fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 7094/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αμαλία Τσαπικούνη, πρωτόδικη, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Αυγούστου 2017, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αιτούντος: Αγγέλου Ανδρεάδη του Εμμανουήλ, κατοίκου Πειραιά, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου Ελένης Μπάλλα.

Της καθ’ ης η αίτηση: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «_________  Α.Ε.» η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου Βασιλικής Σιμόγλου.

Ο αιτών ζητά να γίνει δεκτή η από 23-6-2017 αίτησή του, που κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθ. κατάθ. 550344/7121/2017 και προσδιορίστηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματά τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου είναι: α) χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, β) μεταβίβαση της κυριότητας αυτών από το δανειστή στον οφειλέτη, γ) συμφωνία των μερών περί απόδοσης άλλων πραγμάτων της ίδιας ποιότητας και ποσότητας, δ) η μεταβίβαση κυριότητας των αντικαταστατών πραγμάτων να γίνεται με τον αποκλειστικό σκοπό της χρησιμοποίησης τους, από το δανειζόμενο και δη της ανάλωσης τους, από τούτον. Δηλαδή, αναγκαίο στοιχείο του δανείου είναι, εκτός του να υπάρχει καταρτισμένη σύμβαση, κατά τους όρους των άρθρων 185-195 ΑΚ, η παράδοση και μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων (ΑΠ 1802/2007, ΑΠ 1417/2007, ΕφΑΘ 3706/2008 ΤΝΠ-Νόμος).

ΙΙ. Περαιτέρω, κατά την προϊσχύουσα εξαιρετική νομισματική νομοθεσία και ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 εδ. β’ ν. 5422/1932, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. της 14.7.1932 (που κυρώθηκε με τον ν. 5665/1932) και με το άρθρο 6 του α.ν. 800/1937, απαγορεύθηκε η συνομολόγηση υποχρεώσεων στην ημεδαπή, σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα, με δάνεια ή άλλες συμβάσεις, με εξαίρεση τα συναπτόμενα από τις Κτηματικές Τράπεζες, που εδρεύουν στην Ελλάδα ενυπόθηκα δάνεια, καθώς και τα δάνεια που αφορούν τη χρηματοδότηση του εισαγωγικού εμπορίου. Κατά το άρθρο 4 α.ν. 362/1945, κάθε δικαιοπραξία από την οποία πηγάζουν αξιώσεις ή υποχρεώσεις, για την καταβολή τιμήματος ή μισθώματος ή αμοιβής πάσης φύσεως, υπηρεσιών ή έργου υπέρ προσώπου διαμένοντος στην Ελλάδα, μπορεί να συνομολογείται μόνο σε δραχμές, η ρήτρα δε σε δικαιοπραξία, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις ή υποχρεώσεις σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα, είναι άκυρη. Στην περίπτωση αυτή το αρμόδιο δικαστήριο προσδιορίζει, κατά την κρίση αγαθού ανδρός, τη δίκαιη αντιπαροχή, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι ανώτερη του ισάξιου σε δραχμές, του αναφερόμενου στη ρήτρα ποσού χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή συναλλάγματος, επί τη Βάσει της νόμιμης τιμής αυτών, κατά την ημέρα της συνομολογήσεως της δικαιοπραξίας, εφόσον και το προκύπτον έτσι, ποσό δραχμών, δεν θα θεωρείται υπέρογκο. Οι διατάξεις αυτές του α.ν. 362/1945 έχουν εφαρμογή, κατά διασταλτική ερμηνεία, σε κάθε δικαιοπραξία εν ζωή, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις σε χρυσό ή ξένο νόμισμα, επομένως δε και σε σύμβαση δανείου (ΑΠ 971/1996 ΕΕΝ 1998. 164). Με την υπ’ αριθ. 267/9.4.1953 ΠΥΣ (§ 7), όμως, θεσπίστηκε μερική εξαίρεση από τις ανωτέρω απαγορεύσεις. Ειδικότερα, με την ανωτέρω ΠΥΣ επιτράπηκε η κατάρτιση δανειακών συμβάσεων με ρήτρα ξένου νομίσματος (ΟλΑΠ 21/1990 ΕλλΔνη 31. 811). Περαιτέρω, με την υπ’ αριθ. 142/13.11.1978 ΠΥΣ εγκρίθηκε η κατά την υπ’ αριθ. 187/19.10.1978 συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής (Υποεπιτροπής Πιστώσεων), ληφθείσα απόφαση, με την οποία επιτράπηκε η εκ μέρους των τραπεζών, χορήγηση πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων σε ξένο νόμισμα, σε ημεδαπές ή αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Επακολούθησε η έκδοση της υπ’ αριθ. 1976 της 19/25.9.1991 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στον οποίο, ας σημειωθεί, είχαν μεταβιβαστεί οι αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής και των υποεπιτροπών της (άρθρο 1 ν. 1266/1982), με την οποία επιτράπηκε ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων. Επιπλέον με την υπ’ αριθ. 537/1993 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία συμπλήρωσε την ΠΔ/ΤΕ 1976/19.9.1991, διευκρινίστηκε ότι επιτρεπόταν ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, φυσικών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, από τις εμπορικές και κτηματικές τράπεζες, στο πλαίσιο της πιο πάνω Πράξης, για την κατασκευή, επισκευή και αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, που προορίζονται για ιδιόχρηση ως κατοικίες ή εκμετάλλευση. Τέλος, με την υπ’ αριθ. 2325 της 2/11.8.1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 2342 της 24/29.11.1994 Πράξη του ίδιου και η οποία εκδόθηκε, στο πλαίσιο του π.δ. 96/1993 «Περί προσαρμογής της Ελληνικής νομοθεσίας, σης διατάξεις της Οδηγίας αριθ. 88/361/ΕΟΚ και της Οδηγίας αριθ. 92/122/ΕΟΚ, σχετικά με την «κίνηση κεφαλαίων», περιορίστηκε ακόμη περισσότερο η αρχή της απαγόρευσης σύναψης τραπεζικών δανείων σε ξένο νόμισμα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω ΠΔ/ΤΕ, επιτράπηκε χωρίς περιορισμούς, η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα, φυσικών και νομικών προσώπων. Μάλιστα, στο άρθρο 1 του πρώτου κεφαλαίου αυτής ορίζεται ότι «η διάρκεια, η τυχόν περίοδος ανανέωσης ή παράτασης των δανείων που συνάπτονται από την έναρξη ισχύος της παρούσας Πράξης, το επιτόκιο και οι λοιποί όροι καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των συναλλασσομένων μερών» (βλ. ΑΠ 2196/2009 ΧρΙΔ 2011. 105, ΕφΑΘ 91/2004 ΔΕΕ 2004, 427). Επακολούθησε ο ν. 2842/2000, με τον οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή με το ευρώ, με την εισαγωγή του ως ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, στο άρθρο 5 § 1 του ως άνω νόμου ορίστηκε ότι «1. Καταργούνται οι διατάξεις του ν. 362/1945, το άρθρο 2 του ν. 944/1946 και γενικά κάθε διάταξη που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα: α) σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα, β) σε εγχώριο νόμισμα, εφόσον το ποσό των απαιτήσεων και υποχρεώσεων αφήνεται να προσδιοριστεί από την τιμή του συναλλάγματος, του χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή του τιμαρίθμου». Έτσι, με την ανωτέρω διάταξη ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, ως προς τη νομιμότητα της συνομολόγησης οποιοσδήποτε ενοχής σε ξένο νόμισμα (ΑΠ 2196/2009 ΧρΙΔ 2011.105).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις §§ 3 και 5 της προαναφερόμενης, υπ’ αριθ. 2325/1994 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας (όπως η § 3 αντικαταστάθηκε με την ΠΔΤΕ 2342/1994), «3. Το προϊόν του δανείου μπορεί να διατεθεί και απευθείας στο εξωτερικό μέσω της δανείστριας τράπεζας για τους σκοπούς που αναφέρονται στη δανειακή σύμβαση ή να κατατεθεί σε λογαριασμό συναλλάγματος στην εν λόγω τράπεζα. Οι τράπεζες στις οποίες τηρούνται οι ως άνω λογαριασμοί έχουν την υποχρέωση να διαβιβάζουν στη δανείστρια ή μεσολαβούσα τράπεζα, η οποία τηρεί το σχετικό φάκελο και έχει την ευθύνη της συναλλαγματικής εξυπηρέτησης του δανείου, τις Βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν, κατά την έκδοση τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη καθώς και τα παραστατικά χρησιμοποίησης του δανείου… 5. … Οι δανείστριες τράπεζες οφείλουν να τηρούν σε ειδικά κατά δάνειο φάκελο τα εξής δικαιολογητικά: α) Τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν, κατά την έκδοση τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη, β)…».

ΙV. Σύμφωνα με τη διάταξη της § 1 του άρθρου 1 του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών» (ΦΕΚ Α 191), όπως η § 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με την § 1 άρθρο 1 του ν. 3587/2007 [ΦΕΚ Α 152/10.7.2007]: «Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Κατά δε την § 2 του ίδιου ως άνω άρθρου «Το Κράτος μεριμνά ιδίως για: α) την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, β) τα οικονομικά τους συμφέροντα,… ε) την πληροφόρηση και την επιμόρφωση τους, ιδιαίτερα των ευπρόσβλητων ομάδων καταναλωτών σε θέματα που αφορούν στην αγορά, στον ανταγωνισμό, στον καταναλωτή, στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και στην προαγωγή της βιώσιμης κατανάλωσης (όπως η πρώτη φράση και η περ. ε’ της § 2 αντικαταστάθηκε με τις §§ 2 και 3 αντίστοιχα του άρθ. 1 ν. 3587/2007 [ΦΕΚ Α 152/10.7.2007]). Περαιτέρω κατά την § 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 1 του ν. 2251/1994, όπως η § 3 αντικαταστάθηκε ως άνω με την § 4 του άρθρου 1 του ν. 3587/2007 [ΦΕΚ A 152/10.7.2007] «οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε κάθε προμηθευτή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οποιοσδήποτε μορφής, ΐόυ> δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα». Κατά δε τη διάταξη της § 4 του άρθρου 1 του ν. 2251/1994, όπως η § 4 αντικαταστάθηκε ως άνω με την § 5 του άρθρου 1 του ν. 3587/2007 [ΦΕΚ A 152/10.7.2007] «Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται: α) Καταναλωτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του. β) Προμηθευτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. Προμηθευτής νοείται και ο διαφημιζόμενος». Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασης τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες. Έτσι υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών (ΟλΑΠ 13/2015). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 «Όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους (§ 1). Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα διατυπώνονται γραπτώς στην ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημα τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών που εφαρμόζονται στην ελληνική αγορά αποτυπώνονται υποχρεωτικά και στην ελληνική γλώσσα (§ 2). Όροι που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών όρων (§ 3). Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή (§ 4). Ειδικώς, όταν ελέγχεται το περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών κατά την εφαρμογή των παραγράφων 16α και 2 και 3 των άρθρων 10 και 13α αντίστοιχα, επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου (§ 5 ως οι §§ 1-5 αντικαταστάθηκαν ως άνω με την § 1 άρθ. 2 ν. 3587/2007 [ΦΕΚ A 152/10.72007]). Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε Βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (§ 6 ως το πρώτο εδάφιο της § όπως αυτή είχε αντικατασταθεί με την § 24 του άρθρου 10 του ν. 2741/1999 [ΦΕΚ A 1959] αντικαταστάθηκε με την § 2 του άρθρου 2 του ν. 3587/2007 [ΦΕΚ A 152/10.72007]). Σε κάθε περίπτωση, καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που: α)… ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή». Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο Εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993, «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές» στην § 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας παραπάνω οδηγίας «τα κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη συνθήκη για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Με τους Γενικούς Όρους των Συναλλαγών (ΓΟΣ) είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου, είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν εξειδίκευση του Βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, οι άνω διατάξεις ενσωματώνουν κατ’ ανάγκην και το πνεύμα του άρθρου 19 ΕισΝΑΚ, που ορίζει ότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ εφαρμόζεται και σε γεγονότα και σχέσεις προγενέστερες από την εισαγωγή του ΑΚ. Με Βάση την συναγόμενη από τη διάταξη αυτή γενική αρχή διαχρονικού δικαίου, προκύπτει, ότι η καταχτητικότατα ενός ΓΟΣ, επί ατομικών διαφορών, κρίνεται σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, όχι κατά το χρόνο της αρχικής διατύπωσης του ή της κατάρτισης της συγκεκριμένης σύμβασης, αλλά κατά το χρόνο που, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, ανακύπτει το πρόβλημα, το οποίο οδηγεί στη χρήση (επίκληση) αυτού από τον προμηθευτή (ΟλΑΠ 13/2015, ΟλΑΠ 15/2007). Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα, ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις και Βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται, όταν με το περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί, με Βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου, για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης ελέγχεται για καταχτητικότατα η ρύθμιση ΓΟΣ με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Βέβαια το άρθρο 2 5 6 ν. 2251/1994 στην αρχική του διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων», πράγμα που όχι μόνο περιόριζε σημαντικά τον έλεγχο του περιεχομένου των ΓΟΣ, αλλά και δεν σύμφωνος με τη διαλπφθείσα, διατύπωση του άρθρου 3 § 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών». Η ανάγκη σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει όπως ο όρος «υπέρμετρη διατάραξη» ερμηνευθεί συσταλτικά ως ουσιώδης ή σημαντική μόνο διατάραξη, που φανερά διαφέρει από την υπέρμετρη διατάραξη, που φανερά διαφέρει από την υπέρμετρη διατάραξη και δεν αποτελεί λεκτικά ισοδύναμη έκφραση της προηγουμένης διατύπωσης του ν. 2251/1994. Για τους ίδιους παραπάνω λόγους, δηλαδή προς το σκοπό ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνης με τη διαληφθείσα, η παραπάνω ερμηνεία πρέπει να συνεχισθεί και σήμερα, μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη» με το άρθρο 10 § 24 του ν. 2741/1999. Έτσι μετά την τελευταία αυτή τροποποίηση, η διάταξη της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, με τη νέα διατύπωση της, πρέπει να ερμηνεύεται μέσω τελεολογικής συστολής του γράμματος της προς την κατεύθυνση της «ουσιώδους διατάραξης» της συμβατικής ισορροπίας. Αυτή ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, ή από τις ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, με Βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν, ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών. Έτσι κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ, πρέπει να ερευνάται, αν υπάρχει τυπική διατάραξη, ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια να ερευνάται ο Βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 § 7 ν. 2251/1994, ο οποίος περιέχει «per se» καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007. 975, ΟλΑΠ 6/2006 ΕλλΔνη 2006.415, ΑΠ 1987/2006 ΕΕμπΔ 2008.105). Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι ΓΟΣ πρέπει, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΤΝΠ-Νόμος), ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη Βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ’ αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 4 § 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ό.π.). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται για αυτόν (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 71-75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, ήτοι τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για το λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις.

Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 § 6 του ν. 2251/1994. Για το λόγο αυτό και οι ΓΟΣ, υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010. 943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005. 802. ΠΠρΞανθ 23/2014 ΧρΙΔ 2014. 606, ΜΠρΑΘ 6521/2015 ΤΝΠ-Νόμος). Ειδικότερα στις καταναλωτικές συμβάσεις ο ν. 2251/1994 (άρθρο 2 § 7 περ. ια’, που προεκτάθηκε) αξιώνει τα κριτήρια με τα οποία καθορίζονται οι όροι αυτών να αναφέρονται στη σύμβαση, δεδομένου ότι ο νόμος δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος παρά μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, οπότε πρέπει να αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα κριτήρια (ΑΠ 1219/2001 ΕλλΔνη 2001.1599, ΑΠ 1030/2001 ΕλλΔνη 2001. 1603, ΕφΑΘ 1471/2013 Αρμ 2014. 752, ΕφΑΘ 5101/2011 ΝοΒ 2011. 2139). Περαιτέρω, η ακυρότητα ενός ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς δε το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, αυτό καλύπτεται, κατ’ αρχήν, και εφόσον προΒλέπεται σχετική ρύθμιση, με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13, θεωρείται ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες και ότι συνάδει με τους σκοπούς του άρθ. 6 § 1 της Οδηγίας 93/13 (βλ. την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, σκέψεις 80-82 και 85). Σε διαφορετική περίπτωση, γίνεται από το Δικαστήριο συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθ. 200 ΑΚ, Βάσει, δηλαδή, της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΕφΑΘ 1471/2013 ΤΝΠ-Νόμος). Συγκεκριμένα, καλή πίστη είναι η συμπεριφορά, που επιβάλλεται στις συναλλαγές, κατά την κρίση χρηστού και γνωστικού ανθρώπου, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης το Δικαστήριο σταθμίζει τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, στην προστασία του οποίου αποβλέπει ο ερμηνευμένος όρος, λαμβάνει δε, επίσης, υπόψη τη φύση και το σκοπό της δικαιοπραξίας, τις συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των μερών, τις τοπικές και γλωσσικές συνήθειες, τις προηγούμενες συναλλαγές των μερών και την προηγούμενη συμπεριφορά τους, τις διαπραγματεύσεις, που είχαν προηγηθεί και πώς οι σχετικές δηλώσεις του ενός μέρους αναμένονταν να εκληφθούν από το άλλο. Για να συναγάγει, εξάλλου, το ερμηνευτικό του πόρισμα το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αρκεσθεί στο περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά μπορεί να αντλήσει στοιχεία και εκτός αυτής, τα οποία θα προταθούν από τους διαδίκους. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να λάβει υπόψη του και στοιχεία από τη μεταγενέστερη από την κατάρτιση της σύμβασης συμπεριφορά των μερών, ως ενδεικτικά του νοήματος, που είχαν προσδώσει στη σύμβαση τα μέρη, γεγονός, που υποδηλώνεται και με τις σύμφωνες με αυτό ενέργειες τους (ΑΠ 374/2013 ΤΝΠ-Νόμος). Αντίθετα, η διάταξη του άρθ. 371 ΑΚ και το εξ αυτής απορρέον κριτήριο της δίκαιης κρίσης, ως μέσο συμπλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, καθώς δεν αποτελεί κατάλληλο μέσο για την προστασία του αντισυμβαλλόμενου-καταναλωτή, δεδομένου ότι η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται κυρίως στις ατομικές συμβάσεις και δεν μπορεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα του καταναλωτή σε συμβάσεις, όπου οι όροι μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών δεν καθίστανται αντικείμενο διαπραγμάτευσης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τους ΓΟΣ (ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 2001. 1125). Έτσι, η απόφαση του Δικαστηρίου, που προβαίνει σε συμπληρωματική ερμηνεία άκυρου, κατά τα ανωτέρω, όρου, δεν είναι διαπλαστική, διότι δεν προβαίνει σε προσδιορισμό της παροχής κατά τη διάταξη του άρθ. 371 εδ. 2 ΑΚ (οπότε στην περίπτωση αυτή πράγματι θα επρόκειτο για διαπλαστική απόφαση, η οποία διαπλάσσει το περιεχόμενο της ενοχικής σχέσης), παρά μόνο σε συμπλήρωση του κενού, που δημιούργησε ο άκυρος όρος, ώστε να ανταποκρίνεται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς, ωστόσο, να τροποποιεί τη σύμβαση (ΠΠρΞανθ 23/2014 ΕΕμπΔ 2014. 713, ΠΠρΑΘ 5257/2013, ΠΠρΑΘ 3990/2013, ΠΠρΑΘ 2942/2013 ΤΝΠ-Νόμος). Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την § 8 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον Βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία- λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μίας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη θελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κ.λπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής Βούλησης των συμβαλλόντων, γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.) αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), Βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014 ΤΝΠ-Νόμος).

V. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από τον νόμο, εκτός αν προβλέπει άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στο δικαστή, τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με Βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Το δικαίωμα αναπροσαρμογής, κατά την εν λόγω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, είναι διαπλαστικό και κατά συνέπεια, τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση, είναι διαπλαστικές. Αποτέλεσμα δε τούτου είναι ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται από την επίδοση της αγωγής και μελλοντικώς, χωρίς αναδρομικότητα (ΟλΑΠ 3/2014, ΑΠ 2022/2014).

VI. Τέλος, με την Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2501/2002 (ΦΕΚ A 277/2002), η οποία εκδόθηκε κατ” εξουσιοδότηση του άρθρου 18 § 5 του ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργηση του, με το άρθρο 92 § 1 του ν. 3601/2007), και, άρα έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που θεσπίζονται στην παράγραφο Α της εν λόγω ΠΔΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους, για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, καθώς και να μεριμνούν, για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων, που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών, προς το συναλλακτικό κοινό. Το περιεχόμενο της ελάχιστης απαιτούμενης ενημέρωσης, που αποσκοπεί, στο να σχηματίζουν οι συναλλασσόμενοι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης, καθορίζεται στην παράγραφο Β της ίδιας ΠΔΤΕ, και εξειδικεύεται, ανάλογα με το είδος του τραπεζικού προϊόντος (καταθέσεις, χορηγήσεις κτλ.). Αναφορικά, ειδικότερα, με τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος, δάνεια, θεσπίζεται υποχρέωση ενημέρωσης σχετικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (§ Β αριθ. 2 περ. χ). Το ειδικότερο περιεχόμενο της εν λόγω υποχρέωσης ενημέρωσης δεν εξειδικεύεται περαιτέρω στην παραπάνω πράξη, η ως άνω, όμως, απαίτηση δεν αφορά απλά και μόνο, στην υπόμνηση για την πιθανότητα αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παρά πρέπει να οδηγεί το δανειολήπτη να μπορεί να εκτιμήσει, Βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που τέτοια πιθανότητα συνεπάγεται γι αυτόν. Ειδικότερα, η παραπάνω διάταξη, που θεσπίζει την εν λόγω υποχρέωση ενημέρωσης (§ Β αριθ. 2 περ. χ), πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, Βάσει της οποίας, όπως γίνεται δεκτό (ΑΠ 1352/2011, ΕφΑΘ 1403/2015 ΤΝΠ-Νόμος), οι τράπεζες έχουν αυξημένη ευθύνη, κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των πιστωτών που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της, η πιστωτική σχέση, ως έννομη σχέση, ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμΒαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας, από την πλευρά των τραπεζών, των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς, γι’ αυτούς, συνέπειες, πρέπει δε να εξειδικευθεί, ως προς το ειδικότερο περιεχόμενο της, Βάσει των όσων ορίζονται στην ίδια ως άνω ΠΔΤΕ, στην § Β αριθ. 1 (in fine), αναφορικά με τις τραπεζικές καταθέσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα εκεί οριζόμενα: «Σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται Βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταδυτικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων. Ειδικότερα, για τη διευκόλυνση της κατανόησης και συγκρισιμότητας των παραπάνω προϊόντων, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε: αναγωγή του ποσοστού απόδοσης σε ετήσια Βάση κατά το χρόνο της επένδυσης, ανεξάρτητα από το χρονικό ορίζοντα της τοποθέτησης, (και) σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων που προσδιορίζουν την απόδοση των προϊόντων με εναλλακτικές παραδοχές ως προς τις κύριες συνιστώσες του προϊόντος (δείκτες χρηματιστηρίων, εξέλιξη συναλλαγματικής ισοτιμίας κ.λπ.), παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα». Και ναι μεν η προπαρατιθέμενη διάταξη αναφέρεται στην ενημέρωση των συναλλασσομένων με την τράπεζα, οι οποίοι επιλέγουν ένα καταθετικό προϊόν, το οποίο έχει ένα Βαθμό ρίσκου και γι’ αυτό προσιδιάζει (χωρίς, ωστόσο, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3606/2007), στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, άξιο, ωστόσο, ανάλογης προστασίας είναι και το συμφέρον των δανειοληπτών που επιλέγουν δάνειο σε ξένο νόμισμα, το οποίο, ως εκ του πράγματος και δεδομένης της μακράς διάρκειας των δανείων (ιδίως αυτών της στεγαστικής πίστης), ενέχει υψηλό ρίσκο. Το συμφέρον δε των τελευταίων τούτων χρήζει ακόμη μεγαλύτερης προστασίας, έναντι αυτού των καταθετών, στους οποίους, κατά το γράμμα της, αναφέρεται η παραπάνω διάταξη της 5 Β αριθ. 1 (in fine), καθώς οι δανειολήπτες, επειδή είναι αυτοί που «ζητούν χρήμα», Βρίσκονται σε οικονομικά ασθενέστερη θέση, έναντι αυτών που επενδύουν χρήμα, και, άρα, είναι πιθανότερο να παρασυρθούν ευκολότερα σε επιλογές χωρίς, προηγουμένως, να έχουν αντιληφθεί, ή έστω εκτιμήσει, τις οικονομικές συνέπειες, που μπορεί να συνεπάγονται γι’ αυτούς. Με τα πιο πάνω δεδομένα, η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προΒλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας, η δε θεσπιζόμενη, με την προαναφερόμενη διάταξη της ΠΔΤΕ 2501/2002 (§ Β αριθ. 2 περ. χ), υποχρέωση ενημέρωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνίσταται και στην παροχή ειδικών πληροφοριών, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα του προϊόντος αυτού, με ομοειδή, καθώς και να γίνεται κατανοητή η πιθανή εξέλιξη του δανείου, ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο, και οι πιθανοί κίνδυνοι. Για τη διευκόλυνση δε της κατανόησης και συγκρισιμότητας του παραπάνω προϊόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων, που προσδιορίζουν την πορεία του δανείου, με εναλλακτικές παραδοχές, ως προς την κύρια συνιστώσα, που δεν είναι άλλη από την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα (ΠΠρΑΘ 3789/2015 ΤΝΠ-Νόμος).

VII. Εξάλλου, σκοπός των ασφαλιστικών μέτρων είναι η διασφάλιση των αμφισβητούμενων δικαιωμάτων των διαδίκων προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου ως την οριστική κρίση της διαφοράς ή την προσωρινή ρύθμιση νομικής κατάστασης λόγω συνδρομής επείγουσας περίπτωσης (682 S 1 ΚΠολΔ). Μεγάλη συνεπώς είναι η σπουδαιότητα των ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία μέσω της ταχείας και εύκαμπτης διαδικασίας των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, προσαρμόζονται ευχερώς στην ιδιομορφία της περίπτωσης και αντιμετωπίζουν άμεσα τα πιεστικά προβλήματα της καθημερινότητας, με συνεχή την τάση διεύρυνσης του αντικειμένου τους, αλλά και τον κίνδυνο να υποκαταστήσουν ανεπίτρεπτα την οριστική δικαστική προστασία (βλ. Κράνη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ II [2000], Εισαγ. 682-738, αριθ. 10). Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, αποσκοπώντας να αποτρέψει τη δημιουργία ανεπανόρθωτων κατά κανόνα καταστάσεων, δεν θα πρέπει να δημιουργεί η ίδια ανεπανόρθωτες καταστάσεις. Για τον λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος (αρ. 692 § 4 ΚΠολΔ- Βλ. Κράνη, ό.π. Εισαγ. 682-738, αριθ. 11). Συστηματικά τα ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διακριθούν; [α] σε συντηρητικά, ήτοι τα ασφαλιστικά μέτρα που δεσμεύουν προσωρινώς περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, για να διασφαλίσουν την πιθανολογούμενη απαίτηση του δανειστή από τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί, όταν στο άμεσο μέλλον εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο και [Β] ρυθμιστικά, ήτοι τα ασφαλιστικά μέτρα που ρυθμίζουν προσωρινώς την κατάσταση, ωσότου κριθούν οριστικά οι εριζόμενες έννομες σχέσεις, ως προς τις οποίες υπάρχει άμεση ανάγκη να ενεργοποιηθούν ως τότε ή, αναλόγως, να αδρανοποιηθούν, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δυσβάστακτων συνεπειών σε σχέση με το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κύριας δίκης. Υποστηρίζεται ότι η πρώτη κατηγορία ασφαλιστικών μέτρων -στην οποία ανήκουν η εγγυοδοσία (704-705), η προσημείωση υποθήκης (706), η συντηρητική κατάσχεση (707-724), η δικαστική μεσεγγύηση (725-727), η σφράγιση, αποσφράγιση, απογραφή και δημόσια κατάθεση (737-738)- συνδέεται αποκλειστικά με την ύπαρξη επικείμενου κινδύνου, που πρέπει να αποτραπεί, ενώ η δεύτερη κατηγορία ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία ανήκουν η προσωρινή επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεων (728-730) και η προσωρινή ρύθμιση των υπόλοιπων έννομων σχέσεων (731-736), συνδέεται αποκλειστικά με τη συνδρομή επείγουσας περίπτωσης που πρέπει άμεσα να αντιμετωπισθεί (Βλ. Κράνη, ό.π. Εισαγ 682-738, αριθ. 16, Μπέης, άρθ. 682, σ. 30). Στην πραγματικότητα όμως οι δύο έννοιες κατά Βάση αλληλοσυμπλέκονται, αφού ο επικείμενος κίνδυνος δημιουργεί επείγουσα περίπτωση και αντιστρόφως (Βλ. Κράνη, ό.ττ. Εισαγ 682-738, αριθ. 16, Μητσόπουλος, ΠρΑν 341, Ράμμος, Εγχειρίδιοθ ΙΙ| 545, σ. 1778-1779, Νικόττουλος, Δ1971.199, Τιμαγένης, Δ1974.261, Νικάς,1977. 636-637). Αντικείμενο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων είναι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία δικαιώματος του αιτούντος για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας με τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα. Πρόκειται για δημόσιο δικαίωμα συνταγματικώς θεμελιωμένο (Συντ. 20 § 1, 6λ. Κράνη, ό.π. Εισαγ 682-738, αριθ. 6 και 17), το οποίο εξειδικεύεται από τις διατάξεις του δικονομικού δικαίου (άρθ. 682,692 ΚΠολΔ) και καταλήγει σε διάπλαση στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου (Βλ. αναλυτ. Παναγόπουλος, «Δέσμευση και επανάληψη στα ασφαλιστικά μέτρα», [1985], σ. 63-72). Η δικαστική διάγνωση του δικαιώματος αυτού είναι δεσμευτική και κατοχυρώνει την κρίση αναφορικά με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία αξίωσης του αιτούντος για παροχή προσωρινής προστασίας με τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα. Στο πλαίσιο αυτό το δικαστήριο, εφόσον πιθανολογεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων που απαιτούνται κατά το άρθρο 682 ΚΠολΔ για τη θεμελίωση δικαιώματος προσωρινής δικαστικής προστασίας ως προς το κρίσιμο δικαίωμα ή έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, προβαίνει στη συνέχεια με την απόφαση του (βλ. Κράνη, ό.π., άρθ. 691, αριθ. 12) στη λήψη των ενδεδειγμένων ασφαλιστικών μέτρων, διαπλάσσοντας προσωρινά τις ουσιαστικές σχέσεις των διαδίκων (βλ. Κράνη, ό.π., Εισαγ 682-738, αριθ. 17). Το ασφαλιστέο, δηλαδή, ουσιαστικό δικαίωμα δεν είναι αντικείμενο της σχετικής δίκης, αλλά απλό προδικαστικό ζήτημα εξεταζόμενο παρεμπιπτόντως με σκοπό την πιθανολόγηση του διαπλαστικού δικονομικού δικαιώματος παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας. Έτσι η διάπλαση που συντελείται με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων έχει κυρίως δικονομικό θεμέλιο (ΑΠ 75/2014 ΧρΙΔ 2014. 448, Βλ. Κράνη, ό.π. Εισαγ 682-738, αριθ.17). Περαιτέρω, η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης δεν αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο με προκαθορισμένο περιεχόμενο, αλλά το πλαίσιο για τη λήψη πρόσφορων μέτρων (πρβλ. 692 § 1 ΚΠολΔ), με τα οποία ορισμένη κατάσταση (682 ΚΠολΔ), που έχει διαμορφωθεί ή τείνει να διαμορφωθεί στις έννομες σχέσεις των διαδίκων, αντιμετωπίζεται προσωρινά, ωσότου κριθούν οριστικά οι έννομες σχέσεις τους, ως προς τις οποίες έχει ανακύψει έριδα και εφόσον υπάρχει άμεση και πιεστική ανάγκη (επείγουσα περίπτωση) να ενεργοποιηθούν ως τότε ή ανάλογα να αδρανοποιηθούν εν όλω ή εν μέρει, για να αποφευχθεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δυσβάστακτων συνεπειών ως προς το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κύριας δίκης (Βλ. Κράνη, ό.π. άρθρο 731, αριθ. 1, ο ίδιος, ό.η. Εισαγ Παρατ. αρθρ. 682-738 αριθ. 16, άρθ. 682 αριθ. 5). Στη Βάση δηλαδή, της ρυθμιστέας κατάστασης πρέπει να υπάρχει ορισμένο δικαίωμα που προσβλήθηκε ή κινδυνεύει να προσβληθεί ή έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, γι’ αυτό δεν αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης απλές πραγματικές καταστάσεις (βλ. Κράνη, ό.π., άρθ. 682, αριθ. 8). Υπό την έννοια αυτή η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης καλύπτεται από τα άρθρα 731-736 ΚΠολΔ και έχει ευρύτερο περιεχόμενο από απλή εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος με μέτρα ρυθμιστικού χαρακτήρα (Βλ. Κράνη, ό.π.,”άρθ. 682, αριθ. 3), αφού μπορεί να αφορά και κάθε άλλου είδους ρύθμιση, με την οποία εξυπηρετούνται οι ανεπίδεκτες αναβολής έννομες σχέσεις των διαδίκων και παράλληλα εμπεδώνεται η δικαιική ειρήνη. Στο πλαίσιο αυτό το άρθρο 731 ΚΠολΔ προβλέπει ως πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο με το οποίο εκδηλώνεται η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου, την επιβολή υποχρέωσης για ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης. Αντίθετα η καταδίκη σε δήλωση βούλησης (ενέργεια νομικής πράξης) δεν είναι επιτρεπτή με ασφαλιστικά μέτρα, αφού προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση στην κύρια διαγνωστική δίκη (949 ΚΠολΔ), ενώ οδηγεί και σε πλήρη ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος (Βλ. Κράνη, ό.π., άρθ. 731, αριθ. 3). Αιτών μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ισχυρίζεται διατάραξη στις έννομες σχέσεις του με τον αντίδικο του. Σε αντιστοιχία με τη διατάραξη και τα όρια της ουσιαστικής αξίωσης του πρέπει να τελεί η προΒλεπόμενη στο άρθρο 731 πράξη. Στην ουσία η ρύθμιση του άρθρου 731 ΚΠολΔ αποτελεί προσωρινή επιδίκαση της αντίστοιχης αξίωσης προς ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξης. Το είδος της διατάραξης στις έννομες σχέσεις των διαδίκων είναι αδιάφορο και μπορεί να προέρχεται από όλο το φάσμα των ουσιαστικών έννομων σχέσεων τους, σε οποιονδήποτε κλάδο του δικαίου και αν εντάσσονται, αρκεί να υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (Βλ. Κράνη, ό.π., άρθ. 683, αριθ. 1). Αν η ασφαλιστέα αξίωση έχει ως αντικείμενο επαναλαμβανόμενες παροχές με μεγάλη χρονική διάρκεια, όταν δηλαδή η ασφαλιστέα αξίωση αφορά την απόλαυση αγαθών διαρκώς, στο πλαίσιο διαρκούς έννομης σχέσης, τότε τίθεται το ερώτημα, αν μπορεί να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία, με τη μορφή της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, Π έννομη σχέση, από την οποία απορρέουν οι διαρκείς παροχές. Προκαταβολικά πρέπει να σημειωθεί, ότι στις διαρκείς συμβάσεις το είδος και το μέγεθος της οφειλόμενης παροχής εξαρτάται από τον παράγοντα χρόνο. Εν προκειμένω η εκπλήρωση της παροχής εκτείνεται σε μακρό (συνεχή ή διακοπτόμενο) χρόνο (Βλ. Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό δίκαιο, γενικό μέρος, 1999, § 4 II 8, σ 57, αριθ. περιθ. 34), γίνεται δηλαδή με συνεχή ενέργεια ή παράλειψη. Στην κατηγορία αυτή θα πρέπει να υπαχθούν και οι παροχές που η εκπλήρωση τους γίνεται περιοδικώς, περιλαμβάνουν πολλές στιγμιαίες πράξεις, οι οποίες όμως παρουσιάζουν μια ενότητα και συνέχεια κατά την εκτέλεση (λειτουργία) τους και επιπλέον τα μέρη δεν ενδιαφέρονται μόνο για το αποτέλεσμα, αλλά και για την ομαλή εκπλήρωση κατά τις ενδιάμεσες φάσεις (Στέλιος Γ. Σταματόπουλος, «Αρχές (όρια και μέτρο) των ασφαλιστικών μέτρων στην πράξη» Δ 2003.816 επ.). Σε αυτό λοιπόν το ερώτημα υποδεικνύεται κατ’ αρχήν η καταφατική απάντηση, τουλάχιστον σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι «προσωρινές» παροχές έχουν περιορισμένη έκταση, σε σύγκριση με εκείνες που θα κριθούν στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Η ίδια (καταφατική) απάντηση προτείνεται και για τις περιπτώσεις εκείνες που η προσωρινή επιδίκαση περιορίζεται σε μικρό χρονικό διάστημα σε σύγκριση με τη συνολική διάρκεια της έννομης σχέσης, στο πλαίσιο της οποίας ο δικαιούχος θα απολαύσει τα αγαθά που αναμένει με την ικανοποίηση της απαίτησης του. Ανακύπτει όμως το ερώτημα ποιο θα είναι εκείνο το σταθερό και αναμφισβήτητο κριτήριο που θα διακρίνει την «περιορισμένη έκταση» της προσωρινής παροχής από εκείνη που θα κριθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης ή το «μικρό χρονικό διάστημα» σε σχέση με τη συνολική διάρκεια της έννομης σχέσης. Γι αυτήν την κατηγορία λοιπόν ειδικά, οι διατάξεις των άρθρων 728 § 1 και 734 S 2 προβλέπουν εξαιρέσεις από τον κανόνα της ΚΠολΔ 692 § 4. Έτσι τίθεται το ερώτημα: έξω από τον κύκλο των περατώσεων που ρυθμίζουν αυτές οι ανωτέρω διατάξεις, νοείται ασφαλιστικό μέτρο όταν αντικείμενο της ασφαλιστέας αξίωσης είναι διαρκείς παροχές; Έτσι, το επιτρεπτό της λήψης ασφαλιστικών μέτρων, στο πλαίσιο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, προκειμένου για διαρκείς συμβάσεις έχει κατ’ επανάληψη απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία κυρίως με αφετηρία προβληματισμού το κατά πόσον η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης σε ανάλογες περιπτώσεις προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 692 § 4 ΚΠολΔ. Κατά την ακολουθούμενη από το παρόν Δικαστήριο άποψη γίνεται δεκτό ότι επί ρύθμισης διαρκών ενοχών (συμβατικών ή νομίμων) για παροχή η παράλειψη είναι συνήθως δυνατή η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, χωρίς αυτό να συνιστά ολοκληρωτική ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος, καθόσον πρόκειται για     ρύθμιση προς το σκοπό θέσης σε λειτουργία διαρκούς έννομης κατάστασης και η ρύθμιση αυτή δεν απολήγει σε ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης, αφού είναι προσωρινή (ΜΠρΑΘ 3285/2015 ΤΝΠ-Νόμος, πρβλ. Κράνη, ό.π., άρθρα 731- 732, αριθ. 5).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών εκθέτει ότι δυνάμει της ειδικότερα αναφερόμενης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού 609.000 ελβετικών φράγκων, που καταρτίστηκαν στην Αθήνα, στις 19-3-2009, μεταξύ αυτού ως δανειολήπτη και της καθ’ ης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ως δανείστριας, χορηγήθηκε σε αυτόν, με ευνοϊκό τότε επιτόκιο λόγω της κατά το χρόνο κατάρτισης της ισχύουσας ισοτιμίας ευρώ-ελΒετικού φράγκου, ποσό, κατά την 19-3-2009, που η καθ’ ης εκταμίευσε και κατέθεσε στον συνδεδεμένο με το άνω δάνειο τραπεζικό λογαριασμό του αιτούντος, 395.840,10 ευρώ που αντιστοιχούσε σε όλο το κεφάλαιο του εν λόγω δανείου ελβετικών φράγκων, συνολικής διάρκειας 360 ημερών το καθένα, τα οποία έπρεπε να αποπληρωθούν σε μηνιαίες δόσεις με Βάση την ισοτιμία μεταξύ ελβετικού φράγκου και ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής κάθε δόσης. Ότι, ήδη λόγω της μεταβολής της εν λόγω ισοτιμίας, λόγω της ανατίμησης του ελβετικού φράγκου και συνακόλουθα της διολίσθησης του ευρώ έναντι του τελευταίου [ελβετικού φράγκου] οι μηνιαίες δόσεις που οφείλει να καταβάλει στην καθ’ ης έχουν αυξηθεί υπέρμετρα, όπως αντίστοιχα και το υπολειπόμενο οφειλόμενο κεφάλαιο με αποτέλεσμα ο αιτών να υφίσταται μεγάλη οικονομική ζημία η οποία, σε συνδυασμό με την μείωση των εισοδημάτων από την εργασία του, καθιστά τη θέση του ιδιαίτερα δυσχερή. Ότι η εν λόγω ζημία του οφείλεται, αφενός μεν στην ύπαρξη άκυρων όρων της άνω σύμβασης, όπως ειδικότερα αυτοί αναλύονται, αφετέρου δε στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της καθ’ ης και δη των προστηθέντων αυτής οργάνων, υπαλλήλων στο υποκατάστημα Μοσχάτου, οι οποίοι κατά τη σύναψη των επίδικων συμβάσεων δεν προέβησαν σε επαρκή και εξειδικευμένη ενημέρωση, ούτε σε παροχή ορθών συμβουλών περί των υποκρυπτόμενων κινδύνων του εν λόγω δανεισμού. Ότι ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο αιτών έχει ασκήσει την με αρ. ΓΑΚ 550297/2017 και ΕΑΚ 2187/2017 αγωγή του, με την οποία ζητά την αναγνώριση της ακυρότητας της άνω δανειακής σύμβασης, ως ειδικότερα αναλύεται στην άνω αγωγή του. Επικαλούμενος( ακολούθως (ο αιτών ότι πρόκειται να ευδοκιμήσει η ανωτέρω αγωγή του και ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση λόγω οικονομικής αδυναμία του , ζητά να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και δη να ρυθμιστεί προσωρινά η κατάσταση ώστε να υποχρεωθεί η καθ’ ης να αποδέχεται προσωρινά και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της άνω αγωγής του κατ’ αυτής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών , την καταβολή από αυτόν των μηνιαίων δόσεων της άνω σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου με τη συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου με ευρώ, όπως αυτή καθορίσθηκε κατά την εκταμίευση του ποσού του δανείου και να μην προΒεί σε καταγγελία της δανειακής σύμβασης με την απειλή  χρηματικής ποινής ποσού 500 ευρώ υπέρ αυτού για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των προαναφερόμενων άρθρων σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 69, 682 S 1 εδ. α’, 731 και 732 και 947 § 1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των προαναφερόμενων άρθρων, το Δικαστήριο μπορεί, ώσπου να εκδώσει στο πλαίσιο της κύριας δίκης την τελεσίδικη ή οριστική δικαστική απόφαση του, να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, επιλέγοντας το κατά την κρίση του προσφορότερο ασφαλιστικό μέτρο και ειδικότερα να διατάξει σύμφωνα με τα άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ την προσωρινή ρύθμιση της απορρέουσας από τη διαρκή σύμβαση δανείου προκειμένου να εξακολουθήσει προσωρινά να βρίσκεται σε λειτουργία η διαρκής έννομη σχέση, με λήψη ασφαλιστικού μέτρου και δη την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (ΚΠολΔ 731, 732) ώσπου να εκδοθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης η τελεσίδικη ή οριστική (διαπλαστική ή μη) δικαστική απόφαση, ενόψει του ότι η σύμβαση δανείου είναι διαρκής, καθόσον το δάνεισμα πρόκειται να αποδοθεί σε πράγματα του ίδιου γένους από οικονομικής άποψης και συνεπώς η αληθής παροχή του συνίσταται στην κατά τη διάρκεια του δανείου παραχώρηση της χρήσης του δανειζόμενου κεφαλαίου (Βλ. I. Ρόκας, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Εισαγ. παρατηρήσεις στα άρθρα 806-809, αριθ. 12, β. Βαθρακοκοίλη, «Ερμηνεία- Νομολογία Αστικού Κώδικα» τόμος Γ’, ημίτομος Γ’, έκδ.2006, άρθρο 806 αριθ. 19 και υποσημ. 23, σ. 353) και είδος δανείου αποτελεί και το τοκοχρεωλυτικό δάνειο, στο οποίο η απόδοση συμφωνείται να γίνει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή σε δόσεις που να περιέχουν τμήμα του κεφαλαίου (Βλ. βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π. άρθρο 806 αριθ. 30 β’, σ. 359, I.Ρόκας, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, υπό άρθρο 806, αριθ. 13). Τούτο δεν προσκρούει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 692 § 4 ΚΠολΔ, όπως αβάσιμως διατείνεται η καθ’ ης, διότι η λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου δεν οδηγεί στην ολοκληρωτική ικανοποίηση της προαναφερόμενης εκ του ουσιαστικού δικαίου ασφαλιστέας και προσωρινώς ρυθμιστέας αξίωσης, καθόσον τούτη έχει ως αντικείμενο παροχή διαρκή και όχι εφάπαξ εκπληρωτέα, αλλά απλώς διατηρεί προσωρινά σε λειτουργία τη διαρκή σύμβαση και συνεπώς δεν εγείρεται ζήτημα εξασφάλισης ή διατήρησης του ασφαλιστέου δικαιώματος, αλλά προσωρινής διατήρησης των συνθηκών εκείνων που υπήρχαν στη διαμορφωμένη κατά τον χρόνο που επιχειρήθηκε η μεταβολή ή άλλη αλλοίωση της εριζόμενης έννομης σχέσης και την αποτροπή δημιουργίας ανεπανόρθωτης Βλάβης καθ’ όλο το χρονικό διάστημα, εωσότου κριθεί οριστικά το ασφαλιστέο δικαίωμα. Δηλαδή λόγω της διάρκειας (εδώ: της περιοδικότητας) των παροχών της υποχρέωσης του οφειλέτη, η προαναφερόμενη εκ του ουσιαστικού δικαίου ασφαλιστέα και προσωρινώς ρυθμιστέα αξίωση έχει τόση διάρκεια, όση και η έννομη σχέση, από την οποία απορρέει. Έτσι, η λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου δεν δημιουργεί αμετάκλητες ή δυσχερώς αναστρέψιμες καταστάσεις, που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της κύριας δίκης. Πρέπει επομένως, η ένδικη αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων _______   _______  και _______  _______  , που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου, και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίσουν πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. 4216845088 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού 609.000 ελβετικών φράγκων, που καταρτίστηκα στην Αθήνα, στις 19-3-2009, μεταξύ του αιτούντος ως δανειολήπτη και της καθ’ ης ανώνυμης τραπεζικής Εταιρείας ως δανείστριας, χορηγήθηκε στον αιτούντα δάνειο, προς το σκοπό αγοράς κατοικίας, το οποίο η καθ’ ης εκταμίευσε αυθημερόν (την 19-3-2009) καί κατέθεσε στον συνδεδεμένο με το άνω δάνειο τραπεζικό λογαριασμό του αιτούντος, το ποσό των 395.840,10 ευρώ που αντιστοιχούσε σε όλο το κεφάλαιο του εν λόγω δανείου ελβετικών φράγκων, με ευνοϊκό τότε επιτόκιο λόγω της κατά το χρόνο κατάρτισης της ισχύουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ-ελΒετικού φράγκου, που ανερχόταν στο 1/1,5385. Σύμφωνα με τους Ειδικούς Όρους της άνω σύμβασης η εξόφληση του τοκοχρεωλυτικού δανείου συμφωνήθηκε (άρθρο 14) να γίνει κατά το σύστημα της σύνθετης χρεολυσίας (προοδευτικού χρεολυσίου ή Γαλλικό), εντός προθεσμίας είκοσι (20) ετών, με την πληρωμή από τον αιτούντα – οφειλέτη στην καθ’ ης · δανείστρια ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, διακοσίων σαράντα (240) συνεχών μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων, οι οποίες θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με Βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο και θα εξοφλούνται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού του αιτούντα – οφειλέτη κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με Βάση την τιμή πώλησης από την καθ’ ης τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης. Ρητά δε, στο ως άνω άρθρο 14 της προαναφερόμενης σύμβασης, αναφέρεται ότι ο οφειλέτης δηλώνει ότι κατανοεί πλήρως και αναλαμβάνει το συναλλαγματικό κίνδυνο που συνεπάγεται η λήψη δανείου σε συνάλλαγμα, ήτοι τυχόν αυξημένη επιβάρυνση του σε ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου (δόσεις, έξοδα, ασφάλιστρα, κεφάλαιο) λόγω ενδεχόμενης δυσμενούς για αυτόν μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ. Για το λόγο αυτό και για τον περιορισμό των επιπτώσεων από τυχόν σημαντικές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ, και μόνο για τα τέσσερα (4) πρώτα έτη αποπληρωμής του δανείου, ορίζεται ότι η τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής από τον οφειλέτη των οφειλόμενων τοκοχρεολυσίων δεν μπορεί να διακυμανθεί (μειωθεί ή αυξηθεί) πλέον των πέντε εκατοστιαίων μονάδων (5%) επί της ισχύουσας τιμής αγοράς από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου. Σε περίπτωση τμηματικής εκταμίευσης, η παραπάνω τιμή αγοράς αναφέρεται στην ισχύουσα τιμή αγοράς από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία της πρώτης εκταμίευσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 15 (Επιτόκιο δανείου) των Ειδικών Όρων της άνω σύμβασης, ρητά συμφωνήθηκε ότι το συμβατικό επιτόκιο του ανωτέρω δανείου είναι κυμαινόμενο και συμφωνήθηκε και ορίστηκε από την κατάρτιση των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων ότι θα ισούται με το επιτόκιο London Interbanl Offered Rate (LIBOR) ελβετικού φράγκου διάρκειας ενός μηνός (επιτόκιο αναφοράς), στρογγυλοποιημένο στα τρία (3) δεκαδικά ψηφία, όπως αυτό καθορίζεται δύο εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία έναρξης της περιόδου εκτοκισμού εκάστης δόσης προσαυξημένο: Α) Για τα πρώτα 4 έτη αποπληρωμής του δανείου, κατά περιθώριο 1,70%, σταθερό για την εν λόγω περίοδο, καθώς και τη νόμιμη, κατά περίπτωση, εισφορά ταυ ν. 123/1975 – συμπεριλαμβανομένης προσαύξησης 0,20 εκατοστιαίων μονάδων (0,20%) λόγω περιορισμού του συναλλαγματικού κινδύνου που αναλαμβάνει ο οφειλέτης κατά την εν λόγω περίοδο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, και Β) Για την υπολειπόμενη διάρκεια μέχρι τη λήξη του συμβατικού χρόνου εξυπηρέτησης του δανείου, κατά περιθώριο 1,50%, σταθερό έως την ολοσχερή εξόφλησης του, καθώς και τη νόμιμη, κατά περίπτωση, εισφορά του v. 128/1975. Με το άρθρο 7 (Τόκος υπερημερίας – Ανατοκισμός) των Γενικών Όρων της άνω δανειακής σύμβασης, συμφωνήθηκε ρητά ότι σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης οποιασδήποτε οφειλής του δανείου ο οφειλέτης θα χρεώνεται αυτοδικαίως για τα καθυστερούμενα ποσά, από την ημέρα της καθυστέρησης και χωρίς όχληση, με τόκους υπερημερίας, οι οποίοι θα υπολογίζονται με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο του δανείου προσαυξημένο, μέχρι το εκάστοτε επιτρεπόμενο ανώτατο όριο των εκατοστιαίων μονάδων υπερημερίας. Το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο υπερημερίας ορίστηκε κατά την ημέρα κατάρτισης της δανειακής σύμβασης , σύμφωνα με την ΠΔΤΕ 2393/96 κατά δυόμισι (2,5) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του εκάστοτε εφαρμοζόμενου συμβατικού επιτοκίου. Επίσης συμφωνήθηκε ότι, από της ημέρας της υπερημερίας, χωρεί αυτοδικαίως και χωρίς όχληση ανατοκισμός. Με το άρθρο 9 (Καθυστέρηση εξόφλησης οφειλών – Καταγγελία σύμβασης) ρητά συνομολογήθηκε μεταξύ των ως άνω συμβαλλομένων διαδίκων ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης, εν όλω ή εν μέρει, εξόφλησης οποιοσδήποτε οφειλής από το δάνειο ή παράβασης οποιουδήποτε όρου της σύμβασης, που συμφωνείται ρητά ότι είναι όλοι ουσιώδεις, η καθ’ ης δανείστρια τραπεζική εταιρεία δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξη των καθυστερούμενων ποσών και σε περίπτωση μη ολοσχερούς εξόφλησης τριών συνεχόμενων μηνιαίων δόσεων δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να καταστήσει το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Επίσης, στην περίπτωση αυτή, ρητά συμφωνήθηκε ότι η καθ’ ης δανείστρια τραπεζική εταιρεία δύναται να μετατρέψει το νόμισμα του δανείου σε ευρώ, με Βάση την ισχύουσα τιμή αγοράς του ελβετικού νομίσματος (ελβετικό φράγκο CHF) κατά την ημέρα μετατροπής και στην περίπτωση αυτή, το κόστος για την μετατροπή του Βάρους από ελβετικά φράγκα σε ευρώ, βαρύνει εξ ολοκλήρου τον οφειλέτη. Προς εξασφάλιση του ανωτέρω δανείου ο αιτών ανέλαβε την υποχρέωση (άρθρο 2.1 των ως άνω συμβάσεων) να παραχωρήσει δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, υπέρ της καθ’ ης δανείστριας Τράπεζας, για το ποσό των 791.700 ελβετικών φράγκων [CHF], επί του ακινήτου και δη ενός διαμερίσματος – μεζονέτας εκτάσεως 81,18 τ.μ., μετά των παρακολουθημάτων αυτού, που βρίσκεται στο δήμο Βάρης Αττικής, προσημείωση, η οποία δυνάμει της υπ’ αριθ. 10416Σ/2009 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ενεγράφη σε Βάρος του ανωτέρω ακινήτόυ. Από της εκταμίευσης του δανείου και εντεύθεν κατόπιν πάγιας εντολής του αιτούντος προς την καθ’ ης, η τελευταία [καθ’ ης] αναλάμβανε από τον άνω τραπεζικό λογαριασμό τις μηνιαίες δόσεις του δανείου με την συναλλαγματική ισοτιμία σε Ελβετικό Φράγκο κατά το χρόνο πληρωμής. Η επιλογή σύναψης του ως άνω τοκοχρεωλυτικού δανείου σε ελβετικό φράγκο, από τον αιτούντα εξηγείται από το ότι, από τη θεσμοθέτηση του ευρώ (τον Ιανουάριο 1999), η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου παρέμενε σχετικά σταθερή (διακύμανση της τάξης του 5,3%), ενώ, ταυτόχρονα, το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR CHF (επιτόκιο αναφοράς των αγγλικών τραπεζών για ελβετικά φράγκα), κυμαινόταν διαχρονικά σε χαμηλότερα επίπεδα, από το αντίστοιχο επιτόκιο EURIBOR (διατραπεζικό επιτόκιο που προσφέρεται για τις καταθέσεις μίας τράπεζας σε άλλη, σε ευρώ), με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα επιτοκιακό όφελος για τον δανειολήπτη , που δανείζονταν με επιτόκιο LIBOR CHF. Οι ανωτέρω λόγοι έδιναν συγκριτικό πλεονέκτημα, για το συγκεκριμένο προϊόν, σε σχέση με ένα δάνειο σε ευρώ, τονίζονταν δε το πλεονέκτημα αυτό, στις σχετικές διαφημιστικές καμπάνιες των τραπεζών και έτσι προωθούνταν, απ’ αυτές, κατά τον τότε χρόνο, τα δάνεια σε ελβετικά φράγκα. Συγκεκριμένα, τονίζονταν τόσο η σταθερότητα της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ -ελβετικού φράγκου, όσο και το πλεονέκτημα της επιτοκιακής διαφοράς EURIBOR και LIBOR CHF, που είχε ως αποτέλεσμα χαμηλότερους τόκους και συνακόλουθα μικρότερη μηνιαία επιβάρυνση, για τον δανειολήπτη ελβετικού φράγκου, έναντι του δανειολήπτη σε ευρώ, ενώ τονιζόταν επίσης και η προσδοκία ότι η χαμηλή διακύμανση της ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου θα συνεχιζόταν και στο μέλλον, το δε επιτοκιακό όφελος θα κάλυπτε, σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε ζημία, από πιθανή ανατίμηση του ελβετικού φράγκου. Περαιτέρω πιθανολογείται ότι ήδη από το χρόνο σύναψης της δανειακής σύμβασης και εντεύθεν, η ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατέγραψε μεγάλη μείωση σε Βάρος του ευρώ, ο δε δείκτης της διακύμανσης, η οποία είχε παραμείνει περίπου σταθερή, για τα προηγούμενα δεκαπέντε (15) έτη, τριπλασιάστηκε. Μάλιστα, το έτος 2011, η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας, έθεσε κατώτερο όριο στην ισοτιμία των δύο νομισμάτων, αυτό του 1,20 (δηλαδή 1 ευρώ = 1,20 ελβετικό φράγκο), το όποιο, όμως, απελευθέρωσε, με νεώτερη απόφαση της, τον Ιανουάριο 2015. Έτσι με βάση τα ανωτέρω, πιθανολογείται στην επίδικη περίπτωση, ότι η ισοτιμία EURO/CHF, με Βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου, κατά την εκταμίευση του δανείου ( 19-3-2009), ήταν 1/1,5385 (δηλαδή 1 ευρώ ισούτο με 1,5358 ελβετικά φράγκα), μετά την ραγδαία ανατίμηση του ελβετικού φράγκου (15- 1-2015) ανήλθε σε 1,0280 (δηλ. 1 ευρώ ισούτο με 1,0280 ελβετικά φράγκα), με συνέπεια, η διαφορά αυτή (μεταξύ αρχικής και επιγενόμενης ισοτιμίας), να επιβαρύνει (αυξάνει), τη μηνιαία δόση που καταβάλλω ο δανειολήπτης σε ευρώ, καθώς και το οφειλόμενο ποσό σε ευρώ, για την αποπληρωμή του δανείου. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι ο αιτών άσκησε κατά της καθ’ ης τραπεζικής εταιρείας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 23-6-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. 550297/2187) αγωγή του, με την οποία [αγωγή] ζητά : 1. Να αναγνωριστεί ότι μεταξύ του αιτούντος και της καθ’ ης η αίτηση, δεν είναι υπαρκτή και ενεργή η υπ’ αριθ. 4216845088/19.03.2009 Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου εκ ελβετικών φράγκων 609.000, εκταμιευθέντων την 19.03.2009 και συνεπώς ουδεμία οφειλή εκ ελβετικών φράγκων 609.000 απορρέει από την εν λόγω σύμβαση δανείου. 2 Άλλως και άλως επικουρικώς να αναγνωριστεί η ακυρότητα της υπ’ αριθμ. 4216845088/19.03.2009 Σύμβασης Στεγαστικού Δανείου σύμφωνα με την 174 ΑΚ ως αντιΒαίνουσα στην ΠΔΤΕ 1955/1991 και την 806ΑΚ, α) άλλως και άλως επικουρικώς λόγω αοριστίας παροχής κατά τη 372ΑΚ, β) άλλως και άλως επικουρικώς λόγω ακυρότητας των όρων 14 ως καταχρηστικών κατά το άρθρο 2 παρ.7 και 6 του ν.2251/1994, που επιφέρει την ακυρότητα συνολικά της υπ’ αριθμ. 4216845088/19.03.2009 Σύμβασης Στεγαστικού Δανείου κατά την 181ΑΚ, δ) άλλως και άλως επικουρικώς ως καταχρηστική κατά την παρ. 6 του αρ. 2 του ν.2251/1994, ε)άλλως και άλως επικουρικώς ως καταχρηστική κατά την 281ΑΚ, στ) άλλως και άλως επικουρικώς λόγω αισχροκέρδειας και ανηθικότητας κατά την 178 και 179ΑΚ, ζ) άλλως και άλως επικουρικώς ως καταπλεονεκτική κατά την 281 ΑΚ. 3. Αλλως και άλως επικουρικώς να κηρυχθεί από το Δικαστήριό σας η ακυρότητα της με αριθμό 4216845088/19.03.2009 σύμβασης στεγαστικού δανείου λόγω απάτης κατά την 147ΑΚ άλλως και άλως επικουρικώς λόγω πλάνης κατά την 140 ΑΚ, άλλως και άλως επικουρικώς λόγω εικονικότητας κατ’ άρθρο 138 ΑΚ. 4. Αλλως και άλως επικουρικώς να αναπροσαρμοστεί η οφειλή του αιτούντος απέναντι στην καθ’ ης κατά την 388ΑΚ, άλλως και άλως επικουρικώς κατά την 288ΑΚ, στο προσήκον μέτρο της οφειλής σήμερα. 5. Να αναγνωριστεί ότι το χορηγηθέν από την καθ’ης  τραπεζική εταιρεία στον αιτούντα στεγαστικό δάνειο, το οποίο εκταμιεύτηκε στις 19.03.2009, ποσού εκ ελβετικών φράγκων 609.000, αποτελεί το μοναδικό ποσό κεφαλαίου δανείου που οφείλει να επιστρέφει στην αντίδικο του και η υπ’ αριθμ. 4216845088/19.03.2009 Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου να αναγνωριστεί ότι λειτουργεί ως Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου εκ ποσού ελβετικών φράγκων 609.000 εκταμιευθέντος στις 19.03.2009. 6. Να αναγνωριστεί ότι ο αιτών έχει καταβάλει στην αντίδικο έως και το μήνα Οκτώβριο 2016 προς εξόφληση κεφαλαίου δανείου εκ ελβετικών φράγκων 609.000, με Βάση τις υποδεικνυόμενες από την τράπεζα δόσεις, για κεφάλαιο και τόκους, το ποσό των 180.980 ελβετικών φράγκων .7 Να αναγνωρισθεί πως οι καταβολές δόσεων που πραγματοποίησε ο αιτών και θα πραγματοποιήσει εφεξής προς εκπλήρωση των απορρεουσών από τη μνημονευόμενη ως άνω σύμβαση στεγαστικού δανείου, υποχρεώσεών του, πρέπει να υπολογίζονται από την εναγόμενη σε ελβετικά φράγκα, με βάση την μεταξύ των δύο νομισμάτων συναλλαγματική ισοτιμία (1/1,5385), που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του στεγαστικού δανείου (19.03.2009), 8. Να αναγνωριστεί ότι η αντίδικος του τράπεζα ενέχεται στην καταβολή ποσού δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, λόγω της ηθικής του βλάβης. Ανεξαρτήτως δε, από την ευδοκίμηση της ως άνω αγωγής τους, αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για Γενικούς Όρους Συναλλαγών [ΓΟΣ] αλλά Ειδικούς Όρους στους οποίους απέβλεψε ειδικά ο αιτών προκειμένου να επιτύχει τη μείωση της δόσης του στεγαστικού του δανείου, ενώ κατά ρητή δήλωση του στην άνω σύμβαση ο αιτών δήλωσε ότι κατανοεί πλήρως και αναλαμβάνει το συναλλαγματικό κίνδυνο που συνεπάγεται η λήψη δανείου σε συνάλλαγμα, ήτοι τυχόν αυξημένη επιβάρυνση του σε ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου (δόσεις, έξοδα, ασφάλιστρα, κεφάλαιο) λόγω ενδεχόμενης δυσμενούς για αυτόν μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ (βλ. άρθρο 14° της άνω σύμβασης), για τον περιορισμό των επιπτώσεων από τυχόν σημαντικές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ και μόνο για τα τέσσερα (4) πρώτα έτη αποπληρωμής του δανείου, ορίστηκε ότι η τιμή πώλησης από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής από τον οφειλέτη των οφειλόμενων τοκοχρεωλυσίων δεν μπορεί να διακυμανθεί (αυξηθεί ή μειωθεί) πλέον των πέντε εκατοστιαίων μονάδων (5%) επί της ισχύουσας τιμής αγοράς από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου, στην προκειμένη περίπτωση δεν πιθανολογήθηκε η επικαλούμενη από τον αιτούντα επείγουσα περίπτωση για τη λήψη των αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι ο αιτών μπορούσε ήδη από το έτος 2010 – όταν το ελβετικό φράγκο είχε ήδη ανατιμηθεί σημαντικά σε σχέση με το ευρώ, κατά τα ανωτέρω- να προβεί στη μετατροπή του δανείου από ελβετικό φράγκο σε ευρώ προκειμένου να μην έχει συναλλαγματικό κίνδυνο, αλλά εκείνος δεν το επέλεξε. Αντ’ αυτού, γνωρίζοντας εγκαίρως επακριβώς το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης, συνέχισε να καταβάλει αυτές κανονικά. Επιπλέον, μετά την σύναψη της άνω σύμβασης, ακολούθησε η σύναψη τριών πρόσθετων πράξεων τροποποίησης της ισχύουσας υπ’ αριθμ. 4216845088 αρχικής σύμβασης, κατόπιν σχετικών αιτήσεων του αιτούντος , και ειδικότερα: την 05.03.2013 υπέβαλε αίτηση τροποποίησης της ισχύουσας ως άνω σύμβασης, σε ικανοποίηση της οποίας συνήφθη την 26.03.2013 στο Κατάστημα Μοσχάτου (148) Πρόσθετη Πράξη στην υπ” αριθμ. 4216845088 δανειακή σύμβαση. Βάσει αυτής, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το δάνειο θα εξοφληθεί εντός προθεσμίας 217 μηνών από της ημερομηνίας ισχύος της προσθέτου πράξεως, αρχικά με την πληρωμή 24 συνεχών μηνιαίων δόσεων   που περιλαμβάνουν μόνο τόκους, και στη συνέχεια με την πληρωμή 193 συνεχών μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων. Κατά την υπογραφή της προσθέτου πράξεως, ο αιτών ρητώς δήλωσε ότι αναγνωρίζει και αποδέχεται το συναλλαγματικό κίνδυνο που συνεπάγεται η λήψη δανείου σε συνάλλαγμα, ήτοι τυχόν αυξημένη επιβάρυνσή του σε ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου (δόσεις, έξοδα, ασφάλιστρα, κεφάλαιο), εξαιτίας κάθε μελλοντικής και τυχόν δυσμενούς για αυτόν μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ» (σελ. 4 προσθέτου πράξεως). Επίσης, συμφωνήθηκε και αναγνωρίστηκε ανεπιφύλακτα ότι το συνολικό ποσό του άληκτου κεφαλαίου του δανείου ανερχόταν την 26.03.2013 σε ελβετικά φράγκα 506.303,75 και ότι αυτό θα εξυπηρετείτο εφεξής από τον υπ’ αριθμ. 4233402296 δανειακό λογαριασμό (σελ. 2 προσθέτου πράξεως). Εν συνεχεία, την 12.05.2015 υπέβαλε αίτηση προς την Τράπεζα για έγκριση περιόδου καταβολής μόνο τόκων για χρονικό διάστημα 12 μηνών , σε ικανοποίηση της οποίας συνήφθη την 12.05.2015 στο Κατάστημα Μοσχάτου (148) Πρόσθετη Πράξη στην υπ’ αριθμ. 4216845088 δανειακή σύμβαση, δια της οποίας συνομολογήθηκε – μεταξύ άλλων – ότι η συνολική ενήμερη οφειλή, ανερχόμενη την 12.05.2015 σε 504.071,96 ελβετικά φράγκα, θα εξοφλείτο με πληρωμή 12 συνεχών μηνιαίων δόσεων απλών τόκων και εν συνεχεία με την πληρωμή 180 συνεχών μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων. Τέλος, την 18.05.2016 υπέβαλε νέα αίτηση τροποποίησης της δανειακής σύμβασης προς το σκοπό της ρύθμισης των οφειλών του, κατά την οποία ημερομηνία μάλιστα ενημερώθηκε από την Τράπεζα για τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας και δήλωσε ενυπογράφως τούτο καθώς και ότι αποδέχεται την αξιολόγηση του αιτήματος ρύθμισης των οφειλών του και τη διευθέτηση αυτών. Κατόπιν των ως άνω, συνήφθη την 01.06.2016 στο Κατάστημα Μοσχάτου (148) Πρόσθετη Πράξη στην υπ’ αριθμ. 4216845088 δανειακή σύμβαση , δια της οποίας συνομολογήθηκε – μεταξύ άλλων – ότι το συνολικό ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής, ανερχόμενο την 01.06.2016 σε 506.815,11 ελβετικά φράγκα, θα εξοφλείτο με πληρωμή 240 συνεχών μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων και τα 3 πρώτα έτη αποπληρωμής της οφειλής θα καταβάλλει κλασματικές δόσεις, ήτοι ποσοστό 28% επί της εκάστοτε οφειλόμενης δόσης. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι το επίδικο δάνειο είναι ενήμερο και δεν οφείλεται καμία δόση και συνεπώς η επικαλούμενη από αυτόν αδυναμία καταβολής των δόσεων, συναρτώμενη με μείωση εισοδημάτων του, δεν πιθανολογείται Βάσιμη, σε κάθε δε περίπτωση βρίσκεται εκτός της σφαίρας ευθύνης της καθ’ ης, η οποία δεν έχει προβεί σε καμία απολύτων δικαστική ενέργεια σε Βάρος του αιτούντος, ούτε υπάρχει άμεσο ενδεχόμενο καταγγελίας της δανειακής σύμβασης από την πλευρά της τράπεζας, τουλάχιστον με τα δεδομένα που τέθηκαν υπ’όψην του Δικαστηρίου. Επομένως, με βάση όλα τα ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση πρέπει σε κάθε περίπτωση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αΒάσιμη ως προς τα κύρια αιτήματά της , παρέλκουσας της έρευνας του παρεπομένου αιτήματος περί απειλής ποινών έμμεσης εκτέλεσης. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων θα συμψηφιστούν στο σύνολο τους διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής [άρθ. 179 ΚΠολΔ],

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό της.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη και

δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2/10/2017 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία