fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΙΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 587/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Χριστίνα Ζευγώλη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Μαρία Βασδέκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του τη 13η.02.2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ________   (________  ) ________  (________  ) του ________  (________  ), κατοίκου ________  (οδός ________   αρ. __), ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Παναγιώτη Πάσχου, ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθμ. Π0701521/04.05.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Α. και

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ________  ________  του ________  , κατοίκου ________  (οδός ________  και ________  ), ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ κατά τη δικάσιμο της 04ης.05.2017 είχε παρασταθεί στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Αικατερίνης Μητρογιάννη, η οποία κατέθεσε το υπ’ αριθμ. Π0712853/09.05.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Α.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 28.12.2012 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με αριθμό κατάθεσης 209488/6368/2012, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, κατόπιν αναβολών και ματαιώσεων, για τη δικάσιμο της 04ης.05.2017, ότε και συζητήθηκε. Με την υπ’ αριθμ. 3150/14.12.2018 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών (αριθμός κατάθεσης 117820/3150/2018), ορίστηκε, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, κατ’ άρθρο 307 ΚΠολΔ, η παρούσα δικάσιμος προς επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.Η σύμβαση εργασίας του αλλοδαπού, ο οποίος δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν είναι εφοδιασμένος με την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια εργασίας, είναι απολύτως άκυρη. Εάν ο αλλοδαπός, σε εκτέλεση της άκυρης αυτής σύμβασης, παρέχει την εργασία στον εργοδότη, δεν δικαιούται να λάβει τις συμφωνηθείσες ή νόμιμες αποδοχές, αλλά έχει αξίωση από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού για απόδοση της ωφέλειας, την οποία αποκόμισε ο εργοδότης από την παροχή της εργασίας του σε εκτέλεση της άκυρης εργασιακής σύμβασης. Η ωφέλεια αυτή ισούται με τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλε ο εργοδότης σε άλλο εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας για την παροχή της ίδιας εργασίας και με τις αυτές συνθήκες, και δεν υπολογίζονται τα οικογενειακά επιδόματα, το επίδομα προϋπηρεσίας και οι πρόσθετες παροχές, τις οποίες θα λάμβανε ο αλλοδαπός, λόγω της συνδρομής στο πρόσωπό του ορισμένωνπροϋποθέσεων, σε εκτέλεση της έγκυρης σύμβασης εργασίας, αφού τα επιδόματα και τις παροχές αυτές, ο εργοδότης δεν θα κατέβαλλε οπωσδήποτε σε άλλον εργαζόμενο για την παροχή της ίδιας εργασίας και με τις ίδιες συνθήκες. Πάντως, ο υπό καθεστώς άκυρης σύμβασης εργασίας απασχολούμενος αλλοδαπός δικαιούται, σε κάθε περίπτωση, επιδόματα (δώρα) εορτών, άδεια, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας, προσαύξηση 25% νυχτερινής εργασίας και 75% εργασίας κατά Κυριακές, καθώς και προσαύξηση 100% επί του καταβαλλόμενου ημερομισθίου για παρασχεθείσα παράνομη υπερωριακή απασχόληση (και όχι την καθεαυτή αμοιβή παράνομης εργασίας κατά τη νύχτα και τις Κυριακές, βλ. σχόλιο σε ΔΕΝ 2009.1429). Και τούτο, διότι τις ανωτέρω μισθολογικές παροχές τις δικαιούνται όχι μόνο οι εργαζόμενοι σε κάποιο εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 206/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Οι δε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες συνάπτονται με αλλοδαπούς, οι οποίοι εμπίπτουν στη ρύθμιση του Ν. 2910/2001, μπορεί να είναι είτε αορίστου, είτε ορισμένου χρόνου και ο χαρακτηρισμός αυτών ή καθορίζεται ρητά από τους συμβαλλόμενους ή συνάγεται από το είδος της εργασίας και το σκοπό της σύμβασης (ΑΠ 711/2008, ΑΠ 1208/2005, δημοσιευμένες σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 1876/1990, που ορίζει ότι οι υπόλοιπες (πλην των εθνικών) συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζόμενους και εργοδότες που είναι μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που μετέχουν σ’ αυτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παρ. 2 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή του επαγγέλματος, συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος, προκύπτει ότι η συλλογική σύμβαση ή η διαιτητική απόφαση ισχύει, κατ’ αρχήν, μόνον έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που είχαν συνάψει τη συλλογική σύμβαση ή μετείχαν στη διαδικασία έκδοσης της διαιτητικής απόφασης, αν δε αυτές (συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις) επεκταθούν και κηρυχθούν υποχρεωτικές με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, τότε η ισχύς τους επεκτείνεται και πέρα από τα πρόσωπα αυτά, στους εργαζόμενους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύμβαση ή η διαιτητική απόφαση αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν με βάση τις δράστη ριότητές τους να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή τους (ΟλΑΠ 2/2002, ΑΠ 251/2019, ΑΠ 125/2016, όλες σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω, η ιδιότητα του μέλους των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω Σ.Σ.Ε., αποτελεί προϋπόθεση της γέννησης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο αυτό όμως, ενόψει της προεκτεθείσας φύσεως των Σ.Σ.Ε., δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του. Τούτο δε συμβαίνει και όταν ο ενάγων εργαζόμενος ζητά μισθούς από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε. που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξής της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατάρτισαν τη Σ.Σ.Ε., ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεστεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του, και να αποδείξει ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΠ 176/2001, ΑΠ 1288/1999, ΕφΘεσ 14193/2018, όλες σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή μισθωτού, που έχει αντικείμενο την επιδίκαση διαφορών μεταξύ καταβαλλόμενων αποδοχών κ.λπ. και οφειλομένων βάσει των οριζόμενων από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., που έχει την ίδια ισχύ, πρέπει ο ενάγων, α) αν πρόκειται για μέλη αντίστοιχων ομοιοεπαγγελματικών οργανώσεων, και τούτο αμφισβητηθεί ειδικά από τον εναγόμενο, να επικαλεστεί, είτε καθ’ υποφορά στην αγωγή του, είτε ειδικά με τις προτάσεις του, ότι τόσο αυτός όσο και ο εναγόμενος, ήταν μέλη των αντίστοιχων ομοιοεπαγγελματικών ή κλαδικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, που μετείχαν στη σύναψη αυτής και β) αν πρόκειται για καταβολή μισθών ή μισθολογικών διαφορών, που βασίζονται σε Σ.Σ.Ε. ή Δ,Α,, πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί στο δικόγραφο της αγωγής τις συγκεκριμένες Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. και ότι αυτές κηρύχθηκαν υποχρεωτικές με συγκεκριμένη απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΕφΘεσ 1067/2002, ΕφΑΘ 4613/1997, Εφ Θεσ 2199/2001, όλες σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ίδιου κώδικα, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για το παραδεκτό της αγωγής αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αίτημα. Η νομική αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά ως παραβίαση του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητά της σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά, ενώ η περαιτέρω ενδεχόμενη αοριστία του δικογράφου της αγωγής, δηλαδή αυτή που ανάγεται στην ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αυτής, που συνεπάγεται την αοριστία του ίδιου του δικογράφου της αγωγής και την εξαιτίας τούτου απόρριψη αυτής ως αόριστης, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 435/1976, οι μισθωτοί που απασχολούνται νόμιμα πέραν από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας, δικαιούνται αμοιβή για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης, ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξημένο κατά τα
οριζόμενα ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί που παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία, δηλαδή εργασία που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διάταξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Ν.Δ. 515/1970, δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέραν των απαιτήσεών τους από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό που αποκόμισε ο εργοδότης χωρίς νόμιμη αιτία (ανερχομένων στο ποσό που ο εργοδότης θα κατέβαλλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές περιστάσεις του τελευταίου, όπως προϋπηρεσία, οικογενειακά επιδόματα κ.λπ.) και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου τους. Περαιτέρω, με το άρθρο 6 της από 14.02.1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κηρύχθηκε εκτελεστή με την υπουργική απόφαση 11770/2030/1984 (ΦΕΚ Β’ 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 01.01.1984 σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχόλησης πέραν από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της απόφασης 1/1982 ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την υπουργική απόφαση 11245/1982 και κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/1983, δηλαδή με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, το οποίο κατά το άρθρο 5 της από 26.02.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975 υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου μισθού. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι: α) Ως προς τη συνδρομή της υπερεργασίας με την παραπάνω έννοια, κριτήριο αποτελεί και λαμβάνεται υπόψη όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και δη η πραγματοποιούμενη κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά Κυριακές ή άλλες εξαιρετέες ημέρες, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια (ως εκ τούτου δε οι ώρες της εργασίας αυτής δεν συναριθμούνται με τις ώρες των εργάσιμων ημερών της ίδιας εβδομάδας, στις οποίες και μόνο αποβλέπει η ρύθμιση της υπερεργασίας) και συνεπώς ο απασχολούμενος με καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών την εβδομάδα πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την αντίστοιχη αμοιβή  (ωρομίσθιο επαυξημένο κατά 25%), αν η απασχόλησή του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) Ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του Ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, με την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των 8 ωρών ημερησίως (ή πέραν των 9 ωρών με τους όρους του άρθρου 6 της από 26-.02.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε ως άνω), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από το νόμο ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας (υπερωρίας) με τις λιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Ειδικά για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών την εβδομάδα, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των 6 ημερών, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών την εβδομάδα. Για τους ίδιους εργαζομένους και ανάλογα με το σύστημα των 5 ή 6 ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ή των 8 ωρών αντίστοιχα. Από την 01.04.2001, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 (όπως ίσχυσε μέχρι τις 30.09.2005, οπότε αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005), σε επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας 40 ωρών την εβδομάδα, καταργείται η κατά την κρίση του εργοδότη υποχρέωση του μισθωτού για υπερεργασιακή απασχόληση 5 ωρών την εβδομάδα και κατά συνέπεια καταργούνται οι 44η, 45η, 46η, 47η και 48η ώρες υπερεργασιακής απασχόλησης, εφόσον στις επιχειρήσεις αυτές ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας ήταν το 48ωρο, στις επιχειρήσεις δε αυτές ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για 3 ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η και 43η ώρα). Η τρίωρη αυτή πέραν των 40 ωρών απασχόληση, από την 01.04.2001 ονομάζεται ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, η οποία αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50% (άρθρο 4 παρ. 2 και 4 του νόμου αυτού). Από την 01.04.2001 η πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα επιπλέον απασχόληση του μισθωτού θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Η έκφραση του νόμου ότι θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα επιπλέον απασχόληση, δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία θεωρείται πλέον μόνο η υπέρβαση του ανωτάτου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και όχι η υπέρβαση του ανωτάτου ωραρίου της ημερήσιας απασχόλησης του μισθωτού, το οποίο και μετά την 01.04.2001 εξακολουθεί να είναι το 8ωρο ή 9ωρο επί πενθημέρου. Επομένως, για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και μετά την ισχύ του Ν. 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως. Ο νομοθέτης με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 ήθελε να υπογραμμίσει ότι μετά την κατάργηση των 5 ωρών εβδομαδιαίας υπερωριακής απασχόλησης, το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας είναι πλέον 43 (αντί 48) ώρες με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από την 01.04.2001 οι μισθωτοί που απασχολούνται υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης, καθώς και για κάθε ώρα νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης και μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προοσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των 120 ωρών ετησίως υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 435/1976. Ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης (παράνομης) υπερωριακής απασχόλησης δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου για κάθε ώρα (δηλαδή για κάθε ώρα προσαύξηση 150% επ’ αυτού). Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο, ως 6η ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία, εκτός αν στην τελευταία περίπτωση υπερβαίνει το ως άνω ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία διώκεται η καταβολή αμοιβής και αποζημίωσης για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση (ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία, νόμιμη και παράνομη υπερωριακή εργασία), θα πρέπει να αναφέρεται και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησης, προκειμένου να είναι δυνατόν να διακριβωθεί ποια περίπτωση υπέρβασης του νομίμου ωραρίου συντρέχει, δηλαδή υπερεργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, υπερωριακή εργασία κ.λπ., ενόψει και του ως άνω διαφορετικού τρόπου αμοιβής των μορφών αυτών υπέρβασης (ΑΠ 684/2017, ΑΠ 53/2015, ΑΠ 441/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών που οφείλονται από την έγκυρη σύμβαση εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 648 ΑΚ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, αναγκαία στοιχεία είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο χρόνος της κατάρτισης της σύμβασης, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι της παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 2016/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα απασχόλησης, τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, οπότε στην επίκληση αυτών και των εννόμων συνεπειών τους εμπεριέχεται και η επίκληση της ιδιότητας των διαδίκων ως μελών των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα και για κάθε ένα από τα επίδικα κεφάλαια, χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολο τους, ώστε όχι μόνο ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν αξίωσης μη δεδουλευμένων, μη δικαιουμένων ή υπέρογκων για κάθε ένα είδος εργασίας ποσών, αλλά και από την απόφαση του δικαστηρίου που θα αποτελέσει δεδικασμένο, να μπορεί ευχερώς να συναχθεί ποια ακριβώς κατ’ είδος και ποσό, διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί αυτή να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης (ΑΠ 2016/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 184/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις, αλλά αρκεί λογικώς να συνάγονται από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο ο ενάγων μπορεί, έως τη συζήτηση της να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 ΚΠολΔ) με τις προτάσεις της συζήτησης (ΑΠ 548/2000 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 584/2005 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

IV.Όταν με την αγωγή ζητούνται αποδοχές αδείας παρελθόντων ετών στο διπλάσιο, πρέπει, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται στην αγωγή ότι ο ενάγων ζήτησε, γραπτά η προφορικά, εγκαίρως την άδεια του αυτούσια για συγκεκριμένο έτος και ότι ο εργοδότης αρνήθηκε να του χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια, εξαναγκάζοντας τον στην παροχή της εργασίας του, κατά το χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει την άδεια και όχι να γίνεται μόνο χρήση της νομικής αξιολογικής συμπερασματικής έννοιας της «υπαιτιότητας» του εργοδότη, χωρίς δηλαδή να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αληθή υποτιθέμενα, οδηγούν στην δικανική κρίση περί πραγμάτωσης της εν λόγω αξιολογικής νομικής έννοιας (βλ. ΕφΘεσ 3178/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, όπου και παραπομπή σε ΑΠ 96/1977 ΕΕργΔ 36.398). Δηλαδή, στην αγωγή πρέπει να αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία που θεμελιώνουν το δικαίωμα της άδειας (ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, συνεχής ή εκ περιτροπής ή διαλείπουσα εργασία, χρόνος πρόσληψης, συνολικό ποσό καταβαλλόμενων αποδοχών) και τα στοιχεία από τα οποία θα προκύπτει η υπερημερία του εργοδότη, δηλαδή η συμφωνία ή προγραμματισμός για το χρόνο έναρξης της άδειας ή ο χρόνος της υποβολής της σχετικής αίτησης (βλ. Λ. Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, παρ. 277, σελ. 371).

Ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του εκθέτει ότι προσλήφθηκε από τον εναγόμενο, δυνάμει προφορικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, προκειμένου να εργαστεί στην ατομική επιχείρηση που διατηρεί ο τελευταίος ως τεχνίτης σιδηρουργός – ηλεκτροσυγκολλητής – αλουμινάς και βαφέας μετάλλων, με το ωράριο και τα ειδικότερα καθήκοντα που εκθέτει. Ότι οι μηνιαίες αποδοχές του συμφωνήθηκε ότι θα ανέρχονται στα κατώτατα όρια που θέτει η οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας εργατοτεχνιτών μετάλλου. Ότι παράλληλα εκτελούσε και καθήκοντα οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου. Ότι τη 19η. 11.2012 ο εναγόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις (έγγραφος τόπος, αποζημίωση απόλυσης). Ότι, παρά τη συμφωνία τους, οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 800 ευρώ καθαρά κατά τα έτη 2006 και 2007, στο ποσό των 880 ευρώ καθαρά κατά το έτος 2008 και στο ποσό των 1.000 ευρώ καθαρά κατά τα έτη 2009, 2010, 2011 και 2012. Ότι καθημερινά παρείχε την εργασία του πέραν του νόμιμου ωραρίου του, χωρίς ο εναγόμενος να του καταβάλει τις προσαυξήσεις που δικαισύτο για την υπερεργασία και την παράνομη υπερωριακή του απασχόληση, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα στην αγωγή. Ότι, επιπλέον, ο εναγόμενος του οφείλει δώρα εορτών, επιδόματα αδείας, αποδοχές άδειας στο διπλάσιο, επιδόματα γάμου και ανθυγιεινής εργασίας, αμοιβή για εργασία που πραγματοποίησε κατά την ημέρα του Σαββάτου, αμοιβή για την πρόσθετη εργασία που πραγματοποίησε και αποζημίωση απόλυσης. Ότι, επίσης, ο εναγόμενος του οφείλει τις διαφορές μεταξύ των καταβληθεισών και νόμιμων αποδοχών που δικαισύτο σύμφωνα με τη Σ.Σ.Ε. εργατοτεχνιτών μετάλλου, άλλως σύμφωνα με τη Σ.Σ.Ε. τεχνιτών μετάλλου ως ηλεκτροσυγκολλητής άνευ πτυχίου. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητεί, κατ’ επιτρεπτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (άρ. 223, 294, 295 παρ. 1, 297 και 591 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ), όσον αφορά όλα τα αιτούμενα κονδύλια πλην των διαφορών αποδοχών και της αποζημίωσης απόλυσης, τα οποία παραμένουν καταψηφιστικά, με τις προτάσεις και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, με απόφαση, η οποία θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 111.488,57 ευρώ, άλλως επικουρικώς το συνολικό ποσό των 77.071,83 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, β) να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας δώδεκα (12) μηνών, κατ’ άρθρα 1047 επ. ΚΠολΔ, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης και γ) να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Επικουρικά δε, ο ενάγων ζητεί να του καταβληθούν τα ανωτέρω ποσά σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρ. 904 επ. ΑΚ), αφού ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολόγητος πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του και ο πλουτισμός του σώζεται.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 22 και 664 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρ. 664-676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους από το Ν. 4335/2015), δεδομένου ότι έχει ασκηθεί εντός της αυτεπάγγελτα λαμβανόμενης υπόψη από το Δικαστήριο εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρ. 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, ως προς το αίτημα που αφορά την αποζημίωση απόλυσης, καθόσον, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. 6.374 Β/31.12.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Γεωργίου Καλλιγέρη, η επίδοση της υπό κρίση αγωγής του ενάγοντος συντελέστηκε εντός της παραπάνω αποσβεστικής προθεσμίας από την επικαλούμενη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του (19.11.2012). Περαιτέρω, η αγωγή είναι αόριστη ως προς τα αιτήματα που ερείδονται στη Σ.Σ.Ε. εργατοτεχνιτών μετάλλου, άλλως στη Σ.Σ.Ε. τεχνιτών μετάλλου ως ηλεκτροσυγκολλητής άνευ πτυχίου, διότι ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή του αν οι εν λόγω Σ.Σ.Ε. που επικαλείται έχουν κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτικές με συγκεκριμένη απόφαση του Υπουργού Εργασίας ή, σε περίπτωση που δεν έχουν κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτικές, αν ο ίδιος ή ο εναγόμενος τυγχάνουν μέλη των αντίστοιχων ομοιοεπαγγελματικών ή κλαδικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, που μετείχαν στη σύναψη αυτών. Και ναι μεν δεν είναι αναγκαίο ο ενάγων να αναφέρει στο αγωγικό δικόγραφο ότι ο ίδιος και ο εναγόμενος εργοδότης του τυγχάνουν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που κατήρτισαν τη συλλογική αυτή σύμβαση, πλην όμως, εάν ο τελευταίος προβάλει σχετική ειδική αμφισβήτηση, υποχρεούται, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις του, να επικαλεσθεί (και να αποδείξει) το στοιχείο αυτό (βλ. νομική σκέψη της παρούσας υπό στοιχείο Π). Εν προκειμένω, παρότι ο εναγόμενος προέβαλε παραδεκτά, με τις έγγραφες προτάσεις του και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, την προαναφερόμενη ένσταση μη δέσμευσής του από τις ως άνω Σ.Σ.Ε., επικαλούμενος ότι ο εναγών δεν ήταν μέλος της συμβολισθείσας εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης, εντούτοις, ο τελευταίος (ενάγων) δεν επικαλέστηκε με τις προτάσεις του, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 118 αριθ. 4 και 224 ΚΠολΔ (ούτε βεβαίως απέδειξε) τα παραπάνω στοιχεία. Κατά συνέπεια, τα αιτούμενα κονδύλια των διαφορών μεταξύ των καταβληθεισών και νόμιμων αποδοχών και των επιδομάτων γάμου και ανθυγιεινής εργασίας, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής βάσης της αγωγής, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας. Για τον ίδιο λόγο απορριπτέα τυγχάνουν και τα αιτούμενα κονδύλια που αφορούν τις προσαυξήσεις λόγω υπερεργασίας και παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, διότι ο ενάγων δεν αναφέρει τη διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησής του, όπως απαιτείται, σύμφωνα με τη νομική σκέψη της παρούσας υπό στοιχείο III, προκειμένου να είναι δυνατόν να διακριβωθεί ποια περίπτωση υπέρβασης του νόμιμου ωραρίου συντρέχει, δηλαδή υπερεργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, υπερωριακή εργασία κ.λπ., ενόψει και του ως άνω διαφορετικού τρόπου αμοιβής των μορφών αυτών υπέρβασης. Αντιθέτως, ο ενάγων προσδιορίζει την πέραν του νόμιμου ωραρίου εργασία του σε μηνιαία βάση, ήτοι 20 ώρες μηνιαίως για τα έτη 2006 και 2007, 60 ώρες μηνιαίος για το έτος 2008 και 40 ώρες μηνιαίος για τα έτη 2009, 2010, 2011 και 2012. Επίσης, όσον αφορά το κονδύλιο των αποδοχών αδειών παρελθόντων ετών στο διπλάσιο κρίνεται απορριπτέο ως αόριστο, διότι ο ενάγων δεν εκθέτει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ζήτησε, γραπτά ή προφορικά, εγκαίρως την άδειά του αυτούσια για τα συγκεκριμένα έτη και ότι ο εργοδότης της εναγόμενος αρνήθηκε από υπαιτιότητά του να του χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια, εξαναγκάζοντας τον στην παροχή της εργασίας του, κατά το χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει την άδεια του, αλλά αρκείται στην εντελώς αόριστη αναφορά ότι ο εναγόμενος αρνήθηκε να του χορηγήσει τις άδειες των ετών απασχόλησής του (βλ. ανωτέρω νομική σκέψη υπό στοιχείο IV). Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την ιστορική της θεμελίωση (άρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 340, 341, 345 και 346 ΑΚ, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980, 10 παρ. 1 της Υ.Α. 19040/1981, 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, 1 παρ. 1 του Ν. 1346/1983, 3 του Ν.Δ. 3755/1957, 1 του Ν. 3302/2004, 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 8 του Ν. 3846/2010, 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 5 παρ. 1 και 3 και 6 του Ν. 3198/1955, 68, 70, 176, 191 αρ. 2, 907, 908 παρ. 1 περ. &’ και 910 αρ. 4 ΚΠολΔ, πλην α) του παρεπόμενου αιτήματος της αγωγής για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ύστερα από τον παραπάνω περιορισμό μέρους του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, το οποίο κατέστη μη νόμιμο και συνεπώς απορριπτέο, κατά το αντίστοιχο μέρος του, αφού η αναγνωριστική απόφαση δεν μπορεί να αποτελέσει εκτελεστό τίτλο, διότι αναγνωριστικές ή διαπλαστικές δικαστικές αποφάσεις δεν επιτρέπεται να κηρυχθούν προσωρινά εκτελεστές (ΕφΑΘ 3702/1986 ΕλλΔ/νη 1986.706, ΕφΑΘ 2273/75 Αρμ 29.675), β) της επικουρικής βάσης, που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, διότι ο ενάγων δεν επικαλείται περιστατικά πρόσθετα ή διαφορετικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η κύρια βάση της αγωγής, ενώ η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα, μπορεί δηλαδή να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία και επομένως εάν αυτή (αγωγή) στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι αβάσιμη νομικά, γιατί, αφού υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 585/2006 ΛΕΕ 2006.942) και γ) του αιτήματος να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας δώδεκα (12) μηνών, κατ’ άρθρα 1047 επ. ΚΠολΔ, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης, διότι δεν υφίσταται αδικοπραξία. Ειδικότερα, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την πληρωμή του μισθού που απορρέει από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα, με την παράλειψη, όμως, πληρωμής αυτού, ολικά ή εν μέρει, ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και, συνεπώς δεν υπάρχει ζημία με αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον Α.Ν. 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη και, επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικά οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ’ αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και, κατά περαιτέρω συνέπεια, δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (ΑΠ 670/2016, ΑΠ 1114/2013 και ΑΠ 574/2007, δημοσιευμένες σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όσον αφορά την τοκοδοσία των επίδικων επιμέρους αξιώσεων της ενάγουσας πρέπει να λεχθούν τα εξής: για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και το επίδομα αδείας και την αποζημίωση λόγω μη χορήγησης της κανονικής αδείας (άρ. 10 παρ. 1 της Υ.Α. 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, άρ. 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 και άρ. 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945 και άρ. 1 του Ν. 3302/2004 αντίστοιχα), επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής είναι η 31η.12 για το δώρο Χριστουγέννων, η 30η.04 για το δώρο Πάσχα και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους για το επίδομα αδείας και την αποζημίωση λόγω μη χορήγησης της κανονικής αδείας και, επομένως, νόμιμος τόκος οφείλεται από την παρέλευση της αντίστοιχης δήλης ημέρας καταβολής (ΟλΑΠ 39-40/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1130/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ και ΕφΘεσ 425/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για τους δεδουλευμένους μισθούς ο τόκος υπολογίζεται από το τέλος του μήνα κατά τον οποίο έκαστος εξ αυτών ήταν απαιτητός. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης δεν απαιτείται να καταβληθεί τέλος δικαστικού ενσήμου, αφού τα καταψηφιστικά αιτήματα αφορούν ποσά κάτω των 20.000 ευρώ, ήτοι του ορίου της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα ανταπόδειξης, που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 04ης.05.2017, η οποία περιλαμβάνεται στα από 04.05.2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του εν λόγω Δικαστηρίου (ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα), από την υπ’ αριθμ. 4.874/16.05.2013 ένορκη κατάθεση του ________  ________  του ________  ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Αικατερίνης Η. Βρεττάκου, μετά από νομότυπη και προ 24 ωρών κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. 4.883/14.05.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Ευφρόσυνης I. Βουγιουκλάκη), από την υπ’ αριθμ. 4.867/09.05.2013 ένορκη κατάθεση του ________  ________  του ________  ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Αικατερίνης Η. Βρεττάκου, μετά από νομότυπη και προ 24 ωρών κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. 4.821/30.04.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Ευφροσύνης I. Βουγιουκλάκη), από την υπ’ αριθμ. 3.731/13.03.2017 ένορκη βεβαίωση του ________  ________  του ________   ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, μετά από νομότυπη και προ 24 ωρών κλήτευση του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθμ. 1.4221707.03.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Γεωργίου Καλλιγέρη), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων εγγράφων μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπό κρίση διαφοράς, λαμβανομένων υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 436 επ. ΚΠολΔ), είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336, 395 ΚΠολΔ), πλην της υπ’ αριθμ. 367/24.10.2012 ένορκης βεβαίωσης του ________  ________  του ________  ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, διότι δεν αποδεικνύεται η νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου, καθόσον από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας δεν προσκομίζεται σχετική έκθεση επίδοσης ούτε ο ενάγων επικαλείται τέτοια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ο οποίος είναι Ρουμάνος υπήκοος, προσλήφθηκε από τον εναγόμενο το Μάρτιο του έτους 2006, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, προκειμένου να εργαστεί στην ατομική επιχείρηση που διατηρεί ο τελευταίος, ως τεχνίτης σιδηρουργός – ηλεκτροσυγκολλητής – αλουμινάς και βαφέας μετάλλων. Το ωράριό του συμφωνήθηκε οκτάωρο ημερησίως (07.00 π.μ. – 15.00 μ.μ.) με καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης (Δευτέρα έως και Παρασκευή). Οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό 800 ευρώ καθαρά κατά τα έτη 2006 και 2007, στο ποσό των 880 ευρώ καθαρά κατά το έτος 2008 και στο ποσό των 1.000 ευρώ καθαρά κατά τα έτη 2009, 2010, 2011 και 2012. Ως Ρουμάνος υπήκοος ο ενάγων, κατά το έτος 2006, ότε η Ρουμανία δεν είχε ενταχθεί ακόμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οφείλε να διαθέτει άδεια εργασίας στην Ελλάδα, την οποία δεν διέθετε, με αποτέλεσμα η σύμβαση εργασίας του με τον εναγόμενο να είναι άκυρη και να απασχολείται στην ατομική επιχείρηση του τελευταίου με de facto πραγματική εργασιακή σχέση. Από την 01η.01.2007, ήτοι μετά την ένταξη της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ενάγων κατέστη υπήκοος κράτους μέλους και, επομένως, έκτοτε η σύμβαση εργασίας του με τον εναγόμενο νομιμοποιήθηκε, εφόσον δεν απαιτείτο πλέον η προϋπόθεση της κατοχής άδειας εργασίας στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, τα αιτούμενα από τον ενάγσντα κονδύλια του έτους 2006 κρίνονται απορριπτέα, τόσο ως προς την κύρια βάση της αγωγής, ήτοι ευθέως από τη σύμβαση, όσο και ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, ήτοι σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρ. 904 επ. ΑΚ), η οποία έχει ήδη απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον ο ενάγων στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής δεν επικαλείται την εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού σε περίπτωση ακυρότητας από οποιαδήποτε αιτία της σύμβασης εργασίας του ή μη νόμιμης παροχής της εργασίας του (εν όλω ή εν μέρει), παρά μόνο αρκείται στην αναφορά ότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του και ο πλουτισμός σώζεται. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στην ατομική επιχείρηση του εναγομένου μέχρι τη 19η. 11.2012, ότε ο εναγόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας χωρίς την τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων, ήτοι του έγγραφου τύπου και της καταβολής αποζημίωσης απόλυσης. Επομένως, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, ο οποίος εργάστηκε νόμιμα στην επιχείρησή του επί 5 έτη 11 μήνες και 19 ημέρες (από 01.01.2007 έως και 19.11.2012), ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 3.500 ευρώ (1.000 ευρώ μηνιαίος μισθός X 3 μήνες + 1/6). Ακολούθως, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων για τα έτη 2006, 2007 και 2008 δεν έχει λάβει Δώρο Πάσχα, ενώ για τα έτη 2009, 2010, 2011 και 2012 έλαβε ως Δώρο Πάσχα το ποσό των 500 εύρω κάθε έτος. Επίσης, για τα έτη 2006, 2007, 2008 και 2012 δεν έχει λάβει Δώρο Χριστουγέννων, ενώ για τα έτη 2009, 2010 και 2011 έχει λάβει ως Δώρο Χριστουγέννων το ποσό των 1.000 ευρώ κάθε έτος. Επομένως, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για τις ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 4.557,9 ευρώ [400 ευρώ ως Δώρο Πάσχα του έτους 2006 (800 : 2) + 400 ευρώ ως Δώρο Πάσχα του έτους 2007 (800 : 2) + 440 ευρώ ως Δώρο Πάσχα του έτους 2008 (880 : 2) + 800 ευρώ ως Δώρο Χριστουγέννων του έτους 2006 + 800 ευρώ ως Δώρο Χριστουγέννων του έτους 2007 + 880 ευρώ ως Δώρο Χριστουγέννων του έτους 2008 + 837,90 ευρώ ως Δώρο Χριστουγέννων του έτους 2012 (1.000 X 0,8379)]. Περαιτέρω, τα έτη 2009,2010, 2011 και 2012 ο ενάγων έλαβε ως επίδομα αδείας το ποσό των 500 εύρω κάθε έτος, ,ήτοι το ήμισυ του καταβαλλόμενου μισθού του, όπως και ο ίδιος συνομολογεί στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής του, επομένως, τα ποσά που αιτείται για την αιτία αυτή δεν του οφείλονται. Όσον αφορά στις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος για καταβολή αμοιβής του για την πρόσθετη εργασία που πραγματοποιούσε ως οδηγός φορτηγού, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, το Δικαστήριο δεν σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση και τα σχετικά αγωγικά κονδύλια που ζητεί είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Εξάλλου, οι ανωτέρω αξιώσεις του ενάγοντος δεν συνοδεύονται από κάποιες αποδείξεις που να εμπίπτουν εντός του χρονικού διαστήματος της λειτουργίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του. Ούτε δικαιολογεί πειστικά ποιες ήταν οι αυξημένες ανάγκες της επιχείρησης του εναγομένου για την εργασία αυτή, τις οποίες τυχόν κάλυπτε η συστηματική και καθημερινή παροχή πρόσθετης εργασίας, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και γιατί οι ανάγκες αυτές της επιχείρησης του εναγομένου δεν μπορούσαν να καλυφθούν από την εργασία των αρμόδιων προς τούτο συναδέλφων του εντός του νόμιμου ωραρίου τους. Τέλος, όσον αφορά την στις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος για καταβολή αμοιβής για την εργασία του όλα τα Σάββατα του επίδικου χρονικού διαστήματος, τα εν λόγω κονδύλια πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα, καθότι ο ενάγων κανένα αποδεικτικό στοιχείο εισέφερε στη δίκη, το οποίο να αποδεικνόει τη βασιμότητα του ισχυρισμού, καθόσον φέρει, κατ’ άρ. 338 ΚΠολΔ, το αντικειμενικό βάρος απόδειξης των γεγονότων που υποστηρίζουν τους αγωγικούς του ισχυρισμούς. Άλλωστε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεν είναι δυνατόν ένας εργαζόμενος να παρέχει την εργασία του σταθερά και αδιάλειπτα όλα τα Σάββατα του έτους, ακόμη και όταν αυτά συμπίπτουν με αργία, τις ίδιες ακριβώς ώρες, χωρίς καμία απολύτως διακύμανση ή μεταβολή.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.557,9 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι την εξόφλησή του. Το παρεπόμενο αίτημα του ενάγοντος, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, πρέπει να γίνει δεκτό στο σύνολό του, δεδομένου ότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι δυνατόν από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης να προξενηθεί σημαντική ζημιά σ’ αυτόν και επειδή συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για επιδίκαση απαιτήσεων που πηγάζουν από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (άρ. 908 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος στον εναγόμενο λόγω της ήττας του τελευταίου, τα οποία, όμως, θα επιβληθούν μειωμένα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της απόφασης, καθόσον η αγωγή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος της (άρ. 176, 180 αρ. 3, 189 αρ. 1 και 191 αρ. 2 ΚΠολΔ και άρ. 63 και 68 Κώδικα Δικηγόρων).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.

Κηρύσσει την ως άνω καταψηφιστική διάταξη προσωρινά εκτελεστή στο σύνολό της.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα λεπτών (4.557,9), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι την εξόφλησή του.

Καταδικάζει τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεόθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 13-4-20 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία