Περίληψη
ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 5333 /2008
TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 5ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Μαλλιαράκη, Πρόεδρο Εφετών, Καλλιόπη Πανά – Εισηγήτρια, Σοφία Μιχαλοπούλου Εφέτες και από τη Εραμματέα Μαρία Παπαντωνίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουάριου 2008 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: __________ __________ του __________ κατοίκου Προκοπίου Εύβοιας, τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Χρήστος Οικονομάκης.
ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΚΛΗΣΗ : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «__________ » και το διακριτικό τίτλο «__________ », που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Νίκος Δούναβης.
Ο ενάγον και ήδη εκκαλών με την από 30-52005 αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών που έχει κατατεθεί με αριθμό 2177/2005 ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ.476/2006 οριστική απόφασή του με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών με την από 4-4-2007 έφεσή του προς το δικαστήριο τούτο που έχει κατατεθεί με αριθμό 3231/2007, της οποίας η συζήτηση ματαιώθηκε λόγω εκλογών.
Ήδη η υπόθεση επανέρχεται και πάλι για συζήτηση με την από 1-10-2007 κλήση του καλούντος, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 που Κ.Πολ.Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση (αριθ. 3231/2007) κατά της υπ’ αριθμ. 476/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (αρθρ. 664 επομ. ΚΠολΔ), ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα, αφού ουδείς των διαδίκων εκκαλείται ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης.
Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια διαδικασία (άρθρ. 533 επομ. ΚΠολΔ).
Με την κρινόμενη αγωγή του (υπ’ αριθμ. καταθ. 2177/2005) ο ενάγων ισχυρίζεται ότι προσελήφθη από την εναγομένη τεχνική εταιρεία ως χειριστής μηχανημάτων με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου η οποία του γνωστοποιήθηκε την 1-9-2002. Ότι στις 28-3-2005, μετά από αρμονική μεταξύ τους συνεργασία του γνωστοποιήθηκε ότι έπρεπε να μετατεθεί στον Βόλο και ότι έπρεπε να παρουσιασθεί στο εκεί εργοτάξιο της εναγομένης προς ανάληψη εργασίας στις 4-4-2005 και ώρα 7.00 π.μ. Ότι στις 31-3-2005, επειδή έπασχε από «περιεδρικό απόστημα», η ΑΥΕ του ΙΚΑ του χορήγησε την 31-3-2005 αναρρωτική άδεια 15 ημερών. Παρ’ όλα αυτά η εναγομένη την 4-4-2005 με εξώδικη δήλωσή της ανακοίνωσε ότι θεωρούσε ότι κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του και αποχώρησε οικιοθελώς, αφού δεν εμφανίστηκε προς ανάληψη υπηρεσίας στον Βόλο. Στην πραγματικότητα όμως, ότι η εναγομένη του κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του χωρίς να τον προειδοποιήσει. Για τον λόγο αυτό ζητεί να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 9.834,4 ΕΥΡΩ καθώς και 10.000 ΕΥΡΩ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητας του λόγω της άνω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της (εναγόμενης), νομιμοτόκως δε από την επίδοση της αγωγής ως την εξόφληση τους.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, που την απέρριψε ως ουσία αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών και ζητά την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή ενόλω η αγωγή του. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την υπ’ αριθμ. 1588/14-3-2006 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα του ενάγοντα, ενώπιον της συμ/φου Αθηνών η οποία δόθηκε νομότυπα μετά από προηγούμενη κλήτευση της εναγομένης (βλ. σχετική ανακοίνωση στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) καθώς επίσης των υπ’ αριθμ. 4713 και 4714 από 10-3-2006 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της εναγομένης ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών Χριστίνας Ζερίτη, οι οποίες δόθηκαν νομότυπα, ύστερα από προηγούμενη κλήτευση.του ενάγοντος (βλ. σχετ. υπ’ αριθμ. 5985 Β’ /8-3-2006 έκθεση επίδοσης της δικαστ. επιμελ. στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ουρανίας Δημητρακοπούλου) καθώς και των εγγράφων που επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα γεγονότα: Ο ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη τεχνική εταιρεία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους την 14-111996, ως χειριστής μηχανημάτων και τόπο εργασίας την Αττική, αλλά και σε όλη την επικράτεια, αν του εζητείτο από την εναγομένη σχετική μετάθεσή του. Η σύμβαση αυτή του γνωστοποιήθηκε εγγράφως την 1-9-2002. Σε εκτέλεση της συμβάσεως του εργαζόταν από τις 7.30 πμ, μέχρι την 3.30μμ, με μικτές αποδοχές 1.361,32 ΕΥΡΩ, ενώ αποδέχθηκε και τον σχετικό όρο 3 αυτής περί της δυνατότητος μεταθέσεως του, κατά τον χρόνο κατάρτισής της.
Πράγματι ο ενάγων κατά το έτος 2003 είχε εμφανίσει κάποιες απουσίες όπως προκύπτει από τα αντίγραφα των βιβλίων του λογιστηρίου της, τις οποίες δεν είχε δικαιολογήσει με σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό, γι’ αυτό η εναγομένη του απέστειλε την από 14-1-2004 και από 1-6-2004 εξώδικες διαμαρτυρίες της. Έτσι ο ενάγων από τον Ιανουάριο του 2005 όποτε ήταν ασθενής και χρειάστηκε να λείψει από την εργασία του^ προσκόμισε σχετική αναρρωτική άδεια, όπως ομολογείται (βλ. σχετ. προσκ. Με επίκληση βεβαίωση). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ι σύμφωνα με τον σχετικό όρο της σύμβασης του^στις 28-3-2005 του ανακοίνωσε ότι μετατίθεται στον Βόλο και ότι πρέπει να εμφανιστεί στο εκεί εργοτάξιο της το πρωί της 44-05. Ο ενάγων υπέγραψε το σχετικό έγγραφο, το οποίο προσκομίζει με επίκληση, απ’ όπου προκύπτει ότι αυτός ενημερώθηκε σχετικά και ότι αποδέχεται την μετάθεσή του. Βεβαίως η εναγομένη προσκομίζει ένα άλλο ομοίου περιεχομένου έγγραφο, απ’ όπου φαίνεται ότι ο ενάγων δεν έχει υπογράψει στην θέση της αποδοχής της μετάθεσης, παρά μόνο στο σημείο, της γνωστοποιήσεως του. Από την διαφορά όμως αυτών των εγγράφων, ενόψει του κατεχόμενου από τον ενάγοντα αντιθέτου (εγγράφου) δεν αποδεικνύεται ότι αυτός δεν αποδέχθηκε την μετάθεσή που του ανακοίνωσε αυτή.
Όμως, όπως προκύπτει από τα σχετικά προσκομιζόμενα με επίκληση ιατρικά πιστοποιητικά στις 31-5-05 ο ενάγων ασθένησε, την ίδια μάλιστα ημέρα το μεσημέρι, απέστειλε με ΦΑΞ το με ίδια ημερομηνία έγγραφο παραπομπής ασφαλισμένου του ΙΚΑ στην ΑΥΕ, στο οποίο ο αρμόδιος γιατρός, υπέβαλε παράκληση για χορήγηση σ’ αυτόν αναρρωτικής άδειας 10 ημερών. Κατόπιν αυτού ενημέρωσε την εναγομένη ότι στις 4-4-05 δεν μπορούσε να μεταβεί στον Βόλο όπως είχε υποχρέωση. Αυτή όμως θεώρησε την μη εμφάνισή του ως οικιοθελή αποχώρηση και του απέστειλε σχετική εξώδικη δήλωση (βλ. σχετ. υπ’ αριθμ. 5053β’ 4-4-2005 έκθεση επίδοσης του δικαστ. Επιμελητή Αθηνών Παν. Μπρή), χωρίς να του καταβάλει για τον λόγο αυτό αποζημίωση απόλυσης, παρότι η ΑΥΕ ΙΚΑ, εξέδωσε την ίδια ημέρα (4-4-2005) απόφαση περί χορηγήσεως αναρρωτικής άδειας σ’ αυτόν και μάλιστα 10ήμερη από 31-3-05 (βλ. σχετ. προσκομ. με επίκληση απόφαση από το βιβιλ. Υγείας του). Περαιτέρω ο ενάγων στις 11-4-05 έστειλε με ΦΑΞ στην εναγομένη .ρ. έγγραφο με παράκληση ιατρού για παράταση της αναρρωτικής του άδειας από 11-4-2005 εως 14-4-2005. Επίσης στις 15-405 κοινοποίησε στην εναγομένη, που δεν αποδεχόταν πλέον την εργασία του, την από 14-42005 εξώδικη – δήλωση γνωστοποίηση σ’ αυτόν (βλ. σχετ. υπ’ αριθμ. 8708/2005 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας Πειραιά Σταυρούλας Τζεφεράκου) με συνημμένα όλα τα έγγραφα που αποδείκνυαν την κατάσταση της υγείας του, δηλώνοντας της δε ότι η καταγγελία της συμβάσεως του είναι κακόβουλη και καταχρηστική, αφού ο ίδιος είχε αποδεχθεί την μετάθεσή του και ότι εξακολουθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του σ’ αυτήν. Αργότερα και δη στις 19-4-2005 τις απέστειλε με ΦΑΞ χορήγηση νέας αναρρωτικής άδειας από 15-4-2005 γιε ένα εισέτι μήνα, καθώς και το με ίδια ημερομηνία (19-42005) έγγραφο του ΙΚΑ απ’ όπου προκύπτει ότι αυτός εισήλθε στο Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιά στις 15-4-05 για να χειρουργηθεί για περιεδρικό συρίγγιο, από το οποίο και έπασχε από πολύ χρόνο αλλά εξήλθε την επομένη (16-4-05), με την κατάσταση της υγείας του αμετάβλητη, ενώ μέχρι σήμερα ισχυρίζεται ότι υποφέρει αλλά ότι φοβάται να υποβληθεί στην σχετική επέμβαση. Ήδη όμως αυτός και δη στις 11-4-05 είχε προσφύγει στην επιθεώρηση εργασίας όπου και πάλι επανέλαβε ότι αποδέχεται την μετάθεσή του και ζήτησε να μεταβεί στον Βόλο για να εργασθεί. Συζητήσεως μάλιστα γενομένης στην άνω υπηρεσία, συνεστήθη στην εναγόμενη η ανάκληση της απόλυσης του ενάγοντα, άλλως η προσφυγή στα Δικαστήρια (βλ. σχετ. προσκομ. Με επίκληση υπ’ αριθμ. 279/05 δελτίο εργατικής διαφοράς.
Επί όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι ο ενάγων δεν επιθυμούσε ν’ αποχωρήσει από την εργασία του αλλ’ ότι η απουσία του οφείλετο στην άνω ασθένειά του, για την οποία του χορηγήθηκε η αναρρωτική άδεια. Αφού λοιπόν η εναγόμενη δεν επιθυμούσε την επάνοδό του στην εργασία του, αυτή προκύπτει ότι κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, οφείλοντάς του αποζημίωση απολύσεως και όχι ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς κατ’ αντικειμενική εκτίμηση των άνω πραγματικών περιστατικών, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Η εναγομένη που ως τις 13-5-05 δεν του είχε καταβάλει ούτε τον μισθό του, του τον κατέβαλε την άνω ημερομηνία, δεν του κατέβαλε όμως αποζημίωση απολύσεως εμμένοντας στην θέση της και επομένως οφείλει να του την καταβάλει σύμφωνα με τους ν. 2112/20 και το ν. 3198/55, δεδομένου ότι από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών και του άρθρου 3 του Ν. 4558/30 συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής υπαλλήλου από την εργασία του, λόγω ασθένειας του, η χρονική διάρκεια της οποίας δεν υπερβαίνει τα χρονικά όρια που τίθενται από την άνω τελευταία διάταξη, η σχέση δεν λύεται από τον μισθωτό (ολ. ΑΠ 32/1988 ΔΕΝ 45 1252, ΑΠ 300/94 ΔΕΝ 50846). Δεν τίθεται δε ως προϋπόθεση, από τις ανωτέρω διατάξεις, να έχει γνωστοποιηθεί εγκαίρως από τον μισθωτό στον εργοδότη η ασθένειά του, δικαιούμενος έτσι αυτός αποζημίωση απόλυσης σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του.
Ενόψει λοιπόν του ότι ο ενάγων είχε υπηρεσία στην εναγομένη 8 έτη και 5 μήνες, δικαιούται ως αποζημίωση τις τακτικές αποδοχές 5 μηνών μετά τις αναλογίας επιδομάτων εορτών και αδείας που ανήρχοντο ανά μήνα σε 1.690,19 € γεγονός που δεν αμφισβητείται από την εναγομένη ήτοι 9.834,4 € (1690,19 € X 14/12X5).
Δεν προέκυψε όμως περαιτέρω ότι η καταγγελία της συμβάσεώς του με τον τρόπο και της συνθήκες υπό τις οποίες έγινε από μέρους της εναγομένης προσέβαλε την προσωπικότητα του ενάγοντα, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι αυτός έλαβε αναρρωτική άδεια εκκρεμούσης της μεταθέσεως του, αλλά και των συνεχών απουσιών του κατά τον προηγηθέντα αυτής χρόνο και έτσι αυτός δεν δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Το σχετικό δε κονδύλιο της αγωγής είναι απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο.
Κατόπιν αυτών η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε αντίθετα και απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της έσφαλε και πρέπει να εξαφανιστεί δεκτών καθισταμένων των σχετικών λόγων έφεσης ως ουσία βάσιμων.
Ακολούθως πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση να δικαστεί η αγωγή, να γίνει αυτή κατά ένα μέρος της δεκτή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα 9.834,4 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής ως την εξόφληση τους. Η δικαστική δαπάνη του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνει την εφεσίβλητη, που έχασε την δίκη θα επιβληθεί όμως σ’ αυτήν μειωμένη, γιατί η αγωγή έγινε κατά ένα μόνο μέρος της δεκτή (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 476/2006 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδ. Εργατικών διαφορών).
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει την υπ’ αριθμ. καταθ. 2177/2005 αγωγή.
Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα εννιά χιλιάδες, οκτακόσια τριάντα τέσσερα ΕΥΡΩ και τέσσερα λεπτά αυτού (9.834,4 €), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής εώς την εξόφλησή τους.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης την δικαστική δαπάνη του ενάγοντα κατά ένα μέρος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, που ορίζει σε εξακόσια (600) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουλίου 2008 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ