Περίληψη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Διαδικασία: Ειδική πιστωτικών τίτλων
Αριθμός απόφασης: 1760/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Νικόλαο Νταή, Πρωτόδικη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκόκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 10 Ιανουάριου 2013, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Ομόρρυθμης εταιρίας υπό την επωνυμία «__________ Ο.Ε.», που εδρεύει στον Πειραιά (Ακτή __________ ) κι εκπροσωπείται νομίμως, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου Ιωάννας Μαρώση, 2) __________ __________ του __________ και 3) __________ __________ του __________ , αμφοτέρων κατοίκων Πειραιώς (Ακτή __________ ), οι οποίοι παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Ιωάννας Μαρώση.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης Βιομηχανικής Εταιρίας υπό την επωνυμία «__________» με τον διακριτικό τίτλο «__________ Α.Ε.», που εδρεύει στον Ασπρόπυργο Αττικής (Λεωφόρος __________ ) κι εκπροσωπείται νομίμως η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Περικλή Πολυχρονίδη.
Οι ανακόπτοντες με την από 25 Ιουνίου 2012 ανακοπή, η οποία απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και καταχωρήθηκε στα βιβλία του με ημερομηνία και αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 5476/25-6-2012, ζητούν όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Δικάσιμος ορίσθηκε η 24-9-2012 και μετά από δύο αναβολές η ημερομηνία που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Στη συνεδρίαση και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως παραπάνω αναφέρεται. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις κατατεθείσες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 25 Ιουνίου 2012 (με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 5476/25-6-2012) ανακοπή εναντίον της υπ’ αριθμ. 1092/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Δημητρίου Δάγλα, με την οποία διατάσσεται η πρώτη ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσόν των 131.537,69 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, με βάση τις αναφερόμενες σ’ αυτήν (δηλαδή τη διαταγή πληρωμής) εννέα τραπεζικές επιταγές, που η ίδια (α ’ ανακόπτουσα) εξέδωσε στις 25-112012, 30-11-2011, 28-12-2011, 30-01-2012, 25-01-2012, 25-022012, 28-02-2012, 25-3-2012 και 25-4-2012 σε διαταγή της καθ’ης η ανακοπή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρ. 633 § 2 ΚΠολΔ, καθόσον η επίδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής στην α’ανακόπτουσα έλαβε χώρα την 01-6-2012, ενώ η επίδοση της κρινομένης ανακοπής στην καθ’ης η ανακοπή έγινε στις 25-6-2012 (βλ. την υπ’αριθμ. 8955/01-6-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Διονυσίου Λ. Δεσποτόπουλου, καθώς και την υπ’αριθμ. 4192Γ/25-6-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δημητρίου Σ. Ραπατζίκου) και, επίσης, αρμοδίως καθ’ύλην και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 632 §§ 1,3 και 636 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 635 επ. ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 2479/1997, κατά την οποία δικάζεται η προκειμένη διαφορά από την απαίτηση (τραπεζικές επιταγές), για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (άρθ. 632 § 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί η βασιμότητα των προβληθέντων λόγων της (άρθρ. 633 § 1 ΚΠολΔ).
Από τις ένορκες επ’ ακροατηρίω καταθέσεις του μάρτυρα αποδείξεως και του μάρτυρα ανταποδείξεως εξετάσθηκε, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η πρώτη ανακόπτουσα (ομόρρυθμη εταιρία) εξέδωσε στις 25-11-2012, 30-11-2011, 28-12-2011, 30-01-2012, 25-01-2012, 2502-2012, 28-02-2012, 25-3-2012 και 25-4-2012 σε διαταγή της καθ’ης η ανακοπή τις εννέα τραπεζικές επιταγές που αναφέρονται στην ανακοπτόμενη 1092/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Δημητρίου Δάγλα. Με τον πρώτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται, ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, με την οποία διατάσσεται η πρώτη εξ αυτών (ανακοπτόντων) να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσόν των 131.537,69 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εμφανίσεως των πιο κάτω τραπεζικών επιταγών, πλέον δικαστικών εξόδων, με βάση τις αναφερόμενες σ’ αυτήν (δηλαδή τη διαταγή πληρωμής) εννέα (9) τραπεζικές επιταγές που αυτή (α’ανακόπτουσα) εξέδωσε σε διαταγή της καθ’ης η ανακοπή, πρέπει να ακυρωθεί, καθώς δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 624 ΚΠολΔ και, συγκεκριμένα, ότι τυγχάνει ανεκκαθάριστη και μη βέβαιη η απαίτηση της καθ’ης η ανακοπή, που ανέρχεται σε κεφάλαιο 131.537,69 ευρώ, δεδομένου ότι οι ανακόπτοντες έχουν ήδη προβεί στην άσκηση της από 6.2.2012 και με αριθμό κατάθεσης 1961/7-3-2012 αίτησής τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) για υπαγωγή τους στην διαδικασία εξυγίανσης (συνδιαλλαγής) του άρθρου 99 επ. του Ν.3588/2007, η οποία συζητήθηκε στις 6.6.2012 και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης και, ότι, επομένως, η εν λόγω απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή τελεί υπό τον όρο της τελεσίδικης απόρριψης της αιτήσεώς τους, ή, αν γίνει αυτή δεκτή και διαταχθεί το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής, ότι τελεί υπό την αίρεση της απόφασης που θα διατάσει τη λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής καθώς δεν έχουν επιτευχθεί οι όροι της. Ισχυρίζονται, έτσι, ότι -υπό τα δεδομένα αυτό- αναιρείται το βέβαιο της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, διότι η αποπληρωμή της και το ακριβές ύψος αυτής εξαρτάται από όρο και δη από το άνοιγμα ή όχι της διαδικασίας συνδιαλλαγής καθώς και από την επίτευξη συμφωνίας ή μη αλλά και επικύρωσης ή όχι από το αρμόδιο δικαστήριο. Επ’αυτού του λόγου ανακοπής, λεκτέα τα εξής: Με τις διατάξεις των αρ. 99-106 του ν. 3588/2007 (Νέος Πτωχευτικός Κώδικας) εισήχθη από τη Γαλλία στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα ο θεσμός της διαδικασίας συνδιαλλαγής (procedure de conciliation). Σκοπός του νομοθέτη ήταν η πρόληψη της πτώχευσης, με το να τεθούν στη διάθεση του οφειλέτη νομικοί μηχανισμοί αποτρεπτικοί της αναπόδραστα καταστροφικής ρευστοποίησης ώστε σι οικονομικές δυσκολίες να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο προσεκτικό και σοβαρό, με φαντασία, διαπραγμάτευση, ασφάλεια και διαμόρφωση περιβάλλοντος εμπιστοσύνης μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών. Με τη διαδικασία συνδιαλλαγής επιδιώκεται, υπό την εγγύηση της δικαστικής αρχής και με τη σύμπραξη των πιστωτών, η ικανοποίηση των τελευταίων μέσω της διάσωσης της επιχείρησης που απειλείται με οικονομική κατάρρευση ή εκείνης που τα δεδομένα της επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν αφήνουν προσδοκία επιβίωσης με απώτερους σκοπούς τη διατήρηση των Θέσεων εργασίας την προαγωγή του τοπικού κοινωνικοοικονομικού χώρου, όπου δραστηριοποιείται η επιχείρηση και ευρύτερα της εθνικής οικονομίας. Η διαδικασία συνδιαλλαγής δεν είναι παρά μια συλλογική συναινετική διαδικασία, που λειτουργεί στα πλαίσια της συμβατικής αυτονομίας. Εντούτοις προβλέπεται εκ του νόμου τριπλή παρέμβαση του δικαστηρίου, υπό την έννοια ότι στα πλαίσια της εκδίδονται τρεις αποφάσεις δυνάμει των οποίων λειτουργεί η διαδικασία συνδιαλλαγής δηλαδή η πρώτη απόφαση, που επιτρέπει το «άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής» (άρθρ. 100 ΠτωχΚ), η δεύτερη απόφαση, που επικυρώνει ή όχι την συμφωνία, που τυχόν Θα συναφθεί μεταξύ του οφειλέτη και εκείνων των πιστωτών, που έχουν την πλειοψηφία των απαιτήσεων, με τη συμμετοχή του μεσολαβητή (αρ. 101 § I ΠτωχΚ) και η τρίτη απόφαση, που διατάσσει τη λύση της συμφωνίας λόγω μη εκπλήρωσης των όρων της (άρθρ. 105 ΠτωχΚ). Στη διαδικασία συνδιαλλαγής μπορεί να υπαχθεί κάθε οφειλέτης που σε περίπτωση πτώχευσης θα είχε πτωχευτική ικανότητα κατά το αρ. 2 § 1 του ΠτωχΚ, δηλαδή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έμπορος ή ένωση προσώπων με νομική προσωπικότητα που επιδιώκει οικονομικό σκοπό (άρθρ. 99 § 1 του ΠτωχΚ). Η απόφαση για υπαγωγή στη διαδικασία συνδιαλλαγής είναι πράξη διαχείρισης για την οποία εξουσία έχει μόνο το όργανο του νομικού προσώπου ή ο έμπορος ατομικά. Ο οφειλέτης ούτε υποχρέωση έχει για υπαγωγή στη διαδικασία αυτή, αλλά ούτε και δικαίωμα του είναι, αν δεν συντρέχουν οι κάτωθι αναφερόμενες αντικειμενικές προϋποθέσεις Η υπαγωγή προϋποθέτει οικονομική αδυναμία, παρούσα ή προβλέψιμη, χωρίς είσοδο στο στάδιο της παύσης των πληρωμών. Συνεπώς οικονομική αδυναμία μπορεί να συνιστά η μη γενική, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, οικονομική αδυναμία ή η πρόσκαιρη ή η οφειλόμενη σε παροδικούς λόγους οικονομικής στενότητας ή σε λόγους δικαιολογημένης αρρυθμίας πληρωμών. Δεν απαιτείται η οικονομική αδυναμία να είναι παρούσα, αλλά αρκεί κατά αντικειμενική εκτίμηση να προβλέπεται ότι στο άμεσο μέλλον η επιχείρηση θα αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες. Ο προβλέψιμος χαρακτήρας προϋποθέτει πρόγνωση, όχι αόριστα και αφηρημένα, αλλά με συγκεκριμένες καταστάσεις και ενδείξεις οι οποίες μπορεί να είναι: α) τα οικονομικά δεδομένα, όπως αρνητικός ισολογισμός συνεχής έλλειψη κερδοφορίας και αδυναμία μερισματικής πολιτικής, υπερβολικός βραχυπρόθεσμος δανεισμός, διακοπή τραπεζικών συναλλαγών, αφαίρεση βιβλιαρίου επιταγών, διακοπή οικονομικής υποστήριξης από μητρική εταιρία ομίλου, β) η περιουσιακή κατάσταση, όπως η επιβάρυνση των περιουσιακών στοιχείων με πολλαπλές εμπράγματες ασφάλειες ή η ανυπαρξία ελεύθερης περιουσίας ή η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων για αντιμετώπιση βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων, γ) η επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως έλλειψη των αναγκαίων πρώτων υλών, υπολειτουργία της επιχείρησης, δυσχέρειες στην κάλυψη αποθεμάτων, προβλήματα και διεκδικήσεις προσωπικού μη αντιμετωπίσιμες, δυσαναλογία εσόδων και λειτουργικών εξόδων και δ) το οικονομικό περιβάλλον της επιχείρησης, όπως μείωση παραγγελιών, ανάκληση ή μη παράταση αδειών εκμετάλλευσης ή ευρεσιτεχνιών, προβληματικές σχέσεις με προμηθευτές συγκρούσεις με προσωπικό, καταστροφή ολική ή μερική εγκαταστάσεων ή παραγωγής ευρεία ελαττωματικότητα προϊόντων και μαζικές υπαναχωρήσεις καταναλωτών. Για την υπαγωγή του στη διαδικασία συνδιαλλαγής ο οφειλέτης υποβάλλει σχετική αίτηση ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, δηλαδή του πολυμελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας στην οποία έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του -ειδικά δε για τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται ως τέτοιος ο τόπος της καταστατικής τους έδρας (άρθρ. 4 §§ 1 και 2 ΠτωχΚ)- το οποίο δικό ζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 741 επ. του ΚΠολΔ), με την απόκλιση που καθιερώνει η διάταξη του άρθρ. 4 § 3 του ΠτωχΚ για τη δυνατότητα άσκησης παρεμβάσεων, κύριων ή πρόσθετων, και προφορικά με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά. Το πτωχευτικό δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί για το «άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής», αρκείται σε πιθανολόγηση του ουσία βάσιμου του αιτήματος στηριζόμενο στην έκθεση του εμπειρογνώμονα, εφόσον τούτος ορίσθηκε. Αν αποφασίσει το «άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής», ορίζει μεσολαβητή, που επιλέγει από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων. Με την ως άνω απόφαση του δικαστηρίου καθορίζεται, ανάλογα με το μέγεθος και τη φύση της επιχείρησης του οφειλέτη, ο χρόνος που δίνεται στον μεσολαβητή να περαιώσει το έργο του, αλλά όχι πέραν του διμήνου, αρχομένου όχι από την επίδοση σε αυτόν της απόφασης που τον διορίζει (144 ΚΠολΔ), η οποία γίνεται με επιμέλεια της γραμματείας του πτωχευτικού δικαστηρίου (375 ΚΠολΔ), αλλά από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών. Ειδικά για τη μεταβατική περίοδο από τη δημοσίευση του νόμου 3858/2010 μέχρι την 31η.12.2014, ο διορισμός του μεσολαβητή ισχύει για τέσσερις (4) και όχι για δύο μήνες (όρθρ. 34 § 1 α’ του ν. 3858/2010). Εφόσον ο μεσολαβητής το ζητήσει, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία για ένα ακόμη μήνα. Με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, κατ’ άρθρ. 100 § 1 σε συνδ. με το άρθρ. 10 § 1 του ΠτωχΚ, να διατάξει οποιοδήποτε εξασφαλιστικό μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της και ιδίως: α) να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, β) να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών και γ) να ορίσει μεσεγγυούχο. Τα ασφαλιστικά μέτρα που διατάσσονται με την πρώτη απόφαση, ισχύουν μέχρι την έκδοση της δεύτερης απόφασης, δηλαδή της επικυρωτικής ή μη της συμφωνίας κατ’ άρθρ. 103 § 4 του ΠτωχΚ ή, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία, μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου που κηρύσσει τη λύση της διαδικασίας συνδιαλλαγής κατ’ άρθρ. 101 § 3 του ΠτωχΚ. Η πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου για το «άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής» δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών (100 § 3 ΠτωχΚ) και επιπλέον δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, είτε δέχεται την αίτηση είτε όχι (100 § 4 ΠτωχΚ). Επειδή τα καθήκοντα του μεσολαβητή περιγράφονται στο νόμο, δεν είναι αναγκαία η αναφορά τους στην δικαστική απόφαση που τον ορίζει. Εξάλλου, η λήψη των προληπτικών μέτρων αποσκοπεί στην εξασφάλιση κάθε επιζήμιας για τους πιστωτές μεταβολής της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της επιχειρήσεως τους. Για την εκδίκαση της αιτήσεως λήψεως προληπτικών μέτρων η διάταξη του άρθρ. 100 § 1 εδ. γ’ του ΠτΚ παραπέμπει στην γενική διάταξη περί εξασφαλιστικών προληπτικών μέτρων της διατάξεως του αρ. 10 του ίδιου Κώδικα. Με την § 1 της τελευταίας αυτής διατάξεως ορίζεται, ότι «Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου κατά το άρθρο 4 δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 682 επ. ΚΠολΔ), μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ο πρόεδρος μπορεί ιδίως να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο. Η απόφαση υποβάλλεται στη δημοσιότητα του άρθρου 8». Η επιλογή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων για την εκδίκαση της σχετικής αιτήσεως και μάλιστα σε μία γενικότερη διαδικασία, υπαγόμενη ανεξαιρέτως στις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 4 § 3 και 54 § 1 του ΠτΚ), θα πρέπει να αναζητηθεί στην επιθυμία του νομοθέτη να αρκείται το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή σε απλή πιθανολόγηση για την λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, χωρίς να απαιτείται η δημιουργία πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, όπως αντιθέτως ισχύει στην διαδικασία των άρθρων 739 επ. του ΚΠολΔ. Η αίτηση περί λήψεως προληπτικών μέτρων ενόψει του «ανοίγματος της διαδικασίας συνδιαλλαγής», όπως προκύπτει από τη συνεφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 100 § 1 εδ. γ’ και 10 § 1 του ΠτΚ, ασκείται μετά από την υποβολή της κατά το άρθρο 99 αιτήσεως και για την αποδοχή της, όπως άλλωστε και για την ίδια την αίτηση για το «άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής», μολονότι η τελευταία δικάζεται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 99 § 1 σε συνδυασμό με το άρθρ. 4 §§ 1 και 3 του ΠτΚ), αρκεί η πιθανολόγηση του βάσιμου της αιτήσεως (βλ. Κοτσίρης/Αρβανιτάκης, ό.π., ΠΠρΑΘ 40/2010 ΔΕΕ 2010. 803, βλ. και Κοτσίρη, Η διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον Πτωχευτικό Κώδικα [2010], σελ. 52 επ., Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο [2010], σελ. 42). Περαιτέρω, κατά τις ρητές διατάξεις των άρθρ. 99 επ. ΠτΚ, η συμφωνία συνδιαλλαγής δεν χρειάζεται να συναφθεί με όλους τους πιστωτές. Αρκεί οι συμμετέχοντες στη συμφωνία να εκπροσωπούν την πλειοψηφία των απαιτήσεων (άρθρ. 101 § 1 ΠτΚ). Οι υπόλοιποι, που δεν θα υπογράψουν τη συμφωνία, δεν πρέπει να θίγονται από αυτήν. Πράγματι, κατά το άρθρο 103 § 2 εδ. γ’ του ΠτΚ, «Το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει την συμφωνία αν …. γ) θίγονται τα συμφέροντα των πιστωτών που δεν υπέγραψαν τη συμφωνία». Καθίσταται επομένως προφανές ότι, αφού δεν θίγονται τα συμφέροντα των πιστωτών που δεν υπέγραψαν τη συμφωνία, κατά μείζονα λόγο δεν μπορούν να θιγούν τα συμφέροντα όλων των πιστωτών προτού ακόμα υπάρξει αυτή η συμφωνία, δηλαδή κατά το άνοιγμα και την πορεία της συνδιαλλαγής. Ειδικότερα, οι πιστωτές ουδόλως επιτάσσονται από το νόμο να συμμετάσχουν στη διαδικασία της συνδιαλλαγής και να υπογράψουν τη σχετική συμφωνία. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής, οι απαιτήσεις των πιστωτών, που είχαν γεννηθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας καθίστανται εξαρτώμενες από αίρεση ή όρο, καθόσον η μόνη επαχθής συνέπεια, που υφίσταται ο δανειστής που αρνείται να συμμετάσχει στη διαδικασία συνδιαλλαγής και να υπογράψει τη σχετική συμφωνία, είναι η αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης από την επικύρωση της συμφωνίας συνδιαλλαγής και ενόσω αυτή διαρκεί και όχι η θέση υπό αίρεση της απαίτησης του, η οποία μπορεί κάλλιστα να είναι ήδη βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Η κατάθεση της αίτησης συνδιαλλαγής ακόμη δε και η επίτευξη συμφωνίας με την απαιτούμενη κατά νόμο πλειοψηφία των πιστωτών, καθώς και η επικύρωση της από το αρμόδιο δικαστήριο, δεν αναιρούν το βέβαιο και εκκαθαρισμένο των απαιτήσεων των πιστωτών, οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν από τη σύναψη της συμφωνίας ούτε βέβαια τις καθιστούν εξαρτώμενες υπό όρο, αφού σε κάθε περίπτωση η συνδιαλλαγή είναι επιγενόμενη και δεν πλήττει το κύρος της απαίτησης. Αυτό, μάλιστα, ισχύει τόσο για τις απαιτήσεις των πιστωτών που υπέγραψαν τη συμφωνία συνδιαλλαγής με τον οφειλέτη, όσο και για τις απαιτήσεις των πιστωτών, οι οποίοι δεν συμφώνησαν και δεν υπέγραψαν τη συμφωνία. Πιο συγκεκριμένα, οι πιστωτές, που υπέγραψαν τη συμφωνία συνδιαλλαγής, διατηρούν το βέβαιο και εκκαθαρισμένο των απαιτήσεων τους, προβαίνουν όμως με δική τους πρωτοβουλία και ανάλογα με το είδος της καταρτιζόμενης κάθε φορά συμφωνίας με τον οφειλέτη, είτε σε μείωση αυτών κατά ένα ποσοστό είτε σε ρύθμιση σταδιακής εξόφλησης τους. Όσον αφορά δε στους πιστωτές, με τους οποίους δεν καταρτίστηκε συμφωνία με τον οφειλέτη και οι οποίοι δεν υπέγραψαν τελικά την συμφωνία συνδιαλλαγής, αυτοί, κατά το άρθρο 104 § 1 εδ. ζ’ του ΠτΚ, δεν δεσμεύονται από τους όρους της συμφωνίας. Από τη ρύθμιση αυτή, σε συνδυασμό και με το εδάφιο β’ της § 1 του ίδιου ως άνω άρθρου, προκύπτει ρητά, ότι οι πιστωτές, που διαφώνησαν με τη συμφωνία συνδιαλλαγής διατηρούν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη αναλλοίωτες ως προς το ύψος τους και δεν υποχρεώνονται σε αναγκαστική μείωση αυτών ή στη σταδιακή εξόφληση τους κατά τη συμφωνία που κατάρτισαν οι λοιποί πιστωτές. Στην προκειμένη περίπτωση, μετά από όλα τα παραπάνω, η εν λόγω απαίτηση της καθ ’ ης η ανακοπή, που είχε ανακύψει πολύ πριν από την άσκηση της πιο πάνω αίτησης συνδιαλλαγής των ανακοπτόντων και απορρέει από τις αναφερόμενες σε αυτήν μεταχρονολογημένες επιταγές είναι πλήρως και ολοσχερώς βέβαια και εκκαθαρισμένη και κάθε αντίθετος ισχυρισμός των ανακοπτόντων είναι μη νόμιμος και τούτο, διότι, σύμφωνα και με όσα εκτέθησαν στην άνω μείζονα σκέψη, η κατάθεση της αίτησης συνδιαλλαγής ακόμη δε και η τυχόν επίτευξη συμφωνίας με την απαιτούμενη κατά νόμο πλειοψηφία των πιστωτών, καθώς και η επικύρωση της από το αρμόδιο δικαστήριο, δεν αναιρούν το βέβαιο και εκκαθαρισμένο των απαιτήσεων των πιστωτών, οι οποίες είχαν γεννηθεί -όπως εν προκειμένω- πριν από τη σύναψη της συμφωνίας ούτε βέβαια τις καθιστούν εξαρτώμενες υπό όρο, αφού σε κάθε περίπτωση η συνδιαλλαγή είναι επιγενόμενη και δεν πλήττει το κύρος της απαίτησης (βλ. ΠΠρΑΘ 861/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΜΠΘεσ 13590/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΜΠρΘεσ 9297/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ). Εξάλλου, μη νόμιμα και αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες, ότι η καθ’ ης η ανακοπή προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης 1092/2012 διαταγής προς πληρωμή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καίτοι της είχε κοινοποιηθεί η από 6.2.2012 με αριθμό κατάθεσης 1961/2012 αίτησή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) για υπαγωγή τους στην διαδικασία εξυγίανσης (συνδιαλλαγής) του άρθρου 99 επ. του Ν.3588/2007, μαζί με προσωρινή διαταγή, που απαγόρευε την σε βάρος τους λήψη ατομικών και συλλογικών μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Και τούτο, γιατί η καθ’ης σε ουδεμία ενέργεια έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης προέβη, αφού, όπως αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ. 8955/01-6-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Διονυσίου Α. Δεσποτόπουλου, επέδωσε μόνον αντίγραφο Α’ απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω διαταγής προς πληρωμή, προς γνώση των ανακοπτόντων και για τις νόμιμες συνέπειες χωρίς ωστόσο να επιδώσει προς αυτούς επιταγή προς πληρωμή. Η αναγκαστική εκτέλεση αρχίζει με την επίδοση της επιταγής (άρθρ. 924 ΚΠολΔ). Δοθέντος λοιπόν, ότι η καθ’ ης δεν έχει προβεί σε ενέργειες έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης και δη στην επίδοση επιταγής προς πληρωμή, ως εκ τούτου, μη νόμιμα και αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες ότι η καθ’ης προέβη σε πράξεις εκτέλεσης κατά της περιουσίας τους και ότι έτσι παραβίασε τη ληφθείσα προσωρινή διαταγή, που απαγόρευε την σε βάρος τους λήψη ατομικών και συλλογικών μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται, ότι το γεγονός ότι η καθ’ης η ανακοπή κατέχει τα σώματα των επίμαχων εννέα τραπεζικών επιταγών (για τις οποίες εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής) δεν υποδηλώνει αναγκαίως ότι αυτή κατέβαλε το ποσό των επιταγών αυτών στον κομιστή τους. Ότι, συγκεκριμένα, η καθ’ης η ανακοπή δεν τυγχάνει νόμιμη κομίστρια των επιταγών αυτών κατά τον χρόνο της εμφάνισής τους προς πληρωμή, καθόσον συντρέχει ανυπαρξία εγγράφου απόδειξης της εν λόγω απαίτησής της, ένεκα του ότι αυτή έλαβε εις χείρας της τις επίμαχες τραπεζικές επιταγές, πληρώνοντας -όπως και ίδια ισχυρίζεται- μόνο το κεφάλαιο και όχι και τους τόκους αυτών, χωρίς ωστόσο να μνημονεύει στην αίτηση της (αλλά ούτε και να αναφέρεται στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής) οποιαδήποτε εξοφλητική απόδειξη, από την οποία να αποδεικνύεται εν πρώτοις η εξόφληση αυτών και εν δευτέροις ο ακριβής χρόνος που έλαβε εις χείρας της τα σώματα των επιταγών αυτών, ενώ ουδεμία διαγραφή των προηγούμενων οπισθογραφήσεων υφίσταται επί του σώματος των επιταγών αυτών. Επ’αυτού του λόγου, λεκτέα τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό αυτής δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατ’άρθρο 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται για λόγο διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της υπάρξεως και της δυνατότητας αποδείξεως της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (βλ. ΟλΑΠ 10/1997 ΕλλΔνη 38. 796). Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν για την έκδοση της διαταγής δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία διαφορετικά από αυτά που προσκομίσθηκαν στο δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή, αλλά οφείλει να δεχθεί την ανακοπή και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 40, 44, 46 και 47 του ν. 5960/1933 “περί επιταγής” προκύπτει, ότι κάθε υπογραφέας της επιταγής και εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος πλήρωσε αυτή στον κομιστή της δικαιούται να απαιτήσει κατά την πληρωμή της την προς αυτόν παράδοση της επιταγής με εξοφλημένο λογαριασμό, ζητώντας ολόκληρο το ποσό που πλήρωσε με τους τόκους από την ημέρα της καταβολής αυ τού και τα έξοδα. Το κατά το άρθρο 40 του ως άνω νόμου περί επιταγής προβλεπόμενο δικαίωμα αναγωγής του νόμιμου κομιστή της επιταγής κατά των υπογραφέων της επιταγής είναι διαφορετικό από το προβλεπόμενο από το άρθρο 44 § 2 του ίδιου νόμου δικαίωμα αναγωγής προς απόδοση πληρώσαντος οφειλέτη οπισθογράφου της επιταγής εναντίον των προηγουμένων υπογραφέων της επιταγής. Τα δύο αυτά δικαιώματα διαφέρουν και ως προ τις προϋποθέσεις γέννησής τους και ως προς το περιεχόμενό τους και ως προς τον χρόνο παραγραφής της αξίωσης που περιέχουν. Για να γεννηθεί δε το δικαίωμα «αναγωγής προς απόδοση», εκτός από τις προϋποθέσεις του δικαιώματος αναγωγής του νόμιμου κομιστή (εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής μη πληρωμή της και βεβαίωση του πληρωτή για τα γεγονότα αυτά), απαιτείται να συντρέχουν και οι εξής προϋποθέσεις: 1) Η πληρωμή της επιταγής από αυτόν που ασκεί το δικαίωμα «αναγωγής προς απόδοση» και 2) η ιδιότητα του πληρώσαντος ως υπογραφέα της επιταγής (βλ. Ν. Δελούκα, Αξιόγραφα, παρ. 242). Εάν συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές ο πληρώσας οφειλέτης δεν ανακτά την παλαιό νομική του θέση, δηλαδή δεν γίνεται κομιστής από οπισθογράφηση με την έννοια των άρθρων 19 και 40 του ν. 5960/1933, αλλά αποκτά νέο, πρωτότυπο και αυτόνομο δικαίωμα (βλ. I. Μάρκου, Δίκαιο επιταγής, άρθρο 40, σελ. 238). ΓΓαυτό, εάν θελήσει να στραφεί δικαστικά κατά των προηγούμενων υπογραφέων της επιταγής πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τις προϋποθέσεις γέννησης του νέου αυτού δικαιώματος του (βλ. ΕφΠειρ 793/1999 ΕλλΔνη 2000. 494, ΕφΑΘ 2701/1988 ΕλλΔνη 1989. 143, ΠΠρΛαρ 32/2001 Δικογραφία 2001. 340, ΠΠρΠειρ 780/1997 Αρμ 1998. 325). Εν προκειμένω, η πρώτη των ανακοπτόντων (ομόρρυθμη εταιρία) εξέδωσε στις 25-11-2012, 30-11-2011, 28-12-2011, 30-01-2012, 2501-2012, 25-02-2012, 28-02-2012, 25-3-2012 και 25-4-2012 σε διαταγή της καθ ’ ης η ανακοπή τις αναφερόμενες στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εννέα τραπεζικές επιταγές συνολικού ποσού 131.537,69 ευρώ. Εν συνεχεία, η καθ’ης η ανακοπή μεταβίβασε περαιτέρω με οπισθογράφηση τις επιταγές αυτές και, ειδικότερα, κάποιες εξ αυτών σε τράπεζες, λόγω ενεχύρου, και άλλες σε άλλους οπισθογράφους, τις οποίες κι αυτοί οπισθογράφησαν περαιτέρω σε άλλους. Κατόπιν, οι επιταγές αυτές προσκομίσθηκαν από αυτούς (οπισθογράφους) προς εμφάνιση στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Επομένως, κατά τον χρόνο αυτόν της εμφάνισης προς πληρωμή των ένδικων επιταγών, η καθ’ ης δεν ήταν νόμιμος κομιστής αυτών. Παρόλα αυτά, η καθ’ ης η ανακοπή υπέβαλε αίτηση στο Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου Δημήτριο Δόγλα, στην οποία εξέθετε ότι ήταν νόμιμος κομιστής των επιταγών αυτών και δικαιούχος των εξ αυτών απαιτήσεων. Η αίτηση έγινε δεκτή κατά την προαναφερόμενη και μοναδική ιστορική της βάση και εκδόθηκε η 1092/2012 ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, στην οποία ρητά αναφέρεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή νόμιμα υπέβαλε την αίτησή της για έκδοση διαταγής πληρωμής και δικαιούνταν να απαιτήσει το ζητούμενο ποσό ως νόμιμος κομιστής των επίμαχων επιταγών, κατέβαλε το ποσό των επιταγών στον κομιστή τους πλην όμως δεν μνημονεύεται στη διαταγή πληρωμής ότι κατέβαλε το ποσό των επιταγών στον κομιστή τους ούτε άλλωστε προσκομίσθηκε κατά την υποβολή της αιτήσεώς της -στην οποία επίσης δεν μνημονεύεται- έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η καθ’ ης κατέβαλε τα ποσά αυτά στον κομιστή των επιταγών αυτών. Το ότι αυτή κατέχει τα σώματα των επιταγών αυτών δεν υποδηλώνει αναγκαίως και ότι κατέβαλε τα ποσά των επιταγών στον κομιστή τους και, επομένως δεν μπορεί να αποδειχθεί η καταβολή αυτή από μόνη την κατοχή των σωμάτων των επιταγών αυτών. Με βάση την κατοχή αυτή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων και 19 και 47 του ν. 5960/1933, θα μπορούσε να θεωρηθεί η καθ’ης ως νόμιμος κομιστής, των επίμαχων επιταγών και, επομένως δικαιούχος της εξ αυτών απαιτήσεως μόνον εάν είχε διαγράψει την οπισθογράφηση αυτής και των επόμενων οπισθογράφων, εφόσον βεβαίως είχε καταβάλει τα ποσά των επιταγών στον κομιστή τους (βλ. I. Μάρκου ό.π., σελ. 146 επ. και 240). Σε κάθε περίπτωση τέτοια διαγραφή των οπισθογράφων δεν έχει σημειωθεί στα σώματα των επιταγών αυτών.
Σύμφωνα δε και με τα προαναφερόμενα ση μείζονα σκέψη, κατά τον χρόνο της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, δεν υπήρχε αιτία πληρωμής, δηλαδή η καθ1 ης η ανακοπή δεν είχε το από το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 δικαίωμα αναγωγής αφού δεν ήταν “νόμιμος κομιστής” των εν λόγω τραπεζικών επιταγών, κατά την έννοια που απαιτεί αυτό, και ούτε μπορούσε για τον ίδιο λόγο να ζητήσει την καταβολή των ποσών του άρθρου 45 του ίδιου νόμου. Συνεπώς αφού δεν προέκυψε η αιτία, την οποία επικαλέστηκε στην αίτησή της έπρεπε να απορριφθεί η αίτηση ως κατ’ουσίαν ‘ αβάσιμη. Συνακόλουθα, ακύρως εξεδόθη η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής καθόσον έλλειπε η άνω διαδικαστική προϋπόθεση έκδοσής της και, συνεπώς θα πρέπει -σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα πρόταση- ο ως άνω λόγος ανακοπής να γίνει δεκτός ως κατ’ουσίαν βάσιμος και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Τέλος θα πρέπει να καταδικασθεί η καθ’ης η ανακοπή, λόγω της ήττας της στη δικαστική δαπάνη των ανακοπτόντων, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος τους (άρθρ. 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
-ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμ. 1092/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Δημητρίου Δάγλα.- ΚΑΙ
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ ’ ης η ανακοπή στη δικαστική δαπάνη των ανακοπτόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 27 Μαρτίου 2013 σε δημόσια και συνεδρίαση, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ