fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Αριθμός 771/2010
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Παρασκευά Ξηρουχάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Ιωάννη Χρονόπουλο – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Δερμάτη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Σεπτεμβρίου 2010 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: _______  _______   _______  , κατοίκου Κηφισιάς Αττικής, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιός του δικηγόρος Χρήστος Οικονομάκης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «_______  ΑΝΩ­ΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΕΩΣ»  που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιός της δικηγόρος Νικόλαος Θεοφανόπουλος.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12-7-2004 και με αριθ. εκθ. κατάθ. 5816/2004 αγωγή της επί της οποίας εκδόθηκε η 3419/2009 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 26-10-2009 και με αριθ. εκθ. κατάθ. 1217/2009 έφεσή του της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης( αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η έφεση του εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’ αριθ. 3419/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη (επίδοση εκκαλουμένης 25-9-2009, άσκηση εφέσεως 26-10-2009 ημέρα Δευτέρα). Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 § 1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα με την από 12-7-2004 (αριθ. κατάθ. 5816/2004) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «_______  ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ενεργώντας στα πλαίσια των καθηκόντων του και με την παραπάνω ιδιότητά του, εξέδωσε σε διαταγή της (ενάγουσας) την αναφερόμενη επιταγή (ποσού 136.051 Ευρώ), η οποία, αν και εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή, δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια της παραπάνω ανώνυμης εταιρίας, γεγονός που τελούσε σε γνώση του εναγομένου νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρίας, με αποτέλεσμα αυτή (ενάγουσα) ως νόμιμη κομίστρια (λήπτρια) της προαναφερόμενης επιταγής να ζημιωθεί κατά το ποσό της εν λόγω ακάλυπτης επιταγής. Ζήτησε δε η ενάγουσα να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει 1) το ποσό της παραπάνω επιταγής εκ 136.051 Ευρώ ως αποζημίωση και 2) το ποσό των 9.970 Ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τη μη πληρωμή της επιταγής, απαγγελλομένης κατ’ αυτού και προσωπικής κράτησης λόγω της αδικοπραξίας του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε νόμιμη την αγωγή και τη δέχθηκε στην ουσία. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εναγόμενος για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί με την κρινόμενη έφεσή του να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή.

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 79 Ν. 5960/1933, 914, 297 και 298 ΑΚ συνάγεται ότι αυτός που εκδίδει επιταγή γνωρίζοντας ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, ζημιώνει  τον κομιστή από τη μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της, παρά το νόμο, ήτοι εναντίον  της διατάξεως του άρθρου 79 ν. 5960/1933, που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του εκδότη και ποινικό αδίκημα. Εντεύθεν είναι υποχρεωμένος κατά τις διατάξεις περί  αδικοπραξιών σε αποζημίωση του κομιστή, γιατί  η διάταξη αυτή του άρθρου 79 ν. 5960/1933 έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής (Ολ.ΑΠ 18/2004 ΝοΒ ‘53.61, ΑΠ 418/2007 ΝοΒ 2007.1168, ΑΠ 1442-3/2003 Ελλ.Δικ. 46.772, ΑΠ 218/2003 Ελλ.Δικ. 45.445). Περαιτέρω κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη όμως αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα επί ανώνυμης εταιρίας και ΕΠΕ, οι διοικούντες αυτές, δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση Υια χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ. Έτσι επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, υπόχρεος σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κομιστή της είναι (πλέον του νομικού προσώπου) και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, που υπέγραψε την επιταγή εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής (ΑΠ 418/2007 ό.π., ΑΠ 29/2006 ΔΕΕ 2006.503, ΑΠ 25/2000 Ελλ.Δικ. 41.713). Τέλος κατά το άρθρο 1047 § 1 ΚΠολΔ προσωπική κράτηση μπορεί να διαταχθεί επίσης και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ (Κυρ. ν. 2462/1997), κατά το οποίο «κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση». Η διάταξη αυτή προδήλως αναφέρεται μόνο στις συμβατικές ενοχές και όχι στις αδικοπρακτικές και δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικώς και επί των τελευταίων. Επί των απαιτήσεων από αδικοπραξία εναπόκειται στο δικαστήριο της ουσίας να διατάξει ή όχι την προσωπική κράτηση του οφειλέτη ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης αρκεί η αιτιολογία της απόφασης σχετικά με το αποδεδειγμένο της συμπεριφοράς του οφειλέτη και επομένως δεν συνάγεται από τη διάταξη αυτή ότι επί αδικοπρακτικής ευθύνης θα πρέπει να απαλλάσσεται από την προσωπική του κράτηση ο οφειλέτης που από αδυναμία δεν εκπληρώνει την χρηματική του υποχρέωση (ΑΠ 1483/2008 ΔΕΕ 2009.46, ΑΠ 257/2008 Δημοσ. Νόμος, ΑΠ 1180/2004 ΔΙΚΗ 2005.556).

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ίδιου δικαστηρίου, τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα καθώς και τα διαμειβόμενα από τους διαδίκους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «_______  ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «_______  » και εντός των πλαισίων των ανατεθειμένων σ’αυτόν καθηκόντων, εξέδωσε στον Πειραιά στις 31-12-2003 την υπ’ αριθ. 32364433-5 μεταχρονολογημένη επιταγή, η οποία έφερε ως ημερομηνία έκδοσης την 28-2-2004, ποσού 136.051 Ευρώ, σε διαταγή της ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας, πληρωτέα στην _______  Τράπεζα. Ο εναγόμενος υπέγραψε την πιο πάνω επιταγή θέτοντας κάτω από την υπογραφή του τη σφραγίδα της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «_______  ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «_______  », γεγονός άλλωστε που δεν αμφισβητείται από τον ίδιο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 30-12-2003 δημοσιεύθηκε στο με αριθμό φύλλου 1370/30-12-2003 ΦΕΚ το από 15-11­2003 πρακτικό της γενικής συνέλευσης της παραπάνω εταιρίας, δυνάμει του οποίου ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ορίστηκε ο _______  _______  του _______  . Όμως κατά την ημερομηνία έκδοσης της επίδικης επιταγής την 31-12-2003, ήτοι την επομένη της ημερομηνίας δημοσίευσης της παύσης της εκπροσωπήσεως της εταιρίας με την επωνυμία «_______  ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «_______  » από τον εναγόμενο, η ενάγουσα, όπως αποδείχθηκε, δεν γνώριζε την επελθούσα αλλαγή και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7α και 7β του ν. 2190/1920 η αλλαγή στην εκπροσώπηση της εταιρίας δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά της ενάγουσας πριν περάσουν 15 ημέρες από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ της αλλαγής του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας. Η μη γνώση της ενάγουσας περί της επελθούσας αλλαγής της εκπροσώπησης της εταιρίας με την επωνυμία «_______  ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» επιβεβαιώνεται και από την από 20-4-2004 έγγραφη απάντηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος με την οποία γνωστοποιείται στην ενάγουσα ότι νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας και εκδότης της επίδικης επιταγής είναι ο εναγόμενος. Εξάλλου πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι κατά τη συνεδρίαση της 8-11-2005 του Α’ Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ΑΜ-16956 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου με την οποία ο εναγόμενος καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, ο τελευταίος πλην του ότι ομολόγησε την πράξη του δεν προέβαλε κάποιο ισχυρισμό που να αφορά τη μη εκπροσώπηση από τον ίδιο της ανώνυμης εταιρίας κατά τον κρίσιμο χρόνο της έκδοσης της  επίδικης επιταγής. Κατόπιν αυτών ο  ισχυρισμός του εναγομένου περί ελλείψεως παθητικής του νομιμοποιήσεως λόγω αλλαγής εκπροσώπησης της εταιρίας είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Δεν έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη που απέρριψε με παρόμοια αιτιολογία τον πιο πάνω ισχυρισμό και πρέπει ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω η ενάγουσα ως νόμιμη κομίστρια (ληπτρια) εμφάνισε την προαναφερόμενη επιταγή στην πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή εμπρόθεσμα στις 2-3­2004, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της, όπως βεβαιώθηκε από την πληρώτρια τράπεζα στο σώμα της επιταγής. Ο εναγόμενος, ο οποίος, όπως εκτέθηκε, ενεργούσε ως εκπρόσωπος της παραπάνω εταιρίας, υπέγραψε την επίδικη επιταγή γνωρίζοντας ότι η εν λόγω εταιρία δεν είχε στην πληρώτρια τράπεζα διαθέσιμα κεφαλαία, τόσο κατά το χρόνο χη ς πραγματικής έκδοσης της ως άνω επιταγής, όσο και κατά το χρόνο της εμφανίσεως αυτής προς πληρωμή. Αποτέλεσμα της πιο πάνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου ήταν να υποστεί η ενάγουσα ισόποση με το ποσό της επιταγής ζημία, την οποία ο εναγόμενος είναι υπόχρεος να αποκαταστήσει. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι δεν συντρέχει δόλος στο πρόσωπό του, διότι η προαναφερόμενη εταιρία είχε ήδη προβεί σε δήλωση παύσης πληρωμών από την 20­12-2003 (ήτοι πριν από την έκδοση της επίδικης επιταγής) και πτώχευσε αργότερα στις 12-5-2004 και επομένως υπήρχε αδυναμία πληρωμής της επιταγής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος αυτός ενήχθη για δική του αδικοπρακτική, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας, συμπεριφορά, για την οποία ευθύνεται σε αποζημίωση ο ίδιος, η προβαλλόμενη δε ως άνω πτώχευση της εταιρίας δεν ασκεί επιρροή στην ένδικη υπόθεση και δεν έχει ως συνέπεια να θεωρείται η μη πληρωμή της επιταγής ανυπαίτια ως προς τον εναγόμενο, ο οποίος εκδόσας με υπό την άνω ιδιότητα την επιταγή εν γνώσει της ελλείψεως διαθεσίμων κατά τους χρόνους εκδόσεως και πληρωμής της, ενήργησε υπαιτίως και ετέλεσε ατομικά αδικοπραξία,       ευθυνόμενος, όπως εκτέθηκε, σε αποζημίωση ο ίδιος (βλ. και ΑΠ 29/2006 ΔΕΕ 2006.503, ΕΑ 6847/2007 ΔΕΕ 2008.345). Η εκκαλουμένη άρα, που απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό του εναγομένου ότι δεν συντρέχει δόλος στο πρόσωπό του, δεν έσφαλε, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εναγόμενος με το δεύτερο λόγο της έφεσής του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 281, 300, 288 και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι αυτός που δέχεται επιταγή εν γνώσει του ότι δεν έχει αντίκρισμα, ναι μεν με τη συμπεριφορά του δεν απαλλάσσει τον εκδότη από την ποινική ευθύνη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, παρέχει όμως το δικαίωμα στον εκδότη, είτε ενάγεται βάσει του νόμου περί επιταγών, είτε βάσει του αδικήματος, να αποκρούσει την αγωγή, επικαλούμενος ότι βάσει ιδιαίτερης συμφωνίας ο κομιστής εν γνώσει της έλλειψης αντικρύσματος έλαβε την επιταγή και ότι με τη συμπεριφορά του αυτή, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο και προς την αξιούμενη ζημία και προς τη ζημιογόνο πράξη, βρίσκεται σε κακή πίστη, επιδιώκοντας την πληρωμή του ποσού της επιταγής, αφού είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 29/2006 Δημοσ. Νόμος, ΕΑ 2419/2008 ΔΕΕ 2009.827, ΕΑ 6234/2003 Ελλ.Δικ. 45.539). Στην προκειμένη περίπτωση ο ισχυρισμός του εναγομένου με τις πρωτόδικες προτάσεις του, που επαναδιατυπώνεται και ως λόγος έφεσης, ότι η ενάγουσα γνώριζε καλώς ότι η προαναφερόμενη εταιρία κατά το χρόνο έκδοσης της επίδικης επιταγής δεν είχε αντίστοιχα κεφάλαια για την πληρωμή αυτής καθόσον η οικονομική της κατάσταση ήταν άσχημη και παρόλα αυτά δέχθηκε και έλαβε την επιταγή, η οποία δόθηκε για εγγύηση παλαιότερου χρέους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής γνώριζε τη μη ύπαρξη αντικρύσματος στην πληρώτρια τράπεζα και την εντεύθεν αδυναμία για την πληρωμή της, ενώ και η ίδια η μάρτυρας του εναγομένου κατέθεσε ότι η επίδικη επιταγή δεν δόθηκε ως εγγύηση για άλλο λόγο αλλά υπήρχε πραγματική οφειλή. Τέλος και ο τελευταίος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εναγόμενος, επικαλούμενος δυσμενή οικονομική κατάσταση την οποία διέρχεται, ισχυρίζεται ότι έπρεπε να απορριφθεί το αίτημα περί προσωπικής κρατήσεώς του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η προσωπική κράτηση για απαιτήσεις από αδικοπραξία μπορεί να διαταχθεί χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη οικονομικής δυνατότητας του εναγομένου.

Κατ’ ακολουθία αυτών η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη στην ουσία της και να καταδικαστεί ο εκκαλών στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, που για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας ορίζει στο ποσό των εφτακοσίων (700) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 21 Οκτωβρίου 2010 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου στις 18 Νοεμβρίου 2010, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία