Δ/125/2-11 -2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), στον δέκατο πέμπτο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθη, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας ποσού 20.000 € (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/127/6-11-2007 διάταξη περιορισπκών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), στον δέκατο έκτο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθησαν, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, οι περιοριστικοί όροι 1. της εγγυοδοσίας ποσού 5.000 €, 2. της εμφάνισης αυτού μία φορά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνάς στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του και 3. της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/128/7-11-2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), στον δέκατο έβδομο κατηγορούμενο __________ __________ , ο οποίος συνελήφθη δυνάμει του υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/ΕΣ/52/5-12-2007 εντάλματος σύλληψης της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά, επεβλήθη, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου αυτού από τη χώρα (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/43/14-3-2008 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), στον δέκατο ένατο κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθη, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, ο περιοριστικός όρος της εμφάνισης αυτού, μία φορά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/118/30-10-2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Ηβραιά), στον εικοστό κατηγορούμενο (__________ __________ ) επεβλήθησαν, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, οι περιορισπκοί όροι 1. της εμφάνισης αυτή, μία φορά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός στο Α.Τ. του τόπου Κατοικίας του και 2. της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (βλ. υπ* αριθμ. ΑΝΓ/Δ/115/29-10- 2007 διάταξη περιορισπκών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), στην εικοστή πρώτη κατηγορουμένη (__________ __________ ) επεβλήθησαν, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, οι περιοριστικοί όροι 1. της  εγγυοδοσίας ποσού 3.000 € και 2. της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (βλ. ύτΐ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/120/30-10-2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά) και τέλος στην εικοστή δεύτερη κατηγορουμένη (__________ __________ ) επεβλήθη, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης μας, ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (βλ. υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/Δ/164/17-12- 2007 διάταξη περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Γ’ Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιά), ενώ σε βάρος της δέκατης όγδοης κατηγορουμένης (__________ __________ ) εξεδόθη το υπ’ αριθμ. ΑΝΓ/ΕΣ/53 ένταλμα σύλληψης της ίδιας ως άνω Ανακρίτριας. Τέλος, κατ’ άρθρο 308 § 4 Κ.Π.Δ., το πέρας της ανακρίσεως ήδη γνωστοποιήθηκε στους δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο, δέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο, δέκατο έκτο και δέκατο ένατο κατηγορούμενους (βλ. πς από 24-9¬2008 εκθέσεις γνωστοποίησης πέρατος ανάκρισης).

Β. Οι πράξεις, οι οποίες αποδόθηκαν στον πρώτο κατηγορούμενο __________ __________ την αρχική του απολογία, στις 22 – 1 – 2007, είναι ότι (I) στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, ενεργώντας με πρόθεση, προέβη σε πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και ειδικότερα απέκτησε περιουσία, δηλαδή περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που υποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων, εν γνώση του, κατά το χρόνο κτήσης, του γεγονότος όπ η περιουσία αυτή προέρχεται από έγκλημα προβλεπόμενο στα άρθρα 4, 5, 6. 7 και 8 του ν. 1729/1987 «καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών». Ειδικότερα απέκτησε: α) Στην Αθήνα, στις 26.5.2004. με το αριθμό 10.066/26.5.2004 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κολοβού – Τρανταφυλίδου και αντί του πραγματικού τιμήματος των 435.000 ευρώ, το 50% εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος της πλήρους κυριότητας επί ενός αστικού ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στον __________ και επί της οδού __________ αρ. __ και __________ αρ. __. Εντός του ακινήτου αυτού, το οποίο έχει εμβαδόν 671,50 τ.μ, υπάρχει  κτήμα εμβαδού 439.01 τ.μ. το οποίο διαθέτει 13 καταστήματα και β) στην __________ , στις 11-6-2004. με τα με αριθμούς 13.883 – 13.900 συμβόλαια αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Δύμης Σταύρου Μενελάου Ηλιόπουλου και αντί του συνολικού τρήματος των 1-251.665,36 ευρώ, την πλήρη κυριότητα δεκαοκτώ (18) αγρών στη θέση «__________» ή «__________» του Δήμου __________ , συνολικής έκτασης 98.932,27 τ.μ, εν γνώσει του κατά το χρόνο κτήσης των προαναφερόμενων ακινήτων ότι τα χρήματα που κατέβαλε για την αγορά τους προέρχονταν από το έγκλημα της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε μεταφορά ναρκωτικών, το οποίο τέλεσε κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, από κοινού με τους __________ __________ και __________ __________ , στον __________ και κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο του έτους 2004 μέχρι τις 13 – 7 – 2004, οπότε οργάνωσε, χρηματοδότησε, κατηύθυνε και επόπτευσε τη μεταφορά ποσότητας κοκαΐνης συνολικού βάρους 5.400 κιλών, αφού φρόνησε για την αγορά του πλοίου «__________». την προετοιμασία αυτού και την επάνδρωση για το παράνομο ταξίδι, το οποίο πραγματοποίησε υπό τη συνεχή εποπτεία του μέχρι τις 13-7-2004, οπότε καταλήφθηκε από τις ισπανικές αρχές φορτωμένο με την προαναφερόμενη ποσότητα κοκαΐνης.
Εξάλλου, στη συμπληρωματική του απολογία, που ελήφθη στις 6-11-2007, του αποδόθηκαν, συμπληρωματικά, και οι κάτωθι κατηγορίες: (II) ότι με πρόθεση ενεργώντας, στους παρακάτω ειδικότερα αναφερόμενους χρόνους και τόπους, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, αφενός μεν απέκρυψε και συγκάλυψε την αλήθεια όσον αφορά την προέλευση απόκτησης περιουσίας, αφετέρου δε μεταβίβασε περιουσία εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη και τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης της, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του. Και συγκεκριμένα: α) στην Αθήνα, στις 5 — 1 – 2004,11-1 – 2004 και 13 – 1 – 2004 πέτυχε την έκδοση στο όνομα του τριών βεβαιώσεων κερδών από τον __________ συνολικού ποσού 1.550.223,25 ευρώ, προκειμένου να νομιμοποιήσει αντίστοιχο χρηματικό ποσό αποκτηθέν από το έγκλημα της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε μεταφορά ναρκωτικών, το οποίο τέλεσε κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, από κοινού με τους __________ __________ και __________ __________ τον __________ και κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο 2004 μέχρι τις 13 – 7 – 2004, οπότε οργάνωσε, χρηματοδότησε, κατηύθυνε και επόπτευσε τη μεταφορά ποσότητας κοκαΐνης συνολικού βάρους 5.400 κιλών, αφού προηγουμένως είχε φρόντισα για την αγορά του πλοίου «__________ . την προετοιμασία αυτού και την επάνδρωση του για το παράνομο ταξίδι, το οποίο πραγματοποίησε υπό τη συνεχή εποπτεία του μέχρι τις 13-7¬2004, οπότε καταλήφθηκε από τις ισπανικές αρχές φορτωμένο με την προαναφερόμενη ποσότητα κοκαΐνης και αφού είχε έρθει σε επαφές με διεθνές κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, απ’ όπου είχε ήδη εισπράξει για την τέλεση του αδικήματος αυτού χρηματικά ποσά από τις αρχές του έτους 2004, β) στις 13-5-2004 συμμετείχε με το ποσό των 400.000 ευρώ στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας «__________ α.ε» με έδρα το __________ , συμφερόντων του, της οποίας το ΔΣ συμμετείχε, ενώ ο συγκατηγορούμενός του __________ __________ συμμετείχε στην αύξηση αυτή του μετοχικού κεφαλαίου με ισόποσο ποσό. Επίσης ως μέλος του ΔΣ αυτής μεταβίβασε ακίνητο της εταιρίας αυτής στην __________ τον συγκατηγορούμενό του __________ __________ , στις 29-4-2004, δυνάμει του υτf αριθμ. 15.008/29-4- 2004 συμβολαίου, ενώ στις 5-1-2004 απέκτησε μέσω της εταιρίας αυτής αγροτεμάχιο στην _________ δυνάμει του υπ’ αριθμ. 3.442/5-1-2004 συμβολαίου, γ) στις 19-3-2004 μετέφερε από ατομικό του τραπεζικό λογαριασμό σε λογαριασμό όψεως με αρ. λογ. 84819349 της εταιρίας συμφερόντων του __________ της οποίας το ΔΣ συμμετείχε, τηρούμενο στην __________ Τράπεζα, υποκατάστημα __________ τον __________ , το ποσό των 135.000 ευρώ, δ) την 1-7-2004 συμμετείχε με το ποσό των 750.000 ευρώ, συρόμενο από ατομικό του τραπεζικό λογαριασμό, σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας «__________ α.ε» στης οποίας το ΔΣ συμμετείχε, με έδρα τον __________ , συμφερόντων του, στην οποία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου επίσης συμμετείχε και ο συνεργάτης του __________ __________ με το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ, συρόμενο κατά το ποσό των 50.000 ευρώ από ατομικό του τραπεζικό λογαριασμό (αρ. λογ. __________ __________ Τράπεζα και __________ __________ Τράπεζα). Οι ως άνω δε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των εταιρών αυτών δεν δικαιολογούνται από την πορεία εργασιών ,α. τα’ δηλωθέντα κέρδη των εταιρών αυτών, ε) στις 15-3-2004 απέκτησε με χρήματα που αναλήφθηκαν από τον __________ τραπεζικό λογαριασμό της __________ Τράπεζας κα έναντι του ποσού των 1.550.000 ευρώ το ιστιοφόρο σκάφος __________ υποκρυπτόμενος υπό τη συνεργεία των συγκατηγορουμένων του __________ __________ . __________ __________ και __________ __________ , πίσω από την εμφανιζόμενη ως αγοράστρια off shore εταιρία «__________» , στ) το Μάιο του 2004 απέκτησε με χρήματα που αναλήφθηκαν από προσωπικό του λογαριασμό και, υπό τη συνεργεία του συγκατηγορουμένου του _______  __________ . την κυριότητα του πλοίου «__________», αντί του τιμήματος των 750.000 ευρώ, υποκρυπτόμενος υπό το όνομα off shore εταιρίας «__________ LTD», με έδρα την __________ η οποία εμφανιζόταν ως αγοράστρια. Επίσης, ζ) απέκτησε πολυτελές ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας __________ χρώματος μαύρου και με αριθμό κυκλοφορίας __________ . Τέλος, η, έχοντας αποφασίσει να τελέσει το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που απέκτησε από συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα και ενώ προέβη σε πράξεις ο, οποίες αποτελούν αρχή εκτέλεσης αυτού, δεν ολοκλήρωσε τη διάπραξη αυτού από λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεως του. Και, συγκεκριμένα σχεδίασε με το συγκατηγορούμενό του __________ __________ και, δρομολόγησε τη διαδικασία συγχώνευσης της εταιρίας συμφερόντων του με την επωνυμία «__________ α.ε» με τη θυγατρική αυτής εταιρία συμφερόντων του «__________ α.ε» υι. προκειμένου με τη συγχώνευση αυτή κα την αντίσταση αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που θα γινόταν στη νέα εταιρία να μεταβιβαζόταν έτσι και να νομιμοποιούταν πλέον ως εταιρική περιουσία κεφάλαιο προερχόμενο από την προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα του. Δεν ολοκληρώθηκε όμως η μεταβίβαση της περιουσίας αυτής και η με αυτό τον τρόπο νομιμοποίηση της καθόσον εν τω μεταξύ το ως άνω πλοίο κατασχέθηκε και, αυτός συνελήφθη. Τα παραπάνω έπραξε κατά τρόπο που να δικαιολογείται τυπικά αφενός μεν η κατάθεση χρηματικών ποσών στους τραπεζικούς του λογαριασμούς και η δήλωση εισοδημάτων από κέρδη τυχερών παιγνίων, καθώς και η εν λόγω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των ως άνω εταίρων, αφετέρου δε η κυριότητα και η διαχείριση των προαναφερομένων πλοίων από τρίτα πρόσωπα, με σκοπό να μεταστρέψει την περιουσία που απέκτησε με έσοδα από το έγκλημα της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε μεταφορά ναρκωτικών, το οποίο τέλεσε κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, υπό περιστάσεις που μαρτυρούν όπ είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος από κοινού με τους __________ __________ και __________ __________ τον __________ και κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο 2004 μέχρι πς 13-7-2004. ως προαναφέρεται υπό στοιχ. σ’ του κατηγορητηρίου και να συγκαλύψε, την προέλευση των αναφερομένων στο παρόν κατηγορητήριο χρηματικών ποσών μεταβιβάζοντας αυτήν και, εμφανίζοντας την πλέον ως εταρικό κεφάλαιο ή επαρκή περιουσία εταιρών συμφερόντων του ή off shore εταιρών συσταθέντων για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, ή ως χρηματικά ποσά προερχόμενα από κέρδη τυχερών παγίων της __________ α.ε.. Προς τούτο δε διατηρούσε και τους τραπεζικούς λογαριασμούς υπ’ αριθμ. __________ και __________ της __________ Τράπεζας, __________ __________ και __________ της __________ Bank, __________ της Τράπεζας __________ __________ της __________ Τράπεζας, __________ της __________ Τράπεζας, __________ __________ , __________ , __________ . __________ της __________ Τράπεζας, __________ . __________ , __________ . __________ της Τράπεζας
__________ , __________ , __________ , __________ , __________ , __________ Τής Τράπεζας __________ , __________ , __________ της __________ Bank, στους οποίους και με τη συνδρομή τον συγκατηγορουμένων του 1) __________ __________ , 2) __________ __________ , 3) __________ __________ , 4) __________ __________ , 5) __________ __________ , 6) __________ __________ , 7) __________ __________ , 8) __________ __________ , 9) __________ __________ , 10} __________ __________ , 11) __________ __________ , 12) __________ __________ , 13) __________ __________ , 14) __________ __________ , 15) __________ __________ , 16) __________ __________ , 17) __________ __________ και 18) __________ __________ , κινούσε χρηματικά ποσά προερχόμενα, από τη συμμετοχή του στην προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα.

Στον πέμπτο κατηγορούμενο __________ __________ , στην αρχική του απολογία η οποία ελήφθη στις 19-10-2007, αποδόθηκε η κατηγορία του ότι στους παρακάτω χρόνους και τόπους, με πρόθεση ενεργώντας, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, αφενός μεν απέκτησε και μεταβίβασε περιουσία εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη και την συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης της, αφετέρου δε παρέσχε άμεση συνδρομή στο συγκατηγορούμενό του __________ __________ , προκειμένου να αποκρύψει και συγκαλύψει την αλήθεια όσον αφορά την προέλευση και, διακίνηση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα. Και συγκεκριμένα, ενώ μέχρι και το οικονομικό έτος 2004 δήλωνε ζημία από ατομικές επιχειρήσεις, παράλληλα νομιμοποιούσε έσοδα δηλώνοντας τα ως κέρδη από την __________ α.ε., το 2004 μάλιστα παρουσίασε βεβαιώσεις κερδών από την __________ α.ε. ύψους 401.104 ευρώ και διατηρούσε τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους έκανε κίνηση ποσών που δεν δικαιολογείται με τις αντίστοιχες δηλώσεις εισοδημάτων του των προηγούμενων ετών. Ειδικότερα: α) στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό της __________ Τράπεζας (κατάστημα __________ ) στις 2-1-2004 προέβη σε κατάθεση 56.000 ευρώ, στις 11¬2-2004 σε κατάθεση 10.000 ευρώ, στις 17-2-2004 σε κατάθεση 6.763 ευρώ, στις 17-2-2004 σε κατάθεση 33.237 ευρώ, στην 1-3-2004 σε κατάθεση 17.170 ευρώ, στις 29-3-2004 σε κατάθεση 30.000 ευρώ, στις 23-4-2004 σε κατάθεση 30.000 ευρώ, στις 19-5-2004 σε κατάθεση 20.000 ευρώ, στις 24-5-2004 σε κατάθεση 25.000 ευρώ, στις 8-6-2004 σε κατάθεση 30.000 ευρώ και στις 21-6-2004 σε κατάθεση 10.000 ευρώ, ενώ από τον υπ’ αριθμ. __________ τραπεζικό λογαριασμό του συγκατηγορουμένου του __________ __________ μεταφέρθηκε στον ως άνω λογαριασμό του στις 13-1-2004 ποσό 100.000 ευρώ, στις 5-3-2004 ποσό 15.000 ευρώ, στις 16-3-2004 ποσό 50.000 ευρώ, στις 25-5-2004 εστάλη έμβασμα στο Βέλγιο 25.000 ευρώ από το λογαριασμό του __________ και με δικαιούχο τον ίδιο, ενώ στις 28-5-2004 ποσό 87.915 ευρώ μεταφέρθηκε για συμμετοχή σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας «__________ α.ε» συμφερόντων του και στις 30-6-2004 και 1-7-2004 από το λογαριασμό του __________ εκδόθηκαν εις διαταγήν του δυο επιταγές 100.000 ευρώ και 50.000 ευρώ αντίστοιχα, β) στον υπ’ αριθμ. ______ λογαριασμό στην __________ Τράπεζα (κατάστημα __________ ) στις 4-5-2004 προέβη σε κατάθεση 100.000 ευρώ, στις 9-6-2004 προέβη σε κατάθεση 17.000 ευρώ και 4.000 ευρώ, γ) στον υπ’αριθμ. __________ λογαριασμό της  __________ Τράπεζας (κατάστημα __________ ) στις 11¬2-2004 προέβη σε κατάθεση 20.000 ευρώ, δ) στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό της __________ Τράπεζας (κατάστημα __________ ) προέβη στις 16-1-2004 σε κατάθεση 10.000 ευρώ και στις 12-2-2004 σε κατάθεση 8.000 ευρώ, ε) στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό της __________ (κατάστημα __________ ) προέβη στις 21-6-2004 σε κατάθεση 5.000 ευρώ. Επίσης την 1-7-2004 συμμετείχε με το ποσό των 150.000 ευρώ, συρόμενο κατά ένα μέρος εκ 50.000 ευρώ από ατομικό τραπεζικό λογαριασμό του συγκατηγορουμένου του __________ __________ (αρ. λογ. __________ __________ Τράπεζας και __________ __________ Τράπεζας), σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας “__________ α.ε” στης οποίας το AT. συμμετείχε, με έδρα τον __________ , συμφερόντων του ως άνω συγκατηγορουμένου του, στην οποία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου επίσης συμμετείχε και ο εν λόγω συγκατηγορούμενός του __________ __________ με το χρηματικό ποσό των 750.000 ευρώ. Στις 15-3-2004 ενεργώντας από κοινού με τους συγκατηγορούμενούς του __________ __________ και __________ __________ , έχοντας προς τούτο κοινό δόλο, παρέσχε άμεση συνεργεία στον συγκατηγορούμενό του __________ __________ , ώστε να αποκτήσει με χρήματα που αναλήφθηκαν από τον __________ τραπεζικό λογαριασμό της __________ Τράπεζας και έναντι του ποσού των 1.550.000 ευρώ το ιστιοφόρο σκάφος «__________ », υποκρυπτόμενος πίσω από την εμφανιζόμενη ως αγοράστρια off shore εταιρία «__________ », χωρίς δε τη δική του αυτή συνδρομή δεν θα μπορούσε να διαπράξει την αμέσως παραπάνω πράξη, στ) το Μάιο του 2004 παρέσχε άμεση συνδρομή στο συγκατηγορούμενό του __________ __________ να αποκτήσει με χρήματα που αναλήφθηκαν από προσωπικό του λογαριασμό, την κυριότητα του πλοίου «__________», αντί του τμήματος των 750.000 ευρώ, υποκρυπτόμενος υπό το όνομα off shore εταιρίας «__________ LTD», με έδρα την __________ , η οποία εμφανιζόταν ως αγοράστρια. Χωρίς δε τη δική του αυτή συνδρομή δεν θα μπορούσε να διαπράξει την αμέσως παραπάνω πράξη. Τα παραπάνω έπραξε κατά τρόπο που να δικαιολογείτε» τυπικά αφενός μεν οι εν λόγω καταθέσεις μεγάλων χρηματικών ποσών στους ατομικούς τραπεζικούς του λογαριασμούς από δηλωθέντα το προηγούμενο χρονικό διάστημα από τον ίδιο κέρδη της «__________ αε», αφετέρου δε η εν λόγω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ως άνω εταιρίας, συνέδραμε δε κατά την απόκτηση της κυριότητας και διαχείρισης των προαναφερομένων πλοίων από τρίτα πρόσωπα με σκοπό να μετατρέψει την περιουσία που απέκτησε ο συγκατηγορούμενός του __________ __________ αλλά και ο ίδιος με έσοδα επτά το έγκλημα της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε μεταφορά ναρκωτικών, το οποίο τέλεσε κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος επί κοινού με τον __________ __________ και το __________ __________ στον __________ και κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο 2004 μέχρι τις 13-7-2004, οπότε οργάνωσε, χρηματοδότησε, κατηύθυνε και επόπτευσε τη μεταφορά ποσότητας κοκαΐνης συνολικού βάρους 5.400 κιλών, αφού προηγουμένως είχε φρόντισα για την αγορά του πλοίου «__________» την προετοιμασία αυτού και την επάνδρωση του για το παράνομο ταξίδι, το οποίο πραγματοποιήθηκε υπό τη συνεχή εποπτεία του μέχρι τις 13-7-2004, οπότε καταλήφθηκε από τις ισπανικές αρχές φορτωμένο με την προαναφερόμενη ποσότητα κοκαΐνης και αφού είχε από τις αρχές ήδη του 2004 έρθει σε επαφές με διεθνές κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και είχε εισπράξει χρηματικά ποσά για τη διάπραξη του ως άνω αδικήματος, συγκαλύπτοντας την προέλευση των αναφερομένων στο παρόν κατηγορητήριο χρηματικών ποσών καθώς και παρέχοντας συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, είτε μεταβιβάζοντας αυτήν και εμφανίζοντας την πλέον ως εταιρικό κεφάλαιο ή εταιρική περιουσία εταιριών συμφερόντων του και συμφερόντων των συνεργατών του ή off shore εταιριών συσταθέντων για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, είτε προβαίνοντας σε δηλώσεις κερδών στην «__________ α.ε» και σε καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς.

Επίσης, στη συμπληρωματική του απολογία, που ελήφθη στις 23-9-2008, του αποδόθηκε η κατηγορία της άμεσης συνέργειας σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε στον __________ , σπς 14-0-2004, με την κατάθεση του ποσού των 3.000 € στον τραπεζικό λογαριασμό υπ’ αριθμ. __________ της __________ Τράπεζας, τον οποίο διατηρούσε η δέκατη όγδοη κατηγορουμένη __________ __________ , πρώην σύζυγος του __________ __________.
Στον ένατο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι στους παρακάτω χρόνους και τόπους με πρόθεση ενεργώντας, με περισσότερες πράξεις οι οποίες αποτελούν εξακολούθηση του αυτού αδικήματος, αφενός μεν απέκτησε και μεταβίβασε περιουσία εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη και τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης της, αφετέρου δε παρείχε άμεση συνδρομή στον συγκατηγορούμενό του __________ __________ , προκειμένου να αποκρύψει και συγκαλύψει την αλήθεια όσον αφορά την προέλευση και διακίνηση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα. Και συγκεκριμένα, ενώ δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα από τον ίδιο εισοδήματα των προηγούμενων οικονομικών ετών, διατηρούσε τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους έκανε κίνηση ιδιαίτερα μεγάλων ποσών και ειδικότερα στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό της τράπεζας __________ (κατάστημα __________ __________ ) προέβη σε κατάθεση στις 15-1-¬2004 ποσού 20.000 ευρώ, στην 1-3-2004 ποσού 6.400 ευρώ, στις 18-3-2004 ποσού 71.500 ευρώ, στις 23-4-2004 ποσού 87.800 ευρώ, στις 7-6-2004 ποσού 15.000 ευρώ, στις 16-6-2004 ποσού 35.000 ευρώ, ενώ στις 23-4-2004 και στις 28-6-2004 έκανε ανάληψη 90.000 ευρώ και 43.700 ευρώ αντίστοιχα. Επίσης στις 15-3-2004 ενεργώντας από κοινού με τους συγκατηγορούμενούς του __________ __________ και __________ __________ , έχοντας προς τούτο κοινό δόλο, παρέσχε άμεση συνεργεία στο συγκατηγορούμενό του __________ __________ , ώστε να αποκτήσει με χρήματα που αναλήφθηκαν από τον __________ τραπεζικό λογαριασμό της __________ Τράπεζας και έναντι του ποσού των 1.550.000 ευρώ το ιστιοφόρο σκάφος «__________ », υποκρυτπόμενος πίσω από την εμφανιζόμενη ως αγοράστρια off shore εταιρία «__________ », χωρίς δε τη δική του αυτή συνδρομή δεν θα μπορούσε να διαπράξει την αμέσως παραπάνω πράξη. Τα παραπάνω έπραξε κατά τρόπο που να δικαιολογείται τυπικά αφενός μεν οι εν λόγω καταθέσεις μεγάλων χρηματικών ποσών στους ατομικούς τραπεζικούς του λογαριασμούς, αφετέρου δε, συνέδραμε κατά την απόκτηση της κυριότητας και διαχείρισης του προαναφερομένου πλοίου από τρίτα πρόσωπα με σκοπό να μετατρέψει την περιουσία που απέκτησε με έσοδα από το έγκλημα της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε μεταφορά ναρκωτικών, το οποίο τέλεσε κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος από κοινού με τους __________ __________ και __________ __________ τον __________ και κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο 2004 μέχρι τις 13-7-2004, οπότε οργάνωσε, χρηματοδότησε, κατηύθυνε και επόπτευσε τη μεταφορά ποσότητας κοκαΐνης συνολικού βάρους 5.400 κιλών, αφού προηγουμένως είχε φρόντισα για την αγορά του πλοίου «__________ », την προετοιμασία αυτού και την επάνδρωση του για το παράνομο ταξίδι, το οποίο πραγματοποίησε υπό τη συνεχή εποπτεία του μέχρι τις 13-7-2004, οπότε καταλήφθηκε από τις ισπανικές αρχές φορτωμένο με την προαναφερόμενη ποσότητα κοκαΐνης και αφού είχε ήδη από τις αρχές του έτους 2004 έρθει σε επαφές με διεθνές κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και είχε εισπράξει χρηματικά ποσά για πι διάπραξη του ως άνω αδικήματος, και να συγκαλύψει την προέλευση των αναφερομένων στο παρόν κατηγορητήριο χρηματικών ποσών καθώς και να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο και δη στον συγκατηγορούμενό του __________ __________ , που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, είτε μεταβιβάζοντας αυτήν και εμφανίζοντας την πλέον ως εταιρική περιουσία εταιριών συμφερόντων των συνεργατών του ή off shore εταιριών συσταθέντων για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, είτε προβαίνοντας σε καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς.

Στους κάτωθι κατηγορουμένους αποδόθηκε η κατηγορία της άμεσης συνέργειας σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα κατ’ εξακολούθηση και μη, η οποία συνίσταται στο ότι στους παρακάτω τόπους και χρόνους με πρόθεση ενεργώντας, είτε με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος είτε άπαξ, παρείχαν άμεση συνδρομή σε τρίτο, κατά τη μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυφη και συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης της, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες του από την απόκτηση περιουσίας από συμμετοχή σε εγκληματική δραστηριότητα. Και συγκεκριμένα ότι παρείχαν άμεση συνδρομή στο συγκατηγορούμενό τους __________ __________ κατά την μετατροπή περιουσίας προερχόμενη από έσοδα από το έγκλημα της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε μεταφορά ναρκωτικών, το οποίο αυτός τέλεσε κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος από κοινού με τους __________ __________ και __________ __________ τον __________ και κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο 2004 μέχρι τις 13-7-2004, οπότε οργάνωσε, χρηματοδότησε, κατηύθυνε και επόπτευσε τη μεταφορά ποσότητας κοκαΐνης συνολικού βάρους 5.400 κιλών, αφού προηγουμένους είχε φροντίσει για την αγορά του πλοίου «__________ », την προετοιμασία αυτού και την επάνδρωση του για το παράνομο ταξίδι, το οποίο πραγματοποίησε υπό τη συνεχή εποπτεία του μέχρι τις 13-7-2004, οπότε καταλήφθηκε από τις ισπανικές αρχές φορτωμένο με την προαναφερόμενη ποσότητα κοκαΐνης και αφού είχε ήδη από τις αρχές του έτους 2004 έρθει σε επαφή με διεθνές κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και είχε εισπράξει χρηματικά ποσά για τη διάπραξη του εγκλήματος αυτού. Ειδικότερα:
Στο δεύτερο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι προσκόμισε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα κερδοφόρα δελτία τρίτων προσώπων στην  “__________ Α.Β” και έλαβε βεβαιώσεις κερδών στο όνομα του συγκατηγορουμένου του __________ __________ ύψους 877.145 ευρώ (Δ 163/13-1-2004) και στο όνομα του συνεργάτη και συνεταίρου του __________ __________ ύψους 85.307 ευρώ (Δ 162/9-1-2004) προς νομιμοποίηση αντίστοιχου
χρηματικού ποσού το οποίο ο ως άνω συγκατηγορούμενός του απέκτησε από την ως άνω εγκληματική δραστηριότητα.

Στον τρίτο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, διατηρούσε τον υπ’ αριθμ. __________ τραπεζικό λογαριασμό στην __________ Τράπεζα και στο ίδιο κατάστημα (__________ ) όπου διατηρούσε λογαριασμούς και ο συγκατηγορούμενος του __________ __________ και τροφοδοτούσε το λογαριασμό αυτό με χρηματικά ποσά προερχόμενα εν γνώσει του από έσοδα του συγκατηγορουμένου του από τη συμμετοχή του στην προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα. Ενδεικτικά δε στις 10-6¬-2004 ποσό 75.000 ευρώ από το λογαριασμό αυτό καθώς και 107.000 ευρώ μετρητά μεταφέρθηκαν σε τραπεζικό λογαριασμό του __________ __________ για αγορά από τον __________ __________ αγροτεμαχίων κυριότητας αυτού, νομιμοποιώντας έτσι τα έσοδα αυτά και συνδράμοντας αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπο στην συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των χρηματικών ποσών αυτών.

Στον τέταρτο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι την 22-4¬2004 κατέθεσε στο λογαριασμό του __________ __________ την __________ Τράπεζα, υποκατάστημα __________ (αρ. λογ. __________ ), 22.000 ευρώ, νομιμοποιώντας έτσι έσοδα του συγκατηγορουμένου του αυτού τα οποία εν γνώσει του προέρχονταν από την ως άνω συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα, συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρότιο στη συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών.

Στον έκτο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι την 22-¬2-2004 κατέθεσε στο λογαριασμό του __________ __________ την __________ Τράπεζα (αρ. λογ. __________ ) 100.000 ευρώ, την 3-5-2004 κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό το ποσό των 10.000 ευρώ, την 3-5-2004 κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό το ποσό των 30.000 ευρώ, επίσης το ίδιο χρονικό διάστημα εφοδίαζε αυτόν με κερδοφόρα δελτία της «__________ α,ε.». νομιμοποιώντας έτσι έσοδα του συγκατηγορουμένου του αυτού τα οποία εν γνώσει του προέρχονταν από την ως άνω συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα, συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών.

Στον έβδομο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι την 17-5¬2004 κατέθεσε στο λογαριασμό του __________ __________ την __________ Τράπεζα (αρ. λογ. __________ ) 30.000 ευρώ, νομιμοποιώντας έτσι έσοδα του συγκατηγορουμένου του αυτού τα οποία εν γνώσει του προέρχονταν από την ως άνω συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα, συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών.

Στον όγδοο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι την 12-7¬2004 κατέθεσε στο λογαριασμό του __________ __________ την __________ Τράπεζα (αρ. λογ. __________ ) 35.000 ευρώ, ενώ ο ίδιος διατηρούσε στην ίδια τράπεζα (__________ ) ατομικό του λογαριασμό παρουσιάζονται κίνηση κατά το ως άνω χρονικό διάστημα με ιδιαίτερα μεγάλα ποσά που δεν δικαιολογούνται από τις φορολογικές του δηλώσεις, νομιμοποιώντας έτσι έσοδα του συγκατηγορουμένου του αυτού τα οποία εν γνώσει του προέρχονταν από την ως άνω συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα, συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών.

Στο δέκατο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι την 19-3¬2004 κατέθεσε στο λογαριασμό του __________ __________ την __________ Τράπεζα (αρ. λογ. __________ ) 230.000 ευρώ, νομιμοποιώντας έτσι έσοδα του συγκατηγορουμένου του αυτού, τα οποία εν γνώσει του προέρχονταν από την ως άνω συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα, συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών.

Στον ενδέκατο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι την 13-4¬2004 κατέθεσε στο λογαριασμό του __________ __________ την __________ Τράπεζα (__________ ) (αρ.λογ. __________ ) 50.000 ευρώ και την 16-2-2004 ποσό 20.000 ευρώ, νομιμοποιώντας έτσι έσοδα του συγκατηγορούμενου του αυτού, τα οποία εν γνώσει του προέρχονταν από την ως άνω συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα, συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών.

Στο δωδέκατο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε, κατά την αρχική του απολογία στις 12-10-2007, η κατηγορία ότι αφενός μεν εφοδίαζε τον __________ __________ κατά το έτος 2004 με κερδοφόρα δελτία της «__________ α.ε», αφετέρου δε στις 15-3-2004 ενεργώντας από κοινού με τους συγκατηγορούμενούς του __________ __________ και __________ __________ , έχοντας προς τούτο κοινό δόλο, παρέσχε άμεση συνεργεία στο συγκατηγορούμενο του __________ __________ ώστε να αποκτήσει με χρήματα που αναλήφθηκαν από τον υπ’ αριθμ. __________ τραπεζικό λογαριασμό της __________ Τράπεζας και έναντι του ποσού των 1.550.000 ευρώ το ιστιοφόρο σκάφος «__________ », υποκρυπτόμενος πίσω από την εμφανιζόμενη ως αγοράστρια off shore εταιρία “__________ “, χωρίς δε τη δική του αυτή συνδρομή δεν θα μπορούσε να διαπράξει την αμέσως παραπάνω πράξη. Συγκεκριμένα κατηγορείται ότι προσκόμισε μέρος του χρηματικού αυτού ποσού του τιμήματος ύψους 395.000 ευρώ στην __________ Τράπεζα και εξέδωσε ισόποση επιταγή. Τα παραπάνω δε έπραξε, κατά το κατηγορητήριο, κατά τρόπο αφενός μεν που να δικαιολογούνται τυπικά οι εν λόγω καταθέσεις μεγάλων χρηματικών ποσών στους ατομικούς τραπεζικούς λογαριασμούς του ως άνω συγκατηγορουμένου του, αφετέρου δε συνέδραμε κατά την απόκτηση της κυριότητας και διαχείρισης του προαναφερομένου πλοίου από τρίτα πρόσωπα, με σκοπό να μετατρέψει ο συγκατηγορούμενος του την περιουσία που απέκτησε με έσοδα από την προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα και να συγκαλύψει την προέλευση των αναφερομένων στο κατηγορητήριο χρηματικών ποσών, καθώς και να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, είτε μεταβιβάζοντας αυτήν και εμφανίζοντας την πλέον ως εταιρική περιουσία off shore εταιριών συσταθέντων για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, είτε προβαίνοντας σε καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς, νομιμοποιώντας έτσι έσοδα του συγκατηγορουμένου του αυτού τα οποία εν γνώσει του προέρχονταν από την ως άνω συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα, συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρότιο στην συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών. Χωρίς δε τη δική του συνδρομή δεν θα μπορούσε να τελέσει την πράξη του αυτή.
Επίσης, στη συμπληρωματική του απολογία, η οποία ελήφθη στις 18-9-2008, του αποδόθηκε η κατηγορία ότι κατέθεσε τραπεζικές επιταγές εκδόσεως των συγκατηγορουμένων ________ __________ , __________ __________ , __________ __________ , __________ __________ , __________ __________ , __________ __________ , __________ __________ και __________ __________ λογαριασμούς του __________ __________.

Στο δέκατο τρίτο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι προσκόμισε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα κερδοφόρα δελτία τρίτων προσώπων στην “__________ α.ε” και έλαβε βεβαιώσεις κερδών ύψους 769.365,75 ευρώ προς νομιμοποίηση αντίστοιχου χρηματικού ποσού, το οποίο ο συγκατηγορούμενος του __________ __________ απέκτησε από την ως άνω εγκληματική δραστηριότητα. Επίσης, έχοντας αποφασίσει ο συγκατηγορούμενος του __________ __________ να τελέσει το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που απέκτησε από συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα και ενώ προέβη σε πράξεις οι οποίες αποτελούν αρχή εκτέλεσης αυτού, παρέσχε άμεση συνδρομή σε αυτόν κατά την εκτέλεση του αδικήματος αυτού. Και συγκεκριμένα, στον __________ , στις αρχές του 2004, σχεδίασε με το συγκατηγορούμενο του και δρομολόγησε τη διαδικασία συγχώνευσης της εταιρίας συμφερόντων του με την επωνυμία «__________ α.ε», με τη θυγατρική αυτής εταιρία συμφερόντων και του συγκατηγορουμένου του __________ __________ «__________ α.ε», προκειμένου με τη συγχώνευση αυτή και την αντίστοιχη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που θα γινόταν στη νέα εταιρία να μεταβιβαζόταν και να νομιμοποιούταν έτσι πλέον ως εταιρική περιουσία, κεφάλαιο προερχόμενο από την προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα του συγκατηγορουμένου του. Δεν ολοκληρώθηκε όμως η μεταβίβαση της περιουσίας αυτής και η με αυτό τον τρόπο νομιμοποίηση της καθόσον εν τω μεταξύ το πλοίο «__________» κατασχέθηκε και ο συγκατηγορούμενος του συνελήφθη. Επίσης, μετά την κατάσχεση του πλοίου αυτού κατέβαλε ποσό 152.188,77 ευρώ, προς εξόφληση πίστωσης στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό στην __________ Τράπεζα της εταιρίας συμφερόντων του συγκατηγορουμένου του __________ __________ «__________ α.ε».

Στο δέκατο τέταρτο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι ως συμμετέχων μαζί με το συγκατηγορούμενο του __________ __________ στο ΔΣ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «__________ α.ε» συμμετείχε στις 18-5-2004 σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας αυτής με 400.000 ευρώ και με 400.000 ευρώ ο συγκατηγορούμενος του, διαθέτων το χρηματικό ποσό, ενώ γνώριζε ότι αυτό προέρχεται από έσοδα που απέκτησε ο συγκατηγορούμενος του από την ως άνω παράνομη δραστηριότητα. Επίσης την 1-7-2004 ως συμμετέχων μαζί με τον συγκατηγορούμενο του __________ __________ στο ΔΣ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “__________ α.ε”, συμμετείχε με 100.000 ευρώ σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας αυτής, ενώ ο συγκατηγορούμενος του __________ __________ συμμετείχε με 150.000 ευρώ και ο συγκατηγορούμενος του __________ __________ με 750.000 ευρώ, διαθέτων το χρηματικό αυτό ποσό ενώ γνώριζε ότι αυτό προέρχεται από έσοδα που απέκτησαν οι συγκατηγορούμενοί του από την ως άνω παράνομη δραστηριότητα. Εξάλλου στις 29-4-2004 δυνάμει του υπτ’ αριθμ. 15.008/29-4-2004 συμβολαίου αγόρασε από την εταιρία “__________ α.ε” στης οποίας το ΔΣ συμμέτοχε μαζί με τον συγκατηγορούμενο του __________ __________ , ακίνητο αντί 25.605,72 ευρώ, συνδράμοντας έτσι στο να νομιμοποιηθούν με τη μεταβίβαση αυτή έσοδα του συγκατηγορουμένου του από την ως άνω παράνομη δραστηριότητα του, με την σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας και εμφάνιση αυτών ως εταιρική πλέον περιουσία. Επίσης ως μέλος του ΔΣ της εταιρίας αυτής συνέδραμε στην αγορά από την εταιρία αυτή δυνάμει του υπ’ αριθμ. 3442/5-1-2004 συμβολαίου” αγροτεμαχίου αντί του ποσού των 59.838 ευρώ. Ακόμη, διατηρώντας τους τραπεζικούς λογαριασμούς με τον συγκατηγορούμενο του __________ __________ , στις 14-7-2004, ήτοι αμέσως μετά την κατάσχεση του προαναφερόμενου πλοίου για τη μεταφορά ναρκωτικών ουσιών προέβη σε ανάληψη και μεταφορά μεγάλων χρηματικών ποσών από τους κοινούς αυτούς λογαριασμούς εκδίδοντας τις υπ’ αριθμ. __________ και __________ τραπεζικές επιταγές της __________ Bank ύψους 200.000 ευρώ κα, 259.326 ευρώ αντίστοιχα, καθώς επίσης και τις υπ’ αριθμ. __________  και ________) τραπεζικές επιταγές της Τράπεζας __________ ύψους 250.000 ευρώ εκάστη, αναλαμβάνοντας έτσι από τους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς που διέθετε με τον εν λόγω συγκατηγορούμενο του το συνολικό ποσό των 959.326 ευρώ. Τέλος, το 2004 έλαβε βεβαίωση κέρδους από την «__________ α.ευ, ύψους 110.395 ευρώ προς νομιμοποίηση αντίστοιχου ποσού προερχόμενου από παράνομη δραστηριότητα του ως άνω συγκατηγορουμένου του. Επίσης παρέδωσε κερδοφόρα δελτία τρίτων προσώπων στην «__________ α.ε» __________ , προκειμένου να λάβε, βεβαιώσεις κερδών επ’ ονόματι του συγκατηγορουμένου του __________ __________ . Τα παραπάνω έπραξε με σκοπό να παράσχει συνδρομή στον ως άνω συγκατηγορούμενο του κατά τρόπο που να δικαιολογείται τυπικά και να νομιμοποιείται η απόκτηση από αυτόν εσόδων από την προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα του και να συγκαλυφθεί η προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών από τη δραστηριότητα αυτή. Χωρίς δε τη δική του συνδρομή δεν θα μπορούσε να διαπράξει την αμέσως παραπάνω πράξη.

Στο δέκατο πέμπτο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι προσκόμισε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα κερδοφόρα δελτία τρίτων προσώπων στην «__________ αε» και έλαβε βεβαιώσεις κερδών ύψους 300.160 ευρώ προς νομιμοποίηση αντίστοιχου χρηματικού ποσού το οποίο ο συγκατηγορούμενος του __________ __________ απέκτησε από την ως άνω εγκληματική δραστηριότητα.

Στο δέκατο έκτο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι, όντας διευθυντής του Καταστήματος __________ Τράπεζας (__________ ), στην οποία ο συγκατηγορούμενος του __________ __________ διατηρούσε τους υπ’ αριθμ. __________ , __________ τραπεζικούς λογαριασμούς, στους οποίους έκανε κινήσεις μεγάλων χρηματικών ποσών και, ενδεικτικά στις 19-3-2004 κατάθεση ποσού 45.000 ευρώ και, 230.000 ευρώ, στις 26-3¬2004 κατάθεση ποσού 200.000 ευρώ, την 1-4-2004 κατάθεση ποσού 68.887,50 ευρώ από κέρδη __________ και, την ίδια ημέρα κατάθεση 100.000 ευρώ. 30.000 και 34.000 ευρώ, την 6-4-2004 κατάθεση 1.091.400 ευρώ από δελτία __________ , στις 14-4-2004 κατάθεση ποσού 43.000 ευρώ στις 19-4-2004 κατάθεση ποσού 50.000 ευρώ, στις 22-4-2004 κατάθεση ποσού 22.000 ευρώ, στις 26-4-2004 κατάθεση ποσού 147.000 ευρώ, στις 3-5-2004 κατάθεση ποσών 10.000 ευρώ και 30.000 ευρώ, στις 18-5-2004 κατάθεση ποσού 30.000 ευρώ, στις 25-5-2004 κατάθεση ποσού 75.000 ευρώ, στις 28-5-2004 κατάθεση ποσού 25.000 ευρώ, στις 9-6-2004 κατάθεση ποσού 73.000 ευρώ, στις 22-6-2004 κατάθεση ποσού 39.205 ευρώ, στις 12-7-2004 κατάθεση ποσού 35.000 ευρώ, γνωρίζοντας ότι τα ποσά αυτά προέρχονται από έσοδα από τη συμμετοχή του ως άνω συγκατηγορουμένου του στην προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα, κατέταξε αυτόν στην κατάσταση γνωστών πελατών της τράπεζας, προκειμένου να μην τύχει των προβλεπόμενων διαδικασιών ελέγχου και αναγγελίας των συναλλαγών του ως ύποπτων στην Επιτροπή του άρθρου 7 του ν. 2331/95, συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών.

Στο δέκατο έβδομο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατήγορο ότι προσκόμισε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα κερδοφόρο δελτίο στην «__________ α.ε» και έλαβε βεβαίωση κερδών στο όνομα του συγκατηγορουμένου του __________ __________ ύψους 196,22 ευρώ (Δ 163/13-1-2004) και στο όνομα του συνεργάτη και συνεταίρου του __________ __________ ύψους 85.307 ευρώ (Δ 117/5-1-2004) προς νομιμοποίηση αντίστοιχου χρηματικού ποσού το οποίο ο ως άνω συγκατηγορούμενος του __________ __________ απέκτησε από την ως άνω εγκληματική δραστηριότητα.
Στη δέκατη όγδοη κατηγορουμένη __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα διατηρούσε τον υπ’ αριθμ. __________ τραπεζικό λογαριασμό στην __________ Τράπεζα και στο ίδιο κατάστημα (__________ ) όπου διατηρούσε λογαριασμούς και ο συγκατηγορούμενος της __________ __________ και τροφοδοτούσε το λογαριασμό αυτό με χρηματικά ποσά προερχόμενα εν γνώσει της από έσοδα του ως άνω συγκατηγορούμενού της από τη συμμετοχή του στην προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα, νομιμοποιώντας έτσι τα έσοδα αυτά και συνδράμοντας αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των χρηματικών ποσών αυτών.
Στο δέκατο ένατο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι την 25-5-2004 κατέθεσε στο λογαριασμό του __________ __________ την __________ Τράπεζα (αρ. λογ. __________ ) 75.000 ευρώ, νομιμοποιώντας έτσι έσοδα του ως άνω συγκατηγορουμένου του τα οποία εν γνώσει του προέρχονταν από την ως άνω συμμετοχή του σε εγκλημαπκή δραστηριότητα, συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρότιο στη συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των ως άνω χρημαπκών ποσών.

Στον εικοστό κατηγορούμενο __________ Γεωργόπουλο αποδόθηκε η κατηγορία ότι την 18-2-2004 κατέθεσε στο λογαριασμό του __________ __________ την __________ Τράπεζα (αρ. λογ. __________ ) 100.000 ευρώ, την 17-2-2004 κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό το ποσό των 80.000 ευρώ και την 20-2-2004 κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό το ποσό των 150.000 ευρώ, επίσης εφόδιαζε αυτόν με κερδοφόρα δελτία της «__________ α.ε», νομιμοποιώντας έτσι έσοδα του συγκατηγορουμένου του αυτού τα οποία εν γνώσει του προέρχονταν από την ως άνω συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα, συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών.
Στην εικοστή πρώτη κατηγορουμένη __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι προέβη σε συναλλαγές δια της καταθέσεως τραπεζικών επιταγών στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό του συγκατηγορούμενου της __________ __________ και δη ότι την 17-3-2004 κατέθεσε στο λογαριασμό του __________ __________ την __________ Τράπεζα (αρ. λογ. __________ ) 45.000 ευρώ και την 8-3-2004 κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό το ποσό των 73.000 ευρώ, νομιμοποιώντας έτσι έσοδα του συγκατηγορουμένου της αυτού, τα οποία εν γνώσει της προέρχονταν από την ως άνω συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφόρα την προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών.

Στην εικοστή δεύτερη κατηγορουμένη __________ __________ αποδόθηκε η κατηγορία ότι την 16-1-2004 κατέθεσε στο λογαριασμό του __________ __________ την __________ Τράπεζα (αρ. λογ. __________ ) 80.000 ευρώ, την 22-4-2004 κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό το ποσό των 100.000 ευρώ και την 12-3-2004 κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό το ποσό των 47.000 ευρώ, νομιμοποιώντας έτσι έσοδα του συγκατηγορουμένου της αυτού, τα οποία εν γνώσει της προέρχονταν από την ως άνω συμμετοχή του σε εγκληματική δραστηριότητα, συνδράμοντας έτσι αυτόν κατ’ αυτόν τον τρόπο στην συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών.

Γ. Σύμφωνα με τους νομοθετικούς ορισμούς του άρθρου 1 του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ Α’ 173) «Περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων» (ως Ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του από το άρθρο 2 του ν. 3424/13-12- 2005). ως «εγκληματική δραστηριότητα» νοούνταν τα περιοριστικώς σε αυτό αναφερόμενα αδικήματα μεταξύ των οποίων ήταν και «(αα) Τα εγκλήματα που προβλέπονται από το νόμο για την καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών  και […] «(ακγ) Τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα», όπως το εδάφιο ακγ’ προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 ν. 2928/2001 [ΦΕΚ Α’ 141/27.6.2001]. Εξάλλου, ως «περιουσία» νοούταν τα «περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων}). Εξάλλου, το άρθρο 2 § 1 του ν. 2331 /1995 [ως Ισχυε προς της αντικαταστάσεώς του από το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3424/31-12- 2005) όριζε ότι: «Με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνοντας ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής».

Από τις άνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, υπό το προισχύον καθεστώς, ήτοι πριν το ν. 3424/2005, αντικειμενικά μεν απαιτούταν (εναλλακτικά) αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιοσδήποτε περιουσίας, που προερχόταν από την τέλεση της εμπεριεχόμενης στο άρθρο 1 του άνω νόμου αξιόποινης πράξης, υποκειμενικούς δε απαιτούταν δόλος, έστω και ενδεχόμενος, για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και επί πλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό είτε κερδοσκοπίας είτε συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης της υπό του άρθρου 1 στοιχ. γ’ του ίδιου νόμου καθοριζομένης ((περιουσίας)) ή την παροχή συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται στην «εγκληματική δραστηριότητα)) (ΑΠ 351/2003, ΠοινΧρ ΝΔ.206, ΑΠ 372/2002, ΠοινΧρ ΝΓ.208, ΕψΠειρ 220/2005, ΠοινΧρ ΝΕ.1028).

Εξάλλου, με το ν. 3424/2005 (ΦΕΚ Α’ 305/13-12-2005), με τον οποίο σκοπούταν, ως αναφέρεται στο άρθρο 1 αυτού, η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 2001/97/ΕΚ (L 344/4.12.2001) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία τροποποιεί την Οδηγία 91/308/ΕΟΚ (L 166/28.6.1991) του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και η υιοθέτηση ορισμένων αναθεωρημένων Συστάσεων της Διεθνούς Ομάδας Δράσης για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (FATF), καθώς και η βελτίωση του νομοθετικού, κανονιστικού και λειτουργικού πλαισίου για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τροποποιήθηκαν, συμπληρώθηκαν και αντικαταστάθηκαν ορισμένες διατάξεις του ν. 2331/1995. Έτσι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 στοιχ. β’,τον v.2331/1995 ως το στοιχείο β’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 § 5 ν. 3424/2005, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες συνιστούν «οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις: – η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του, – η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται ή αποκτήθηκε ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, – η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, – η συμμετοχή σε μία από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξη της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξη της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης». Κατά τις διατάξεις δε του άρθρου 2 § 1 εδ. α’-β’ ν. 2331/1995, ως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 ν. 3424/2005 «α. με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, β. ο υπαίτιος των πράξεων του στοιχείου α’ τιμωρείται με κάθειρξη αν έδρασε ως υπάλληλος των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 2° παρ. 1 και με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν ασκεί τέτοιου είδους πράξης κατ’ επάγγελμα ή αν είναι υπότροπος ή έδρασε στα πλαίσια οργανωμένης εγκληματικής ή τρομοκρατικής ομάδας ή οργάνωσης».

Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα πρέπει πλέον, μετά την τροποποίηση του ν. 2331/1995 από το ν. 3424/2005, να συντρέχουν τα κάτωθι στοιχεία: (α) να έχει τελεστή πράξη νομιμοποίησης, η οποία μπορεί να έχει μία από τις ακόλουθες μορφές: (αα) μετατροπή (αλλοίωση δηλαδή της μορφής) ή μεταβίβαση περιουσίας αντικειμενικά πρόσφορη να κρύψει ή να συγκαλύψει την παράνομη προέλευσή της ή να προσφέρει συνδρομή σε όποιον εμπλέκεται στο έγκλημα από το οποίο προέρχονται τα παράνομα έσοδα, (ββ) κάθε πράξη με την οποία επιτυγχάνεται η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση ή τη διακίνηση της περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται ή αποκτήθηκε ή την κυριότητα ή άλλα δικαιώματα επί της περιουσίας, (γγ) κάθε πράξη απόκτησης, κατοχής ή χρήσης της περιουσίας, (δδ) Κάθε μορφή συμμετοχής σε μία από τις παραπάνω πράξεις, σύσταση οργάνωσης για την τέλεση τους, καθώς και απόπειρα διάπραξης τους’ (β) οι ως άνω πράξεις της νομιμοποίησης πρέπει να αφορούν περιουσία, που έχει προέλθει από εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίες απαριθμούνται περιοριστικά (και όχι ενδεικτικά) στο νόμο. Σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 στοιχείο α’ ν. 2331/1995, για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου του ίδιου νόμου ο όρος «εγκληματικές δραστηριότητες», ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της «νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα» (όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 1 στοιχείο β’ του ίδιου νόμου), νοηματοδοτείται μέσα από μία σειρά εγκλημάτων που απαριθμούνται υπό τα στοιχεία i (αα’ – ιζιζ’) και Π. Έχουμε, δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, ένα γνήσιο κυρωτικό κανόνα, ο οποίος στη διατύπωση της αξιόποινης συμπεριφοράς περιλαμβάνει τον όρο «εγκληματικές δραστηριότητες», για την ερμηνεία του οποίου ο ίδιος ο νόμος μας παραπέμπει καταρχήν σε έναν τεχνικό όρο («εγκληματικές δραστηριότητες» του άρθρου 1 περ. α’ ν. 2331/1995) και ο τελευταίος με τη σειρά του μας υποχρεώνει να προστρέξουμε για την ακριβή κάθε φορά συμπλήρωση του περιεχομένου του σε ένα προσδιορισμένο μεν κατάλογο εγκληματικών συμπεριφορών, αυτοτελώς όμως τυποποιημένων ως αξιόποινων πράξεων είτε σε άλλους άδικούς ποινικούς νόμους είτε στον Ποινικό Κώδικα και πάντως σε νομοθετήματα που βρίσκονται έξω από το κείμενο του ν. 2331/1995. Η απόκτηση, συνεπώς, εισοδημάτων με οποιαδήποτε άλλη εγκληματική δραστηριότητα και η εμφάνιση τους ως νόμιμα αποκτηθέντων εσόδων δεν υπάγεται στον ως άνω νόμο (ΣυμβΕφΑΘ 1102/2002, ΠοινΧρ ΝΓ.251). Μάλιστα από τη διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 στοιχείο β’ τού ν. 2331/1995 προκύπτει ότι για να μπορεί να γίνει λόγος για “νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα” προϋποτίθεται λογικά και τυπικά η τέλεση αυτής της εγκληματικής δραστηριότητας, δηλαδή η προηγούμενη πραγμάτωση μιας άλλης αξιόποινης πράξης. Δημιουργείται δηλαδή μια σχέση κύριας και επόμενης πράξης, όπου κύρια πράξη είναι το αδίκημα από το οποίο δημιουργείται το προϊόν και επόμενη εκείνη η εγκληματική συμπεριφορά με την οποία το προϊόν αυτό αποκτά νομιμοφανή υπόσταση. Παράλληλα, η αναφορά σε «προερχόμενη» από την προαναφερόμενη δραστηριότητα περιουσία υποδηλώνει ότι το περιουσιακό προϊόν πρέπει να προκύπτει άμεσα και απιακά από την τέλεση της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, να συνιστά το «έσοδο» που απεκόμισε ο δράστης με την πραγμάτωσή της και εξαιτίας της πραγμάτωσης της και να μην προκύπτει έμμεσα ως προϊόν άλλων εγκληματικών πράξεων που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των εγκλημάτων του άρθρου 1. Αλλωστε, το γεγονός ότι ως προϊόν της προηγούμενης δραστηριότητας νοείται μόνο το «περιουσιακό στοιχείο», που προσδιορίζουμε εδώ, συνάγεται και από τη διατύπωση του νόμου που κάνει λόγο για νομιμοποίηση «εσόδων» από εγκληματική δραστηριότητα (βλ. παρατηρήσεις Γ. Δημήτραινα, στο ΣυμβΑΠ 372/2002, ΠοινΔικ 2002.1017 και εισαγγελική πρόταση __________ στο ΣυμβΠλημΑΘ 2171/2005, ΠοινΔνη 2005.1146). Σημειωτέον ότι, κατά πάγια νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού μας η εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή η τέλεση ενός εκ των βασικών εγκλημάτων του άρθρου 1 στοιχείο α’ του ν. 2331/1995, η οποία αναγκαστικά ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς το χρόνο και τους δράστες αυτής, έστω και αν δεν έχουν καταδικασθεί γι’ αυτήν ή δεν έχει απαγγελθεί εναντίον τους σχετική κατηγορία (ΣυμβΑΠ 351/2003, ΠοινΔικ 2004.526, ΠοινΛογ2003.97, ΣυμβΑΠ 372/2002, ΠοινΔικ 2002.1013, ΣυμβΑΠ 478/2000, ΝοΒ 2000.1309, ΠοινΧρ 2000.928). Τέλος, για την πλήρωση της υποκομενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται (α) δόλος («εκ προθέσεως»), ο οποίος μπορεί να είναι κατ’ αρχήν οποιουδήποτε βαθμού. Ειδικά όμως ως προς την αξιόποινη προέλευση του περιουσιακού προϊόντος δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος, αφού ο νόμος αξιώνει πλέον ρητά άμεσο δόλο α’ ή β’ βαθμού, καθώς απαιτείται η νομιμοποίηση των εσόδων να διενεργείται εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες (ΠΚ 27 § 2 εδ. α’, βλ. ΣυμβΠλημΑΘ 3133/2007, ΠοινΧρ NHJ258, ΣυμβΠλημΜεσολ 17/2006, ΠοινΔικ 2007.35), καθώς και (β) (για την πρώτη μορφή τέλεσης του εγκλήματος) σκοπός απόκρυψης ή συγκάλυψης της παράνομης προέλευσης της περιουσίας ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. Πρόκειται δηλαδή, στη μορφή του αυτή, για έγκλημα σκοπού.

Όσον αφορά το δράστη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αυτός μπορεί να είναι οποιοδήποτε άτομο, ακόμα και ο δράστης της προηγούμενης πράξης. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 2 § 1 ν. 2331/1995 (ως ίσχυε πριν την τροποποίηση της με το ν. 3424/2005) ήδη συναγόταν ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με το δράστη της νομιμοποίησης, μόνο στην περίπτωση της τέλεσης αυτού προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, διότι, σμιλών ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενδεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, αναφερόταν προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του ν. 2331/1995 και στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με τον υπαίτιο του αδικήματος της νομιμοποίησης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διέκρινε και δεδομένου ότι χρησιμοποιούσε την έκφραση «όποιος», ακολουθεί ότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 § 1 του ν. 2331/1995 μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός εκ των βασικών εγκλημάτων, όπως κρίθηκε με την απόφαση υπ αριθμ. 1231/2004 του Αρείου Πάγου (ΠοινΧρ ΝΕ’.527). Με την απόφαση αυτή τερματίσθηκε η διχογνωμία των δικαστηρίων της ουσίας (αφού η απόδοση της αληθινής έννοιας των κανόνων του δικαίου και η ενότητα της νομολογίας αποτελούν τις κύριες λειτουργίες του Ακυρωτικού) αναφορικά με το υπό κρίση θέμα, δηλαδή αν ο υπαίτιος του βασικού εγκλήματος μπορεί να είναι και αυτουργός του αδικήματος της νομιμοποίησης. Ήδη με το ν. 3424/2005 τερματίσθηκε η διάσταση των απόψεων που παρατηρείτο και στη θεωρία, αφού πλέον η διάταξη του εδαφίου α’ του στοιχείου δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν 2331/1995, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 3424/2005, ορίζει πλέον ότι «Η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α’, β’ και γ’ της παραγράφου αυτής» (όπου στα στοιχεία α’, β’ και γ’ αναφέρονται οι αντικειμενικές υποστάσεις των αδικημάτων της νομιμοποίησης) (βλ. εισαγγελική πρόταση Παν. Παναγιωτόπουλου, σε ΣυμβΠλημΑΘ 1330/2006, ΠοινΔικ 2006.727). Έτσι, ο νέος νόμος έλυσε με νομοθετική παρέμβαση ένα αμφισβητούμενο στη νομολογία και στη θεωρία ζήτημα, εναρμονιζόμενος πλήρως με την πρόσφατη και κρατούσα στη νομολογία άποψη, η οποία έκανε λόγο περί πραγματικής συρροής του βασικού εγκλήματος και αυτού της νομιμοποίησης εσόδων (βλ. ΑΠ 570/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 83/2006 ΠοινΔνη 2006.804, ΑΠ 2458/2005, ΠοινΧρ ΝΣΓ.622- 626, ΣυμβΑΠ 1231/2004, ΠοινΔνη 2005.33-36). Η διάταξη του αμέσως επομένου εδαφίου (άρθρο 2 § 1 στοιχείο δ’ εδάφιο β’ του ν. 2331/1995, ως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 3424/ 2005) προβλέπει επιπλέον ρητά ότι «[…] στις περιπτώσεις αυτές, ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων σ’, β’ και γ’, αν η τέλεση τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδίασμά δράσης». Έτσι, προϋπόθεση της τιμωρίας του δράστη του προηγούμενου εγκλήματος και για την νομιμοποίηση εσόδων είναι να συντρέχει και ένα επιπλέον αντικειμενικό στοιχείο, που για πρώτη φορά εισάγεται στην παρούσα περίπτωση. Για να τιμωρηθεί δηλαδή κάποιος και για τα δύο εγκλήματα, ήτοι τόσο για το βασικό όσο και για την (μεταγενέστερη) νομιμοποίηση, θα πρέπει να επιβεβαιώνεται ότι αυτή η εξελισσόμενη συμπεριφορά υπάκουε σε έναν «συνολικό σχεδιασμό», δηλαδή σε μία δεδομένη και εκδηλωμένη εμπορικά συμπεριφορά, που αναδεικνύει τα δύο εγκλήματα, ως προσχεδιασμένα και εντεταγμένα σε έναν γενικότερο εγκληματικό σχεδιασμό. Το στοιχείο δηλαδή του «συνολικού σχεδιασμού» που πρέπει να συνδέει το «βασικό έγκλημα» και την νομιμοποίηση, όταν θα πρόκειται για τον ίδιο δράστη, είναι ένα νέο, πρόσθετο, στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως, το οποίο συνδέει την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα με την νομιμοποίηση (βλ. ΣυμβΓΙλημΑΘ 3133/2007, ΠοινΧρ ΝΗ258, Σ. Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ΠονΧρ ΝΣΓ.348).

Ήδη δημοσιεύτηκε ο ν. 3491/2008 (ΦΕΚ Α’ 166/5-8-2008) «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις». Με το νόμο αυτό, ως αναφέρεται στο άρθρο 1 αυτού, σκοπείται η ενίσχυση και βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Προς τούτο ενσωματώθηκαν στη νομοθεσία οι διατάξεις της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης «σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας», διατάξεις της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αντικαθίστανται οι σχετικές διατάξεις του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α’), όπως ισχύουν. Με το άρθρο 55 του νόμου αυτού καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων από 1 έως και 8 (Κεφάλαιο Α’) του ν. 2331/1995, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από τους νόμους 3424/2005, 3472/2006 και 3556/2007. Το άρθρο 2 § 2 του ως άνω νόμου περιέχει τον ορισμό του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), που αποτελούν οι ακόλουθες πράξεις: α) Η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του. β) Η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά τη φύση, προέλευση. διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκετε ή την κυριότητα επί περιούσιος ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος από τη περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηρότητες. γ) Η απόκτηση, κατοχή, διαχείριση ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριόττηες ή από πράξη συμμασχής σε τέτοιες δραστηριότητες. δ) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νόμιμα στα εν λόγω έσοδα, ε) Η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων γ,α τη διάπραξη μιας ή περισσότερων από τις πράξεις που αναφέρονται, στα παραπάνω στοιχεία σ’ έως δικα, η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα. Στο άρθρο 3 ορίζονται ο, εγκληματικές δραστηριότητες και τα συναφή βασικά αδικήματα. Σημειωτέον ότι στο στοιχείο (θ) περιλαμβάνονται τα προβλεπόμενα στα άρθρα 20. 21. 22 και 23 του ν. 3459/2004 «Κώδικας Νόμων για τα Ναρκωτικά». Τέλος, με το άρθρο 45 του ως άνω νόμου προβλέπετε» ως ποινική κύρωση γ,α το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες Κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή από 20.000 € έως 1.000.000 € (§ 1 περ σ’), ενώ επην § 1 στοιχείο γ’ του ίδιου άρθρου προβλέπεται, ότι ο υπαίτιος των πράξεων του στοιχείου α· τιμωρείται, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή από 50.000 € έως 2.000.000 € αν ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε γ,α λογαριασμό, προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης και ομάδας. Επίσης, ,ο στο οποίο περιλαμβάνει τη σχετική διάτα&ι του άρθρου 2 § 1 εδ. δ’ του ν. 2331/1995, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3424/2005 (άρθρο 3 § 1). η οποία διευκρίνισε το θέμα του «αυτοξεπλύματος» που είχε διχάσει τη νομολογία. Η παρούσα διάταξη) ορίζει ότι «η ποινική ευθύνη γ,α το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει π,ν τιμωρία των υπαίτιων (αυτουργού και συμμετοχών) γ,α τις πράξεις των στοιχείων σ’, β’ και γ’ της παραγράφου αυτής, εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος», ήτοι ότι n ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου του βασικού αδικήματος και για ξέπλυμα χρήματος ως αυτουργού, ηθικού αυτουργού ή άμεσου συνεργού, με την προϋπόθεση η τέλεση του ξεπλύματος χρήματος να γίνει με πράξεις διακριτές από αυτές της τέλεσης του βασικού αδικήματος από τον υπαίτιο, του βασικού αδικήματος. Η ένταξη στο συνολικό σχεδίασμά δράσης που προβλεπόταν από την προϊσχύουσα διάταξη αντικαταστάθηκε από  σαφέστερη απαίτηση , πράξεις του ξεπλύματος χρήματος να είναι διάφορες του βασικού αδικήματος (βλ. Ατπολογική Έκθεση στο σχετικό σχέδιο νόμου). Επίσης; με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού ορίζεται πλέον ρητά ότι κη άσκηση ποινικής δίωξης και η καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν προϋποθέτει ποινική δίωξη ή καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό αδίκημα» και διαχωρίζεται η άσκηση ποινικής δίωξης και η καταδίκη για ξέπλυμα χρήματος από τη δίωξη ή καταδίκη για βασικό αδίκημα. Με τον τρόπο αυτό «ανεξαρτητοποιειται) η δίωξη για ξέπλυμα χρήματος από τη δίωξη ή καταδίκη για βασικό αδίκημα (βλ. Απιολογική Έκθεση στο σχετικό σχέδιο νόμου).
Κατά γενική αρχή που θεσπίζεται από τα άρθρα 7 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του ΠΚ, οι αξιότιοινες πράξεις πμωρούνται με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο τελέσεώς τους. Αν όμως από την τέλεση της πράξεως μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της ισχύσαν δύο ή περισσότεροι νόμου εφαρμόζεται κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, ήτοι ο ηπιότερος. Είναι δε ηπιότερος ο νόμος εκείνος, του οποίου η εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να έχει ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Τούτο σημαίνει ότι μεταξύ περισσοτέρων νόμων για να κριθεί ο ηπιότερος δεν θα πρέπει να συγκρίνουμε γενικά (in abstracto) το περιεχόμενο αυτών (κατά τις προϋποθέσεις και την έκταση του ποινικού κολασμού) αλλά θα πρέπει να αποβλέψουμε τίνος από τους περισσότερους νόμους η εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση παρέχει την ευνοϊκότερη μεταχείριση για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Εάν από πι σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεώς της πράξεως (Συμβ ΑΠ 172/2002, ΠοινΔικ 2002.844). Μάλιστα, ως ηπιότερος νόμος θα κριθεί εκείνος ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto), είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο εφαρμοζόμενος στο σύνολό του, ενώ δεν εππρέπεται ο συνδυασμός αμφοτέρων των νόμων που ίσχυσαν και η επιλογή των ηπιότερων διατάξεων που περιέχονται στον καθένα από αυτούς, γιατί τότε κατασκευάζεται νέος νόμος που δεν υπάρχει και ο δικαστής στην περίπτωση αυτή νομοθετεί. (ΑΠ 56/1989, ΠοινΧρ 1989.695, Νικ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία για το Έγκλημα, Αθήνα 2000, σελ. 120 επ.) Είναι δε ευμενέστερος ο νόμος που προβλέπει τις ελαφρότερες ποινικές συνέπειες από απόψεως είδους και μέτρου ποινής (βλ. ΑΠ Π 25/1998, ΠοινΧρ ΜΘ.653, ΑΠ 1278/1995, ΠοινΧρ ΜΣΤ.391).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 §§ 6,7,8 και 10 του ν. 2331/1995, οι οποίες δεν τροποποιήθηκαν από το ν. 3424/2005, πλην της προσθήκης ενός εδαφίου, που αναφέρεται κατωτέρω, και οι οποίες ήδη καταργήθηκαν με το άρθρο 55 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α’ 166/5-8-2008), περιουσία που αποτελούσε προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας ή που είχε αποκτηθεί με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας ή περιουσία που είχε χρησιμοποιηθεί, εν όλω ή εν μέρα, για εγκληματική δραστηριότητα κατασχόταν και, εφόσον δεν συνέτρεχε περίπτωση αποδόσεώς της στον ιδιοκτήτη κατά τα άρθρα 310 παράγραφος 2 και 373 Κ.Π.Δ., δημευόταν υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβαλλόταν ακόμη και αν η περιουσία ανήκε σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει της εγκληματικής δραστηριότητας κατά το χρόνο κτήσεως της περιουσίας. Σύμφωνα δε με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6, το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ν. 3424/2005, σε περίπτωση που η περιουσία ή το προϊόν κατά το προηγούμενο εδάφιο υττερέβαινε τα 4.000 ευρώ και δεν ήταν δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονταν και δημεύονταν υπό τους όρους του προηγούμενου εδαφίου περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος. Επίσης, σε περίπτωση καταδίκης για απόπειρα τελέσεως εγκλήματος από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 στοιχείο α’ του ίδιου νόμου προβλεπόταν η κατάσχεση και δήμευση της περιουσίας την οποία ο δράστης σκόπευε να χρησιμοποιήσει στο έγκλημα. Δήμευση διατασσόταν και όταν δεν είχε ασκηθεί δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που είχε ασκηθεί έπαυσε ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές η δήμευση διατασσόταν με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που έπαυε ή κήρυσσε απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Οι διατάξεις του άρθρου 492 Κ.Π.Δ. εφαρμόζονταν αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση, εκτός αν η απόφαση ή το βούλευμα είχε εκδοθεί από τον Άρειο Πάγο ή δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο που αποφαίνεται τελεσίδικος. Εφαρμόζονταν επίσης αναλόγως και οι διατάξεις του άρθρου 504 παράγραφος 3 Κ.Π.Δ., εκτός αν η απόφαση είχε εκδοθεί από τον Άρειο Πάγο. Τέλος, αν η αναφερόμενη στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού περιουσία δεν υπήρχε πλέον ή δεν είχε βρεθεί, επιβαλλόταν χρηματική ποινή ίση με την κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης αξία της περιουσίας αυτής την οποία προσδιόριζε το δικαστήριο. Ήδη το άρθρο 46 του ν. 3691/2008, που τιτλοφορείται «Δήμευση περιουσιακών στοιχείων» ορίζει ότι «1. Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που αποκτήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεώς τους στον ιδιοκτήτη κατά την παρ. 2 του άρθρου 310 και το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 373 Κ.Π.Δ., δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο κτήσεως αυτών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων. Ζ Σε περίπτωση που η περιουσία ή το «προϊόν κατά την παράγραφο 1 δεν υπάρχουν πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους της παραγράφου 1 περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και χρηματική ποινή μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος. 3. Δήμευση διατάσσεται και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές η δήμευση διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Οι διατάξεις του άρθρου 492 και της παρ. 3 του άρθρου 504 Κ.Π.Δ. εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση». Όπως προκύπτει από την παράθεση των παλιών και νέων διατάξεων, δεν τίθενται ζητήματα διαχρονικού δικαίου, καθώς, όπως εξαγγέλλεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 3691/2008, το άρθρο 46 «επαναλαμβάνει κατά βάση υπάρχουσες διατάξεις». Ειδικότερα, η παράγραφος 1 αυτού ορίζει τη γενική αρχή της δήμευσης κάθε περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2, δηλαδή ξεπλύματος χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, παραπέμποντας στην παράγραφο 6 του άρθρου 2 του ν. 2331/1995. Οι παράγραφοι 3 και 4 δε επαναλαμβάνουν τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 2 του ν. 2331 /1995.

Σύμφωνα εξάλλου με το άρθρο 13 στοιχείο στ’ Π.Κ.: «Κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος». Κατ’ επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (ΣυμβΑΠ 176/2006, ΠοινΔνη 2006.8117, ΣυμβΑΠ 372/2002, ΠοινΔνη 2002.1013).

Σύμφωνα, τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 57 § 1 ΚΠΔ, «αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 § 3 ΚΠΔ, «αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου». Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται ο θεσμός
του δεδικασμένου, ο οποίος αποσκοπεί από τήν ασφάλεια του δικαίου δια της αποφυγής έκδοσης αποφαντικών αποφάσεων και της διπλής καταδίκης ή αθώωσης του κατηγορουμένου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο της γενικότερης αρχής της άπαξ ασκήσεως της ποινικής διώξεως (Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα 1998, σελ. 327, 329 παρ. 357 και 360). Απαράδεκτη άσκηση της ποινικής διώξεως υφίσταται και επί εκκρεμοδικίας, την οποία ως θεσμό αναγνώριζα ο ΚΠΔ, χωρίς όμως να έχεο αδικές γι’ αυτή διατάξεις, και η οποία συνιστά επίσης έκφραση της αρχής ”ne bis ίη ideal. Η αρχή της εκκρεμοδικίας έμμεσα προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 ΚΠΔ, από τις οποίες αποκλείεται η σύγχρονη εκδίκαση του ίδιου εγκλήματος από περισσότερα αρμόδια ποινικά δικαστήρια (ΑΠ 628/2000, ΠοινΧρ ΝΑ.23 και ΠοινΔικ 2000.924, ΣυμβΑΠ 291/1998, ΠοινΧρ ΜΗ.904). Σκοπός της εκκρεμοδικίας είναι η αποφυγή δεύτερης διαδικασίας για την ίδια υπόθεση. Εκκρεμοδικία υπάρχει, αφότου ασκηθεί ποινική δίωξη, είναι δε ανεπίτρεπτη η άσκηση δεύτερης ποινικής δίωξης έως οτου λήξει αμετάκλητα η πράπη ποινική δίωξη. Συνιστά αρνητική δικονομική προϋπόθεση, η οποία παρακωλύει π?ν πρόοδο της διαδικασίας. Κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 § 3 ΚΠΔ, πρέπει η δεύτερη ποινική δίωξη να κηρύσσεται απαράδεκτη, εφ’ όσον εκκρεμεί υπόθεση εκ της πρώτης ποινικής διώξεως και ιδίως αν η προηγηθείσα ποινική δίωξη έχει κριθεί οριστικά, όχι όμως και αμετάκλητα, οπότε θα υφίστατο δεδικασμένο, άλλως ιδρύεται (με την εκδίκαση και της δεύτερης κατηγορίας) ο αναιρετικός λόγος της υπέρβασης εξουσίας με την αρνητική του μορφή (ΣυμβΑΠ 603/2004, ΠοινΔικ 2004.885, ΑΠ 795/2004, ΠοινΔικ 2004.910, ΣυμβΑΠ 138/2004, ΠοινΔικ 2004.622, ΣυμβΑΠ 2309/2003, ΠοινΔικ 2004.482, ΑΠ 975/2001, ΠοινΧρ ΝΒ.335, ΑΠ 783/2001, ΠοινΧρ ΝΒ.242, ΑΠ 767/2001, ΠοινΧρ ΝΒ.240 ΑΠ 628/2000, ΠοινΧρ ΝΑ.23, Συμβ ΑΠ 1306/1998, ΠοινΧρ ΜΘ.716, ΣυμβΑΠ 291/1998, Ποιν Χρ ΜΗ.904). έστω και αν έχα δοθεί διαφορεπκός νομικός χαρακτηρισμός στην ίδια πράξη με την καθεμία από αυτές.

Για τη δημιουργία, όμως, εκκρεμοδικίας, όπως και δεδικασμένου  απαιτείται  εκτός των άλλων, και ταυτότητα της πράξεως, η οποία υπάρχει όταν η μεταγενέστερη πράξη συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται, κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά της στοιχεία, και η πρώτη (ΑΠ 1506/1998, ΠΧ ΜΘ.843, ΑΠ 898/1996, ΠοινΧρ ΜΖ’ 399). Ειδικότερα, ο τόπος και ο χρόνος της πράξης δεν επηρεάζουν την ταυτότητα της πράξεως, όταν είναι αποδεδειγμένο ότι αυτή τελέστηκε μια φορά (Βλ. Μπουρόπουλο, ΠοινΧρ ΣΤ’.276). Αντίθετα, δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως στην περίπτωση που υπάρχει διαφορά ως προς το πρόσωπο του παθόντος (βλ. ΑΠ 1571/1990, ΠοινΧρ ΜΑ’682). Περαιτέρω γίνεται δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία ότι ο διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός της πράξεως ή η παραδοχή επιβαρυνπκών περιστάσεων δεν αναιρεί την ταυτότητα της πράξεως. Συγκεκριμένα εξετάζεται το ιστορικό γεγονός, όπως προκλήθηκε και εξελίχθηκε, με πλαίσιο τα ειδικότερα πραγματικά χαρακτηριστικά, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο νομικός χαρακτηρισμός στην κριθείσα υπόθεση και υπό τη νέα μορφή εμφανισθείσα. (βλ. Μπουρόπουλο, ΠοινΧρ ΓΓ. 277, ΑΠ 390/1991, Υπέρ 1991.1080, ΕφΑΘ 2168/2000, ΠοινΧρ ΝΑ.74, Συμβ ΑΠ 480/1999, ΠοινΧρ Ν.74).

Τέλος, όσον αφορά το θέμα ποια από τις περισσότερες διώξεις πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας από το Δικαστήριο ή από το Δικαστικό Συμβούλιο, πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ συχνά κηρύσσεται απαράδεκτη η δεύτερη χρονικά ποινική δίωξη, από καμιά διάταξη δεν προκύπτει υποχρέωση όπως οπωσδήποτε προτιμηθεί η πρώτη και κηρυχθεί απαράδεκτη η δεύτερη, καθόσον η εκκρεμοδικία έχει την έννοια της απαγόρευσης της διεξαγωγής δύο διαδικασιών για την ίδια αξιότιοινη πράξη. Ως «δεύτερη» εκκρεμούσα ποινική διαδικασία που κηρύσσεται απαράδεκτη, δεν νοείται δηλαδή μόνο η χρονικά επόμενη της πρώτης, αλλά και η διαδικαστικά επόμενη αυτής (ΑΠ 1029/1999, ΠοινΔικ 1999.1194, ΕφΑΘ 2168/2000, ΠοινΧρ ΝΑ.74, ΕφΑΘ 71/84, ΠοινΧρ ΛΔ, 865, Ζησιάδη, ΚΠΔ, τομ. Α σελ 307,308). Η εκκρεμοδικία όμως πρέπει να εξετάζεται και υπό το πρίσμα της αρχής της οικονομίας της δίκης, σύμφωνα με την οποία η διεξαγωγή της διαδικασίας πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφεύγεται όσο είναι δυνατόν – και πάντως χωρίς κίνδυνο βλάβης της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων των διαδίκων – η σπατάλη χρόνου και γενικά δικαστικών ενεργειών και να επιτυγχάνεται αντιθέτως η οικονομία χρόνου και ενότητας δικαστικών ενεργειών. Η σημασία της ανωτέρω αρχής έγκειται στο ότι, όταν υποστηρίζονται περισσότερες ερμηνευτικές εκδοχές για ένα ζήτημα, θα πρέπει να γίνεται δεκτή εκείνη, με την οποία αποφεύγονται οι άσκοπες διαδικαστικές ενέργειες (βλ Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα 1998, σελ. 69).
Δ. Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, φρονούμε ότι πρέπει να αναφερθούμε στο σημείο αυτό στο ζήτημα του ποιος είναι ο εφαρμοστέος νόμος στην προκειμένη περίπτωση. Οι εξεταζόμενες κατηγορίες έχουν ως φερόμενο χρόνο τέλεσης, όπως προκύπτει από την παράθεσή τους ανωτέρω υπό στοιχείο Β’, το έτος 2004. Εν προκειμένω, από το φερόμενο χρόνο τέλεσης της πράξης ως τη στιγμή που συντάσσεται η παρούσα πρόταση, έχουν ισχύσει τρεις νόμοι για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ήτοι ο νόμος 2331/1995, ο νόμος 3424/2005, ο οποίος δεν κατάργησε τον προηγούμενο, αλλά τον τροποποίησε και ο πρόσφατος νόμος 3691/2008. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, πρέπει να εξεταστεί ποιος νόμος είναι εφαρμοστέος εν προκειμένω, ο οποίος θα είναι ο in concreto ηπιότερος για τους κατηγορουμένους στο σύνολό του. Φρονούμε ότι θα πρέπει εξ αρχής να αποκλειστεί ως ευμενέστερος για τους κατηγορουμένους νόμος ο πρόσφατος νόμος 3691/2008. διότι, ως ήδη αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ενώ στα βασικά του σημεία επαναλαμβάνει τις ρυθμίσεις του προϊσχύοντα νόμου, με το άρθρο 45 αυτού προβλέπει ως ποινική κύρωση για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή από 20.000 € έως 1.000.000 € (§ 1 περ. σ’). Επομένως, τυχόν καταδίκη των κατηγορουμένων θα σήμαινε την απειλή σε βάρος τους και μιας ιδιαίτερα υψηλής χρηματικής ποινής. Φρονούμε δε ότι εφαρμοστέος εν προκειμένω είναι ο ν. 2331/1995, ότιως αυτός έχει τροποποιηθεί με το ν. 3424/2005. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε, διότι αφ’ ενός κρίνουμε ότι και πριν το ν. 3424/2005, ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 § 1 του ν 2331/1995 μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός εκ των βασικών εγκλημάτων, όπως κρίθηκε με σχετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου, με την εξαίρεση της περίπτωσης της τέλεσης του εγκλήματος αυτού προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, όπως αναλυτικά αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, αφ’ ετέρου με το ν. 3424/2005 προστέθηκαν νέα στοιχεία στην ανπκειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ήτοι το στοιχείο του «συνολικού σχεδιασμού» στην ανπκειμενική του υπόσταση και το στοιχείο του άμεσου δόλου στην υποκειμενική του υπόσταση, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Σημειωτέον ότι επιεικέστερος έχει κριθεί ο εν λόγω νόμος σε σχέση με τον προισχύοντα αυτού και από το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης 375/2006, ΠρΛογ 2006.350, διότι στο άρθρο 3 περ. δ’ αναφέρεται ότι ο δράστης της νομιμοποίησης δεν μπορεί να τιμωρηθεί βαρύτερα από τον δράστη του βασικού εγκλήματος και από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών 2593/2006, ΝοΒ 2006.1566 και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου 17/2006, ΠοινΔικ 2007.35. Αναφέρεται, τέλος, ότι η κατάργηση των διατάξεων των άρθρων από 1 έως και 8 (Κεφάλαιο Α’) του ν. 2331/1995, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από τους νόμους 3424/2005, 3472/2006 και 3556/2007 με το άρθρο 55 του ν. 3691/2008 δεν κατέστησε την αξιόποινη συμπεριφορά που προβλεπόταν σε αυτές ανέγκλητη, με δεδομένο ότι ο νέος νόμος ουσιασπκά επαναλαμβάνει τις διατάξεις του προΐσχύοντος νόμου.

Επίσης, πριν προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, πρέπει να αναφερθούμε και σε ένα δικονομικό κώλυμα που αφορά την εξέταση ορισμένων εκ των υπό κρίση κατηγοριών. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. πρωτ. 345/17-9-2008 έγγραφο του 5™ Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της υπ’ αριθμ. A 04/ΟΙΕ/524 παραγγελίας του κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα εγκλήματα της 1. Ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση σε βάρος ανώνυμης εταιρίας που ιδρύθηκε από το Δημόσιο με ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 €, 2. Ηθικής αυτουργίας στην ανωτέρω πράξη και 3. Παράβασης των άρθρων 1 και 2 § 1 ν. 2331/1995 (νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα), με εμπλεκόμενους τους __________ __________ , __________ __________ , __________ __________ , κλπ. Στην περίπτωση αυτή, η νομιμοποίηση των εσόδων φέρεται ότι έγινε μέσω της __________ α.ε., με την υπεξαίρεση κερδισμένων δελτίων που είχαν κατατεθεί στην __________ α.ε. και προήρχοντο από εκατοντάδες κερδισμένους παίκτες των παιχνιδιών του Οργανισμού. Καίριο έγγραφο στην ανωτέρω δικογραφία αποτελεί το υπ’ αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ/6386/22-12-2004 του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών – Όπλων, της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών — Όπλων και Θαλάσσιων Ελέγχων της Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η ανάκριση, η οποία διεξάγεται από την 5Η Ειδική Ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών, επικεντρώνεται αποκλειστικά σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα μέσω εκδόσεων βεβαιώσεων της __________ α.ε. και κερδισμένων δελτίων αυτής και, για το λόγο αυτό, τυγχάνει, σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, αφ’ ενός μεν ευρύτερη, όσον αφορά το χρονικό διάστημα και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα τα οποίο αφορά, αφ’ ετέρου δε πιο εξειδικευμένη, όσον αφορά το αντικείμενο της. Το ως άνω γεγονός είχε ήδη, σε προγενέστερο στάδιο της Ανάκρισης, επισημανθεί από τον Ανακριτή Π Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά στο υπ’ αριθμ. πρωτ. 809/29-11-2005 έγγραφό του προς τον Ανακριτή 5ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου μάλιστα αναφερόταν ότι η υπό κρίση υπόθεση «δεν έχει οιαδήποτε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων μέσω παιχνιδιών της __________ α.ε.» και το οποίο είχε σταλεί σε απάντηση του υπ’ αριθμ. πρωτ. 287/05/2-11-2005 εγγράφου του τελευταίου, το οποίο επίσης εστάλη ακριβούς «προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν παράλληλη πορεία των δύο δικογραφιών για την ίδια πράξη», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε αυτό. Με τον τρόπο αυτό φρονούμε ότι είχαν ήδη διευκρινιστεί μεταξύ των δύο ανακριτικών γραφείων τα αντικείμενα στα οποία θα επικεντρωνόταν η κάθε ανακριτική διαδικασία στο καθένα και, επομένως, δεν ήταν απαραίτητο, κατά την άποψή μας, να απαγγελθεί κατηγορία στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης για τις συγκεκριμένες βεβαιώσεις, οι οποίες ούτως ή άλλους θα εξεταζόταν συνολικά από το 5° Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Επομένως, φρονούμε ότι πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας η ποινική δίωξη για όλες τις κατηγορίες οι οποίες έχουν αποδοθεί στους κατηγορούμενους της παρούσας υπόθεσης και αφορούν σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα μέσω βεβαιώσεων της __________ α.ε.. Μια τέτοια κρίση είναι απόλυτα σύμφωνη με την αρχή της οικονομίας της δίκης, όπως αυτή αναλύθηκε στη μείζονα σκέψη, καθώς με τον τρόπο αυτό θα κριθεί ενιαία η υπόθεση της __________ α.ε. από τα αρμόδια δικαστικά όργανα της Αθήνας, τα οποία διαθέτουν ενώπιόν τους το σύνολο του σχετικού αποδεικτικού υλικού, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην παρούσα δικογραφία. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έπρεπε να ζητηθεί από το 5° Ειδικό Ανακριπκό Τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών η αποστολή φωτοανπγράφων του συνόλου της δικογραφίας, περιλαμβανομένων των συνημμένων στο υπ’ αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ/6386/22-12-2004 του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών – Όπλων, της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωπκών – Ότιλων και Θαλάσσιων Ελέγχων της Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (και όχι μόνο ορισμένων εγγράφων αυτής, τα οποία έχουν περιληφθεί στην παρούσα δικογραφία), καθώς και να ληφθούν περαιτέρω μαρτυρικές καταθέσεις των αναφερομένων στο ως άνω έγγραφο μαρτύρων, με αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη περαπέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, με δεδομένο μάλιστα ότι το ως άνω ανακριπκό γραφείο ούτως ή άλλως θα προβεί σε περαπέρω ανακρπικές πράξεις, καθώς, ως ήδη ελέχθη, το αντικείμενο της υπόθεσης που εκκρεμεί σε αυτό είναι ευρύτερο. Μια τέτοια κρίση θα εξασφαλίσει επίσης την αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων από τα δικαστήρια της Αθήνας και του Πειραιά για την ίδια υπόθεση. Σημειωτέον ότι οι δύο υποθέσεις ουσιαστικά βρίσκονται στο ίδιο διαδικαστικό στάδιο, ήτοι σε αυτό της ανάκρισης, δεδομένου ότι μόνο με την έκδοση βουλεύματος, κατότιιν της παρούσας πρότασής μας, θα κηρυχθεί το πέρας της ανάκρισης και θα περατωθεί ουσιαστικά αυτή (πρβλ. άρθρο 308 § 1α’ ΚΠΔ). Και ναι μεν δεν προκύπτει από σχετικά κατηγορητήρια ποιες ακριβώς πράξεις θα αποδοθούν σε κάθε ένα από τους κατηγορουμένους, καθώς στην υπόθεση που εκκρεμεί στο 5° Ειδικό Ανακριπκό Τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών δεν έχουν συνταχθεί ακόμα κατηγορητήρια, πλην όμως από το ως άνω έγγραφο του Σ.Δ.Ο.Ε, το οποίο αποτελεί κατ’ ουσία το «εισαγωγικό» της ως άνω δίκης έγγραφο, προκύπτει με σαφήνεια ότι η ως άνω ανακρίτρια οφείλει εκ των πραγμάτων να ερευνήσει τουλάχιστον τις πράξεις που περιλαμβάνονται σε αυτό (βλ. σχετικά Ν.Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Β’ έκδοση, Αθήνα 1994, σελ. 149, όπου επισημαίνεται ότι ανπκείμενο της ποινικής δίκης αποτελεί ό, π καλύπτεται / από το διαγνωστικό – διερευνητικό καθήκον του ποινικού δικαστή), ενώ άλλωστε όλες σχεδόν οι πράξεις που αποδόθηκαν στους νυν κατηγορούμενους σε σχέση με την __________ α.ε. από την Γ’ Ανακρίτρια Πειραιά περιλαμβάνονται επίσης στο ίδιο έγγραφο. Συγκεκριμένα, από την ως άνω Ανακρίτρια αποδόθηκε η πράξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκλημαπκή δραστηριότητα, στον πρώτο κατηγορούμενο __________ __________ , η οποία φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα, το 2004 και συγκεκριμένα στις 5-1-2004, στις 11-1-2004 και στις 13-1-2004 με την έκδοση, στο όνομά του τριών βεβαιώσεων κερδών από τον __________ , συνολικού ποσού 1.550.223, 25 €. Οι δύο εκ των τριών βεβαιώσεων είναι οι υπ’ αριθμ. Δ 117/5-1-2004 ύψους 324.254 € (βλ. σελ. 9 εγγράφου Σ.Δ.Ο.Ε.) και Δ 163/13-1-2004, ύψους 877.145 € (βλ. σελ. 7 εγγράφου Σ.Δ.Ο.Ε.). Στον πέμπτο κατηγορούμενο __________ __________ αποδόθηκε η πράξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκλημαπκή δραστηριότητα, η οποία φέρεται τελεσθείσα το 2004, με την έκδοση βεβαιώσεων κερδών από την __________ α.ε. ύψους 401.104 € (βλ. σελ. 5 εγγράφου Σ.Δ.Ο.Ε.). Τέλος, από τη Γ’ Ανακρίτρια Πειραιά αποδόθηκε η πράξη της άμεσης συνέργειας σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα μέσω δελτίων και βεβαιώσεων της __________ α.ε. στους κάτωθι κατηγορουμένους: (α) στο δεύτερο κατηγορούμενο __________ , η οποία φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα, το 2004 και συγκεκριμένα στις 9-1-2004 και στις 13-1-2004, με τη λήψη βεβαιώσεων κερδών στο όνομα του συγκατηγορούμενου του __________ __________ ύψους 877.145 ευρώ και συγκεκριμένα της υπ’ αριθμ. Δ 163/13-1- 2004 βεβαιώσεως (βλ. σελ. 7 εγγράφου Σ.Δ.Ο.Ε.) και στο όνομα του συνεργάτη και συνεταίρου του __________ __________ ύψους 85.307 ευρώ και συγκεκριμένα της υπ’ αριθμ. Δ 162/9-1-2004 βεβαιώσεως (βλ. σελ. 7-8 εγγράφου Σ.Δ.Ο.Ε.), (β) στον έκτο κατηγορούμενο __________ __________ , που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα, το 2004, με την προσκόμιση κερδοφόρων δελτίων της __________ α.ε. (βλ. σελ. 16 εγγράφου Σ.Δ.Ο.Ε.), (γ) στον δωδέκατο κατηγορούμενο __________ __________ , η οποία φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα, το 2004, με τον εφοδιασμό του συγκατηγορούμενού του __________ __________ με κερδοφόρα δελτία της __________ α.ε. (βλ. σελ. 2, 7, 15 εγγράφου Σ.Δ.Ο.Ε.), (δ) στον δέκατο τρίτο κατηγορούμενο __________ __________ , που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα, το 2004, με την προσκόμιση κερδοφόρων δελτίων της __________ α.ε. και τη λήψη βεβαιώσεων κερδών ύψους 769.365,75 € (βλ. σελ. 17 εγγράφου Σ.Δ.Ο.Ε.), (ε) στον δέκατο τέταρτο κατηγορούμενο __________ __________ , που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα, το 2004, με τη λήψη βεβαίωσης κέρδους από την __________ α.ε. ύψους 110.395 € και με την παράδοση κερδοφόρων δελτίων τρίτων προσώπων στην __________ α.ε. __________ (βλ. σελ. 5 εγγράφου Σ.Δ.Ο.Ε.), (στ) στον δέκατο πέμπτο κατηγορούμενο __________ __________ , που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα, το 2004, με την προσκόμιση κερδοφόρων δελτίων της __________ α.ε. και τη λήψη βεβαιώσεων κερδών ύψους 300.160 € (βλ. σελ. 6 εγγράφου Σ.Δ.Ο.Ε.), (ζ) στον δέκατο έβδομο κατηγορούμενο __________ __________ , που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα, το 2004 και συγκεκριμένα σης 5-1-2004 και στις 13-1-2004, με πι λήψη των υπ’ αριθμ. Δ 117/5-1-2004 και Δ 163/13-1-2004 βεβαιώσεων της ΟΠΑΠ α.ε. (βλ. σελ. 8-9 εγγράφου ΣΛ.Ο.Ε.) και (η) στον εικοστό κατηγορούμενο __________ __________ , που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα, το 2004, με τον εφοδιασμό του συγκατηγορουμένου του __________ __________ με κερδοφόρα δελτία της ΟΠΑΠ α.ε. (βλ. σελ. 14—15 εγγράφου Σ.Δ.Ο.Ε.). Για όλους τους ανωτέρω λόγους, θα έπρεπε, για όλες τις ανωτέρω πράξεις να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπό κρίση ποινική δίωξη, λόγω εκκρεμοδικίας.

Στην κρινόμενη περίπτωση από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που συγκέντρωσε η αστυνομική προανάκριση και η κυρία ανάκριση και ειδικότερα από τα έγγραφα της δικογραφίας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προκύπτουν κατά την κρίση μας, ότιως αυτή διαμορφώνεται σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης (ΚΠΔ 177 § 1), τα παρακάτω πραγμαπκά περιστατικά: στις 13-7-2004 και περί ώρα (Ελλάδος) 01. 45′, περίπου 100 ναυπκά μιλιά νότια – νοποανατολικά των Ισπανικών ακτών εντοπίσθηκε και καταλήφθηκε από τις Ισπανικές Αρχές το πλοίο «__________ I» με φορτίο κοκαΐνης. Κατότιιν, οδηγήθηκε στο λιμένα __________ , όπου και μετά την τελική ζύγιση αποδείχθηκε ότι το συνολικό βάρος της μεταφερόμενης κοκαΐνης ήταν 5.400 χιλιόγραμμα. Η κατάληψη του ως άνω πλοίου ήταν αποτέλεσμα πολύμηνων ερευνών του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών και Ότιλων του Σ.Δ.Ο.Ε. και συνεργασίας με την Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών της Δ.Α.Α./ΕΛ.ΑΣ., με το Τμήμα Δίωξης Ναρκωπκών του Λιμενικού Σώματος, με το D.E.A. Αθηνών και με τα Ισπανικά Τελωνεία. Με αφορμή το περιστατικό αυτό, ότιως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω υπό στοιχείο Α\ ασκήθηκε, στις 14-7-2004. ποινική δίωξη με παραγγελία μας στον Ανακριτή Πειραιώς για διενέργεια κυρίας ανάκρισης, για τις πράξεις της 1. Εγκληματικής οργάνωσης, 2. Αγοράς ναρκωτικών ουσιών από κοινού, 3. Μεταφοράς ναρκωπκών από κοινού, 4. Οργάνωσης, χρηματοδότησης, / κατεύθυνσης και εποπτείας κατά συναυτουργία σε αγορά, μεταφορά και κατοχή ναρκωπκών ουσιών από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν την ιδιαίτερη επικινδυνότητα των δραστών, 5. Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (άρθρο 1 περ. α’ υποπερ. αα’, β’, γ’, 2 ν. 2331/1995), 6. Παράβασης άρθρου 1 § 1α’ και 7 §§ 1,2α’, 8 ν. 2168/1993, 7. Παράβασης άρθρου 1 § 1 εδ. δ’ και 7 §§ 1-2 εδ. β’ και 8 α’ Ν. 2168/1993, 8. Παράβασης άρθρου 8 § 4 και 22 § 6 ν. 1599/1986, 9. Ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και 10. Παράβασης άρθρων 2 β’, αα’, δδ’ και 59 εδ. α’, β’ ν. 3028/2002, κατά των 1. __________ __________ του __________ , 2. __________ __________ του __________ , 3. __________ __________ του __________ , 4. __________ __________ του __________ , 5. __________ __________ του __________ , 6. __________ – __________ __________ του __________ , 7. __________ __________ του __________ , 8. __________ __________ του __________ , 9. __________ __________ του __________ , 10. __________ __________ του __________ και 11. __________ __________ του __________ . Κατότιιν διενέργειας κύριας ανάκρισης εξεδόθη το υπ’ αριθμ. 328/1-8-2005 βούλευμα τοο Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με το οποίο παραττέμφθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Πειραιά οι ως άνω προαναφερθέντες κατηγορούμενοι, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίποι των εγκλημάτων της 1. Εγκληματικής οργάνωσης, 2. Οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε αγορά, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών (κοκαΐνης) από κοινού, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι, 3. Αγοράς ναρκωπκών ουσιών από κοινού, 4. Μεταφοράς ναρκωπκών από κοινού, 5. Παράνομης κατοχής ότιλων και ττυρομαχικών, 6. Ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και 7. Παράβασης άρθρων 2 β’, αα’, δδ’ και 59 εδ. α’, β’ ν. 3028/2002. Η υπόθεση βέβαια δεν εισήχθη για εκδίκαση ως προς τους τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο των κατηγορουμένων __________ __________ , __________ __________ , __________ __________ , __________ __________ και __________ __________ , διότι αυτοί κρατούνταν στην Ισπανία, όπου και επρόκεπο να δικαστούν. Επί της υποθέσεως εξεδόθη σε πρώτο βαθμό η υπ’ αριθμ. 670, 671, 672, 673/9-11-2005, 686/14-11-2005, 726/29-11-2005, 748V2-12- 2005, 753/5-12-2005, 819/22-12-2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, στο σκεπτικό της οποίας γίνεται δεκτό ότι στις 13-7-2004, περι·ώρα Ελλάδος 01. 45′, νοτιοανατολικά των Ισπανικών ακτών καταλήφθηκε από τις Ισπανικές Αρχές το πλοίο «__________ » με φορτίο κοκαΐνης, το συνολικό βάρος της οποίας, μετά την τελική ζύγιση αποδείχθηκε ότι ήταν 5.400 χιλιόγραμμα. Συγκεκριμένα, όπιως αναφέρεται στην απόφαση, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 150 δέματα μέσου βάρους 36 χιλιόγραμμων κοκαΐνης το καθένα. Από τα έγγραφα του πλοίου, το οποίο ήταν κατασκευασμένο και προορισμένο για αλιεία γαρίδας, προέκυπτε ότι είχε σημαία __________ , ότι ιδιοκτήτρια ήταν η εταιρία με την επωνυμία «__________ Ltd» με έδρα τη __________ , στη διεύθυνση __________ και ότι αντιπρόσωπος της ήταν ο __________ __________ . Εντούτοις, το ως άνω δικαστήριο, μέσα από ένα σκεπτικό αρκετών σελίδων (βλ. σελ. 342 – 350 απόφασης), δέχεται ότι οι __________ __________ , __________ __________ και __________ __________ ήταν αυτοί οι οποίοι συνεργάστηκαν και φρόνησαν για την αγορά του πλοίου και για την προετοιμασία αυτού, προκειμένου να πραγματοποιηθεί το παράνομο ταξίδι και ήταν σε συνεχή επικοινωνία και κατά τη διάρκεια αυτού. Από την άλλη πλευρά, το δικαστήριο δεν πείστηκε με βεβαιότητα ότι η ένωση των τριών ως άνω κατηγορουμένων αποτελούσε δομημένη ομάδα κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 187 Π.Κ., διότι, κατά την εκτιμησή του, στη συγκρότησή της προείχαν περισσότερο οι διαπροσωπικές σχέσεις των κατηγορουμένων, με συνέπεια να μη μπορεί να της αποδοθεί πραγματοπαγής χαρακτήρας. Γι αυτό, ενόψει και του ότι δεν προσκομίστηκαν και ικανά ενοχοποιητικά στοιχεία για τη διάρκαα της δράσης (σελ. 352 ως άνω απόφασης), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ως άνω κατηγορούμενα πρέπει, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθούν ένοχοι του εγκλήματος της εγκληματικής συμμορίας (ΠΚ 187 § 3), αφού αποδεικνύεται ότι ενώθηκαν μεταξύ τους και με το πλήρωμα του πλοίου «__________ » για να διαπράξουν κακούργημα και συγκεκριμένα αυτό της οργάνωσης, χρηματοδότισης. κατεύθυνσης και επόπτευσης μεταφοράς ναρκωπκών ουσιών. Με αυτές τις παραδοχές, το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους __________ __________ , __________ __________ και __________ __________ των πράξεων της 1. Οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτάας σε αγορά, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών (κοκάινης) από κοινού, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι, 2. Σύστασης συμμορίας, 3. Μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών από κοινού και 4. Κατοχής όπλων και πυρομαχικών, ήτοι για παράβαση των άρθρων 1,8 περ. θ’, 12,13 περ. στ’ και ζ’ 16. 17. 18,19, 26 § 1, 27 § 1,45,51 . § 1, 57, 59 § 1, 94 § 1, 187 § 3 Ποινικού Κώδικα, άρθρων 4 §§ 1, 3 Την Β’ 3, 5 § 1 περ. ζ’ και ιγ’ και 8 ν. 1729/1987, καθώς και των άρθρων 1 § Ι0’*06′, 7 §§ 1, 2°’ και 8α’ ν. 2168/1993. Ειδικότερα το δικαστήριο έκρινε, πέραν της τέλεσης του εγκλήματος της κατοχής όπλων και πυρομαχικών, το οποίο δεν μας αφορά στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, ότι οι ως άνω τρεις κατηγορούμενοι (Α) στον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο του έτους 2004 μέχρι την 13-7-2004, με πρόθεση ενεργώντας οργάνωσαν, χρηματοδότησαν, κατηύθυναν και επότιτευσαν τη μεταφορά ναρκωυικών ουσιών, και ειδικότερα κοκαΐνης, συνολικού βάρους 5.400 χιλιόγραμμων, αφού από κοινού φρόντισαν για την αγορά του πλοίου «__________ », την προετοιμασία αυτού και την επάνδρωση για το παράνομο ταξίδι, το οποίο πραγματοποίησε υπό τη συνεχή εποπτεία τους μέχρι την 13-7-2004 που καταλήφθηκε από τις Ισπανικές αρχές, φορτωμένο με την προαναφερόμενη ποσότητα κοκαΐνης. Στην ανωτέρω πράξη δε οι κατηγορούμενοι προέβησαν κατ’ επάγγελμα και συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι’ (Β) στον Πειραιά, κατά τον αμέσως πριν από την 5-5-2004 χρόνο, ενώθηκαν μεταξύ τους, αλλά και με τους __________ __________ , __________ __________ , __________ __________ , __________ __________ και __________ __________ για να διαπράξουν την περιγραφόμενη υπό στοιχείο Α’ κακουργημαπκή παράνομη πράξη, ο δε πρώτος κατηγορούμενος __________ __________ , (Γ) κατά το χρονικό διάστημα από 15-6-2004 έως 13-7-2004, με πρόθεση ενεργώντας από κοινού με τους __________ __________ , __________ __________ , __________ __________ , __________ __________ και __________ __________ μετέφεραν από το μέσον του Ατλαντικού Ωκεανού στις Ισπανικές Ακτές, με το πλοίο «__________ » ποσότητα κοκαΐνης, συνολικού βάρους 5.400 χιλιογράμμων. Εν προκειμένω, λοιπόν, ως «βασικά εγκλήματα» από τα οποία προήλθαν τα έσοδα τα οποία κατότιιν φέρονται ότι νομιμοποιήθηκαν δύνανται να θεωρηθούν μόνο αυτά της «οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποτπείας σε αγορά, κατοχή και μεταφορά ναρκωπκών ουσιών (κοκαΐνης) από κοινού, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι» και της ((μεταφοράς ναρκωπκών ουσιών από κοινού», με δεδομένο ότι η «σύσταση συμμορίας», η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 187 § 3 του Ποινικού Κώδικα, δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των βασικών εγκλημάτων του άρθρου 1 στοιχείο α’ του ν. 2331/1995, όπως το στοιχείο α’ αντικαταστάθηκε με την § 1 του άρθρου 2 του ν. 3424/2005, στον οποίο αναφέρονται μόνο τα προβλεπόμενα της παραγράφους 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα εγκλήματα (περίπτωση i (αα)). Τα ως άνω βασικά εγκλήματα τελέσθηκαν δε, σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, το μεν πρώτο κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο του έτους 2004 μέχρι την 13-7-2004, το δε δεύτερο κατά το χρονικά διάστημα από 15-6-2004 έως 13-7-2004.

Κατότιιν τούτου, για οποιαδήποτε πράξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που φέρεται εκτελεσθείσα πριν την 1-4-2004, έχουμε την άποψη ότι δεν συντρέχει η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, η οποία, ότιως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, προϋποθέτει τα έσοδα να προέρχονται ακριβώς από κάποια εγκλημαπκή δραστηριότητα και άρα – λογικά και νομικά – την τέλεση ενός ή περισσοτέρων βασικών εγκλημάτων, οι σχετικές δε κατηγορίες που αποδόθηκαν στους κατηγορουμένους για πράξεις τελεσθείσες πριν την 1-4-2004 δεν στηρίζονται στο νόμο. Η σκέψη δε ότι οι τρεις ως άνω κατηγορούμενοι «είχαν από τις αρχές ήδη του 2004 έρθει σε επαφές με διεθνές κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και είχαν εισπρύξει χρηματικά ποσό για τη διάπραξη του ως άνω αδικήματος», η οποία περιλαμβάνεται στα ανακριπκά κατηγορητήρια τα οποία συνετάγησαν και βάσει των οποίων απολογήθηκαν οι κατηγορούμενοι, αν και βέβαια δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς ως ενδεχόμενο, αποτελεί, κατά την κρίση μας, αυτό ακριβώς που η νομολογία μας δεν αποδέχεται, ότιως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ήτοι τπθανολόγηση και εικασία, καθώς δεν στηρίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο από τα περιλαμβανόμενα στη δικογραφία, επομένως οι σχετικές κατηγορίες τυγχάνουν ταυτόχρονα και ουσία αβάσιμες. Σημειωτέον ότι αν το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, το οποίο εξέδωσε το παραπεμπτικό βούλευμα υπ’ αριθμ. 328/2005 ή το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά, το οποίο δίκασε τα ως άνω βασικά εγκλήματα, είχαν διαπιστώσει την ύπαρξη επαφής των κατηγορουμένων με διεθνές κύκλωμα διακίνησης ναρκωπκών ουσιών και (προ)είσπραξη χρημαπκών ποσών για τη διάπραξη του ως άνω αδικήματος, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Ιανουάριου έως το τέλος Μαρτίου 2004, θα είχαν περιλάβει σχεπκή σκέψη στις αποφάσεις τους, καθώς μια τέτοια επαφή θα συνιστούσε επίσης πράξη οργάνωσης και χρηματοδότησης της πράξης της μεταφοράς των ναρκωπκών ουσιών με το πλοίο «__________» . Ιδιαίτερα σημανπκό επίσης είναι να τονιστεί ότι στο ως άνω παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, ως χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της εγκλημαπκής οργάνωσης (ΠΚ 187 § 1), αναφερόταν «μη επακριβώς εξακριβωθείς χρόνος, τουλάχιστον όμως από το έτος 2002 έως τις 13-7-2004». (βλ· 32° Φύλλο του βουλεύματος υττ’ αριθμ. 328/2005). ο δε πρώτος κατηγορούμενος, επιχειρηματίας __________ __________ , είχε παραπεμφθεί για να δικαστεί ως συντονιστής και διαχειριστής των χρηματικών ποσών και μεταφορικών μέσων της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία, σύμφωνα με το ίδιο βούλευμα, επιδιδόταν σε διακίνηση μεγάλων φορτίων κοκαΐνης με πλοία από τη Ν. Αμερική στην Ευρώπη και κυρίως στην Ισπανία, το Βέλγιο και την Ολλανδία, όντας σε στενή διασύνδεση με αντίστοιχες οργανώσεις του εξωτερικού. Ομοίως, τα διαλαμβανόμενα στην υττ’ αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ. 228/Υ2Ν/24-1-2005 πορισματική αναφορά του Σ.Δ.Ο.Ε. επί της συγκεκριμένης υποθέσεως (σελ. 9-10), ότι δηλαδή το πλοίο «__________ », συμφερόντων του __________ __________ , χρησιμοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2003, για την μεταφορά μεγάλου φορπ’ου κοκαΐνης από τη Βραζιλία, την οποία εκφόρτωσε σε κάποιο σημείο στη Δυτική Αφρική ή την Ισπανία, με αποτέλεσμα όταν έγινε νηοψία από τις Ολλανδικές Αρχές στη Βόρειο Θάλασσα να μη βρεθούν ναρκωτικά, αποτελούν περαστικά τα οποία ήδη κατατέθηκαν στο δικάσαν δικαστήριο από την υπάλληλο του Σ.Δ.Ο.Ε. __________ __________ , χωρίς, όμως, το δικαστήριο να αχθεί σε καταδικαστική κρίση για το έγκλημα της εγκληματικής οργάνωσης. Αντίθετα, το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση, μετά από μία εξαντλητική διαδικασία, η οποία διήρκεσε 19 ημέρες και κατόπιν εκτίμησης όλων των αποδεικτικών μέσων της ακροαματικής διαδικασίας, έκρινε ότι «δεν προσκομίστηκαν και ικανά ενοχοποιητικά στοιχεία για τη διάρκεια της δράσης» της ομάδας που σχηματίστηκε από τους ως άνω τρεις κατηγορουμένους και προέβη, ως ήδη αναφέρθηκε, σε επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της εγκληματικής οργάνωσης (ΤΙΚ 187 § 1) στο έγκλημα της εγκληματικής συμμορίας (ΤΙΚ 187 § 3), με χρόνο τέλεσης αυτού τον ((κατά τον αμέσως πριν από την 5-5-2004 χρόνο». Με το δεδομένο αυτό, φρονούμε ότι και το Συμβούλιό Σας, αν και η σχετική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά δεν έχει καταστεί ακόμα τελεσίδικη ή αμετάκλητη, πρέπει να υιοθετήσει την κρίση του, ως αρμοδίου δικαστηρίου για την εκδίκαση των ως άνω βασικών εγκλημάτων, όσον αφορά το χρόνο τέλεσης αυτών, ο οποίος ήδη κρίθηκε ότι ξεκινάει από τον Απρίλιο του 2004.

Στα πλαίσια της διενεργούμενης κύριας ανάκρισης εξεδόθησαν, σύμφωνα με τα άρθρα 249 §§ 2,3 ΚΠΔ, οι παραγγελίες του Ανακριτή Γ’ Τμήματος υττ’ αριθμ. 605/20-7-2004, 605 Α727-7-2004, 781/22-10-2004. 844/9-11-2004, 955/10-12-2004, 93/26-1-2005 προς το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, προκειμένου να διερευνηθούν οι τραπεζικοί λογαριασμοί των σε αυτές αναφερομένων προσώπων και εταιριών και να εξακριβωθεί εάν και ποια χρηματικά ποσά που περιέχονται σε αυτούς προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα από εμπορία κοκαΐνης, να ληφθούν οι σε αυτές αναφερόμενες μαρτυρικές καταθέσεις και να διενεργηθούν οι σε αυτές αναφερόμενες έρευνες. Στα πλαίσια της εκτέλεσης των ως άνω παραγγελιών διενεργήθηκε οικονομική έρευνα από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, Περιφερειακή Διεύθυνση Αττικής, Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών και Θαλάσσιων Ελέγχων, Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών και συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ 228/Υ2Ν/24-1 -2005 Πορισματική Αναφορά. Από την ανωτέρω πορισματική αναφορά προκύπτει ότι ο πρώτος κατηγορούμενος __________ __________ έως το 1997 διατηρούσε μια ατομική επιχείρηση από τήν οποία δήλωνε ιδιαίτερα χαμηλά εισοδήματα, ενώ από το 1998 και τα επόμενα έτη γνωρίζει ξαφνική και αδικαιολόγητη οικονομική άνθηση. Συγκεκριμένα, για τις χρονικές περιόδους από 1-1-1994 έως 31-12-1994 και από 1-1-1995 έως 31-12¬1995, σύμφωνα με τις φορολογικές του δηλώσεις, διατηρούσε ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών «__________ » στους __________ και δήλωσε ζημία 19.421 δρχ. το 1994 και ζημία 16.009 δρχ. το 1995. Για τη χρονική περίοδο από 1-1-1996 έως 31-12-1996 διατηρούσε την ίδια επιχείρηση από την οποία δήλωσε κέρδη 21.346 δρχ. και δαπάνη 700.000 δρχ. για την αγορά μοτοσικλέτας. Για τη χρονική περίοδο από 1-1-1997 έως 31-12-1997 δήλωσε κέρδη από την ίδια ως άνω επιχείρηση ύψους 34.684 δρχ. Για τη χρονική περίοδο από 1¬1-1998 έως 31-12-1998, σύμφωνα με τη φορολογική του δήλωση, διατηρούσε την ίδια επιχείρηση και δήλωσε κέρδη 136.189 δρχ. Επίσης, δήλωσε τη συμμετοχή του στην εταιρία «__________» με έδρα την __________ με ποσοστό 60% από την οποία δεν δήλωσε έσοδα. Η ανωτέρω εταιρία έκανε έναρξη εργασιών στις 11-11-1998, με αντικείμενο εργασιών «Αλιεία και διακίνηση ιδίων αλιευμάτων» με συνολικό κεφάλαιο σύστασης 10.000.000 δρχ. διαιρουμένου σε 1.000 μετοχές, με αξία εκάστης 10.000 δρχ. Μέλη δε του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας ήταν οι πρώτος κατηγορούμενος __________ __________ , ως Πρόεδρος του Δ.Σ. με 600 μετοχές (που αντιστοιχούν στο 60 % της εταιρίας), ο πέμπτος κατηγορούμενος __________ __________ , ως Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. με 200 μετοχές (που αντιστοιχούν στο 20 % της εταιρίας) και ο __________ __________ του __________ , ως Γραμματέας του Δ.Σ. με 200 μετοχές (που αντιστοιχούν στο 20 % της εταιρίας). Στις 30-12-1998 η ανωτέρω εταιρία προβαίνει στην αγορά του αλιευτικού σκάφους «__________», το οποίο στη συνέχεια μετονομάστηκε σε «__________», Ν.Π. 8392, έναντι άγνωστου τιμήματος. Για τη χρονική περίοδο από 1-1-1999 έως 31-12-1999, σύμφωνα με τη φορολογική του δήλωση, διατηρούσε την ως άνω ατομική του επιχείρηση από την οποία δήλωσε κέρδη 156.969 δρχ. και κέρδη 1.792.931 δρχ. από τη συμμετοχή του στην εταιρία «__________» Επίσης, δήλωσε δαπάνη 2.950 δρχ. για την αγορά ποσοστού 50% συνιδιοκτησίας του σκάφους αναψυχής «Κουρσάρος». Στις 15-9-1999 η εταιρία «__________ .» προέβη στην αγορά του αλιευτικού σκάφους «__________ » Ν.Π. 5496, ένανπ αγνώστου στην ανάκριση τμήματος. Στις 27-9-1999, ο __________ __________ συμμετείχε με ποσοστό 50% (συμμετοχή 75.000.000 δρχ.) στην ίδρυση της εταιρίας «__________ Ε.Π.Ε.» με έδρα την οδό __________ αριθμός __ στον __________ , με συνολικό αρχικό μετοχικό κεφάλαιο 150.000.000 δρχ. Στις 28-12-1999 η ανωτέρω εταιρία προέβη στην αγορά της πολυτελούς θαλαμηγού «__________ » Ν.Π. 10692 (το οποίο στη συνέχεια μετονομάστηκε ως «__________ » Ν.Π. 7857) ένανπ αγνώστου τμήματος. Στην εταιρία πέραν του __________ __________ συμμετείχαν ο πέμπτος κατηγορούμενος __________ __________ και ο __________ Γιαννάκης με ποσοστό 25% έκαστος. Ως διαχειριστής και εκπρόσωπος της εταιρίας φερόταν ο __________ __________ . Επίσης, στις 30-8-1999 ο __________ __________ προέβη στην αγορά 86.303 μετοχών της μη εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών εταιρίας παραγωγής και εμπορίας ενδυμάτων «__________ α.ε», ένανπ συνολικού τμήματος 86.303.000 δρχ., τις οποίες και πούλησε στις 19-10-1999 έναντι τιμήματος 100.000.000 δρχ. στο Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρίας και δέκατο τρίτο κατηγορούμενο __________ __________ . Επιπλέον, μετά από σχετική έρευνα προέκυψε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 2-11-1999 έως 23-12-1999 ο __________ __________ προέβη, μέσω της χρηματιστηριακής εταιρίας «__________ ΑΕ.», σε τμηματική αγορά μετοχών συνολικής αξίας 2.049.881.206 δρχ., για τις οποίες αγορές το αυτό χρονικό διάστημα κατέβαλε συνολικά 193.746.934 δρχ., τα οποία δεν δικαιολογούνται, σύμφωνα με το Σ.Δ.Ο.Ε. από τα δηλωθέντα ως ανωτέρω νόμιμα εισοδήματα του. Επίσης κατά το χρονικό διάστημα από 21-12-1999 έως 24-12-1999 προέβη μέσω της χρηματιστηριακής εταιρίας «__________ ΑΕ.», στην αγορά 43.050 μετοχών της εταιρίας «__________ α.ε», συνολικής αξίας 447.150.186 δρχ., τις οποίες και πούλησε στις 27-12-1999 έναντι 490.817.335 δρχ., αποκομίζοντας κέρδη 43.667.148 δρχ., τα οποία και συμπεριέλαβε στη φορολογική του δήλωση. Για τη χρονική περίοδο από 1-1-2000 έως 31-12-2000, σύμφωνα με τη φορολογική του δήλωση διατηρούσε την ως άνω ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών «__________», από την οποία δεν δήλωσε κέρδη, ενώ δήλωσε κέρδη 14.039.706 δρχ. από τη συμμετοχή του στην εταιρεία «__________». Στις 5 – 6 – 2000 ο __________ __________ συμμετείχε στην ίδρυση της εταιρίας εμπορίας ειδών ένδυσης, υπόδησης και αξεσουάρ «__________», για την οποία αναφερόμαστε αναλυτικότερα κατωτέρω. Στις 21 – 8 – 2000 ο __________ __________ ίδρυσε την εταιρία «__________» με έδρα την οδό __________ αριθμ. __ στον __________ . Από τα φορολογικά αρχεία προκύπτει ότι η ανωτέρω εταιρεία έκανε έναρξη εργασιών στις 21 – 08 – 2000 και ότι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας σύμφωνα με την εταιρική σύμβαση ήταν οι (α) __________ __________ του __________ , ως Πρόεδρος του Δ.Σ., ο οποίος εκπροσωπούσε την εταιρεία, (β) ο πέμπτος κατηγορούμενος __________ __________ του __________ , ως Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. και (γ) ο __________ __________ του __________ , ως Γραμματέας του Δ.Σ. Η ως άνω εταιρία έχει υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος μόνο για το οικονομικό έτος 2001, με μηδενικά ακαθάριστα έσοδα. Επίσης από το τμήμα Κ.Β.Σ. της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Πλοίων διαπιστώθηκε ότι δεν έχει θεωρήσει ποτέ βιβλία και στοιχεία. Από τα τραπεζικά αρχεία, τις χρηματιστηριακές εταιρείες, καθώς και από τα υποθηκοφυλακεία της χώρας δεν υπάρχει μέχρι σήμερα καμία δραστηριότητα για την ανωτέρω εταιρία. Για τη χρονική περίοδο από 1-1-2001 έως 31-12-2001, σύμφωνα με τη φορολογική του δήλωση διατηρούσε την ως άνω ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών «Καφέ-Ηλεκτρονικά». από την οποία δεν δήλωσε κέρδη, ενώ δήλωσε κέρδη 8.590.810 δρχ. από τη συμμετοχή του στην εταιρεία «__________ υ> και μερίσματα από μετοχές εισηγμένης στο ΧΑΑ. εταιρίας ύψους 15.500 δρχ. Σύμφωνα με το πόρισμα του Σ.Δ.Ο.Ε., το 2001 ο __________ __________ για πρώτη φορά νομιμοποίησε 199.299.756 δρχ., προερχόμενα από την εγκληματική του δραστηριότητα, τα οποία δήλωσε ως κέρδη από την __________ Α.Ε. και συγκεκριμένα από δελτία «__________». Σημειώνεται ότι η αρχική πληροφορία που περιήλθε στην ως άνω υπηρεσία, έκανε λόγο για μεγάλο φορτίο κοκαΐνης, το οποίο είχε έρθει στην Ελλάδα το 2001 (Ιούνιος – Ιούλιος) και είχε αποθηκευτεί από τον __________ __________ με σκοπό να το μεταφέρει στο εξωτερικό. Για τη χρονική περίοδο από 1-1-2002 έως 31-12-2002, σύμφωνα με τη φορολογική του δήλωση, διατηρούσε την ως άνω ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών «__________ » από την οποία δεν δήλωσε κέρδη, ενώ δήλωσε κέρδη 629,92 € από την «__________» και μερίσματα 640 € Στην ίδια φορολογική δήλωση δήλωσε κέρδη από την __________ α.ε. και συγκεκριμένα από δελτία «__________ » ύψους 2.551.371,97 € με τα οποία, σύμφωνα με την έκθεση του Σ.Δ.Ο.Ε., νομιμοποίησε έσοδα προερχόμενα ^ττό την εγκληματική του δραστηριότητα. Στις 1-3-2002 ο __________ __________ συμμετείχε στην ίδρυση της εταιρίας «__________ α.ε.» με αντικείμενο εργασιών «Κατασκευαστική – Τεχνική – Εμπορία» και με έδρα την οδό __________ αρ. __ στο __________ , για την πορεία της οποίας θα αναφερθούμε αναλυτικότερα παρακάτω. Στις 30-3-2002 ο __________ __________ ίδρυσε την εταιρία «__________ » με έδρα στο Δήμο __________ (οδός __________ αρ. __). Στην εταιρία συμμετείχαν οι __________ __________ με ποσοστό 99% και __________ __________ με ποσοστό 1%. Το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας είναι 10.000 € διαιρούμενο σε 1.000 μετοχές αξίας 10 € έκαστη. Το Δ.Σ. της εταιρείας αποτελούσαν οι __________ __________ ως Πρόεδρος, ο πέμπτος κατηγορούμενος __________ __________ ως Γραμματέας και ο __________ __________ του __________ ως Αντιπρόεδρος. Σημειώνεται ότι στις 11-9-2002 επήλθε αλλαγή στη μετοχική σύνθεση της εταιρείας «__________ Λ. Ο __________ __________ κατέχει πλέον 800 μετοχές και από 70 οι __________ __________ και __________ __________ . Για τη χρονική περίοδο από 1-1-2003 έως 31-12-2003, σύμφωνα με τη φορολογική του δήλωση ο __________ __________ δήλωσε μηδενικά εισοδήματα, τόσο από την ως άνω ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών «__________ », όσο και από τις εταιρίες στις οποίες συμμετέχει. Σύμφωνα με τη φορολογική του δήλωση τα μοναδικά του έσοδα για αυτό το έτος αποτελούν κέρδη από τον __________ ύψους 5.422.047,7 € με τα οποία, σύμφωνα με την έκθεση του Σ.Δ.Ο.Ε, νομιμοποίησε έσοδα προερχόμενα από την εγκληματική του δραστηριότητα. Από την οικονομική έρευνα που διενήργησε η ως άνω υπηρεσία προέκυψαν τα κάτωθι. Η «__________ »>, για το έτος αυτό έχει δηλώσει ζημία -1.047.797,94 € με αναλογία στον __________ __________ (60%) ζημιά -628.678,74 € Παρά τις υψηλές ζημίες για το 2003, τα σχετικά χαμηλά κέρδη τα προηγούμενα έτη και τα χαμηλά της κεφάλαια, στις 27 – 06 – 2003 η «__________ « προβαίνει στην αγορά και τρίτου αλιευτικού σκάφους, του «__________ ». Ν.Π. 8381 ένανπ αγνώστου στην ανάκριση πμήματος. Η {(__________ v£j>. για το έτος αυτό έχει δηλώσει ζημία – 5.595,71 € με αναλογία στον __________ (99%) ζημιά – 5.539,75 € Σημειώνεται ότι στις 30-10-2003 η εταιρία, με αρχικό κεφάλαιο ιδρύσεως μόλις 10.000 € προέβη στην αγορά του αλιευτικού «__________» (πρώην __________ ) Ν.Π.7242 έναντι αγνώστου στην ανάκριση τμήματος. Επιπλέον των ανωτέρω, στις 26-2-2003 ο __________ __________ ιδρύει και άλλη εταιρία, την «__________ α.ε.», Εμπορίας και Κτηματικών Επενδύσεων, με έδρα την διεύθυνση __________ στον __________ , για την οποία βλέπε αναλυτικότερα κατωτέρω. Στις 04-06-2003 ο __________ __________ ιδρύει την εταιρία «__________ α.ε. Χονδρικό Εμπόριο Προϊόντων Αρτοποιίας», για την οποία επίσης θα αναφερθούμε αναλυτικότερα παρακάτω.

Στις 24 – 5 – 2000 ο __________ __________ , ότιως αναφέρθηκε ανωτέρω, κατέβαλε 10.000.000 δρχ. και συμμετείχε με ποσοστό 50% στην ίδρυση της εταιρίας με την επωνυμία «__________ Ανώνυμη __________ Εταιρία Ειδών Ενδύσεως, Υποδήσεως και Αξεσουάρ» με έδρα το Δήμο __________ (Φ.Ε.Κ. ΤΛ.Ε. και Ε.Π.Ε. 4338/13-6-2000) και διακριτικό τίτλο «__________ ». Η εταιρία «__________ α.ε.», ήταν η μοναδική και αποκλειστική προμηθεύτρια της ως άνω εταιρίας, η οποία και χρησιμοποιούσε το σήμα αυτής, δυνάμει σχετικού Ιδιωτικού Συμφωνητικού Παραχώρησης Αδειας Χρήσης Σήματος που συνήφθη μεταξύ τους στις 6-12¬-2000. Η στενή σχέση μεταξύ των δυο εταιριών φαίνεται και από το ότι, ότιως αναφέρεται και στην από 14-7-2004 επιστολή της εταιρίας «__________ α.ε.» προς το Σ.Δ.Ο.Ε., το 2003 ο __________ __________ εγγυήθηκε την από μέρους της εταιρίας αυτής λήψη δανείου από την __________ Τράπεζα με δέσμευση χρημάτων του κατατεθειμένων σε λογαριασμό της εν λόγω τράπεζας ύψους 3.000.000 € περίπου. Στην εταιρία «__________ α.ε») πέραν του __________ __________ συμμετείχαν οι __________ __________ με ποσοστό 30%, ο οποίος κατέβαλε 6.000.000 δρχ. και ο __________ __________ με ποσοστό 20%, ο οποίος κατέβαλε 4.000.000 δρχ. Στις 12 – 9 – 2000 έγινε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας κατά 30.000.000 δρχ., τα οποία κατέβαλε εξ’ ολοκλήρου ο __________ __________ , ο οποίος κατείχε πλέον το 80%, ενώ ο __________ __________ κατείχε το 12% και ο __________ __________ το 8%. Στις 31-7-2001 έγινε νέα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας «__________ α.ε.» κατά 25.000.000 δρχ., τα οποία κατέβαλε εξ’ ολοκλήρου ο __________ __________ , ο οποίος αγόρασε τα 4.000 από τις μετοχές του __________ __________ και τις 4.000 μετοχές του __________ __________ . Παράλληλα, ο __________ __________ πούλησε τις υπόλοιπες 2.000 μετοχές του στην __________ __________ και έτσι το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας ανερχόταν σε 75.000.000 δρχ., εκ των οποίων ο __________ __________ είχε καταβάλλει συνολικά 73.000.000 δρχ., κατέχοντας το 97,3% της εταιρίας, ενώ η __________ __________ κατείχε μόλις το 2,7%. Ακολούθως, στις 9-7-2002 η εταιρία «__________ α.ε») προέβη, λόγω συσσωρευμένων ζημιών τα έτη 2001 και 2002, σε νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 386.250 € που έγινε με αύξηση της ονομαστικής αξίας των μετοχών από 2,93 € σε 3 € έκαστη και έκδοση 127.000 νεων μέτοχων. Στις 5-12-2002 έγινε νέα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας κατά 735.000 €. Οι ανωτέρω αυξήσεις καλύφθηκαν εξ ολοκλήρου από τον __________ __________ . Έτσι το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας ανερχόταν πλέον σε 1.341.000 € διαιρούμενο σε 447.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 3 € έκαστη, εκ των οποίων ο __________ __________ κατείχε 445.000 μετοχές και ποσοστό 99.6%, έχοντας καταβάλλει συνολικά 1.335.000 €. Στις 24-10-2003 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας Αθηνών το από 17-6-2003 σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης των ανωνύμων εταιριών «__________ α.ε.» και «__________ α.ε.», δια απορροφήσεως της πρώτης από τη δεύτερη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 69-77 του κ.ν. 2190/1920 ((περί ανωνύμων εταιριών», το οποίο δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. Τ.Α.Ε. και Ε.Π.Ε. 11482/27-10-2003 και το οποίο υπεγράφη από τον __________ __________ για την εταιρία «__________ α.ε.» και από τον __________ __________ για την εταιρία «__________ α.ε.». Σύμφωνα με το ανωτέρω σχέδιο, η νέα εταιρία θα είχε μετοχικό κεφάλαιο 4.167.216 € διαιρούμενο σε 1.389.072 μετοχές ονομαστικής αξίας 3 € εκάστη, εκ των οποίων οι παλαιοί μέτοχοι της “__________ α.ε” θα ελάμβαναν 694.414 νέες μετοχές (ποσοστό 49,99%) και οι μέτοχοι της «__________ α.ε.» θα ελάμβαναν 694.658 νέες μετοχές (ποσοστό 50,01%), εκ των οποίων 691.550 (ποσοστό 49,78%) ο __________ __________ και 3.108 (ποσοστό 0,23%) η __________ __________ . Σύμφωνα με το σχέδιο συγχώνευσης ορίζεται η 1-1-2003 ως η ημερομηνία από την οποία οι μετοχές που θα παραδιδόταν στους μετόχους της απορροφούμενης εταιρίας («__________ α.ε.») θα είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της απορροφούσας («__________ α.ε.»).

Επίσης, από την ίδια ημερομηνία οι πράξεις της απορροφούμενης θα θεωρούνταν από λογιστικής άποψης ότι γίνονται για λογαριασμό της απορροφούσας. Μέχρι και τις 20-1-2005 δεν είχαν υποβληθεί στη Διεύθυνση Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας Αθηνών από την εταιρία «__________ α.ε.» περαιτέρω στοιχεία για την πραγματοποίηση της εν λόγω συγχώνευσης, ενώ σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 6244/1-11-2007 έγγραφο της Διεύθυνσης α.ε. και Εμπορίου της Νομαρχίας Αθηνών, η απόφαση συγχώνευσης έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί μέχρι τέλους της διαχειριστικής χρήσης του έτους 2003, δεδομένου ότι οι διαδικασίες της συγχώνευσης χρησιμοποίησαν σαν ισολογισμό μετασχηματισμού αυτόν της χρήσης 2002. Για τη σχεδιαζόμενη αυτή συγχώνευση αποδόθηκαν στο μεν πρώτο κατηγορούμενο __________ __________ η
κατηγορία της απόπειρας νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, στο δε δέκατο τρίτο κατηγορούμενο __________ _______ κατηγορία της άμεσης συνέργειας σε αυτή. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, αλλά και στην αρχή της ελάσσώνος  πρότασής μας, φρονούμε ότι δεν στοιχειοθετούνται τα ανωτέρω αδικήματα, διότι κατά το χρόνο κατά τον οποίο συντάχθηκε το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης των ανωνύμων εταιριών «__________ α.ε.» και «__________ α.ε», ήτοι στις 17-6-2003, περίπου ένα χρόνο πριν την κατάληψη του «__________» δεν υπήρχε καν αρχή εκτέλεσης των βασικών εγκλημάτων της «οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε αγορά, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών (κοκαΐνης) από κοινού, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο») και της «μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών από κοινού».
Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι στο Γ’ Ανακριτικό Γραφείο του Πρωτοδικείου Πειραιά εστάλησαν από την Εισαγγελία του Hildesheim. στη Γερμανία, επικυρωμένα αντίγραφα ανακρπικής δικογραφίας με στοιχεία 11 Js 26030/04 κατά __________ __________ , ο οποίος κατηγορήθηκε για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, στην οποία περιλαμβάνονται και πλήθος στοιχείων σε βάρος του __________ __________. Από τα επισήμως μεταφρασμένα αντίγραφα της δικογραφίας αυτής προκύπτει ότι βρέθηκαν στην περιοχή του __________ και κατασχέθηκαν προσωρινά, με σκοπό να δημευθούν αργότερα, διάφορα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ανήκαν στον κατηγορούμενο __________ __________ και τα οποία πιθανόν να προέρχονταν από έσοδα από παράνομες δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, πρόκειται για (α) ένα αυτοκίνητο __________ , με αριθμό κυκλοφορίας __________ , το οποίο αγοράστηκε στις 3-4-2002 από τον __________ __________ έναντι τιμήματος 174.141, 74 € και (β) ένα αυτοκίνητο __________ , ειδικής κατασκευής, το οποίο δεν είχε λάβει ακόμα αριθμό κυκλοφορίας, αξίας 452.940 € και για το οποίο είχε δοθεί προκαταβολή 46.000 € από τον __________ __________ στις 6-10-2003, ενώ η αποπληρωμή του ήταν προγραμματισμένη για το έτος 2004. Για την αγορά των αυτοκινήτων αυτών δεν έχει απαγγελθεί κατηγορία από τη Η Ανακρίτρια Πειραιά. Το μεν πρώτο εκ των ανωτέρω αυτοκινήτων αγοράστηκε περίπου δύο χρόνια πριν τη τέλεση των βασικών εγκλημάτων από τον __________ __________ , για το δε δεύτερο δόθηκε προκαταβολή περίπου έξι μήνες πριν την τέλεση αυτών, επομένως φρονούμε ότι πράγματι δεν μπορούσε να αποδοθεί κατηγορία για αυτά, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Ακόμα και εάν ο __________ __________ σχεδίαζε να αποπληρώσει την __________ , ειδικής κατασκευής, με τα χρήματα που θα αποκτούσε από την τέλεση του βασικού εγκλήματος της μεταφοράς ναρκωτικών, η συμφωνία για την αγορά του αυτοκινήτου αυτού και η δόση προκαταβολής αποτελούν απλώς προπαρασκευαστικές πράξεις του σχεδιαζόμενου αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Τέλος, όσον αφορά το αυτοκίνητο μάρκας __________ , χρώματος μαύρου, με αριθμό κυκλοφορίας __________ , για το οποίο αποδόθηκε κατηγορία στον __________ __________ , πρέπει να αναφερθεί ότι από τα φωτοαντίγραφα της ως άνω δικογραφίας (σελ. 258-259), δεν προκύπτει η ύπαρξη τέτοιου αυτοκινήτου στο όνομα του __________ __________ . Ανπθετα, από τά. ως άνω έγγραφες προκύπτει ότι αυτός ο αριθμός κυκλοφορίας αφορά σε αυτοκίνητο __________ , ιδιοκτησίας της __________ __________ , το οποίο αγοράστηκε στις 25-5-2003, ένανπ τμήματος 18.282 € Επομένως, δεν στοιχειοθετείται η τέλεση της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από τον __________ __________ σε αυτή την περίπτωση.

Για τη χρονική περίοδο από 1-1-2004 έως 31-12-2004, από την έρευνα του Σ-Δ.Ο.Ε. προέκυψε ότι ο __________ __________ έχει πάρει τρεις (3) βεβαιώσεις κέρδους από τον __________ , που εκδόθηκαν στις 05-01-04,11-01-04 και 13-01-04 συνολικού ποσού 1.550.223,25 €. Οι ανωτέρω βεβαιώσεις, σύμφωνα με την έκθεση του Σ.Δ.Ο.Ε., αποτελούν συνέχεια της νομιμοποίησης εσόδων προερχόμενων από την εγκληματική του δραστηριότητα, η ποινική δίωξη για τις οποίες, όμως, ως αναφέρθηκε αναλυτικά παραπάνω, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας ενόψει της δικογραφίας που εκκρεμεί ενώπιον του 5°° Ειδικού Ανακρπή στο Πρωτοδικείο της Αθήνας.

Στις 15-03-2004 από τον λογαριασμό με αριθμό __________ της __________ Τράπεζας (υποκατάστημα __________ ), δικαιούχος του οποίου είναι ο __________ __________ , έγινε ανάληψη 589.000 € και μαζί με ποσό 261.000 € σε μετρητά εκδόθηκε εππαγή με αριθμό 11329353-4 της __________ Τράπεζας, συνολικού ποσού 850.000 € Η εν λόγω εππαγή έχει ως εντολέα την εταιρεία “__________ Ltd” και ως δικαιούχο την εταιρεία “__________ Ltd”, η οποία ανήκει στο __________ __________ του __________ , και ττιςτώθηκε σε λογαριασμό του τελευταίου στην Τράπεζα __________ , υποκατάστημα __________ . Από την έρευνα του Σ.Δ.Ο.Ε. προέκυψε ότι η εν λόγω εππαγή αποτελούσε μέρος πληρωμής για την αγορά ισποφόρου σκάφους με την ονομασία “__________ ”. Η συνολική αξία της αγοράς του εν λόγω ισποφόρου ανήρχετο σε ποσό 1.550.000 € και ως μεσολαβητής είχε εμφανιστεί ο ένατος κατηγορούμενος __________  __________ , ο οποίος έπαιξε το ρόλο του μεσίτη. Η αποπληρωμή της αγοράς έγινε κατά ένα μέρος με μετρητά και κατά το υπόλοιπο με έκδοση άλλης τραπεζικής εππαγής ύψους 395.000 € της __________ Τράπεζας (υποκατάστημα __________ ). Για την έκδοση αυτής της εππαγής μεσολάβησε ο __________ __________ , ο οποίος ήταν ήδη πελάτης και γνωστός σε αυτό το υποκατάστημα της __________ Τραπέζης. Συγκεκριμένα ο τελευταίος προσήλθε στην εν λόγω τράπεζα με άτομο το οποίο έφερε το όνομα «__________ __________ » και το οποίο, προσκομίζοντας 395.000 € σε μετρητά, εξέδωσε την εν λόγω επιταγή. Στην συνέχεια, όμως, αποδείχτηκε ότι το άτομο που είχε εμφανιστεί συνοδεία του __________ __________ την τράπεζα δεν ήταν άλλος από το δωδέκατο κατηγορούμενο __________ __________ του __________ , στενό φίλο και συνεργάτη του __________ __________ , ο οποίος χρησιμοποίησε πλαστά στοιχεία για να εκδώσει την εν λόγω εππαγή. Εκτός του __________ __________ τη συγκεκριμένη αγοραπωλησία ρόλο έπαιξε και ο πέμπτος κατηγορούμενος __________ __________ εμφανιζόμενος μαζί του επί του σκάφους. Από τα ανωτέρω γεγονόταπροκύπτει ότι πίσω από την αγοράστρια offshore εταιρεία “__________ Ltd”, που ήταν και ο εντολέας της αρχικής επιταγής των 850.000 € κρυβόταν ο __________ __________ , ο οποίος χρησιμοποίησε άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης του, για να πραγματοποιήσει την αγορά του «__________», χωρίς να φαίνεται πουθενά το όνομα του. Για την συγκεκριμένη υπόθεση έχει σχηματιςθεί και η με Α.Β.Μ. Μ 05/488 και ΕΓζ-Ο5/476 δικογραφία, κατότιιν του υπ’ αρίθμ. ΕΜΠ 5923/30-11-2004 εγγράφου του Σ.Δ.Ο.Ε.. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο φερόμενος χρόνος τέλεσης της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα είναι εν προκειμένω η 15-3-2004, επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, αλλά και στην αρχή της ελάσσονος πρότασής μας, φρονούμε ότι δεν στοιχειοθετείται η τέλεση του ανωτέρω αδικήματος από τον __________ __________ , διότι κατά το χρόνο κατά τον οποίο φέρεται ότι τελέστηκε η εν λόγω πράξη δεν υπήρχε καν αρχή εκτέλεσης των βασικών εγκλημάτων. Το ίδιο δε ισχύει και για τους πέμπτο κατηγορούμενο __________ __________ , ένατο κατηγορούμενο __________ __________ και δωδέκατο κατηγορούμενο __________ __________ , στους οποίους έχει αποδοθεί η πράξη της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή.

Ότιως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, στις 04-06-2003 ο __________ __________ κάνει έναρξη εργασιών της εταιρίας «__________ Α.Ε. – Χονδρικό Εμπόριο Προϊόντων Αρτοποιίας», με έδρα την οδό __________ και __________ στον __________ , η οποία συστήθηκε με το υπ’ αριθμ. 14.406/6-5-2003 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Κατερίνης Σοφίας Φούντα – Κακάλου. Το ΡΡΧίκό μετοχικό κεφάλαιο σύστασης ανήλθε σε 150.000 € με μετοχές ονομαστικής r αξίας 10 € εκάστη και σύνολο μετοχών 15.000. Την κάλυψη του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου έκαναν οι (α) __________ __________ του __________ με ποσό 127.500 € αναλαμβάνοντας 12.750 ονομαστικές μετοχές, (β) __________ __________ του __________ με ποσό 15.000 € αναλαμβάνοντας 1.500 ονομαστικές μετοχές και (γ) __________ __________ του __________ με ποσό 7.500 € αναλαμβάνοντας 750 ονομαστικές μετοχές. Μέλη του Δ.Σ. της ανωτέρω εταιρείας φέρονται οι ίδιοι. Στις 19-03-2004 η εταιρεία “Honor” ανοίγει λογαριασμό όψεως στην __________ Τράπεζα και συγκεκριμένα στο υποκατάστημα της __________ , με αριθμό λογαριασμού __________ με αρχική πίστωση 135.000 € που μεταφέρθηκε από λογαριασμό του __________ __________ . Όσον αφορά την κατάθεση αυτή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, αλλά και στην αρχή της ελάσσονος πρότασής μας, φρονούμε ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα π)ς νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, διότι κατά το χρόνο κατά τον οποίο φέρεται ότι τελέστηκε η εν λόγω πράξη δεν υπήρχε καν αρχή εκτέλεσης των βασικών εγκλημάτων.

Περαιτέρω, από έρευνα στο Υποθηκοφυλακείο Πειραιά προέκυψε ότι ο __________ __________ αγόρασε, στις 26-05-2004, με το υπ’ αριθμ. 10066/26- 05-2004 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κολοβού – Τρανταλίδου, από το σωματείο με την επωνυμία «__________ » το 1/2 εξ αδιαιρέτου ακινήτου, ήτοι οικοπέδου μετά της επ’ αυτού ισογείου οικοδομής, κειμένου στη θέση «__________ » του Δήμου __________ και επί της διασταυρώσεως των οδών __________ αρ. __ και __________ αρ. __, συνολικής επιφάνειας 439, 01 τ.μ., αποτελούμενου από δεκατρία καταστήματα, αντικειμενικής αξίας 338.178, 72 €, αντί ποσού 435.000 €. Το συμβόλαιο αυτό μετεγράφη στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου στον τόμο 1194, με αριθμό 72. Επίσης, από έρευνα στο Υποθηκοφυλακείο της Κάτω Αχαίαςς προέκυψε ότι ο Ιδιος κατηγορούμενος στις 11-06-2004 αγόρασε με 18 συμβόλαια του Συμβολαιογράφου Δύμης Σταύρου Ηλιόπουλου του Μενελάου (αριθμοί συμβολαίων από 13883 έως και 13900) αγροτεμάχια συνολικής έκτασης 97.932,27 τ.μ., ευρισκόμενα στην ειδική θέση «__________ » ή «__________ » της κτηματικής περιφέρειας __________ του Δημοτικού Διαμερίσματος __________ του Δήμου __________ , κατά πλήρη κυριότητα, με ποσοστό συνιδιοκτησίας 100%. και αντί συνολικού τιμήματος 1.251.665,36 C τα οποία μεταγράφηκαν στο Βιβλίο Μεταγραφών του Δήμου Δύμης, στον Τόμο 741 με αριθμούς 66.887 – 66.904. Συγκεκριμένα, με το υπ’ αριθμ. 13883 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 4.000, 14 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 44.897,71 € από την __________ χήρα __________ __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13884 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 8.000, 16 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 63.332, 46 € από την __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13885 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 16.000,07 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 164.736,70 € από τον __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13886 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 8.000, 06 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 95.040, 72 € από την __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13887 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 15.051,47 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 306.065, 62 € από τους __________ __________ του __________ και __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13888 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 1.000 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 9.675,60 € από την __________ __________ ή __________ – __________ ή __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13889 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 2.000 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 19.351, 20 € από τη __________ __________ του __________ , χήρα __________ __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13890 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 5.000 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 51.480 € από τον __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13891 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 3.555 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 36.602, 28 € από τον __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ.13892 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 3.000 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 30.888 € από τον __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13893 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 4.000 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 41.184 € από τον __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13894 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 3.000 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 30.888 € από τους __________ __________ του __________ , __________ __________ του __________ , __________ __________ του __________ και __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13895 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 6.000 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 61.776 € από τον __________ __________ του __________ . Με το υπ αριθμ. 13896 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 4.000 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 47.520 € από τον __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13897 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 4.000 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 47.520 € από τον __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13898 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 4.000 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 66.549,60 € από τον __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13899 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 4.000 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 66.549,60 € από τον __________ __________ του __________ . Με το υπ’ αριθμ. 13900 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασε αγροτικό ακίνητο στην ως άνω θέση συνολικής εκτάσεως 3.324,77 τ.μ. και αξίας κατά δήλωση και κατά αντικειμενικό προσδιορισμό 67.607, 87 € από τους __________ __________ του __________ , __________ __________ του __________ , __________ __________ του __________ και __________ __________ του __________ . Σημειωτέον ότι στις 10-06-2004, δηλαδή μία ημέρα πριν συνταχθούν τα προαναφερόμενα 18 συμβόλαια στην __________ , από τον λογαριασμό του τρίτου κατηγορουμένου __________ __________ γίνεται ανάληψη 75.000 € και μαζί με μετρητά 107.000 € (σύνολο ποσού 182.000 €) μεταφέρονται στον λογαριασμό του __________ __________ . Η συναλλαγή αυτή αφορά την πώληση αγροτεμαχίων από τον __________ __________ στον __________ __________ με το υπ’ αριθμ. 13885/11-6-2004 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου, όπου το αναγραφέν στα συμβόλαιο τίμημα ήταν 164.736, 70 € και το υπ’ αριθμ. 13887/11-6-2004 συμβόλαιο του ως άνω Συμβολαιογράφου, όπου πωλητές είναι ο ανωτέρω και η __________ __________ του __________ και το αναγραφέν στο συμβόλαιο τίμημα ήταν 306.065, 62 € παρόλο που στο πρώτο εξ αυτών αναγράφεται ότι το τίμημα πιστώνεται, ενώ στο δεύτερο εξ αυτών ότι καταβλήθηκαν μόνο 100.000 € και ότι το υπόλοιπο ττιςτώθηκε. Με τις αγορές των ακινήτων αυτών, ο πρώτος κατηγορούμενος __________ __________ , με τη συνδρομή του τρίτου κατηγορουμένου __________ __________ , μετέτρεψε περιουσία που προήλθε από τις εγκληματικές του δραστηριότητες.

Περίπου δύο μήνες μετά την αγορά του «__________» και κατά παρόμοιο τρόπο έγινε και η αγορά του πλοίου «__________». Όπως δέχτηκε η απόφαση υπ’ αριθμ. 670, 671, 672, 673/9-11-2005, 686/14-11-2005, 726/29-11-2005, 748V2-12- 2005, 753/5-12-2005, 819/22-12-2005 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, με την οποία κρίθηκαν τα βασικά εγκλήματα της «οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε αγορά, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών (κοκαΐνης) από κοινού, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι» και της «μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών από κοινού» για τα οποία καταδικάστηκαν οι πρώτος, πέμπτος και ένατος κατηγορούμενοι __________ __________ , __________ __________ και __________ __________ , οι τελευταίοι φρόνησαν από κοινού για την αγορά του πλοίου «__________ », την προετοιμασία αυτού και την επάνδρωση για το παράνομο ταξίδι. Συγκεκριμένα, το ως άνω δικαστήριο δέχτηκε ότι από τα έγγραφα του πλοίου, το οποίο ήταν κατασκευασμένο και προορισμένο για αλιεία γαρίδας, προέκυπτε ότι είχε σημαία __________ και ότι ιδιοκτήτρια ήταν η offshore εταιρία με την επωνυμία “__________ Ltd”, με έδρα τη __________ , στη διεύθυνση __________ με φερόμενο ως αντιπρόσωπο της άτομο με στοιχεία «__________ __________ ». Περαιτέρω, δέχτηκε ότι το πλοίο από τα τέλη του έτους 2002 ήταν αγκυροβολημένο στο Κερατσίνι και ότι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες του ήταν οι αδελφοί __________, οι οποίοι είχαν ανακοινώσει στο κοινό και με δημοσιεύσεις στο σχετικό με την αλιεία τύπο, ότι διατίθεται προς πώληση. Περί τα τέλη του μήνα Μαρτίου του έτους 2004 εμφανίστηκε στον __________  _______ ο πέμπτος κατηγορούμενος __________ __________ ως ενδιαφερόμενος για την αγορά του πλοίου. Ο __________ __________ δήλωσε ότι του αρέσει το πλοίο και άφησε να εννοηθεί ότι πρόκεπαι να το εκμεταλλευτεί μαζί με τους συνεργάτες του για την αλιεία γαρίδας στη Νέα Ερυθραία. Έτσι κατέληξε στη συμφωνία αγοράς του πλοίου με τίμημα 645.650 ευρώ, ενώ στις 23-4-2004 κατέβαλε στον __________ __________ 10.000 ευρώ ως προκαταβολή και συντάχθηκε σχετική απόδειξη, στην οποία αναγραφόταν ότι η οριστική μεταβίβαση θα γίνει μέσα σε δέκα ημέρες, διαφορετικά τα μέρη αποδεσμευόταν και η προκαταβολή δεν επιστρεφόταν. Στις 29-4-2004 ο ίδιος κατέβαλε στον __________ __________ το ποσό των 70.000 ευρώ για να συμπληρωθεί το νόμιμο ποσοστό της προκαταβολής προκειμένου να κατοχυρωθεί η αγορά του πλοίου, ενώ συντάχθηκε και πάλι σχετική απόδειξη, στην οποία καταγράφηκε η συμφωνία για οριστική μεταβίβαση του πλοίου και εξόφληση του τιμήματος μέσα σε προθεσμία έξι (6) ημερών. Στο μεταξύ ο __________ __________ ανέθεσε στον __________ __________ , υπάλληλο του ιδίου αλλά και του πρώτου κατηγορουμένου __________ __________ ε εταιρία εκμετάλλευσης αλιευτικών πλοίων, να μεταφέρει τα σωστικά μέσα του πλοίου “__________ ” για έλεγχο, ενέργεια αναγκαία αφού αποδεικνύει την αξιοπλοΐα αυτού με τη χορήγηση σχετικού ττιστοποιητικού από αυτόν που διενεργεί τον έλεγχο. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του __________ __________ τη διαδικασία αγοράς του πλοίου συνεχίστηκε, αφού εμφανίστηκε ο ίδιος με δικηγόρο και με προϋπογεγραμμένο το έγγραφο αγοραπωλησίας του πλοίου (bill of sale) από τον εκπρόσωπο της αγοράστριας εταιρίας, ο οποίος φερόταν να είναι ο «__________ __________ », στα γραφεία των αδελφών __________ κατά την ημέρα που θα γινόταν η οριστική μεταβίβαση του πλοίου. Μαζί με τον __________ __________ και το δικηγόρο ήταν και άλλο πρόσωπο, η ταυτότητα του οποίου δεν έγινε γνωστή, το οποίο μετέφερε τα χρήματα του τμήματος (υπόλοιπο 565.650 ευρώ) σε μετρητά μέσα σε ένα βαλιτσάκι και το οποίο πήγε με τον __________ __________ στο γειτονικό υποκατάστημα της __________ Τράπεζας για να μετρηθούν τα χρήματα και να κατατεθούν στο λογαριασμό των πωλητών. Ο __________ __________ μετά την κατάθεση των χρημάτων υπέγραψε το χαρτί μεταβίβασης του πλοίου ως νόμιμος εκπρόσωπος της πωλήτριας εταιρίας. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι πρόσωπο ως φυσική παρουσία με τα στοιχεία «__________
__________ » δεν υπήρξε, αλλά οι κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν τα στοιχεία του τελευταίου, τα οποία βρήκαν από τα χαρτιά του που είχαν κλαπεί στις 6-6-2002 από το αυτοκίνητό του στη _______ και των οποίων την απώλεια είχε δηλώσει από τότε στο Α.Τ. Βούλας. Επίσης στο ως άνω δικαστήριο αποδείχτηκε ότι στη λίστα πληρώματος του πλοίου περιελήφθη ο __________ ________, ξάδερφος του πρώτου κατηγορουμένου __________ __________ , ο οποίος χρησιμοποίησε το διαβατήριό του για να σχηματίσει τη λίστα αυτή, στην οποία δεν συμπεριέλαβε κάποια από τα πραγματικά πρόσωπα που αποτελούσαν το πλήρωμα του πλοίου, τα οποία είχαν ελεγχθεί στο παρελθόν από τις διωκτικές αρχές, για να μην εγείρει υποψίες σε αυτές. Επίσης αποδείχτηκε ότι, όταν στις 24-5¬2004 το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο ενώ έπλεε προς __________ , αλλά και κατά το διάστημα από 15 έως 18-6-2004, όταν το πλοίο παρέμεινε σε ακινησία στο μέσον του Ατλαντικού Ωκεανού, οπότε έγινε και η φόρτωση της ποσότητας της κοκαΐνης που εντοπίστηκε εντέλει από τις ισπανικές αρχές, υπήρξε συνεχής τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των πρώτου, πέμπτου και ένατου των κατηγορουμένων, __________ __________ , __________ __________ και __________ __________ , γεγονός που κρίθηκε ότι υποδεικνύει την ανάμιξη και τη συνεργασία αυτών για το ταξίδι του πλοίου. Η κρίση δε του δικαστηρίου για τον ηγετικό ρόλο του πρώτου κατηγορουμένου __________ __________ την αγορά και το ταξίδι του πλοίου ενισχύθηκε και από τις ενέργειες στις οποίες προέβη για την επάνοδο ορισμένων μελών του πληρώματος στην Ελλάδα, προκειμένου να επιβιβαστούν στο εν λόγω πλοίο, στο ότι είχε ο ίδιος εττισκεφθεί το πλοίο, αλλά και στα στοιχεία που βρέθηκαν στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή εταιρίας συμφερόντων του. Από όλα τα ανωτέρω συμπεραίνεται ότι, όπως ο τρόπος αγοράς του “__________ ” είχε ως σκοπό την απόκρυψη της ταυτότητας του πραγματικού αγοραστή __________ __________ με την μεσολάβηση κατά κύριο λόγο του __________ __________ αλλά και του __________ __________ , έτσι και ο τρόπος αγοράς του “__________ ” είχε τον ίδιο σκοπό, δηλαδή την απόκρυψη της ταυτότητας του πραγματικού αγοραστή, δηλαδή του __________ __________ , με τη μεσολάβηση του __________ __________ , κατά κύριο λόγο, αυτή την φορά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως όταν κατασχέθηκε το “__________ I” από τις Ισπανικές Αρχές έμφορτο με 5,4 τόνους κοκαΐνης, οι τέσσερις από το πλήρωμά του ήταν οι __________ , __________ , __________ και __________ __________ , ναυτικοί που ο __________ χρησιμοποίησε και στο «__________» και που μερικούς εξ αυτών χρησιμοποιούσε και στα αλιευτικά που είχε στις εταιρείες του. Με την αγορά,επομένως, του ως άνω πλοίου, η οποία παπικά μεν δεν έλαβε χώρα στο δικό του όνομα, πλην όμως κατ’ ουσία έγινε για δικό του λογαριασμό και με δικά του κεφάλαια, ο πρώτος κατηγορούμενος __________ __________ προέβη σε μετατροπή περιουσίας που προήλθε από τα βασικά εγκλήματα για τα οποία ήδη έχει καταδικαστεί με την ανωτέρω απόφαση, ο δε πέμπτος κατηγορούμενος __________ __________ παρείχε σε αυτόν άμεση συνδρομή στην τέλεση της ως άνω πράξης.

Ότιως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, στις 1-3-2002 ο __________ __________ συμμετέχει στην ίδρυση της εταιρίας με την επωνυμία «__________ Ανώνυμη Στεγαστική Τουριστική Επενδυτική __________ Εταιρία», με έδρα την οδό __________ αρ. __ στο __________ , η οποία συστήθηκε δυνάμει του υπ’ αρίθμ. 1622 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Κατερίνης Ελένης Λεουσίδου με μετοχικό κεφάλαιο 60.000 €, το οποίο διαιρείται σε 20.000 ονομαστικές μετοχές ονομαστικής αξίας 3 € εκάστη. Την κάλυψη του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου έκαναν οι (α) __________ __________ του __________ με ποσό 24.000 € αναλαμβάνοντας 8.000 ονομαστικές μετοχές, (β) __________ __________ του __________ με ποσό 18.000 €, αναλαμβάνοντας 6.000 ονομαστικές μετοχές και (γ) __________ __________ του __________ με ποσό 18.000 € αναλαμβάνοντας 6.000 ονομαστικές μετοχές. Μέλη του Δ. Σ. της ανωτέρω εταιρείας φέρονται οι __________ __________ , ως Πρόεδρος, ο __________ __________ , ως Αντιπρόεδρος και οι __________ __________ , __________ __________ και __________ __________ ως μέλη. Τα έτη 2002 και 2003 η ανωτέρω εταιρία προβαίνει σε διάφορες αγορές ακινήτων. Από το υπ’ αριθμ. 9/18-05-2004 Πρακτικό Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας φαίνεται ότι έγιναν οι κάτωθι αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας: Στις 25-08-2002 το μετοχικό κεφάλαιο αυξήθηκε κατά 253.333 € με συμμετοχή του __________ __________ κατά το ποσό των 101.337 € του __________ __________ κατά το ποσό των 76.000 € και της __________ __________ κατά το ποσό των 76.000 €. Για τη χρονική περίοδο από 1-1-2003 έως 31¬12-2003, η __________ α.ε. εμφανίζει καθαρά κέρδη 129.524,35 € Σημειώνεται ότι τον Αύγουστο του 2003 (26-08-2003) η εταιρία προέβη σε σημαντική αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για την οποία ο __________ __________ κατέβαλε 500.010 € Στις 18-05-2004 γίνεται αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της «__________ α.ε.» κατά 400.000 €, με συμμετοχή του πρώτου κατηγορουμένου __________ __________ κατά 200.000 € και του δέκατου τέταρτου κατηγορουμένου __________ __________ με άλλες 200.000 € ενώ στις 19-5-2004, συνεχίζεται η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά άλλες 400.000 €, ‘με συμμετοχή του πρώτου κατηγορουμένου __________ __________ κατά άλλες 200.000 € και του δέκατου τέταρτου κατηγορουμένου __________ __________ με άλλες 200.000€ Έτσι το μετοχικό κεφάλαιο ανέρχεται πλέον σε 1.613.347 € (διαιρούμενο σε 537.782 ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 3 € εκάστη) εκ των οποίων ο __________ έχει καταβάλει 1.025.347 € Από το Υποθηκοφυλακείο Κ. Αχαίας προέκυψε ότι στα __________ , στις 05-01-2004 έλαβε χώρα αγορά αγροτεμαχίου από την εταιρία «__________ α.ε», δια του νομίμου εκπροσώπου αυτής __________ __________ του __________ , με το υπ’ αριθμ. 3442/05-01-2004 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Σαγείκων Μαριάννας Μοιραλιώτη του __________ , αντί ποσού 59.838 C Ακολούθως, στις 29-04-2004 η ίδια ως άνω εταιρία, εκπροσωπούμενη πάλι από τον δέκατο τέταρτο κατηγορούμενο __________ __________ , ως Αντιπρόεδρο και νόμιμο εκπρόσωπο της, ορισθέντα για τη σύναψη ειδικά της συμβάσεως αυτής με το υπ’ αριθμ. 16/22-4-2004 πρακτικό του Δ.Σ, πουλάει με το υπ’ αριθμ. 15.008/29-04-2004 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Κατερίνης Σοφίας Φούντα – Κακκάλου, στον ίδιο ατομικά, οικόπεδο ευρισκόμενο στο __________ , εκτάσεως 406, 44 τ.μ., αντί ποσού 25.605,72 € το οποίο και ταυτιζόταν με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Το ακίνητο αυτό είχε αποκτηθεί από την ίδια εταιρία με αγορά από τον __________ __________ , με το υπ’ αριθμ. 14.121/13-11-2002 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της ίδιας Συμβολαιογράφου, έναντι του ίδιου ως άνω τμήματος. Όσον αφορά την αγορά του αγροτεμαχίου που έλαβε χώρα στις 5-1¬-2004, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, αλλά και στην αρχή της ελάσσονος πρότασής μας, φρονούμε ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ή της άμεσης συνέργειας σε αυτή, διότι κατά το χρόνο κατά τον οποίο φέρεται ότι τελέστηκε η εν λόγω πράξη δεν υπήρχε καν αρχή εκτέλεσης των βασικών εγκλημάτων. Όσον αφορά, όμως, την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στις 18-5¬2004 και τη μεταβίβαση του ακινήτου στις 29-4-2004, φρονούμε ότι αποτελούν πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα για τον πρώτο κατηγορούμενο __________ __________ και άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή για τον δέκατο τέταρτο κατηγορούμενο __________ __________ , καθώς με αυτές μεταβιβάστηκε περιουσία που προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες.
Επίσης, ότιως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, στις 26-2-2003 ο __________ __________ κάνει έναρξη εργασιών της εταιρίας με την επωνυμία «__________ α.ε». Εμπορίας και Κτηματικών Επενδύσεων, με έδρα την διεύθυνση __________ στον
__________ . Σημειώνεται ότι μετά από έρευνα που διενήργησε το Σ.Δ.Ο.Ε. στην ανωτέρω διεύθυνση δεν υπάρχει γραφείο της εταιρίας και οι ένοικοι του κτιρίου δεν γνωρίζουν να έχει λειτουργήσει στο κτίριο η εν λόγω εταιρία. Σύμφωνα με την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ, αρμόδια για την ως άνω εταιρία, δεν έχουν υποβληθεί δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, όπως προέκυψε από τον έλεγχο των αρχείων. Βρέθηκε μόνο μία δήλωση Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιούσιας που υποβλήθηκε στις 17-03-2004 με εκπρόσωπο τον __________ __________ και συνολική αξία ακίνητης περιουσίας 378.081,54 €. Από την ανάλυση των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών της εταιρίας προκύπτει ότι στον υπ’ αριθμ. _____________ λογαριασμό όψεως που διατηρεί η εν λόγω εταιρεία στην τράπεζα __________ , κατάστημα __________ με ημερομηνία ανοίγματος 01-04-2003 και δεσμευμένο υπόλοιπο στις 24-1-2005 743.558,45 € κατατέθηκαν στις 08-04-2003 από τον __________ __________ 150.000 € για αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου και 350.000 € από την εταιρεία “__________ α.ε.” για αρχικό μετοχικό κεφάλαιο. Στις 01-07-2004 γίνεται αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας «__________ α.ε.» με συμμετοχή του __________ __________ κατά 750.000 € του δέκατου τέταρτου κατηγορουμένου __________ __________ με 100.000 € και του πέμπτου κατηγορουμένου __________ __________ με 150.000 €. Αυτή η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται με κατάθεση του αντίστοιχου ποσού σε λογαριασμό της εταιρείας στην __________ (αρ. λογαριασμού __________ ), ενώ τελικά τα χρήματα μεταφέρονται εκ νέου πέντε ημέρες αργότερα, στις 06-07-2004, στον ως άνω υπ’ αρίθμ. ___________ λογαριασμό όψεως της «__________ α.ε.» στην ίδια τράπεζα. Με τον τρόπο αυτό οι πρώτος και πέμπτος κατηγορούμενοι απέκρυψαν και μεταβίβασαν περιουσία, που προερχόταν από τα βασικά εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκαν, με σκοπό να συγκαλύψουν την αληθή προέλευσή της, ο δε δέκατος τέταρτος κατηγορούμενος τους παρείχε άμεση συνδρομή στην πράξη τους αυτή.
Το τελικό συμπέρασμα της από 24-1-2005 Οικονομικής Έρευνας – Πορισματικής Αναφοράς του Σ.Δ.Ο.Ε. είναι ότι ο __________ __________ από το 1998 και ιδιαίτερα τα επόμενα έτη γνωρίζει ξαφνική και αδικαιολόγητη οικονομική άνθηση. Επίσης, ότιως αναφέρεται στην από 22-2-2005 Έκθεση Αξιολόγησης Ψηφιακών Πειστηρίων του Σ.Δ.Ο.Ε. (βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ. 643/Υ2Ν/22-2-2005 έγγραφό του), κατότπν εξέτασης και αξιολόγησης των δεδομένων δύο σκληρών δίσκων και έντεκα δισκετών 3, 5” που δεσμεύτηκαν στις 21-7-2004 από υπαλλήλους της ως άνω υπηρεσίας στην έδρα της εταιρίας «__________ Ε.Π.Ε», από τις εγγραφές στα ως άνω πειστήρια συνήχθη το συμπέρασμα ότι τα έξοδα των πλοίων και των εταιριών συμφερόντων του __________ __________ ήταν πολύ υψηλά και ότι τα αντίστοιχα καθαρά έσοδα από πραγματική επιχειρηματική δραστηριότητα ήταν πολύ χαμηλά, συγκρινόμενα μεταξύ τους. Τα ως άνω δεδομένα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν δικαιολογείται επαρκώς από τον ίδιο η προέλευση των χρημάτων για τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες αναπτύχθηκαν ανωτέρω και οι οποίες έλαβαν χώρα από τον Απρίλιο του 2004 και μετά, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι αυτές αποτελούν πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική του δραστηριότητα. Οι πράξεις αυτές μάλιστα δεν τελέστηκαν ευκαιριακά, αλλά εντάσσονταν στο συνολικό σχεδίασμά δράσης του ανωτέρω, ο οποίος ήδη σκιαγραφήθηκε και περιελάμβανε την αγορά ακίνητης περιουσίας και τη δημιουργία πολλών εταιριών με τους ίδιους συνήθως συνεργάτες, οι οποίοι αποτελούσαν πρόσωπα εμπιστοσύνης του, με σκοπό να διοχετευθούν σε αυτές τα έσοδα που θα προέκυπταν από την οργάνωση της μεταφοράς ναρκωτικών με το “__________”. Από την επανειλημμένη δε τέλεσή του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει θεωρούμε ότι σαφώς προκύπτει σκοπός του για πόρισμά εισοδήματος και ότι επομένως η πράξη αυτή έχει τελεστεί κατ’ επάγγελμα, επιβαρυντική περίσταση που του αποδόθηκε και στην τέλεση του βασικού εγκλήματος της «οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε αγορά, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών (κοκαΐνης) από κοινού, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι», από το δικαστήριο που δίκασε τα βασικά του εγκλήματα.

Ο πέμπτος κατηγορούμενος __________ __________ ήταν στενός συνεργάτης και συνέταιρος του πρώτου κατηγορούμενου __________ __________ , ότιως άλλωστε προκύπτει από τη συμμετοχή του στις εταιρίες «__________» , «__________»ι, «__________» και «__________ Ε.Π.Ε». Πέρα από όσα ήδη αναφέρθηκαν για αυτόν, ο εν λόγω κατηγορούμενος προέβη στις κάτωθι τραπεζικές συναλλαγές, χαρακτηριζόμενες ως «ύποπτες» από το Σ.Δ.Ο.Ε. Στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό της __________ Τράπεζας, στον οποίο ο ίδιος είναι συνδικαιούχος, με δικαιούχο τη __________ __________ , υπάλληλο της εταιρίας «_____________.» προέβη στις κάτωθι καταθέσεις: στις 2-1¬2004, 56.000 C στις 11-2-2004, 10.000 € στις 17-2-2004, 6.763 € και 33.237 € στις 1¬3-2004, 17.170 €, στις 29-3-2004, 30.000 € στις 23-4-2004, 30.000 € στις 19-5-2004, 20.000€, στις 24-5-2004,25.000 € στις 8-6-2004,30.000 € και στις 21-6-2004,10.000 €. Εξάλλου, σύμφωνα με το από 5-1-2005 ενημερωτικό σημείωμα του Φορέα του άρθρου 7 του ν. 2331/1995, από τον λογαριασμό __________ λογαριασμό επ’ ονόματι του συγκατηγορούμενου του __________ __________ , στις 13-1-2004 μεταφέρθηκε ποσό 100.000 € στον ως άνω λογαριασμό. Στις 5-3-2004 μεταφέρθηκε ομοίως ποσό 15.000 € στον παραπάνω λογαριασμό και στις 16-3¬2004 ποσό 50.000 €. Στον υπ’ αριθμ. 56821724 λογαριασμό της __________ Τράπεζας (κατάστημα __________ ) προέβη σε καταθέσεις, στις 4-5-2004, 100.000 €, ενώ στις 9-6-2004 17.000 € και 4.000 € Στον υπ’ αριθμ. ________ λογαριασμό στην __________ Τράπεζα (κατάστημα __________ ) προέβη σε κατάθεση 20.000 € στις 11-2-2004. Στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό της __________ Τράπεζας (κατάστημα __________ ) προέβη σε καταθέσεις 10.000 € στις 16-1-2004 και 8.000 € στις 12-2-2004. Τέλος, στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό της __________ προέβη στις 21-6-2004 σε κατάθεση 5.000 €. Περαιτέρω και σύμφωνα με το ίδιο ως άνω ενημερωτικό σημείωμα, στις 25-5-2004 εστάλη έμβασμα 25.000 € στο Βέλγιο από τον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό του __________ __________ την __________ Τράπεζα με εκδότη της εντολής αυτής τον __________ __________ , ενώ στις 28-5-2004 ποσό 87.915 € μεταφέρθηκε από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό όψεως της εταιρίας «__________ α.ε.», στην οποία συμμετέχει, μεταξύ άλλων, και ο __________ __________ , για συμμετοχή μετοχικού κεφαλαίου. Ακόμα, στις 30-6-2004 από το λογαριασμό υπ’ αριθμ. __________ του __________ __________ την __________ Τράπεζα εξεδόθη η υπ’ αριθμ. __________ τραπεζική επιταγή ύψους 100.000 ευρώ επ’ ονόμαπ __________ __________ , ενώ στις 1¬7-2004 (ημέρα αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας «__________ α.ε.») από τον Ιδιο λογαριασμό εξεδόθη η υπ’ αριθμ. __________ τραπεζική επιταγή ποσού 50.000 € επ’ ονόμαπ του ίδιου. Ο τελευταίος, σύμφωνα με το ίδιο ενημερωτικό σημείωμα, έλαβε μέρος και σε άλλες δοσοληψίες του __________ με την __________ Τράπεζα, ότιως στην έκδοση εππαγής 300.000 € από τον με αρ. __________ λογαριασμό στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό του __________ __________. Ο ένατος κατηγορούμενος __________ __________ , πέρα από όσα ήδη αναφέρθηκαν γι’ αυτόν, σύμφωνα με την έκθεση του Σ.Δ.Ο.Ε., προέβη στις κάτωθι τραπεζικές συναλλαγές, χαρακτηριζόμενες από αυτό ως «ύποπτες». · Στον υπ’ αριθμ. __________ λογαριασμό του της Τράπεζας __________ προέβη σε καταθέσεις στις 15-1-2004 20.000 € με μετρητά, στις 1-3-2004 6.400 € με μετρητά, στις 18-3-2004 71.500 € με μετρητά, στις 23-4-2004 87.800 € με μεταφορά από λογαριασμό, στις 7-6-2004 15.000 € με μετρητά και στις 16-6-2004 35.000€ με κατάθεση ιδιωτικής επιταγής. Αντίστοιχα, στις 26-3-2004 έκανε ανάληψη μετρητών 90.000 € και στις 28-6-2004 ανάληψη 43.700 €.

Σχετικά με τις τραπεζικές συναλλαγές των __________ __________ και __________ __________ ισχύουν τα όσα ήδη έχουμε αναπτύξει ανωτέρω όσον αφορά τις πράξεις που φέρονται τελεσθείσες πριν τις 1-4-2004. Όσον αφορά τις λοιπές συναλλαγές, φρονούμε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι αυτές αποτελούν πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, οι οποίες μάλιστα δεν τελέστηκαν ευκαιριακά, αλλά εντάσσονταν στο συνολικό σχεδίασμά δράσης τους, ο οποίος περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, επαναλαμβανόμενες καταθέσεις ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς, τη συνεχή κίνηση και μεταφορά κεφαλαίων και τη χρησιμοποίηση των νομικών προσώπων εταιριών ως κάλυψη. Από την επανειλημμένη δε τέλεσή του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει θεωρούμε ότι σαφώς προκύπτει σκοπός τους για πόρισμά εισοδήματος και ότι επομένως η πράξη τους αυτή έχει τελεστεί κατ’ επάγγελμα, ετπβαρυντική περίσταση που τους αποδόθηκε και στην τέλεση του βασικού εγκλήματος της «οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε αγορά, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών (κοκαΐνης) από κοινού, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο»», από το δικαστήριο που δίκασε τα βασικά τους εγκλήματα.

Σχετικά με τους κατηγορουμένους στους οποίους αποδόθηκε η πράξη της άμεσης συνέργειας σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, λεκτέα τα κάτωθι: Όσον αφορά στους δεύτερο κατηγορούμενο __________ __________ , δέκατο πέμπτο κατηγορούμενο __________ __________ και δέκατο έβδομο κατηγορούμενο __________ __________ , αναφερόμαστε σε όσα σημειώθηκαν ανωτέρω περί εκκρεμοδικίας, αττορρέουσας από την υπ’ Α.Β.Μ. A 04/ΟΙΕ/524 δικογραφία που εκκρεμεί στην Ανάκριση, στο Πρωτοδικείο της Αθήνας.

Όσον αφορά στον τρίτο κατηγορούμενο __________ __________ , ο οποίος έχει στενή οικογενειακή σχέση με τον __________ __________ , καθώς ο τελευταίος έχει βαφτίσει τον υιό του________, αλλά είχε μαζί του και επαγγελματική συνεργασία στο Βέλγιο, στις 23-12-2002 στο υποκατάστημα της __________ Τράπεζας της __________ ανοίχθηκε ο υπ’ αριθμ. __________ ατομικός λογαριασμός επ’ ονόματί του. Όπως αναφέρεται τόσο στην Πορισματική Αναφορά του Σ.Δ.Ο.Ε., όσο και στο από 5-1-2005 ενημερωτικό σημείωμα του Φορέα του άρθρου 7 του ν. 2331/1995, στις 10-6-2004 ποσό 75.000 € από τον λογαριασμό αυτό, καθώς επίσης και μετρητά 107.000 €, ήτοι σύνολο 182. 000 €, μεταφέρθηκαν σε λογαριασμό του __________ __________ για αγορές αγροτεμαχίων του από τον __________ , συναλλαγή για την οποία ήδη αναφερθήκαμε ανωτέρω. Συμπληρωματικά αναφέρεται εδώ, παρόλο που δεν του έχει αποδοθεί σχετική κατηγορία, για το σχηματισμό πληρέστερης εικόνας, ότι στο λογαριασμό αυτό πιστώθηκε, στις 23-12-2002, ποσό 200.327, 40 €, προερχόμενο από εξόφληση 15 δελτίων του __________ , επ’ ονόματί του ως άνω κατηγορουμένου. Στις 30-12-2002 πιστώθηκε ποσό 61.905, 20 € από εξόφληση τριών δελτίων __________ , ενώ στις 11-2-2003 τα παραπάνω πιστωθέντα ποσά, μαζί με άλλες αναλήψεις που διενεργήθηκαν από λογαριασμούς του __________ , συμψηφίστηκαν με την έκδοση τραπεζικής επιταγής επ’ ονόματί του τελευταίου.

Όσον αφορά στον τέταρτο κατηγορούμενο __________ __________ , ότιως αναφέρεται στο από 15-3-2004 Συμπληρωματικό Ενημερωτικό Σημείωμα του Φορέα του άρθρου 7 του ν. 2331/1995, είναι ύποπτη η κατάθεση 22.000 € που έγινε από αυτόν στις 22-4-2004 με εττπαγή στο λογαριασμό υπ’ αριθμ. __________ του __________ __________ την __________ Τράπεζα. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης πρακτορείου του __________ στην οδό __________ τον __________ , ότι επρόκεπο για ποσό, το οποίο αυτός είχε κερδίσει με δελτία, τα οποία είχε παίξει στο πρακτορείο του, δεν είναι πειστικός, καθώς δεν υποστηρίζεται από σχετικά έγγραφα.

Όσον αφορά στον έκτο κατηγορούμενο __________ __________ , ο οποίος λειτουργεί καφενείο στο __________ και ο οποίος έχει δηλώσει κέρδη από λαχεία στις φορολογικές του δηλώσεις, ήτοι στη χρήση 2001 ποσό 11.564.447 δρχ., στη χρήση 2002 ποσό 230.851, 91 € και στη χρήση 2003 ποσό 89.304, 65 € κατέθεσε 100.000 € στις 20-2-2004 και 40.000 € στις 3-5-2004 στον με αριθμό __________ λογαριασμό του __________, ότιως αναφέρεται στο από 5-1-2005 ενημερωτικό σημείωμα του Φορέα του άρθρου 7 του ν. 2331/1995, όπου οι συναλλαγές αυτές χαρακτηρίζονται ως ύποπτες. Όσον αφορά την κατάθεση που έλαβε χώρα στις 20-2-2004 αναφερόμαστε σε όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν για το

 

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία