Περίληψη
Απόφαση 2688/2017
(Ειδική Διαδικασία)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Μυλωνά, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευγνωσία Κελεσίδου, Πρωτόδικη, και Ζήση Χατζημπύρρο, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, και τη γραμματέα Βασιλική Βασιλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Μαΐου 2017, για να δικάσει την υπόθεση:
Των ανακοπτόντων: 1} Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «_________ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, _________ , και 2) _________ _________ του _________ , κατοίκου Πειραιά, _________ , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Αικατερίνη Μητρογιάννη.
Της καθ’ ης η ανακοπή: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «_________ Χρηματοδοτικές μισθώσεις Ανώνυμη Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «_________ _________ », που εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει στην Αθήνα, _________ , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Σπηλιόπουλο.
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 24.10.2016 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 2.248/2016, προσδιορίστηκε για τις 14.12.2016, οπότε αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Οι ανακόπτοντες ζητούν, για τους εκτιθέμενους στην κρινόμενη ανακοπή τους λόγους, την ανακοπή τους λόγους, την ακύρωση α) της υπ’ αριθ. 4.649/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η μεν πρώτη εξ’ αυτών το ποσό των 1.303.885,26 Ευρώ, ο δε δεύτερος, ευθυνόμενος σε ολόκληρο με την πρώτη, των 230.000 Ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, από απαίτηση που πηγάζει από σύμβαση χρηματοδοτικής σύμβασης, και β] της από 28.9.2016 σχετικής επιταγής προς εκτέλεση. Η ανακοπή, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύεται νόμιμα (κατ’ αρθ. 218 και 632§6 ΚΠολΔ) ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ και ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αρμοδίως (αρθ. 632§1 εδ. α’, 933§1 εδ. α’ και 31§§2 και 3 ΚΠολΔ] εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρθ. 632§2 εδ. β’, 591 και 614 κ.ε. ΚΠολΔ), απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθ’ ης περί καθ’ ύλην αναρμοδιότητας αναφορικά με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, καιη μεν ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, εντός προθεσμίας 15 εργάσιμων ημερών από την επίδοση της παραπάνω διαταγής στους ανακόπτοντες (κατ’ αρθ. 632§2 εδ. α’ ΚΠολΔ], Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 13.10.2016 (βλ. σχετική σημείωση επί των επιδοθέντων αντιγράφων της του δικαστικού επιμελητή Αθήνας Παναγιώτη Ραδιώτη], ενώ η κρινόμενη ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ης στις 25.10.22016 (βλ. υπ’ αριθ. 5.779Β’/2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθήνας Ιωάννη Κοπάνα]. Η δε σωρευόμενη ως άνω ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, εξάλλου, έχει επίσης ασκηθεί εμπρόθεσμα κατ’ αρθ. 934§1 περ. α’ εδ. α’ ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Από την εκτίμηση της, περιλαμβανομένης στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατάθεσης της νομίμως στο ακροατήριο εξετασθέντος μάρτυρα της καθ’ης (οι ανακόπτοντες δεν πρότειναν την εξέταση μάρτυρα), και όλων των εγγράφων που προσκομίζουν με νόμιμη επίκληση οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα εξής: Δυνάμει της με αριθμό 4.649/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, οι ανακόπτοντες επιτάσσονται στην καταβολή η μεν πρώτη εξ αυτών το ποσό των 1.303.885,26 Ευρώ, ο δε δεύτερος, ευθυνόμενος σε ολόκληρο με την πρώτη, των 230.000 Ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, από απαίτηση που προέκυψε από τη λειτουργία της νόμιμα μεταγραμμένης με αριθμό 2.106/15.2.2008 σύμβασης αγοραπωλησίας και χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθήνας Χριστίνας Κέζιου-Μάλλιου (τροποποιηθείσης με τα υπ’ αριθ. 4.523/15.6.2012 και 6.153/12.6.2015 συμβόλαια της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγραμμένα), την οποία συνήψαν η μεν πρώτη ανακόπτουσα ως μισθώτρια, ο δε δεύτερος ως εγγυητής υπέρ της πρώτης εξ αυτών, μέχρι του ποσού των 230.000 Ευρώ, παραιτούμενος της ένστασης δίζησης, με την καθ’ ης-εκμισθώτρια. Η καθ’ ης προχώρησε στην καταγγελία της παραπάνω σύμβασης στις 22.7.2016, με την επίδοση στους ανακοπτοντες της από 22.7.2016 εξώδικης γνωστοποίησης-πρόσκλησης (με τις υπ’ αριθ.. 2.632Ε και 2.633Ε’/2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθήνας Παναγιώτη Ραδιώτη) και κατόπιν πέτυχε την έκδοση της ανωτέρω ανακοπτόμενης διαταγής. Η διαταγή αυτή κοινοποιήθηκε στους ανακόπτοντες μαζί με τη συμπροσβαλλόμενη από 28.9.2016 επιταγή προς εκτέλεση (στο κείμενο της ανακοπής, στη δεύτερη σελίδα, εσφαλμένα αναγράφεται με ημερομηνία 13.10.2016), με την οποία επιτάσσονται στην καταβολή των αναφερομένων ως άνω ποσών. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του δεύτερου των ανακοπτόντων ότι δεν είναι σαφές και ορισμένο το ποσό (των 230.000 Ευρώ) που πρέπει να καταβάλει πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, οι ανακοπτοντες ισχυρίζονται ότι η από μέρους της καθ’ ης δικαστική επιδίωξη της απαίτησής της, με την έκδοση της ανακοπτόμενης, υπερβαίνει τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281ΑΚ όρια και είναι άκυρη, λόγω της οικονομικής κρίσης που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και επειδή ενώ ειδοποιήθηκε η καθ’ ης από τους ίδιους ότι αδυνατούν να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, ζητώντας ταυτόχρονα διακανονισμό τη, οφειλής, η καθ’ ης προέβη στην έκδοση της διαταγής και μάλιστα ενώ η πρώτη των ανακοπτόντων υπέβαλε, εν γνώση της καθ’ ης, αίτηση AV εξυγίανσης προς το πτωχευτικό Δικαστήριο. Ωστόσο, ο λόγος αυτός, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καθ’ης η ανακοπή να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση και να επιδιώξει την αξίωσή της με την έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι δεν συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της καθ’ ης επέφερε τυχόν βλάβη στους ανακόπτοντες, την οποία, εξάλλου, δεν προσδιορίζουν κατά τρόπο ορισμένο, εκθέτοντας συγκεκριμένα περιστατικά, που να τη θεμελιώνουν, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λχ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή του, διακόπτοντας παράλληλα την πίστωση του οφειλέτη, με σκοπό να αποτρέψει και τη διόγκωση του χρέους του, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες υπήρξαν ασυνεπείς ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο που δεν προκύπτει εν προκειμένω από τα ιστορούμενα από τους ανακόπτοντες στο δικόγραφο της ανακοπής τους [βλ. ΑΠ 1742/2004, ΝΟΜΟΣ, πρβλ. Στ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, εκδ. 2013, σελ 174). Επίσης, ως προς το πρώτο σκέλος του τυγχάνει λάπορφιπτέος ως αόριστος, επειδή δεν εκτίθεται πώς, σε κάθε περίπτωση, η κρίση της ελληνικής οικονομίας επηρέασε την υποχρέωση των ανακοπτόντων να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, ο δε επιπλέον ισχυρισμός τους περί αίτησής τους να υπαχθούν σε διαδικασία εξυγίανσης, είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, διότι με την υπ’ αριθ. 122/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου [με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας) απορρίφθηκε η αίτησή τους αυτή. Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι είναι άκυρη η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και η επιταγή προς εκτέλεση, διότι με την από 16.11.2015 προσωρινή διαταγή του προέδρου υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, χορηγήθηκε (ενόψει της κατάθεσης της ανωτέρω αίτησης περί υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης) προσωρινή διαταγή περί αναστολής ατομικών μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των ανακοπτόντων [κατ’ αρθ. 99 ΠτΚ). Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος, επειδή, πέραν του ότι κατόπιν της αναφερθείσης απόρριψης της παραπάνω αίτησης έπαψε να ισχύει η προσωρινή αυτή διαταγή, ωστόσο και κατά τη διάρκεια της ισχύος της δεν απαγορεύεται η έκδοση και επίδοση διαταγής πληρωμής, καθώς καμία από τις πράξεις αυτές δεν συνιστά πράξη εκτέλεσης, ούτε έναρξης αυτής, πολύ περισσότερο όταν η επίδοσή της, για να λάβει γνώση ο καθ’ ου-οφειλέτης, επιβάλλεται προκειμένου να μην χάσει την ισχύ της εντός διμήνου [αρθ. 630Α ΚΠολΔ), ενώ όσον αφορά την προσβαλλόμενη επιταγή, αποδεικνύεται ότι η καθ’ ης παραιτήθηκε νομότυπα αυτής με εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 9.11.2016 [βλ. σχετική σημείωση επί των επιδοθέντων αντιγράφων της του δικαστικού επιμελητή Αθήνας Παναγιώτη Ραδιώτη), συνεπώς θεωρείται ότι δεν έγινε. Για τον λόγο αυτό, είναι απορριπτέοι και οι λοιποί (έξι) λόγοι της κρινόμενης ανακοπής, που στρέφονται κατά της από 28.9.2016 επιταγής προς εκτέλεση, καθώς ενόψει του παραπάνω γεγονότος (της παραίτησης της καθ’ ης από την επιταγή αυτή), κατέστησαν πλέον άνευ αντικειμένου. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει η ανακοπή να απορριφθεί και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ενώ δεν θα περιληφθεί διάταξη όσον αφορά τη συμπροσβαλλομενη επιταγή προς εκτέλεση, καθότι αυτή ήδη κατέστη ανίσχυρη με ενέργεια (παραίτηση} της καθ’ ης, όπως προεκτέθηκε. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (αρθ. 106 ΚΠολΔ), θα επιβληθούν σε βάρος των ανακοπτόντων, λόγω ήττας (αρθ. 176, 191§2 ΚΠολΔ, 58§4, 63§1 εδ. ΐ, 65, 68§1 και 84§1 Κώδικα περί Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. 4649/2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ανακόπτοντες να καταβάλουν στην καθ’ ης τα δικαστικά της έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) Ευρώ για αμφότερους τους ανακόπτοντες, ευθυνόμενους σε ολόκληρο, και στο επιπλέον ποσό των εννιά χιλιάδων πεντακοσίων (9.500) Ευρώ για την πρώτη των ανακοπτόντων.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 29 Ιουνίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17 Ιουλίου 2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ