fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
TMHMA ENOXIKO

Αριθμός απόφασης 79/2018

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αγγελική Χατζηδάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μανουέλα Παντελιά, Πρωτόδικη – Εισηγήτρια, Νίκη Ρεβύθη, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα Βασιλική Βασιλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της ενάγουσας : ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “Τράπεζα __________  Ανώνυμη Εταιρεία” (Τράπεζα __________  Ανώνυμη Εταιρεία) και το δ.τ. “__________  ”, πρώην με την επωνυμία “Τράπεζα  __________  Ανώνυμη Εταιρεία”, πρώην με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ __________   ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ __________ ΑΕ”, λόγω συγχώνευσης των δύο ανώνυμων εταιριών με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός __________ , όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Αριστέας Μαγδαληνής Μπακόλα του Αναστασίου, κατοίκου Καρέα Αττικής, οδός __________ , και Δημήτριου Παπαδημητρίου του Ιωάννη, κατοίκου Αθηνών, οδός __________ , δυνάμει του υπ1 αριθμ. 5078/1 1.4.2014 πληρεξουσίου και της από 5.12.2016 έγγραφης πληρεξουσιότητας, και οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

Των εναγομένων : 1. ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία (__________  ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», και το δ.τ. «__________ », με ΑΦΜ __________ , όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής, οδός __________ , ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρίας με τη επωνυμία “__________ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ”, πρώην με την επωνυμία “__________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ – ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ” (πρώην με την επωνυμία “__________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ”), η οποία εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής, οδός __________ , όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις, ούτε εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2. __________ __________ του Πέτρου, με ΑΦΜ ______ ΔΟΥ Αγίου Δημητρίου, κατοίκου Δάφνης Αττικής, οδός _________, ο οποίος προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Χρήστου Οικονομάκη του Γεωργίου, κατοίκου Πειραιά, οδός Ηρώων Πολυτεχνείου αριθμ. 42 – 44, δυνάμει της από Δεκεμβρίου 2016 έγγραφης πληρεξουσιότητας, και ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Αικατερίνης Μητρογιάννη του Νικολάου.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29.7.2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 49749/1406/5.8.2016, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ “αν με σύμβαση μεταβιβάσθηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων, για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει…”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλησε να θεσπίσει σωρευτική αναδοχή χρέους, υποχρεωτική από το νόμο. Ολόκληρη δε αυτή η διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου και ιδρύεται με αυτήν παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος για τα χρέη της περιουσίας ή της επιχειρήσεως, που είχαν δημιουργηθεί έως τη μεταβίβαση. Μάλιστα ο μεν μεταβιβάζων συνεχίζει να ευθύνεται απεριορίστως και με ολόκληρη την προσωπική του περιουσία, ο δε αποκτών έως την αξία των μεταβιβαζομένων (περιορισμένη ευθύνη) και με την προσωπική του περιουσία, αλλά και αυτουσίως δια των μεταβιβαζομένων (ΕφΑΘ 5380/1980, ΝοΒ 28, σελ. 1575, Μπαλής, παρ. 174, Τούσης, παρ. 153, παρ. 2, Σούρλας, ΑρχΝ 4, σελ. 121). Σκοπός της διάταξης του αρ. 479 ΑΚ είναι η προστασία των δανειστών του οφειλέτη, απέναντι στους οποίους η περιουσία του αποτελεί τη βάση για την πίστη που του παρέχουν στις συναλλαγές. Για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως απαιτούνται: α) σύμβαση τελειωμένη και β) μεταβίβαση ανεξαρτήτως αν η αιτία της είναι επαχθής ή χαριστική (ΕφΑΘ 2537/77 ΝοΒ 26.391). Η μεταβίβαση αυτή μπορεί να πραγματώνεται και με περισσότερες πράξεις σύγχρονες ή διαδοχικές και σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, αρκεί να γνωρίζουν ότι οι πράξεις αποτελούν μεταξύ τους ενότητα, δηλαδή ότι βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή, η ευθύνη καθενός από τους αποκτώντες περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αυτός αποκτά. Εξάλλου, ως περιουσία στην ίδια διάταξη νοείται μόνο η θετική καθαρή θέση του ενεργητικού του οφειλέτη, δηλαδή το προϊόν της που απομένει μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων του οφειλέτη. Αυτή η περιουσία μπορεί να αποτελείται και από ένα στοιχείο, εφ’ όσον, αυτό εξαντλεί το ενεργητικό της ή σημαντικό ποσοστό του (ΑΠ 666/1975 ΝοΒ 24.61, ΑΠ 1 129/83, αλλά και Μπαλής, ΓενΑρχ παρ. 182). Εκείνος που αποκτά πρέπει να γνωρίζει, κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, ότι η περιουσία που μεταβιβάζεται αποτελεί το σύνολο ή σημαντικό μέρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος (ΑΠ 324/1972 ΝοΒ 20.1059, ΑΠ 522/1972 ΝοΒ 20.1322, ΑΠ 666/1975, ΕφΑΘ 2537/1977 ΝοΒ 26.311, ΑΠ 829/2003 ΕλλΔ 45.168, ΕφΑΘ 2545/ 2003 ΕλλΔ 45.590, Μιχαηλίδης – Νουάρος, ΕρμΑΚ 479, αρ. 9, Μπαλής, παρ. 174, αρ. 3). Η παραπάνω, απαραίτητη, γνώση εκείνου που αποκτά είναι φανερή, όταν ρητά μεταβιβάζεται ολόκληρη η ενεργητική περιουσία. Επίσης, η γνώση αυτή του αποκτώντος θεωρείται ότι υπάρχει (βλ. Κρητικό, αρ. 479, σελ. 660), όταν ο αποκτών μπορούσε εύκολα να γνωρίζει ότι το μεταβιβαζόμενο στοιχείο εξαντλεί ή αποτελεί σημαντικό μέρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος, από τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη μεταβίβαση (ΑΠ 666/1975 ο.π., ΑΠ 571/1972 ΝοΒ 20, σελ. 1428, ΕφΑΘ 7599/1975, ΝοΒ 24, σελ. 547). Θεωρείται ότι υπάρχει γνώση αυτού που αποκτά όταν από τις ειδικές συνθήκες, με τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε την περιουσιακή κατάσταση αυτού που μεταβίβασε και μπορούσε να αντιληφθεί ότι αυτό που μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο ή το πιο σημαντικό μέρος της περιουσίας του μεταβιβάσαντος (ΑΠ 666/1975, ο.π., ΑΠ 829/2003 ο.π., ΕφΑΘ 11608/ 1987, ΕλλΔ 31, σελ. 841, ΕφΑΘ 18 1998 ΕλλΔ 39, 664). Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει όταν από τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η μεταβίβαση αυτός που αποκτά γνώριζε τη γενική περιουσιακή κατάσταση αυτού που μεταβίβασε και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβαζόμενη σ’ αυτόν περιουσία αποτελούσε το σύνολο ή το πιο σημαντικό τμήμα αυτής, η δε αναφορά των ειδικών αυτών συνθηκών είναι αναγκαία για το ορισμένο της σχετικής αγωγής (ΑΠ 1384/2005, ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕφΘεσ 1831/2008, ΕφΘεσ 922/2006, ΕφΑΘ 2446/2006 ΔΕΕ 2006.915). Σε περίπτωση δε μεταβιβάσεως επιχείρησης ή άλλης περιουσιακής ομάδας, ως τέτοιας, η γνώση του αποκτώντας προκύπτει από αυτήν την ίδια τη σύμβαση και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (βλ. ΑΠ 571/1972 ΝοΒ 19.1478, ΕφΘεσ 1831/2008, ΕφΑΘ 5235/1990). Περαιτέρω, τα “χρέη” στα οποία αναφέρεται η ανωτέρω διάταξη, μπορεί να είναι οιασδήποτε φύσεως και να πηγάζουν είτε από σύμβαση, είτε από το νόμο είτε από αδικοπραξία (ΕφΑΘ 2545/2003). Γεννημένα κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως χρέη νοούνται, εκτός από τα ληξιπρόθεσμο και απαιτητά, και εκείνα που τελούν υπό προθεσμία ή αναβλητική αίρεση, καθώς και εκείνα που στηρίζονται σε έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει υποχρέωση προς παροχή. Πρέπει δηλαδή να έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά της γενέσεως του χρέους γεγονότα κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, αρκεί δε κατά το. χρόνο της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της αγωγής να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (ΠΠρΘεσ 2122/1980, ΕλλΔ 22.47). Γνώση των χρεών του μεταβιβάζοντος, από τον αποκτώντα δεν απαιτείται (ΑΠ 823/70, ΑΠ 366/69, ΕφΑΘ 7599/75, ΝοΒ 24.547, και Β. Βαθρακοκοίλη, ΑΚ 479, σχόλια), καθώς επίσης δεν απαιτείται δικαστική αναγνώριση των χρεών έως τη μεταβίβαση (ΑΠ 366/69, Β. Βαθρακοκοίλη, ΑΚ σχόλια κάτω από αρ. 479). Όπως προαναφέρθηκε, όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του αρ. 479 ΑΚ, δημιουργείται εις ολόκληρον ενοχή (παθητική – αρ. 481 επ. ΑΚ), μεταξύ εκείνου που μεταβίβασε και εκείνου που απέκτησε. Ο δανειστής μπορεί επιλεκτικά να εναγάγει και τους δύο μαζί, συγχρόνως ή διαδοχικώς, ή όποιον από τους δύο επιλέξει (ΑΠ 909/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1948/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2803/2008 ΔΕΕ 2009.222, ΕφΘεσ 922/2006 ΕΕμπΔ 2006.569). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (ΕφΠειρ 582/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 207/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 424/2008 Αρμ 2009.534, Εφ.ΑΘ.6812/2005 ΔΕΕ 2006.71). Στρεφόμενος όμως ο δανειστής κατά του αποκτώντος, οφείλει, για την πληρότητα του δικογράφου, σύμφωνα με τα αρ. 111, 117, 118 και 216 ΚΠολΔ, να αναφέρει (και αν αμφισβητηθούν να αποδείξει), τα εξής στοιχεία: α) τη σύμβαση μεταβιβάσεως περιουσίας ή επιχειρήσεως ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση, λ.χ. μονομερή δικαιοπραξία, διάταξη νόμου κ.λπ., β) αν έχουν μεταβιβασθεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος αυτής, το γεγονός ότι τούτο το εγνώριζε ο εναγόμενος και γ) την απαίτηση του εναντίον εκείνου που μεταβίβασε την επιχείρηση ή περιουσία του (ΕφΘεσ 1831/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 922/2006 ΝΟΜΟΣ, Μιχαηλίδης – Νουάρος, ΕρμΑΚ 479, αριθμ. 48, Κρητικός, Σταθόπουλου – Γεωργιάδη ΑΚ, αρ. 479, αριθμ. 42, Α. Τούσης, Γεν.Ενοχ. έκδ. 1973, παρ. 153, 9, σελ. 583). Περαιτέρω, η επιχείρηση (ως αντικείμενο δικαίου), σύμφωνα με τον επιστημονικό ορισμό, που έχει επικρατήσει, αποτελεί σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων, άϋλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων προς την αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται (πελατεία, φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες) το οποίο (σύνολο) τελεί υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα και ανήκει σε ορισμένο φορέα (ΑΠ 451/2012, ΝοΒ 2012.2019, ΑΠ 14/2012, ΝοΒ 2012.1233, ΑΠ 737/201 1, ΝοΒ 2011.2347). Έτσι, η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα, που οργανώνεται στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του (φυσικού ή νομικού) επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία, από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα. Οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας αναγνωρίζουν την αυτοτέλεια και αυθυπαρξία της επιχείρησης ως συνόλου, αφού προβλέπεται η “μεταβίβαση”, “εκποίηση” “πώληση”, “επιδίκαση” και “αναγκαστική διαχείριση” επιχείρησης (άρθρα 479, 1624 περ. 6 ΑΚ, 1034 επ. ΚΠολΔ, 18 Ν.Δ. 3562/1956, 46α 1892/1990, 4 παρ. 2 Ν. 4112/1929, κ.ά). Αποτελεί επομένως η επιχείρηση, ως σύνολο, αντικείμενο δικαιώματος, που είναι: α) περιουσιακό, αφού έχει καθόν εαυτό χρηματική αξία, η οποία πολλές φορές υπερβαίνει το σύνολο της αξίας των περιουσιακών δικαιωμάτων και στοιχείων της, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας καθενός από τα περιουσιακά δικαιώματα και στοιχεία της επιχείρησης και β) μεταβιβάσιμο, αφού, όπως από τα προεκτεθέντα προκύπτει, επιτρέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου η μεταβίβασή της, η οποία συντελείται δια της μεταβιβάσεως καθενός στοιχείου της. Κατ’ ακολουθία, το άυλο αγαθό της επιχείρησης, ως σύνολο, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πωλήσεως, που περιλαμβάνει όχι μόνο τα νομικώς, αλλά και τα οικονομικώς αυθύπαρκτα δικαιώματα. Η κατάσταση αυτή περιλαμβάνει και τα κατ’ ιδίαν (εμπράγματα, ενοχικά κλπ.) δικαιώματα, καθώς και τα ιδιαίτερα δικαιώματα επί άυλων αγαθών (σήματος, διακριτικού γνωρίσματος κλπ.), εις τρόπον ώστε ο αποκτών δια της πωλήσεως να συνεχίζει την επιχείρηση και να καθίσταται δικαιούχος όλων των επί μέρους δικαιωμάτων. Βασικό δε κριτήριο για τη διαπίστωση της ύπαρξης μεταβίβασης επιχείρησης είναι η διατήρηση της ταυτότητας της. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης όταν ο διάδοχος εγκαθίσταται στον ίδιο χώρο και αναλαμβάνει να συνεχίζει την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης νοούμενης ως ενιαίας οικονομικής μονάδας, διατηρούσας την ταυτότητα της με τον νέο επιχειρηματικό φορέα με τον ίδιο ή διαφορετικό τίτλο ή μορφή (ΑΠ 842/1983 ΕΕργΔ 43,268). Δεν έχει δε σημασία το γεγονός ότι η μεταβίβαση των επί μέρους δικαιωμάτων της επιχείρησης δεν συντελείται με μία πράξη, αλλά απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων για την μεταβίβαση καθενός δικαιώματος, αφού, παρά την εκποίηση, διατηρείται συγχρόνως η επιχείρηση ως ενότητα και αυθύπαρκτη οικονομική μονάδα (ΟλΑΠ 7/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ. ΑΠ 737/2011 ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση αμφιβολίας, μάλιστα, η μεταβίβαση της πελατείας θα σημαίνει και μεταβίβαση της επιχειρήσεως, πολύ περισσότερο όταν ο μεταβιβάζων την πελατεία κλείνει την επιχείρησή του, διότι η πελατεία συνιστά το κεντρικό συστατικό στοιχείο της επιχειρήσεως, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει (ΕφΛαρ 23/2013 ΝΟΜΟΣ, Βούτση, Προστασία της επιχείρησης, 2η έκδ., σελ. 23 επ., 26 επ., Δελούκα, Η εμπορική επιχείρησις και η προστασία αυτής, 2η έκδ. 1980, σελ.4, Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2004, σελ. 1488, σημ. 59). Για τη μεταβίβαση, που αφορά μόνο στο ενεργητικό της επιχειρήσεως, αυτή λαμβάνεται ως ιδιαίτερη παραγωγική ενότητα, λόγω της αυξημένης υπεγγυότητας, που προσφέρει στους δανειστές της από οικονομική άποψη, έστω και αν η υπόλοιπη περιουσία παραμένει στον μεταβιβάζοντα (βλ. Σταθόπουλου, ό.π., παρ. 28, αριθμ. 56, σελ. 1488). Εξάλλου, η μεταβίβαση της επιχείρησης είναι άτυπη, μη υποκείμενη σε κάποιο συστατικό ή αποδεικτικό τύπο, γίνεται δε με την παράδοση της επιχείρησης ως οικονομικής ενότητας στο νέο φορέα, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Οι πιο πάνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία, αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση, όπως και όταν δεν μεταβιβάζεται στον αποκτώντα η επιχείρηση ως προς όλα τα επιμέρους στοιχεία της, αλλά ως προς ορισμένα, τα οποία όμως συνθέτουν τον πυρήνα, που είναι αναγκαίος, ώστε να είναι δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας της (ΑΠ 1039/2010). Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επιμέρους στοιχεία της επιχειρήσεως και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα να είναι ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό. Θα πρέπει, δηλαδή, η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση ή εκμετάλλευση να διατηρεί την ταυτότητά της και υπό τον νέο φορέα της. Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της μονάδας και όχι την ίδια. Διατήρηση της ταυτότητάς της σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας του προσωπικού της και συνεπώς, δικαιολογείται ο νέος φορέας της να αναλάβει τις εργασιακές σχέσεις, που συνδέονται με αυτές (ΑΓ1 647/2003, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1553/2002). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχειρήσεως, εκμεταλλεύσεως ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Στα πλαίσια της συνολικής αυτής εκτιμήσεως, κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κλπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχειρήσεως από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων, που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1850/2006, ΧρΙΔ 2007.258, ΕφΠειρ 689/2011 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠρΘεσ 3577/2010 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, βλ. και Γνωμοδότηση Δημ. Ζερδελή σε ΔΕΝ 2009.1169, με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ και στην εθνική νομολογία). Απαιτείται δε να περιέλθει στον νέο εργοδότη μια επιχείρηση, που διατηρεί την ταυτότητά της και δεν αρκεί η εγκατάσταση στον ίδιο μίσθιο χώρο για την άσκηση ομοειδούς επιχειρήσεως, γιατί τα περιστατικά αυτά δεν αποτελούν από μόνα τους ούτε μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, ούτε διαδοχή (βλ. ΑΠ 18/1991, ΕλλΔ/νη 32.799). Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση για την ύπαρξη διαδοχής, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι η χωρίς πραγματική διακοπή συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης από άλλο πρόσωπο. Εκτός εάν στην περίπτωση της, ύστερα από διακοπή, λειτουργίας της επιχείρησης από άλλο πρόσωπο, το τελευταίο θέλησε: α) να είναι διάδοχος του αρχικού εργοδότη και β) να μην επαναλειτουργήσει την επιχείρηση κατά τρόπο ανεξάρτητο από εκείνον του προηγούμενου εκμεταλλευτή της με μισθωτούς, που θα προσλάβει με νέες συμβάσεις εργασίας, είτε αυτοί περιλαμβάνοταν στο παλαιό προσωπικό είτε όχι (ΑΠ 909/2010, ΑΠ 1039/2010, ΑΠ 610/1991, ΕΕρΔ 51/136, ΑΠ 889/1992, ΕΕρΔικ 52/457, ΑΠ 891/1992, ΕΕρΔ 52/455, ΑΠ 1218/1992, Δ/νη 35/131 1, ΕφΔωδ 153/1999 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 237 παρ. 1,2 και 271 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015, προκύπτει ότι στις δίκες που διεξάγονται κατά την τακτική διαδικασία επί αγωγών που έχουν κατατεθεί μετά την 1.1.2016, αν ο εναγόμενος δεν λάβει κανονικά μέρος στη συζήτηση, ήτοι δεν καταθέσει έγγραφες προτάσεις μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, εφόσον η αγωγή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σε αυτόν (κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου. Από την υπ’ αριθμ. 4583/30.8.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δημήτριο Μεταξά, την οποία η ενάγουσα επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 29.7.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 49749/1406/5.8.2016 αγωγής επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εναγομένη. Ωστόσο, η τελευταία δεν κατέθεσε, μέσα σε εκατό ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, προτάσεις, ούτε προσκόμισε τα αποδεικτικά της μέσα, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, για το λόγο αυτό, δικάζεται ερήμην (άρθρα 271 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ).

Στην υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι διατηρεί κατά της εταιρίας υπό την πρώην επωνυμία ‘‘__________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ – ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ” και τη νυν “__________ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΩΝ” τις εκεί αναφερόμενες ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις ανερχόμενες κατά κεφάλαιο στο ποσό των 6.512.309,60 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων από τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των οποίων προκύπτει συνολική οφειλή ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 10.419.935,97 ευρώ. Ότι η ως άνω συνολική οφειλή και απαίτησή της απορρέει απο το κατάλοιπο δύο οριστικά κλεισθέντων συμβάσεων πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό ποσού 4.000.000 ευρώ έκαστη και από μία καταγγελθείσα δανειακή σύμβαση (κεφάλαιο κίνησης) ποσού 1.000.000 ευρώ που χορηγήθηκε στην ως άνω εταιρία. Ότι η πρώτη από τις δύο ως άνω συμβάσεις πίστωσης χορηγήθηκε στην εταιρία υπό την εγγύηση των __________ __________ και __________ __________ (υιού του πρώτου και δεύτερου εναγομένου), ενώ η δεύτερη από αυτές καθώς και το δάνειο υπό την εγγύηση του __________ __________ . Ότι η πρωτοφειλέτης ως άνω εταιρία δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά από το 1974 με κύριο αντικείμενό της το ένδυμα, ήτοι την κατασκευή και εισαγωγή γυναικείων ενδυμάτων, καθώς και τη χονδρική και λιανική εμπορία αυτών. Ότι ο __________ __________ , εγγυτής υπέρ της πρωτοφειλέτιδος εταιρίας υπήρξε ιδρυτής και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, καθώς και ιδρυτής και μοναδικός εταίρος της πρώτης εναγομένης εταιρίας. Ότι ο ________  __________ (δεύτερος εναγόμενος), υιός του Πέτρου, και εγγυητής υπέρ της πρωτοφειλέτιδος για την πρώτη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, το έτος 2010 διαδέχτηκε τον πατέρα του στην εναγομένη, καθώς ο τελευταίος τοιί5 μεταβίβασε το σύνολο των εταιρικών της μεριδίων, από το έτος 2013 διατελεί διευθύνοον σύμβουλος και εκπρόσωπος αυτής, ενώ διετέλεσε και αντιπρόεδρος του ΔΣ της πρωτοφειλέτριας εταιρίας. Ότι δυνάμει της εκεί αναφερόμενης πρώτης σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, την οποία συνήψε η ίδια με την εταιρία με την πρώην επωνυμία “__________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ – ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ” και τη νυν “__________ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ”, της χορηγήθηκε πίστωση συνολικού ποσού 4.000.000 ευρώ, υπό την εγγύηση του __________ και του __________ __________ . Ότι στη συνέχεια η ίδια προέβη στο κλείσιμο της σύμβασης και των λογαριασμών που τηρούντο και λειτουργούσαν στα πλαίσια αυτής, από το οποίο προέκυψε απαίτηση ύψους 1.105.547,64 ευρώ, ενώ στη συνέχεια εκδόθηκε και διαταγή πληρωμής. Ότι δυνάμει της εκεί αναφερόμενης δεύτερης σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, την οποία συνήψε η ίδια με την εταιρία με την πρώην επωνυμία “__________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ – ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ” και τη νυν “__________ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΩΝ”, της χορηγήθηκε πίστωση ^ συνολικού ποσού 4.000.000 ευρώ, υπό την εγγύηση του __________ __________ . Ότι στη συνέχεια η ίδια προέβη στο κλείσιμο της σύμβασης και των λογαριασμών που τηρούντο και λειτουργούσαν στα πλαίσια αυτής, από το οποίο προέκυψε απαίτηση ύψους 4.364,322,40 ευρώ, ενώ στη συνέχεια εκδόθηκε και διαταγή πληρωμής. Ότι δυνάμει της εκεί αναφερόμενης σύμβασης δανείου, την οποία συνήψε η ίδια με την εταιρία με την πρώην επωνυμία “__________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ – ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ” και τη νυν “__________ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΩΝ”, της χορηγήθηκε πίστωση συνολικού ποσού 1.000.000 ευρώ, υπό την εγγύηση του __________ __________ . Ότι στη συνέχεια η ίδια προέβη σε καταγγελία της σύμβασης, ενώ κατά τη χρονική εκείνη στιγμή η συνολική απαίτητηση της ίδιας ανερχόταν στο ποσό των 1.042.439,66 ευρώ, στη συνέχεια δε εκδόθηκε και διαταγή πληρωμής. Ότι η ως άνω εταιρία και ο εκ των εγγυητών __________ __________ της όφειλε, κατά την ημέρα άσκησης της αγωγής, το συνολικό ποσό των 10.419.935,97 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, ενώ ο εκ των εγγυητών Στυλιανός __________ της όφειλε το σύνολο των απαιτήσεων που απορρέουν από την ως άνω σύμβαση, ήτοι το συνολικό ποσό του 1.802.219,16 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ότι περαιτέρω, η εμπορική δραστηριότητα της ως άνω εταιρίας εκτινάχθηκε από το έτος 2000 και μετά, όταν αυτή, δυνάμει της εκεί αναφερόμενης απόφασης της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης, καταχώρησε το λεκτικό σήμα “__________ “, το οποίο αποτελεί “σήμα φήμης”. Ότι η πρώτη εναγόμενη ιδρύθηκε το έτος 2007 και μόνος εταίρος αυτής ήταν ο __________ __________ , κύριος μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπος της πιστούχου εταιρίας, κατά το χρόνο εκείνο αλλά και εγγυητής – συνοφειλέτης της ίδιας. Ότι αρχικός σκοπός της εναγομένης ήταν η παροχή υπηρεσιών πληροφορικής, η εγκατάσταση ιστοσελίδων, η αγορά χώρου και χρόνου και η παροχής υπηρεσιών αγοράς χωροχρόνου στα ΜΜΕ. Ότι το έτος 2010, δυνάμει συμβολαιογραφικού εγγράφου, ο μοναδικός εταίρος της πρώτης εναγόμενης μεταβίβασε το σύνολο των ανηκόντων σε αυτόν 300 εταιρικών μεριδίων της εναγομένης στον υιό του δεύτερο εναγόμενο και στη συνέχεια, με το ίδιο καταστατικό προχώρησε στην τροποποίηση του ως τότε υφιστάμενου εταιρικού σκοπού της πρώτης εναγομένης σε εισαγωγή και εμπορία ενδυμάτων, κατασκευή (παραγωγή) εσωτερικών γυναικείων ενδυμάτων, κατασκευή υποκαμίσων, πυζαμών, κατασκευή ανδρικών και παιδικών ενδυμάτων κτλ. Ότι με το ίδιο συμβόλαιο ορίστηκε διαχειριστής ο μοναδικός πλέον εταίρος, ήτοι ο δεύτερος εναγόμενος. Οτι ακολούθως η ως άνω πρωτοφειλέτρια εταιρία μεταβίβασε το εμπορικό και σήμα φήμης “__________ ” στον δεύτερο εναγόμενο αντί του ευτελούς τιμήματος των 200 ευρώ. Ότι στη συνέχεια, ο δεύτερος εναγόμενος, και ενώ υφίσταντο ήδη ληξιπρόθεσμες συνολικές απαιτήσεις κατά της πίστούχου εταιρίας ύψους 6.512.309,60 ευρώ, και ο ίδιος ενεχόταν για ληξιπρόθεσμη απαίτηση της ίδιας από τον ως άνω αλληλόχρεο λογαριασμό ύψους 1.105.547,64 ευρώ, δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασε εκ νέου το ως άνω σήμα φήμης στην εταιρία του (πρώτη εναγομένη) αντί ποσού 10.000 ευρώ. Ότι το έτος 2013 η πρώτη εναγόμενη μετατράπηκε από ΕΠΕ σε ΑΕ, ενώ πρόεδρος και διευθύνουν σύμβουλος αυτής ορίστηκε ο δεύτερος εναγόμενος, και η πιστούχος ως άνω εταιρία προέβη σε αλλαγή της επωνυμίας της σε “__________ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΜΕΥΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ” καθώς και τροποποίηση του εταιρικού της σκοπού, ορίζοντας ως μοναδικό αντικείμενο αυτής την εκμετάλλευση ακινήτων και τεχνικών έργων. Ότι ο __________ __________ προετοίμαζε από το έτος 2010 τη μεταβίβαση της άσκησης της εμπορικής δραστηριότητας της ως άνω εταιρίας στον υιό του και δεύτερο εναγόμενο, με όχημα μία εταιρία που θα συνέχιζε την εμπορική δραστηριότητα της αξιόχρεης παλιάς, απαλλαγμένη από τα χρέη της τελευταίας. Ότι το έτος 2010 η εταιρία “__________ “, παρόλο που είχε υπέρογκες οφειλές, αντί να εξεύρει λύσεις διακανονισμού αυτών, μεταβίβασε το σήμα, μέσω του οποίου ασκούσε τη μοναδική εμπορική της δραστηριότητα, στον υιό του μοναδικού εταίρου και διαχειριστή της πρώτης εναγομένης. Ότι εν συνεχεία, ο δεύτερος εναγόμενος, μετά την καταγγελία των συμβάσεων πίστωσης και του δανείου, προχώρησε στη μεταβίβαση του σήματος στην πρώτη εναγομένη, η οποία είχε μεταβάλει λίγο πριν την επωνυμία της, ώστε να αποδίδει επακριβώς την αναληφθείσα επιχειρηματική δραστηριότητα της εμπορίας ενδυμάτων. Ότι μετά τη μεταβίβαση του σήματος, η ως άνω εταιρία έπαυσε σταδιακά να ασκεί την κύρια ως τότε εμπορική της δραστηριότητα, έπαυσε να εκμεταλλεύεται τα καταστήματα που έφεραν το συγκεκριμένο διακριτικό γνώρισμα και μειώθηκαν αισθητά οι πωλήσεις της, ενώ έπαυσε κατ’ ουσία να ασκεί οποιαδήποτε εμπορική δρασηριότητα. Ότι αντίθετα, η πορεία της αποκτώσας το σήμα πρώτης εναγόμενης, σταδικά ήταν ανοδική και άρχισε να καταγράψει στους ισολογισμούς της τεράστιους τζίρους και πωλήσεις, ανάλογους με αυτούς που εμφάνιζε η ως άνω εταιρία πριν τη μεταβίβαση του σήματος. Ότι έτσι η πρώτη εναγόμενη υπεισήλθε στην κυριότητα και λειτουργία του δικτύου των υποκαταστημάτων λιανικής εμπορίας της “__________ “, αναλαμβάνοντας την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα, εκμεταλλευόμενη τα καταστήματα με το ως άνω σήμα, χωρίς να υπάρξει καμία διακοπή στη λειτουργία αυτών και καμία αλλαγή στο σήμα, χωρίς δηλαδή η διαδοχή να γίνει αντιληπτή από τους τρίτους, δανειστές, προμηθευτές και από την πελατεία της εταιρίας “__________ “. Ότι από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εμπορική δραστηριότητα της πρώτης εναγομένης είναι ταυτόσημη με την δραστηριότητα της “__________ ”, ενώ η οικονομική ενότητα αυτής είναι η ίδια με αυτή που διέθετε η τελευταία. Ότι το ως άνω σήμα αποτέλεσε το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της πιστούχου εταιρίας, το οποίο όσο κατείχε και εκμευταλλευόταν είχε αυξημένο κύκλο εργασιών, ενώ το επόμενο χρονικό διάστημα, οι πωλήσεις μειώθηκαν και κατά τις χρήσεις των ετών 2013 και 2014 ήταν μηδενικές. Ότι η αξία του εμπορικού σήματος φήμης “__________ ” ισούται με το ποσό των 10.681.514,04 ευρώ, το οποίο υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις της ιδίας κατά της μεταβιβάζουσας εταιρίας. Ότι, επικουρικά, η ως άνω μεταβίβαση επιχείρησης που έλαβε χώρα από την πιστούχο εταιρία προς την πρώτη εναγομένη, έγινε με σκοπό καταδολίευσης της ιδίας. Ότι ο δεύτεορος εναγόμενος, με προφανή σκοπό να ματαιώσει την εναντίον του επερχόμενη αναγκαστική εκτέλεση, μεταβίβασε το ως άνω σήμα, δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού, στην πρώτη εναγομένη, με σκοπό να προστατεύσει την εξαιρετικά υψηλή άυλη εμπορική του αξία από ενέργειες εκτέλεσης ή κατάσχεσης. Ότι οι εναγόμενοι, ενήργησαν με σκοπό βλάβης της ιδίας ως δανείστριας αυτών. Ότι ο δεύτερος των εναγομένων, γνώριζε ότι η πιστούχος εταιρία είχε αναλάβει πίστωση και δάνειο μέχρι του ποσού των 9.000.000 ευρώ, εκ των οποίων κατά τη στιγμή της καταγγελίας αυτών οφείλετο το ποσό των 6.512.309,60 ευρώ, εκ των οποίων για το ποσό των 1.806.815,73 ευρώ είχε εγγυηθεί ως πρωτοφειλέτης ο ίδιος. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος προέβη στην μεταβίβαση του σήματος με σκοπό να προκαλέσει βλάβη στην ίδια ως δανείστρια, αφού η υπολειπόμενη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησή της, ενώ δεν υφίσταται άλλη περιουσία που να επαρκεί για την κάλυψη των εγγυήσεων που έχει αυτός χορηγήσει προς την ίδια. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος προέβη σε μεταβίβαση του σήματος “__________ “, με σκοπό να ματαιώσει την εις βάρος του πιθανότητα αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ η περιουσία της πιστούχου υπέρ της οποίας έχει εγγυηθεί αλλά και του ίδιου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της ιδίας. Ότι η πρώτη εναγόμενη είναι εταιρία ελεγχόμενη κατά πλειοψηφία (96%) από τον δεύτεορ εναγόμενο και συνεπώς τεκμαίρεται η γνώση της αναφορικά με την περιουσιακή κατάσταση του τελευταίου και τον καταδολιευτικό σκοπό της μεταβίβασης. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητεί να αναγνωριστεί η πρώτη εναγόμενη ειδική διάδοχος της εταιρίας με την ^ρωνυμία “__________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ -Εκμετάλλευσης ακίνητων και τεχνικών έργων” και ήδη “__________ ανώνυμη ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΩΝ”, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, όπως το αίτημα της αγωγής της παραδεκτά περιορίστηκε με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της, από το ποσό των 10.681.514,04 ευρώ στο ποσό των 4.000.000 ευρώ (άρθρο 223, 294 εδ. σ’, 295 παρ. 1,237, 256 παρ.1 περ. δ’ ΚΠολΔ), να της καταβάλει το ποσό των 4.000.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την κοινοποίηση της αγωγής ως την εξόφληση, άλλως επικουρικά, να απαγγελθεί η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής μεταβίβασης του σήματος “__________ ” από τον δεύτερο εναγόμενο προς την πρώτη εναγόμενη και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9 εδ. α’, 10, 18 παρ. 1, 22, 25 παρ. 2, 37 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία. Είναι δε αρκούντως ορισμένη (216 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι σε αυτή εκτίθενται όλα τα αναγκαία κατά τις αναφερόμενες στην παραπάνω νομική σκέψη διατάξεις πραγματικά περιστατικά προς συγκρότηση του δικαιώματος που αξιώνει η ενάγουσα και νόμιμη, στηριζόμενη, τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική της βάση, στις διατάξεις των άρθρων 479, 346, 939, 941,942, 943 ΑΚ και 76 παρ. 1, 936 παρ. 3, 1 76, 190, 191 ΚπολΔ. Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι για το καταψηφιστικό αίτημά της καταβλήθηκε το νόμιμο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθμ. 14041320 διπλότυπο είσπραξης της ΙΓ ΔΟΥ Αθηνών).

Κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υφίσταται ένσταση, που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα, που μνημονεύονται στο δικόγραφό της, επιτρέπεται η ομολογία. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, καθόσον αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας, θεωρούμενοι ως ομολογημένοι εκ μέρους της ερημοδικαζομένης πρώτης εναγομένης (άρθρα 271 παρ. 3 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), και να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στην ενάγουσα, ως ειδική διάδοχος της προαναφερόμενης πιστούχου εταιρίας, το ποσό των 4.000.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Σημειωτέον δε ότι λόγω παραδοχής της άνω κύριας βάσης, παρέλκει η εξέταση της διαδικαστικής διαδρομής και νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της επικουρικής βάσης της αγωγής που στηρίζεται στα άρθρα 939 επ. ΑΚ (ΕφΑΘ 761/2016 ΝοΒ 2016.854), και ως εκ τούτου παρέλκει και η εξέταση των προβαλλόμενων από τον δεύτερο εναγόμενο ενστάσεων επί αυτής (της επικουρικής βάσης), ο οποίος και ενάγεται μόνο καθόσον αφορά αυτήν (την επικουρική βάση), χωρίς να περιληφθεί σχετική διάταξη στο διατακτικό της απόφασης (ΕφΑΘ 5724/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 59/2005 ΝΟΜΟΣ, βλ. Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, άρθρο 219, σελ. 471, αριθ. 4). Τέλος, πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής από την πρώτη εναγομένη (άρθρα 501, 502, 505 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί αυτή, ένεκα της ερημοδικίας και της ήττας της, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρα 176, 184, 18?, 190 και 191 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της πρώτης εναγόμενης.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την πρώτη εναγόμενη στο ποσό των διακοσίων*] πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται την αγωγή ως προς την κύρια βάση της.

Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Καταδικάζει την πρώτη εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των ενενήντα δύο χιλιάδων (92.000) ευρώ.

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων, στις 10 Ιανουάριου 2018.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Ιανουάριου 2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία