Περίληψη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 4268/2012
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 14ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Φλώρου – Κοντοδήμου και Μαρία Δημητροπούλου – Ανδρεάδου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Σωτηρία Μπουζιάνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 31 Μαΐου 2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΑ ΡΟΥΧΩΝ _________ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ»/ που εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) _________ _________ του _________ ,
κατοίκου Αιγάλεω Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ελευθέριο Φυλλαδάκη.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: _________ _________ του _________ , κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ελισσαίο Κοφινά (ανακάλεσε δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων, και ήδη εφεσίβλητος, με την από 16 Φεβρουάριου 2009 αγωγή του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 26444/1949/2009, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1158/2010 οριστική του απόφαση, με την οποία δικάζοντας ερήμην των εναγομένων δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες (εναγόμενοι) με την από 25 Μαΐου 2010 έφεσή του, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 4452/2010.
Η συζήτηση της υπόθεσης κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 26ης Μαΐου 2011 αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, το αρθρ. 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το αρθρ. 16 § 4 του ν. 2915/2001, και το οποίο είναι εφαρμοστέο στην κρινομένη υπόθεση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παρ.4 σε συνδυασμό με την παρ.2 του Ν.3994/2011, ορίζει ότι «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε σαν να ήταν παρών, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, με τις οποίες ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, πλην όμως ερευνήθηκε η υπόθεση σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα από τα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως, του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, όπως, εντός του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως επέφερε (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 2915/2001 II Β 12, ΑΠ 1015/2005, Ελ Δ 46/1100). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 115 § 3, 271 § 1, 237 § 1, 524 §§ 1, 2, 3, 528, 591του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά τους ν. 2915/2001 και 3042/2002, προκύπτουν μεταξύ άλλων: α) ότι στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 237 § 1 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία οι διάδικοι ενώπιον του Μονομελούς και Πολυμελούς Πρωτοδικείου πρέπει να καταθέσουν το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο προτάσεις, επί των οποίων ο γραμματέας σημειώνει τη χρονολογία κατάθεσης και ότι εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη. Στις υποθέσεις όμως όπου η έφεση στρέφεται κατ’ αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου, τακτικής ή ειδικών διαδικασιών, είτε εκδόθηκαν κατ’ αντιμωλία είτε με το διάδικο σαν να ήταν παρών, οι προτάσεις των διαδίκων κατατίθενται στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 591 § 1, δεδομένου ότι δεν έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στο άρθρο 7 § 3 του ν 2915/2001 για τη θέση σε εφαρμογή των προθεσμιών κατάθεσης προτάσεων κλπ (ΑΠ 293/2005 Ελ. Δ/νη 47.1439, Εφ.Λαρ.283/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την από 16-2-2009 και υπ’ αριθ. καταθ. 26444/1949/18-2- 2009 αγωγή του ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπρόσωπου της πρώτης εναγόμενης μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, εξέδωσε στο όνομα και για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας στην Αθήνα επτά (7) μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή, συνολικού ποσού 46.000 ευρώ, σε διαταγή του ενάγοντα, εν γνώσει του (εναγόμενου) ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στις πληρώτριες τράπεζες τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο πληρωμής. Ότι οι επιταγές αυτές, αν και εμφανίστηκαν νομίμως και εμπροθέσμως προς πληρωμή, δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως βεβαιώνεται με σχετική επισημείωση της Τράπεζας στο σώμα κάθε μίας από τις επτά (7) επίδικες επιταγές. Ότι την πρώτη από τις επίδικες επιταγές ο ενάγων την μεταβίβασε δι’ οπισθογραφήσεως και, αφού δεν πληρώθηκε κατά την εμφάνιση της και σφραγίσθηκε, την πλήρωσε και την ανέλαβε εκ νέου ο ενάγων, ο οποίος κατέστη με τον τρόπο αυτό νόμιμος κομιστής αυτής εξ αναγωγής. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, και δη σε ολόκληρο ο καθένας τούτων, να του καταβάλουν ως αποζημίωση από αδικοπραξία το ποσό των 46.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
Επίσης, ζήτησε να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου εναγομένου, λόγω της αδικοπραξίας, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως. Η αγωγή αυτή εκδικάσθηκε, την 10-3-2010, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των εναγομένων και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1158/2010 οριστική απόφαση αυτού με την οποία η αγωγή κρίθηκε νόμιμη και βάσιμη κατ’ ουσίαν και οι εναγόμενοι: (α) υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 46.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση (β) η απόφαση κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή κατά την ως άνω καταψηφιστική της διάταξη και για ποσό 15.000 ευρώ και (γ) απαγγέλθηκε, σε βάρος του δευτέρου των εναγομένων λόγω της αδικοπραξίας, προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών, ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως. Ήδη, με την από 25-5-2010 και υπ’ αριθ. καταθ. 4452/25-5-2010 έφεση τους οι εναγόμενοι, που δικάστηκαν ερήμην ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, εκ μέρους της εκκαλουμένης αποφάσεως, και ζητούν να εξαφανισθεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της. Η έφεση των εναγομένων – εκκαλούντων κατά της παραπάνω υπ^ αριθ. 1158/2010 οριστικής αποφάσεως έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρ. 495, 496 ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη, κατ’ αρθρ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ. όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα – εφεσίβλητο υπ1 αριθ. 8680 και 8681/5-5-2010 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δημητρίου Παπαγεωργίου. Συνεπώς, η κρινομένη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξαφανισθεί στο σύνολο της η εκκαλουμένη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την παραπάνω έφεση, κατ’ αρθρ. 528 ΚΠολΔ, όπως αναλυτικώς προεκτέθηκε στην αρχή της παρούσας. Στη συνέχεια δε το Δικαστήριο, αφού κρατήσει την υπόθεση (αρθρ. 535 παρ.1, σε συνδ. με 528 ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνήσει την αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της.
Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 79 παρ.1 Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, προς αυτές των άρθρων 298 και 914 επ. του ΑΚ., προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από τα άρθρο 914 και επ. του ΑΚ. συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40 – 47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεως της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (άρθρο. 79 παρ. 5 εδ. β’ του Ν. 5960/1933 και ΟλΑΠ 23/2007 ΝοΒ 2007.1852, ΑΠ 287/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όσον αφορά την εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή αυτή πρέπει να γίνει προς τον πληρωτή (είτε σε συμψηφιστικό γραφείο στο οποίο η εμφάνιση ισοδυναμεί προς εμφάνιση στον πληρωτή κατ’ άρθρο 31 παρ. 2 του Ν. 5960/1933), καθώς και στον τόπο που σημειώνεται στην επιταγή ως τόπος πληρωμής, στον τόπο δηλαδή που βρίσκεται το υποκατάστημά της Τράπεζας στο οποίο εκδόθηκε η επιταγή. Με την χρησιμοποίηση όμως των ηλεκτρονικών υπολογιστών από τις Τράπεζες, που έχει σαν αποτέλεσμα την τηλεπληροφοριακή σύνδεση των υποκαταστημάτων με τερματικούς σταθμούς του ίδιου ηλεκτρονικού υπολογιστή, γίνεται δεκτό ότι η εμφάνιση της επιταγής μπορεί να γίνεται σε οποιοδήποτε υποκατάστημα της πληρώτριας Τράπεζας (Εφ. Θεσ/κης 3070/1 998 Επισκ. ΕμπΔ 1 999,542). Σήμερα μάλιστα, η εμφάνιση προς πληρωμή (και η βεβαίωση μη πληρωμής) μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε υποκατάστημα οποιοσδήποτε Τράπεζας και όχι μόνο της πληρώτριας μετά από εξουσιοδότηση της τελευταίας σύμφωνα με το άρθρο 88 του ν. 1969/1991 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 66 17/Β 104/1 992 απόφαση των Υπουργών Εθν. Οικονομίας και Εμπορίου (βλ. Α. Κιάντου – Παμπούκη, Δίκαιο Αξιόγραφων, 5η έκδοση 1997, παρ. 91 III σελ. 375-376, παρ. 94 II σελ 390 – 391, Αργυριάδης, Εμφάνιση και ανάκληση επιταγής ΝοΒ 32 σελ. 233 επ.). Το άρθρο 88 δηλαδή του Ν. 1969/1991 και η εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού ως άνω Υπουργική Απόφαση επέτρεψαν να εμφανίζονται οι επιταγές προς πληρωμή και σε υποκαταστήματα άλλων τραπεζών, εκτός από τα υποκαταστήματα της πληρώτριας τράπεζας, ορίστηκε δε ότι οι άλλες τράπεζες στο ρόλο που τους ανατίθεται ενεργούν κατ’ εξουσιοδότηση της πληρώτριας και ότι η βεβαίωση της μη πληρωμής συντάσσεται έπειτα από «σχετικές πληροφορίες», οι οποίες μπορεί να λαμβάνονται «και με ηλεκτρονικούς μηχανογραφικούς τρόπους» (και επομένως και με κάθε άλλο πρόσφορο τρόπο τηλεπικοινωνίας, με μνεία της σχετικής εξουσιοδότησης, όπου απαιτείται (Εφ. Δωδ 45/2005 ΕπισκΕμπΔ 2006. 449). Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 28, 29, 40, 52, 56, 60 του ν. 5960/1933, 240, 241 § 1 ΑΚ προκύπτει ότι η επιταγή είναι πάντα πληρωτέα εν όψει, ακόμα και όταν είναι μεταχρονολογημένη κάθε δε αντίθετη μνεία θεωρείται μη γεγραμμένη, η δε προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να εμφανιστεί προς πληρωμή είναι οκτώ (8) ημέρες .Γι’ αυτό ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, σε αποζημίωση του κομιστή και αν ακόμα η επιταγή είναι μεταχρονολογημένη (Εφ. Θεσ/κης 353/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την πληρότητα δε του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται η κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή μη πληρωθείσας, αν και νομοτύπως και εμπροθέσμως εμφανισθείσας, επιταγής απαιτείται κατ’ άρθ. 216 ΚΠολΔ να διαλαμβάνεται σ’ αυτό 1) η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο, εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή. (ΑΠ 495/2010, ΑΠ 571/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 71 του ΑΚ. το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων του, τα οποία το αντιπροσωπεύουν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ. και εκφράζουν τη βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως για τον πράξαντα ή τον παραλείψαντα, οπότε ευθύνεται και αυτός σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Ειδικότερα, στην ανώνυμη εταιρία και στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης ο διαχειριστής αυτής δεν έχει μεν προσωπική υποχρέωση για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη του από αδικοπραξία, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ. δύναται δε να απαγγελθεί σε βάρος του και προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως (ΑΠ 133/2001 ΕλλΔνη 42. 699). Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, υπόχρεος σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κομιστή της είναι, πλέον του νομικού προσώπου, και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής (ΑΠ 627/2009, ΑΠ 1083/2008, ΑΠ 1031/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 1047 παρ. 1 εδ. α’ και παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά την τροποποίηση τους από το άρθρο 62 Ν. 3994/2011, και η οποία τροποποίηση αναφορικά με την παρ. 2 ισχύει και εφαρμόζεται και επί των αγωγών που εκκρεμούν κατά τη δημοσίευση του παραπάνω νόμου (25-7-2011), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 12 αυτού, η προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος και για απαιτήσεις από αδικοπραξία, όχι όμως για απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ. Εξάλλου, το άρθρο 11 του «Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα» που συνάφθηκε μεταξύ των κρατών μελών του ΟΗΕ ατη Νέα Υόρκη στις 16-12-1966 και από την επικύρωση του αποτελεί διάταξη κανόνα υπέρτερης νομικής βαθμίδας, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.2462/1997, σύμφωνα με το οποίο (άρθρο 11) «κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση», δεν επηρεάζει τη δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για αξιώσεις από αδικοπραξία (Ολ. Α.Π. 23/2005). Η διάταξη δηλονότι του άρθρου 11 δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ούτε αναλογικώς και επί απαιτήσεων από αδικοπραξίες (ΑΠ 1180/2004). Οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1-4, 7 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη προβλέπεται με νόμο και δεν έρχεται σέ αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Διότι ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία, η οποία είναι απαραβίαστη, αλλά, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Συντάγματος, επιτρέπεται να ορίζονται με νόμο περιορισμοί στον εν λόγω δικαίωμα, που μπορεί να φθάνουν και στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας. Η προσωπική κράτηση όμως δεν αντίκεινται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ.1 περ. β’ της ΕΣΔΑ (ΝΔ. 53/1974), 9 παρ. 1 εδ. β’ και 11 του ΔΣΑΠΔ (Ν. 2462/1977). (βλ. Ολ. Α.Π. 1/2009, ΑΠ 842/2011, ΑΠ 1010/2005, ΑΠ 60/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αν αποδείχθηκε η αδικοπραξία, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας εναπόκειται να διατάξει η όχι προσωπική κράτηση (ΑΠ 1010/2005, ΑΠ 554/2007).
Έχοντας το περιεχόμενο και τα αιτήματα που προαναφέρθηκαν, η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις (βλ. τα υπ’ αριθμ. 056988, 172420, 234857, 147254 Σειράς Α δικαστικά ένσημα με τα επικολλημένα ένσημα του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών), είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδομένη στις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298, 914, 926, 481 επ. και 346 του ΑΚ., 79 του Ν. 5960/1933 και 176, 907, 908 παρ. 1 περ. δ’ και 1047 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει τροποποιηθέν δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 62 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α’ 165/25-7-2011). Ειδικότερα, στην κρινομένη υπόθεση, τα εκτεθέντα στοιχεία, ανταποκρινόμενα πλήρως στις προϋποθέσεις εφαρμογής των αναφερόμενων πιο πάνω διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, καταφάσκουν τη νομική βασιμότητα της αγωγής, θεωρηθώ πληρούν δηλαδή το πραγματικό των εν λόγω διατάξεων και συνακόλουθα η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, κατά τρόπο που και το Δικαστήριο να δύναται να εκτιμήσει τη νομική και εν συνεχεία ουσιαστική βασιμότητά της και οι εναγόμενοι να αμυνθούν κατ’ αυτής. Με τα δεδομένα αυτά, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, ο πρώτος λόγος της κρινομένης εφέσεως (και κατά το πρώτο σκέλος αυτού) με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Σύμφωνα δε και με όσα λεπτομερώς προεκτέθηκαν στην οικεία νομική σκέψη αναφορικά με το επιτρεπτό της προσωπικής κράτησης σε περίπτωση αδικοπραξίας, ομοίως απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, είναι και ο πρώτος λόγος της κρινομένης εφέσεως και κατά το σκέλος αυτού με το οποίο οι εκκαλούντες επικαλούνται νομική αβασιμότητα του αιτήματος της αγωγής περί προσωπικής κρατήσεως του δευτέρου τούτων επειδή η πρώτη εναγομένη – εκδότρια των επίδικων επιταγών βρισκόταν σε οικονομική αδυναμία πληρωμής τους.
Περαιτέρω, κατά τα άρθρα. 907 και 908 ΚΠολΔ την προσωρινή εκτέλεση απόφασης διατάζει το δικαστήριο, αν το ζητήσει ο διάδικος που νίκησε και εφ’ όσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ή η καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία. Ο λόγος όμως της έφεσης που αναφέρεται σε σφάλμα της εκκαλουμένης απόφασης σχετικά με την περί προσωρινής εκτελέσεως διάταξη της είναι αλυσιτελής, αφού με την έκδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η εκκαλουμένη απόφαση γίνεται τελεσίδικη και ως εκ τούτου εκτελεστή (ΕΑ 10813/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα είναι απορριπτέος ο δεύτερος λόγος της κρινομένης εφέσεως, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για την κήρυξη προσωρινώς εκτελεστής της εκκαλουμένης αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Από την εκτίμηση της καταθέσεως των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως οι οποίοι εξετάσθηκαν ενόρκως ο μεν πρώτος τούτων ενώπιον του ακροατηρίου κατά τη συνεδρίαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και η δεύτερη ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου τοιούτου και των οποίων οι καταθέσεις, περιεχόμενες η μεν πρώτη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η δε δεύτερη στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, αμφότερα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους, και δη ανάλογα προς το βαθμό αξιοπιστίας και το λόγο γνώσεως του καθενός, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, έστω και μη ειδικώς κατωτέρω μνημονευόμενα, τα οποία οι διάδικοι προσάγουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα έγγραφα εκείνα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή εκ μέρους των διαδίκων, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαρεία αμέλεια (βλ. ΑΠ 1780/1994 Ελλ. Δ/νη 41,980), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της πρώτης εναγόμενης μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης και υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα του εξέδωσε στο όνομα και για λογαριασμό της ως άνω εταιρίας, στην Αθήνα, τις εξής επιταγές: 1) Την υπ’ αριθμ. 03011975-8 επιταγή της Τράπεζας _________ Α.Ε., ποσού 3.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 31.5.2008 πληρωτέα από τον υπ’ αριθμ. 054 038 0096645012016 λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, σε διαταγή του ενάγοντα, 2) Την υπ’ αριθμ. 03011976-6 επιταγή της Τράπεζας _________ Α.Ε., ποσού 10.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 31.5.2008, πληρωτέα από τον υπ’ αριθμ. 054 038 0096645012016 λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, σε διαταγή του ενάγοντα, 3) Την υπ’ αριθμ. 36390797-1 επιταγή της Τράπεζας _________ , ποσού 3.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 31.5.2008 πληρωτέα από τον υπ’ αριθμ. 014 349002320000935 λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, σε διαταγή του ενάγοντα, 4) Την υπ’ αριθμ. 03011978-2 επιταγή της Τράπεζας _________ Α.Ε., ποσού 11.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης , 30.6.2008, πληρωτέα από τον υπ’ αριθμ. 054 038 0096645012016 λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, σε διαταγή του ενάγοντα, 5) Την υπ’ αριθμ. 36390794-7 επιταγή της Τράπεζας _________ , ποσού 8.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 30.6.2008 πληρωτέα από τον υπ’ αριθμ. 014 349002320000935 λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, σε διαταγή του ενάγοντα, 6) Την υπ’ αριθμ. 03011981-2 επιταγή της Τράπεζας _________ Α.Ε., ποσού 7.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 31.7.2018 πληρωτέα από τον υπ’ αριθμ. 054 038 0096645012016 λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, σε διαταγή του ενάγοντα και 7) Την υπ’ αριθμ. 36390788-2 επιταγή της Τράπεζας _________ , ποσού 4.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 31.8.2008 πληρωτέα από τον υπ’ αριθμ. 014 349002320000935 λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, σε διαταγή του ενάγοντα. Τις ως άνω επιταγές, πλην της πρώτης, εμφάνισε ο ενάγων στο κατάστημα ________ της Τράπεζας _________ νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή και ειδικότερα την υπ’ αριθμ. 03011976-6 επιταγή της Τράπεζας _________ Α.Ε., την εμφάνισε προς πληρωμή στις 2.6.2008, την υπ’ αριθμ. 36390797-1 επιταγή της Τράπεζας _________ , ποσού 3.000 ευρώ, την εμφάνισε προς πληρωμή στις 9.6.2008, την υπ’ αριθμ. 03011978-2 επιταγή της Τράπεζας _________ Α.Ε., την εμφάνισε προς πληρωμή στις 30.6.2008 την υπ’ αριθμ. 36390794-7 επιταγή της Τράπεζας _______ , την εμφάνισε προς πληρωμή στις 2.7.2008, την υπ’ αριθμ. 03011981-2 επιταγή της Τράπεζας _________ Α.Ε., την εμφάνισε προς πληρωμή στις 31.7.2008, την υπ’ αριθμ. 36390788-2 επιταγή της Τράπεζας _________ , την εμφάνισε προς πληρωμή στις 3.9.2008. Την πρώτη από τις ως άνω επιταγές, ήτοι την υπ’ αριθμ. 03011975-8 επιταγή της Τράπεζας _________ , εμφάνισε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία _________ Α.Ε., η οποία ήταν νόμιμη κομίστριά της εξ οπισθογραφήσεως, νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 31.3.2008.Πλην όμως, δεν πληρώθηκε καμία από τις επτά επίδικες επιταγές λόγω ελλείψεως επαρκούς διαθέσιμου υπολοίπου, στον λογαριασμό της πρώτης εναγομένης που τηρούσε στην πληρώτρια Τράπεζα. Το γεγονός της εμπρόθεσμης εμφάνισης των επιδίκων επιταγών και της μη πληρωμής τους λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων αποδεικνύεται από τις σχετικές βεβαιώσεις της Τράπεζας _________ (κατάστημα _________ ) και της Τράπεζας _________ στα σώματα των ανωτέρω επιταγών, οι οποίες (βεβαιώσεις) έγιναν ύστερα από ρητή εξουσιοδότηση της πληρώτριας τράπεζας κάθε μίας από τις ως άνω επιταγές (βλ. τα αντίγραφα των σωμάτων των επτά ως άνω επιταγών). Μετά τη σφράγιση της πρώτης των επίδικων επιταγών, ήτοι της υπ’ αριθμ. 03011975-8 επιταγής της Τράπεζας _________ , ο ενάγων πλήρωσε την νόμιμη εξ οπισθογραφήσεως κομίστριά της επιταγής αυτής, ανέλαβε εκ νέου το σώμα της ως άνω επιταγής και κατέστη με τον τρόπο αυτό νόμιμος εξ αναγωγής κομιστής της επιταγής αυτής. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος εξέδωσε στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης τις ανωτέρω τραπεζικές επιταγές εν γνώσει του ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα της κάθε μίας επιταγής τόσο κατά το χρόνο εκδόσεως, όσο και κατά το χρόνο πληρωμής τους. Από τη μη πληρωμή των ως άνω επτά επιταγών, ο ενάγων υπέστη συνολική ζημία ύψους (3.000 + 10.000 + 3.000 +11.000 + 8.000 + 7.000 + 4.000 =) 46.000 ευρώ. Οι εναγόμενοι συνομολογούν με την κρινομένη έφεση τους αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, την έκδοση των επιταγών, την εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτών, καθώς και την μη πληρωμή τους από την πληρώτρια Τράπεζα, λόγω ανυπαρξίας διαθέσιμων κεφαλαίων της πρώτης εναγομένης σ’ αυτή. Ισχυρίζονται όμως ότι, κατά την έκδοση των επιταγών, ο δεύτερος εναγόμενος δεν είχε δόλο και τούτο ειδικότερα διότι όταν αυτός εξέδωσε (στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης) τις επίδικες επιταγές, οι οποίες ήσαν μεταχρονολογημένες, τον Ιανουάριο του έτους 2008, και τις παρέδωσε στον ενάγοντα υπήρχαν χρήματα για την κάλυψη τους πλην όμως στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα η πρώτη εναγομένη υπέστη οικονομική ζημία ύψους 100.000 ευρώ λόγω αφερεγγυότητας δικών της πελατών, εξαιτίας της οποίας επήλθε μείωση της ρευστότητας της και επομένως η μη πληρωμή των επίδικων επιταγών /οφείλεται σε μη προβλέψιμη εξέλιξη της καταστάσεως της αγοράς. Αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτό των εναγομένων η προταθείσα από τους τελευταίους αυτούς μάρτυρας, εξετασθείσα ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου, κατέθεσε όλως αορίστως ότι δεν πληρώθηκαν οι επίδικες επιταγές επειδή άρχισε η πτώση του εμπορίου και οι εναγόμενοι είχαν αδυναμία να πληρώσουν. Πλην όμως δεν απέδειξαν ούτε τον ισχυρισμό τους αυτό, ούτε τα εκτιθέμενα με την έφεση τους περί αφερεγγυότητας δικών τους πελατών αλλά ούτε και την ύπαρξη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, προς κάλυψη των επιταγών, κατά το χρόνο της πραγματικής εκδόσεως αυτών, τον Ιανουάριο του 2008, όπως αβασίμως ισχυρίζονται με την έφεσή τους. Αντίθετα αποδείχθηκαν τα εξής: Η πρώτη εναγομένη συστήθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. 4727/28-1-2004 καταστατικόν της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευστάθιος Ζούβελου, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξ. αριθμό 1787/2004 και σε περίληψη στο με αριθμό 843/30-1-2004 ΦΕΚ [τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ], με την τότε επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΑ ΡΟΥΧΩΝ _________ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», με έδρα την Αθήνα, _________ , με διάρκεια 20 χρόνια, με εταιρικό κεφάλαιο το ποσό των 40.000 ευρώ και με μοναδικό εταίρο και διαχειριστή το δεύτερο εναγόμενο. Το καταστατικό της εν λόγω εταιρείας τροποποιήθηκε ως εξής: α] με το 1375/20-10-2005 συμβολαιογραφικό καταστατικό τροποποίησης της Συμβολαιογράφου Αθηνών _________ Μιχαλόπουλου, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών υπ’ αριθ. 4087/2005 και σε περίληψη στο υπ’ αριθ. 11567/4-11-2005 ΦΕΚ και με το οποίο αυξήθηκε το κεφάλαιο της εταιρείας και ανήλθε στο ποσό των 200.000 ευρώ, β] με το υπ’ αριθ. 1742/9-1-2007 συμβολαιογραφικό καταστατικό τροποποίησης της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σταυρούλας Λαγιάκου, (δημοσιευθέν στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξ. αριθμό 3791/2007 και σε περίληψη στο με αριθμό 1554/5-3-2007 ΦΕΚ) αφενός τροποποιήθηκε η επωνυμία της εταιρείας, αφετέρου μεταβλήθηκε το εταιρικό κατάστημα, και μεταφέρθηκε στην Αθήνα [Κολωνός] στην οδό Λένορμαν αρ. 244 καί γ] με το 1946/7-3-2008 συμβολαιογραφικό καταστατικό τροποποίησης της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σταυρούλας Λαγιάκου, (δημοσιευθέν στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξ. αριθμό 5882/2008 και σε περίληψη στο με αριθμό 2184/14-4-2008 ΦΕΚ) με το οποίο τροποποιήθηκε η έδρα της εταιρείας που μεταφέρθηκε στο Αιγάλεω Αττικής και εταιρικό κατάστημα ορίστηκε ακίνητο στην οδό _________ ). Έκτοτε ουδεμία άλλη τροποποίηση του καταστατικού της έλαβε χώρα, η τελευταία δε ορισθείσα έδρα της (_________ ) ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε αφού, μάλιστα πρόκειται περί παλαιού και ερειπωμένου ακινήτου. Από το μήνα Μάρτιο του 2007 ο ενάγων προμήθευε την πρώτη εναγόμενη με εμπορεύματα με περιοδικές – πολλαπλές πωλήσεις, τα δε αναφερόμενα στα φορολογικά παραστατικά εμπορεύματα παραδίδονταν στην έδρα της (οδός _________ – Κολωνός), τα παραλάμβανε ανεπιφύλακτα και τα χρησιμοποιούσε στα πλαίσια του εταιρικού της σκοπού. Το τίμημα των εν λόγω εμπορευμάτων πισσωνόταν, για δε την ευχερέστερη εξόφληση του η πρώτη εναγομένη, εκπροσωπούμενη από το μόνο εταίρο της δεύτερο εναγόμενο, εξέδιδε και παρέδιδε στον ενάγοντα μεταχρονολογημένες επιταγές, με την πληρωμή των οποίων στο μεταχρονολογημένο χρόνο εμφάνισης θα εξοφλείτο το τίμημα των εμπορευμάτων που αγόραζε από τον ενάγοντα, στα πλαίσια δε της εν λόγω σχέσης, εκδόθηκαν στην Αθήνα και παραδόθηκαν στον ενάγοντα κατά το χρονικό διάστημα από 25-10-2007 έως 10-2-2008 οι ένδικες επιταγές. Στην προηγούμενη δε έδρα της εναγομένης εταιρείας (_________ – Κολωνός), όπου αυτή λειτουργούσε κατά τη διάρκεια της εμπορικής συνεργασίας των διαδίκων και κατά το διάστημα που εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές, φέρεται να λειτουργεί, από το Μάρτιο του 2008, ατομική επιχείρηση, με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας (κατασκευής και εμπορίας ενδυμάτων) και με γνωστοποίηση προς επικοινωνία των ιδίων αριθμών τηλεφώνου και φαξ που χρησιμοποιούσε η πρώτη εναγόμενη όταν έδρευε εκεί , επ’ ονόματι της _________ _________ , η οποία, από το Μάρτιο του 2004, προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη ως υπάλληλος με σχέση εξαρτημένης εργασίας με τακτικές μηνιαίες αποδοχές, με ασφάλιση στο ΙΚΑ ως εργατικό προσωπικό, με ειδικότητα με κωδικό περιγραφής του κανονισμού του ΙΚΑ 785030 -«χειρίστρια ραπτομηχανής – γαζώτρια ενδυμάτων κλπ», εργαζόμενη 25 ημέρες το μήνα και συνεχώς από το Μάρτιο του 2004 μέχρι και το Φεβρουάριο του 2008. Η δε πρώτη εναγομένη τροποποίησε την έδρα της και τη μετέφερε στη διεύθυνση στο Αιγάλεω Αττικής _______, όπως ήδη αναφέρθηκε, όπου όμως δεν λειτουργεί στην πραγματικότητα. Συνακόλουθα τούτων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί των εναγομένων – εκκαλούντων, που εκφέρονται ως τρίτος λόγος και δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινομένης εφέσεως. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν στον ενάγοντα ως αποζημίωση το ποσό των 46.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της απαιτήσεως, τη βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος και τις συνέπειες του, τη βαρύτητα του πταίσματος των εναγομένων, τη φερεγγυότητα τους, την απόκρυψη περιουσιακών τους στοιχείων, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, την έλλειψη διάθεσης των εναγομένων να καταβάλουν την οφειλή τους και τις λοιπές συνθήκες και συντρέχουσες περιστάσεις, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να διαταχθεί η μέχρι δύο (2) μήνες προσωπική κράτηση του δεύτερου εναγομένου ως μέσο για την αναγκαστική εκτέλεση της αξιώσεως που επιδικάζεται στον ενάγοντα (βλ. άρθρο 1047 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Τέλος, οι εναγόμενοι – εκκαλούντες πρέπει να καταδικασθούν λόγω της ήττας τους, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, (αρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την από 25-5-2010 και υπ’ αριθ. καταθ. 4452/25-5-2010 έφεση των εναγομένων – εκκαλούντων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1158/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει επί της από 16-2-2009 και υπ’ αριθ. καταθ. 26444/1949/18-2-2009 αγωγής.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει τους εναγομένους, σε ολόκληρο τον καθένα, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων (46.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.
Διατάσσει την προσωπική κράτηση του δεύτερου εναγομένου ως
μέσο για την αναγκαστική εκτέλεση των αξιώσεων που επιδικάζονται στον ενάγοντα και ορίζει τη διάρκεια της κρατήσεως του μέχρι δύο (2) μήνες.
Επιβάλλει, σε βάρος των εναγομένων – εκκαλούντων, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εφεσίβλητου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300)ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουλίου 2012 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του στις 31 Ιουλίου 2012, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ