Περίληψη
Π.Δ.
ΑΡΙΘΜΟΣ 7298/2007
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 13ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Πρόεδρο Εφετών, Αλεξάνδρα Κακκαβά – Εισηγήτρια και Μαρία Τζανακάκη, Εφέτες και από τη Γραμματέα Στυλιανή Τζανιδάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουάριου 2007 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «__________ , Ανώνυμη Εταιρία Παραγωγής & Εμπορίας Ενδυμάτων», η οποία εδρεύει στο Αιγάλεω και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε^ με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Χρήστος Οικονομάκης.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: __________ __________ του __________ , κατοίκου Αθηνών, τον οποίο εκπροσώπησε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ηλίας Λάρδας. · \
Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 28 Ιανουάριου 2004 ανακοπή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 654/2004, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 4224/2005 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ανακόπτουσα με την από 17 Οκτωβρίου 2006 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 8477/2006.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση της ηττηθείσης στην πρωτοβάθμια δίκη ανακόπτουσας κατά της υπ’ αριθμ. 4224/2005 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 513 παρ. β, 516 παρ. 1 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε από το φάκελο της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η από 28-1-2004 ανακοπή της εκκαλούσας – ανακόπτουσας κατά της υπ’ αριθμ. 245/2004 διαταγής πληρωμής δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε εκδοθεί βάσει του αναφερομένου σ’ αυτή τιμολογίου παροχής υπηρεσιών κα ήδη με την έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, που αναφέρονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η εκκαλούσα ζητεί την εξαφάνισή της προς το σκοπό της παραδοχής της ανακοπής της και της ακυρώσεως της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 623 και 624 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής χρηματικής απαιτήσεως, είναι η χρηματική αυτή απαίτηση να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο και επί πλέον να είναι ορισμένη κατά το ποσό και να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 626 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει : α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 119 παρ. 1, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό αυτής (ΑΠ 299/2003 ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των προαναφερομένων άρθρων, καθώς και από εκείνες των άρθρων 628 παρ. 1 εδ. α, 630 εδ. γ και δ και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν αποτελούν αναγκαίως περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής τα έγγραφα τα οποία επισυνάπτονται και αναφέρονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής (ΑΠ 925/2002). Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου^ τις διασαφήσεις που παρείχε ο καθ’ οu ενώπιον του ίδιου ακροατηρίου και περιέχονται όλες στα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα, ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα, και επικαλούμενα έγγραφα}τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα : Τον Ιούλιο του έτους 2002, μεταξύ της ανακύπτουσας ανώνυμης εταιρείας, που έχει ως αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητος την παραγωγή και εμπορία ετοίμων ενδυμάτων και του καθ’ ου η ανακοπή, συνήφθη σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο καθ’ ου, ως σύμβουλος επιχειρήσεων, ανέλαβε την, έναντι αμοιβής, παροχή σ’ αυτή υπηρεσιών marketing, την προμήθεια, για λογαριασμό της, προγράμματος λογισμικού (software) και την ένταξη της προμήθειας αυτής σε αναπτυξιακό πρόγραμμα επιδοτούμενο από το υπουργείο Ανάπτυξης. Για την υλοποίηση, εκτός των άλλων σκοπών της εταιρείας, και τα)ν ανωτέρω, συστάθηκε ανώτερο διευθυντικό συμβούλιο, αποτελούμενο από τον οικονομικό διευθυντή της __________ __________ , τους: __________ __________ και __________ __________ , καθώς τον καθ’ ου (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον καθ’ ου από 810-2002 πρακτικό). Περαιτέρω, από τις αρχές του 2003 ανέλαβε επί πλέον την παρακολούθηση των πωλήσεων χονδρικής της εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ίδιο απόφαση του διευθυντικού συμβουλίου από 7-1 1-2002 περί εβδομαδιαίας ενημερώσεως του διευθύνοντος συμβούλου) με την υποχρέωση να παρεμβαίνει, όπου απαιτείτο, έναντι αμοιβής, συνιστάμενης σε ποσοστό 4% επί των πωλήσεων χονδρικής, καταβλητέας από την ανακόπτουσα σε δύο εξάμηνα. Επιπρόσθετα την 10-3-2003 δέχτηκε πρόταση από τον ανωτέρω οικονομικό διευθυντή της __________ να προσαρμόσει το πρόγραμμα μηχανοργάνωσης «ΑΙΧΜΕΣ 2000», που είχε προμηθευτεί η ανακόπτουσα από την εταιρεία με την επωνυμία «__________ ΑΕ», στις καθημερινές της ανάγκες. Ως επί πλέον αμοιβή του για την προσαρμογή του προγράμματος αυτού ορίστηκε το ποσό των 24.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ εκ 18%, την οποία θα εισέπραττε με την εκτέλεση του έργου και την έκδοση του σχετικού τιμολογίου παροχής υπηρεσιών. Σε εκτέλεση της πρόσθετης αυτής συμφωνίας, ο καθ’ου, πέραν των άλλων καθηκόντων του απασχολείτο καθημερινώς για το αναληφθέν έργο τόσο στην εταιρεία __________ ΑΕ, όσο και στην ανακόπτουσα (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον καθ’ ου : α) από 16-4-2003 τηλεμοιοτυπικό μήνυμα της πρώτης προς τη δεύτερη και β) από 5-5-2003 επιστολή της ανακόπτουσας προς την ως άνω εταιρεία). Κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής του με το έργο αυτό, αποφασίστηκε η ανάγκη παραμετροποίησης του υφισταμένου μηχανογραφικού προγράμματος «ΑΙΧΜΕΣ 2000», ώστε να συνδεθούν τα δεδομένα και οι εφαρμογές του, προκειμένου να εξυπηρετούνται πλήρως οι ανάγκες της ανακόπτουσας εταιρείας και να αναλύονται οι σχετικές πληροφορίες σε όλα τα τμήματα δράσεώς της. Ως αμοιβή του για το έργο αυτό από την 1 5-3-2003, συμφωνήθηκε κατά τους ισχυρισμούς του καθ’ ου το ποσό των 10.000 ευρώ το μήνα, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ εκ 18%, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε, ότι ενώ αυτός εκτελούσε κανονικά τα αναληφθέντα έργα, η ανακόπτουσα δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της προς καταβολή των αμοιβών του. Έτσι, στις 30-7-2003 εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 12/30-7-2003 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών για προμήθειες υπηρεσιών μάρκετινγκ και μάνατζμεντ πωλήσεως χονδρικής Α’ εξαμήνου 2003, όπως αναγράφεται σ’ αυτό, ποσού 50.000 ευρώ, το οποίο εκ 18%, ήτοι συνολικώς 59.000 ευρώ, το οποίο παρέδωσε στον προστηθέντα της ανακόπτουσας __________ __________ οικονομικό διευθυντή της και όχι __________ , όπως από παραδρομή αναγράφηκε στην αίτηση και στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, εφόσον ο πρώτος, όπως προαναφέρθηκε ήταν οικονομικός διευθυντής της και όχι ο δεύτερος, που ήταν νόμιμος εκπρόσωπός της. Το τιμολόγιο αυτό το παρέλαβε ο ανωτέρω __________ __________ για λογαριασμό της ανακόπτουσας, θέτοντας στην πίσω πλευρά του την υπογραφή του κάτω από τη λέξη «παρελήφθη» και τη σημείωση «έγκριση __________ ως οι σχετικές αποδείξεις πληρωμής». Από την τελευταία αυτή αναφορά συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι το τιμολόγιο παραδόθηκε στον __________ και όχι στον __________ , διότι αν παραδιδόταν στον τελευταίο, δεν ήταν αναγκαία η αναγραφή της ως άνω σημειώσεως. Αποδείχτηκε ακολούθως, ότι η ανακόπτουσα, παρότι καταχώρησε το τιμολόγιο στα επίσημα βιβλία της (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον καθ’ ου αντίγραφο του αναλυτικού καθολικού – καρτέλα λογαριασμού), δεν εξόφλησε το πιο πάνω ποσό των 59.000 ευρώ στον καθ’ ου, γι’ αυτό και ο τελευταίος, σ τις 1-10-2003 της κοινοποίησε την από 30-9-2003 εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκληση, με την οποία την καλούσε να εξοφλήσει τις απαιτήσεις του μέχρι τις 3-10-2003 (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από 30-9-2003 εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκληση και την υπ’ αριθμ. 6236/1-10-2003 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αθηνών Παναγιώτη Παρασκευόπουλο). Στη συνέχεια, στις 5-1-2004 κατέθεσε αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει του ως άνω τιμολογίου, από το ποσό του οποίου αφαιρούσε ποσό 14.000 ευρώ, που του είχε εν τω μεταξύ καταβάλει. Στις 16-1-2004 η ανακόπτουσα του κοινοποίησε την από 15-12004 εξώδικη δήλωση – γνωστοποίηση διαμαρτυρία, καθώς και το υπ’ αριθμ. 79225/15-1-2004 γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ποσού 6.000 ευρώ. Στην εξώδικη αυτή δήλωσή της ανέφερε, ότι περί τα τέλη Ιανουάριου του 2003, το πρόγραμμα που είχε αναλάβει αυτός (καθ’ου) να λειτουργήσει και για το οποίο συμφωνήθηκε αμοιβή 24.000 ευρώ χωρίς τον ΦΠΑ υπό τον όρο της παραδόσεως του έργου, αποδείχτηκε μη προσήκον και αποδοτικό, με άμεση συνέπεια τη διακοπή αρχικώς της συνεργασίας τους. Ότι στα τέλη Φεβρουάριου του 2003 συμφωνήθηκε να γίνει νέα προσπάθεια για την ολοκλήρωση του έργου, καταβάλλοντας και τμήμα του ποσού της αμοιβής του, αλλά μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 2003, το έργο δεν
ολοκληρώθηκε και τον κήρυξε έκπτωτο. Ότι του κατέβαλε 18.000 ευρώ και 6.000 ευρώ επί πλέον με την κατάθεση του τελευταίου ποσού στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ότι έχει αποκρούσει λογιστικώς το ένδικο (υπ’ αρ. 12/2003) τιμολόγιο ως αναληθές και αόριστο και τον καλούσε να της παραδώσει νέο επίσημο κατά νόμο τιμολόγιο με ποσό, πραγματική αιτιολογία εκδόσεως και την πραγματική προσφορά των υπηρεσιών του, καθώς και πλήρη εξοφλητική απόδειξη, διαφορετικά θα εξέδιδε η ίδια τιμολόγιο αντ’ αυτού. Στις 21-1-2004 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, κατά της οποίας η καθ’ ης άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα την ένδικη ανακοπή της. τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι εξόφλησε το ένδικο τιμολόγιο με την καταβολή στον καθ’ ου του ποσού των000 ευρώ, ενώ τον ΦΠΑ επί του ποσού αυτού θα τον καταβάλει με την προσκόμιση εκ μέρους του αναλόγου τιμολογίου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, που είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι, όπως προαναφέρθηκε, το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει την αμοιβή του καθ’ ου – εφεσιβλήτου για την προσαρμογή του προγράμματος «ΑΙΧΜΕΣ 2000» που είχε αναλάβει και όχι την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ και μάνατζμεντ πωλήσεως χονδρικής α’ εξαμήνου 2003 που αφορά το ένδικο τιμολόγιο. Με το δεύτερο λόγο αυτής, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου της ισχυρίστηκε, ότι η διαταγή πληρωμής, καθώς και η αίτηση για την έκδοσή της, δεν περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, το σύνολο των γενεσιουργών της απαιτήσεως περιστατικών, καθόσον στο επίμαχο τιμολόγιο δεν περιγράφονται λεπτομερώς οι παρασχεθείσες υπηρεσίες, δεν εκδόθηκε με την ολοκλήρωση της παροχής εκ μέρους του καθ’ ου και δεν έχει εξοφληθεί με δίγραμμη επιταγή ή άμεσα με μετρητά, ως εκ τούτου δε, θεωρείται εικονικό κατ’ άρθρο 30 παρ. 3 του ΠΔ 186/1992. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσης, η αίτηση για τη διαταγή πληρωμής αρκεί για την πληρότητά της να περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που εξατομικεύουν την απαίτηση, από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γεννέσεως της και τα οποία υπαγόμενα από το δικαστή σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου, να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, έναντι του αιτούντος, χωρίς να απαιτείται η έκθεση του συνόλου των γενεσιουργών της απαιτήσεως περιστατικών (ΑΠ54/1990 Ελ. Δ/νη 32.62. Κατά το δεύτερο σκέλος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι όπως ανωτέρω εκτέθηκε, ο καθ’ ου η ανακοπή εκτέλεσε και παρέδωσε προσηκόντως και εμπροθέσμως το αναληφθέν έργο και νομίμως μετά ταύτα εξέδωσε το ένδικο τιμολόγιο. Κατά το τρίτο σκέλος του είναι επίσης ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος, διότι από το ως άνω τιμολόγιο δεν προκύπτει ότι αυτό δεν ήταν εξοφλητέο άμεσα σε μετρητά. Ο τρίτος λόγος αυτής, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η απαίτηση βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής τελούσε υπό την αίρεση παραδόσεως του έργου, η οποία δεν επακολούθησε και ο καθ’ ου κηρύχθηκε έκπτωτος, είναι, συναφώς με τα προαναφερθέντα ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος, καθότι το έργο παραδόθηκε προσηκόντως και εμπροθέσμως, χωρίς ο καθ’ ου να έχει κηρυχθεί έκπτωτος. Πρέπει να σημειωθεί, ότι το ποσό του τιμολογίου (50.000 ευρώ) προκύπτει από τον υπολογισμό του ποσοστού 4% επί του τζίρου της ανακόπτουσας κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως και την 31-62003, που ανερχόταν στο ποσό των 1 285 097,31 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον καθ’ ου καρτέλα του λογιστηρίου της), μετ’ αφαίρεση εκ μέρους του καθ’ ου του ποσού των 1400 ευρώ, λόγω πιθανών επιστροφών πελατών. Επίσης πρέπει να αναφερθεί, ότι η ανακόπτουσα στις 12-2-2004 εξόφλησε προς τον κάθου το επιτασσόμενο με τη διαταγή πληρωμής και την, από 23-12004 εντολή, κάτω από το εκτελεστό απόγραφο αυτής, ποσό. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της ισχυρίστηκε ότι η υπογραφή που είχε τεθεί στην οπίσθια όψη του ενδίκου τιμολογίου κάτω από την οποία αναγράφονται οι φράσεις « έγκριση __________ ως σχετικές αποδ. πληρωμής», είναι πλαστή, καθόσον δεν ανήκει στο νόμιμο εκπρόσωπό της __________ __________ ή σε προστηθέντα αυτού ή της ίδιας της ανακόπτουσας, κατονομάζει πλαστογράφο τοά καθ’ ου, κατά του οποίου έχει υποβάλει μήνυση, προτείνε μάρτυρες και προσκόμισε έγγραφα προς απόδειξη της πλαστογραφίας. Ο ισχυρισμός αυτός της πλαστότητος, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά (άρθρα 98, 460, 461 και 463 ΚΠολΔ) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι, όπως προεκτέθηκε η υπογραφή στο ένδικο τιμολόγιο είναι του __________ __________ (βλ. και κατάθεση του μάρτυρος της ανακόπτουσας), οικονομικού διευθυντή και προστηθέντος λογαριασμό της. Επομένως εγκύρως εκδόθηκε βάσει του ως άνω τιμολογίου η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η ανακοπή είναι απορριπτέα στο σύνολό της. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, το οποίο την απέρριψε και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό. Συνεπώς, η έφεση με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Η ηττηθείσα εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4224/2005 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Απριλίου 2007.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, μετεχόντων στη σύνθεση για τη δημοσίευση, ως Προέδρου της Προεδρεύουσας Εφέτη Αλεξάνδρας Κακκαβά (λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Προέδρου Εφετών Γεωργίου Χρυσικού), ως μελών των Εφετών, Μαρίας Τζανακάκη και Ερωτόκριτου Ερωτοκρίτου, και ως Γραμματέα τη Στυλιανή Τζανιδάκη, στις 31 Οκτωβρίου 2007, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.