Περίληψη
Απόφαση 6 / 2020 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 6/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα – Εισηγητή, Ιωάννη Μαγγίνα, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου και Μαρία Κουβίδου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Δ. Τ. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ζωή Παπαγεωργίου, για αναίρεση της υπ’αριθ. 6454/2017 αποφάσεως του Β’Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Β’Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιανουαρίου 2018 αίτηση του αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση και επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29 Ιανουαρίου 2019 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 1037/2018, καθώς και οι από 26.02.2018 και 26.09.2019 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης που αναφέρονται στα σχετικά δικόγραφα, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 230/18.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για τις πράξεις που τελέστηκαν από 01.01.2010 έως 01.03.2010 και κατά τα λοιπά να απορριφθεί η αίτηση και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με βάση τη γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 2 του ΠΚ και 590 παρ.1 του ΚΠοινΔ, οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Η διαδικασία, δηλαδή, χωρεί σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο, κατά τον οποίο επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη, και συνεπώς, οι μεν πράξεις, οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου, είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας και, επομένως, και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με το νέο νόμο. Έτσι, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κρίνονται με βάση το νόμο, ο οποίος ισχύει κατά το χρόνο άσκησης αυτών. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 509 του ισχύοντος μετά την 1-7-2019 νέου κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που είναι ταυτόσημες με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 509 παρ.2 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ. “Εκτός από τους λόγους που αναφέρονται στην έκθεση για την αναίρεση (αρθ. 473 παρ.2 και 474 παρ.4), μπορεί να προταθούν και πρόσθετοι λόγοι με έγγραφο που κατατίθεται δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συζήτηση της αναίρεσης ημέρα στον γραμματέα της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, και συντάσσεται ατελώς σχετική έκθεση επάνω στα έγγραφα που κατατίθενται. Αν δεν τηρηθεί η παραπάνω προθεσμία, οι πρόσθετοι λόγοι είναι απαράδεκτοι. Στη συζήτηση ύστερα από αναβολή, το έγγραφο των πρόσθετων λόγων αναίρεσης κατατίθεται δεκαπέντε ημέρες πριν από την ορισμένη νέα δικάσιμο, διαφορετικά είναι απαράδεκτο”. Στην προκειμένη περίπτωση, φέρονται προς συζήτηση: α)η από 29-1-2018 δήλωση αναιρέσεως κατά της 6454/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που επιδόθηκε αυθημερόν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ασκηθείσα νομίμως και εμπροθέσμως, αφού η καταχώριση στο ειδικό βιβλίο της προσβαλλόμενης απόφασης έγινε στις 9-1-2018, β) οι από 26-2-2018 πρόσθετοι λόγοι αυτής, κατατεθέντες αυθημερόν, καθώς και γ) οι από 26-9-2019 πρόσθετοι επ’αυτής λόγοι, που κατατέθηκαν στις 30-9-2019, νομίμως και εμπροθέσμως, πρέπει δε να συνεκδικασθούν, λόγω της συναφείας των.
I. Από το άρθρο 2 του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα από την 1-7-2019, με το οποίο ορίζεται ότι “1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας”, προκύπτει, ότι τροποποιείται ουσιωδώς η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον” και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. δ’, 514 εδ. δ’ περ. β’ και 518 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται, ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου [ΟλΑΠ 3/1995]. Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από την μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους. Ακολούθως, το άνω άρθρο (25 Ν. 1882/1990) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, με το οποίο, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής. Εν συνεχεία η παρ. 1 του άρθρου 25 συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ 110/17.5.2002) και ακολούθως το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρ. 34 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ Α’ 15/28.1.2004). Μετά την τελευταία αντικατάσταση, το ποινικό αδίκημα Της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα τελωνεία 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο είσπραξής τους ορισθέντος ότι χρόνος είσπραξης είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής 3) οι ποινές καθορίσθησαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: “1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους εφόσον το συνολικό χρέος σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.”. Επακολούθησε ο ν. 3943/2011, με το άρθρο 3 του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και ορίσθηκε ότι: “1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ”. Ακολούθως εκδόθηκε ο Ν. 4321/21-3-2015 “Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας”, με το άρθρο 20 του οποίου η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 αντικαταστάθηκε ως εξής. “1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.”. Τέλος, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο δωδέκατο στο Ν. 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε, ότι “τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α’ και β’, αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 (“Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους”), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα.”. Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λπ., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ7 εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο που το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποία τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχόμενων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών.- Πρόκειται δηλαδή για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών. Ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις χρεών,, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. Και 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία θεμελίωσης του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και τον υποκείμενο της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κλπ.). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Τέλος, στο όρθρο 469 του νέου Π.Κ., που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από 1-7-2019, ορίζεται ότι “Μετά το εδάφιο β’ της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής: “Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις”. Κατ’ αυτόν τον τρόπο με την τελευταία διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα επαναρυθμίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του όρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με τη χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας η οποία θα πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, εάν δεν καταβάλλεται η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ν.4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015• Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή το επιδιωχθέν προϊόν των εν λόγω φορολογικών παραβάσεων αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του ΚΦΔ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά – χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ.1 του Ν.2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακίνητων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώρηση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από τη έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρ. 19 παρ.1 του Ν.2523/1997 και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λπ. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Ακόμη, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υποχρέων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β’ και Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίστηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες που περιγράφονται στον νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου [ΣτΕ 89/2019]. Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, τυποποιείται επίσης στα εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται για την άσκηση ποινικής δίωξης από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα Ελεγκτικά Κέντρα ή το Τελωνείο προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους.Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του Ν.Π.Κ., όπου αναφέρεται, ότι στην αίτηση και τον συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρ. 25 παρ. 1 εδ. β’ του Ν. 1882/1990), δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λπ. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αδικήματα, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει καταστεί ανέγκλητη.
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’αριθμό 6454/2017, απόφασης του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξει πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.: “Στην Αθήνα στις 1-3-2011, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία “… ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ”, της οποίας ο κατηγορούμενος ήταν ομόρρυθμο μέλος, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, στη …, ήδη …, όπως αυτά ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της ως άνω Δ.Ο.Υ. (αρ. ειδ. …2013) που ενσωματώνεται στο διατακτικό της παρούσας, συνολικού ύψους 800.915.05 ευρώ, τα οποία κατέστησαν και ληξιπρόθεσμα, ο ανωτέρω, ως οφειλέτης του Δημοσίου, με πρόθεση καθυστέρησε να προβεί στην πληρωμή αυτών και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να τα οφείλει, μη έχοντας προβεί σε καμία καταβολή, ενώ δεν επεδίωξε ούτε να προβεί και σε ρύθμιση για την καταβολή του ως άνω ποσού. Τα επίδικα χρέη ανάγονται στα έτη 1997, 1998 και 1999, οπότε και ίσχυαν οι διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990, όπως αυτό είχε αντικ/θεί με την παρ.1 του άρθρ.23 του ν.2523/1997, οπότε και οφειλέτες του Δημοσίου και τρίτων πλήν ιδιωτών για τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ορίζονταν για τις ομόρρυθμες εταιρείες, όπως εν προκειμένω, εκτός από τους διαχειριστές τους και οι ομόρρυθμοι εταίροι αυτών, εφόσον τα χρέη ήταν βεβαιωμένα και το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που αυτοί είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή (παρ.2 περ.β και 3 του ως άνω άρθρου) και, συνεπώς, οφειλέτης, εν προκειμένω, είναι ο κατηγορούμενος, αφού τα χρέη γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο απόκτησης της ως άνω ιδιότητάς του ως ομορρύθμου μέλους της οφειλέτιδας ομόρρυθμης εταιρείας και κατά τη διάρκεια λειτουργίας αυτής, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα λύθηκε το νομικό πρόσωπο (ομόρρυθμη εταιρεία). Με βάση αυτά, απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ουσίαν κρίνεται ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μη ευθύνης του, για το λόγο ότι, όπως αυτός ισχυρίζεται, κατά το χρόνο βεβαίωσης της οφειλής του (21-4-2010) και τέλεσης της πράξης απ’αυτόν (1-3-2011) δεν ετύγχανε ομόρρυθμο μέλος της ως άνω ομορρύθμου εταιρείας, η οποία επιπλέον, στο μεταξύ διάστημα, είχε λυθεί και εκκαθαριστεί. Περαιτέρω, αβάσιμος κατ’ουσίαν κρίνεται και ο έτερος ισχυρισμός του κατ/νου ότι η σχέση αυτού με την οφειλέτιδα εταιρεία ήταν μόνο υπαλληλική, τύγχανε απλώς εργαζόμενος (πτυχιούχος Πανεπιστημίου ως μηχανολόγος – μηχανικός) και ότι σε ουδεμία πράξη διαχείρισης – εκπροσώπησης προέβει και ότι ο εν τοις πράγμασι διαχειριστής της εταιρείας ήταν ο Χ. Α. ο οποίος και διηύθυνε την εταιρεία. Αντίθετα, από τα προσκομισθέντα στοιχεία αλλά και από τον τρόπο που ενεργούσε ο κατ/νος καθ’ολη τη διάρκεια λειτουργίας της εταιρείας, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε απολογούμενος στο δικαστήριο, ότι δηλαδή συμμετείχε ενεργά στην εταιρεία, αναλαμβάνοντας ως διπλωματούχος μηχ/γος – μηχανικός μελέτες – κατασκευές έργων στην Ελλάδα, επιβλέποντας τα έργα αυτά, συμμετέχοντας στα κέρδη και τις ζημίες της εταιρείας, ως ομόρρυθμο μέλος, προκύπτει σαφώς ότι η συμμετοχή του ανωτέρω στην εταιρεία ήταν καθόλα ενεργής αποκερδαίνοντας περιουσιακά οφέλη από τη δραστηριότητα της εταιρείας, ενώ δεν προέκυψε ότι του καταβάλλετο μισθός αντί της συμμετοχής του στα κέρδη, αφού αυτός δεν ήταν ασφαλισμένος – ως εργαζόμενος – σε κάποιο ασφαλιστικό φορέα, ούτε φυσικά ότι ο τυχόν μισθός που εισέπραττε δεν καταβάλλει επιπλέον των κερδών της εταιρείας, εφόσον υφίσταντο τέτοια, ενώ, εξάλλου από το ιδιωτικό συμφωνητικό της λύσης της εταιρείας προκύπτει ότι αυτός κατά το χρόνο της αποχώρησής του από την εταιρεία (7-10-1999) εισέπραξε και το ποσό της εισφοράς του σ’αυτήν. Τυχόν δε παθητικό που δημιουργήθηκε στα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων και των χρεών προς το Δημόσιο, δεν αναιρεί την ατομική του ευθύνη, αφού ως ομόρρυθμο μέλος της συμμετέχει σ’αυτήν κατά το ποσοστό της εισφοράς του, τόσο στα κέρδη όσο και στις ζημίες της. Όλα τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψαν τόσο από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της μάρτυρος Ε. Κ., υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. …, όσο και από τα αναγνωστέα έγγραφα της δικογραφίας, ενώ δεν αναιρούνται από τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο κατ/νος τέλεσε την αποδιδόμενη σ’αυτόν πράξη και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος….”
ΙΙΙ)Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρ.84 παρ.2α’ΠΚ), που του χορηγήθηκε κατά πλειοψηφία, για την παραπάνω πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και επέβαλε σ’αυτόν ποινή φυλακίσεως τριάντα (30) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί μία τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: ”
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ. του ότι στην Αθήνα από 1-11-2010 έως 1-3-2011, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν.3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία “… ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.”, με έδρα …, της οποίας τυγχάνει ομόρρυθμο μέλος, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. … (… ΚΑΙ ΑΘΗΝΩΝ) και νυν …, όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αρ.ειδ. Βιβλίου …2013) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 29-05-2013 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., όπως κατωτέρω επισυνάπτεται, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ 800.915,05, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο. Εν συνεχεία ακολουθούν στον πίνακα χρεών τα χρέη προς το Δημόσιο με τις ενδείξεις οριστική βεβαίωση Φ.Π.Α., πρόστιμο οριστική βεβαίωση ΚΒΣ και πρόστιμο ΦΠΑ, που αφορούν χρόνο βεβαίωσης 21-4-2010 και συνολικό ποσό 800.915,05 ευρώ.
IV. Με βάση τις παραδοχές της πληττόμενης απόφασης, ο χρόνος τέλεσης της ένδικης αξιόποινης πράξης, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, είναι το χρονικό διάστημα από 1-11-2010 έως 1-3-2011. Όμως, αφού μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης ίσχυσε, κατά προαναφερθέντα, ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν.4619/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η παραπάνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως όλα τα παραπάνω, ανεξάρτητα από το ποσό τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος, καθίσταται πλέον ανέγκλητη η ως άνω πράξη και, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης (μετά των επ’αυτής πρόσθετων λόγων) είναι παραδεκτή, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα και ως περιέχουσα ορισμένους και παραδεκτούς λόγους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’, Δ’και Α’ΚΠοινΔ, σε συνδ. με το άρθρ. 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, τόσο ως προς το βασικό έγκλημα όσο και ως προς τις ελαφρυντικές περιστάσεις, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, και την απόλυτη ακυρότητα, συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ως άνω επιεικεστέρου νόμου, που άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί ο αναιρεσείων αθώος για την πιο πάνω πράξη της μη καταβολής προς το Δημόσιο του ενοποιημένου χρέους, για το οποίο καταδικάστηκε, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’αριθμ.6454/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, Δ. Τ. του Ι. και Μ., κάτοικο … για το ότι: “Στην ΑΘΗΝΑ από 1-11-2010 έως 1-3-20′ όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία “… Ο.Ε.”, με έδρα …, της οποίας τυγχάνει ομόρρυθμο μέλος, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. …ΟΥ […ΟΥ, …] και νυν Δ.Ο.Υ. …, όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. [αρ. ειδ. Βιβλίου …2013] και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 29.05.2013 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.O.Y., όπως κατωτέρω επισυνάπτεται, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ #800.915,05#, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιανουαρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ