fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Αριθμός απόφασης: 1371/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τη Δικάστή Νίκη Μαργιώλα, Πάρεδρο, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο, του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Αλίκη Πάτσιου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 12π Φεβρουάριου 2015, για να δικάσει την υπόθεση:

Της αιτούσας: _________  _________  (_________  _________  ) του _________  και της _________  , κατοίκου Ελβετίας (_________  ), για τον εαυτό της ατομικά και ως έχουσας την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της _______, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου – Στυλιανού Παναγάκου.

Του καθ’ ου η αίτηση: _________  _________  του _________  και της _________  , κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, οδός _________  , ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Αθανασίας Σταυρή.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 05.01.2015 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 3781/2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 114/2015 αίτησή της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της αιτούσας και του καθ’ ου η αίτηση ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η έννοια του διαδίκου στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την ελαστικότητα της διαδικασίας, έχει άλλο περιεχόμενο από ότι έχει στο πεδίο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Και τούτο, διότι στη διαδικασία αυτή δεν υφίσταται κατά κανόνα, αντιδικία (είναι όμως δυνατόν να υπάρξουν και στη διαδικασία αυτή περισσότεροι διάδικοι και με αντιτιθέμενα συμφέροντα και κατά συνέπεια να διεξαχθεί η δίκη κατ’ αντιδικία) και για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν αντιδικούντα πρόσωπα. Τα πρόσωπα τα οποία μετέχουν στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ονομάζονται μεν «διάδικοι», όμως στην ουσία πρόκειται περί «ενδιαφερομένων» θετικώς ή αρνητικώς ως προς τη ρύθμιση που θα αποφασιστεί και αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης. Έτσι, η έννοια του διαδίκου, που προσδιορίζεται τόσο με το τυπικό όσο και με το ουσιαστικό κριτήριο, προσλαμβάνεται στην εκούσια δικαιοδοσία με τον ακόλουθο τρόπο: α) με την υποβολή αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευση τρίτων στη διαδικασία, κατόπιν διαταγής του αρμόδιου δικαστηρίου (αρθρ. 748 § 3 ΚΠολΔ), γ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθρ. 752 ΚΠολΔ), δ) με την προσεπίκληση τρίτων κατόπιν πρωτοβουλίας του διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρ. 753 ΚΠολΔ). Συνεπώς, κατά την ανωτέρω διαδικασία ο καθ’ ού η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του Δικαστηρίου, δεν προσκλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη. Επομένως, δεν έχει δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης που θα εκδοθεί, αλλά αν προκαλεί σε αυτόν βλάβη ή εκθέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του, έχει δικαίωμα τριτανακοπής (βλ. ΑΠ 305/2005 ΕλλΔ/νη 2006.1363, ΑΠ 41/2003 ΝοΒ 2003.1619, ΕφΘεσσ 1458/2011 ΕΕμπΔ 2012.123, ΕφΑΘ 29/2010 ΕφΑΔ 2010.725, ΕφΠατρ 227/2007 ΑχαΝομ 2008.218). Ούτε άλλωστε ο από το δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ορισμός, κατά την κατάθεση της αίτησης, απλώς της προθεσμίας για την τυχόν κοινοποίησή της στον καθ’ ού για να ασκήσει παρέμβαση ή να προστατεύσει κατ’ άλλο, ενδεχομένως, τρόπο τα πιθανά συμφέροντά του, συνιστά ή μπορεί να αναπληρώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 748 § 3 ΚΠολΔ, κλήτευση, με διαταγή του αρμόδιου δικαστή, εκείνου που έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη, ώστε να προσδίδει στον καθ’ ού η αίτηση ιδιότητα διαδίκου (βλ. ΑΠ 1305/1994 ΕλλΔ/νη 1996.638, ΕφΑΘ 2295/1998 ΕλλΔ/νη 1998.617, Μακρή Δ., Εκούσια Δικαιοδοσία, 2012, σελ. 16, πλ. 13). Περαιτέρω, η Σύμβαση του Λουγκάνο του έτους 2007 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» εφαρμόζεται και ισχύει από 01.01.2011 για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελβετία και κατισχύει των άρθρων 905 και 323 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος. Η εν λόγω σύμβαση επεξέτεινε τις αρχές που ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 και έναντι των συμβαλλομένων της μερών. Στο άρθρο 1 της προαναφερόμενης σύμβασης ορίζεται ότι: «1. Η παρούσα σύμβαση εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει, ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις. 2. Εξαιρούνται από την εφαρμογή της: α) η προσωπική κατάσταση και η ικανότητα των φυσικών προσώπων, οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, οι κληρονομικές σχέσεις, β) οι πτωχεύσεις, οι πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες, γ) η κοινωνική ασφάλιση, δ) η διαιτησία». Επίσης, το άρθρο 33 ορίζει ότι «1. Απόφαση που εκδίδεται σε δεσμευόμενο από την παρούσα σύμβαση κράτος αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα δεσμευόμενα από την παρούσα σύμβαση κράτη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. 2. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος τίτλου, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωριστεί» και στο άρθρο 34 ορίζεται ότι «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1. αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνώρισης 2. αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης ενώ μπορούσε να το πράξει 3. αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνώρισης 4. αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο δεσμευόμενο από την παρούσα σύμβαση κράτος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνώρισης». Επίσης, στο άρθρο 35 § 1 εδ. β’ ορίζεται ότι «…απόφαση μπορεί να μην αναγνωριστεί σε κάθε περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 64 § 3 ή στο άρθρο 67 § 4», στο άρθρο 64 § 3 ορίζεται ότι «Επιπλέον των λόγων που προβλέπονται στον τίτλο III, η αναγνώριση ή η εκτέλεση μπορεί να μη γίνει δεκτή αν η βάση διεθνούς δικαιοδοσίας στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση διαφέρει από εκείνη που απορρέει από την παρούσα σύμβαση και η αναγνώριση ή εκτέλεση επιδιώκεται κατά διαδίκου ο οποίος έχει κατοικία στο έδαφος κράτους στο οποίο εφαρμόζεται η παρούσα σύμβαση, εξαιρουμένων των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εκτός αν η απόφαση μπορεί να αναγνωριστεί ή εκτελεστεί βάσει οποιουδήποτε κανόνα δικαίου στο κράτος αναγνώρισης ή εκτέλεσης» και στο άρθρο 67 § 4 ορίζεται ότι «Επιπλέον των λόγων που προβλέπονται στον τίτλο III, η αναγνώριση ή εκτέλεση μπορεί να μην γίνει δεκτή αν το κράτος αναγνώρισης ή εκτέλεσης δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος σε σύμβαση σχετική με ειδικό θέμα και το πρόσωπο κατά του οποίου επιδιώκεται η αναγνώριση ή η εκτέλεση έχει κατοικία στο κράτος αυτό ή αν το κράτος αναγνώρισης ή εκτέλεσης είναι -κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και σε σχέση με συμβάσεις που πρέπει να συναφθούν από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη της, εκτός εάν η απόφαση μπορεί να αναγνωριστεί ή εκτελεστεί βάσει οποιουδήποτε άλλου κανόνος δικαίου στο κράτος αναγνώρισης ή εκτέλεσης». Περαιτέρω, στο άρθρο 38 ορίζεται ότι «Το δικαστήριο δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους, ενώπιον του οποίου ζητείται αναγνώριση απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο δεσμευόμενο από την παρούσα σύμβαση κράτος, μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, αν η απόφαση αυτή έχει προσβληθεί με τακτικό ένδικο μέσο». Αναφορικά με την κήρυξη ως εκτελεστής απόφασης συμβαλλόμενου κράτους σε έδαφος άλλου συμβαλλομένου κράτους ορίζεται στο άρθρο 38 § 1 ότι «Αποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές σε δεσμευόμενο από την παρούσα σύμβαση κράτος εκτελούνται σε άλλο δεσμευόμενο από την παρούσα σύμβαση κράτος, αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου». Ως προς την καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα το άρθρο 39 ορίζει ότι «Η αίτηση υποβάλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο ή την αρμόδια αρχή των οποίων ο κατάλογος παρατίθεται στο παράρτημα II. 2. Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται από την κατοικία του προσώπου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση ή από τον τόπο εκτέλεσης». Για την Ελλάδα το αρμόδιο δικαστήριο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο. Περαιτέρω, στο άρθρο 40 προβλέπεται ότι «1.Η αίτηση υποβάλλεται κατά το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης. 2. Ο απών οφείλει να προβεί σε εκλογή κατοικίας στην περιφέρεια του δικαστηρίου ή της αρμόδιας αρχής στην οποία απευθύνεται. Αν πάντως το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης δεν προβλέπει την εκλογή κατοικίας, ο απών διορίζει αντίκλητο. 3. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 53». Στο άρθρο 53 αναφέρεται ότι «1.0 διάδικος που επικαλείται την αναγνώριση ή ζητεί την κήρυξη της εκτελεστότητας οφείλει να προσκομίσει αντίγραφο της απόφασης, το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας. 2) Ο διάδικος που ζητεί την κήρυξη της εκτελεστότητας οφείλει επίσης να προσκομίσει τη βεβαίωση που προβλέπεται στο άρθρο 54, με την επιφύλαξη του άρθρου 55». Επίσης, η σύμβαση της Χάγης του έτους 1996 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία ως προς τη γονική ευθύνη και τα μέτρα προστασίας των παιδιών» κυρώθηκε από την Ελβετία την 27.03.2009 και τέθηκε σε ισχύ την 01.07.2009 και αργότερα κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 4020/2011 και τέθηκε σε ισχύ την 01.06.2012. Στο άρθρο 1 της προαναφερόμενης σύμβασης ορίζεται ότι «Η παρούσα Σύμβαση έχει ως αντικείμενο: (…) δ. να εξασφαλίζει την αναγνώριση και την εκτέλεση των μέτρων προστασίας σε όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη». Στο άρθρο 3 αναφέρεται ότι «Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 μέτρα δύνανται κυρίως να αφορούν: (…) β. το δικαίωμα επιμελείας, που περιλαμβάνει δικαιώματα σχετιζόμενα με τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού, και ιδιαιτέρως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του καθώς και το δικαίωμα επισκέψεως, που περιλαμβάνει και το δικαίωμα μεταφοράς του παιδιού, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, σε έναν άλλο τόπο από εκείνον της συνήθους διαμονής του». Περαιτέρω, στο άρθρο 23 της εν λόγω σύμβασης ορίζεται ότι «1. Τα μέτρα που λαμβάνονται από τις Αρχές ενός Συμβαλλομένου Κράτους αναγνωρίζονται αυτοδικαίως στα άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη. 2. Η αναγνώριση δύναται, εντούτοις, να αποκλεισθεί: α. εάν το μέτρο ελήφθη από Αρχή της οποίας η διεθνής δικαιοδοσία δεν βασίστηκε σε μία από τις βάσεις δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο κεφάλαιο  β. εάν το μέτρο ελήφθη, με εξαίρεση την περίπτωση του κατεπείγοντος, στο πλαίσιο δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας, χωρίς να έχει δοθεί στο παιδί η δυνατότητα να ακουσθεί, κατά παράβαση των θεμελιωδών δικονομικών αρχών του Κράτους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση γ. κατόπιν απήσεως κάθε προσώπου που ισχυρίζεται ότι αυτό το μέτρο θίγει τη γονική του ευθύνη, εάν αυτό το μέτρο ελήφθη, με εξαίρεση την περίπτωση του κατεπείγοντος, χωρίς να έχει δοθεί στο πρόσωπο αυτό η δυνατότητα να ακουσθεί δ. εάν η αναγνώριση είναι προδήλως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη του Κράτους στο οποίο ζητείται, λαμβανομένου υπ’ όψη του υπερτέρου συμφέροντος του παιδιού ε. εάν το μέτρο είναι ασυμβίβαστο με μέτρο που ελήφθη μεταγενέστερα στο μη Συμβαλλόμενο Κράτος της συνήθους διαμονής του παιδιού, όταν αυτό το τελευταίο μέτρο πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναγνώρισή του στο Κράτος στο οποίο ζητείται η αναγνώριση στ. εάν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 33». Επίσης, στο άρθρο 24 της εν λόγω σύμβασης ορίζεται ότι «Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του άρθρου 23, κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δύναται να ζητήσει από τις αρμόδιες Αρχές ενός Συμβαλλομένου Κράτους να αποφασίσουν για την αναγνώριση ή μη ενός μέτρου ληφθέντος σε άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος. Η διαδικασία διέπεται από το δίκαιο του Κράτους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση». Τέλος, στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 26 ορίζεται ότι «Εάν τα μέτρα, που ελήφθησαν σε Συμβαλλόμενο Κράτος και είναι εκτελεστά εκεί, απαιτείται να εκτελεστούν σε άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, κηρύσσονται εκτελεστά ή καταχωρίζονται προς εκτέλεση σε αυτό το άλλο Κράτος, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου μέρους, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το δίκαιο του Κράτους αυτού».

Η αιτούσα, με την υπό κρίση αίτησή της, ενεργώντας ατομικά και ως έχουσα την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της, σωρεύει κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, τέσσερα αιτήματα. Ειδικότερα, ζητεί: α) να αναγνωριστεί η από 08.10.2012 και με αριθμό EE120077-K/U/ απόφαση του Μονομελούς Περιφερειακού Δικαστηρίου (Οικογενειακής Προστασίας) του Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας, ως προς τη διάταξη που επιβάλλει στον καθ’ ου την υποχρέωση να παρέχει διατροφή στο ανήλικο τέκνο τους, β) να κηρυχθεί εκτελεστή η ως άνω αναφερόμενη απόφαση ως προς τη διάταξη που επιβάλλει στον καθ’ ου την υποχρέωση να παρέχει διατροφή στο ανήλικο τέκνο τους, γ) να αναγνωριστεί η από 08.10.2012 και με αριθμό ΕΕ120077- K/U/ απόφαση του Μονομελούς Περιφερειακού Δικαστηρίου (Οικογενειακής Προστασίας) του Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας ως προς τη διάταξη που ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση με το ανήλικο τέκνο του και η από 10.07.2014 απόφαση της Υπηρεσίας Προστασίας Παιδιού, Νεότητας και Ενηλίκων του Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας, ως προς τη διάταξη που μεταρρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση με το ανήλικο τέκνο του, δ) να κηρυχθούν εκτελεστές οι ως άνω υπό (γ) αναφερόμενες αποφάσεις ως προς τις προαναφερόμενες διατάξεις τους. Περαιτέρω, ζητεί να καταδικαστεί ο καθ’ ου στη δικαστική της δαπάνη. Η υπό κρίση αίτηση στρέφεται κατά του καθ’ ου, ο οποίος παρέστη κατά την συζήτηση καταθέτοντας μάλιστα προτάσεις, πλην όμως ο τελευταίος δεν κατέστη διάδικος, εφόσον, με βάση τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, δεν ήταν υποχρεωτική η κλήτευση του από κάποια διάταξη νόμου, ενώ δεν διατάχθηκε η κλήτευση του από το Δικαστή που όρισε τη δικάσιμο της αίτησης, ούτε εξάλλου έγινε διάδικος από το γεγονός και μόνο της απεύθυνσης της αίτησης κατά αυτού και της παράστασής του, κατά τη συζήτηση της αίτησης, με την ιδιότητα του καθ’ ου η αίτηση, εφόσον δεν άσκησε νόμιμα παρέμβαση. Επομένως, οι κατατεθείσες προτάσεις και οι ισχυρισμοί του δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (ΜΠρΘεσσ 45104/2006 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από τον καθ’ ου θα ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος, που ισχύει στην προκειμένη διαδικασία (ΑΠ 2176/2013 ΕΕμπΔ 2014.617, ΑΠ 1340/2013, ΑΠ 960/2012 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 739, 905 ΚΠολΔ, 33 § 2, 39, 40 § 1 της Σύμβασης του Λουγκάνο 2007, 24 και 26 § 1 της Σύμβασης της Χάγης 1996) και είναι ορισμένη και νόμιμη,

στηριζόμενη στις αναφερόμενες στην ως άνω μείζονα σκέψη διατάξεις, ττλην του αιτήματος περί κήρυξης ως εκτελεστής της από 10.07.2014 απόφασης της Υπηρεσίας Προστασίας Παιδιού, Νεότητας και Ενηλίκων του Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας, ως προς τη διάταξη που μεταρρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση με το ανήλικο τέκνο του, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθόσον, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 26 § 1 της Σύμβασης της Χάγης 1996, για την κήρυξη μέτρων, που ελήφθησαν σε συμβαλλόμενο κράτος, ως εκτελεστών σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, απαιτείται τα μέτρα αυτά να είναι εκτελεστά στο κράτος που ελήφθησαν, στοιχείο που δεν επικαλείται η αιτούσα. Τέλος, μη νόμιμο κρίνεται το αίτημα περί καταδίκης του καθ’ ου στη δικαστική δαπάνη της αιτούσας, καθόσον η αίτηση έχει υποβληθεί για το συμφέρον της απούσας (άρθρ. 746 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζει η αιτούσα και ο καθ’ ου, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα τέλεσε την 19η.09.2007 πολιτικό γάμο με τον καθ’ ου στη Γλυφάδα Αττικής και θρησκευτικό γάμο την 26η.07.2008 κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σχετ. η υπ’ αριθμ. 431/ΝΒ/2007 ληξιαρχική πράξη γάμου του Ληξίαρχου της Γλυφάδας). Κατά τη διάρκεια του γάμου τους απέκτησαν την 03η. 10.2007 ένα τέκνο, την Αλεξία (σχετ. το από 04.08.2008 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γέννησης-βάπτισης). Κατόπιν διάσπασης της συμβίωσής της απούσας με τον καθ’ ου, εκδόθηκε η από 08.10.2012 και με αριθμό EE120077-K/U/ απόφαση του Μονομελούς Περιφερειακού Δικαστηρίου (Οικογενειακής Προστασίας) του Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας, με την οποία δόθηκε η επιμέλεια του κοινού τους τέκνου στην απούσα, ρυθμίστηκαν ζητήματα χρήσης περιουσιακών τους στοιχείων, ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου με το ανήλικο τέκνο του Αλεξία, για την περίπτωση ύπαρξης ασυμφωνίας μεταξύ τους, και υποχρεώθηκε ο καθ’ ου να καταβάλλει μηνιαία διατροφή στο ανήλικό τέκνο του. Ως προς την αναγνώριση της τελευταίας αυτής διάταξης της εν λόγω απόφασης περί υποχρέωσης του καθ’ ου καταβολής διατροφής στο ανήλικο τέκνο του αποδεικνύονται τα κάτωθι: Η αναγνώριση της εν λόγω απόφασης δεν αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη της Ελλάδας. Ο καθ’ ου η αίτηση, όπως προκύπτει με σαφήνεια από το κείμενο της προς αναγνώριση απόφασης, δε δικάστηκε ερήμην, αλλά παραστάθηκε στο δικαστήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Επίσης, δεν αποδεικνύεται ότι η προς αναγνώριση απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο δεσμευόμενο από την Σύμβαση του Λουγκάνο του έτους 2007 κράτος ή σε τρίτο κράτος. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι η βάση διεθνούς δικαιοδοσίας στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση είναι αυτή της συνήθους διαμονής του δικαιούχου της διατροφής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 § 2 περ. α’ της Σύμβασης του Λουγκάνο 2007, καθόσον, όπως συνάγεται με σαφήνεια από το κείμενο της προς αναγνώριση απόφασης η κοινή συζυγική κατοικία των συζύγων, και ως εκ τούτου και της δικαιούχου της διατροφής – κόρης τους, ήταν, κατά την έναρξη της διαδικασίας, στην περιοχή Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας. Περαιτέρω, η προς αναγνώριση απόφαση δεν έχει προσβληθεί με τακτικό ένδικο μέσο, καθόσον σύμφωνα με την από 24.06.2014 τεθείσα σφραγίδα επί του κειμένου αυτής κατέστη τελεσίδικη και αμετάκλητη την 30.10.2012, ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα αναστολής της διαδικασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 37 της εφαρμοστέας στην παρούσα υπόθεση Σύμβασης του Λουγκάνο του έτους 2007. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ότι η προς αναγνώριση απόφαση δεν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ της αιτούσας και του καθ’ ου στην Ελλάδα, διότι από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. 2169/2015 πιστοποιητικό του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου (Τμήμα δημοσίευσης ειδικών διαδικασιών) προκύπτει ότι δεν έχει εκδοθεί απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου μεταξύ των ιδίων διαδίκων κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας με αντικείμενο την αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης, και όχι απόφαση με αντικείμενο τη διατροφή του ανηλίκου τέκνου της αιτούσας και του καθ’ου, όπως απαιτείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ως άνω διάταξη, ενώ τα προσκομιζόμενα υπ’ αριθμ. 5344/2015 και 1568/2015 πιστοποιητικά του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου (Τμήμα πινακίων ειδικών διαδικασιών και τακτικής διαδικασίας αντίστοιχα) αφορούν εκκρεμείς αγωγές και αιτήσεις μεταξύ της αιτούσας και του καθ’ ού και όχι την ύπαρξη αποφάσεων. Πρέπει, επομένως, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί πιστοποιητικό περί μη έκδοσης απόφασης μεταξύ της αιτούσας και του καθ’ ου με αντικείμενο τη διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους. Αναφορικά με την κήρυξη ως εκτελεστής της διάταξης της προαναφερόμενης απόφασης περί υποχρέωσης του καθ’ ου καταβολής διατροφής στο ανήλικο τέκνο του αποδεικνύονται τα κάτωθι: Ως αντίκλητος της αιτούσας – δοθέντος ότι στο ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπεται η εκλογή κατοικίας – έχει διοριστεί ο ως άνω αναφερόμενος νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος της, στον οποίο μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης της οριστικής απόφασης (ΑΠ 1169/2014 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 635/2013 ΕφΑΔ 2013.1106). Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι η προς αναγνώριση απόφαση έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελβετία, καθόσον δεν προσκομίζεται από την αιτούσα η προβλεπόμενη στο άρθρο 54 της Σύμβασης του Λουγκάνο 2007 βεβαίωση ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο, προκειμένου να απαλλαγεί η αιτούσα από το βάρος αυτό και ως εκ τούτου πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 54 της Σύμβασης του Λουγκάνο 2007 βεβαίωση. Περαιτέρω, αναφορικά με την αναγνώριση της από – 08.10.2012 και με αριθμό EE120077-K/U/ απόφασης του Μονομελούς Περιφερειακού Δικαστηρίου (Οικογενειακής Προστασίας) του Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας ως προς τη διάταξή της που ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ου με το ανήλικο τέκνο του, αποδεικνύονται τα κάτωθι:

Το αλλοδαπό δικαστήριο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση είχε διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 § 1 της Σύμβασης της Χάγης 1996, καθόσον, όπως συνάγεται με σαφήνεια από το κείμενο της προς αναγνώριση απόφασης, η συνήθης διαμονή των συζύγων, και ως εκ τούτου και του τέκνου, ήταν στην περιοχή Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας. Επίσης, δεν αποδεικνύεται ότι το δικαστήριο έδωσε τη δυνατότητα στο παιδί να ακουστεί, διότι από το κείμενο της απόφασης δεν προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη η γνώμη αυτού, ωστόσο η εν λόγωι παράλειψη δεν παραβιάζει θεμελιώδεις δικονομικές αρχές που ισχύουν στην Ελλάδα, καθώς και ο ημεδαπός δικαστής δύναται να μην έλθει σε επικοινωνία με το τέκνο που αφορά το μέτρο επικοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη την ωριμότητα αυτού. Επιπλέον, ο καθ’ ου η αίτηση, όπως προκύπτει με σαφήνεια από το κείμενο της προς αναγνώριση απόφασης, παραστάθηκε στο δικαστήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου και συνεπώς του δόθηκε η δυνατότητα να ακουστεί. Τέλος, η αναγνώριση της εν λόγω απόφασης ως προς τη διάταξη που ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου με το ανήλικο τέκνο του δεν είναι προδήλως αντίθετη με τη δημόσια τάξη της Ελλάδας, λαμβανομένου υπόψη του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού. Κατόπιν των ανωτέρω, και αφού δεν συντρέχει λόγος να μην αναγνωριστεί η από 08.10.2012 και με αριθμό EE120077-K/U/ απόφαση του Μονομελούς Περιφερειακού Δικαστηρίου (Οικογενειακής Προστασίας) του Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας ως προς τη διάταξή της που ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ού με το ανήλικο τέκνο του, πρέπει να αναγνωριστεί η ισχύς της και στην Ελλάδα. Επίσης, αναφορικά με την κήρυξη ως εκτελεστής της διάταξης της εν λόγω απόφασης που ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου με το ανήλικο τέκνο του, δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι η εν λόγω απόφαση είναι εκτελεστή στην Ελβετία, στοιχείο απαραίτητο για την κήρυξη ως εκτελεστής της ως άνω αναφερόμενης διάταξης στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 26 § 1 της Σύμβασης της Χάγης 1996. Ως εκ τούτου πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι ή εν λόγω απόφαση είναι εκτελεστή στην Ελβετία. Επιπροσθέτως, αποδεικνύεται ότι μετά την έκδοση της από 08.10.2012 και με αριθμό EE120077-K/U/ απόφασης του Μονομελούς Περιφερειακού Δικαστηρίου (Οικογενειακής Προστασίας) του Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας και κατόπιν αίτησης της αιτούσας στην Υπηρεσία Προστασίας Παιδιών και Ενηλίκων της Δημοτικής Περιφέρειας Μάιλεν εκδόθηκε η από 10.07.2014 απόφαση της εν λόγω υπηρεσίας με την οποία μεταρρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ού με το ανήλικο τέκνο του. Ως προς την αναγνώριση της ισχύος της εν λόγω απόφασης αναφορικά με τη διάταξη που μεταρρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου με το ανήλικο τέκνο του, αποδεικνύεται ότι η εν λόγω αρχή είχε διεθνή δικαιοδοσία γ]α τη λήψη της εν λόγω απόφασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 § 1 της Σύμβασης της Χάγης 1996, καθόσον, όπως συνάγεται με σαφήνεια από το κείμενο της προς αναγνώριση απόφασης, η συνήθης διαμονή του τέκνου που αφορούν τα μέτρα είναι στην Ελβετία. Επίσης, αποδεικνύεται ότι η αρχή που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση έδωσε, όπως προκύπτει με σαφήνεια από το κείμενο της εν λόγω απόφασης, τη δυνατότητα στο παιδί να ακουστεί. Επιπλέον, οι απόψεις του καθ’ ου η αίτηση, όπως προκύπτει με σαφήνεια από το κείμενο της προς αναγνώριση απόφασης, διαβιβάστηκαν μέσω της δικηγόρου του στην εν λόγω υπηρεσία και συνεπώς του δόθηκε η δυνατότητα να ακουστεί. Τέλος, η αναγνώριση της εν λόγω απόφασης ως προς τη διάταξη που μεταρρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου με το ανήλικο τέκνο του δεν είναι προδήλως αντίθετη με τη δημόσια τάξη της Ελλάδας, λαμβανομένου υπόψη του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού. Κατόπιν των ανωτέρω, και αφού δεν συντρέχει λόγος να μην αναγνωριστεί η από 10.07.2014 απόφαση της Υπηρεσίας Προστασίας Παιδιών και Ενηλίκων της Δημοτικής Περιφέρειας Μάιλεν ως προς τη διάταξή της που μεταρρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ού με το ανήλικο τέκνο του, πρέπει να αναγνωριστεί η ισχύς της και στην Ελλάδα.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ την αίτηση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ισχύ της από 08.10.2012 και με αριθμό ΕΕ120077- K/U/ απόφασης του Μονομελούς Περιφερειακού Δικαστηρίου (Οικογενειακής Προστασίας) του Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας ως προς τη διάταξη που ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου με το ανήλικο τέκνο του και της από 10.07.2014 απόφασης της Υπηρεσίας Προστασίας Παιδιών και Ενηλίκων της Δημοτικής Περιφέρειας Μάιλεν, που μεταρρυθμίζει το εν λόγω δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου με το ανήλικο τέκνο του, στην Ελλάδα.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ κατά τα λοιπά την επανάληψη της συζήτησης της υπό κρίση αίτησης προκειμένου να προσκομιστεί πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη έκδοσης απόφασης, μεταξύ της απούσας και του καθ’ ου, με αντικείμενο τη διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους, καθώς και η προβλεπόμενη στο άρθρο 54 της Σύμβασης του Λουγκάνο 2007 βεβαίωση αναφορικά με την από 08.10.2012 και με αριθμό EE120077-K/U/ απόφαση του Μονομελούς Περιφερειακού Δικαστηρίου (Οικογενειακής Προστασίας) του Βίντερτουρ (Winterthur) της Ελβετίας, ή πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι η ως άνω αναφερόμενη απόφαση είναι εκτελεστή στην Ελβετία.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, χωρίς την παρουσία της απούσας και του πληρεξουσίου δικηγόρου της, την 30 Απριλίου 2015.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ