Περίληψη
ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Αριθμός αποφάσεως 1189 /2008
6266/2007
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Εργατικών Διαφορών – Ναυτικό)
Αποτελούμενο οπό π| Δικαστή Βικτωρία Κατσάπη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Μαρία Θεοδωροπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 22 Οκτωβρίου 2007 για να δικόσο την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: _________ ________, κατοίκου _______ Αιγύπτου, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Χρήστου Μόσχου.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: _________ _________ _________ , κάτοικου Καλύμνου ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Παρασκευής Κουπλίδου.
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 30.6.2007 και με αριθμ. Καταθ. Δικογρ 6266/2007 αγωγή του η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 24.9.2007, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις γραπτές προτάσεις τους,
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την άποψη που κρατεί στο Δικαστήριο τούτο, το ατύχημα που προέρχεται κατά την εκτέλεση της εργασίας συνδέεται άμεσα με την εργασιακή σύμβαση ή, έστω, την απλή εργασιακή σχέση, αφού χωρίς αυτήν ούτε ατύχημα κατά την εκτέλεση της εργασίας (ή με αφορμή αυτήν), ούτε ευθύνη του εργοδότη σε σχέση με αυτό, που στηρίζεται στην ανάληψη εκ μέρους του επαγγελματικού κινδύνου από την εκμετάλλευση της εργασίας άλλων νοείται. Εξάλλου, το εργατικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 του κωδικοποιημένου νόμου 551/1915, διαφοροποιείται ουσιωδώς από το αδίκημα κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. Α.Κ. και 26 Α.Κ., αφού το τελευταίο έχει πάντοτε ως συστατική προϋπόθεση ορισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), σε αντίθεση με το εργατικό ατύχημα, που συνίσταται και εξαντλείται σε ορισμένο βίαιο συμβάν, το οποίο καθαυτό, και χωρίς να προσαπαιτείται, ως αναγκαίος όρος, οποιαδήποτε ανθρώπινη συμπεριφορά, παράγει τα διαγεγραμμένα από τον ν. 551/1915 έννομα αποτελέσματα. Επομένως, όταν ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής του ουσιαστικού δικαίου που ρυθμίζει τις αξιώσεις που απορρέουν από αυτό (διότι ως συμβάν συνδέεται με το δίκαιο περισσοτέρων 4πολιτειών), αυτό πρέπει να αναζητείται με βάση τον τιθέμενο με το άρθρο 25 Α,Κ. κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Από τη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ συνάγεται ότι, αν δεν ορίσθηκε από τους συμβαλλομένους ρητά ή σιωπηρά το δίκαιο που θα ρυθμίζει την ενοχή από τη σύμβαση, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις προτεινόμενες από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενες ειδικές συνθήκες. Εξ άλλου, κατά τα άρθρα 2, 3 έως 6 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης του 1980, που κυρώθηκε με τον Ν. 1792/1988 και ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο από 1-4-1991, έχει δε υπερνομοθετική (άρθρο 28 του Συντάγματος) και οικουμενική ισχύ, η ενοχική σύμβαση στην οποία περιλαμβάνεται η σύμβαση εργασίας και ειδικότερα εκείνη που καταρτίζεται μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη που διενεργεί διεθνή μεταφορά και επομένως και η σύμβαση ναυτολογήσεως. διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη (αρθρ. 3 παρ 1-4). Με την παρ. 1 του άρθρου 3 θεσπίζεται η ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, με την οποία (επιλογή) οι συμβαλλόμενοι μπορούν να ορίσουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της συμβάσεώς τους, συμπληρώνεται δε η αρχή αυτή από την παρ. 2 η οποοία επιτρέπει την τροποποίηση και το μετασυμβατικό καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου ενώ η παρ. 3 του ίδιου άρθρου αφορά την έκταση της επιλογής, Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν έχει επιλεγεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3, η σύμβαση διέπεται από δίκαιο της Χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα (αρθρ. 4 παρ. 15). Περαιτέρω με το άρθρο 6 της άνω Σύμβασης που ρυθμίζει ειδικώς την ατομική σύμβαση εργασίας ορίστηκε στην παρ. 1 ότι “παρά τις διατάξεις του άρθρου 3 στη σύμβαση εργασίας η επιλογή από τους συμβαλλομένους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παρ.2 του παρόντος άρθρου σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή” και ατην παρ.2 ότι “παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 και εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται α) από το δίκαιο της Χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της συμβάσεώς ακόμα και αν έχει εγκατασταθεί σε άλλη Χώρα ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο Χώρα από το δίκαιο της Χωράς όπου βρίσκεται η εγκατάσταση (δηλαδή η επιχείρηση) που τον προσέλαβε, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότ, η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα οπότε εφαρμοστέο είνα, το δίκαιο της άλλης Χώρας”. Η τελευταία επιφύλαξη αφορά τόσο στη περίπτωση β’ όσο και στη περίπτωση α’ της τταρ,2 του άρθρου 6. Διότι ο σκοπός των δ.ατάξεων αυτών δεν ήταν ο αποκλε,σμός της εφαρμογής του άρθρου 4 ολοσχερώς, αλλά μόνο η απόκλιση από τα προβλεπόμενα στις παρ. 2-4 του άρθρου αυτού τεκμήρια, ως προς την ύπαρξη του στενότερου συνδέσμου της συμβάσεως ορισμένης χώρας, με το διαφορετικό προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στην περίπτωση που δεν συνάγεται στενότερος σύνδεσμος της εργασιακής συμβάσεως με άλλη χώρα (ΑΠ 906/2004, αδημ, ΕφΠειρ 307/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σελ 82, ΕφΠειρ 718/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σελ 356, ΕφΠειρ 172/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σελ 133, ΕφΠειρ 84/1992, ΕΝΑΥΤΔ 1993, σελ 191). Εργατικό ατύχημα κατά την έννοια των άρθων 1,2 και του κωδ ν. 551/1915 που έχει εφαρμογή και επί ναυτικών ατυχημάτων κατά το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ, αποτελεί η σωματική βλάβη του εργαζόμενου ναυτικού που έχει σαν αποτέλεσμα την ανικανότητα πρός εργασία η το θάνατό του. εφόσον επήλθε από αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, μη αγόμενο σε οργανική πάθηση ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος που έλαβε χώρα την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής. Ως ατύχημα το οποίο επήλθε εξ’ αφορμής της εργασίας θεωρείτο, κ, εκείνο που δεν αποτελεί άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, συνδέεται όμως με αυτήν αιτιωδώς. Τέτοια περίπτωση αποτελεί και η μετά την εκδήλωση της νόσου εξακολούθηση της παραμονής του ναυτικού στο πλοίο, χωρίς όμως να παρέχεται σε αυτόν η προσήκουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, είτε αυτό οφείλεται σε αμέλεια του πλοιάρχου ή τρίτου, ή κα, χωρίς αυτήν κα, μάλιστα από οποιαδήποτε αιτία, εάν η παράλειψη αυτή, ως πρόσφορη αιτία, επέφερε την επιδείνωση της υπάρχουσας ασθένειας του, η οποία άλλως, διά της παροχής της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως, τόσο υπό την μορφή Της άμεσης, άλλως έγκαιρης ενάρξεως της προσήκουσας θεραπευτικής αγωγής, θα ήταν δυνατό, ενόψει των συγχρόνων ιατρικών μεθόδων και μέσων, να αποφευχθεί ή να περιορισθούν οι συνέπειές της {ΑΠ 1014/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, 351). Αυτός που κατέστη ανίκανος προς εργασία λόγω εργατικού ατυχήματος ή, σε περίπτωση θανάτου του, ο, κατά το άρθρο 6 του ίδιου νόμου (551/1915) συγγενείς αυτού, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν είτε την παρεχόμενη από τον προαναφερθέντα νόμο αγωγή αποζημιώσεως είτε την παρεχόμενη οπτό τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου (άρθρ. 297, 298, 914 επ. Α.Κ) στην τελευταία όμως περίπτωση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζόμενων σ’ αυτές, τελεί δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο δικαιούχος μπορεί να ασκήσει μόνα την παρεχόμενη από το Ν, 551/1915 αγωγή αποζημιώσεως. Τέτοιες, εξάλλου, διατάξεις είναι όσες καθορίζουν και προβλέπουν ειδικώς τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, δηλαδή αναφέρουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέσα, μέτρα κα, τρόπους για να επιτευχθεί η ασφαλής παροχή των υπηρεσιών από τους απασχολούμενους στην επιχείρηση ή εργασία, μη αρκούντος του γεγονότος ότ, το ατύχημα προήλθε από τη μη τήρηση όρων που επιβάλλονται μόνο από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου ή από κανόνες που θεσπίζουν ένα γενικό πλαίσιο ή περίγραμμα υποχρεώσεων και καθηκόντων, χωρίς όμως να εξειδικεύονται και συγκεκριμενοποιούνται μέσα και τρόποι παροχής της εργασίας κατά τρόπο ασφαλή και ακίνδυνο ((ΟλΑΠ 26/1995, ΑρχΝ 1996, 263, ΑΠ 1132/1997, ΕλλΔνη 40, 621, ΕφΠειρ 820/2002, ΠΕΙΡΝΟΜ 2002, 465, ΕφΠειρ 203/2002, ΠΕΙΡΝΟΜ 2002, 162). Εξάλλου από τα άρθρα 914, 932 του ΑΚ και 16 του Ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν, 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γΓ αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις. Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος και πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 tou Ν. 551/1915 (ΑΠ 1102/2003, αδημ., ΑΠ 1544/2002, αδημ., ΑΠ 1373/2002, ΧΡΙΔ 2003, 28, ΑΠ 1438/2002, ΝοΒ 2003, 1036, ΕφΑΘ 7910/2004, ΕλΔ/νη 2005, 865, ΕφΑΘ 486/2004, ΕλΔ/νη 2004, 873, ΕφΠειρ 203/2002, ΕΕμπΔ 2003, 391).
Ο ενάγων εκθέτει στην υπό κρίση αγωγή του ότι αρχές ταυ έτους 2006 κατήρτισε με τον εναγόμενο προφορική σύμβαση εργασίας προκειμένου να εργαστεί για δέκα μήνες οτο αλιευτικό σκάφος «_________ », ιδιοκτησίας του εναγομένου, με μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 1.400 ευρώ. Ότι στι 24.3.2006 τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια της εργασίας του, υπό τις συνθήκες που λεπτομερώς περιγράφει στην αγωγή του, εξαιτίας του οποίου ατυχήματος κατέστη μόνιμα και ολικά ανίκανος για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, ότι το ατύχημά του οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγόμενου, ο οποίος j) τον διέταξε να εργαστεί υπό δύσκολες καιρικές συνθήκες, καθόσον κατά τον επίδικο χρόνο στην περιοχή που ψάρευαν έπνεαν ισχυροί άνεμοι, κατά παράβαση του ΠΔ 281/1996 για τις’ προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας κατά την εργασία στα αλιευτικά σκάφη, ϋ) δεν τον είχε εφοδιάσει με ζώνη ασφαλείας και προστατευτικό κράνος κατά παράβαση των αντίστοιχων διατάξεων των ΠΔ 17/1996 και 396/1994, και μ) τον μετέφερε σε νοσοκομείο οκτώ ώρες μετά τον τραυματισμό του. Ζητεί, ακολούθως, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας κι επικουρικά με βάση το Ν. 551/1915, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει εφάπαξ το ποσό των 420.000 ευρώ άλλως γιο 25 έτη το ποσό των 1.400 ευρώ μηνιαίως ως αποζημίωση λόγω μείωσης του εισοδήματος του, διαφορετικά κι επικουρικά το ποσό των 27.401 ευρώ ως αποζημίωση λόγω πλήρους μόνιμης ανικανότητας, και σε κάθε περίπτωση το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή λόγω ηθικής βλάβης για τον τραυματισμό του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής εκτός του κονδυλίου των 1.400 ευρώ που θα είναι τοκοφόρο από την 24Π ημέρα έκαστου μηνός, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664-676 Κ.Πολ.Δ. ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου που είναι καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρ. 7, 9, 10, 14 παρ.2, 16 αρ.2, 218, 42 Κ.Πολ,Δ.), έχοντος και τη διεθνή κατ’ άρθρο 3 παρ.1 ΚΠολΔ δικαιοδοσία. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε επιλογή κατ’ άρθρο 6 παρ.1 και 2 της Συμβάσεως της Ρώμης του εφαρμοστέου επί της ενδίκου διαφοράς δικαίου. Πλην, όμως, εφόσον οι ένδικες αξιώσεις απορρέουν από ναυτεργατικό ατύχημα, ρυθμίζονται, κατά τα λεπτομερώς αναφερθέντα στην °ΡΧή της παρούσας, από το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση ναυτικής εργασίας κατ’ άρθρο 25 ΑΚ και 3 της Συμβάσεως της Ρώμης. Επομένως, ερευνητέο είναι το δίκαιο που διέπει την ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η ένδικη σύμβαση συνδέεται στενότερα με την Ελλάδα. Και τούτο διότι η ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας καταρτίσθηκε στην Κάλυμνο, όπου κατοικεί ο εναγόμενος), οι αποδοχές του ενάγοντας συμφωνήθηκαν σε ελληνικό νόμισμα, η σημαία του ένδικου πλοίου ήταν ελληνική. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια και κατά την επικουρική της βάση στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53 επ.,82 ΚΙΝΔ, 1, 2, 3, 4, 16 Ν. 551/1915, 297, 298, 299, 914, 932, 346 Α.Κ., 907, 908, 176 Κ,Πολ.Δ., εκτός από τη στοιχειοθέτηση της αδικοπραξίας του εναγόμενου στην παράβαση των Π.Δ. 17/1996 .αι 396/1994, που είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, αφού το μεν Π.Δ. 17/1996 για τα μέτρα για η βελτίωση της ασφαλείας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία είναι γενικό χωρίς να προβλέπει ειδικώς τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, το δε Π.Δ.396/1994 προβλέπει και απαριθμεί μεν συγκεκριμένα μέσα και τρόπους για την ασφαλή παροχή των υπηρεσιών των εργαζομένων όμως τα μνημονευόμενα μέσα και μέτρα, κι ειδικά το προστατευτικό κράνος και η ζώνη ασφαλείας, που επικαλείται ο ενάγων, δεν έχουν εφαρμογή στο χώρο της αλιείας. Κατόπιν των ανωτέρω, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για τα αιτούμενα κονδύλια δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ’ άρθρο 15 παρ.2 Ν. 551/1915, αφού οι αγωγές που επιδιώκουν αποζημίωση με το Ν. 551/1915 (εργατικό ατύχημα) δεν υποβάλλονται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (ΕΑ 11534/1991, ΕλΔ/νη 1993, 179).
Ο εναγόμενος με τις νομίμως κι εμπροθέσμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή και προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο ενάγων συνέβαλε και ο ίδιος στον τραυματισμό του καθόσον από δική του άτσαλη κίνηση παραπάτησε και έπεσε στο κατάστρωμα του σκάφους, ο οποίος ισχυρισμός είναι νόμιμος μόνον ως προς την κύρια βάση της αγωγής (αδικοπραξία) και συνιστά ένσταση στηριζόμενη στο άρθρο 300 ΑΚ, η οποία θα πρέπει να συνεξετασθεί στην ουσία της με την αγωγή. Ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, αφού με βάση το άρθρο 16 Ν.551/1915 αμέλεια του παθόντος υφίσταται μόνον εάν ο τελευταίος αδικαιολόγητα παρέβη διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων περί των όρων ασφαλείας ή σχετικών κανονισμών, που έχουν εκδοθεί από δημόσια αρχή ή από τον κύριο της επιχείρησης και έχουν αναρτηθεί σε καταφανές μέρος του τόπου εργασίας του, Επίσης, ο εναγόμενος αιτείται τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαγνωστεί η κατάσταση της υγείας του ενάγοντας, και προβάλλει ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής από τον ενάγοντα κατ άρθρο 281 Α.Κ., η οποία, έτσι όπως εκτίθεται, είναι μη νόμιμη, κι ως εκ τούτου απορριπτέα, αφού τα πραγματικά περιστατικά που τη στοιχειοθετούν δεν συρτών Κατάχρηση δικαιώματος” σύμφωνα με το άρθρο 281 του Α.Κ.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, όπως και η υπ’αριθμ. 18110/2007 ένορκη βεβαίωση του συμβ/φου Πειραιά Αριστείδη Κατωπόδη, που προσκομίζει ο ενάγων κατόπιν νομίμου κι εμπροθέσμου κλητεύσεως του εναγόμενου (βλ. την υπ’αριθμ.6186/2007 έκθεσ^ επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Κω δικαστικής επιμελήτριας Μαρίας ΚΥΡΑΝΝΗ), είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και από όλη γενικά τη διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα : Αρχές του έτους 2006 ο ενάγων κατήρτισε με τον εναγόμενο προφορική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου προκειμένου να εργαστεί από 1.2,2006 έως την 30.9.2006 στο αλιευτικό σκάφος «_________ », νηολογίου Καλύμνου, ιδιοκτησίας του εναγομένου, με μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 1.400 ευρώ. Τόσο η χρονική διάρκεια της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος όσο κα, ο, μηνιαίες αποδοχές του αποδεικνύονται, πλήρως από τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, από το σχετικό έγγραφο αναγγελίας της πρόσληψης του ενάγοντος στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων, που φέρει την υπογραφή του εναγομένου, και από την από 3.2.2006 δήλωση του εναγομένου προς το Τμήμα Απασχόλησης Της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου σαφώς Προκύπτει ότι ο εναγόμενος προσέλαβε τον ενάγοντα ως αλιεργάτη στο σκάφος του γιο χρονικό διάστημα οκτώ μηνών Κι όχι μόνον για 2-3 μήνες, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, Επίσης, από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα αποδείξεις πληρωμής του εναγομένου προς αυτόν και έτερο αλιεργάτη στο επίδικο σκάφος (Τον μάρτυρα του ενάγοντα στο ακροατήριο) δεν καταλείπετε αμφιβολία ότι ο ενάγων λάμβανε μηνιαίως ως συμφωνηθέν μισθό το ποσό Των 1.400 ευρώ, ο οποίος ήταν και ο συνηθισμένος μισθός για τέτοιου είδους εργασία. Στις 24.3.2006 κι ενώ το σκάφος του εναγομένου βρισκόταν στη θαλάσσια παροχή μεταξύ Κρήτης και Αιγύπτου, ο εναγόμενος αποφάσισε να ρίξουν παραγάδια γιο ξιφίες. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 περ.α ΠΔ 281/1996 για τις προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας κατά την εργασία στα αλιευτικά σκάφη: (α) Ο πλοιοκτήτης με την στοιχεία. Συγκεκριμένα, από το σχετικό έγγραφο αναγγελίας της πρόσληψης Μέτρα για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων στα των εργαζομένων στα σκάφη : (α) Ο πλοιοκτήτης με την επιφύλαξη της ευθύνης του πλοιάρχου, εξασφαλίζει ότι τσ σκάφη χρησιμοποιούνται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων, όταν επικρατούν οι ανάλογες για την κατηγορία των σκαφών κατάλληλες καιρικές συνθήκες τηρούμενων για την περίπτωση αυτήν των διαδικασιών που προβλέπονται στο Π,Δ. 852/76″. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπ αριθμ,πρωτ.1987/18-9-2007/ΕΜΥ/Εΐ πιστοποιητικό της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στις 24,3,2006 κοντά στην περιοχή όπου βρισκόταν το επίδικο σκάφος περιγράφονται ως εξής : “Καιρός : Αρχικά λίγες νεφώσεις που σταδιακά αυξήθηκαν και τις μεσημεριανές ώρες σημειώθηκαν βροχές και πρόσκαιρη καταιγίδα. Από τις απογευματινές ώρες ο καιρός βελτιώθηκε. Άνεμοι : Αρχικά δυτικοί νοτιοδυτικοί μέτριοι μέχρι ισχυροί (5-6 Μποφόρ) με ριπές κατά διαστήματα σχεδόν θυελλώδεις (7 Μποφόρ). Από το μεσημέρι και μετά έγιναν βορειοδυτικοί με την ίδια ένταση”. Αν και το πιστοποιητικό αυτό εκδόθηκε μεταγενέστερα κατ’ εκτίμηση των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν τον ένδικο χρόνο βάσει των παρατηρήσεων των μετεωρολογικών σταθμών που λειτουργούν στην Κρήτη και παρόλο που αναφέρεται στην ευρύτερη περιοχή της Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου, ενώ το επίδικο σκάφος βρισκόταν ακόμη νοτιότερα, εν τούτοις παρουσιάζει τις γενικότερες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην ευρύτερη περιοχή όπου βρισκόταν κατά τον επίδικο χρόνο το σκάφος του εναγομένου. Ο εναγόμενος αποφάσισε να ξεκινήσουν το ψάρεμα του ξιφία το απόγευμα της 24.3.2006 (και τούτο διότι το ατύχημα συνέβη στις 20:00′ όπου μόλις είχε ξεκινήσει η σχετική προετοιμασία), οπότε ο καιρός είχε βελτιωθεί και οι άνεμοι ήταν ισχύος 5-6 Μποφόρ. Το σκάφος του εναγομένου είναι σκάφος για ψάρεμα ξιφία, έχει μήκος 17-18 μέτρα (βλ. πρακτικά) και κατά το χρόνο του ατυχήματος επέβαιναν σε αυτό ο εναγόμενος, ο αδελφός του και τέσσερις ακόμη αλιεργάτες (βλ. πρακτικά), τα οποία άτομα το σκάφος είχε τη δυνατότητα να φιλοξενεί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Δηλαδή, δεν επρόκειτο απλά για ένα συνηθισμένο καΐκι, αλλά για ένα μεγάλα σκάφος αλιείας, το οποίο έχει τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται και σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο εκτιμά ότι οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν το απόγευμα της 24.3.2006 ήταν συνηθισμένες για αυτούς που ασχολούνται με το ψάρεμα του ξιφία, Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από τις καταθέσεις και των δύο μαρτύρων στο ακροατήριό του, οι οποίοι αναφέρουν ότι κατά τον επίδικο χρόνο στην ίδια περιοχή υπήρχαν και ψάρευαν μαζί με το σκάφος του ενάγοντα και ακόμη τρία καΐκια, γεγονός που καταδεικνύει ότι , δεν επικρατούσαν δύσκολες κα, αντίξοες καιρικές συνθήκες, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγών. Όταν ξεκίνησε η προετοιμασία για το ψάρεμα, ο ενάγων ανέλαβε να παίρνει ένα- ένα το παράμαλα (τμήμα της πετονιάς που στη μία άκρη βρίσκεται τα αγκίστρι και στην άλλη ένα κλιψάκι για να πιάνει στην κεντρική πετονιά) και να τα γαντζώνει με το κλιψάκι επάνω στην κεντρική πετονιά του παραγαδιού, την ώρα που εν κινήσει του σκάφους έπεφτε το παραγάδι στη θάλασσα. Για να μπορεί να εκτελεί την εργασία του αυτή ο ενάγων, καθώς έπρεπε να πιάνει, τα παράμαλα και να τα γαντζώνει κάθε τόσο στην κεντρική πετονιά, χωρίς νο καθυστερεί. γιατί η κεντρική ττετονιά έπεφτε γρήγορα στη θάλασσα. Κάποια στιγμή, κατά τις 20:00’ η ώρα, το σκάφος κλυδωνίστηκε, ο ενάγων δεν μπόρεσε να σταθεί όρθιος και έπεσε αρχικά επάγω σε κάποιο βίντζι του σκάφους και στη συνέχεια σε κατάστρωμα με συνέπεια να τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι και στο δεξι του χέρι και να χάσει τις αισθήσεις του. Αμέσως, το αλιευτικό σκάφος του εναγομένου κατευθύνθηκε προς το πλησιέστερο λιμάνι της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, οπού οι Αιγυπτιακές αρχές δε. τους επέτρεψαν τη, αποβίβαση , του ενάγοντα. Ο εναγόμενος επικοινώνησε με τις αρμόδιες αρχές του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικού και τελικά το σκάφος του εναγόμενου κατευθύνθηκε στον λιμένα Ματρουχ της Βόρειας Αιγύπτου, όπου ο εναγών αποβιβάστηκε και μεταφέρθηκε σε νοσοκομεία περί ώρα 04:30 της 25.3.2005 ενώ ήταν ακόμη αναίσθητος. λιτό τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η ένδικη περίπτωση αφορά εργατικό ατύχημα η πρόκληση του οποίου δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγομένου όπως αβασίμως ισχυρίζεται a ενάγων, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε σι καιρικές συνθήκες υπό τις οποίες ο εναγόμενος αποφάσισε νια διεξαχθεί ιο ψάρεμα δεν ήταν ασυνήθιστο δύσκολες, Και ασφαλώς υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην μεταφορά του ενάγοντα σε νοσοκομεία γεγονός το οποίο συνέβαλε στην ειτιδείνωση της κατάστασης της υγείας του από τη μη έγκαιρη και ενδεδειγμένη αντιμετώπιση των τραυμάτων του όμως δεν οφείλεται σε κάποιο πταίσμα (δόλο ή αμέλεια) του εναγομένου αλλά στις αντικειμενικές εγγενείς στα ναυτικό επάγγελμα συνθήκες και συγκεκριμένο στις σχεδόν αδύνατες αρχικό συνθήκες αποβίβασης του ενάγοντσςασΘενούς στο λιμάνι Της Αλεξάνδρειας οι οποίες συνθήκες κατέστησαν δυσχερή τη λυσιτελή αντιμετώπιση των τραυμάτων του, τα οποία, διαφορετικά με την έγκαιρη παροχή .της προσήκουσας ιατρικής περίθαλψης θα ήταν δυνατόν να είχαν οδηγήσει σε διαφορετική εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του. Συνεπώς, εφόσον στην επέλευση του ατυχήματος του ενάγοντας και στη μετέπειτα εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του δεν συνετέλεσε πταίσμα του εργοδότη-εναγομένου, είτε ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ,1 του Ν. 551/1915 είτε αμέλεια με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, θα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα και το κονδύλια της αποζημίωσης με βάση την αδικοπραξία (κύρια βάση της αγωγής) και το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ο ενάγων σε κωματώδη κατάσταση αρχικά μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Ματρούχ, όπου διαπιστώθηκε ότι φέρει τραύμα στο μέτωπο, κάταγμα στο κάτω δεξί χέρει και έχει αιμορραγία στον εγκέφαλο (βλ. το από 277.2006 πιστοποιητικό του Αστυνομικού Τμήματος Ματρούχ σε επίσημη μετάφραση), και, στη συνέχεια, λόγω της σοβαρότητας της καταστάσεώς του, διεκομίθη την 2.4.2006 με ασθενοφόρο στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας, στο Τμήμα Νευροχειρουργικής, όπου διαγνώστηκε αιμορραγία και σοβαρή εγκεφαλική κάκωση, που οδήγησε σε οξεία επιδείνωση του επιπέδου συνείδησης, καθώς και σύμπλοκο κάταγμα του κατωτέρου άκρου της ωλένης (βλ. το από 27.7.2006 έγγραφο από τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία Αϊν Σάμς οε επίσημη μετάφραση). Κατά το διάστημα της παραμονής του στο νοσοκομείο η κατάσταση της υγείας του ενάγοντα βελτιώθηκε σταδιακά και κατά την έξοδό την 3.5.2006 ο ενάγων μπορούσε να ανοίγει τους οφθαλμούς και να προφέρει λίγα λόγια, ενώ χρειάζονταν περαιτέρω φυσιοθεραπείες και αποκατάσταση των σωματικών του δραστηριοτήτων. Κατά την επανεξέταση της 8.11.2006 ο ενάγων έχει πλήρως τις αισθήσεις του, ανοίγει αυθόρμητα τους οφθαλμούς, λέει φράσεις. Εν τούτοις η ομιλία του είναι διαταραγμένη και παρατηρείται εκφραστική δυσφασία μαζί με αμνησία καθώς επίσης αδυναμία χρήσης του δεξιού του χεριού” (βλ. την από 8.11.2006 ιατρική έκθεση από τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία Αϊν Σάμς σε επίσημη μετάφραση). Περαιτέρω, σε επανεξέταση της 24.4.2007 διαπιστώθηκε ότι ο ενάγων-ασθενής φέρει “δεξιά ημιπάρεση G IV, αταξία της βραχιονοκεφαλικής αρτηρίας, περισσότερο στο δεξιό άνω άκρο, δυσαρτηρία, με απώλεια της πρόσφατης μνήμης. Κατά την εξέταση ο ασθενής παρουσίαζε δυσμετρία, τρέμουλο και στο δύο άνω άκρα περισσότερο στη δεξιά πλευρά. Δεν μπορεί να σταθεί όρθιος, να βαδίσει περισσότερο από δέκα βήματα” (βλ. το από 24.4.2007 ιατρικό πιστοποιητικό από τα Πανεπιστημιακό Νοσοκομεία Αϊν Σάμς σε επίσημη μετάφραση). Κατά την επανεξέταση 5ε της 18.10.2007 διαπιστώθηκε ότι εναγών”’ , έπασχε από δυσαρτηρία και δεξιά ημιπληγία και επιληπτική κρίση και σπασμούς. Ο ασθενής δεν μπορεί να σταθεί ούτε να περπατήσει και πάσχει από πληγές κατάκλισης, Ο ασθενής δεν είναι ικανός να εργαστεί. Ο ασθενής δεν βελτιώθηκε με φυσιοθεραπείες, γεγονός που οδηγεί σε αγκύλωση των μυών. Ο ασθενής θα χρειάζεται εφεξής δια βίου θεραπεία για επιληψία” (βλ. την από 18.10.2007 ιατρική έκθεση από τα Πανεπιστημιακού Νοσοκομείο Αϊν Σάμς σε επίσημη μετάφραση), Από τα ανωτέρω δημόσια έγγραφα το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων έχει πλέον καταστεί ολικά ανίκανος για εκτέλεση οποιοσδήποτε εργασίας στο μέλλον, απορριπτόμενου του αιτήματος του εναγομένου προς διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, καθόσον το Δικαστήριο από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό διαμόρφωσε πλήρη δικανική πεποίθηση για την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 αρ.1 και 4 του Ν. 551/1915 σε συνδυασμό με την υπ αριθμ. 12406 της 5/19.8.1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ,, Εργασίας, Εμπορικής Ναυτιλίας και Μεταφορών προκύπτει ότι σε περίπτωση πλήρους διαρκούς ανικανότητας η αποζημίωση περιλαμβάνει τους μισθούς έξι ετών, εάν δε το σύνολο των μισθών των έξι ετών υπερβαίνει το 1.000.000 δραχμές (2.934,79 ευρώ) προστίθεται στο ποσό του 1.000,000 δραχμών το ένα τέταρτο αυτής της υπερβάσεως. Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως το έτος Θεωρείται πλήρες. Εάν ο παθών, όταν αυτός δεν είναι μαθητευόμενος Και έχει συμπληρώσει το 21~ έτος απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών, ως βάση του υπολογισμού της αποζημιώσεως λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία που έλαβε από της προσλήψεως του, αυξημένη κατά το ποσό Της αντιμισθίας την οποία, κατά το Χρονικό διάστημα το απαιτούμενο προς συμπλήρωση του προ του ατυχήματος δωδεκαμήνου μπορούσε αυτός να λάβει με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της ίδιας κατηγορίας Εάν n εργασία δεν είναι διαρκής, ο ετήσιας μισθός υπολογίζεται Τόσο βάσει της αντιμισθίας που ο παθών έλαβε κατά το διάστημα της απασχολήσεως του, όσο και βάσει των απολαυών του Κατά το χρονικό διάστημα το απαιτούμενο προς συμπλήρωση του προ του ατυχήματος δωδεκαμήνου. Εάν κατά τις παραπάνω χρονικές περιόδους σ παθών έμεινε χωρίς εργασία εκτάκτως ή για λόγους ανεξαρτήτους της Θελήσεώς του, συνυπολογίζεται για το χρονικό αυτό διάστημα ο κατά μέσο όρος μισθός των εργατών ή υπαλλήλων που απασχολήθηκαν το χρονικό διάστημα της τοιαύτης ανεργίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων απασχολήθηκε στο σκάφος του εναγομένου από την 1.2.2006 έως την 24.3.2006. Η πραγματική αντιμισθία που έλαβε αϊτό τον εναγόμενο μέχρι την 24.3.2006 ανέρχεται στο ποσό των 1.400 ευρώ για το μήνα Φεβρουάριο του 2006 (βλ. ΐην υπ’αριθμ.04/28-2-2006 απόδειξη πληρωμής). Κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση των 12 μηνών ο ενάγων θα λάμβανε πλασματικής αντιμισθίας του ενάγοντος για τους 12 μήνες ανέρχεται στο ποσό των 16.800. Έτσι, η αποζημίωση που δικαιούται ο ενάγων με βάση το Ν. 551/1915 ανέρχεται στο ποσό των 27.401 ευρώ (16.800 ευρώ X 6 έτη = 100.800 ευρώ – 2,934,79 ευρώ = 97.865,21 ευρώ : 4 = 24.466,30 ευρώ + 2.934,79 ευρώ = 27.401 ευρώ). Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς την επικουρική βάση της (Ν.551/1915) και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποζημίωση από εργατικό ατύχημα, το ποσό των 27.401 ευρώ νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής. Όσο αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημιά στον ενάγοντα, γι’ αυτό πρέπει να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή (άρθρ. 907, 908 Κ.Πολ,Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος θα πρέπει να επιβληθούν μειωμένα σε βάρος του εναγομένου λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρ. 178 Κ,Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων τετρακοσίων ενός (27,401) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κηρύσσει την “παρούσα απόφαση ως προς την αμέσως παραπάνω διάταξή της προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακόσιων πενήντα (850) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου την 4 Μαρτίου 2008 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ