fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 470/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Μαρία Σκολαρίκη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθήνας και από τη Γραμματέα Αμαλία Σαμπράκου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14.11.2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: __________  __________   του __________  , κατοίκου Βάρης Αττικής (οδός __________  ), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξούσιου του δικηγόρου Γεωργίου Γραβιά, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της εταιρίας με την επωνυμία «__________  S.A.», ττου εδρεύει στα Marshall Islands και διατηρεί την εγκατάσταση της του ν. 89/1967 στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Καλλιθέα Αττικής (__________  ), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Χρήστου Οικονομάκη, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

Ο ενάγων με την από 27.03.2014 κλήση του που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 39639/1060/2014, προς συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε η παρούσα δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο, νόμιμα επαναφέρει την από 20.07.2012 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 872/2014 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για τους λόγους που αναφέρονται σ’αυτήν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 27.03.2014 κλήση του καλούντος – ενάγοντος νόμιμα επαναφέρεται, προς συζήτηση η από 20.07.2012 αγωγή-του κατά της εναγομένης μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 872/2014 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου ο ενάγων να προσκομίσει αποδεικτικό επίδοσης της κρινόμενης αγωγής περί καταβολής αποζημίωσης λόγω απόλυσης, ώστε να μπορεί το Δικαστηρίου να κρίνει εάν έχει παρέλθει ή όχι η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία που τάσσει το άρθρο δ παρ. 2 του ν. 3198/1955.

Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2556/1997, η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως, η οποία αποτελεί διαπλαστικό δικαίωμα, που ασκείται με μονομερή δήλωση, την οποία απευθύνει το ένα συμβαλλόμενο μέρος στο άλλο, για να του γνωρίσει την πρόθεση του να λήξει η μεταξύ τους συμβατική σχέση (ΑΠ 1435/2002 ΕλλΔνη 44.165), θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυομένου στο τηρούμενο για το ΙΚΑ μισθολόγιο, ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι η καταγγελία της  συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή, επί ποινή ακυρότητας (άρθρο 174 ΑΚ), πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βουλήσεως του εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Δεν απαιτείται, όμως, το έγγραφο της καταγγελίας να επιδοθεί στο μισθωτό, προς τον οποίο – απευθύνεται, με δικαστικό επιμελητή, αλλά αρκεί να εγχειριστεί σε αυτόν, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Η απόδειξη της εγχειρίσεως μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, ήτοι με έγγραφη απόδειξη παραλαβής, ομολογία και μάρτυρες, οι οποίοι θα βεβαιώνουν την παράδοση του εγγράφου στον υπό απόλυση μισθωτό (ΑΠ 876/2004 ΔΕΝ 60.1538, ΕφΑΘ 7688/2000 ΕλλΔνη 43.811). Η καταγγελία μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, συναγόμενη από ορισμένη συμπεριφορά αυτού που καταγγέλλει τη σύμβαση. Σιωπηρή καταγγελία, από την πλευρά του εργοδότη, συνιστά και η άρνηση του να δεχθεί την εργασία, την οποία προσηκόντως του προσφέρει ο εργαζόμενος, όταν η άρνηση συνοδεύεται από περιστάσεις, από τις οποίες αναμφίβολα προκύπτει η δήλωση του για λύση της σύμβασης (ΑΠ 1640/2003 ΕλλΔνη 45.759). Η ως άνω ακυρότητα της καταγγελίας, λόγω ελλείψεως των προϋποθέσεων, τασσομένη υπέρ του μισθωτού, είναι σχετική (ΑΠ 1278/2001 ΔΕΝ 58.223, ΑΠ 1165/1999 ΔΕΝ 56.303) και συνεπώς μπορεί αυτός να παραιτηθεί (άρθρα 156 και 361 ΑΚ), ρητώς ή σιωπηρώς, από το δικαίωμά του να την προβάλει, θεωρώντας την καταγγελία έγκυρη (ΑΠ 816/2002 ΕλλΔνη 44.970). Ο εργαζόμενος δηλαδή έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη’την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή μισθών υπερημερίας, είτε να παραιτηθεί, όπως αναφέρθηκε, από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της, να την θεωρήσει έγκυρη και να αξιώσει την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης (βλ. ΕφΑΘ 2342/2003 ΕλλΔνη 45.1483, ΕφΑΘ 7015/1994). Εξάλλου, κατά την παρ.1 εδ. α’ του ίδιου ως άνω άρθρου (5 του ν. 3198/1955) ο υπολογισμός της αποζημιώσεως, που καταβάλλει ο εργοδότης στο μισθωτό επί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα, με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Ως τακτικές δε αποδοχές θεωρούνται κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 ΑΚ, 3 παρ. 2 εδ. α’ του ν, 2112/1920, 1 του ν. 3198/1955 καί 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως ’περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με τον ν. 3248·Ί95£ ο μισθός κα: κάθε άλλη πρόσθετη παροχή,· η οποία υπερβαίνει τσ ελάχιστα όρια αυτού και χορηγείται από τον εργοδότη στο μισθωτό, κατά τη διάρκεια της εργατικής σχέσεως, τακτικώς και ανελλιπώς ως αντάλλαγμα, νόμιμο ή συμβατικό, της προσφερόμενης εργασίας του, έστω και αν καταβάλλεται μία φορά το χρόνο, όπως μπόνους, επίδομα παραγωγικότητας (βλ. Δημητρίου Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο- Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδόσεις 2011, σελ. 915 επ.) Με την αποδοχή της καταβολής της ανωτέρω παροχής, με την έννοια που προεκτέθηκε, καταρτίζεται μεταξύ εργοδότη και μισθωτού σιωπηρή σύμβαση για τακτική καταβολή αυτής ως μισθού, οπότε η ανωτέρω παροχή δεν μπορεί να ανακληθεί μονομερώς από τον εργοδότη, εκτός αν ο τελευταίος επιφύλαξε ρητώς για τον εαυτό του το σχετικό δικαίωμα, ή αν αυτή είχε χορηγηθεί στον μισθωτό από ελευθεριότητα και όχι ως αντάλλαγμα εργασίας, ή αν χορηγήθηκε προς αντιμετώπιση συγκεκριμένων λειτουργικών αναγκών της επιχειρήσεως, που έπαυσαν να υπάρχουν (ΑΠ 1057/2007, ΝΟΜΟΣ). Η αγωγή του εργαζομένου για καταβολή σ’ αυτόν του μέρους του μισθού του, που υπολογίζεται σε ποσοστά επί των κερδών (μπόνους), για να είναι ορισμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1α’ ΚΠολΔ και 648, 653, 654 και 655 ΑΚ, πρέπει να διαλαμβάνει στο δικόγραφό της τα πραγματικά περιστατικά τα αναγόμενα στην καταρτισθείσα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στο συμβατικό ποσοστό επί των κερδών, στο συνολικό επιτευχθέν κέρδος, στη χρονική διάρκεια της συμβάσεως εργασίας και στο συνολικό ύψος της δικαιουμένης παροχής της εργασίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 118 εδ. 3 ΚΠολΔ τα δικόγραφα, που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και την κατοικία όλων των διαδίκων και των νομίμων αντιπροσώπων τους και, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και την έδρα τους. Κατά το άρθρο 216 παρ. 2 εδ. β’ του ίδιου κώδικα στην αγωγή αναφέρονται τα στοιχεία, που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Από τις διατάξεις αυτές’ συνάγεται, ότι το δικόγραφο της αγωγής που απευθύνεται κατά νομικού προσώπου, πρέπει να αναφέρει, εκτός άλλων στοιχείων, και την επωνυμία του νομικού προσώπου, καθώς και την έδρα του, γιατί και τα δύο στοιχεία είναι προσδιοριστικά της ταυτότητος του νομικού προσώπου, ενώ η έδρα είναι επιπλέον στοιχείο θεμελιωτικό της νόμιμης γενικής δωσιδικίας του νομικού προσώπου (ΚΠολΔ 25 παρ. 2). Ο εσφαλμένος όμως ειδικότερος προσδιορισμός των στοιχείων τούτων καθ’ αυτός δεν καθιστά ελαττωματικό το δικόγραφο της αγωγής, εφ’ όσον δεν επέρχεται σύγχυση ως προς την ταυτότητα του νομικού προσώπου. Ούτε και η έλλειψη τούτων και ειδικότερα της έδρας του νομικού προσώπου, που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση, συνεπάγεται ακυρότητα ή απαράδεκτο της αγωγής (βλ. ΑΠ 135/1987 ΝοΒ 35.1403). Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Το επί μέρους, ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως “έδρα” νοείται στη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η   καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Διάφορη εκδοχή θα καθιστούσε συνδετικό’ στοιχείο, για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, τη θέληση (επιλογή) των ενδιαφερομένων. Η λύση αυτή ενώ υιοθετείται προκειμένου περί συμβατικών ενοχών (βλ. ΑΚ 25), δεν αρμόζει προκειμένου να κριθεί η σύσταση και λειτουργία του νομικού προσώπου. Τούτο γιατί αυτό αποτελεί υποκείμενο δικαίου δηλαδή ενεργεί όχι μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, όπως η συμβατική ενοχή, αλλά έναντι όλων, ώστε η σύσταση, τα όργανα και η εν γένει δράση του ενδιαφέρουν τους τρίτους και τις συναλλαγές όπως είναι or μέτοχοι της εταιρίας, αλλά και οι δανειστές αυτής και ενδεχομένως τον έλεγχο της εταιρίας από το Κράτος της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου. Επί πλέον το συνδετικό στοιχείο της θέλησης των ιδρυτών (καταστατική έδρα) θα κατέληγε στον παραμερισμό, στην εγχώρια έννομη τάξη, κανόνων δημοσίας τάξεως που είναι αντίθετο στη θεμελιώδη αρχή του άρθρου 3 Α.Κ. Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων η θεωρία της πραγματικής έδρας κρατεί απολύτως στη νομολογία (Ολ ΑΠ 2/1999, 461/1978, ΝΟΜΟΣ) και στη θεωρία. Δεν ισχύει όμως τούτο, όταν πρόκειται για εταιρία συνεστημένη σύμφωνα με το δίκαιο Κράτους εκτός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η οποία επιθυμεί να έχει την πραγματική της έδρα σε Κράτος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Απόκλιση από τον κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου του άρθρου 10 ΑΚ δεν εισάγεται με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Α.Ν. 89/1957 “περί εγκαταστάσεως στην Ελλάδα αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιριών”. Ειδικότερα οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Α.Ν. 89/1967 ορίζουν ότι : 1) “αλλοδαπές” έμπορο βιομηχανικές εταιρίες, οι οποίες υπό οιονδήποτε τύπο και μορφή λειτουργούν νόμιμα στην έδρα τους και απασχολούνται αποκλειστικά σε εκτέλεση εμπορικών εργασιών, το αντικείμενο των οποίων βρίσκεται έξω από την Ελλάδα, δύνανται να “εγκαθίστανται” στην Ελλάδα κατόπιν ειδικής αδείας παρεχόμενης με απόφαση του Υπουργού Συντονισμού (Εθνικής Οικονομίας ήδη Εμπορίου), 2) στην αίτηση πρέπει ν’ αναφέρεται η ιθαγένεια της εταιρίας, ο τύπος υπό τον οποίο λειτουργεί στη Χώρα της έδρας της, η μορφή, υπό την οποία θα λειτουργήσει, δηλαδή ως υποκατάστημα, πρακτορείο ή γραφείο της μητρικής εταιρίας, το αντικείμενο αυτής … και 3) ότι “αλλοδαπές” εμποροβιομηχανικές εταιρίες, στις οποίες δίνεται η άδεια “εγκατάστασης” απολαμβάνουν χωρίς άλλη διατύπωση τα απαριθμούμενα προνόμια, υπό την προϋπόθεση, ότι απασχολούνται αποκλειστικά στην εκτέλεση εμπορικών εργασιών, το αντικείμενο των οποίων βρίσκεται στο εξωτερικό. Από τις παραπάνω διατάξεις και ιδίως τη χρήση της έννοιας “αλλοδαπές” εταιρίες αφενός και την. τιθέμενη προϋπόθεση ότι “το αντικείμενο των εμπορικών εργασιών βρίσκεται στο εξωτερικό” αφετέρου (εδ. 3), λαμβανόμενες σε συνδυασμό με την εισηγητική έκθεση του Νόμου προκύπτει, ότι η θέσπιση του νόμου αυτούς αποσκοπεί, με την παροχή κινήτρων, να δημιουργήσει ευνοϊκές προϋποθέσεις προκειμένου εταιρίες που πριν δεν είχαν κανένα ουσιαστικό και οικονομικό σύνδεσμο με την Ελλάδα, δηλονότι “πράγματι αλλοδαπές και όχι απλώς κατά την καταστατική τους έδρα, να προτιμήσουν την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα με την ίδρυση “υποκαταστήματος”, “πρακτορείου” ή “γραφείου”. Αλλά οι έννοιες πραγματική έδρα στην Ελλάδα και δημιουργία στην Ελλάδα εγκαταστάσεως δεν ταυτίζονται. Ο Α.Ν. 89/1967 αναφέρεται σε “αλλοδαπές” εταιρίες. Προϋποθέτει, ότι πρόκειται για εταιρίες που έχουν την πραγματική τους έδρα στο εξωτερικό, – ήτοι αλλοδαπές κατά το κριτήριο του άρθρου 10 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα – και δεν πρόκειται να την μεταφέρουν στην Ελλάδα, αλλά θα εγκαταστήσουν απλώς υποκαταστήματα, πρακτορεία ή γραφεία. Με την εγκατάσταση αυτή η αλλοδαπή εταιρία αποκτά περιορισμένη και ειδική δικαιοκτητική ικανότητα δυνάμει του δικαίου της καταστατικής της έδρας μόνο ως προς την κτήση εγκαταστάσεως στην Ελλάδα και όχι γενική, που ρυθμίζεται από το δίκαιο της πραγματικής της έδρας. Ο Α.Ν. 89/1967 δεν λαμβάνει θέση όσον αφορά το κριτήριο της αλλοδαπότητας και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως λανθάνων κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, βασικά στοιχεία του οποίου είναι η επιλογή από το νομοθέτη του κρίσιμου συνδετικού στοιχείου, δηλαδή του συνδέσμου τον οποίο η ρυθμιστέα σχέση εμφανίζει προς διαφόρους τόπους και από τον καθορισμό του- εφαρμοστέου δικαίου. Επομένως σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ, εταιρίες των οποίων τα όργανα διοικήσεως λειτουργούν πράγματι στην Ελλάδα, διέπονται γενικά, άρα και ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το ελληνικό δίκαιο, έστω και αν στο καταστατικό τους προβλέπεται άλλη “εθνικότητα” ή η έδρα τους έχει ορισθεί με το καταστατικό εκτός Ελλάδας. Αν συνεπώς διαπιστωθεί, ότι η πραγματική έδρα της εταιρίας που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεως (συστάσεως και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρία είναι άκυρη και θεωρείται ως “εν τοις πράγμασι μόνο εταιρία. Ειδικότερα τούτο ισχύει για την “αλλοδαπή” (κατά το καταστατικό της) εμποροβιομηχανική εταιρία του Α.Ν. 89/196/, η οποία, εκτός από την ως άνω “εγκατάστασή” της, έχει και την πραγματική της έδρα στην ελληνική επικράτεια. Τέτοια εταιρία είναι ημεδαπή και διέπεται ως προς τη σύστασή της κλπ από το Ελληνικό δίκαιο (Ολ ΑΠ 2/2003, ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του εκθέτει ότι προσελήφθη από την εναγόμενη εταιρία στις 05.04.1993, καθώς και ότι η τελευταία αναγνώρισε την προϋπηρεσία του στην εταιρία με την επωνυμία «__________  ΕΠΕ», στην οποία είχε προσληφθεί την 01.06.1987, ότι η σύμβαση εργασίας του εξελίχθηκε ομαλά, πλην όμως στις 18.05.2012 η εναγομένη προέβη στην καταγγελία της, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Ότι κατά τον ως άνω χρόνο της καταγγελίας, ο μισθός του ανερχόταν σε 4.600 ευρώ μηνιαίως, ενώ επιπλέον ελάμβανε από το έτος 2006 σταθερά και μόνιμα μία πρόσθετη παροχή, ανερχόμενη σε ποσοστό 7,5% επί των καθαρών κερδών της εναγομένης ή του ομίλου των εταιριών στον οποίο ανήκει η εναγομένη. Ότι κατά το έτος 2011 τα καθαρά κέρδη του ομίλου ανήλθαν σε 1.300.000 ευρώ, η δε κατά τα ανωτέρω πρόσθετη παροχή προσαύξησε τις τακτικές του αποδοχές κατά 8.125 ευρώ μηνιαίως. Ότι επιπλέον η εναγομένη δεν του κατέβαλε την ως άνω πρόσθετη παροχή του έτους 2011 καθώς και την αναλογία αυτής για το έτος 2012, Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητεί, όπως παραδεκτά περιόρισε την αγωγή του, τρέποντας μέρος του αιτήματος αυτής σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρίστηκε στο οικείο πρακτικό κατά την έναρξη της συζήτησης (άρθρα 294 εδ. α, 295 παρ. 1 εδ. β’ και 297 ΚΠολΔ), καθώς και με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις του (223, 295 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), τις οποίες επανέφερε και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη ‘να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της απόλυσής του (18.05.2012). Ακόμη, ζητεί να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει α) ποσό 276.916,67 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο από την επόμενη ημέρα της απόλυσή του (18.05.2012), β) ποσό 97.500 ευρώ για τη συμφωνηθείσα πρόσθετη παροχή (μπόνους) του έτους 2011, με το νόμιμο τόκο από την 01.01.2012, άλλως από την επόμενη της απόλυσής του και γ) ποσό 58.500 ευρώ για τη συμφωνηθείσα πρόσθετη παροχή του έτους 2012, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσής του. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, που ασκήθηκε μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955 εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, δεδομένου ότι η επικαλούμενη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντας έλαβε χώρα στις 18.05.2012 και η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 06.08.2012 και επιδόθηκε στην εναγομένη την 07.08.2012 (βλ. την υπ’αριθ. 6789 Γ707.08.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Μάριου Καρατζή), αρμόδια και παραδεκτά εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ 2, 16 αρ. 2, 664 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών τω\)’ .; άρθρων 664 έως 676 ΚΠολΔ. Συνεπώς, απορριπτέοι ως αβάσιμοι είναι οι ισχυρισμοί y της εναγόμενης περί ακυρότητας του δικογράφου της αγωγής και των σχετικών κλήσεων και επιδόσεων, ως απευθυνόμενων κατά ανύπαρκτου νομικού προσώπου, καθώς και περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, διότι, σύμφωνα και με διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη, ο εσφαλμένος ειδικότερος προσδιορισμός της έδρας του νομικού προσώπου δεν καθιστά ελαττωματικό το δικόγραφο της αγωγής, . εφ’ όσον δεν επέρχεται σύγχυση ως προς την ταυτότητα του νομικού προσώπου, ούτε και η έλλειψη τούτων και ειδικότερα της έδρας του νομικού προσώπου, που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση, συνεπάγεται ακυρότητα ή απαράδεκτο της αγωγής. Το Δικαστήριο, δε, δεν διατηρεί καμία αμφιβολία σχετικά με την ταυτότητα του εναγόμενου νομικού προσώπου στο οποίο απασχολήθηκε ο ενάγων από το έτος 1993 έως και την 17.05.2012 υπό την αναφερόμενη στην αγωγή του ιδιότητα. Συνακόλουθα, αλυσιτελώς προβάλλεται το αίτημα περί αναβολής της συζήτησης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, το οποίο εξάλλου εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου. Η αγωγή είναι και ορισμένη, πλην του υπό στοιχείο γ) αιτήματος καταβολής ποσού 58.500 ευρώ για τη συμφωνηθείσα πρόσθετη παροχή του έτους 2012, το οποίο είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθόσον σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα, ο ενάγων δεν εκθέτει στην αγωγή το συνολικό επιτευχθέν κέρδος της εναγομένης για το έτος 2012, είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 648 επ., 340, 341, 343, 345, 346 ΑΚ, 1, 3 Ν. 2112/1920, 2, 5 Ν. 3198/1955, 74 παρ. 2 Ν. 3863/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του Ν. 3899/2010, 70, 176, 907, 908 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το αναγνωριστικό της σκέλος (904 ΚΠολΔ), το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Αναφορικά με την τοκοδοσία της επίδικης αξίωσης για αποζημίωση απόλυσης, αυτή τοκοφορεί από την επομένη της καταγγελίας της σχέσης εργασίας (βλ. άρθρο 2 του ν. 3198/1955, ΟλΑΠ 39/2002, ΕΕργΔ 2002.1482, ΕλλΔνη 2003.118, ΑΠ 420/1985, ΕλλΔνη 1996.1573, ΔΕΝ 1995.929), ενώ όταν η αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών τόκος οφείλεται για μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί σε αποδοχές δύο μηνών από την επόμενη της καταγγελίας, ήτοι εν προκειμένω τις αποδοχές δύο μηνών τόκος οφείλεται για το μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί σε αποδοχές δύο μηνών από την επομένη της καταγγελίας, ήτοι εν προκειμένω από 18.5.2012 για δε το υπόλοιπο ποσό, το οποίο κατά τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 Ν. 3863/Ζ010 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του Ν. 3899/2010 είναι καταβλητέο σε διμηνιαίως δόσεις, καθεμία εκ των οποίων συνίσταται από τις αποδοχές δύο μηνών, νόμιμος τόκος οφείλεται από την επομένη της συμπλήρωσης κάθε διμήνου, της πρώτης δόσης αρχομένης από την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την καταγγελία, ήτοι από 18.07.2012. Θα πρέπει, λοιπόν, η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί, κατά τα λοιπά, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η εναγομένη με τις προτάσεις της και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρίστηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αρνείται τα πραγματικά περιστατικά της αγωγής, και ειδικότερα ισχυρίζεται ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από την εταιρία και ως εκ τούτου δεν δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης. Ωστόσο, προέβαλε ταυτόχρονα σε συμψηφισμό της ένδικης αξίωσης του αντιδίκου ανταπαίτησή της κατ’αυτού για την οποία έχει καταθέσει σε βάρος του την από 08.10.2014 αγωγή της. Ο ως άνω ισχυρισμός πέραν της αντιφατικότητάς του – η εναγομένη ενώ αρνείται την ύπαρξη της αξίωσης του ενάγοντος προβάλλει σε συμψηφισμό αυτής ανταπαίτησή της – είναι απορριπτέος, προδήλως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι η εναγομένη δε διαλαμβάνει στις προτάσεις της σαφή έκθεση των δικαιοπαραγωγικών γεγονότων της ανταπαίτησης, ήτοι περιγραφή, χρόνο γέννησης και ύψος της αμοιβαίας απαίτησης, που προτείνονται σε συμψηφισμό (ΕφΑΘ 11272/1989, ΝΟΜΟΣ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ενός από κάθε διάδικο μέρος), που περιέχονται στα υπ’αριθ. 872/10.10.2013 πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, απ’ όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, για μερικά των οποίων θα γίνει αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, τις υπ’ αριθ. 4868, 4869/13.05.2013 “ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης __________  __________  , __________  __________  και __________  __________  , οι οποίες λήφθηκαν, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία (13.05.2013) και ώρα 14.00, ενώπιον της συμβολαιογράφου    Πειραιά  Αικατερίνης   Βρεττάκου,  κατόπιν  νομότυπης  και εμπρόθεσμης, ήτοι προ είκοσι τεσσάρων (24) τουλάχιστον ωρών, κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. υπ’αριθ 4847/08.05.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Ευφροσύνης Βουγιουκλάκη), την υπ’αριθ. 5181/23.10.2014 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εναγόμενης __________  __________  , η οποίο λήφθηκε, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία (23.10.2014) και ώρα 12.00, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Αικατερίνης Βρεττάκου κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, ήτοι προ είκοσι τεσσάρων (24) τουλάχιστον ωρώ\, κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. υπ’αριθ. 3875Β720.10.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Ιωάννη Κοπανά), την υπ’αριθ. 8446/15.10.2013 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος του ενάγοντος, __________  __________  , η οποία λήφθηκε, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία (15.10.2013) και.ώρα 12.00, ενώπιον του κ. Ειρηνοδίκη Αθηνών, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, ήτοι προ είκοσι τεσσάρων (24) τουλάχιστον ωρών, κλήτευσης της εναγόμενης που έγινε με σχετική δήλωση (περί του ως ανως τόπου και χρόνου λήψεως της ένορκης βεβαίωσης) του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης και καταχωρίστηκε στα υπ’αριθ. 872/2014 πρακτικά (βλ. για το ότι νομότυπη κλήτευση θεωρείται και-η ανωτέρω δήλωση (ΕφΑΘ 4984/1999, ΕλλΔνη 2001.457, ΕφΠειρ 458/1998, ΕλλΔνη 1999.1113), την υπ’αριθ. 7572/13.11.2014 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος του ενάγοντος, _______, η οποία λήφθηκε, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία (13.11.2014) και ώρα 09.30, ενώπιον της κ. Ειρηνοδίκου Αθηνών, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, ήτοι προ είκοσι τεσσάρων (24) τουλάχιστον ωρών, κλήτευσης της εναγομένης (βλ. υπ’αριθ. 5054Δ710.11.2014 έκθεση επίδοσης της εταιρίας «_______  ΑΣΤΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ», από τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό και με την επ’ ακροατηρίου προφορική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά για την υπόθεση αυτή: Ο ενάγων προσελήφθη την 01.06.1987 από την εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «__________  » (βλ. σχ. 2 αναγγελία πρόσληψης), που δραστηριοποιείται στο χώρο των ναυτικών ασφαλίσεων και στη συνέχεια, την 05.04.1993, απασχολήθηκε ως ασφαλιστικός σύμβουλος στην εναγομένη εταιρία με την επωνυμία «__________   S.A.», που δραστηριοποιείται ομοίως στο ως άνω χώρο,· ,η οποία αναγνώρισε και ανέλαβε όλες τις υποχρεώσεις ως προς την προϋπηρεσία, .τις άδειες, τα δώρα και τα επιδόματα που προέρχονται από την προηγούμενη εταιρία και γενικότερα οποιοδήποτε δικαίωμα του σχετίζεται με την απασχόλησή του σε αυτήν (βλ. από 05.04.1993 έγγραφο της εναγομένης). Ειδικότερα, ο ενάγων απασχολήθηκε στις ανωτέρω εταιρίες συμφερόντων ιδίου προσώπου, ήτοι αρχικά του __________  __________  και μετέπειτα των υιών του, Κωνσταντίνου και __________  __________  , με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως ασφαλιστικός σύμβουλος. Τσ ανωτέρω πραγματικά περιστατικά συνομολογούνται και από την εναγόμενη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων με την εργατικότητα του κα: την πολυετή εμπειρία του στον τομέα των ναυτασφαλίσεων συνέβαλε σημαντικό στην εξέλιξη της εναγόμενης, και δη ο ίδιος είχε αναλάβω και πετύχει τις ανανεώσεις του μεγαλύτερου όγκου των ασφαλιστηρίων συμβολαίων της εταιρίας με αποτέλεσμα η αγορά να ταυτίζει την παρουσία του με την πορεία της οικογένειας _______  και της εταιρίας της. Για το λόγο αυτό η διοίκηση της εναγομένης από το έτος 2006 του κατέβαλλε σταθερά ως μπόνους επιπλέον των μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες ανέρχονταν κατά το έτος 2012 στο ποσό των 4,600 ευρώ (βλ. ττροσκομιζόμενες μετ’επικλήσεως αποδείξεις πληρωμής και μισθοδοτικές καταστάσεις), ποσοστό 7,5% των ετήσιων καθαρών κερδών της. Το ποσό αυτό το εισέπραττε ο εναγών υπό τη μορφή μερίσματος από εταιρίες του ομίλου _______, και συγκεκριμένα από την εταιρία με την επωνυμία «__________   INC» και την εταιρία με την επωνυμία «__________  LTD» (βλ. σχετικές προσκομιζόμενες μετ’επικλήσεως βεβαιώσεις των ως άνω εταιριών) και δινόταν ως αντάλλαγμα για την παροχή των υπηρεσιών του και δη του φόρτου εργασίας και της υπευθυνότητας, καθώς και της προσπάθειας η οποία κατεβάλετο από μέρους του για την παραγωγικότερη απόδοση της εταιρίας. Η ιδιαίτερη αυτή συμφωνία για αύξηση των αποδοχών και συγκεκριμένα ότι το μπόνους του 7,5% θα δινόταν ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών του προκύπτει σαφώς από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, χωρίς να διαψεύδεται πειστικά από την κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης. Ειδικότερα, η μάρτυρας __________  __________  , που εργαζόταν στην εναγομένη έως το Φεβρουάριο του έτους 2012, βεβαίωσε από προσωπική αντίληψη, ότι ο ενάγων ήταν γενικός διευθυντής. Απολύθηκε και δεν του δόθηκε αποζημίωση και τα μπόνους.. τα πράγματά του τα πήρε με την παρέμβαση του Εισαγγελέα, γιατί του είχαν κλειδώσει το γραφείο του. Το μπόνους ήταν 7,5% επί των καθαρών κερδών υπό τη μορφή μερίσματος. Το λάμβανε κανονικά εκτός από το 2011…Η συνολική προσφορά ήταν 27 χρόνια. Η θέση του __________   ήταν υψηλή είχαμε πάντα καινούργιους πελάτες  όλους του πελάτες τους διαχειριζόταν ο ίδιος..» Το ίδιο βεβαιώνει και η μάρτυρας __________   __________  ,  που εξετάστηκε ενόρκως ενώπιον Ειρήνοδίκη ότι δηλαδή το μπόνους των 7,5% – κατεβάλετο στο ενάγοντα σαν ενίσχυση-του μισθού υπό τη μορφή μερίσματος και ότι ο ενάγων έλαβε συνολικά με αυτόν τον τρόπο για το έτος 2006 το ποσό των 89.083 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 146.012 ευρώ, για το έτος 2008 το ποσό των 138.020,56 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 76.335,88 ευρώ, και για το έτος 2010 το ποσό των 87.000 ευρώ, ενώ ο ίδιος ουδεμία μετοχική ή άλλη επαγγελματική συνεργασία είχε με τον όμιλο εταιριών της εναγομένης. Το ότι το μπόνους το εισέπραττε από την εναγομένη με τη μορφή μερίσματος δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της αμοιβής ως μισθού για αντάλλαγμα των παρεχομένων υπηρεσιών από τη σχέση εξαρτημένης εργασίας που είχε με αυτήν. Είναι πρόδηλο ότι ο τρόπος αυτός της αμοιβής γινόταν προς αποφυγή πρόσθετης φορολογικής επιβάρυνσης του ενάγοντος για τα ανωτέρω ποσά. Από όλα όσα εκτέθηκαν παραπάνω αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι και το ποσοστό 7,5% των καθαρών κερδών της εναγόμενης που καταβαλλόταν κάθε χρόνο στον ενάγοντα εδίδετο ως αντάλλαγμα της εργασίας του στην εναγομένη και αποτελούσε συμπλήρωμα των τακτικών αποδοχών και όχι παροχή από άλλη ξεχωριστή σχέση ή αμοιβή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, όπως σχημάτισε κρίση για την υπόθεση από το αποδεικτικό υλικό που πιο πάνω αναφέρθηκε. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η νόμιμη / αποζημίωση απόλυσης, που δικαιούτο ο ενάγων δεδομένου ότι κατά τον χρόνο αυτό είχε συμπληρώσει 24 έτη υπηρεσίας στην εναγομένη κατά τα παραπάνω αναφερόμενα και ότι κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή της μήνα οι μηνιαίες της αποδοχές ανέρχονταν στο ποσό των 4.600 ευρώ, ανήρχετο σε 21 μηνιαίους μισθούς, πλέον προσαύξησης κατά 1/6 για αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, ήτοι στο ποσό των 112.699 ευρώ (4.600 X 21 = 96.600 +1/6, ήτοι 16.099,99). Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσία και α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ και β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 92.699,99 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για μέρος της άνω αποζημίωσης που αντιστοιχεί σε αποδοχές δύο μηνών από 18.05.2012, για δε το υπόλοιπο ποσό, το οποίο κατά τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 Ν. 3863/2010 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του Ν. 3899/2010 είναι καταβλητέο σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία εκ των οποίων συνίσταται από τις αποδοχές δύο μηνών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της συμπλήρωσης κάθε διμήνου, της πρώτης δόσης αρχομένης από την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την αποχώρηση, ήτοι από 18.07.2012. Όσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής δεν αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα και ως εκ τούτου το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ‘ απορριφθεί το αίτημα αυτό. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντός, πρέπει να επιβληθεί στην εναγομένη-λόγω της μερικής της ήττας (176, 178 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
·

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορρπττέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στο ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ ως αποζημίωση καταγγελίας, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, όπως ειδικότερα ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ενενήντα δύο χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (92.699,99), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, όπως ειδικότερα ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 17 Φεβρουάριου 2015.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία