Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1295/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Αντωνοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 19 Φεβρουάριου 2015 για να δικάσει την υπόθεση:
Της αιτούσας-ανακόπτουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «_________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ-ΕΚΜΕΤΑΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ», που εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ζωή Παπαγεωργίου.
Της καθ’ ης η αίτηση-ανακοπή: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία « ΤΡΑΠΕΖΑ _________ Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «_________», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αριστέα Μπακόλα.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-02-2015 αίτησή της με ΓΑΚ 18665/2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2053/2015, που άσκησε κατά της καθ’ ης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.
Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους στο ακροατήριο, ζήτησαν να γίνουν δεκτοί και κατέθεσαν νόμιμα σημειώματα, προσκόμισαν δε τα με αριθμούς Π0093201 και Π0093958, αντίστοιχα, γραμμάτια προείσπραξης του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αίτηση (18665/2053/2015), όπως παραδεκτά διορθώθηκε (άρθρα 223, 224 ΚΠολΔ) με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της αιτούσας ως προς το όνομα του πραγματογνώμονα από το εσφαλμένο ______ στο ορθό ______, η αιτούσα ζητεί ν’ ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος της δυνάμει της με αριθμό 12834/8-1-2015 δήλωσης επίσπευσης πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε της καθ’ ης, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Αναστασίας Ιωσηφίνας Καρινιωτάκη-Πλακοπούλου και της με αριθμό 1095/16-1-2015 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δημητρίου Μεταξά, με βάση την με αριθμό 12834/8-1-2015 δήλωση επίσπευσης πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε της καθ’ ης, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Αναστασίας- Ιωσηφίνας Καρινιωτάκη-Πλακοπούλου, με εκτελεστό τίτλο τη με αριθμό 10836/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την από 25-11-2014 επιταγή προς εκτέλεση, που έχει τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 10836/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να καταδικαστεί η καθ’ ης στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, επικουρικά δε (άρθρο 219 ΚΠολΔ), ασκεί ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ και ζητεί τη διόρθωση της περιγραφής των ακινήτων στις προσβαλλόμενες πράξεις, και τη διόρθωση της αξίας του ακινήτου με τιμή (7.500.000) ευρώ και να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, κατόπιν και της νόμιμης και εμπρόθεσμης επίδοσης της ανακοπής με ΓΑΚ 18659/2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2339/2015 (βλ. με αριθμό 4900Β 716-02-2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ιωάννη Δ. Κοπανα), κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682, 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933, 938 ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Αν με βάση τη διαταγή πληρωμής άρχισε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ο οφειλέτης μπορεί να αμυνθεί, ασκώντας αφενός την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά της διαταγής πληρωμής και αφετέρου την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά των πράξεων εκτελέσεως. Η δυνατότητα σωρεύσεως των δύο ανακοπών στο ίδιο δικόγραφο συνήθως αποκρούεται είτε επειδή οι δύο ανακοπές δεν υπάγονται στο ίδιο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο (άρθρο 218 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ), είτε επειδή υπάγονται σε διαφορετικό είδος διαδικασίας (άρθρο 218 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠολΔ), είτε επειδή, και όταν η εφαρμοστέα διαδικασία είναι η ίδια (τακτική), δημιουργείται, ενόψει των παρεκκλίσεων των άρθρων 933 IV και 937 ΚΠολΔ, που ισχύουν στην ανακοπή κατά της εκτελέσεως, κίνδυνος συγχύσεως από τη σύγχρονη εκδίκασή τους (άρθρο 218 παρ. 1 εδ. ε’ ΚΠολΔ). Η άσκηση ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, δεν αποκλείει την άσκηση, μετά από την έναρξη της εκτελέσεως κατά του οφειλέτη και ανακοπής του άρθρου 933 εναντίον των πράξεων εκτελέσεως, ακόμη και όταν η τελευταία βασίζεται στους ίδιους λόγους που προβλήθηκαν ήδη με την κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή. Το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος θεμελιώνεται επαρκώς στην ανάγκη τηρήσεως των προθεσμιών του άρθρου 934 ΚΠολΔ, αλλά και στο δεδομένο ότι η ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξεως εκτελέσεως μόνο με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να επιτευχθεί. Εξάλλου, η παράλληλη άσκηση των ίδιων λόγων ως και αντιρρήσεων κατά της εκτελέσεως δεν φαίνεται να αποκλείεται ούτε από το συνδυασμό των άρθρων 269 και 935 ΚΠολΔ, διότι οι διατάξεις αυτές αφορούν μόνο τη σχέση μεταξύ διαδοχικών ανακοπών του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Όταν, ενόσω εκκρεμεί η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, ο ανακόπτων ασκεί συγχρόνως για τους ίδιους λόγους και ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ζήτημα εκκρεμοδικίας δεν τίθεται, διότι εδώ τα αντικείμενα των δύο δικών δεν συμπίπτουν λόγω της διαφοράς των αιτημάτων των δύο ανακοπών. Η ταυτότητα όμως των προβαλλόμενων λόγων ενδέχεται να καθιστά σκόπιμη την εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ. Αν εξάλλου η προθεσμία του άρθρου 632 ΚΠολΔ παρέλθει άπρακτη (και η διαταγή πληρωμής δεν επιδοθεί για δεύτερη φορά, κατ’ άρθρο 633 II ΚπολΔ, ώστε να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου), κατά την κρατούσα άποψη, ο οφειλέτης εκπίπτει μόνον από το δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ, διατηρεί δε ακέραιο το δικαίωμα να προβάλει με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ όλες τις αντιρρήσεις κατά της απαιτήσεως, τις οποίες θα μπορούσε να προτείνει με την παραλειφθείσα ανακοπή (βλ. κάι Κεραμεύς/Κονδύλης/ Νίκας (-Ποδηματά), Ερμηνεία ΚΠολΔ 2000 II, άρθρο 632, παρ. 36-39, σελ. 1190-1191). Κατά τη διάταξη του άρθρου 934 παρ.1 ΚΠολΔ, η οποία επιβάλλει την κατά στάδια προσβολή των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, η ανακοπή του άρθρου 933 είναι παραδεκτή α) αν αφορά την εγκυρότητα του τίτλου ή την προδικασία μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης, β) αν αφορά την εγκυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης και πέρα ή την απαίτηση, έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, γ) αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, μέσα σε έξι μήνες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης αν πρόκειται για ακίνητα. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης για την κατάσχεση και τελευταία η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Δηλαδή για το παραδεκτό των αντιρρήσεων, ήτοι της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 ΚΠολΔ, η ανακοπή αυτή πρέπει να ασκηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 934 ΚΠολΔ, μέσα στα τασσόμενα, από την τελευταία διάταξη, χρονικά όρια, αφού με την πάροδο άπρακτων των τελευταίων, τυχόν ακυρότητα της αναγκαστικής εκτελέσεως, για οποιονδήποτε και οποτεδήποτε προβαλλόμενο λόγο, καλύπτεται, πράγμα που συνάδει στο πνεύμα της τελευταίας διάταξης, με την οποία σκοπείται η ταχεία άρση της αβεβαιότητας περί το κύρος των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας. Οι κατά το άρθρο 934 παρ.1 ΚΠολΔ οριζόμενες προθεσμίες για το παραδεκτό της κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ του ιδίου κώδικα ανακοπής είναι δικονομικές, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η πάροδός τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας (βλ. ΑΠ 916/2014, ΑΠ 1232/2012, Εφ Λαρ 207/2014, δημοσίευση ΤΝΠΔΣΑ, όπου και παραπομπή ΑΠ 1788/2012, ΑΠ 705/2012, ΑΠ 701/2012, ΑΠ 1194/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 999 παρ.4 ΚΠολΔ, ο πλευστήριασμός ακινήτου με ποινή ακυρότητας δεν μπορεί να γίνει, αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στο ίδιο άρθρο, περί καταρτίσεως περιλήψεως της κατασχετήριας έκθεσης, που περιέχει την ημέρα και ώρα του πλειστηριασμού, καθώς και στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου περί επιδόσεως της άνω περιλήψεως στον οφειλέτη μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ημέρα της κατασχέσεως. Η διάταξη αυτή αφορά στην καθόλου παράλειψη των διατυπώσεων, όχι δε και στην περίπτωση που αυτές έλαβαν μεν χώρα, αλλά με τρόπο δικονομικώς άκυρο. Η ακυρότητα αυτή μίας ενδιάμεσης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας απαγγέλλεται κατόπιν ανακοπής, που πρέπει να ασκείται έως την έναρξη του πλειστηριασμού (άρθρο 934 παρ. 1 β ΚΠολΔ), υπό την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης κατά το άρθρο 159 παρ.3 του ΚΠολΔ. Αντιθέτως, αν ο πλειστηριασμός διενεργηθεί παρά την ανυπαρξία τελείως όλων ή μιας των τασσομένων με ποινή ακυρότητας διατυπώσεών του είναι άκυρος ανεξαρτήτως βλάβης, οπότε η ακυρότητα αυτή αφορά την ίδια την τελευταία πράξη της εκτελέσεως και απαγγέλλεται κατόπιν ανακοπής που ασκείται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός (90) ημερών από τη μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως επί πλειστηριασμού ακινήτων (Ολ. ΑΠ 3/2007, ΑΠ 1232/2012, ΑΠ 1538/2008, ΑΠ 658/2007). Από τα ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι η ανακοπή που περιέχει λόγους ακυρότητας που θίγουν αμέσως τις προγενέστερες του πλειστηριασμού πράξεις της εκτελέσεως και εμμέσως μόνον την πράξη του πλειστηριασμού, ως τελευταία πράξη της εκτελέσεως, πρέπει να ασκηθεί μέσα στις ανωτέρω προθεσμίες του άρθρου 934 παρ. 1 περ. α’ και β’ ΚΠολΔ κατά περίπτωση, μόνο δε μετά την τελεσίδικη παραδοχή της και την ακύρωση των προγενέστερων αυτών πράξεων της εκτελέσεως, η οποία ακύρωση επιδρά ακυρωτικά και επί του πλειστηριασμού, μπορεί να προσβληθεί παραδεκτώς για το λόγο αυτό ο πλειστηριασμός μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 περ. γ’ και 2 ΚΠολΔ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 933 ΚΠολΔ και 25 του Συντάγματος συνάγεται ότι λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος προς επίσπευση της εκτελέσεως. Η αντίθεση αυτή προς τα ανωτέρω αντικειμενικά, αξιολογικά κριτήρια, συνήθως περιλαμβάνεται στα ουσιαστικά ελαττώματα του τίτλου, μπορεί όμως και να αναφέρεται στην απαίτηση ή στην περαιτέρω πορεία της διαδικασίας της εκτελέσεως. Για να είναι παραδεκτός ο σχετικός λόγος ανακοπής, στην μεν πρώτη περίπτωση πρέπει προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 α’ ΚΠολΔ δηλαδή, αν πρόκειται για εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επομένη της κατασχέσεως, στη δε δεύτερη περίπτωση πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 β’ ΚΠολΔ, δηλαδή, αν πρόκειται για εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέχρι τη σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως (ΑΠ 370/2001 ΕλλΔνη 43 (2002) σελ. 122, 140). Κατά τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ: «Αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής». Η έννοια της πλήρους και εκκαθαρισμένης απαίτησης προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, αν μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία (βλ. και Κεραμεύς, ο.π. (-Νικολόπουλος), άρθρο 916, παρ. 4, σελ. 1739). Για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγής (ΓΟΣ) στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών», που ενσωμάτωσαν την οδηγία 93/13/ΕΟΚ της 5-4-1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3587/2007 με ενσωμάτωση της οδηγίας 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 24 εδ. β’ του Ν. 2741/1999 «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι». Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Κατά την παρ. 7 του ίδιου άρθρου, καταχρηστικοί, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής είναι οι γενικοί όροι των συναλλαγών υπό στοιχεία (α) έως (λα). Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, που αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού αυτής, πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων. Όμως, η ύπαρξη των άκυρων ΓΟΣ δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης, αλλά μόνον του μέρους στο οποίο επιδρούν (βλ. και Ειρην Ιωαν 764/2011). Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994, όπως ισχύει, οι (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων, για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων εις βάρος του καταναλωτή. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Κατά την παρ. 7 του ίδιου άρθρου καταχρηστικοί, ενδεικτικά είναι οι ΓΟΣ, που μεταξύ άλλων: «…ε.) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης, χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, …ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στην σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, …ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή… κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις, …ιγ) αναστρέφουν το βάρος απόδειξης του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα, …λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση». Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται, ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή, για τη διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πως θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πως μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί, από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες.
Οι ΓΟΣ τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειςας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή βλ. και ΑΠ 430/2005, Ελλ Δνη 46 (2005), σελ 793). Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, η σύμβαση δανείου είναι σύμβαση καταρτιζόμενη (in rem), με τη μεταβίβαση από τον πιστοδότη στον πιστολήπτη χρημάτων, κατά κυριότητα, τα οποία ο πιστολήπτης υποχρεούται να αποδώσει κατά την λήξη του δανείου. Στην περίπτωση της τραπεζικής σύμβασης, η συνομολόγηση τόκου αφορά σε ουσιώδη όρο, τον οποίο ο πιστολήπτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει ως αντάλλαγμα της από αυτόν παραχώρησης αγοραστικής δυνάμεως προς τον πιστολήπτη. Η περί τόκου συμφωνία είναι ουσιώδες στοιχείο της τραπεζικής συμβάσεως, πράγμα το οποίο γνωρίζουν και αποδέχονται αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι σε μία σύμβαση. Το επιτόκιο των εκάστοτε χορηγήσεων ορίζεται ελεύθερα σύμφωνα με την υπ.’ αριθ. ΠΑΤΕ 1995/1991 και μπορεί να είναι είτε σταθερό είτε κυμαινόμενο κατά την συμφωνία των συμβαλλομένων. Στην περίπτωση που ο τόκος υπολογίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, τούτο ενδέχεται να μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της σύμβασης είτε προς τα άνω είτε προς τα κάτω και δεν απαιτείται νέα δήλωση βουλήσεως του καταναλωτή σχετικά με το νέο ύψος του επιτοκίου, ενόψει μάλιστα του ότι γνωστοποιείται κάθε φορά από την τράπεζα βάσει ρητού όρου της σύμβασης. Εξάλλου, ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση, εάν διαφωνεί με το νέο επιτόκιο και έτσι υπάρχει διαφάνεια για να αποφασίσει ο δανειολήπτης το συμφέρον του να πράξει ανάλογα, είτε προεξοφλώντας πρόωρα το υπόλοιπο είτε πληρώνοντας το νέο επιτόκιο κάθε φορά ή τυχόν να προβεί σε άλλου είδους ρύθμιση. Εξάλλου, σύμφωνα με την 2286/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από την τράπεζα «με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν» και συνεπώς ο όρος ότι ο λογαριασμός θα χρεώνεται με συμβατικό τόκο στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων και ότι ο σχετικός τόκος μπορεί να μεταβάλλεται από την τράπεζα, οπότε ο κάτοχος θα ενημερώνεται για το ύψος του με τον μηνιαίο λογαριασμό που θα αποστέλλεται σ’ αυτόν και συνεπώς ο άνω όρος δεν τυγχάνει καταχρηστικός ως αντίθετος προς τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 Ν. 2251/1994. Κατά το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975: «επιβάλλεται από του έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τράπεζας _________υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως, επί του ετησίου ύψους ενός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων επ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων, ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των πιστώσεων προς τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των, δυνάμει της από 19-03-1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Ο χαρακτήρας της εισφοράς του Ν. 178/1975, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, θεσπίστηκε αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 2065/1992, ως γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή (σημασία) προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά από τον ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας ή απαγόρευσης της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς στους δανειολήπτες, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επωφελεία της Εθνικής Οικονομίας, καθώς και για την ανεύρεση πόρων εν μέρει για την ενίσχυση του εξαγωγικού εμπορίου και εν μέρει για την επιδότηση χαμηλότοκων δανείων (βλ. και ΟλΑΠ 35/1997, Ελλ Δνη 1997, σελ. 1530, ΑΠ 98/2002). Υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα _________επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 στο άρθρο Β2 αυτής επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και στην επιβολή «ειδικών εισφορών» και η εισφορά του Ν. 128/1975 είναι ειδική εισφορά. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (βλ. και ΕφΘεσ 492/2010, ΕπισκΕμπΔ 2010, σελ. 1143, ΕφΑΘ 1558/2007 ΕλλΔνη 48, 902, Εφ Πατρ 195/2007, Αρμ 2008, σελ. 92). Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή Χα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμω να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη- άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (βλ. και ΟλΑΠ 17/1995, Ολ ΑΠ 62/1990). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ: «1. Η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και στην άσκηση ανακοπής και αίτησης αναστολής (άρθρο 591 ΚΠολΔ), όπου με σαφήνεια, πληρότητα και συντομία πρέπει να εκτίθενται οι λόγοι ανακοπής και τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν στην ένδικη υπόθεση, καθόσον η εκτενής αναφορά διατάξεων νόμου και νομολογίας, δεν αποτελούν ορισμένο λόγο ανακοπής, καθιστώντας το δικόγραφο ενίοτε ακατάληπτο και αόριστο.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της καθ’ ης για την οποία εξέδωσε τη με αριθμό 10836/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εν συνεχεία προέβη σε πράξεις εκτέλεσης, δεν είναι εκκαθαρισμένη και βέβαιη, καθόσον υφίσταται στη σύμβαση όρος που προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, και όχι επακριβώς με βάση έτος 365 ημερών, με συνέπεια την επιβάρυνση για κάθε ημέρα με τόκους κατά 1,389% περισσότερο και ότι περαιτέρω οι εν λόγω αθέμιτοι τόκοι έχουν κεφαλαιοποιηθεί και ανατοκιστεί χωρίς οιαδήποτε ειδοποίηση του πιστούχου και ότι ο σχετικός όρος είναι άκυρος, καθώς προσκρούσει στην αρχή της διαφάνειας του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994. Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η απαίτηση δεν είναι εκκαθαρισμένη και βέβαιη, καθόσον υφίσταται αθέμιτη επιβάρυνση με τόκους πέραν των νομίμων και καταχρηστικότητα της αθέμιτης επιβάρυνσης με τόκους και της ίδιας της εισφοράς του Ν. 128/1975. Ότι ειδικότερα, ανατοκισμός επιτρέπεται μόνον επί των καθυστερού μενών τόκων και όχι φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών και συνεπώς είναι παράνομη η τοκοποίηση της εισφοράς του Ν. 128/1975, ότι συνήφθη η με αριθμό 513669/23-7-2004 σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που περιείχε γενικό όρο που της επέτρεπε να καθορίζει μονομερώς εκάστοτε συμβατικό τόκο, με τον οποίο θα χρεωνόταν ο λογαριασμός της και μάλιστα χωρίς κανένα απολύτως κριτήριο εύλογο και γνωστό στην αιτούσα (όρος 2.1.α.), κατά τα εκτιθέμενα στο σχετικό λόγο. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής της, η αιτούσα προτείνει ένσταση καταχρηστικότητας (άρθρο 281 ΚΠολΔ), ισχυρίζεται ότι είναι άκυρη η ένδικη σύμβαση δανείου και οι πρόσθετες πράξεις, επί των οποίων εδράζεται η ένδικη απαίτηση της καθ’ ης, εμπεριέχουσα καταχρηστικό ΓΟΣ, ότι η ένδικη σύμβαση περιείχε γενικό όρο που της επέτρεπε να καθορίζει μονομερώς εκάστοτε συμβατικό τόκο με το οποίο θα χρεωνόταν ο λογαριασμός της και μάλιστα χωρίς κανένα απολύτως κριτήριο εύλογο και γνωστό σ’ αυτή (όρος 2.1α.) και ότι επιβάρυνε με τόκους την εκάστοτε εισφορά του Ν. 128/75 και ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων της καθ’ ης, αφού προέβη στην έκδοση διαταγής πληρωμής βασιζόμενη σε σύμβαση που ήταν καταχρηστική, αφού εμπεριείχε όρους καταχρηστικούς και εξαιτίας αυτού άκυρη. Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της η αιτούσα ισχυρίζεται ότι κατά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) η καθ’ ης επισπεύδει σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, καθόσον ενόψει και όσων εκθέτει στον τρίτο λόγο, είναι καταχρηστική η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης επειδή η απαίτηση δεν είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη. Οι πρώτος και δεύτερος λόγοι ανακοπής κατά το μέρος που αφορούν στην εγκυρότητα του τίτλου ή την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και ο τρίτος λόγος ανακοπής στο σύνολό του, ασκήθηκαν εκπρόθεσμα και πρέπει ν’ απορριφθούν ως απαράδεκτοι, ως εκτίθεται και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ έπρεπε να ασκηθούν εντός προθεσμίας (15) ημερών από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης και δη στη συγκεκριμένη περίπτωση πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεση θεωρείται η περί υποκαταστάσεως δήλωση του τρίτου που αναλαμβάνει τη συνέχιση ενώπιον του αρμόδιου Συμβολαιογράφου μετά της σχετικής περιλήψεως κατασχετήριας έκθεσης. Ειδικότερα η με αριθμό 12934/8-1- 2005 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Αναστασίας- Ιωσηφίνας Καρινιωτάκη-Πλακοπούλου επιδόθηκε στην αιτούσα στις 09-01-2015 (βλ. με αριθμό 2720Δ709-01-2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δημητρίου Σ. Μεταξά) και η με αριθμό 1095/16-01-2015 περίληψη κατασχετήριας έκθεση στηριζομένη στην άνω δήλωση συνεχίσέως επιδόθηκε στην αιτούσα την 22-01-2015 (βλ. με αριθμό 2791Δ/22-01 -2015 έκθεση επιδόσεως του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητού), ενώ η υπό κρίση ανακοπή ασκήθηκε (κατατέθηκε και επιδόθηκε) στην καθ’ ης την 16-02-2015 (βλ. και ανωτέρω). Περαιτέρω, οι λόγοι ανακοπής τυγχάνουν αόριστοι και συνεπώς πρέπει ν’ απορριφθούν, κατά το μέρος που δεν αναφέρουν συγκεκριμένα σε κάθε περίπτωση ποιο είναι κατά χρηματικό ποσό το υπερβάλλον ποσό τόκων που αφορά στην ένδικη υπόθεση, με το οποίο παράνομα και καταχρηστικά επιβαρύνθηκε η απαίτηση, στοιχείο αναγκαίο τόσο για να προσδιοριστεί το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης, κατά τους σχετικούς λόγους ανακοπής της αιτούσας που αμφισβητεί το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης, όσο και για να διαπιστωθεί εάν διαταράσσεται η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατά τα λοιπά οι ως άνω λόγοι πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, _________ _________, που εξετάστηκε με επιμέλεια της αιτούσας (η καθ’ ης δεν εξέτασε μάρτυρα), από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι και τους ισχυρισμούς τους, όπως περιέχονται στα σημειώματά τους, που κατέθεσαν νόμιμα, πιθανολογήθηκαν τα εξής: Μεταξύ της αιτούσας και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ _________ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» συνήφθη η με αριθμό 513699/23-07-2004 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και όριο πίστωσης (3.100.000) ευρώ. Στον όρο 4 αυτής με τίτλο «εκτοκισμός της πίστωσης-επιτόκιο υπερημερίας» περιέχονται όροι σχετικά με το έντοκο της πίστωσης μεταξύ των οποίων και ότι οι τόκοι υπολογίζονται βάσει έτους 360 ημερών, στο δε όρο 12 αυτής τα σχετικά με έξοδα-επιβαρύνσεις-φόροι που βαρύνουν τον πιστούχο μεταξύ των οποίων και η εισφορά του Ν. 128/1975. Με την από 23-02-2005 σύμβαση μεταβίβασης εννόμων σχέσεων από πιστώσεις με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό η «ΤΡΑΠΕΖΑ _________ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» μεταβίβασε στην καθ’ ης την ως άνω έννομη σχέση. Με την από 23-02-2005 πρόσθετη πράξη μεταξύ της αιτούσας και της καθ’ ης συμφωνήθηκαν όσα διαλαμβάνονται σ’ αυτή. Με τη με αριθμό 513699/1/10-06-2005 σύμβαση αυξήσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό η πίστωση για την αιτούσα ανήλθε στο ποσό των (4.000.000) ευρώ. Με τις από 01-04-2011 (3) επιστολές της αιτούσας προς την καθ’ ης, η πρώτη δήλωσε ότι συμφωνεί με τις χρεοπιστώσεις των με αριθμούς No _________ , _________ και _________ λογαριασμών της (βλ. με αριθμό σχετικού 4 που προσκομίζει η καθ’ ης). Εν συνεχεία η καθ’ ης κατήγγειλε τις ένδικες συμβάσεις (βλ. με αριθμό 1916Γ/22-03-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αθηνών) και κατόπιν αίτησής της εκδόθηκε η με αριθμό 10836/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για ποσό (2.000.000) ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από την επομένη ημέρα του οριστικού κλεισίματος, ήτοι από 1503-2012, των τόκων κεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, πλέον εισφοράς Ν. 128/1975. Περαιτέρω, δεν πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα δεν διαπραγματεύθηκε τους όρους της σύμβασης, ενόψει του ότι αυτή ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και έχει εμπειρία συναλλαγών, μπορεί δε με μεγαλύτερη ευκολία να απευθύνεται σε ειδικούς (νομικούς, οικονομολόγους κλπ.), ώστε να ενημερωθεί για κάθε επιχειρηματική της ενέργεια και μπορεί να διαπραγματευθεί τους όρους της σύμβασης ενόψει και του ύψους της πίστωσης, ενώ για πρώτη φορά εκθέτει όσα αναλυτικά στους ως άνω λόγους ανακοπής περιέχονται και ουδέποτε κατά το παρελθόν επέδωσε στην καθ’ ης εξώδικη δήλωσή της με όμοιο περιεχόμενο και αίτημα την τυχόν τροποποίηση των άκυρων κατά τους ισχυρισμούς της ΓΟΣ.. Εξάλλου, ενόψει του ότι δεν εκτίθεται στους λόγους ανακοπής κατά ποιο συγκεκριμένα χρηματικό ποσό επιβαρύνθηκε η αιτούσα στην ένδικη υπόθεση από τυχόν παράνομο και καταχρηστικό υπολογισμό επιτοκίων (βλ. και Εφ Αθ 1159/2012, Εφ Αθ 1778/2010, Αρμ 2010, σελ. 1829), αλλά ούτε τούτο πιθανολογήθηκε από οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, δεν μπορεί να διαπιστωθεί εάν επήλθε διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αντισυμβαλλόμενων ούτε πιθανολογήθηκε ότι η απαίτηση δεν είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη και συνεπώς οι άνω λόγοι ανακοπής, πέραν και της αοριστίας τους, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής της η αιτούσα ισχυρίζεται ότι υφίσταται ακυρότητα λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 960 ΚΠολΔ και της επίδοσης της με αριθμό 1095/16-01-2015 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αθηνών (άρθρο 960 παρ. 2 ΚΠολΔ). Ο άνω λόγος ανακοπής εσφαλμένα ερείδεται ‘^τη’ διάταξη του άρθρου 960 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αφορά στην κατάσχεση κινητών πραγμάτων, ενόψει του ότι πρόκειται για κατάσχεση ακινήτου και ισχύει η προθεσμία των (20) ημερών του άρθρου 999 παρ. 3 ΚΠολΔ, εντός της οποίας επιδόθηκε η κατασχετήρια έκθεση (βλ. και ανωτέρω με αριθμό 2791Δ/22-01-2015 έκθεση επιδόσεως) και συνεπώς πρέπει ν’ απορριφθεί. Περαιτέρω, δεν πιθανολογήθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι η αιτούσα εταιρεία θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη αν συνεχιστεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πρέπει συνεπώς, αφού δεν πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση οιουδήποτε λόγου ανακοπής, η υπό κρίση αίτηση ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 591 ΚΠολΔ) και ενόψει του ότι με το Ν. 4198/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» καταργείται από τη δημοσίευσή του ο προηγούμενος κώδικας περί δικηγόρων, στο άρθρο 178 του οποίου οριζόταν επιβολή των εξόδων του καθ’ ου η αίτηση αναστολής σε βάρος του αιτούντος ανεξαρτήτως της νίκης ή της ήττας αυτού, χωρίς να εμπεριέχεται ανάλογη διάταξη στο νέο νόμο, η οποία προβλέπει επιβολή των εξόδων στην προκειμένη διαδικασία με βάση την αρχή της ήττας χωρίς διάκριση (βλ. και ΜΠΑ 12294/2014), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 ΚΠολΔ, η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα ουσιώδη που απαιτούνται από το άρθρο 117, και ακριβή περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Κατά το άρθρο 993 παρ. 2 ΚΠολΔ, οι διατάξεις των παρ. 1 εδ. 2 έως 4 του άρθρου 954 εφαρμόζονται και για την κατάσχεση ακινήτων. Ως κριτήριο της πλήρους ή ακριβούς περιγραφής τίθεται η έλλειψη αμφιβολίας περί της ταυτότητας του πράγματος. Με την περιγραφή του κατασχεθέντος πρέπει να εξατομικεύεται αυτό κατά τρόπο ώστε να μην γεννάται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του και να αποκλείεται η αντικατάστασή του (βλ. και Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 954, παρ. 279, σελ. 953. Ειδικότερα, το κατασχεμένο ακίνητο πρέπει, ύστερα από επιτόπια μετάβαση του δικαστικού επιμελητή, να περιγράφεται με ακρίβεια ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την ταυτότητά του. Η περιγραφή δεν πρέπει να είναι σχολαστική πρέπει όμως να είναι τέτοια, ώστε να προκύπτει όχι μόνο η τοπική, αλλά και η οικονομική ταυτότητα του ακινήτου. Εξάλλου, αντικείμενο της ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ είναι η διόρθωση οποιουδήποτε σφάλματος που εμφιλοχώρησε στην κατασχετήρια έκθεση, ενδεικτικά η διάταξη αναφέρεται στην περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση της αξίας και την τιμή πρώτης προσφοράς. Η ακριβής περιγραφή του ακινήτου αφορά τα όρια, το είδος, τη θέση και την έκτασή του με τα συστατικά και τα παραρτήματα που τυχόν κατασχέθηκαν. Για την οικονομική ταυτότητα του ακινήτου δεν είναι κρίσιμη λ.χ. η λεπτομερειακή περιγραφή των οικοδομών και των ορόφων, η μη αναφορά του δικαιώματος ανεγέρσεως επ’ αυτού άλλων κτισμάτων, η μη αναγραφή βοηθητικών χώρων και εξωστών ή στεγασμένων χώρων στάθμευσης, η τυχόν αναγραφή λανθασμένου ορόφου στην έκθεση κατάσχεσης (βλ. και Κεραμεύς, ο.π. (- Νικολόπουλος), άρθρο 993 ΚΠολΔ, παρ. 4, σελ. 1932), ενώ υφίσταται υποχρέωση αναγραφής των εμπραγμάτων βαρών του ακινήτου στην έκθεση κατάσχεσης.
Με τον πρώτο λόγο ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, η αιτούσα ισχυρίζεται ελλιπή περιγραφή των ακινήτων στην έκθεση κατάσχεσης και τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, καθόσον η περιγραφή έγινε έξω από πληροφορίες και συμβόλαιο, ότι ακριβής είναι η περιγραφή που εκθέτει στις σελ. 11 επ. της ανακοπής, ως προς την περιγραφή της τοποθεσίας του ακινήτου, το συνολικό εμβαδόν του ακινήτου, που αναπτύσσεται σε έξι (6) επίπεδα, όπως περιγράφονται, ότι είναι κτίριο ειδικού σκοπού, πρώην βιομηχανικό ακίνητο, ακολουθεί περιγραφή θέσης του οικοπέδου και της γύρωθεν αυτού περιοχής και ότι υφίστανται μισθώσεις χώρων του ακινήτου, ως εκθέτει στις σελ. 15 επ. της ανακοπής. Ζητεί δε τη διόρθωση ως προς την περιγραφή του ακινήτου της 12834/8-1-2015 δήλωση επίσπευσης πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε της καθ’ ης, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Αναστασία Ιωσηφίνας Καρινιωτάκη-Πλακοπούλου και της με αριθμό 1095/16-1-2015 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δημητρίου Μεταξά, με βάση την με αριθμό 12834/8-1-2015 δήλωση επίσπευσης πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε της καθ’ ης, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Αναστασίας-Ιωσηφίνας Καρινιωτάκη- Πλακοπούλου, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αίτησή της. Από την εκτίμηση των ιδίων οος άνω αποδεικτικών μέσων, πιθανολογήθηκαν σχετικά με τον ανωτέρω λόγο
ανακοπής τα ακόλουθα: Στην με αριθμό 114Β 708-01-2013 κατασχετήρια έκθεση ακινήτου του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Αθανασία Γεωργαντόπουλου και στις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, το ένδικο ακίύητιΤ περιγράφεται ως οικόπεδο επιφάνειας 3.246,49 τ.μ., που βρίσκεται στο Δήμο Αιγάλεω επί της παρόδου της οδού _________ , ότι έχει ανεγερθεί κτιριακό συγκρότημα για τη διαρκή εξυπηρέτηση βιομηχανικής επιχείρησης, κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα αποτελούμενο από: α) Υπόγειο I, 1.694,88 τ.μ., β)…, γ)…, δ) πατάρι ισογείου ορόφου, 1.000 τ.μ., ε)…, και στ)… Πιθανολογήθηκε όμως ότι το πατάρι ισογείου ορόφου (μεσόροφος) είναι επιφάνειας 1.224,88 τ.μ., κατά νεότερη καταμέτρηση, ενώ τα τετραγωνικά μέτρα των λοιπών χώρων ταυτίζονται με τα οριζόμενα στην έκθεση κατάσχεσης και τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, το δε συνολικό εμβαδόν του ακινήτου είναι 8.039,40 τ.μ. Τα λοιπά στοιχεία και τα αναφερόμενα περί μισθώσεως δεν αποτελούν στοιχεία για τα οποία υπάρχει εκ του νόμου υποχρέωση να περιέχονται στην έκθεση κατάσχεσης, κατά τα εκτιθέμενα και στην άνω μείζονα σκέψη και συνεπώς το αίτημα ανακοπής για τη διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης και τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις ως προς αυτά δεν είναι νόμιμο και πρέπει ν’ απορριφθεί. Πρέπει συνεπώς, να γίνει εν μέρει δεκτός ο πρώτος λόγος ανακοπής και να διορθωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης ως προς την περιγραφή του ακινήτου από το εσφαλμένο ότι το πατάρι ισογείου ορόφου (μεσόροφος) είναι 1.000 τ.μ. στο ορθό επιφάνειας 1.224,88 τ.μ., και να περιληφθεί ότι το συνολικό εμβαδόν του ακινήτου είναι 8.039,40 τ.μ., κατά τα οριζόμενα και στο διατακτικό. Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της, η αιτούσα ζητεί να διορθωθούν οι προσβαλλόμενες 12834/8-1-2015 δήλωση επίσπευσης πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε της καθ’ ης, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Αναστασίας- Ιωσηφίνας Καρινιωτάκη-Πλακοπούλου και της με αριθμό 1095/16-1-2015 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δημητρίου Μεταξά, με βάση την με αριθμό 12834/8-1-2015 δήλωση επίσπευσης πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε της καθ’ ης, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Αναστασία Ιωσηφίνας Καρινιωτάκη-Πλακοπούλου, ως προς την τιμή πρώτη προσφοράς. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανόλογήθηκαν σχετικά με το δεύτερο λόγο ανακοπής τα ακόλουθα: Στις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης η τιμή εκτίμησης του ακινήτου ορίστηκε στο ποσό των (9.300.000) ευρώ και μετά την έκδοση της με αριθμό 13132/2013 απόφασης του παρόντος δικαστηρίου, -που έκρινε επί αιτήματος μειώσεως της αξίας- μή πρώτης προσφοράς το ποσό των (5.500.000) ευρώ. Κατά τα εκτιθέμενα στη σελίδα 15 της ανακοπής η αντικειμενική αξία του ενδίκου ακινήτου ανέρχεται συνολικά στο ποσό των (2.267.818,71) ευρώ. Περαιτέρω, με την ανακοπή ζητείται να προσδιοριστεί η τελική τιμή και αξία του ενδίκου ακινήτου στο ποσό των (7.500.000) ευρώ, (βλ. σελ. 24), χωρίς να διασαφηνίζεται εάν το ποσό αυτό αφορά στην εκτίμηση της αξίας του ακινήτου ή την τιμή πρώτης προσφοράς. Κατ’ εκτίμηση του δικογράφου και λαμβανομένου υπόψη του αιτητικού της ανακοπής να διορθωθεί η τιμή πρώτης προσφοράς, η αιτούσα ζητεί να οριστεί η τιμή πρώτης προσφοράς στο ποσό των (7.500.000) ευρώ. Ενόψει του ότι πρόκειται περί βιομηχανικού πολυόροφου ακινήτου, του οποίου η επιφάνεια ανέρχεται σε 8.039,40 τ.μ. και λαμβανομένου υπόψη και των τετραγωνικών μέτρων του παταριού (μεσόροφος), που πιθανολογήθηκε ότι είναι 1.224,88 τ.μ. και όχι 1.000 τ.μ., ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να οριστεί τιμή πρώτης προσφοράς στο ποσό των (5.700.000) ευρώ. Πρέπει συνεπώς, η υπό κρίση ανακοπή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τα οριζόμενα και στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγων της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 591 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα και στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση περί αναστολής εκτελέσεως.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την επικουρικά ασκηθείσα ανακοπή.
Διατάσσει τη διόρθωση της με αριθμό 12834/8-1-2015 δήλωση επίσπευσης πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε της καθ’ ης, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Αναστασίας-Ιωσηφίνας Καρινιωτάκη-Πλακοπούλου και της με αριθμό 1095/16-1-2015 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δημητρίου Μεταξά, με βάση την με αριθμό 12834/8-1-2015 δήλωση επίσπευσης πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε της καθ’ ης, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Αναστασίας-Ιωσηφίνας Καρινιωτάκη- Πλακοπούλου, ως προς την περιγραφή του ακινήτου και δη από το εσφαλμένο ότι το πατάρι ισογείου ορόφου (μεσόροφος) είναι 1.000 τ.μ. στο ορθό επιφάνειας 1.224,88 τ.μ., και να περιληφθεί ότι το συνολικό εμβαδόν του ακινήτου είναι 8.039,40 τ.μ. και να οριστεί τιμή πρώτης προσφοράς στο ποσό των (5.700.000) ευρώ.
Διατάσσει την επανάληψη των γνωστοποιήσεων και δημοσιεύσεων.
Ορίζει χρόνο πλειστηριασμού την 29 Απριλίου 2015, ημέρα Τετάρτη.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων στις 24 Φεβρουάριου 2015.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ