Περίληψη
Αριθμός 7097/2003
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)
Αποτελούμενο από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Μαρία Τζιώτη , την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 15 Ιουλίου 2003 , χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα , για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αιτούντος : __________ __________ κατοίκου Περάματος και δη επί της οδού __________ , που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Μαρίνας Τούντα.
Των καθών η αίτηση : 1. Εταιρίας με την επωνυμία «__________ που διατηρεί τα γραφεία της και παράρτημα επί της οδού __________ στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα,
2.Του κ. __________ __________ του __________ κατοίκου Βραχατίου Κορινθίας και 3. Του κ. __________ __________ κατοίκου Αθηνών, οδός __________ , οι οποίοι κατά την εκφώνηση της υποθέσεως δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο αιτών ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό 4683/12-6-2003 και προσδιορίστηκε δικάσιμος η πιο πάνω αναφερόμενη ημερομηνία ήτοι η 15-7-2003, μετά από αναβολή της 23-6-2003.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως η πληρεξούσια δικηγόρος του αιτούντος , ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως αποδεικνύεται από τις με αριθ 6912/10-7-2003, 6914/10-7-2003 και 3464/30-6-2003 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών Σταυρούλας Τζεφεράκου και Δημητρίου Γαρούφη των Πρωτοδικείων Πειραιά και Κορίνθου αντίστοιχα, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται ο αϊτών, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με πράξη του Γραμματέα που αρχικά όριζε δικάσιμο την 23-6-2003, κατά την οποία και αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης (με αίτημα του αιτούντος ερήμην των καθών, στους οποίους αυτός κοινοποίησε το σχετικό πρακτικό αναβολής) για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (15-7-2003) με κλήση προς συζητηση. επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ’αυτούς (ΚΠολΔ 686 παρ 1.2, και 4, 126 παρ 1 εδαφ α και δ, 128 παρ 1,2,4 135, 134 παρ 1, 136 – βλ.και τις σχετικές δημοσιεύσεις στις ημερήσιες εφημερίδες Πειραιά «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ» αριθ- φυλλου 10736/11-7-2003 και Αθηνών αντίστοιχα «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ αριθ φύλλου (6781) 181/11-7-2003 για την επίδοση στους πρώτη και τρίτο των καθών ως αγνώστου διαμονής). Εφόσον συνεπώς αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά την παρούσα μετ’ αναβολή δικάσιμο, για την οποία νομότυπα, κατά τα άνω, κλητεύθηκαν, πρέπει να δικασθούν ερήμην, η συζήτηση όμως της υπόθεσης θα γίνει, λόγω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, σαν ήταν και αυτοί παρόντες (ΚΠολΔ 699 σε συνδ με 734 παρ 3 και 696 παρ 1 Τζίφρα Ασφ Μέτρα έκδ Γ σελ 43 παρ β).
Με την κρινόμενη αίτηση, κατ εκτίμηση του δικογράφου της, ο αιτών, επικαλούμενος επείγουσα προς αποτροπή επικειμένου κινδύνου, ζητεί να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθών και ειδικά του με σημαία CAMBODIA αλιευτικού πλοίου __________ κυριότητος του τρίτου των καθών, μέχρι του ποσού των 17.000 ευρώ για τους δεύτερο και τρίτο των καθών και μέχρι του ποσού των 6000 ευρώ για την πρώτη καθής, για την εξασφάλιση ισόποσης (μετά των τόκων και εξόδων) χρηματικής απαίτησης του κατ’ αυτών, που προέρχεται από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου στο παραπάνω πλοίο, και αφορά υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών του την οποία (σύμβαση) κατάρτισε με τον δεύτερο καθού, εφοπλιστή κατά την επίδικη περίοδο του εν λόγω πλοίου, το οποίο κατά τον ίδιο χρονο (23-5-2002) ανήκε κατά κυριότητα στην πρώτη καθής (αλλοδαπή εταιρεία) και το οποίο απέκτησε μεταγενέστερα (5-12-02) κατά κυριότητα ο τρίτος καθού, εν γνώσει του ότι αποτελεί το μοναδικό- περιουσιακό στοιχείο του δεύτερου, ο οποίος το είχε ήδη αγοράσει από την πρώτη, με το από 25-7-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης.
Η αίτηση αυτή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, παραδεκτά και αρμόδια φέρεται για συζήτηση, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 682 επομ) στο δικαστήριο αυτό, το οποίο έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα (ΚΠολΔ 683 παρ 1,3) και συνακόλουθα διεθνή δικαιοδοσία (ΚΠολΔ 3 παρ 1), εφοσον η συντηρητική κατάσχεση πλοίου διατάσσεται και από το δικαστήριο, όπου βρίσκεται ελλιμενισμένο το υπο κατάσχεση πλοίο (όπως το ένδικο που ναυλοχεί στο Πέραμα) ως το πλησιέστερο του τόπου, όπου πρόκειται να εκτελεστεί το ως άνω ασφαλιστικό μέτρο (Τζίφρα Ασφ. Μέτρα έκδ Γ σελ 175, Κ. Μπέη «Αι διαδικασίαι ενώπιον του Μον. Πρωτοδ. Β , σελ 325, ΜΠΚορ 308/80 Νοβ 29.373) ανεξαρτήτως του ότι επι πλοίων με ξένη σημαία αρμόδιο κατά τόπον δικαστήριο για να διατάξει τη συντηρητική κατάσχεση πλοίου είναι εκείνο στη δικαιοδοτική περιοχή του οποίου βρίσκεται ο λιμένας, όπου ναυλοχεί το υπό κατάσχεση πλοίο, ως εκ της δωσιδικίας της περιουσίας την οποία προδήλως αποτελεί και το ελλιμενισμένο πλοίο, αδιαφόρως της σημαίας αυτού, της εθνικότητος του καθου η αίτηση και του τοπου, όπου δημιουργήθηκε η απαίτηση για το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο (ΜΠΚορ 308/80 Νομ ΕλλΔικ 547 επομ, Βάλληνδα ΙΔΔ τομ Β 164, Φραγκίστα Γνωμ. Ν.Δικ 1960 σελ 525, Μητσοπουλο Γνωμ Δ3 σελ 635, επομ, Τζίφρα Ασφ. Μέτρα οπ σελ 185). Ενώ περαιτέρω, ενόψει του ότι με την ένδικη αίτηση, ζητείται η εξασφάλιση απαίτησης από διεθνή έννομη σχέση (Κρίσπη ΙΔΔ Γεν. Μερ παρ 2, Π1111 1087/84 ΕΝΔ 13, 310). εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει 1) την ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας και την εξ’αυτής απορρέουσα ευθύνη του δευτέρου καθου εφοπλιστή για καταβολή των ναυτεργατικών απαιτήσεων του αιτούντος είναι το ελληνικό, κατ άρθ 3 παρ 2 του Ν 1792/1988 (που κύρωσε την Κοινοτική σύμβαση της Ρώμης) λόγω μετασυμβατικού καθορισμού, εφόσον τις διατάξεις αυτές επικαλείται ο αιτών και δεν αντιλέγει λόγω της ερημοδικίας του ο β καθου (πρβλ Δ. Ευρυγένη ΙΔΔ έκδ 1968 παρ 136 σελ 275, μελέτη ιδίου στον Αρμ 24.1066, 1057 επομ, Γ. Μαριδάκη ΙΔΔ έκδ β τομ Β σελ 28, σημ 17, ΕφΠ 77/85 ΕΝΔ 13.444). Ενώ το ίδιο δίκαιο τυγχάνει εφαρμοστέο, ως το συνδεόμενο στενότερα με την επίδικη έννομη σχέση (άρθ 4 παρ 5 Ν 1792/1988), εφόσον ο τόπος μόνιμης παροχής της ναυτικής εργασίας του αιτούντος ήταν στην ημεδαπή , το πλοίο είναι ελληνικών συμφερόντων, δεδομένου ότι ο εφοπλισμός του ασκείται και η κυριότητα του ανήκει σε έλληνες υπηκόοους, και οι όποιες καταβολές των μηνιαίων αποδοχών του, παρότι συμφωνήθηκαν σε δολ ΗΠΑ, έγιναν τελικά στο ημεδαπό νόμισμα (πρβλ Ολ ΑΠ 47/87 ΕΝΔ 15.384, ΕφΠ 433/84, 52/84 ΕΝΔ 12.438), έτσι ώστε το συμφωνημένο ως εφαρμοστέο με ρητό όρο της ναυτεργατικής συμβάσεως αλλοδαπό δίκαιο (της Ονδούρας, λόγω της σημαίας του πλοίου) να θεωρείται ότι έγινε για καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του αιτούντος (όπως και ο ίδιος υποστηρίζει) εφόσον δεν εμφανίζει πραγματικό και ουσιώδη σύνδεσμο με την ρυθμιστέα έννομη διαφορά. Ενώ ακόμη να αναφερθεί ότι το ίδιο (ελληνικό ) δίκαιο και δη αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ΚΙΝΔ και των ελληνικών ΣΣΝΕ τυγχάνουν εφαρμοστέες στην ένδικη ναυτεργατική σύμβαση, και κατ άρθρο 7, παρ,2 της Σύμβασης της Ρώμης (Ν 1792/1988), σύμφωνα με το οποίο, οι κανόνες δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή που ρυθμίζουν αναγκαστικά τις αποδοχές του ναυτικού, τις πρόσθετες παροχές και τις λοιπές εργατικές αξιώσεις του, εφαρμόζονται υποχρεωτικά, οποιοδήποτε και αν είναι το δίκαιο, που διέπει τη σύμβαση (πρβλ ΑΠολ 47/87 ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 668/85 ΕΝΑ 14.76, ΕφΠ 520/93 ΕΝΔ 21.431). Επίσης το αυτό ημεδαπό δίκαιο διέπει και την ευθύνη της πρώτης και του τρίτου των καθών, για τις απορρέουσες εκ του εφοπλισμού απαιτήσεις, λόγω της ιδιότητος τους, ως κυρίας της πρώτης του πλοίου, κατά το χρόνο καταρτίσεως της ένδικης ναυτεργατικής συμβάσεως και του τρίτου κυρίου αυτού κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αίτησης, κατ’ άρθ 25 εδ β ΑΚ, εφόσον ανεξαρτήτως της αλλοδαπής σημαίας του πλοίου με την οποία δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε πραγματικό και ουσιώδη σύνδεσμο , αυτό τυγχάνει, κατά τα άνω, ελληνικών συμφερόντων, δεδομένου ότι ο τρίτος καθου είναι έλληνας υπήκοος και κατοικεί στην Ελλάδα, ενώ και η πρώτη καθής, παρά την τυπική (καταστατική) έδρα της στην Ονδούρα, πραγματικά εδρεύει στην ημεδαπή, όπου και λαμβάνονται οι αποφάσεις για την άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας. Συνεπώς η αγωγή είναι νόμιμη μόνον ως προς τον δεύτερο (εφοπλιστή) και τον τρίτο των καθών (κύριο του πλοίου κατά το χρόνο ασκήσεως της αίτησης) στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 37, 53, 54, 72, 75, 76, 84 ΚΙΝΑ, σε συνδ με 648 επομ, 653, 361 ΑΚ , σε συνδ με την οικεία ΣΣΝΕ, ως και 105, 106 ΚΊΝΑ , σε συνδ με 707, 708, 709, 713 ΚΠολΔ. Δεν είναι όμως νόμιμη η αίτηση ως προς την πρώτη καθής, γι αυτό και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα αυτή δεν ετύγχανε κυρία του υπο κατάσχεση πλοίου κατά το χρόνο ασκήσεως της αίτησης, ενώ προϋπόθεση της πραγματοπαγούς ευθυνης του κυρίου του πλοίου για τις εκ του εφοπλισμού απορρέουσες απαιτήσεις είναι η διατήρηση της κυριότητος του πλοίου, κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αξιώσεως καθόσον υπέγγυο τυγχάνει μόνο το συγκεκριμένο περιουσιακό του στοιχείο για την ικανοποίηση αυτής (βλ σχ Καμβύση ΙΝΔ έκδ 1982 σελ 328, 329, Κιάντου ΙΝΔ σελ 78, Ρόκα Ναυτικό Δίκαιο σλ 167, ΕφΠ 916/86 και 13/86 ΕΝΔ 17.459, ΕφΠ 267/80 ΕΝΔ 9.53, ΕφΠ 671/83 αδημος).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του αιτούντος (Αθανασίου Μανόση) που εξετάστηκε νομότυπα και ακροατήριο του δικαστηρίου, τα έγγραφα που αυτός προσκομίζει και επικαλείται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά στοιχεία είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια και την εν γένει διαδικασία πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου (10 μηνών) που καταρτίστηκε στις 23-5-2002 στο __________ της Τουρκίας μεταξύ του αιτούντος και του δευτέρου κάθου, υπό την ιδιότητα του ως εφοπλιστή, του με σημαία __________ αλιευτικού πλοίου __________ – ο οποίος προέβαινε σε όλες τις συναφείς με την ναυτιλιακή και οικονομική εκμετάλλευση του πράξεις (τις συνδεόμενες αναπόσπαστα με την ναυτική οργάνωση τούτου ως θαλασσίου μεταφορικού μέσου) καλυπτόμενος υπό το νομικό κάλυμα της πρώτης καθής – αυτός προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε επι του ανωτέρω πλοίου με την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού. Οι μηνιαίες αποδοχές του συμφωνήθηκαν στο ποσόν των 1000 δολ ΗΠΑ ή στο ισόποσο της μέσης τιμής σε ευρώ, έτσι ώστε αυτές κατά την ημερομηνία πρόσληψης του να ανέρχονται σε 1079,91 ευρώ. Ειδικότερα με την ανωτέρω ειδικότητα του ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση και ασφάλεια των μηχανών και την επισκευή κάθε είδους βλάβης αυτών. Όμως παρότι αυτός προσέφερε τις υπηρεσίες του στο πλοίο (απασχολούμενος μάλιστα και υπερωριακά λόγω έλλειψης άλλων μελών του πληρώματος) καθόλο το χρονικό διάστημα από το χρόνο προσλήψεως του στις 23-5-2002 μέχρι και την 23-5-2003, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πλοίο, λόγω του ότι είχε σταματήσει η οικονομική εκμετάλλευση του, ο δεύτερος καθου, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του, δεν του κατέβαλε τις μηνιαίες αποδοχές του, πλην του ποσού των 1000 ευρώ, έτσι ώστε να εξακολουθεί να του οφείλει το υπόλοιπο των 1 1958,92 ευρώ (και δη 1079,91 Ε το μήνα X 12 μηνες= 12.958,92- 1000 Ε = 11.958,92). Από τα ίδια στοιχεία όμως δεν πρέκυψε ότι ο αϊτών δαπάνησε για τις ανάγκες του πλοίου (και δη για αγορά χρωμάτων και εργαλείων ,για βαφή του πλοίου για επισκευή και γενικότερα τη συντήρηση αυτού εξ ιδίων χρημάτων, το ποσόν των 2000 ευρώ, γι’ αυτό και το σχετικό αιτούμενο κονδύλιο, ανεξαρτήτως της αοριστίας της διατυπώσεως του, καθόσον δεν προσδιορίζονται τα επι μέρους ποσά των κατ’ ιδίων δαπανών, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι την 25-7-2002, με το υπο ιδία ημερομηνία __________ (συμφωνητικό πώλησης) ο δεύτερος καθου, ενώ ήδη ασκούσε τον εφοπλισμό του παραπάνω αλιευτικού πλοίου, απέκτησε και την κυριότητα αυτού από την πρώτη καθής (με χρι τότε κυρία) και στη συνέχεια αυτός^ με το από 5-12-2002 συμφωνητικό πώλησης μεταβίβασε την κυριότητα του εν λόγω πλοίου στον τρίτο καθου, ο οποίος το απέκτησε εν γνώσει του ότι αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του μεταβιβάζοντος. Επομένως για τις ένδικες ναυτεργατικές αξιώσεις του αιτούντος ευθύνεται πραγματοπαγώς και ο τρίτος κάθου με το συγκεκριμμένο περιουσιακό του στοιχείο και δη το πλοίο, εφόσον οι απορρέουσες εκ του εφοπλισμού απαιτήσεις ασκούνται κατά του κυρίου του πλοίου κατά το χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως (αγωγήςή υπό την έννοια ότι είναι υπέγγυο μόνον το συγκεκριμένο περιουσιακό του στοιχείο για την ικανοποίηση αυτών (ΑΠ 991/81 ΕΝΑ 20.70, ΕφΠ 268/89 ΕΝΑ 17.517, ΕφΠ 1468/87 ΕλΔνη 29.754, ΕφΠ 516/86 ΕΝΑ 14.231). Περαιτέρω από τα αυτά αποδεικτικά στοιχεία της ως άνω απαίτησης του αιτούντος, αιτουμενο
ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης όλων των περιουσιακών στοιχείων του β καθου (που ευθύνεται ενοχικά) και του πλοίου κυριότητος του γ / καθου (που ευθύνεται πραγματοπαγώς) λόγω της επισφαλούς περιουσιακής κατάστασης τους, που δημιουργεί κίνδυνο για την ικανοποίηση της αξίωσης του αιτούντος κατά το χρονο της τελεσίδικης επιδίκασης της, αφού ανεξάρτητα από τους κινδύνους θαλασσοπλοΐας που διατρέχει το πλοίο του γ’ καθου, εύκολα μπορεί να μεταβιβαστεί σε τρίτο. Έπειτα απ όλα αυτά και ενόψει του ότι η απαίτηση του αιτούντος , όπως πιθανολογήθηκε δεν θα υπερβεί, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα που τυχόν θα οφείλονται μέχρι την τελεσιδικία της απαίτησης που θα εκδοθεί στην κυρία δίκη, το ποσόν των 15.000 ευρώ , πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη κατά ένα μέρος, ως προς τους δεύτερο και τρίτο των καθών, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Επίσης δεν θα οριστεί παράβολο για την άσκηση ανακοπής από τις απολειπόμενες καθών διότι η παρούσα απόφαση δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο μέσον (ΚΕΙολΔ 699 σε συνδ με 734 παρ 3, Τζίφρα Ασφ. Μέτρα έκδ 1980, σελ 43). Ενώ εξ άλλου, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 178 παρ 3 Κώδικος Περί Δικηγόρων (νδ 3026/1954} δεν θα επιδικαστεί δικαστική δαπάνη στο διάδικο που νικά, γι αυτό και το σχετικό αίτημα του αιτούντος είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Τέλος , ενόψει του ότι αφενός μεν το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης είναι εξαιρετικά επαχθές, αφετέρου η ένδικη απαίτηση του αιτούντος έχει χρηματικό χαρακτήρα, πρέπει να επιτραπεί από τώρα στους καθών να αντικαταστήσουν τη διατασσόμενη συντηρητική κατάσχεση με το ηπιότερο μέτρο της εγγυοδοσίας (ΚΠολΔ 692 παρ 1,2,3, 704, Τζίφρα Ασφ. Μέτρα έκδ 1\980 σελ 128), όπως επίσης ορίζεται στο διατακτικό, εφόσον και ο κύριος του πλοίου (όπως ο γ καθου), όταν λόγω της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδει ο δανειστής του πλοίου για απαιτήσεις εκ του εφοπλισμού, κινδυνεύει να χάσει την επ’ αυτού κυριότητα του , μπορεί να ικανοποιήσει κατά τις γενικές διατάξεις (δηλαδή με καταβολή κλπ) το δανειστή, υποκαθιστάμενος μετά ταύτα στα δικαιώματα τούτου κατά του εφοπλιστή (Ρόκα Ναυτ. Δικ έκδ 1968 παρ 43 αριθ 4 σελ 167).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερημην των καθών .
Απορρίπτει την αίτηση ως προς την πρώτη καθής.
Απορρίπτει ό,τι άλλο κρίθηκε απορριπτέο
Δέχεται κατά ένα μέρος την αίτηση ως προς τους δεύτερο και τρίτο των καθών
Διατάζει ως ασφαλιστικό μέτρο τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του δεύτερου καθου, καθώς επίσης και του με σημαία COMBODIA αλιευτικού πλοίου ______ (με official no __________ ) κυριότητος του τρίτου καθοί) , για την εξασφάλιση της αναφερόμενης στο σκεπτικό απαίτησης του αιτούντος μέχρι του ποσού των (15.000) δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα και μέχρι της αξίας του πλοίου ειδικά^ ως προς την ευθύνη του τρίτου καθου.
Παρέχει στους καθών (και δη σε οποιοδήποτε εξ αυτών) την ευχέρεια να ματαιώσουν ή σε περίπτωση επιβολής, να αντικαταστήσουν τη διατασσόμενη συντηρητική κατάσχεση με ισόποση εγγυοδοσία αυτών υπέρ του αιτούντος, καταθέτοντας στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού, ίσης αξίας με το παραπάνω ποσόν (15.000 ευρώ) εγγυητική επιστολή, αξιόχρεης στην Τράπεζα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά την 10-10-2003, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση , με την παρουσία και του γραμματέα Θεοφάνη Μπαλαφούτη.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ