Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 606/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Μαργίτσα Μιτζέλου – Θάνου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου, και την Γραμματέα Γεωργία Μαρούσου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 7 Ιανουάριου 2016 για να δικάσει την υπόθεση:
Της ανακόπτουσας: _______ _______ , κατοίκου Αθηνών, η οποία παρέστη δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Κανακάκη.
Της καθ’ ης η ανακοπή: _______ θυγ. _______ _______ , κατοίκου Ν. Σμύρνης Αττικής, η οποία παρέστη μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ευανθίας Προύντζου.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-4-2014 ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό καταθέσεως 50176/1396/2014, προσδιορίστηκε μετά από αναβολή για την δικάσιμο για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο πινάκιο.
Κατά την συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους, η δε εκ του νόμου προθεσμία προς προσθήκη – αντίκρουση στην υπόθεση τούτη έληξε την 2-22016 ένεκα της αρξαμένης αποχής των δικηγόρων.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Επειδή από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ανακοπή αυτή, που προσβάλει την εγκυρότητα των πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως, ασκείται όπως και η αγωγή και εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των άρθρων 583 585 και 933 – 937 ΚΠολΔ, εκτός εάν για την διάγνωση της αξιώσεως, προς ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, εφαρμόζεται ειδική διαδικασία, τότε ακολουθείται η ίδια ειδική διαδικασία και για την εκδίκαση της ανακοπής (ΑΠ 1630/1983 ΝοΒ 1984. 1367). Εξ άλλου, επειδή κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 2112/1920, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, με οποιονδήποτε τρόπο
και αν επέλθει, δεν επηρεάζει την εφαρμογή των ευνοϊκών για τους υπαλλήλους διατάξεων του νόμου αυτού, που ρυθμίζει την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους. Το ίδιο ορίζεται και με το άρθρο 9 παρ. 1 του β.δ/τος της 16/18.7.1920, αναφορικά με τους εργάτες και υπηρέτες, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 8 του κ.ν. 3514/1928, αν μεταβληθεί το πρόσωπο του εργοδότη, οι υποχρεώσεις του, που καθιερώνει το νομοθέτημα αυτό για την περίπτωση στρατεύσεως των ιδιωτικών υπαλλήλων, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στο νέο εργοδότη. Επίσης, το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3239/1955 για τις συλλογικές διαφορές εργασίας, όριζε ότι η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη δεν επιδρά στην εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας, τα δε δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του πηγάζουν από αυτή, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως για το μέλλον στους διαδόχους του. Ήδη ισχύει το π.δ. 178/2002 «Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου», κατά το άρθρο 4 του οποίου, δια της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταβιβάζονται στο διάδοχο. Ο μεταβιβάζων και μετά την μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διάδοχο, για τις υποχρεώσεις, που προέκυψαν από την σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος (παρ. 1). Με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, μετά τη μεταβίβαση, ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας (παρ. 2). Εξ ετέρου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου π.δ/τος, η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων. Η διάταξη του προηγουμένου εδαφίου δεν εμποδίζει, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, απολύσεις, που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως. που συνεπάγονται μεταβολές εργατικού δυναμικού (παρ. 1). Αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί, λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας σε βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσης θεωρείται ότι επήλθε εξ αιτίας του εργοδότη (παρ. 2). Τέλος, κατά το άρθρο 6 του ίδιου π.δ/τος, τα άρθρα 4 και 5 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στην μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο μεταβιβάζων ευρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, όπως η αφερεγγυότητα ορίζεται στο άρθρο 44 παρ. 5 του ν. 2648/98 (κατάσταση παύσης ή αναστολής πληρωμών, προβληματική! επιχείρηση, που υποβάλλεται στην ειδική εκκαθάριση των άρθρων 9 του ν. 1386/1983, 46 του ν. 1892/1990 και 14 του ν. 2000/1991, όπως ισχύουν, ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας η άδεια ανακλήθηκε, εκκαθάριση με σκοπό την ικανοποίηση των δανειστών), η οποία κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και σύμφωνα με διαδικασίες, που διεξάγονται υπό την εποπτεία της κατά περίπτωση αρμόδιας Αρχής (παρ. 1). Η εφαρμογή της παρ. 1 αρχίζει από την έκδοση της σχετικής κατά περίπτωση δικαστικής απόφασης (παρ. 2). Μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρησιακής δραστηριότητας από τρίτον, εφ’ όσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, εφόσον δηλαδή συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα, η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση και διατηρεί, υπό τον νέο φορέα, την ταυτότητά της με τον ίδιο ή διάφορο τίτλο ή μορφή [ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 35( 1994). 1252, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48(2007).1405, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 48(2007).469, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997.747, ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 35( 1994). 1311, ΑΠ 610/1991 ΕΕργΔ 1992.136, ΑΠ 18/1991 ΕΕργΔ 1992.125, ΑΠ 227/1990 ΕΕργΔ 1990.722, ΑΠ 889/1992 ΕΕργΔ 1993.456, ΑΠ 942/1992 ΕλλΔνη 35(1994). 1038, ΑΠ 602/1980 ΕΕργΔ 1980.534, ΕφΑΘ 9346/1988 ΕΕργΔ 1989.403, ΕφΠατρ 61/1988 ΕΕργΔ 1988.971, ΕφΘεσ 420/1989 ΕΕργΔ 1989.518]. Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει. Αρκεί το πραγματικό γεγονός ότι ο παλαιός εργοδότης χάνει την ιδιότητα του φορέα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και ο διάδοχός του αποκτά την ιδιότητα αυτή, έστω και προσωρινά. Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών, πρέπει να μεταβιβάζονται τόσο επιμέρους στοιχεία της επιχειρήσεως και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και να είναι, υπό τον νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό. Θα πρέπει, δηλαδή, η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση ή εκμετάλλευση να διατηρεί την ταυτότητά της και υπό τον νέο φορέα της. Η μεταβολή αφορά στο πρόσωπο του φορέα της μονάδας και όχι στην ίδια. Διατήρηση της ταυτότητάς της σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας και, συνεπώς, δικαιολογείται ο νέος φορέας της να αναλάβει τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονται με αυτές. Η ταυτότητα της επιχειρήσεως δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι ο διάδοχος προσέθεσε στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία και νέα τοιαύτα (νέα μηχανήματα, εγκατάστασης, προσέλαβε και νέο προσωπικό, τροποποίησε μερικώς το σκοπό, π.χ. επέκταση εργασιών, παραγωγή και νέων προϊόντων κλπ.). Η επί μακρόν διακοπή λειτουργίας της επιχειρήσεως είναι δυνατόν να μεταβάλει την ταυτότητα της επιχείρησης, διότι στην περίπτωση αυτή η οργάνωση, η πελατεία, η φήμη εξαφανίζονται ωστόσο, εκτός από την διακοπή πρέπει να συνεκτιμώνται και άλλα στοιχεία προς διαπίστωση αν υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως. Προσωρινή διακοπή δεν μεταβάλει κατά κανόνα την ταυτότητα της επιχειρήσεως. Η κρίση για την διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από την συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κλπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά την μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007.258). Μάλιστα, υπό την ισχύ του π.δ/τος 178/2002 (όπως και του προγενέστερου π.δ/τος 572/1988, άρθρο 3 § 1, εκδοθέντος σε συμμόρφωση προς την Οδηγία ΕΟΚ 77/187/14.2.1977 «Προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων περί μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων αυτών», ΑΠ 259/2006, ό.π.), ο παλαιός εργοδότης συνεχίζει να ευθύνεται και μετά την μεταβίβαση για τις υποχρεώσεις που είχαν γεννηθεί μέχρι την μεταβίβαση, ενώ ο νέος εργοδότης ευθύνεται αποκλειστικά μεν αυτός για τις υποχρεώσεις που γεννήθηκαν μετά την μεταβίβαση, παράλληλα δε, μαζί με τον παλαιό εργοδότη χωρίς περιορισμό, από το άρθρο 479 ΑΚ, και για τις αξιώσεις των εργαζομένων κατά του τελευταίου, που είχαν γεννηθεί πριν από την μεταβίβαση (για το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του π.δ/τος 572/1988, βλ. Δημ. Ζερδελή: Μεταβίβαση Επιχειρήσεως και συνέπειες στις εργασιακές σχέσεις, ΔΕΕ 1996.238 επ., Αλ. Καρακατσάνη/Στ. Γαρδίκα, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, εκδ. 1995, σελ. 180, ΕφΑΘ 3156/2002 ΔΕΕ 2003.88, ΕφΑΘ 5341/1999 ΕΕργΔ 59.271, ΕφΠειρ 833/2001 ΔΕΕ 2002.884). Σε όλες τις περιπτώσεις οι εργασιακές συμβάσεις ή σχέσεις, που ήταν ενεργείς κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως (ΑΠ 318/1998 ΕΕργΔ 1999.355) συνεχίζονται με τον νέο εργοδότη με τους ίδιους όρους και συνθήκες, ανεξαρτήτως της συναινέσεως ή μη των εργαζόμενων (ΟλΑΠ 5/1994 ό.π., ΑΠ 1222/1998 ΕΕργΔ 1999.983, ΑΠ 1723/1995 ό.π.). Αναγκαία πάντως προϋπόθεση είναι η συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως από τον νέο εργοδότη, χωρίς πραγματική διακοπή, εκτός αν αυτός, μετά την διακοπή, επαναλειτουργήσει την επιχείρηση ως την αυτή οικονομική μονάδα (ΑΠ 244/2012 και ΑΠ 891/1992 ΕΕργΔ 1993.454), δηλαδή με την θέληση να είναι διάδοχος του αρχικού εργοδότη, όπως συνήθως συμβαίνει στις περιπτώσεις επαναλειτουργίας επιχειρήσεων, που μεταβιβάστηκαν ενώ η λειτουργία τους είχε προσωρινά διακοπεί λόγω εποχής (ΕφΑΘ 9346/1988 ό.π.) ή λόγω ανασυγκροτήσεώς τους (βλ. και Ληξουριώτη, ΕΕργΔ 1993.450, Στ. Βλαστό, ΕΕργΔ 1999. 982,983). Αντιθέτως, δεν υπάρχει διαδοχή εργοδοτών, όταν η επαναλειτουργία της επιχειρήσεως από τον νέο φορέα της γίνεται κατά τρόπο ανεξάρτητο από εκείνον του προηγούμενου φορέα της, με μισθωτούς που προσλαμβάνει με νέες συμβάσεις εργασίας είτε από το παλαιό προσωπικό είτε όχι [ΑΠ 610/1991, 889/1992, 942/1992, 1364/1992 ό.π., ΕφΠειρ 647/1996 ΕλλΔνη 39(1998). 165]. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) «I. Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου κατά το άρθρο 4 δικαστηρίου, δικάζοντας κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρθρ. 682 επ. ΚΠολΔ), μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ο πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο. Η Απόφαση υποβάλλεται στην Δημοσιότητα του άρθρου 8. 2. Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης». Όταν διατάσσεται δικαστικά ως προληπτικό μέτρο γενικά η αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς ειδικότερους προσδιορισμούς, το περιεχόμενο της απαγόρευσης ταυτίζεται με το περιεχόμενο της αρχής της αναστολής των ατομικών καταδιώξεων, που ανέκαθεν ίσχυε στο πτωχευτικό δίκαιο και καθιερώθηκε ρητώς στο άρθρο 25 παρ. 1 ΠτΚ (ΠολΠρΘεσ 5757/2013, ΜονΠρΘεσ 39/2013 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αναστέλλονται για το ως άνω χρονικό διάστημα όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης και η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Πράξεις επιχειρούμενες κατά παράβαση της διαταχθείσας αναστολής των ατομικών διώξεων είναι απολύτως άκυρες, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ. 25 παρ. 2 ΠτΚ. Εάν δε πρόκειται για πράξεις ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, ακυρώνονται δικαστικά κατόπιν επιτυχούς άσκησης ανακοπής εναντίον τους κατά τα αρθρ. 933 επ. και 159 περ. 1 ΚΠολΔ (ΜονΠρΑΘ 3224/2011 ΔΕΕ 2011.691, ΜΠρΠειρ 1084/2011 ΔΕΕ 2011.572). Συνεπεία, δε, της αρχής της αναστολής των ατομικών διώξεων είναι, ότι δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση αγωγής κατά του πτωχεύσαντος εκ μέρους των πιστωτών, που δεν είναι ασφαλισμένοι εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο, και η δίκη, που άρχισε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, δεν μπορεί να συνεχισθεί μετά από αυτή, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκεται, ακόμη και ενώπιον του εφετείου. Οι πιο πάνω διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου και αφορούν στην δημόσια τάξη (ΑΠ 808/1990 ΕλλΔνη 1991.538, ΑΠ 47/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 455/2004 ΔΕΕ 2005.303, ΕφΠατρ 1154/2004 ΔΕΕ 2005.687, ΕφΘεσ 2774/2004 Αρμ 2004.1705, ΕφΠατρ 758/2005 ΔΕΕ 2006.488). Κάθε αγωγή ή έφεση που ασκείται στην διάρκεια της αναστολής αυτής των καταδιωκτικών μέτρων, υπό ή κατά του εναγόμενου πτωχού, πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως (ΕφΑΘ 3575/2010 και ΕφΘεσ 2867/2009 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίσιν ανακοπή της η ανακόπτουσα ζητεί, για τους λόγους που εκθέτει, να ακυρωθεί η υπ αριθμόν 1848/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, της ιδίας διαδικασίας εργατικών διαφορών, σε όσο την αφορά και η από 14-3-2014 επιταγή προς πληρωμή επί της ιδίας αποφάσεως, όπως αναγράφει, με την οποία (επιταγή προς πληρωμή) η ανακόπτουσα επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ ης τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά, καθώς και να καταδικασθεί η καθ ης στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και τα αιτήματα, κατ’ ορθή εκτίμηση δικογράφου και αιτημάτων, δοθέντος ότι εν προκειμένω με την ανακοπή που ασκείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 933 και 934 ΚΠολΔ δεν ακυρώνεται η δικαστική απόφαση, αλλά η αρξάμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως βάσει της πληττόμενης δικαστικής αποφάσεως που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο για την ένδικη εκτέλεση, η κρινομένη ανακοπή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 933, 934 και 176 ΚΠολΔ, δικάζεται κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών ως εκ του είδους της απαιτήσεως και του τίτλου, ήτοι της ως άνω δικαστικής αποφάσεως (άρθρα 934 παρ. 1 στοιχ. β’ και παρ. 2. 14 παρ. 2, 16 παρ. 2 και 663 και 664 επ. ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την νομική και ουσιαστική βασιμότητα των δι’ αυτής προβαλλομένων λόγων.
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 § 4 και 216 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στις ανακοπές περί αναγκαστικής εκτελέσεως των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς με αναλυτική παράθεση όλων των πραγματικών γεγονότων που είναι κατά νόμο αναγκαία για την στήριξη του αξιούμενου δικαιώματος. Τα περιστατικά αυτά πρέπει να προσδιορίζονται ειδικά και συγκεκριμένα κατά την εφαρμοζόμενη εκάστοτε ουσιαστική διάταξη του νόμου και δεν επιτρέπεται να αναφέρονται γενικά, η δε αναγραφή τους είναι απαραίτητη για να μπορέσει τόσο ο εναγόμενος να αμυνθεί, όσο και το Δικαστήριο να κρίνει το νόμω βάσιμο της αγωγής και να διατάξει τις απαιτούμενες αποδείξεις (ΕφΘεσ 2415/1997 Αρμ 1998. 300). Η μη τήρηση των διατάξεων αυτών επάγεται την ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής λόγω αοριστίας, η οποία λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως και δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45. 84, ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440, ΑΠ 1296/1983 ΝοΒ 32.1028, ΑΠ 915/1980 ΝοΒ 29.296, ΕφΘεσ 1950/1990 και 2238/1989 ΕλλΔνη 32.1340).
Εν προκειμένω η ανακόπτουσα με τον πρώτο ως εκτιμώμενο λόγο της υπό κρίσιν ανακοπής της, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτού, ισχυρίζεται ότι δεν είναι διάδοχος λόγω της μεταβίβασης της επιχειρήσεως της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «_______ ΑΕ», η οποία ήταν εναγομένη στην υπ’ αριθμόν 1848/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, της ιδίας διαδικασίας εργατικών διαφορών, ότι η ανακόπτουσα προέβη στην έναρξη του καταστήματος της την 22-11 -2010, ήτοι μετά την διακοπή της συνεργασίας της ενάγουσας και νυν καθ’ ης η ανακοπή με την ως άνω ανώνυμη εταιρία που ήταν η εργοδότριά της έως την 17-11-2010, ότι αρνείται η ίδια η ανακόπτουσα πως της μεταβιβάστηκε η περιουσία ή η επιχείρηση της ως άνω εταιρίας και ότι αποτελεί διάδοχό της, ότι έπρεπε να ασκηθεί εναντίον της αγωγή από την καθ’ ης κατά τις διατάξεις του άρθρου 479 ΑΚ για να αναγνωρισθεί η επίδικη αξίωσή της και ότι έχει παρέλθει η τρίμηνη «αποκλειστική» προθεσμία του άρθ. 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 για αξιώσεις από άκυρη καταγγελία αλλά και για τα λοιπά κονδύλια έχει παρέλθει η πενταετής αποσβεστική) προθεσμία για τις ένδικες αξιώσεις της καθ’ ης η ανακοπή εις βάρος της, κατά τα ιστορούμενα στην ανακοπή. Ο λόγος τούτος πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν προσδιορίζονται στην ανωτέρω ανακοπή τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας θεμελιώνουν την άρνησή της και δη πως δεν της μεταβιβάστηκε η περιουσία ή η επιχείρηση της ως άνω εταιρίας και ότι δεν αποτελεί διάδοχό της, ενώ δεν αρκεί η γενική και αόριστη αναφορά των ούτε η παραπομπή σε έτερα έγγραφα για τον καθορισμό τους, όποος στην πληττόμενη δικαστική απόφαση, ώστε να μπορέσει τόσο η καθ’ ης η ανακοπή να αμυνθεί, όσο και το Δικαστήριο να κρίνει το νόμω βάσιμο αυτού του λόγου και να διατάξει τις απαιτούμενες αποδείξεις, δοθέντος ότι η εν λόγω επικαλούμενη μεταβίβαση κατά τις διατάξεις των άρθρων του π.δ. 178/2002 αποτελεί εκ του νόμου μεταβίβαση και επέρχεται αυτοδίκαιη εκ του νόμου υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και τις απορρέουσες εργασιακές αξιώσεις, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην μείζονα σκέψη. Επιπροσθέτως, με τον ως εκτιμώμενο δεύτερο λόγο της ίδιας ανακοπής, κατ’ ορθή εκτίμησή του, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 698/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, που εκδόθηκε την 15-7-2010, διατάχθηκε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής κατά της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία «_______ ΑΕ», της οποίας το πέρας κηρύχθηκε με την υπ’ αριθ. 152/2012 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου και ότι όταν η ανακόπτουσα ξεκίνησε την επιχειρηματική της δραστηριότητα στο εν λόγω κατάστημα της ανωτέρω εταιρίας «_______ ΑΕ» βρισκόταν η εταιρία τούτη σε διαδικασία παύσεως πληρωμών ή αναστολής των πληρωμών της και ούτως δεν εμπίπτει η έναρξη της επιχειρήσεως της ανακόπτουσας στις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του π.δ. 178/2002, όπως ιστορεί. Με το περιεχόμενο αυτό ο ανωτέρω λόγος κρίνεται απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας ως προς το σκέλος ότι η ανωτέρω εταιρία «_______ ΑΕ» βρισκόταν σε διαδικασία παύσεως πληρωμών ή αναστολής των πληρωμών της, διότι η ανακόπτουσα δεν μνημονεύει ούτε επικαλείται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τις δικαστικές ενέργειες και τις αντίστοιχες νομικές διαδικασίες και αποφάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς της θεμελιώνουν την παύση ή αναστολή των πληρωμών της ανωτέρω εταιρίας «_______ ΑΕ», από πότε και με ποιόν τρόπο, πέραν των όσων προπαρατίθενται ότι δηλαδή διατάχθηκε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής κατά της ως άνω εταιρίας, αλλά και ως προς το εν λόγω σκέλος ότι η άνω εταιρία βρισκόταν σε διαδικασία συνδιαλλαγής ο ανωτέρω λόγος κρίνεται απορριπτέος νομω αβάσιμος, γιατί η υπαγωγή της άνω εταιρίας στην διαδικασία της συνδιαλλαγής προϋποθέτει ότι δεν τούτη βρισκόταν τότε σε κατάσταση παύσης ή αναστολής των πληρωμών της, αφού εάν βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση, δεν θα γινόταν δεκτή η τοιαύτη αίτησή της συνδιαλλαγής από το αρμόδιο Δικαστήριο, καθ’ όσον μια από τις βασικότερες νομικές προϋποθέσεις για την υπαγωγή στις διατάξεις περί συνδιαλλαγής ήταν να μην συντρέχει παύση πληρωμών, ώστε να δύναται η επιχείρηση να ξεπεράσει τα πρόσκαιρα οικονομικά προβλήματα της και να ανακάμψει μέσω της διαδικασίας αυτής, επειδή κατά τους ορισμούς του άρθρου 99 ΠτΚ (ν. 3588/2007), όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί εμπορική δραστηριότητα, το οποίο αποδεικνύει οικονομική αδυναμία, παρούσα ή προβλέψιμη, μπορεί να ζητήσει από το Πτωχευτικό Δικαστήριο το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής υπό την προϋπόθεση ότι δεν βρίσκεται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών του κατά την διάταξη του άρθρου 3 του ΠτΚ, ενώ κατά το άρθρο 6 του ίδιου π.δ/τος, τα άρθρα 4 και 5 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στην μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο μεταβιβάζων ευρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, όπως η αφερεγγυότητα ορίζεται στο άρθρο 44 παρ. 5 του ν. 2648/98 (κατάσταση παύσης ή αναστολής πληρωμών, προβληματική επιχείρηση, που υποβάλλεται στην ειδική εκκαθάριση των άρθρων 9 του ν. 1386/1983, 46 του ν. 1892/1990 και 14 του ν. 2000/1991, όπως ισχύουν, ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας η άδεια ανακλήθηκε, εκκαθάριση με σκοπό την ικανοποίηση των δανειστών), η οποία κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και σύμφωνα με διαδικασίες, που διεξάγονται υπό την εποπτεία της κατά περίπτωση αρμόδιας Αρχής (παρ. 1), η δε εφαρμογή της παρ. 1 αρχίζει από την έκδοση της σχετικής κατά περίπτωση δικαστικής απόφασης (παρ. 2), σύμφωνα και με τα προπαρατεθέντα στην μείζονα σκέψη. Κατ’ ακολουθίαν των προδιαλαμβανομένων και επειδή δεν υπάρχει έτερος προβαλλόμενος λόγος ανακοπής προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή με τους ως άνω αντίστοιχους λόγους της να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, εις βάρος της ανακόπτουσας λόγω της ήττας της τελευταίας (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως καθορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Επιβάλλει εις βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των ευρώ τετρακοσίων (400 ευρώ).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα στις 8/3/2016.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ