fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Αριθμός απόφασης 4393/2009

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ειδική διαδικασία διαφορών από πιστωτικούς τίτλους)

 

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αλκιβιάδη Φερεσίδη, Πρωτόδικη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Μαρία Καλογιάννη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2009, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ανακόπτοντος: _________  _________  του _________  , κατοίκου Πειραιώς, οδός _________  , ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Μαρώση, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Της καθ’ ης η ανακοπή: της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «_________  Α.Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός _________  (Νέος Κόσμος), και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Προδρομίτης, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 24-2-2009 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία με αριθμό 2024/2009 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 30ης-3-2009, οπότε αναβλήθηκε για εκείνη που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΟΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 ΚΠολΔ εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2 περ. ε’ ΚΠολΔ, τίτλο εκτελεστό. Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν και την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και, συνεπώς, και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που τυχόν ασκήθηκε. Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλεται με αυτήν. Με την ανακοπή αυτή, έστω και αν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής και της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί, δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Η ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 παρ. 1 ή 633 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά της εκτέλεσης του άρθρου 933 ΚΠολΔ και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 παρ. 1 ή 633 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, εάν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δύο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ΑΠ 337/2006 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕΑ 547/2008 ΕλλΔνη 2008 σελ. 842). Περαιτέρω, η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ δικάζεται καταρχήν με τους κανόνες της τακτικής διαδικασίας με τις αποκλίσεις των άρθρων 583-585 και 933-937 ΚΠολΔ. Αν, όμως, για τη διάγνωση της αξιώσεως προς ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται εκτέλεση εφαρμόζεται ειδική διαδικασία, η ίδια ειδική διαδικασία ακολουθείται και για την εκδίκαση της ανακοπής (ΑΠ 1630/1983 ΝοΒ 1984 σελ. 1367, ΕφΠατρ 821/1994 ΕλλΔνη 1996 σελ. 1628). Η διάκριση ως προς την εφαρμοζόμενη διαδικασία γίνεται και, όταν ο εκτελεστός τίτλος δεν είναι απόφαση, αλλά διαταγή πληρωμής, οπότε για την εκδίκαση της ανακοπής τηρούνται οι κανόνες της διαδικασίας κατά την οποία εκδικάζεται η εναντίον της διαταγής ανακοπή (ΕΘ 3208/1988 Αρμ. 1989 σελ. 985, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας «Ερμηνεία ΚΠολΔ» υπό άρθρο 933 σελ. 1775). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ. 2 ΚΠολΔ κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής αυτής είναι το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον, όμως, μετά την επίδοση της επιταγής επακολούθησαν και άλλες πράξεις της κύριας διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλιώς το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος (ΕΑ 10683/1986 ΕλλΔνη 1987 σελ. 890). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 71/2009 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής από 2-2-2009 επιταγής προς πληρωμή, που του επιδόθηκε στις 5-2-2009 και με την οποία επιτάχθηκε μαζί με την εταιρεία με την  επωνυμία «_________  » και το διακριτικό τίτλο «_________  Ε.Π.Ε.» στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 94.720,07 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων λόγω έκδοσης από τον ανακόπτοντα μίας ισόποσης επιταγής σε διαταγή της ως άνω μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε., η οποία την οπισθογράφησε στην καθ’ ης η ανακοπή, της επιταγής μη πληρωθείσης κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα από την καθ’ ης η ανακοπή ως νόμιμη κομίστρια αυτής. Σύμφωνα με την ανωτέρω μείζονα σκέψη ο ανακόπτων παραδεκτά σωρεύει στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ κατά της ως άνω Διαταγής Πληρωμής και ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής επιταγής προς πληρωμή με διαφορετικούς λόγους (άρθρο 218 ΚΠολΔ).

Η ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η ανακοπτόμενη Διαταγή Πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 5-2-2009 (βλ. τη σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Αναστασίου Τσακνάκη επί του αντιγράφου της Διαταγής) και η υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 26-2-2009 (βλ. τη με στοιχεία 9533Β/26-2-2009 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δημητρίου Ραπατζίκου), ήτοι εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της ανακοπτόμενης Διαταγής Πληρωμής. Αρμοδίως δε και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, εφόσον η προσβαλλόμενη εκδόθηκε βάσει επιταγής, ήτοι πιστωτικού τίτλου (άρθρα 632 παρ. 3, 635 επ. ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των δύο λόγων της.

Περαιτέρω, η σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 934 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. 71/2009 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 2-2-2009 επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 5-2-2009 (βλ. τη σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Αναστασίου Τσακνάκη επί του αντιγράφου της Διαταγής) και δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα περαιτέρω πράξη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης. Αρμοδίως δε και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ως το Δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος, εφόσον δεν επακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, εφόσον η προσβαλλόμενη εκδόθηκε βάσει επιταγής, ήτοι πιστωτικού τίτλου (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας «Ερμηνεία ΚΠολΔ» υπό άρθρο 933 αριθμ. 12 σελ. 1775). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του Ν 5960/1933, τα εναγόμενα πρόσωπα από επιταγή μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή τις ενστάσεις που στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις τους με τον εκδότη ή τους προηγουμένους κομιστές, μόνο αν ο κομιστής κατά την κτήση της επιταγής ενήργησε με γνώση του προς βλάβη του οφειλέτη. Περαιτέρω, απαιτείται η ειδική αναφορά στο δικόγραφο της ανακοπής της γνώσης του τρίτου και της ενέργειάς του προς βλάβη του οφειλέτη, καθώς αποτελούν στοιχεία της προβαλλόμενης ένστασης. Μόνη δε η γνώση της ύπαρξης των ενστάσεων δεν αρκεί, αλλά απαιτείται ο κομιστής να ενεργεί προς το σκοπό να πληρωθεί η επιταγή και επιπλέον απαιτείται η σωρευτική αναφορά των στοιχείων της γνώσης και βλάβης, διότι διαφορετικά ο σχετικός ισχυρισμός είναι αόριστος και απορριπτέος (ΑΠ 1353/2000 ΕλλΔνη 2002 σελ. 456, ΕφΠειρ 955/2003 ΔΕΕ 2004 σελ. 1173, ΕφΠειρ 87/2003 ΠειρΝομολ 2003 σελ. 172, ΕΑ 7453/2001 ΕλλΔνη 2002 σελ. 482). Από το συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης με τις διατάξεις των άρθρων 1, 12 παρ. 1, 14 και 28 του ίδιου νόμου συνάγεται ότι η ενοχή από επιταγή είναι αναιτιώδης, αφού η αιτία έκδοσής της δεν αποτελεί στοιχείο της επιταγής, ο καλούμενος όμως σε πληρωμή οφειλέτης μπορεί να επικαλεστεί την εσωτερική (βασική) έννομη σχέση και να προβάλει κατά του κομιστή, εφόσον διατελεί σε προσωπική σχέση με αυτόν ή αν ο τελευταίος κατά την απόκτηση της επιταγής ενήργησε με γνώση προς βλάβη του, ότι η πληρωμή αυτής οδηγεί σε αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. ΑΚ), διότι η αιτία έκδοσης ή οπισθογράφησής της εξέλιπε ή ήταν ανύπαρκτη ή ελαττωματική και, έτσι, να ελευθερωθεί. Η ανυπαρξία δηλαδή ή το ελάττωμα της αιτίας υπογραφής της επιταγής δεν επιδρά στο κύρος της αντίστοιχης υποχρέωσης από την επιταγή, επιτρέπει όμως, στον οφειλέτη, σε περίπτωση ειδικότερα που η επιταγή οπισθογραφήθηκε σε τρίτο, να αντιτάξει τον αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό του οπισθογράφου κατά του νέου κομιστή, μόνον αν αυτός κατά τον χρόνο κτήσης της επιταγής  γνώριζε το σχετικό γεγονός της ανυπαρξίας ή ελαττωματικότητας της εσωτερικής (βασικής) έννομης σχέσης μεταξύ προηγούμενου κομιστή και οφειλέτη και ενήργησε για να τον βλάψει, δηλαδή απέκτησε την επιταγή για να τον εμποδίσει να αντιτάξει κατ’ αυτού τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του προηγούμενου κομιστή και να επιτευχθεί έτσι η πληρωμή του τίτλου, η οποία χωρίς τη μεταβίβαση αυτή δεν θα επιτυγχανόταν. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης δεν είναι αναγκαίο, για να ελευθερωθεί από την επιταγή, να επικαλεσθεί ρητά τον αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό του κομιστή της επιταγής, αλλά αρκεί να αναφερθεί στα στοιχεία που καθιστούν χωρίς νόμιμη αιτία την υποχρέωσή του και συνεπώς αχρεώστητη την πληρωμή της επιταγής (ΕφΑΘ 3925/2001 ΕλλΔνη 44 σελ. 528, ΕφΠειρ 822/2003 ΔΕΕ 2003 σελ. 1352, ΕφΔωδ 3/2000 ΕπισκΕμπΔ 2001 σελ. 991). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο (που αφορά στην ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ) ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ως σύμβουλος επιχειρήσεων και στο πλαίσιο συνεργασίας του με την καθ’ ης μεσολάβησε στη σύναψη σύμβασης αποκλειστικής συνεργασίας της τελευταίας με την εταιρεία με την επωνυμία «_________  » και το διακριτικό τίτλο «_________  Ε.Π.Ε.», που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής και της οποίας μοναδικός εταίρος και διαχειριστής είναι ο κουμπάρος του _________  _________  . Ότι από το 2005 η εταιρεία του _________  παρουσίαζε οικονομικά προβλήματα, γεγονός που ήταν σε γνώση της καθ’ ης. Ότι, προκειμένου να συνεχισθεί η συνεργασία της εταιρείας του κουμπάρου του με την καθ’ ης, ανέλαβε να εκδώσει 3 επιταγές, μεταξύ των οποίων η επίδικη, ποσών 700.000, 94.720,07 και 83.862,84 ευρώ αντίστοιχα με τη συμφωνία ότι κατά τη λήξη τους θα ανανεώνονταν και δεν θα κυκλοφορούσαν, αφού δεν αντικατόπτριζαν πραγματικά χρέη του ιδίου, αλλά της ως άνω μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε., γεγονός που ήταν σε γνώση της καθ’ ης, η οποία ενεργώντας ως κακόπιστος τρίτος κομιστής ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του με την εμφάνιση και τη σφράγιση της επίδικης και των άλλων δύο επιταγών. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 22 ν. 5960/1933 και 904 επ. ΑΚ και, συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί η ουσιαστική του βασιμότητα. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με αυτή την απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, καθώς και από όλα τα δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων τρεις φωτογραφίες της καθ’ ης, καθώς και από την προσκομιζόμενη από τον ανακόπτοντα υπ’ αριθμ. 3496/25-5-2009 ένορκη βεβαίωση του _________  _________, που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Αικατερίνης Βρεττάκου κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της καθ’ ης (βλ. τη σχετική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ανακόπτοντος στα πρακτικά) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Ο ανακόπτων ως σύμβουλος επιχειρήσεων και στο πλαίσιο συνεργασίας του με την καθ’ ης ασφαλιστική εταιρεία μεσολάβησε στη σύναψη της από 13-6-2005 σύμβασης αποκλειστικής συνεργασίας ασφαλιστικού συμβούλου της τελευταίας με την εταιρεία με την επωνυμία «_________  » και το διακριτικό τίτλο «_________  Ε.Π.Ε.», που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής, οδός _________  , και της οποίας μοναδικός εταίρος και διαχειριστής είναι ο κουμπάρος του ανακόπτοντος _________  _________  . Ωστόσο, από το 2005 η εταιρεία του _________  παρουσίαζε οικονομικά προβλήματα, γεγονός που ήταν σε γνώση της καθ’ ης. Ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι, προκειμένου να συνεχισθεί η συνεργασία της εταιρείας του κουμπάρου του με την καθ’ ης, ανέλαβε να εκδώσει 3 επιταγές, μεταξύ των οποίων η επίδικη, ποσών 700.000, 94.720,07 και 83.862,84 ευρώ αντίστοιχα με τη συμφωνία ότι κατά τη λήξη τους θα ανανεώνονταν και δεν θα κυκλοφορούσαν, αφού δεν αντικατόπτριζαν πραγματικά χρέη του ιδίου, αλλά της ως άνω μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε., γεγονός που ήταν σε γνώση της καθ’ ης, η οποία ενεργώντας ως κακόπιστος τρίτος κομιστής ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του με την εμφάνιση και τη σφράγιση της επίδικης και των άλλων δύο επιταγών. Ωστόσο, ο ανακόπτων, που φέρει το βάρος αποδείξεως, δεν προσκομίζει στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι τα ποσά των επιταγών αυτών, μεταξύ των οποίων η επίδικη (βάσει της οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη Διαταγή Πληρωμής) υπ’ αριθμ. 00100067-5 της «_________  » ποσού 94.720,07 ευρώ έκδοσης 11-11-2008 σε διαταγήν της μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε., η οποία την οπισθογράφησε στην καθ’ ης, αντιστοιχούν προς οφειλές της μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε. προς την καθ’ ης και όχι προς δικές του οφειλές προς αυτήν. Μάλιστα, στις προτάσεις του (σελ. 10, 1 ος-3ος στοίχος) αναφέρει ότι προς απόδειξη αυτού του ισχυρισμού του προσκομίζει μετ’ επικλήσεως τις «μηνιαίες καταστάσεις των μηνών Αυγούστου [κενό] και από όπου αποδεικνύεται ότι τα ποσά αντιστοιχούν πλήρως με τα ποσά των επίδικων επιταγών…», χωρίς να προσκομίζει καμία τέτοια κατάσταση. Αντιθέτως, η καθ’ ης προσκομίζει μετ’ επικλήσεως: α) την από 29-12-2008 υπεύθυνη δήλωση της _________  _________  προς την καθ’ ης, με την οποία δηλώνει ότι κατέβαλε στον ανακόπτοντα το ποσό των 217 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθμ. _________  αυτοκινήτου της σε συνδυασμό με το αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου της, β) την από 5-1-2009 υπεύθυνη δήλωση του _________  _________  προς την καθ’ ης, με την οποία δηλώνει ότι κατέβαλε στις 14-10-2008 στον ανακόπτοντα το ποσό των 682 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθμ_________  αυτοκινήτου του και στις 24-7-2008 το ποσό των 191 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθμ. _________  αυτοκινήτου του σε συνδυασμό με τα αντίγραφα των ασφαλιστηρίων συμβολαίων του και τις προσκομιζόμενες αποδείξεις είσπραξης που εκδόθηκαν όχι στο όνομα του εισπράξαντος ανακόπτοντος, αλλά στο όνομα της μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε. του κουμπάρου του, γ) την από 9-1-2009 υπεύθυνη δήλωση του _________  _________  προς την καθ’ ης, με την οποία δηλώνει ότι κατέβαλε στον ανακόπτοντα το ποσό των 205 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθμ. _________  αυτοκινήτου του σε συνδυασμό με το αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του και την προσκομιζόμενη απόδειξη είσπραξης που εκδόθηκε όχι στο όνομα του εισπράξαντος ανακόπτοντος, αλλά στο όνομα της μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε. του κουμπάρου του, δ) την υπεύθυνη δήλωση της _________  _________  προς την καθ’ ης, με την οποία δηλώνει ότι κατέβαλε στο _________  _________  («_________  Ε.Π.Ε.») για λογαριασμό του ανακόπτοντος το ποσό των 165 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθμ. _________  αυτοκινήτου της σε συνδυασμό με το αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου της και την προσκομιζόμενη απόδειξη είσπραξης της «_________  Ε.Π.Ε.», ε) την υπεύθυνη δήλωση της _________  _________  προς την καθ’ ης, με την οποία δηλώνει ότι κατέβαλε στο _________  _________  («_________  Ε.Π.Ε.») για λογαριασμό του ανακόπτοντος το ποσό των 197 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθμ. _________  αυτοκινήτου της σε συνδυασμό με το αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου της και την προσκομιζόμενη απόδειξη είσπραξης της «_________  Ε.Π.Ε.», στ) την υπεύθυνη δήλωση του _________  _________  προς την καθ’ ης, με την οποία δηλώνει ότι κατέβαλε στο _________  _________  («_________  Ε.Π.Ε.») για λογαριασμό του ανακόπτοντος το ποσό των 191 ευρώ για την ασφάλιση του υπ’ αριθμ. _________  αυτοκινήτου του σε συνδυασμό με το αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του και την προσκομιζόμενη απόδειξη είσπραξης της «_________  Ε.Π.Ε.», ζ) την υπεύθυνη δήλωση του _________  _________  προς την καθ’ ης, με την οποία δηλώνει ότι κατέβαλε στο _________  _________  («_________  Ε.Π.Ε.») για λογαριασμό του ανακόπτοντος το ποσό των 69 ευρώ για την ασφάλιση της υπ’ αριθμ. _________  μοτοσικλέτας του σε συνδυασμό με το αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του και την προσκομιζόμενη απόδειξη είσπραξης της «_________  Ε.Π.Ε.», η) την υπεύθυνη δήλωση του _________  _________  προς την καθ’ ης, με την οποία δηλώνει ότι κατέβαλε στο _________  _________  («_________  Ε.Π.Ε.») για λογαριασμό του ανακόπτοντος το ποσό των 58 ευρώ για την ασφάλιση της υπ’ αριθμ. _________  μοτοσικλέτας του σε συνδυασμό με το αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του και την προσκομιζόμενη απόδειξη είσπραξης της «_________  Ε.Π.Ε.». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο ανακόπτων ουσιαστικά εργαζόταν για λογαριασμό της «_________  Ε.Π.Ε.» στην έδρα της εταιρείας και εισέπραττε ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους της καθ’ ης, με την οποία ο ίδιος ουσιαστικά (καλυπτόμενος πίσω από την «_________  Ε.Π.Ε.») είχε εξ αυτής της δραστηριότητάς του ανεξόφλητους λογαριασμούς. Μάλιστα, σε εξόφληση των οφειλών του προς την καθ’ ης ο ανακόπτων πέραν της επίδικης ακάλυπτης επιταγής ποσού 94.720,07 ευρώ έχει εκδώσει και τις εξής επιταγές, που έχουν σφραγισθεί λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων: α) την υπ’ αριθμ. 00100064-1 της «_________  » ποσού 83.862,84 ευρώ έκδοσης 30-11-2008 σε διαταγήν της μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε., η οποία την οπισθογράφησε στην καθ’ ης, β) την υπ’ αριθμ. 00100056-0 της «_________  » ποσού 700.000 ευρώ έκδοσης 25-12-2008 σε διαταγήν της μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε., η οποία την οπισθογράφησε στην καθ’ ης, γ) την υπ’ αριθμ. 00100054-3 της «_________  » ποσού 360.140 ευρώ έκδοσης 20-9­2008 σε διαταγήν της μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε., η οποία την οπισθογράφησε στην καθ’ ης. Επομένως, ο πρώτος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Με το δεύτερο λόγο (που αφορά στην ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ) ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά της να πετύχει την έκδοση της ανακοπτόμενης Διαταγής Πληρωμής βάσει επιταγής, την οποία είχαν συμφωνήσει ότι αυτή δεν θα έθετε σε κυκλοφορία, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε οφειλή του. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος της ανακοπής είναι νόμιμος, ερειδόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, αλλά είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενο επί του πρώτου λόγου ανακοπής.

Με τον τρίτο λόγο (που αφορά στην ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ) ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη Διαταγή Πληρωμής πάσχει αοριστίας για το λόγο ότι στο διατακτικό της διατάσσει την καταβολή του αναφερόμενου ποσού από τον ίδιο και την εταιρεία με την επωνυμία «_________ » και το διακριτικό τίτλο «_________  Ε.Π.Ε.», χωρίς να διευκρινίζει εάν επιτάσσει τους καθ’ ων η αίτηση έκδοσης Διαταγής Πληρωμής να καταβάλουν το ποσό εις ολόκληρον ή συμμέτρως. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον η εις ολόκληρον ενοχή του εκδότη και του λήπτη-οπισθογράφου της επιταγής επί αναγωγής του κομιστή προς πληρωμή προκύπτει εκ του νόμου (άρθρο 40 ν. 5960/1933).

Με τον τέταρτο λόγο (που αφορά στη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ) ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. 71/2009 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 2-2­2009 επιταγή προς πληρωμή πάσχει αοριστίας για το λόγο ότι επιτάσσει την καταβολή του αναφερόμενου ποσού από τον ίδιο και την εταιρεία με την επωνυμία «_________  » και το διακριτικό τίτλο «_________  Ε.Π.Ε.», χωρίς να διευκρινίζει εάν επιτάσσει τους καθ’ ων η αίτηση έκδοσης Διαταγής Πληρωμής να καταβάλουν το ποσό εις ολόκληρον ή συμμέτρως. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον η εις ολόκληρον ενοχή του εκδότη και του λήπτη-οπισθογράφου της επιταγής επί αναγωγής του κομιστή προς πληρωμή προκύπτει εκ του νόμου (άρθρο 40 ν. 5960/1933), ενώ ο επισπεύδων δανειστής μπορεί να ζητήσει ολόκληρο το ποσό από οποιονδήποτε εκ των εις ολόκληρον ευθυνομένων συνοφειλετών (άρρθο 924 ΚΠολΔ).

Η επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλόμενου ποσού, το οποίο πρέπει να προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς απαραίτητα να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, για την πληρότητα (μη αοριστία) της επιταγής αρκεί να προκύπτει η αιτία της απαίτησης, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Δεν αρκεί απλώς η συνολική χρέωση με αναφορά στο συγκοινοποιούμενο τίτλο (ΕφΚρ 497/1997 ΕΕμπΔ 1997 σελ. 695). Ο οφειλέτης, βέβαια, μπορεί να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης, την ανακρίβεια των κονδυλίων, τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Στοιχεία του περιεχομένου της επιταγής αναγκαία για το κύρος της δεν αποτελούν ούτε οι καταβολές του οφειλέτη, οι οποίες θεμελιώνουν απλώς ένστασή του, ούτε το ποσό του τόκου (ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 1996 σελ. 101). Η παράλειψη του καθορισμού του τρόπου υπολογισμού των οφειλόμενων τόκων δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής, αφού ο υπολογισμός αυτός μπορεί να γίνει με βάση τα γνωστά δεδομένα, όπως το κεφάλαιο, η έναρξη των τόκων και η διάρκεια του χρέους (ΑΠ 474/1999 αδημ.). Αν, πάντως, τα στοιχεία στα οποία βασίζεται το οφειλόμενο ποσό των τόκων δεν προσδιορίζονται, στην περίπτωση μάλιστα που επιπλέον ζητούνται και τόκοι τόκων, η επιταγή είναι αόριστη (ΕΘ 3797/1990 Αρμ. 1991 σελ. 461, ΕΑ 2659/1992 ΕλλΔνη 1994 σελ. 456). Αόριστη, επίσης, είναι η επιταγή με την οποία ο καθ’ ου επιτάσσεται στην καταβολή δαπάνης απογράφου, αντιγράφου του απογράφου, εξόδων έκδοσης και σύνταξής της, χωρίς να γίνεται διευκρίνιση του ποσού καθεμιάς από τις δαπάνες αυτές (ΜΠΘ 2904/1988 Αρμ. 1989 σελ. 59) (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας «Ερμηνεία ΚΠολΔ» υπό άρθρο 924 αριθμ. 9 σελ. 1757). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο (που αφορά στη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ) ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. 71/2009 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 2-2-2009 επιταγή προς πληρωμή πάσχει αοριστίας για το λόγο ότι το τέταρτο κονδύλιο για τη λήψη απογράφου, τελών, ενσήμων, αντιγράφου, παραγγελία προς επίδοση και επίδοση ύψους 65 ευρώ είναι αόριστο, καθόσον ζητείται συνολικά η καταβολή του, χωρίς να γίνεται ειδικότερη μνεία του ύψους των επιμέρους εξόδων και αμοιβών. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος της ανακοπής είναι νόμιμος, ερειδόμενος στο άρθρο 924 ΚΠολΔ σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσης, και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος, καθόσον δεν παρατίθεται αναλυτικά το ύψος των εξόδων για κάθε επιμέρους πράξη του κονδυλίου αυτού.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εν όψει της απόρριψης των τριών πρώτων λόγων, που αφορούν στην ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί στην ουσία της και να επικυρωθεί η υπ’ αριθμ. 71/2009 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ωστόσο, εν όψει του ότι ο πέμπτος λόγος, που αφορά στη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, έγινε δεκτός πρέπει η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ να γίνει δεκτή και στην ουσία της, ακυρουμένης εν μέρει της παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. 71/2009 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 2-2-2009 επιταγής προς εκτέλεση μόνον ως προς το τέταρτο κονδύλιο για τη λήψη απογράφου, τελών, ενσήμων, αντιγράφων, παραγγελία προς επίδοση και επίδοση ύψους 65 ευρώ. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, βαρύνουν την καθ’ ης η ανακοπή λόγω της εν μέρει ήττας της (άρθρα 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο α) ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ. 71/2009 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) ανακοπή κατά της παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω Διαταγής Πληρωμής από 2-2-2009 επιταγής προς πληρωμή.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ. 71/2009 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επικυρώνει την υπ’ αριθμ. 71/2009 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και στην ουσία της την ανακοπή κατά της παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. 71/2009 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 2-2­2009 επιταγής προς πληρωμή.

Ακυρώνει εν μέρει την παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου
της υττ’ αριθμ. 71/2009 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 2-2-2009 επιταγή προς πληρωμή μόνον ως προς το τέταρτο κονδύλιο για τη λήψη απογράφου, τελών, ενσήμων, αντιγράφου, παραγγελία προς επίδοση και επίδοση ύψους εξήντα πέντε (65) ευρώ.

Επιβάλλει στην καθ’ ης η ανακοπή μέρος των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 4-9-2009.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία