Περίληψη
19831/2003 ΠΛΗΜΜ ΘΕΣΣΑΛ (369266)
(ΑΡΜ 2004/1204}
Κλητήριο θέσπισμα. Είναι άκυρο όταν, προκειμένου περί παραπομπής για το αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών, δεν μνημονεύει την πραγματική αξία του καταδολιευθέντος ακινήτου καθώς και το τίμημα της πώλησής του, ούτε ότι ο Κατηγορούμενος στερούνταν άλλων περιουσιακών στοιχείων.
“Η περίληψη αυτή ελήφθη από το περιοδικό ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, εκδόσεως του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης”
ΤριμΠλημθεσ .19831/2003
Πρόεδρος: Στύλιανή Πανταζή,
Δικαστές: Τ. Κυριακίδου, Ε. Κολέση.
Εισαγγελέας: Πασχάλης Παπαοικονόμου,
Δικηγόροι: Σ. Γοριδάρης, Ε, Κιτσικούδη.
Στο σημείο αυτό ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου πήρε το λόγο και πρόβαλε την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (άρθ, 321 πορ. 1, 4 Κ’ΠΔ), σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην επισυναπτόμενη ένστασή του:
Α) Κατά το άρθρο 321 παρ. 1 εδ. δ ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει (βλ.: Λ. Μαργαρίτη Α. Ζαχαριάδη, Το κλητήριο θέσπισμα, 1996, σελ. 114 επ., Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 1994, σελ. 336339, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1998, σελ. 557 επ., Σ. Δασκαλάπουλου, Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και του θύματος στην ποινική δίκη, τ. 12, 1991, σελ. 80,1. Ζησιόδου, Ποινική Δικονομία, τ. Β, 1977, σελ. 414).
Η απαίτηση της διάταξης αποτελεί μορφή εμφάνισης του δικαιώματος πληροφόρησης που κατοχυρώνεται οτο άρθρο 20 του Συντάγματος στο δικαίωμα ακρσάσεως (Α. Κσρράς, Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, 1989, σελ. 68, 87), ενώ προβλέπεται και στη διάταξη του άρθρου 6 πορ. 3 εδ. α της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να πληροφορείται λεπτομερώς την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
Ακριβής είναι ο καθορισμός της πράξης, όταν στο κλητήριο θέσπισμα περιγράφονται εξαντλητικό όλα τα πραγματικά περιστατικό τα οποία συνιστούν τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, καθώς και τον εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, όπου αυτός απαιτείται, δηλαδή η ανθρώπινη συμπεριφορά, το υποκείμενο και το υλικά αντικείμενο του εγκλήματος, οι περιστάσεις της αξιόποινης συμπεριφοράς και η υπαιτιότητα (βλ. Λ. Μαργαρίτη Α. Ζαχαριάδη, όπ.ο.π,, σελ. 115117).
Αυτονόητο είναι ότι η κατηγορία πρέπει να προσδιορίζεται μόνον από το περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος και δεν απαιτείται οπό τον κατηγορούμενο να την συμπεράνει από το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας.
Κατά συνέπεια, δεν αναπληρώνεται η όποια έλλειψη του κλητηρίου θεσπίσματος από το περιεχόμενο της έγκλησης μήνυσης, καθώς αυτή υπόκειτοι σε επεξεργασία από τον εισαγγελέα, που επιλέγει ποια κρίσιμα τμήματά της στοιχειοθετούν την κατηγορία.
Β) Κατά το άρθρο 397 παρ. 1 ΠΚ ορίζεται ότι: Ο οφειλέτης που με πρόθεση ματαιώνει ολικά η εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του, βλάπτοντας, καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, ον η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη.
Ως απαλλοτρίωση νοείται η μεταβίβαση οποιοσδήποτε περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη. Η απαλλοτρίωση είναι νομικά σημαντική, όταν γίνεται χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, δηλαδή όταν δεν αντισταθμίζεται ή δεν αντισταθμίζεται πλήρως από κάποια αντιπαροχή, διότι μόνον τότε επιφέρει μείωση της περιουσίας (Χρ, Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο Ειδικό μέρος: Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, 2001, σελ. 655, Αδ. Παπαδαμάκη, Τα περιουσιακά εγκλήματα, 2000, σελ. 326327).
Είναι προφανές άτι η απαλλοτρίωση χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα είναι έννοια που λογικά προϋποθέτει σύγκριση ανάμεσα στο τίμημα του ανταλλάγματος που έλαβε ο οφειλέτης σε σχέση με το τίμημα του περιουσιακού στοιχείου που απολλοτρίωσε, και μάλιστα η σύγκριση να καταλήγει σε αποτέλεσμα μειωτικό της συνολικής οξιάς της περιουσίας του οφειλέτη, παρά την προσθήκη σ’ αυτήν του ανταλλάγματος, σε σχέση με την αξία που είχε πριν.
Προϋποτίθεται, επομένως, ένα όσο το δυνατόν αντικειμενικότερο κριτήριο, για να κριθεί αν η απαλλοτρίωση είναι αξιόποινη ή όχι.
Η καταδολίευση δανειστών αποτελεί έγκλημα δόλου, που συνίσταται ο) στη ννώση του δράστη, ότι ορισμένος δανειστής έχει κατ’ αυτού αξίωση και ότι με την επιχείρηση της πράξης του ματαιώνεται καθολικά ή μερικά η ικανοποίηση του δανειστή από την περιουσία του και β) στη θέληση να πραγματώσει αυτά τα στοιχείο και κυρίως την επέλευση της ματαίωσης (βλ. Αδ, Παπαδαμάκη, άπ. α,π., σελ. 329, σύμφωνος σε αυτά και ο Χρ. Μυλωνόπουλος, όπ.α.π., σελ. 657),Είναι δε αυτονόητο ότι, αν δεν πληρούται το στοιχείο του δόλου, δεν υπάρχει έγκλημα κατ’ άρθρο 14 ΠΚ (βλ. ενδεικτικά: I. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, επιτομή γενικού μέρους, 1996, σελ. 174 επ.).
Γ) Οι δικονομικές απαιτήσεις του άρθρου 321 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το αξιόποινο του άρθρου 397 παρ. 1 ΠΚ, προσδιορίζουν τελικά ποια στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης είναι απαραίτητα, προκειμένου το κλητήριο θέσπισμα που παραπέμπει γιά καταδολίευση δανειστών με τρόπο τέλεσης την χωρίς ισότιμο και αξιόχρεα αντάλλαγμα απαλλοτρίωση οποιοσδήποτε περιουσιακού στοιχείου, να θεωρείται έγκυρο: α) λόγω ποιας αιτίας είναι ο κατηγορούμενος οφειλέτης, β) ποιας απαίτησης ματαιώθηκε και πότε η ικανοποίηση, γ) αν η ματαίωση συτή ήταν ολική ή μερική, δ) το ύψος της ικανοποίησης, ε) ποιος ήταν ο δανειστής, στ) η απαλλοτριωτική πράξη απαραίτητο είναι, επίσης, να μνημονεύει με βάση ποιο αντικειμενικό κριτήριο θεωρείται η ενλόγω πράξη χωρίς ισότιμο και αξιόχρεοαντάλλαγμα ή έστω ποιο αντάλλαγμα θα ήταν ισότιμο και αξιόχρεο, ζ) τα περιουσιακά στοιχείο του οφειλέτη που απαλλοτριώθηκαν και η) ο δόλος του δράστη. Ωσαύτως κρίθηκε αναιρετέα απόφαση κρίνασα επί υποθέσεως καταδολιεύσεως δανειστών ελλείψει αιτιολογίας και ελλείψει νομίμου βόσεως, διότι δεν μνημονεύθηκε αν οι αναιρεσείοντες εστερούντο άλλων περιουσιακών στοιχείων (ΑΠ 1159/1998, ΠοινΧρον ΜΘ(1999)670, προσαγάμενη).
Δ) αα) Στην υπό κρίση υπόθεση, στο υπ’ αριθμόν 13919/03 κλητήριο θέσπισμα που μου επιδόθηκε, αναγράφεται επί λέξει: Στη Θεσσαλονίκη την 4,1.1999 οφειλέτης από πρόθεση ματαίωσε ολικά την ικανοποίηση.του δανειστή του σπαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και συγκεκριμένο … το οποίο αυτός (κατηγορούμενος) γνώριζε, δεδομένου ότι η ως άνω εγκαλουσα του κοινοποίησε με την υπ’ αριθμ. 10848Ε/2.1999 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης Ι.Β. την καταγγελία της σύμβασης κσι το οριστικό κλείσιμο του ως άνω λογοριασμού, προκειμένου αυτός να ματαιώσει την ικανοποίηση της πιο πάνω απαίτησης της εγκαλούσας μεταβίβασε στους Ι,Κ. και Ε. συζ. Ι,Κ. με το υπ’ αριθμ. 7489/4.1,1999 οριστικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου.
Από την ανάγνωση του κλητηρίου θεσπίσματος φαίνεται καθαρά ότι η επίδοση με αριθμό 10848 Ε/.2,1999 προφανώς έπεται της κατάρτισης του υπ’ αρίθμ. 7489/ 4.1.199Β οριστικού συμβολαίου μου, οπότε εκλείπει τελείως η περιγραφή του στοινεΐίυ του δόλου που μου προσάπτεται, της γνώσης-της ύπαρξης της αξίωσης της ε^καλούσας, ακόμα και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, οπότε το θέσπισμα είνοι παντελώς αόριστο, δεν περιγράφει αξιόποινη κατά το 5ρο 14 ΠΚ συμπεριφορά και γι’ αυτό είναι άκυρο,
ββ) Παρακάτω στο κλητήριο θέσπισμα αναγράφεται επί λέξει: στην ενέργεια δε αυτήν ο ανωτέρω προέβη χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα και γιά να ματαιώσει πραδήλως την ικανοποίηση της πιο πάνω απαιτήσεως της εγκολούσας. Της καταδολιευτικής αυτής δικαιοπραξίας η εγκαλούσα έλαβε γνώση την 17/3/2003. Από την ανάγνωση της πράξεως που μου αποδίδεται ελλείπει εντελώς κκαίθέ περιγραφή του τιμήματος του ανταλλάγματος, κάθε σύγκριση ανάμεσα στο τίμημα που άξιζε το συγκεκριμένο ακίνητο και σε αυτό που τελικώς έλαβα. Πολύ Περισσότερο δεν αναφέρεται καν ποιο τελικώς τίμημα έλαβα για την απαλλοτριωτική μου πράξη, οπότε, σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω, το κλητήριο θέσπισμα είναι παντελώς αόριστο και για αυτά πρέπει να ακυρωθεί.
γγ) Τέλος, στο κλητήριο θέσπισμα δεν μνημονεύεται αν ως κατηγορούμενος γιο την πράξη της καταδολιεύσεως δανειστών, η οποία έλαβε χώραν την 4.1,1999, κατά το χρόνο τούτο εστερούμην άλλου περιουσιακού στοιχείου.
Ε) Για τους λόγους αυτούς; Το υπ’ αριθμ. 13919/2003 κλητήριο θέσπισμα, που μου επιδόθηκε την 25.9. 2003 και με το οποίο καλούμαι νο δικαστώ είναι άκυρο και πρέπει, κατά τα άρθρα 321 παρ, 4 και 174 παρ. 2 ΚΠΔ, η ακυρότητα του αυτή να κηρυχθεί από το Δικαστήριό Σας, κατά παραδοχή των οικείων λόγων της παρούσας αίτησής μου.
Ο Εισαγγελέας οφού πήρε το λόγο, πρότει.νε την αποδοχή της ενστάσεως του κατηγορουμένου.
Ο συνήγορος του κατηγορουμένου πήρε τον λόγο και πάλι και ζήτησε την παραδοχή της ενστάσεως από το Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο, σε μυστική διάσκεψη που έγινε στην έδρα με την παρουσία και του Γραμματέα, κατάρτισε την ταυτάριθμη απόφασή του, την οποία α Πρόεδρος αμέσως δημοσίευσε. Η απόφαση αυτή έχει ως εξής:
Σκεπτικό: Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει οπό το κλητήριο θέσπισμα (κατηγορητήριο), ουτό δεν αναφέρει την προγματική αξίο του επιδίκου ακινήτου, καθώς και το τίμημα της πώλησης αυτού, ούτε ότι ο κατηγορούμενος στερούνταν άλλων περιουσιακών στοιχείων.
Επομένως το κατηγορητήριο είναι αόριστο και σύμφωνα μετά άρθρα 321 παρ. 1 δ και 4 ΚΠΔ και 397 παp. 1 ΠΚ πρέπει να ακυρωθεί (βλ. και ΤριμΠλημΘεσ 4244/1993 Υπέρ, 1994.345, ΑΠ 1159/1998 ΠοινΧρον ΜΘ(1999)670).