fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Αριθμός Απόφασης 4448/2013

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ
Τμήμα 27ο Τριμελές

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2012, με τους δικαστές: Ευστράτιο Βαρβαρίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Αλεξάνδρα Ρώμα και Ευγενία Κριατσιώτη (Εισηγήτρια), Πρωτόδικες Δ.Δ. και την γραμματέα Φιλιττττία Θωμοπούλου, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης 27.12.2006, του _______  _______ , κατοίκου Γλυκών Νερών (οδός _______ ), ο οποίος παραστάθηκε μαζί με τον δικηγόρο Ευάγγελο Ρεγκούτα, τον οποίο διόρισε με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Παλλήνης, πρώην Δ.Ο.Υ. Κορωπίου και δεν παραστάθηκε.

Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που παραστάθηκε, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο

 Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα με αριθμούς 827709, 2397950, 3302634, 2730538, 2730539, 3102066 και 5606521 ειδικά γραμμάτια παράβολου Δημοσίου, σειράς Α’), ζητείται η ακύρωση, άλλως η μεταρρύθμιση, της 238/2.10.2006 απόφασης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κορωπίου (ήδη Δ.Ο.Υ. Παλλήνης), με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος πρόστιμο, συνολικού ποσού 59.615,54 ευρώ, για τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2000 έως 31.12.2000, για την έκδοση, κατά συναυτουργία, τεσσάρων εικονικών φορολογικών στοιχείων ως προς το πρόσωπο της εκδότριας εταιρείας, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 τταρ. 1 του π.δ 186/1992, 19 παρ. 4, 5 παρ. 10 περ. β’ και γ’ και 5 παρ. 7 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ A 179). Η συζήτηση της υπόθεσης νομίμως εχώρησε απολειπομένου του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για τη δικάσιμο της 24-4-2012, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 12-6-2012 χωρίς να διαταχθεί νέα κλήτευση των διαδίκων (βλ. το από 30.1.2012 αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης του Αρχιφύλακα _______  ________και τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου των παραπάνω δικασίμων). Κατά τα λοιπά η κρινόμενη προσφυγή έχοντας ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, κατά τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του π.δ. 186/1992 περί «Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων» (ΦΕΚ A 84), όπως η παρ. αυτή είχε τροποποιηθεί με την παρ.1 του άρθρ. 21 του ν. 2166/1993 (Α 137) και αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρ. 2 του π.δ 134/1996 (ΦΕΚ A 105), ορίζεται ότι: «1. Κάθε ημεδαπό ή αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κοινωνία του Αστικού Κώδικα, που ασκεί δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια και αποβλέπει στην απόκτηση εισοδήματος από εμπορική ή βιομηχανική ή βιοτεχνική ή γεωργική επιχείρηση ή από ελευθέριο επάγγελμα ή από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, καθώς και οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρείες, αναφερόμενοι στο εξής με τον όρο <επιτηδευματίας>, τηρεί, εκδίδει, παρέχει, ζητά, λαμβάνει, υποβάλλει, διαφυλάσσει τα βιβλία, τα στοιχεία, τις καταστάσεις και κάθε άλλο μέσο σχετικό με την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό, κατά περίπτωση». Περαιτέρω, στο άρθρο 12 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Για την πώληση αγαθών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου ή δικαιώματος εισαγωγής και την παροχή υπηρεσιών από επιτηδευματία σε άλλο επιτηδευματία … για την άσκηση του επαγγέλματος τους ή την εκτέλεση του σκοπού τους, κατά περίπτωση … εκδίδεται τιμολόγιο.». Ακολούθως, στο άρθρο 18 παρ. 2 του πιο πάνω Κώδικα ορίζεται ότι: «Κάθε εγγραφή στα βιβλία, που αφορά συναλλαγή ή άλλη πράξη του υπόχρεου, πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού ή σε δημόσια έγγραφα σε άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία».

Επειδή, στο άρθρο 5 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ A 179), με τίτλο «Πρόστιμα για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.)-Αντικειμενικό σύστημα» ορίζεται ότι: 1. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων      (π.δ.186/1992 ΦΕΚ 84 Α’)  τιμωρείται με πρόστιμο που προσδιορίζεται κατ’ αντικειμενικό τρόπο. Για το σκοπό αυτόν καθιερώνονται δύο βάσεις υπολογισμού, συντελεστές βαρύτητας, και ανώτατα όρια (οροφές). Οι παραβάσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, γενικές και αυτοτελείς. 2. Για την εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος δίδονται οι πιο κάτω εννοιολογικοί προσδιορισμοί: α) Βάση Υπολογισμού No 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) είναι το αντικειμενικό ποσό  επί  του  οποίου  εφαρμόζονται  οι συντελεστές  βαρύτητας για συγκεκριμένες παραβάσεις, όπως στις κατ’ ιδίαν διατάξεις ορίζεται. Το ποσό της βάσης αυτής κλιμακώνεται ανάλογα με την κατηγορία των βιβλίων, που υποχρεούται να τηρεί κάθε υπόχρεο πρόσωπο του Κ.Β.Σ., ως εξής: α.α. Για μη υπόχρεους σε   τήρηση βιβλίων    ή τηρούντες   βιβλία Α’ κατηγορίας  100.000δραχμές, α.β.       Για υπόχρεους   σε   τήρηση    βιβλίων Β’ κατηγορίας    200.000 δραχμές, α.γ.        Για υπόχρεους  σε   τήρηση    βιβλίων Γ’ κατηγορίας     300.000 δραχμές. . . . β) Βάση Υπολογισμού No 2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2) είναι το αντικειμενικό ποσό   επί του οποίου εφαρμόζονται οι συντελεστές    βαρύτητας για συγκεκριμένες παραβάσεις, όπως στις κατ’ ιδίαν διατάξεις ορίζεται. Το ποσό της βάσης αυτής ισούται με την αξία της συναλλαγής ή του στοιχείου ή μέρους αυτών, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., κατά περίπτωση, γ) Συντελεστής βαρύτητας είναι ο αριθμός που κλιμακώνεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης και εφαρμόζεται στην αντίστοιχη βάση υπολογισμού, δ) Ανώτατο όριο (οροφή) είναι το ποσό, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το επιβαλλόμενο πρόστιμο και εφαρμόζεται στις αυτοτελείς παραβάσεις, με εξαίρεση αυτές για τις οποίες ισχύει η βάση υπολογισμού No 2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2). ε) Γενικές παραβάσεις είναι αυτές, για τις οποίες επιβάλλεται ένα ενιαίο πρόστιμο, ανά διαχειριστική περίοδο, ανεξάρτητα από το πλήθος αυτών… 3… 4… 5… 6… 7. Στο πρόστιμο που ορίζεται από τις διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού υπόκεινται και ο διευθυντής ή οποιοσδήποτε άλλος μισθωτός των υποχρεών της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ. η ο νομικός ή ο λογιστικός ή ο φορολογικός ή ο οικονομικός σύμβουλος και εν γένει κάθε τρίτος, ο οποίος αποδεδειγμένα συμπράττει στις πράξεις ή στις παραλείψεις που έχουν ως συνέπεια τα βιβλία και στοιχεία να μην εμφανίζουν την πραγματική κατάσταση. 8… 9… 10. Οι παρακάτω περιπτώσεις, επίσης, θεωρούνται αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2), όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στις κατ’ ιδία διατάξεις, με τις οποίες προσδιορίζεται και η τιμή του κατά περίπτωση ισχύοντος συντελεστή βαρύτητας: α) … β) Η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και η λήψη εικονικών, καθώς και η νόθευση αυτών θεωρείται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών, σε αντίθετη δε περίπτωση ίσο με το διπλάσιο της ΒΑΣ.ΥΠ.1. Αν η αξία του στοιχείου είναι μερικώς εικονική, το ως άνω πρόστιμο επιβάλλεται για το μέρος της εικονικής αξίας. Όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της μερικώς εικονικής αξίας το πρόστιμο της περίπτωσης αυτής, επιβάλλεται μειωμένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%). Η ίδια μείωση ισχύει και για το λήπτη εικονικού στοιχείου στην περίπτωση που η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη (όπως το τελευταίο αυτό εδάφιο προστέθηκε με την παρ.8 του άρθρ.10 Ν.2753/1999,ΦΕΚ A 249/1999/17.11.1999). Κατ’ εξαίρεση στην περίπτωση έκδοσης αποδείξεων από φορολογική ταμειακή μηχανή (φ.τ.μ.) του ν 1809/1988, στις οποίες τα εκτυπούμενα ατομικά στοιχεία του εκδότη δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, επιβάλλεται πρόστιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2, εφόσον οι εκδοθείσες αποδείξεις έχουν καταχωρηθεί εμπρόθεσμα στα τηρούμενα βιβλία του κατόχου – χρήστη επιτηδευματία, η δε φ.τ.μ. έχει δηλωθεί από αυτόν στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1809/1988». Περαιτέρω, στο άρθρο 19 παρ. 4 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι: «4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της η για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιοσδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας».

Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 40 παρ. 3 και 4 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ Α’ 15) ορίζεται ότι: «3. Επί εικονικών φορολογικών στοιχείων τα οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από οποιοδήποτε φυσικό, νομικό ή άλλης μορφής πρόσωπο, εφόσον τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν ότι είναι παντελώς αμέτοχα με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οι αναλογούντες φόροι, τέλη και εισφορές και γενικά οι κάθε είδους φορολογικές επιβαρύνσεις και διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται αποκλειστικά κατά του πραγματικού υπόχρεου που υποκρύπτεται και όχι κατά του φερόμενου εκδότη. 4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για παραβάσεις που έχουν διαπραχθεί μέχρι το χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί οι οικείες καταλογιστικές πράξεις ή εφόσον εκδόθηκαν δεν έχουν οριστικοποιηθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικράτειας, εφαρμοζόμενων των διατάξεων περί δικαστικού συμβιβασμού, όπου συντρέχει περίπτωση».

Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της εκδόσεως ή λήψεως τιμολογίου ή δελτίου αποστολής εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή στην οποία αυτό αναφέρεται είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου η δελτίου αποστολής, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Προς τούτο αρκεί, κατ’ αρχήν, ν’ αποδείξει είτε ότι ο εκδότης του τιμολογίου είναι πρόσωπο φορολογικώς ανύπαρκτο, δηλαδή πρόσωπο που δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του, ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια φορολογική αρχή (οπότε ο λήπτης βαρύνεται πλέον ν’ αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη κατά το χρόνο της, ότι δηλαδή είχε ελέγξει τα στοιχεία του αντισυμβαλλομένου του -εκδότη των φορολογικών στοιχείων) είτε ότι ο εκδότης των φορολογικών στοιχείων είναι πρόσωπο φορολογικώς μεν υπαρκτό, αλλά συναλλακτικώς ανύπαρκτο, ή ότι, ενόψει των επιχειρηματικών του δυνατοτήτων, όπως προκύπτουν από τη συνολική εκτίμηση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς και της φύσεως του κύκλου εργασιών του, δεν είναι δυνατόν να ήταν σε θέση να εκπληρώσει την επίμαχη παροχή, οπότε, και πάλι, ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου βαρύνεται ν’ αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής, δηλαδή ότι αυτή πραγματοποιήθηκε μεταξύ αυτού και του φερόμενου ως εκδότου, έτσι όπως περιγράφεται στο τιμολόγιο (πρβλ. ΣτΕ 507/2012, 4037- 39/2011, 1498/2011, 3528/2010, 1184/2010). Εξάλλου, το δικαστήριο της ουσίας, ενώπιον του οποίου αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός του τιμολογίου ως εικονικού υποχρεούται, κατά τις διατάξεις περί αποδείξεως (άρθρα 144 επομ. του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, ΦΕΚ A 97, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ΚΔΔ), να εκφέρει την κρίση του σχηματίζοντας πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση χρησιμοποιώντας όλα τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα δικαστικά τεκμήρια, περί της συνδρομής των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, αφού προηγουμένως εκτιμήσει συνολικά τα υφιστάμενα στο φάκελο της υπόθεσης στοιχεία και όχι μεμονωμένα το καθένα από αυτά (ΣτΕ 507/2012, 2984/2011, 1402/2011, 1773/2010).

Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας, ανάμεσα στα οποία είναι και η από 3.7.2006 έκθεση ελέγχου-επεξεργασίας περί εφαρμογής των διατάξεων του Κ.Β.Σ. των ελεγκτών της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (Υπ.Ε.Ε.)- Περιφερειακής Διευθύνσεως Αττικής, Σπυρίδωνος Παπαδάκη, Αριστείδη Αρφανή, Στέφανου Χατζηστεφανίδη, Συμεών Γατσούλη και Ανδρομάχης Φωτάκη, προκύπτουν τα ακόλουθα: Μετά από διασταυρωτικούς ελέγχους που διενεργήθηκαν κατόπιν εντολών ελέγχου του Προϊσταμένου του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.| στις επιχειρήσεις με τις επωνυμίες «_______ & ΣΙΑ ΑΕΒΕ» και «_______ » η  κατασχέθηκαν δυνάμει των με αριθμούς 1306/27.11.2003 και 1395/9.12.2003 εκθέσεων κατάσχεσης, αντίστοιχα, τα παρακάτω φορολογικά στοιχεία εκδόσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «_______ Α.Ε», τα οποία βρέθηκαν καταχωρημένα στα τηρούμενα βιβλία των ως άνω λήπτριων επιχειρήσεων και, ειδικότερα: 1) το με αριθμό 80 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 17.1.2000, καθαρής αξίας 1.210.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α, συνολικής αξίας 1.427.800 δρχ., με λήπτρια την εταιρεία «_______ ΣΙΑ ΑΕΒΕ», 2) το με αριθμό 95 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 27/3/2020 καθαρής αξίας 575.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 103.500 δρχ, συνολικής αξίας 678.500 δρχ., με λήπτρια την ίδια ως άνω εταιρεία, 3) το με αριθμό 127 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 7.6.2000, καθαρής αξίας 172.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 30.960 δρχ., συνολικής αξίας 202.960 δρχ., με λήπτρια ομοίως την ως άνω εταιρεία και 4) το με αριθμό 129 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 30.5.2000, καθαρής αξίας 8.200.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 1.476.000 δρχ., συνολικής αξίας 9.676.000 δρχ., με λήπτρια την εταιρεία «_______ ».Τα εν λόγω τιμολόγια κρίθηκαν εικονικά από τη φορολογική Αρχή ως προς την εκδότρια εταιρεία, διότι, σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου που συντάχθηκε στις 3.7.2006, κατόπιν επεξεργασίας των εν λόγω στοιχείων και διασταύρωσης αυτών με άλλα στοιχεία, διαπιστώθηκε ότι η εκδότρια των φορολογικών αυτών στοιχείων «_______ Α.Ε» υπήρξε μία από τις εικονικές, κατ’ ουσία, επιχειρήσεις, που συστήθηκαν από κύκλωμα προσώπων, οι οποίες εξέδωσαν και διοχέτευσαν στο εμπόριο, σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, εικονικά τιμολόγια, αξίας δισεκατομμυρίων δραχμών. Τα πρόσωπα του πιο πάνω κυκλώματος – το οποίο αποκαλύφθηκε μετά από τη διενέργεια πλήθους ελέγχων – λειτουργώντας άλλοτε μεμονωμένα και άλλοτε από κοινού, κατά σύστημα σύστηναν ή εξαγόραζαν επιχειρήσεις, έχοντας πάντα ως τακτική να χρησιμοποιούν ως εμφανή πρόσωπα – υπόλογα έναντι των Δημόσιων Αρχών (διαχειριστές, πρόεδροι και μέλη Δ.Σ. κλπ.) ανθρώπους με πολύ χαμηλό γραμματικό επίπεδο, άθλιας οικονομικής ή προσωπικής καταστάσεως (εξαρτημένους από ναρκωτικά), δηλαδή αχυράνθρωπους, ενώ οι ίδιοι, υποκρυπτόμενοι, ήταν οι πραγματικοί φορείς των επιχειρήσεων αυτών. Ειδικότερα, στις 25.11.2002 οι ελεγκτές του ΣΔΟΕ ενεργώντας σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 42025/Υ1-ΤΔ3 έγγραφο της υπηρεσίας μετέβησαν στην αρμόδια ΔΟΥ και παρέλαβαν έγγραφα που αφορούν την εν λόγω εταιρία. Ειδικότερα, παρέλαβαν φωτοαντίγραφα του καταστατικού της, υποβληθέντων δηλώσεων στο τμήμα μητρώου για την σύνθεση του Δ.Σ. της επιχείρησης, της καρτέλας θεώρησης βιβλίων και στοιχείων της, σημειωμάτων θεώρησης από το τμήμα ΚΒΣ, εκκαθαριστικών και περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ, βεβαιώσεων του Ι.Κ.Α., ιδιωτικού συμφωνητικού για την εκμίσθωση της φερόμενης ως έδρας της πιο πάνω Α.Ε. και δήλωσην φορολογίας εισοδήματος με επισυναπτόμενο σχετικό ισολογισμό της εταιρίας αυτής για τη χρήση από 1g-11-1999 έως 31-12-2000. Από τον έλεγχο των παραπάνω εγγράφων, σε συνδυασμό και με τις διαπιστώσεις από επιτόπιο έλεγχο στην δηλωθείσα ως έδρα της παραπάνω εταιρίας δυνάμει της 18323/20-11-2002 εντολής ελέγχου, προέκυψαν τα εξής: α) ότι η φερόμενη έδρα της _______ Α.Ε. σε γραφείο του 8ου ορόφου πολυκατοικίας (βλ. σελ. 4 της εκθέσεως ελέγχου ΚΒΣ) επρόκειτο για άδειο γραφείο 14 τ.μ. μη δυνάμενο να αποτελέσει αποθηκευτικό χώρο, παρ’ ότι από τον χώρο αυτό φέρεται να έχουν διακινηθεί τόνοι σιδηρικών, εργαλείων και λοιπών ειδών. Τα μοναδικά έπιπλα του γραφείου ήταν δύο ξύλινα γραφεία με τις καρέκλες τους, ενώ εντός αυτού βρέθηκαν διάφορα έγγραφα (όπως απλήρωτοι λογαριασμοί ΟΤΕ από ενάρξεως, αγωγή για μη καταβολή ενοικίων κ.α.), β) ότι η εταιρία αυτή υπέβαλε την υπ. αριθ. 1251/25-11-1999 δήλωση έναρξης εργασιών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αλλά ως αντικείμενο δραστηριότητας δηλώθηκε μόνο η παροχή υπηρεσιών και όχι η μεταπώληση εμπορευμάτων και για το λόγο αυτό δεν έγινε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. αυτοψία στο χώρο της έδρας της. Στις υποβληθείσες δηλώσεις της ωστόσο αναφέρονται πωλήσεις εμπορευμάτων αξίας άνω του μισού δισεκατομμυρίου δραχμών μόνο για την πρώτη χρήση της, ενώ είναι τεράστιος ο όγκος των εκδοθέντων στοιχείων της που κατέσχεσαν συνεργεία ελέγχου από λήπτριες επιχειρήσεις και αναφέρονται σε πωλήσεις εμπορευμάτων με τόπο αποστολής μάλιστα την έδρα της (βλ. σελ.6 της έκθεσης ελέγχου ΚΒΣ), γ) από τη μη υποβολή δηλώσεων ΦΜΥ προέκυψε ότι η επιχείρηση δεν απασχόλησε ποτέ προσωπικό από ενάρξεως εργασιών της και εκ των πραγμάτων δεν είχε τη δυνατότητα εκτέλεσης καμιάς εργασίας κατασκευαστικής, εμπορικής ή παροχής υπηρεσιών γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα σημειώματα θεώρησης επί των οποίων γίνεται παρατήρηση περί μη απασχόλησης προσωπικού, όπως και από σχετικές βεβαιώσεις του ΙΚΑ που έχουν κατατεθεί στο τμήμα ΚΒΣ της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., δ) από την καρτέλα θεώρησης βιβλίων και στοιχείων της και τα σχετικά σημειώματα σε ότι αφορά τα στοιχεία της προκύπτει ότι από ενάρξεως 1999 έως 15-7-2002 έχει θεωρήσει 3.000 φύλλα ενιαίου μηχανογραφικού εντύπου καθώς και χειρόγραφα στοιχεία, συγκεκριμένα: 350 φύλλα Τιμολογίου Παροχής Υπηρεσιών, 250 φύλλα Δελτίου Αποστολής, 250 φύλλα Τιμολογίου-Δελτίου Αποστολής. Βιβλία η εταιρία θεώρησε μόνο μία φορά κατά την πρώτη θεώρησή της και έκτοτε ποτέ άλλοτε. Δεν θεώρησε ισοζύγιο Γενικού και Αναλυτικών Καθολικών όταν επιβλήθηκε σχετική υποχρέωση από το Σεπτέμβριο του έτους 2002 παρ’ ότι συνέχιζε να εκδίδει στοιχεία ακόμη και το έτος 2003 (βλ. σελ. 6 και 7 της έκθεσης ελέγχου ΚΒΣ). Στην πορεία της έρευνας έγινε αντιληπτό ότι (βλ. σελ.7 της έκθεσης ελέγχου ΚΒΣ) ότι «…όπως και για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του κυκλώματος (_______  Α.Ε., _______ Μον. ΕΠΕ, _______ Μον.ΕΠΕ, _______ Μον.ΕΠΕ, _______ ΑΒΕΕ) … η δραστηριότητά της καταλάμβανε …κάθε πιθανή εμπορική δραστηριότητα.

Πραγματοποιείτο δε ανά την Ελληνική Επικράτεια και μάλιστα πολλές φορές ταυτόχρονα σε διαφορετικά σημεία της χώρας ενώ και οι αξίες που αντιπροσώπευαν τα εκδοθέντα από αυτήν στοιχεία έπαιρναν ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Εκτός αυτών …. γινόταν σαφές ότι οι επιχειρήσεις που είχαν λάβει στοιχεία της είχαν ένα κοινό γνώρισμα μεταξύ τους: είχαν λάβει φορολογικά στοιχεία και από τις άλλες επιχειρήσεις του ίδιου κυκλώματος, πραγματικοί φορείς των οποίων είναι τα ίδια πρόσωπα. …Συμπερασματικά, η επιχείρηση (_______ _______ ) κάλυπτε κάθε ανάγκη σε τιμολόγιο ανεξαρτήτως αντικειμένου εργασιών (επί παντός επιστητού) και ανάλογα με τις επιθυμίες της κάθε λήπτριας επιχείρησης σε εικονικά τιμολόγια», ε) ότι το βασικό έντυπο φορολογίας εισοδήματος υπογράφει «λογιστής» με το όνομα _______ _______ , ενώ το έντυπο Ε3 και τον επισυναπτόμενο ισολογισμό ο «λογιστής» _______ _______ , από δε τον έλεγχο του ΑΦΜ αυτού, προέκυψε ότι δεν πληρεί τις προϋποθέσεις σχηματισμού ενός ΑΦΜ ενώ και ο ΑΔΤ _______ , από αναδρομή στο σύστημα ΤΑΧΙΣ, προέκυψε ότι δεν αντιστοιχεί σε πρόσωπο με αυτά τα στοιχεία, (βλ. σελ.  της έκθεσης ελέγχου ΚΒΣ).

Επειδή, στη συνέχεια των ανωτέρω διαπιστώσεων, όπως προκύπτει από την από 3.7.2006 έκθεση ελέγχου Κ.Β.Σ, κατασχέθηκαν τα προαναφερόμενα τέσσερα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, που εκδόθηκαν με αιτιολογία τις προμήθειες από πώληση εμπορευμάτων (ενδυμάτων). Με δεδομένη, κατά τα ανωτέρω, την πλήρη αδυναμία της εκδότριας ως άνω εταιρείας να εκτελέσει τις εξειδικευμένες εργασίες που αναφέρονται στα τιμολόγια αυτά, κλήθηκαν από την αρμόδια υπηρεσία ο _______ _______ για την ομώνυμη ατομική επιχείρηση, η οποία ήταν και η λήπτρια του με αριθμό 129 τιμολόγιου παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 30.5.2000, καθαρής αξίας 9.676.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 1.476.000 δρχ., συνολικής αξίας 9.676.000 δρχ., καθώς και ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης με την επωνυμία «_______ & ΣΙΑ ΑΕΒΕ», _______ _______ , η οποία ήταν η λήπτρια των λοιπών τριών κατασχεθέντων ως άνω τιμολογίων παροχής υπηρεσιών. Πράγματι, στις 29.1.2004, προσήλθε στην υπηρεσία ο πρώτος, ο οποίος ερωτηθείς σχετικά με το με αριθμό 129 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 30.5.2000, καθαρής αξίας 8.200.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 1.476.000 δρχ., συνολικής αξίας 9.676.000 δρχ. κατέθεσε ότι το εν λόγω τιμολόγιο αφορά προμήθειες από πωλήσεις γυναικείων ρούχων σε διάφορους πελάτες, που του σύστησε ο προσφεύγων, τον οποίο γνωρίζει από το έτος 1992, και για τον λόγο αυτόν του απέδωσε προμήθεια περίπου 10%, πλην όμως, επειδή, ο τελευταίος δεν μπορούσε να εκδώσει τιμολόγιο για τα χρήματα που έλαβε, λόγω χρεών του, προσκόμισε στο _______ _______ το εν λόγω τιμολόγιο, εκδόσεως της εταιρείας «_______ Α.Ε», την οποία όμως ο _______ _______ δεν γνώριζε, ούτε είχε έρθει ποτέ σε επαφή με κάποιον από τους εκπροσώπους της. Στη συνέχεια, στις 6.6.2006, προσήλθε στην υπηρεσία ο _______ _______ , ο οποίος ερωτηθείς σχετικά με τις συναλλαγές που αναφέρονται στα με αριθ. 80 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 17.1.20 καθαρής αξίας 1.210.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α, συνολικής αξίας 1.427.800 δρχ., 95 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 27.3.2000, καθαρής αξίας 575.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 103.500 δρχ, συνολικής αξίας 678.500 δρχ., και 127 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 7.6.2000, καθαρής αξίας 172.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 30.960 δρχ., συνολικής αξίας 202.960 δρχ., κατέθεσε ότι τα εν λόγω τιμολόγια τα παρέδωσε σε αυτόν ο επί τριαντακονταετία συνεργάτης του _______ _______ (προσφεύγων), και αφορούν προμήθεια σε ποσοστό 8% επί των πωλήσεων της επιχείρησης «_______ και ΣΙΑ ΑΕΒΕ» σε συγκεκριμένες εταιρείες στην Ιταλία, με τη μεσολάβηση του προσφεύγοντος, ενώ πρόσθεσε ότι δεν είχε ουδεμία σχέση με την εκδότρια εταιρεία. Περαιτέρω, στις 29.6.2006, προσήλθε στην υπηρεσία ο προσφεύγων, ο οποίος ερωτηθείς για τα εν λόγω τέσσερα τιμολόγια κατέθεσε ότι αυτά αφορούν προμήθειες που ο ίδιος εισέπραξε από τις επιχειρήσεις «_______ & ΣΙΑ ΑΕΒΕ» και «_______ », για τη μεσολάβησή του για την πώληση εμπορευμάτων τους. Επιβεβαίωσε δε ότι επειδή δεν διέθετε φορολογική έδρα ούτε φορολογικά στοιχεία, συζήτησε με την γνωστή του με το όνομα _______ _______ , η οποία του είπε ότι ήταν Διευθύνων Σύμβουλος σε μία ανώνυμη εταιρεία παροχής υπηρεσιών (εν προκειμένω της «_______ _______ ») και του πρότεινε να τον διευκολύνει εκδίδοντας τα σχετικά τιμολόγια, το οποίο και δέχτηκε. Πρόσθεσε δε ότι δεν είχε μεταβεί ποτέ στην έδρα της εκδότριας εταιρείας , ούτε γνωρίζει που βρίσκεται αυτή, ενώ γνωρίζει μόνο την _______ _______ , που του προσκόμισε τα προαναφερθέντα τέσσερα φορολογικά στοιχεία (Τ.Π.Υ.) και η οποία μία φορά είχε έρθει με κάποιον κύριο που ονομάζονταν _______ _______ . Κατόπιν των ανωτέρω, οι προαναφερόμενοι ελεγκτές αφού έλαβαν υπόψη, εκτός των άλλων: 1) όλη τη διαδικασία της έρευνας σχετικά με το συγκεκριμένο κύκλωμα προσώπων που κατά σύστημα συστήνει εικονικές επιχειρήσεις, όπως και την διαδικασία της συγκεκριμένης έρευνας για την ένδικη υπόθεση, 2) τη δεδομένη εικονικότητα της εκδότριας εταιρείας με την επωνυμία «_______ Α.Ε», όπως αυτή τεκμηριώνεται στη συνταχθείσα γι’ αυτήν έκθεση ελέγχου και αναφέρθηκε ανωτέρω και 3) τη μεσολάβηση και τον ρόλο του προσφεύγοντος, και ειδικότερα, τη συναυτουργία του στην έκδοση και τη διακίνηση των εν λόγω τιμολογίων, δοθέντος ότι, όπως αποδεικνύεται από την κατάθεσή του ενώπιον της υπηρεσίας, είναι το πρόσωπο που εκτέλεσε τις αναφερόμενες στα εν λόγω τιμολόγια εργασίες, εμφανίζοντας ωστόσο τιμολόγια εκδόσεως της εταιρείας «_______ Α.Ε» στις λήπτριες εταιρείες «_______ & ΣΙΑ ΑΕΒΕ» και «_______ », καθόσον ο ίδιος δεν διέθετε φορολογική έδρα ούτε φορολογικά στοιχεία, αποφεύγοντας, κατά τούτο, τη φορολογική επιβάρυνση από άποψη καταβολής Φ.Π.Α και φόρου εισοδήματος, έκρινε τα 1) με αριθμό 80 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 17.1.20 καθαρής αξίας 1.210.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α, συνολικής αξίας 1.427.800 δρχ., με λήπτρια την εταιρεία «_______ & ΣΙΑ ΑΕΒΕ», 2) με αριθμό 95 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 27.3.2000, καθαρής αξίας 575.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 103.500 δρχ, συνολικής αξίας 678.500 δρχ., με λήπτρια την ίδια ως άνω εταιρεία, 3) με αριθμό 127 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 7.6.2000, καθαρής αξίας 172.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 30.960 δρχ., συνολικής αξίας 202.960 δρχ., με λήπτρια ομοίως την ως άνω εταιρεία και 4) με αριθμό 129 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, με ημερομηνία 30.5.2000, καθαρής αξίας 8.200.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 1.476.000 δρχ., συνολικής αξίας 9.676.000 δρχ., με λήπτρια την εταιρεία «_______ » εικονικά, ως προς την εκδότρια εταιρεία, εκδοθέντα κατά συναυτουργία του προσφεύγοντος. Ακολούθως, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Κορωπίου, που υιοθέτησε τις απόψεις του ελέγχου, εξέδωσε την 238/2.10.2006 προσβαλλόμενη πράξη επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., για την διαχειριστική περίοδο από 1.1.2000 έως 31.12.2000, με την οποία επέβαλε σε βάρος του προσφεύγοντος, για την έκδοση των παραπάνω εικονικών φορολογικών στοιχείων πρόστιμα, συνολικού ύψους 59.615,54 ευρώ, και, συγκεκριμένα τέσσερα πρόστιμα για την έκδοση ισάριθμων εικονικών τιμολογίων, ύψους 7.101,98 ευρώ (3.550,99 X 2 Χ100%) + 3.374,90 ευρώ (1687,45 X 2 X 100%) + 1.009,54 ευρώ (504,77 X 2 100%) + 48.129,12 ευρώ (24.064,56 X 2 X 100%), αντίστοιχα.

Επειδή, ήδη κατά της πράξεως αυτής ο προσφεύγων άσκησε την κρινόμενη προσφυγή, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το νομίμως κατατεθέν στις 15.6.2012 υπόμνημά του, ζητώντας την ακύρωση, άλλως την μεταρρύθμισή της, ισχυριζόμενος ότι η φορολογική αρχή με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και την επιβολή του ένδικου προστίμου παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, της νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης και υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας. Όμως, η θέσπιση με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 2523/1997 συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού των προστίμων για την ρητώς χαρακτηριζόμενη από το νόμο ως ιδιάζουσα παράβαση της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, στοχεύοντας, κατά την σχετική εισηγητική έκθεση, στην αποφυγή συμπτωμάτων διαφθοράς και τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ φορολογικής αρχής και των πολιτών, οι οποίοι μπορούν πλέον να γνωρίζουν εκ των προτέρων το ακριβές ύψος του προστίμου για κάθε συγκεκριμένη παράβαση, έτσι ώστε να επιβάλλεται για όμοιες περιπτώσεις πρόστιμο της ίδιας βαρύτητας, συναρτώμενο, ευλόγως άλλωστε, με την αξία της οικείας συναλλαγής, ήτοι με μέγεθος αναγκαίως συναφές προς το ύψος της αντίστοιχης φοροδιαφυγής, εξασφαλίζει την ανάγκη διαφάνειας και την σαφήνεια των εις βάρος των παραβατών επιβαλλομένων κυρώσεων. Επομένως, εκ μόνου του ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ.10 περ. β’ του ν. 2523/1997, η οποία καθιστά τυπική την παράβαση της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, προσδιορίζει το ως άνω πρόστιμο στο διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου, περιορίζοντας την σχετική διακριτική ευχέρεια της φορολογικής αρχής, με δυνατότητα μειώσεώς του στο μισό, όταν η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικώς στο πρόσωπο του εκδότη, δεν αντίκειται στην προβλεπομένη από το Σύνταγμα αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο, διότι δεν θεσπίζει μέτρο προδήλως ακατάλληλο και απρόσφορο ούτε υπερακοντίζει το δημόσιο σκοπό της αποφυγής της διαφθοράς των φορολογικών οργάνων, στον οποίο κυρίως αποβλέπει, του κολασμού του παραβάτη και της αποτροπής παρομοίων παραβάσεων, (πρβλ. ΣτΕ 3704/2012, βλ. ΣτΕ 1402, 2938/2005, πρβλ. απόφ. ΔΕΚ της 12-7-2001, υπόθ.Ο-262/1999 , Λουλουδάκης κατά Ελληνικού Δημοσίου). Εξάλλου, όταν η ίδια η φορολογική αρχή, θεμιτώς κατά το Σύνταγμα, εν όψει των αναφερθέντων, δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια να προσδιορίζει το ύψος του προστίμου αναλόγως tojν ειδικοτέρων συνθηκών της παραβάσεως, θέμα παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας ως εκ του ότι το δικαστήριο που ελέγχει τη νομιμότητα της σχετικής πράξεως της ως άνω αρχής δεν διαθέτει ούτε αυτό τέτοια εξουσία, δεν μπορεί να τεθεί. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως των ως άνω αρχών ούτε υπέρβασης της διακριτικής ευχέρειας της Διοικήσεως, απορριπτομένου του σχετικού προβαλλόμενου από τον προσφεύγοντα λόγου.

Επειδή, περαιτέρω, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η εικονικότητα των εν λόγω τιμολογίων συνίσταται μόνο στο πρόσωπο του εκδότη, ήτοι της εταιρείας«_______ _______  Α.Ε», ενώ ο ίδιος απλώς τα παρέλαβε και για το λόγο αυτόν θα έπρεπε τουλάχιστον να μειωθεί το ένδικο πρόστιμο σε ποσοστό 50%, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 10 περ. Β εδ. τέταρτο του ν. 2523/1997. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης διότι η δυνατότητα μείωσης του επιβληθέντος προστίμου, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, αναγνωρίζεται μόνο για τον λήπτη των εικονικών φορολογικών στοιχείων, εν προκειμένω, για τις εταιρείες «_______ & ΣΙΑ ΑΕΒΕ» και «_______ », και όχι για τον ίδιο, ο οποίος συνέπραξε στην έκδοση των εν λόγω τιμολογίων.

Εξάλλου, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι για τα εν λόγω τιμολόγια απέδωσε τον αναλογούντα Φ.Π.Α, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αναπόδεικτος, διότι στην οικεία έκθεση ελέγχου (σε. 39), αναφέρεται ότι ο τελευταίος απέφυγε τη φορολογική επιβάρυνση από άποψη Φ.Π.Α και φόρου εισοδήματος.

Επειδή, ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας και λαμβάνοντας, ειδικότερα, υπόψη τα εξής: α) ότι η εκδότρια των κατασχεθέντων φορολογικών στοιχείων δεν απασχόλησε προσωπικό από την έναρξη των εργασιών της, β) ότι ουδέποτε διέθετε αποθηκευτικό ή άλλο χώρο, ούτε μεταφορικά μέσα για την διακίνηση των εμπορευμάτων λαμβανομένου υπόψη και του όγκου των συναλλαγών της, γ) ότι από ενάρξεως 1999 έως 15-7-2002 έχει θεωρήσει 3.000 φύλλα ενιαίου μηχανογραφικού εντύπου καθώς και χειρόγραφα στοιχεία, συγκεκριμένα: 350 φύλλα Τιμολογίου Παροχής Υπηρεσιών, 250 φύλλα Δελτίου Αποστολής, 250 φύλλα Τιμολογίου-Δελτίου Αποστολής καθώς και ότι το πλήθος των στοιχείων που θεωρήθηκαν και εκδόθηκαν ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δραχμών δεν συμφωνούν με τα δεδομένα της επιχείρησης όπως της έλλειψης προσωπικού, αποθηκευτικού χώρου αλλά και της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της, δ) ότι η υποβληθείσα φορολογική δήλωση φορολογίας εισοδήματος της εκδότριας των στοιχείων φέρει τα στοιχεία και την υπογραφή ως λογιστή ανύπαρκτου προσώπου, ε) ότι ο προσφεύγων ομολογεί ότι εκτέλεσε ο ίδιος τις αναφερόμενες στα εν λόγω τιμολόγια υπηρεσίες και όχι η εκδότρια εταιρεία, γνωρίζοντας, επομένως, την εικονικότητά τους, στην έκδοση των οποίων (τιμολογίων) απέβλεψε με πρόθεση και είναι υπεύθυνος κατά συναυτουργία με την επιχείρηση «_______ Α.Ε», ενώ, εξάλλου, οι _______ _______ και _______ _______ κατέθεσαν και αυτοί στη φορολογική αρχή ότι οι αναφερόμενες στα παραπάνω φορολογικά στοιχεία υπηρεσίες προσεφέρθησαν από τον προσφεύγοντα και όχι από την «_______ Α.Ε», (το Δικαστήριο) κρίνει ότι τα κατασχεθέντα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με αριθμούς 1) 80, με ημερομηνία 17.1.2000, καθαρής αξίας 1.210.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α, συνολικής αξίας 1.427.800 δρχ., με λήπτρια την εταιρεία «_______ & ΣΙΑ ΑΕΒΕ», 2) 95, με ημερομηνία 27.3.2000, καθαρής αξίας 575.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 103.500 δρχ, συνολικής αξίας 678.500 δρχ., με λήπτρια την ίδια ως άνω εταιρεία, 3) 127, με ημερομηνία 7.6.2000 καθαρής αξίας 172.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 30.960 δρχ., συνολικής αξίας 202.960 δρχ., με λήπτρια ομοίως την ως άνω εταιρεία και 4) 129, με ημερομηνία 30.5.2000, καθαρής αξίας 8.200.000 δρχ., πλέον Φ.Π.Α 1.476.000 δρχ., συνολικής αξίας 9.676.000 δρχ., με λήπτρια την εταιρεία «_______ » είναι εικονικά ως προς το όνομα της εκδότριας εταιρείας, εφόσον πρόκειται για κατ’ ουσίαν εικονική εταιρία, καθώς και ότι η συναυτουργία του προσφεύγοντος ως προς αυτό είναι αυταπόδεικτη. Επομένως, ορθά επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη πλήρως αιτιολογημένη απόφαση σε βάρος του προσφεύγοντος το ένδικο πρόστιμο, όπως η αιτιολογία αυτής συμπληρώνεται από την οικεία έκθεση ελέγχου, το δε ύψος του ορθά προσδιορίστηκε στο παραπάνω ποσό, κατ’εφαρμογή των παραπάνω διατάξεοτν του ν.2523/97.

Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη προσφυγή και να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, το παράβολο που καταβλήθηκε, κατ’ άρθρο 277 (παρ. 9) του Κ.Διοικ.Δικ, συνεκτιμωμένων δε των περιστάσεων να απαλλαγεί ο προσφεύγων της δικαστικής δαπάνης του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, κατ’άρθρο 275 παρ. 1 εδ. Τελευταίο του ίδιου Κώδικα.

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την προσφυγή.

Διατάσσει την κατάπτωση του παράβολου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα της δικαστικής δαπάνης του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18-12-2012.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΒΑΡΒΑΡΙΔΗΣ                      ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΡΙΑΤΣΙΩΤΗ

 

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη δημόσια συνεδρίαση στις 10-4-2013, με δικαστές τους Μαρία Τσίτσου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Αλεξάνδρα Ρώμα και Ευγενία Κριατσιώτη, Πρωτόδικες Δ.Δ., λόγω προαγωγής του Προέδρου Δ.Δ Ευστράτιου Βαρβαρίδη στο βαθμό του Εφέτη Δ.Δ. και τοποθέτησής του στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιά.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΤΣΟΥ                                       ΦΙΛΙΠΠΙΑ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ

 

 

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία