Περίληψη
ΑΡΙΘΜΟΣ 98/2020
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
{Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Γεώργιο Περ. Αναγνωστόπουλο και την Γραμματέα Βασιλική Σμοκοβίτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 15.10.2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αιτούσας : ________ ________ του ________ , κατοίκου ________ , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Θεοδωρόπουλο.
Του καθού η αίτηση: ________ ________ του ________ , κατοίκου Πειραιά, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Οικονομάκη.
Η αιτούσα με την με αριθμό κατάθεσης 136/25.9.2020 αίτηση της, ζητεί όσα αναφέρονται σε αυτή. Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η υπόθεση αυτή εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά του σχετικού εκθέματος και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ.
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 789 Αστικού Κώδικα, ο τρόπος της τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης, που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο, μπορεί να καθοριστεί με απόφαση της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών – κοινωνών. Η πλειοψηφία υπολογίζεται με βάση το μέγεθος των μερίδων των συνιδιοκτητών. Η απόφαση κάθε συνιδιοκτήτη αφορά μόνον τη μερίδα του, η δε πλειοψηφία σχηματίζεται από το άθροισμα των επιμέρους μερίδων (ΑΠ 212/2003 Ελλ Δνη 45.466). Σε συνέχεια των ανωτέρω, εφόσον η αποφασίζουσα πλειοψηφία νοείται κατά μερίδες (δηλαδή ποσοστά εξ αδιαιρέτου κυριότητας) και όχι κατά κεφαλές, στην περίπτωση που υπάρχουν μόνο δύο συγκύριοι, πλειοψηφία νοείται ο ένας, εάν έχει μεγαλύτερη μερίδα.
Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 1113 ΑΚ (κατά το οποίο «αν η κυριότητα του πράγματος ανήκει σε περισσότερους εξ αδιαιρέτου κατ’ ιδανικά μέρη, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την κοινωνία») προκύπτει ότι σε περίπτωση, που ένας από τους κοινωνούς κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος, οι υπόλοιποι κοινωνοί δικαιούνται να απαιτήσουν από τον κοινωνό, που χρησιμοποίησε αποκλειστικώς το κοινό πράγμα, να τους αποδώσει την (κατ’ άρθρα 785, 786, 787, 792 § 2 ΑΚ) ωφέλεια, την οποία αποκόμισε από την αποκλειστική χρήση και αναλογεί στη μερίδα τους. Η ωφέλεια αυτή (ωφέλεια αποδοτέα σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσεως κοινού πράγματος) είναι ισοδύναμη με τη μισθωτική αξία, που είχαν κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως του κοινού οι μερίδες των κοινωνών, που δεν έκαναν χρήση αυτού. Η εν λόγω (προσπορισθείσα και αποδοτέα) ωφέλεια δεν αποτελεί μίσθωμα, αλλά νόμιμη οφειλή που απορρέει από τις προαναφερθείσες διατάξεις.
Σε επείγουσες περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικειμένου κινδύνου, είναι δυνατή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση της διοικήσεως του κοινού. Σε αυτές τις περιπτώσεις το δικαστήριο, μπορεί και με τη μορφή ασφαλιστικού μέτρου: α) να επιμερίσει τη χρήση του κοινού πράγματος μεταξύ των κοινωνών, ανάλογα με τη μερίδα τους, εφόσον αυτό βέβαια είναι εφικτό και εφόσον πρόκειται περί αστικού ακινήτου να διατάξει τη συστέγαση σε ορισμένα μέρη αυτού, β) να ορίσει η χρήση του κοινού πράγματος να περιέλθει εξ ολοκλήρου σ’ έναν ή περισσότερους κοινωνούς ή και σε τρίτο με εκμίσθωση των μεριδίων τους, με την καταβολή ανταλλάγματος αναλόγου του μεριδίου τους και της ωφέλειας από τη χρήση αυτού, γ) να διατάξει την εκ περιτροπής χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον είναι αυτό δυνατό, και δ) να διορίσει διαχειριστή του κοινού πράγματος.
ΙΙ. Εξάλλου το άρθρο 994 Α.Κ. ορίζει ότι αν νέμονται περισσότεροι το ίδιο πράγμα κατά ιδανικά μέρη, καθένας από αυτούς έχει κατά τρίτων τα δικαιώματα από την προσβολή της νομής. Σπς μεταξύ τους σχέσεις δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στο καθένα. Από τη διάταξη αυτή γίνεται σαφές ότι αν μεν η εκ μέρους του συννομέα προσβολή συνίσταται σε αποβολή του άλλου συννομέα από τη νομή πάνω στο πράγμα, τότε ο προσβληθείς έχει την προστασία της νομής, δεδομένου ότι μία τέτοια αποβολή προφανώς δεν στρέφεται περί τα όρια της νομής του αποβληθέντος συννομ πάνω στο φράγμα. Δηλαδή οι συννομείς έχουν πλήρη την προστασία από τη νομή αν η σύννομη προσβάλλεται παράνομα από τρίτο πρόσωπο εάν δε η σύννομη προσβάλλεται από συννομέα, τότε, εάν η έριδα στρέφεται περί την ύπαρξη της σύννομης του συννομέα, αυτός έχει πλήρη την προστασία της νομής (δικαστική και αυτοδύναμη) όπως όταν η νομή προσβάλλεται από τρίτο (βλ. 258/2006 Πολ. Πρ. Ρόδου, ΝΟΜΟΣ, Εφ. Πειραιά 468/1994 ΕλλΔνη 35.697).
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 734 παρ. 2 ΚΠολΔ το ειρηνοδικείο για την προσωρινή ρύθμιση της νομής ή της κατοχής δικαιούται να διατάξει οποιοδήποτε ασφαλιστικό μέτρο κρίνει πρόσφορο και ιδίως να επιτρέψει ή να απαγορεύσει πράξεις νομής ή κατοχής ή να επιδικάσει τη νομή ή την κατοχή σε κάποιον από τους διαδίκους, είτε με παροχή είτε χωρίς παροχή εγγύησης. Με την διάταξη αυτή παρασχέθηκαν στον Ειρηνοδίκη ευρύτατα όρια εξουσιών και ελαστικότητας ως- προς το περιεχόμενο της απόφασης, ώστε να επιλεχθεί εκείνο το μέτρο το οποίο, κατά περίπτωση εμφανίζεται το πιο κατάλληλο να ρυθμίσει την διαφορά λαμβάνοντας υπόψη πς ιδιαιτερότητες της εκάστοτε περίπτωσης. Το περιεχόμενο της απόφασης, όπως προαναφέρθηκε, είναι ευρύτατο και ενδεικτικά μπορεί να συνίσταται σε εκ περιτροπής άσκηση νομής, σε επιδίκαση νομής υπό την παροχή εγγύησης, σε επιδίκαση νομής στον έναν εκ των διαδίκων με την καταβολή ανταλλάγματος και γενικότερα οτιδήποτε κρίνεται κατά περίπτωση πρόσφορο αρκεί να μην δημιουργείται αμετάκλητη κατάσταση ανεπίδεκτη θεραπείας σε περίπτωση αντίθετης απόφασης στην κυρία δίκη.
Η αιτούσα στην υπό κρίση αίτηση, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου επικαλούμενη επικείμενο κίνδυνο ισχυρίζεται ότι ο καθού την έχει αποβάλει από την νομή του ειδικότερα περιγραφόμενου στην αίτηση αυτοκινήτου. Μετά ταύτα ζητεί να της αποδοθεί το ανωτέρω αυτοκίνητο και επικουρικώς να διαταχθεί οποιοδήποτε μέτρο κριθεί πρόσφορο, να απειληθεί σε βάρος του καθού χρηματική ποινή για κάθε παράβαση της απόφασης καθώς και να καταδικαστεί ο καθού στην δικαστική της δαπάνη. Με το περιεχόμενο αυτό η αίτηση αρμόδιως φέρεται για εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 984, 987, 5 ΑΚ, 734 ΚΠολΔ εκτός από το αίτημα περί απαγόρευσης κάθε μελλοντικής προσβολής με απειλή χρηματικής ποινής, γιατί αυτό αποτελεί νόμιμο αίτημα στην περίπτωση της αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων για προστασία από διατάραξη της νομής (989 και 996 ΑΚ σε συνδυασμό με 682 παρ. 1, 733 και 734 ΚΠολΔ ) και όχι στην αίτηση που αφορά περίπτωση αποβολής από την νομή όπως εν προκειμένω (άρθρ. 987 και 996 ΑΚ σε συνδυασμό με 682 παρ. 1, 733 και 734 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της αιτούσας και όλων των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζονται πιθανολογήθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Οι διάδικοι παντρεύτηκαν στο Παλαιό Φάληρο στις 4.7.1993. Από τον γάμο τους απέκτησαν δύο τέκνα ήτοι τους ________ και ________ ________ . Στις αρχές του τρέχοντος έτους επήλθε ισχυρός κλονισμός της σχέσης μεταξύ του ζεύγους και διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. Ο καθού είναι αποκλειστικός κύριος του με αριθμό κυκλοφορίας ________ ίχε αυτοκινήτου ________ με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 2002. Επίσης οι διάδικοι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 50% του με αριθμό κυκλοφορίας ________ ιχε αυτοκινήτου ________ με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 2015. Η αιτούσα πλην του ανωτέρω ποσοστού συγκυριότητας δεν έχει στην κυριότητα της κάποιο άλλο όχημα. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι κατά την διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεως οι διάδικοι νέμονταν και χρησιμοποιούσαν από κοινού αμφότερα τα οχήματα ως εκ τούτου και το επίδικο με αριθμό κυκλοφορίας ________ αυτοκίνητο απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού του καθού περί αποκλειστικής εκ μέρους του χρήσης και νομής του αυτοκινήτου.
Εντούτοις μετά την διακοπή της εγγάμου συμβιώσεως ο καθού αττέβαλε από την συννομή την αιτούσα ισχυριζόμενος ότι το επίδικο αυτοκίνητο αγοράστηκε αποκλειστικά με δικά του χρήματα και αρνείται να αποδώσει αντίγραφα των κλειδιών στην αιτούσα, η οποία κατά τους ισχυρισμούς του καθού δεν έχει οποιοδήποτε δικαίωμα νομής στο παραπάνω αυτοκίνητο. Μετά ταύτα αρνείται κάθε πρόταση συμβιβασμού ως προς το ανωτέρω όχημα δηλαδή την μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας σε αυτόν με την παράλληλη καταβολή του μισού της εμπορικής αξίας του αυτοκινήτου προς την αιτούσα ή την μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας στην αιτούσα με την παράλληλη καταβολή του μισού της εμπορικής αξίας του αυτοκινήτου προς τον καθού διατεινόμενος ότι λόγω της εξ ιδίων και όχι από κοινού αγοράς του αυτοκινήτου
η αιτούσα δεν έχει κανένα δικαίωμα πάνω στο επίδικο αυτοκίνητο. Ωστόσο ο παραπάνω ισχυρισμός αλυσιτελώς προβάλλεται καθόσον και αληθής υποτιθέμενος δεν αναιρεί το γεγονός ότι η άδεια κυκλοφορίας εκδόθηκε στο όνομα και των δύο διαδίκων γεγονός που εκφράζει με σαφήνεια την βούληση αμφοτέρων για συγκυριότητα και συννομή του αυτοκινήτου, την οποία (συννομή) άλλωστε ασκούσαν από κοινού από την αγορά του αυτοκινήτου και μέχρι τις αρχές του τρέχοντος έτους. Περαιτέρω δεν πιθανολογήθηκε ο ισχυρισμός του καθού ότι η μεταβίβαση του ποσοστού συγκυριότητας προς την αιτούσα έγινε για φορολογικούς λόγους, ισχυρισμός εξάλλου, ο οποίος πάσχει αοριστίας καθόσον δεν εξειδικεύεται σε τι συνίσταται η επικαλούμενη φορολογική ωφέλεια του καθού.
Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι εν προκειμένω συντρέχει επείγουσα περίπτωση για την ρύθμιση της υπό κρίση αίτησης συνιστάμενη στην ικανοποίηση των βασικών επαγγελματικών και βιοτικών αναγκών μετακίνησης της αιτούσας, η οποία στερείται έτερου οχήματος. Ωστόσο εν προκειμένω το αίτημα της αιτούσας για αφαίρεση του αυτοκινήτου από τα χέρια του καθού και απόδοση του σε αυτήν δεν κρίνεται εύλογο γιατί με αυτόν τον τρόπο θα προσβαλλόταν εν τοις πράγμασι το δικαίωμα σύννομης που ο καθού έχει στο επίδικο αυτοκίνητο. Επίσης η πρόταση για εκ περιτροπή χρήση του αυτοκινήτου δεν κρίνεται κατάλληλη λόγω των τεταμένων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων, της ανάγκης για καθημερινή χρήση αυτού και δεν προσιδιάζει στην λειτουργική χρήση ενός αυτοκινήτου που προορίζεται για επαγγελματικές μετακινήσεις καθώς και για τις εν γένει βασικές και αναγκαίες μετακινήσεις της καθημερινής ζωής. Μετά ταύτα ενόψει και του γεγονότος ότι μεταξύ των διαδίκων πέραν την συννομής τους υφίσταται και κοινωνία δικαιώματος το μέτρο που το παρόν Δικαστήριο κρίνει ως προσφορότερο προς αποτροπή περεταίρω προστριβών είναι να περιέλθει η χρήση του αυτοκινήτου εξ ολοκλήρου στον καθού με την παράλληλη υποχρέωση του τελευταίου να καταβάλλει μηνιαίως στην αιτούσα το ποσό που αντιστοιχεί στο μισό της μισθωτικής αξίας του αυτοκίνητου ώστε να διατεθούν τα χρήματα αυτά στην ικανοποίηση των αναγκών μετακίνησης και μεταφοράς της αιτούσας. Τέλος πιθανολογήθηκε ότι τα αυτοκίνητα με παρόυοια του επίδικου αυτοκίνητου χαρακτηριστικά εκμισθώνονται σε μακροχρόνιες μισθώσεις (οράτε τους αναρτημένους στο διαδίκτυο και δη στις ιστοσελίδες των εταιριών ενοικίασης αυτοκινήτων τιμοκαταλόγους μίσθωσης) αντί ποσού 25 ευρώ ημερησίως ή 750 ευρώ μηνιαίως.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή και να επιβληθεί εις βάρος του καθού η δικαστική δαπάνη της αιτούσας κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ότι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Αναγνωρίζει προσωρινά την αιτούσα ως συννομέα κατά ποσοστό 1/2 του με αριθμό κυκλοφορίας ________ ιχε αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής ________ με εμπορική ονομασία ________ .
Επιδικάζει προσωρινά την αποκλειστική χρήση του αυτοκίνητου στον καθού.
Υποχρεώνει τον καθού να καταβάλλει στην αιτούσα το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ (375) μηνιαίως, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός αρχής γενομένης από το μήνα Δεκέμβριο του 2020.
Επιβάλλει εις βάρος του καθού τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας, την οποία ορίζει σε τριακόσια σαράντα (340) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίασή του την 3/11/2020.
Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ