Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 4952/2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Αττοτελούμενο από τους Δικαστές Δημήτριο Κουλαξίζη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Λεωνίδα Μπόμπολη Πρωτόδικη, Ηλία Πολλάκη Πρωτόδικη – Εισηγητή και από την Γραμματέα Κρυσταλλία Κριμιζά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 19 Μαΐου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ _________ Ανώνυμη Εταιρεία» (πρώην «Τράπεζα EFG _________ Ανώνυμη Εταιρεία») και το διακριτικό τίτλο «_________ », που εδρεύει στην Αθήνα (οδός _________ ) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ _________ , για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Γεώργιος Σπηλιόπουλος, κατ’ αρθρ. 237 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) _________ _________ του _________ , κατοίκου Βάρης Αττικής (οδός _________ ), ατομικά και υπό την ιδιότητα του συνασκούντος την _________ των ανηλίκων τέκνων του _________ _________ του _________ και _________ – _________ _________ του _________ , κατοίκων ομοίως ως άνω, 2) _________ συζύγου _________ _________ , κατοίκου Βάρης Αττικής (οδός _________ ), υπό την ιδιότητα της συνασκούσας την _________ των ανηλίκων τέκνων της _________ _________ του _________ και _________ – _________ _________ του _________ , κατοίκων ομοίως ως άνω, για τους οποίους δεν προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ αρθρ. 237 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο πληρεξούσιος δικηγόρος, 3) _________ συζ. _________ _________ το γένος _________ _________ , κατοίκου Πειραιά (οδός _________ ), με ΑΦΜ _________ , για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Χρήστος Οικονομάκης, κατ’ αρθρ. 237 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 31.10.2016 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 10608/5434/2016 αγωγή, η οποία προσδιορίστηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της αγωγής κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ενάγουσας και της τρίτης εναγομένης ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των εδαφίων α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται για τις αγωγές που κατατέθηκαν την 01.01.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 1 του Ν. 4335/2015), προβλέπεται ότι «μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96». Εξάλλου, στο άρθρο 271 ΚΠολΔ όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 και το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011, διαλαμβάνονται τα εξής: «1. Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή. 3. Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δέκτη, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως». Τέλος, στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, ορίζεται ότι «Στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Από δε τη διατύπωση των ως άνω τροποποιηθεισών διατάξεων των άρθρων 215, 237 και 271 ΚΠολΔ, συνάγονται τα ακόλουθα: Στις αγωγές που κατατέθηκαν από τις 01.01.2016 και εφεξής και εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη με την κατάθεση προτάσεων εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο εξετάζει το νόμιμο και εμπρόθεσμο της σε αυτόν επίδοσης της αγωγής και, εφόσον διαπιστωθεί ότι η επίδοση δεν πάσχει, δικάζει το συγκεκριμένο απολειπόμενο διάδικο ερήμην (διαφορετικά, σε περίπτωση μη νόμιμης ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης, θεωρεί ως μη ασκηθείσα την αγωγή)· στη συνέχεια, το δικαστήριο, αφού ελέγξει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο της αγωγής, και εφόσον δεν συντρέχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, τεκμαίρει από την (πραγματική ή πλασματική) ερημοδικία του εναγόμενου, δικαστική εκ μέρους του ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη μόνο για τα ερείδοντα τους πραγματικούς αγωγικούς ισχυρισμούς πραγματικά περιστατικά για τα οποία επιτρέπεται ομολογία, με αυτόθροη συνέπεια την κατ’ ανάλογο μέρος αποδοχή της αγωγής ως ουσία βάσιμης [πρβλ, Μακρίδου, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ I, 2000, άρθρο 271 (υπό τη μορφή που είχε προ της εφαρμογής του ν. 2915/2001), παρ. 1 και 5, σελ. 561-562], Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. 4.592Ε/18.01.2017 και 4.593Ε//18.01.2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Παναγιώτη Ραδιώτη, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η επισπεύδουσα τη συζήτηση ενάγουσα, ακριβές αντίγραφο της ένδικης αγωγής, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πρώτο και τη δεύτερη των εναγομένων. Οι ανωτέρω εναγόμενοι, όμως, δεν έλαβαν μέρος κανονικά στη δίκη, με την κατάθεση προτάσεων εντός προθεσμίας εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, κατ’ αρθρ. 237 παρ 1 ΚΠολΔ και, συνακόλουθα, πρέπει να δικασθούν ερήμην, κατ’ αρθρ. 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως οι παραπάνω διατάξεις αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται στην προκειμένη δίκη).
Από τις διατάξεις των άρθρων 939 επ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 874 ΑΚ, 699 ΕμπΝ, 112 ΕισΝΑΚ, και 64-67 του ΝΔ της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» προκύπτει ότι, δικαιούται να ζητήσει τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής, κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, δικαιοπραξίας κάθε δανειστής του οποίου η απαίτηση είναι, κατά το χρόνο που επιχειρήθηκε η απαλλοτρίωση, γεγενημένη, έστω και αν τελεί υπό προθεσμία ή υπό αίρεση ή είναι ανεκκαθάριστη, εφόσον ο οφειλέτης αποσκοπούσε στη ματαίωση της ικανοποίησης της συγκεκριμένης απαίτησης, αρκεί αυτή να καταστεί ορισμένη, απαιτητή και ληξιπρόθεσμη έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής. Με τη σύμβαση δε του ανοικτού λογαριασμού, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού, η Τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτη της, την οποία αυτός αναλαμβάνει σταδιακά, και ακολούθως καταβάλλει τμηματικά, ανάλογα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης, ορισμένες δόσεις, έναντι κεφαλαίου και τόκων. Στην έννομη αυτή σχέση οι αμοιβαίες αποστολές (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) αποβάλλουν την αυτοτέλεια τους και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό είναι μόνο το μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο. Και πριν όμως από το κλείσιμο αυτό, από την αντιπαραβολή των πιστοχρεώσεων, προκύπτει η ενεργητική ή παθητική θέση εκατέρου των συμβαλλομένων, η οποία συνιστά ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας του. Επομένως τα παραγωγικά της απαίτησης περιστατικά, ιδίως η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων, έχουν ήδη συντελεστεί, ώστε η απαίτηση είναι γεγενημένη, έστω και αν δεν είναι, πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, βέβαιη και κατά ποσό εκκαθαρισμένη. Κατά συνέπεια, η Τράπεζα είναι, και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δανείστρια και έχει το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση του πελάτη της, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό να γίνει έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής. Διάφορη εκδοχή θα κατέληγε στο άτοπο να δύναται ο πιστούχος, παρόλο που γνωρίζει σε δεδομένη στιγμή την παθητική σε βάρος του κατάσταση, που προκύπτει από την αντιπαραβολή των κονδυλίων πίστωσης και χρέωσης, να προβαίνει χωρίς κύρωση και χωρίς τον κίνδυνο διάρρηξης, σε απαλλοτρίωση περιουσιακών του στοιχείων πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, προς βλάβη του δανειστή του (ΑΠ 1475/2010 δημ. «ΝΟΜΟΣ»), Περαιτέρω σε διάρρηξη υπόκεινται μόνο εκείνες οι δικαιοπραξίες που γίνονται από τον οφειλέτη με πρόθεση βλάβης των δανειστών του. Σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη περιουσία δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση (ΑΠ 1818/2011 δημ. «ΝΟΜΟΣ»), Η πρόθεση βλάβης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που γίνεται η απαλλοτρίωση. Στην περίπτωση που ο οφειλέτης ενέχεται από σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, για τη διάγνωση του ζητήματος της πρόθεσης βλάβης, ενδιαφέρει το πραγματικό ζήτημα της γνώσης που έχει ο οφειλέτης ως προς την ύπαρξη παθητικού υπολοίπου του λογαριασμού, κατά τη χρονική στιγμή της απαλλοτρίωσης, καθώς και του ύψους του, αφού από αυτό θα κριθούν οι παραστάσεις του για την κατά τα άνω οικονομική του κατάσταση (ΟλΑΠ 31/1997 ΕλλΔνη 38.1526, ΟλΑΠ 709/1974 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 1654/2008 δημ. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43.419, ΕφΑΘ 4408/2013 δημ. «ΝΟΜΟΣ»), Εξάλλου, οφειλέτης, κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, είναι και ο εγγυητής, κάθε δε απαλλοτρίωση που έγινε από αυτόν προς βλάβη του δανειστή του, που είναι ο ίδιος με εκείνον του πρωτοφειλέτη, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία του για την ικανοποίηση του, υπόκειται σε διάρρηξη κατά τους όρους των άρθρων 939 επ. ΑΚ (ΑΠ 673/2003 δημ. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 881/2000 ΕλλΔνη 2001.418). Τέλος στοιχεία της αγωγής διάρρηξης, για το ορισμένο αυτής είναι: α) η απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη προς βλάβη των δανειστών, β) η αφερεγγυότητα του οφειλέτη, γ) η γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης ενήργησε την απαλλοτρίωση προς βλάβη των δανειστών του, δ) ο ακριβής προσδιορισμός της απαίτησης του ενάγοντος και η μνεία του ληξιπρόθεσμου αυτής και ε) η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά την άσκηση της αγωγής σε σχέση με την απαίτηση, γιατί η διάρρηξη θίγει την απαλλοτρίωση μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση του δανειστή (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ 2006, αρθρ. 939 π.αρ. 40, σελ. 1150 με τις εκεί αναφορές στη νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία εκθέτει ότι στις 28.05.1999 συνήφθη μεταξύ αυτής ως δανείστριας και της εταιρίας «_________ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΙΔΩΝ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (πρώην «_________ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΗ ΕΙΔΩΝ ΕΞ ΥΑΛΟΥ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΥ ΠΟΡΣΕΛΑΝΗΣ ΕΙΔΩΝ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ») ως πιστούχου η υπ’ αριθμ. 331/28.05.1999 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε πίστωση υπέρ της ανωτέρω πιστούχου εταιρείας, μέχρι του ποσού των 65.000.000 δρχ. ή 190.755,69 ευρώ, η οποία δυνάμει των πρόσθετων της ανωτέρω σύμβασης πράξεων, αυξήθηκε στο ποσό των 2.100.000,00 ευρώ. Την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της πιστούχου εταιρίας από την ανωτέρω σύμβαση και τις τροποιητικές αυτής πράξεις εγγυήθηκαν, για το σύνολο του ποσού, ο πρώτος και η τρίτη των εναγομένων, καθώς και οι μη διάδικοι _________ _________ του _________ και _________ _________ του _________ . Ότι η πιστούχος και οι εγγυητές δεν υπήρξαν συνεπείς ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τη σύμβαση για το λόγο αυτό η ίδια στις 09.08.2016 προέβη στην καταγγελία της σύμβασης και στο κλείσιμο του τηρούμενου προς εξυπηρέτησή της τραπεζικού λογαριασμού, ο οποίος εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 121.994,07 ευρώ, για το οποίο ενέχονταν η πιστούχος και οι εγγυητές, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος και η τρίτη των εναγομένων. Ότι τρία (3) περίπου έτη πριν την καταγγελία της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης, ήτοι τον Ιούνιο του έτους 2013, Α) ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής προς τα ανήλικα τέκνα του _________ _________ και _________ – _________ _________ (νομίμως εκπροσωπούμενα στην παρούσα δίκη από τους ασκούντες τη _________ αυτών πρώτο και δεύτερη εναγομένους), κατά ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ’ αυτών, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 4988/05.06.2013 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά Βαρβάρας Δόξα, νομίμως μεταγεγραμμένου, α) την πλήρη κυριότητα της υπό στοιχείο Β οριζόντιας ιδιοκτησίας – μεζονέτας, αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο (Α’) πάνω από το ισόγειο όροφο, κείμενης επί οικοδομής, ευρισκομένης επί της συμβολής των οδών _________ και ______ στον Πειραιά, όπως ειδικότερα το ακίνητο αυτό περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή, αξίας 300.000 ευρώ, β) το ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του δικαιώματος επεκτάσεως καθ’ ύψος ή κατά πλάτος της ως άνω οικοδομής, αξίας 15.000 ευρώ, Β) η τρίτη εναγομένη μεταβίβασε λόγω δωρεάς προς τα ανήλικα εγγόνια της _________ _________ και _________ – _________ _________ (νομίμως εκπροσωπούμενα στην παρούσα δίκη από τους ασκούντες τη _________ αυτών πρώτο και δεύτερη εναγομένους), κατά ποσοστό Α εξ’ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ’ αυτών, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 4986/04.06.2013 συμβολαίου δωρεάς της συμβολαιογράφου Πειραιά Βαρβάρας Δόξα, νομίμως μεταγεγραμμένου, α) την πλήρη κυριότητα της υπό στοιχείο Α οριζόντιας ιδιοκτησίας – μεζονέτας, αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο (Α’) πάνω από το ισόγειο όροφο, κείμενης επί οικοδομής, ευρισκομένης επί της συμβολής των οδών _________ και _________ στον Πειραιά, όπως ειδικότερα το ακίνητο αυτό περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή, αξίας 300.000 ευρώ, β) το ποσοστό Α εξ’ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του δικαιώματος επεκτάσεως καθ’ ύψος ή κατά πλάτος της ως άνω οικοδομής, αξίας 15.000 ευρώ. Ότι οι μεταβιβάσεις αυτές των ακινήτων, η αξία των οποίων ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 630.000,00 ευρώ, έγιναν προς βλάβη της ιδίας (ενάγουσας), καθόσον η κατά το χρόνο των μεταβιβάσεων υπόλοιπη περιουσία του πρώτου και της τρίτης των εναγομένων δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της προαναφερόμενης απαίτησής της, τα δε ανήλικα τέκνα _________ _________ και _________ – _________ _________ , τέκνα του πρώτου εναγομένου και εγγόνια της τρίτης εναγομένης, ως εξ αίματος συγγενείς των ως άνω εναγομένων, γνώριζαν κατά τον προαναφερόμενο χρόνο κατάρτισης των ως άνω δικαιοπραξιών ότι οι απαλλοτριώσεις έγιναν από τον πρώτο και την τρίτη των εναγομένων προς βλάβη των δανειστών τους. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί τη διάρρηξη των προαναφερόμενων υπ’ αριθμ. 4988/05.06.2013 και 4986/04.06.2013 απαλλοτριωτικών δικαιοπραξιών, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αρμοδίους καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 18 παρ. 1, 22 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ) για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία. Η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ στοιχεία για τη νομική της πληρότητα, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της τρίτης εναγομένης πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942, 481, 482, 847, 851 ΑΚ, 68, 76, 936 παρ. 3, 992 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ. Επομένως η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι και ουσιαστικά βάσιμη, εφόσον για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, λόγω του διαπλαστικού της χαρακτήρα και δεδομένου ότι αυτή έχει εγγραφεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 106/13.01.2017 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Πειραιά).
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθμ. 4764/29.03.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία δόθηκε με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μετά από προηγούμενη κλήτευση των αντιδίκων της – εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθμ. 5.417Ε/24.03.2017, 5.416Ε/24.03.2017 και 5.411Ε/24.03.2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Παναγιώτη Ραδιώτη), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της ενάγουσας, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα _________ Ανώνυμη Εταιρεία» (και ήδη «Τράπεζα _________ Ανώνυμη Εταιρεία») και της εταιρίας με την επωνυμία «_________ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΑΓΩΓΙΚΗ ΕΙΔΩΝ ΕΞ ΥΑΛΟΥ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΥ ΠΟΡΣΕΛΑΝΗΣ ΕΙΔΩΝ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (και ήδη «_________ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΙΔΩΝ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»), καταρτίστηκε, στις 28.05.1999, η με αριθμό 331/28.05.1999 σύμβαση χορήγησης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αρχικού ποσού 65.000.000 δρχ. και ήδη 190.755,69 ευρώ. Η ανωτέρω σύμβαση τροποποιήθηκε με τις από 29.08.2000, 27.11.2000, 10.04.2001, 09.08.2001, 04.05.2004 και 27.09.2004 πρόσθετες πράξεις, οι οποίες αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της, ενώ το πιστωτικό όριο της σύμβασης ανήλθε τελικώς, στο ποσό των 2.100.000 ευρώ. Την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της πιστούχου εταιρίας από την ανωτέρω σύμβαση και τις τροποιητικές αυτής πράξεις εγγυήθηκαν, για το σύνολο του ποσού, ο πρώτος και η τρίτη των εναγομένων, καθώς και οι μη διάδικοι _________ _________ του _________ και _________ _________ του _________ , ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πιστούχο, παραιτούμενοι ρητά και ανεπιφύλακτα από το ευεργέτημα της διζήσεως και τα δικαιώματα και ενστάσεις που απορρέουν από τα άρθρα 853, 858, 863, 864, 866, 867 και 868 ΑΚ. Η πιστούχος έκανε χρήση της ως άνω πίστωσης, σε εκτέλεση της οποίας τηρήθηκε και κινήθηκε ο με αριθμό _________ τραπεζικός λογαριασμός. Εν τω μεταξύ, στις 23.02.2009, η ενάγουσα τιτλοποίησε την απαίτησή της από την ως άνω σύμβαση πίστωσης και την μεταβίβασε στην εδρεύουσα στο Ηνωμένο Βασίλειο εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «_________ LIMITED», η δε τιτλοποίηση αυτή καταχωρήθηκε αυθημερόν (23.02.2009) στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Παράλληλα, την ίδια ως άνω ημερομηνία, η διαχείριση της απαίτησης, από την εν λόγω σύμβαση πιστώσεως ανατέθηκε στην ενάγουσα, με καταχώρηση της σχετικής σύμβασης διαχείρισης αυθημερόν (23.02.2009) στο οικείο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Ακολούθως, στις 28.06.2010 η απαίτηση μεταβιβάσθηκε εκ νέου στην ενάγουσα, η δε σχετική σύμβαση επαναμεταβίβασης καταχωρήθηκε αυθημερόν στα οικεία βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Έκτοτε η ενάγουσα κατέστη και πάλι δικαιούχος της απαιτήσεως που απορρέει από την ως άνω σύμβαση πίστωσης. Περαιτέρω, με το από 01.10.2015 σύμφωνο αναγνώρισης χρέους η πιστούχος αναγνώρισε ότι, την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία (01.10.2015) το υπόλοιπο του λογαριασμού ανερχόταν στο, χρεωστικό σε βάρος της, υπόλοιπο ποσού 182.606,52 ευρώ. Ωστόσο, η πιστούχος και οι εγγυητές δεν υπήρξαν συνεπείς ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τη σύμβαση για το λόγο αυτό η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία στις 09.08.2016 προέβη στην καταγγελία της σύμβασης και στο κλείσιμο του τηρούμενου προς εξυπηρέτησή της ως άνω τραπεζικού λογαριασμού, βάσει των υπ’ αριθμ. 5 και 7 όρων της σύμβασης, ο οποίος (λογαριασμός) εμφάνιζε οριστικό χρεωστικό υπόλοιπο 121.994,07 ευρώ. Η ενάγουσα με τις από 12.08.2016 εξώδικες δηλώσεις της, τις οποίες κοινοποίησε νομότυπα προς τους ως άνω συνοφειλέτες, μεταξύ των οποίων και στους πρώτο και τρίτη των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθμ. 8379ΣΤ, 8381 ΣΤ, 8382ΣΤ και 8383ΣΤ/12.08.2016 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μαρίας Παπατρέχα – Αρσλανίδη) τους γνωστοποίησε το οριστικό κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού και τους κάλεσε να καταβάλουν το τελικό σε βάρος τους χρεωστικό κατάλοιπο, ύψους 121.994,07 ευρώ, με το συμβατικό τόκο υπερημερίας από 10,08.2016 και εφεξής, ανατοκιζόμενο ανά εξάμηνο. Οι ως άνω συνοφειλέτες δεν ανταποκρίθηκαν στην ανωτέρω πρόσκληση της ενάγουσας, για το λόγο αυτό η τελευταία ζήτησε και πέτυχε την έκδοση εις βάρος τους, της υπ’ αριθμ. 5715/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάσσονταν η πιστούχος και οι εγγυητές να της καταβάλλουν ευθυνόμενοι εις ολόκληρον το ανωτέρω ποσό των 121.994,07 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η τρίτη εναγομένη, τρία (3) περίπου έτη πριν από τον χρόνο καταγγελίας της ένδικης σύμβασης πίστωσης και το οριστικό κλείσιμο του εξυπηρετούντος αυτήν τραπεζικού λογαριασμού, που έλαβε χώρα στις 09.08.2016, με το προαναφερθέν χρεωστικό σε βάρος της κατάλοιπο, και συγκεκριμένα, στις 04.06.2013, είχε προβεί σε απαλλοτριωτική δικαιοπραξία. Ειδικότερα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 4986/04.06.2013 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Πειραιά Βαρβάρας Δόξα, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμος 1325, αυξ. αριθμ. μεταγραφής 124), η τρίτη εναγομένη μεταβίβασε λόγω δωρεάς εν ζωή προς τα ανήλικα εγγόνια της _________ _________ και _________ – _________ _________ , νομίμως εκπροσωπούμενα στην παρούσα δίκη από τους ασκούντες τη _________ αυτών πρώτο και δεύτερη εναγομένους, κατά ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου στο καθένα εξ’ αυτών, α) την πλήρη κυριότητα της υπό στοιχείο Α οριζόντιας ιδιοκτησίας – μεζονέτας, αποτελούμενης από υπόγειο εμβαδού 132,72 τ.μ., ισόγειο εμβαδού 102,03 τ.μ. και πρώτο (Α’) πάνω από το ισόγειο όροφο εμβαδού 90,53 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ’ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 297/1000, κείμενης επί οικοδομής, ευρισκομένης επί της συμβολής των οδών _________ και _________ στον Πειραιά και β) το ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του δικαιώματος επεκτάσεως καθ’ ύψος ή κατά πλάτος της ως άνω οικοδομής, της οποίας η μελλοντική δόμηση ανέρχεται σε 320,69 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 406/1000, παρακρατώντας η ίδια (τρίτη εναγομένη) για τον εαυτό της το δικαίωμα της ισοβίου οικήσεως επί των ως άνω ιδιοκτησιών. Η αξία δε της πλήρους κυριότητας των ως άνω μεταβιβασθέντων ακινήτων ανήρχετο, κατά το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού, στο ποσό των 130.259,89 για έκαστο εξ’ αυτών και συνολικά στο ποσό των 260.579,18 ευρώ. Εξάλλου, η τρίτη εναγομένη γνωρίζοντας την ύπαρξη της απαίτησης της ενάγουσας, προέβη στις παραπάνω μεταβιβάσεις προς τα ανήλικα εγγόνια της _________ _________ και _________ – _________ _________ , έχοντας πρόθεση να βλάψει την ενάγουσα και δη να ματαιώσει την ικανοποίησή της, όπως και έγινε, δεδομένου ότι λόγω μη ύπαρξης άλλης εμφανούς περιουσίας κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, η ενάγουσα δεν μπόρεσε να εισπράξει με αναγκαστική εκτέλεση την απαίτησή της. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα θεωρείται δανείστρια της πιστούχου εταιρείας και της τρίτης εναγομένης – εγγυήτριας και πριν από το οριστικό κλείσιμο του τραπεζικού λογαριασμού που εξυπηρετούσε τη σύμβαση πίστωσης και συνεπώς δικαιούται αυτή να προσβάλει ως καταδολιευτική την ανωτέρω απαλλοτρίωση της οφειλέτριάς της, μολονότι αυτή έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, στην αρχή της παρούσας. Άλλωστε τα ανωτέρω ανήλικα εγγόνια της τρίτης εναγομένης, ως στενοί εξ αίματος συγγενείς της τελευταίας, γνώριζαν, κατά τον προαναφερόμενο χρόνο κατάρτισης της ως άνω δικαιοπραξίας, την πρόθεση βλάβης της ενάγουσας και την πρόκληση της βλάβης αυτής, με την δημιουργία αφερεγγυότητας της τρίτης εναγομένης, γνώση που σε κάθε περίπτωση δεν απαιτείται εν προκειμένω, εφόσον τα ανωτέρω ανήλικα _________ _________ και _________ – _________ _________ έλαβαν τα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία εκ χαριστικής αιτίας. Η τρίτη εναγομένη αρνούμενη την αγωγή, ισχυρίζεται ότι δεν είχε δόλο να βλάψει την δανείστριά της με την επίδικη απαλλοτρίωση, καθόσον κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα οι επίδικες μεταβιβάσεις η ίδια είχε επαρκή υπόλοιπη περιουσία και δη είχε στην κυριότητά της, κατά ποσοστό 25% εξ’ αδιαιρέτου, ένα ακίνητο αποτελούμενο από οικόπεδο εκτάσεως 1.476,60 τ.μ., μετά της επ’ αυτού διώροφης οικοδομής (οικίας), συνολικής επιφάνειας 315,40 τ.μ., ευρισκόμενο στην περιοχή Σελήνια Σαλαμίνας, του οποίου (ακινήτου) η συνολική αξία ανέρχεται σήμερα, κατά το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού, στο ποσό των 241.466,72 ευρώ. Ο ανωτέρω ισχυρισμός ελέγχεται αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζεται η ενάγουσα στην ένδικη αγωγή της, τα οποία δεν αμφισβητούνται ειδικώς από την τρίτη εναγομένη, συναγομένης εκ τούτου σιωπηρής ομολογίας κατ’ αρθρ. 261 ΚΠολΔ, κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης (04.06.2013) το χρεωστικό εις βάρος της πιστούχου εταιρείας και των εγγυητών – μεταξύ των οποίων και της τρίτης εναγομένης – κατάλοιπο, ανήρχετο στο ποσό των 300.000 ευρώ, η δε πιστούχος εταιρεία είχε αρχίσει ήδη κατά τον άνω χρόνο να περιέρχεται σε ιδιαίτερα δυσμενή οικονομική κατάσταση (βλ. σελ 19 της αγωγής). Με βάση δε το ύψος της οφειλής αυτής κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο που έλαβε χώρα η επίδικη απαλλοτρίωση, κρίνεται ότι η τρίτη εναγομένη είχε τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαιτήσεως της ενάγουσας. Τούτο δε διότι η ίδια γνώριζε ότι το ως άνω ποσό των 300.000 ευρώ, που ήταν το χρέος το οποίο είχε απέναντι στην δανείστρια τράπεζα, δεν μπορούσε να καταβληθεί ευχερώς προς την τράπεζα ανά πάσα στιγμή, λαμβανομένου υπόψην του σημαντικού ύψους του σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι η πιστούχος εταιρεία είχε αρχίσει ήδη να περιέρχεται σε δεινή οικονομική θέση. Μολαταύτα η ίδια (τρίτη εναγομένη) προέβη στην επίδικη απαλλοτρίωση, αποδεχόμενη το ενδεχόμενο της μη καταβολής του χρέους της προς τη δανείστρια, ενόψει μάλιστα και του ότι η υπόλοιπη εμφανής περιουσία της και δη το προαναφερόμενο ποσοστό της εξ’ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου στα Σελήνια Σαλαμίνας, η αξία του οποίου (ποσοστού) ανήρχετο στο ποσό των 60.366,68 ευρώ (241.466,72 ευρώ X 25%), δεν επαρκούσε για να ικανοποιήσει την επίδικη απαίτηση της ενάγουσας, η οποία κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής ανέρχεται πλέον στο ποσό των 121.994,07 ευρώ. Βέβαια, η τρίτη εναγομένη, στα πλαίσια αρνήσεως του δόλου της, διατείνεται επιπλέον ότι το υπόλοιπο ποσοστό 75% εξ’ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου στη Σαλαμίνα ανήκει κατ’ ισομοιρία (από 25%) στα τρία τέκνα της ______(πρώτο εναγόμενο) ________και __________ _________ – λοιπούς συνεγγυητές στην επίδικη σύμβαση πίστωσης, επίσης ευθυνόμενους εις ολόκληρο με την ίδια (τρίτη εναγομένη) για την εξόφληση της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας, και επομένως η αναγκαστική εκποίηση του εν λόγω ακινήτου στο σύνολό του, συνυπολογιζομένου και του προαναφερόμενου ποσοστού των ως άνω συνεγγυητών – συνοφειλετών, θα ήταν ικανή για να υπερκαλύψει την απαίτηση αυτή. Επίσης σε συνέχεια του ως άνω ισχυρισμού της, η τρίτη εναγομένη επικαλείται ότι ακόμα και η έτερη συνοφειλέτριά της – πιστούχος εταιρεία «_________ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΙΔΩΝ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» διαθέτει στην πλήρη κυριότητά της ένα ισόγειο κατάστημα συνολικής επιφάνειας 419,20 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ’ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 101/1000, κείμενο στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, του οποίου η συνολική αξία, κατά το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.086.143,50 ευρώ και του οποίου η αναγκαστική εκποίηση θα ήταν επίσης αρκετή για να υπερκαλύψει την επίδικη απαίτηση της ενάγουσας. Ωστόσο οι ανωτέρω ισχυρισμοί της τρίτης εναγομένης, επιχειρούμενοι να θεμελιωθούν στην επάρκεια της περιουσίας των λοιπών εις ολόκληρον με αυτήν οφειλετών της ενάγουσας, αλυσιτελώς προβάλλονται και δεν ασκούν έννομη επιρροή, αφού από τις διατάξεις των άρθρων 939 επ. ΑΚ προκύπτει ότι η καταδολιευτική πρόθεση εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος εις ολόκληρον οφειλέτης διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτριώσεως κρίνεται από στοιχεία που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος και δεν επηρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών, όπως άλλωστε συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 486 ΑΚ (Εφ.Δωδ. 173/2009 δημ. «ΝΟΜΟΣ», Εφ.Λαρ. 104/2004 ΕΠΣΚΕΜΠΔ 2004.469). Τέλος, η τρίτη εναγομένη ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα ασκεί την ένδικη αξίωσή της καταχρηστικά, διότι προτίμησε να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή της ζητώντας να διαρρηχθεί η απαλλοτρίωση των επίδικων ακινήτων, ενώ είχε ήδη εξασφαλίσει την ένδικη απαίτησή της, με την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, δυνάμει της ανωτέρω υπ’ αριθμ. 5715/2016 διαταγής πληρωμής, επί του προαναφερομένου ακινήτου στα Σελήνια Σαλαμίνας, η συνολική αξία του οποίου υπερκαλύπτει την απαίτηση αυτή, αλλά και ενώ υπήρχε και άλλο ακίνητο από το οποίο θα μπορούσε να ικανοποιήσει την εν λόγω απαίτησή της, ήτοι το προαναφερόμενο ισόγειο κατάστημα της πιστούχου εταιρείας στο Παλαιό Φάληρο Αττικής. Ωστόσο ο ανωτέρω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα ανωτέρω επικαλούμενα προς θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν επαρκούν για να στηρίξουν ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ, ενόψει και των όσων ανωτέρω αναφέρθηκαν αναφορικά με τη μη άσκηση εννόμου επιρροής, ως προς την ύπαρξη καταδολιευτικής πρόθεσης του οφειλέτη, του γεγονότος της υπάρξεως επαρκούς περιουσίας στα πρόσωπα των λοιπών συνοφειλετών. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, ως προς όλους τους εναγομένους, για δε τον πρώτο και τη δεύτερη εξ’ αυτών, λόγω της ερημοδικίας τους, αφού κατά της αγωγής αυτής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία, ώστε λόγω της ερημοδικίας του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων, να θεωρούνται ομολογημένοι από αυτούς οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας περί καταρτίσεως της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. 4988/05.06.2013 απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας εκ μέρους του πρώτου εναγομένου, ο οποίος προέβη στη σύναψή της με τα ανωτέρω ανήλικα τέκνα του, με σκοπό να ματαιώσει την ένδικη απαίτησή της, καθιστάμενος έτσι αφερέγγυος (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011). Σε συνέχεια των προηγουμένων πρέπει να απαγγελθεί η διάρρηξη των προαναφερόμενων υπ’ αριθμ. 4988/05.06.2013 και 4986/04.06.2013 δικαιοπραξιών υπέρ της ενάγουσας και μέχρι του ποσού των 121.994,07 ευρώ και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας λόγω της ήττας τους (αρθρ. 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από αυτούς (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ τη διάρρηξη υπέρ της ενάγουσας και μέχρι του ποσού των εκατόν είκοσι ενός χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και επτά λεπτών (121.994,07 €), Α) του υπ’ αριθμ. 4988/05.06.2013 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά Βαρβάρας Δόξα, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμος 1325, αυξ. αριθμ. μεταγραφής 125), δυνάμει του οποίου ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής προς τα ανήλικα τέκνα αυτού _________ _________ και _________ – _________ _________ , νομίμως εκπροσωπούμενα στην παρούσα δίκη από τους ασκούντες τη _________ αυτών πρώτο και δεύτερη εναγομένους, κατά ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου στο καθένα εξ’ αυτών, α) την πλήρη κυριότητα της υπό στοιχείο Β οριζόντιας ιδιοκτησίας – μεζονέτας, αποτελούμενης από υπόγειο εμβαδού 88,31 τ.μ., ισόγειο εμβαδού 127,62 τ.μ. και πρώτο (Α’) πάνω από το ισόγειο όροφο εμβαδού 106,65 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ’ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 297/1000, κείμενης επί οικοδομής, ευρισκομένης επί της συμβολής των οδών _________ και _________ στον Πειραιά και β) το ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του δικαιώματος επεκτάσεως καθ’ ύψος ή κατά πλάτος της ως άνω οικοδομής, της οποίας η μελλοντική δόμηση ανέρχεται σε 320,69 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 406/1000, παρακρατώντας ο ίδιος (πρώτος εναγόμενος) για τον εαυτό του το δικαίωμα της ισοβίου οικήσεως επί των ως άνω ιδιοκτησιών, Β) του υπ’ αριθμ. 4986/04.06.2013 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Πειραιά Βαρβάρας Δόξα, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμος 1325, αυξ. αριθμ. μεταγραφής 124), δυνάμει του οποίου η τρίτη εναγομένη μεταβίβασε λόγω δωρεάς εν ζωή προς τα ανήλικα εγγόνια της _________ _________ και _________ – _________ _________ , νομίμως εκπροσωπούμενα στην παρούσα δίκη από τους ασκούντες τη _________ αυτών πρώτο και δεύτερη εναγομένους, κατά ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου στο καθένα εξ’ αυτών, α) την πλήρη κυριότητα της υπό στοιχείο A οριζόντιας ιδιοκτησίας – μεζονέτας, αποτελούμενης από υπόγειο εμβαδού 132,72 τ.μ., ισόγειο εμβαδού 102,03 τ.μ. και πρώτο (Α’) πάνω από το ισόγειο όροφο εμβαδού 90,53 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ’ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 297/1000, κείμενης επί οικοδομής, ευρισκομένης επί της συμβολής των οδών _________ και _________ στον Πειραιά και β) το ποσοστό Vi εξ’ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του δικαιώματος επεκτάσεως καθ’ ύψος ή κατά πλάτος της ως άνω οικοδομής, της οποίας η μελλοντική δόμηση ανέρχεται σε 320,69 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 406/1000, παρακρατώντας η ίδια (τρίτη εναγομένη) για τον εαυτό της το δικαίωμα της ισοβίου οικήσεως επί των ως άνω ιδιοκτησιών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων οκτακόσιων ευρώ (3.800,00 €).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 31.10.2017 και δημοσιεύτηκε δε στις 13.11.2017 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου μετά την προαγωγή και αναχώρηση του Προέδρου Πρωτοδικών Δημητρίου Κουλαξίζη, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τΗΝ Πρόεδρο Πρωτοδικών Γεωργία Βρεττού και τους Πρωτόδικες Λεωνίδα Μπόμπολη και Ηλία Πολλάκη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ