Περίληψη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 2069/2010
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από το δικαστή Αναστάσιο Σάββα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Λουσιάνα Ανδριανοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 11 Νοεμβρίου 2009, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εναγόντων: 1) ___________ ___________ του ___________ συζ. ___________ ___________ του ___________ , κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής για τον εαυτό της ατομικώς και ως ασκούσης τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της ___________ και ___________ και 2} ___________ ___________ του ___________ , κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής για τον εαυτό του ατομικώς και ως ασκούντος τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων του ___________ και _________, εκ των οποίων η πρώτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Οικονομάκη και ο δεύτερος εμφανίσθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των εναγόμενων: 1) ___________ ___________ του ___________ , κατοίκου Αιγάλεω Αττικής, η οποία εμφανίσθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Φυλακτό Παλάβρα και Ιωάννη Αρνέλλο και 2) Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρίας Γενικών Ασφαλειών με την επωνυμία «___________ Α.Ε.Γ.Α», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αρνέλλο.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 4.5.2009 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό καταθέσεως 71689/3847/2009, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης αποφάσεως και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διατύπωση του άρθρου 932 ΑΚ, κατά την οποία το δικαστήριο σε περίπτωση αδικοπραξίας μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε εκείνον που προσβλήθηκε στην υγεία, την τιμή ή την αγνεία του ή στερήθηκε την ελευθερία του, προκύπτει ότι πρωτογενώς δικαιούχος της απαιτήσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι το πρόσωπο που άμεσα υπέστη ηθική βλάβη από την αδικοπραξία ή από άλλη πράξη ή παράλειψη που θεμελιώνει υποχρέωση για αποζημίωση.
Τέτοιο πρόσωπο είναι ο φορέας του εννόμου αγαθού που προσβλήθηκε και επί σωματικής βλάβης, εκείνος που τραυματίστηκε. Εξαιρετικώς, στην περίπτωση θανατώσεως προσώπου, δικαιούχοι είναι τα πρόσωπα που ανήκουν στην οικογένεια του θύματος.
Επομένως, εκτός της περιπτώσεως του θανάτου, τρίτα πρόσωπα δεν δικαιούνται κατά νόμο χρηματική ικανοποίηση, έστω και αν αυτά λόγω στενού συγγενικού δεσμού δοκιμάζουν ψυχικό πόνο και στενοχώρια, όπως στην περίπτωση των γονέων ή αδελφών από τον τραυματισμό του τέκνου ή αδελφού αντιστοίχως, καθόσον είναι εμμέσως και όχι αμέσως ζημιωθέντες (ΑΠ 501/1974 ΝοΒ 23.35, ΑΠ 350/1972 ΝοΒ 20.978, ΕφΔωδ 67/2006, ΕφΔωδ 225/2004 αδημ., όπου και περαιτέρω παραπομπές, ΕφΠατρ 930/2000 ΑρχΝομ. 2001.640, ΕφΑΘ 6940/1994 ΕλΑΔνη 37.1383). Ομοίως, εμμέσως ζημιωθείς είναι και ο σύζυγος επί προώρου διακοπής κυήσεως εγκύου (έτσι η κρατούσα γνώμη – ΕφΠειρ 603/2006 Πειρ. Νομολ. 2007.149, ΕφΠατρ 398/ 2004 Αχ.Νομολ. 2005.613, ΕφΠατρ 798/1999 ΕΣυγκΔ 1999.642, ΕφΑΘ 6810/1998 ΕλλΔνη 38.867, ΕφΑΘ 215/1986 ΕλλΔνη 28.144, An. Γεωργιάδης στον Α. Κ. Γεωργιάδη – Σταθοπούλου, άρθρο 932 αρ. 11,ΑΘ. Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδοση δ`, παρ. 20, αρ. 39, σελ. 408, όπου και περαιτέρω παραπομπές, contra Εφίω 439/2005 ΝοΒ 2006.1480, Αρμ. 2006. 1921). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 1329/ 1983) η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημιώσεως, αν επιδρά στο μέλλον του. Από τη διάταξη αυτή έχει απαλειφθεί η φράση που υπήρχε στο τέλος του προηγούμενου κειμένου της («ιδία δε στην αποκατάσταση της γυναικός»), όπου με το προηγούμενο περιεχόμενο της, παρεχόταν αυτοτελής αξίωση για αποζημίωση, ιδίως άγαμης γυναίκας που είχε υποστεί αναπηρία ή παραμόρφωση του σώματος της από αδικοπραξία, προκειμένου να συμπληρώσει την προίκα της, για την αποκατάσταση της με γάμο.
Μετά την κατάργηση του θεσμού της προίκας εξέλιπε ο λόγος της υπάρξεως της παραπάνω φράσεως στο κείμενο του άρθρου αυτού και κατά συνέπεια δεν υφίσταται πλέον τέτοια αυτοτελής αξίωση γυναίκας προς αποζημίωση από την αιτία αυτή για την αποκατάσταση της με γάμο (ΟλΑΠ 15/1990 ΝοΒ 38.1335, ΑΠ 739/1996 ΕλλΔνη 38.67, ΑΠ 839/1993 ΕλλΔνη 36.134). Η διάταξη όμως αυτή, προδήλως σκόπιμα, διατηρήθηκε από το νομοθέτη με το κύριο μέρος του κειμένου της που προπαρατέθηκε, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η θεμελίωση αυτοτελούς αξιώσεως προς αποζημίωση, όταν συντρέχουν ειδικώς τα στοιχεία που διαλαμβάνει (ΕψΔωδ 249/2004 αδημ.).
Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ προκύπτει, ότι, κατά την ήδη κρατούσα άποψη, η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση που μπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των οποιανδήποτε χρηματικών ποσών που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αυξήσεως των δαπανών του σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας του, όσο και στο ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως που θα επιδικαστεί για την ηθική βλάβη, μπορεί να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση (ΑΠ 289/2004 ΝοΒ 2005.284, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2005.150, κατά την οποία η εκ του άρθρου 931 ΑΚ αξίωση, που δεν καλύπτεται από τις αξιώσεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ, είναι αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως του παθόντος κατά το μέτρο αποκαταστάσεως της κοινωνικής του απαξιώσεως από την αναπηρία ή παραμόρφωση που υπέστη και πρέπει το εύλογο προς τούτο χρηματικό ποσό να επιδικάζεται παράλληλα με τη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ, στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται χωρίς και να καλύπτεται από αυτήν, όπως και δεν καλύπτεται από την περιουσιακή ζημία του άρθρου 929 ΑΚ) αν επιδρά στο μέλλον του ως τέτοιο δε νοείται όχι μόνο η οικονομική, αλλά και η επαγγελματική και κοινωνική εξέλιξη του ατόμου (ΕφΑΘ 3318/2004 ΕλλΔνη 2005.500, ΕψΔωδ 249/2004 αδημ., ΕφΑΘ 3496/2001 Αρχ.Νομολ. 2003.67, ΕφΔωδ 339/2001 αδημ., ΕφΠειρ 204/1999 Πειρ.Νομολ. 1999. 187, Εφθεσ 2237/1999 Αρμ. ΝΔ` 354, Εφθεσ 1541/1999 Αρμ. ΝΓ 1419, ΕφΑΘ 5322/1998 ΕλλΔνη 40.354, ΕφΑΘ 4652/1998 και 171/1998 ΕλλΔνη 41, σελ. 1348 και 1644 αντιστοίχως Εφθεσ 827/1997 Αρμ. ΝΑ` 1005, Εφθεσ 2296/1996 Αρμ. Ν` 972, ΕφΛαρ 694/1996 Δ 29.278, Εφθεσ 3331/1995 ΕλλΔνη 37.1383).
Ετσι, η διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό.
Εξάλλου, η συνέπεια της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ` ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων.
Συνεπώς κρίνεται ως ορθότερη η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 1216/2008, ΑΠ 433/2008, ΑΠ 177/ 2008, ΑΠ 634/2007 ΝοΒ 2007.1808, ΑΠ 514/2007, ΑΠ 154/2007, ΑΠ 670/ 2006, ΑΠ 122/2006 αδημ).
Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά την εν λόγω διάταξη ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ` αρχήν βάσει του είδους και των συνεπειών της αναπηρίας ή παραμορφώσε(ος αφενός και της ηλικίας του παθόντος αφετέρου (ΑΠ 177/2008 αδημ.). Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι η πρώτη εναγομένη οδηγώντας το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις ζημίες τις δυνάμενες να προκληθούν εις βάρος τρίτου από την κυκλοφορία του στη δευτέρα εναγομένη – ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από υπαιτιότητα της τον τραυματισμό της πρώτης εξ αυτών καθώς και την ολοσχερή καταστροφή της δίκυκλης μοτοσικλέτας, ιδιοκτησίας του δευτέρου εξ αυτών, κατά το ένδικο ατύχημα που συνέβη την 10η Φεβρουαρίου 2008, υπό τις συνθήκες που ειδικότερα περιγράφονται στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν με την υπό κρίση αγωγή, κατόπιν μερικής τροπής του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που έγινε με τις προτάσεις και με καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα προς την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου (άρθρα 223, 294 εδάφ. α, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ), αφενός μεν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες καθεμία εις ολόκληρον, να καταβάλουν: α) στην πρώτη εξ αυτών, για αποζημίωση της, για χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστη συνεπεία της προώρου διακοπής της κυήσεως της, το ποσό των ογδόντα μία χιλιάδων εξακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (81.659,49), β) στο δεύτερο εξ αυτών, για αποζημίωση του, για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστη συνεπεία της προώρου διακοπής της κυήσεως της συζύγου του – πρώτης ενάγουσας, το ποσό των τριάντα δύο χιλιάδων διακοσίων (32.200) ευρώ και γ) σε αμφότερους τους ενάγοντες, υπό την ιδιότητά τους ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους Χ. και Ε., το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ για κάθε τέκνο, για χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν συνεπεία της απώλειας του κυοφορούμενου, αφετέρου δε να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενες, ευθυνόμενες ομοίως καθεμία εις ολόκληρον, να καταβάλουν: α) στην πρώτη εξ αυτών, για αποζημίωση της, για χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστη συνεπεία της προώρου διακοπής της κυήσεως της, το ποσό των τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) ευρώ, β) στο δεύτερο εξ αυτών, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστη συνεπεία της προώρου διακοπής της κυήσεως της συζύγου του – πρώτης ενάγουσας, το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000) ευρώ και γ) σε αμφότερους τους ενάγοντες, υπό την ιδιότητα τους ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους Χ. και Ε., το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ευρώ, όπως κάθε επιμέρους κονδύλιο αναλύεται ειδικότερα στην αγωγή, και τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής. Ζητούν επίσης να διαταχθεί ως μέσο αναγκασττκής εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί η προσωπική κράτηση της πρώτης εναγομένης, λόγω της αδικοπραξίας που έχει τελέσει, να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και τέλος, να καταδικασθούν οι αντίδικες τους στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Η έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα αγωγή, παραδεκτούς εγερθεΐσα κατά των εναγομένων απλών ομοδίκων (άρθρο 74 ΚΠολΔ) αρμοδίως καθ` ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και της συμβάσεως ασφαλίσεως του (άρθρα 1, 3, 7, 9, 10, 16 περ. 12, 22, 25 παρ. 2, 31 παρ. 2, 591 παρ. 1, 681 Α`, 666, 667, 670-676 ΚΠολΔ) είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδαφ. β`, 345, 346, 481 επ., 914, 926, 929, 932 ΑΚ, 2, 4, 9, 10 Ν. ΓΧΝ/ΙΘΙΙ, 6, 10 Ν. 489/1976, όπως τροποποιηθείς ισχύει, 218, 176, 180, 189, 191, 907, 908 παρ. 1δ` και 1047 ΚΠολΔ με εξαίρεση το (παρεπόμενο) αίτημα της περί κηρύξεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής όσον αφορά την περί προσωπικής κρατήσεως διάταξη της, καθόσον η προσωπική κράτηση εκτελείται από το χρόνο κατά την οποίο η απόφαση που τη διατάσσει καθίσταται τελεσίδικη (άρθρο 1049 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, μετά τη μερική τροπή του αιτήματος της σε καταψηφιστικό, απορριπτέα ως μη νόμιμη είναι η αγωγή κατά το (παρεπόμενο) αίτημα της περί κηρύξεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, ως προς το αναγνωριστικό της αίτημα, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές και στις οποίες δεν νοείται η διενέργεια αναγκασιικής εκτελέσεως (ΕφΠειρ 1014/1992 Αρχ.Νομολ. 44.63, . Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος Α`, σελ. 57, Κ. Κεραμέας, Αστικόν Δικονομικόν Δίκαιον, II, 1978, παρ. 58, σελ. 66, Γ. Μητσοπούλου, Η αναγνωριστική αγωγή, 1947, σελ. 184). Αντιθέτως το περί ενάρξεως της προς τοκοδοσία υποχρεώσεως των εναγομένων από την επομένη της επιδόσεως της αντογής αίτημα είναι νόμιμο και ως προς το αναγνωριστικό αίτημα της, καθόσον ναι μεν η παραίτηση από το δικόγραφο (με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό – ΑΠ 888/2003, 887/2003 αδημ., ΑΠ 4/1992 ΝοΒ 1993.686) καταλύει αναδρομικώς την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξεως, ούτως (όστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι κατά το άρθρο 346 ΑΚ αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση και συνεπούς δεν συνεπάγεται άρση αναδρομική ή μη των κατά το άρθρο 345 ΑΚ εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγομένου οφειλέτη, η οποία, με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 342 Α.Κ., έχει ήδη επέλθει μετά την όχληση (κρατούσα πλέον άποψη – πλειοψ. ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994.1259, ΑΠ 435/2006 αδημ., ΑΠ 23/ 2004, ΑΠ 888/2003, ΑΠ 887/2003 αδημ., ΑΠ 63/2003 ΝοΒ 51.1628, ΑΠ 723/2002 αδημ., ΑΠ 1122/2000 Ελ\Δνη 2000. 1665, ΑΠ 550/2000 ΕλλΔνη 2000. 1665, ΑΠ 1872/1999 ΕλλΔνη 2000. 1304, ΑΠ 679/1999 ΕλλΔνη 2000.448, ΑΠ 798/1998 ΔΕΝ 1999.21, ΑΠ 518/ 1999 ΕλλΔνη 1999. 1702, ΔΕΕ 2000. 188, Ν. Νίκα στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ι (2000), άρθρο 70, αρ. 9, όπου και περαιτέρω παραπομπές, contra μειοψ. ΟλομΑΠ 13/1994 ό.π., καθώς και η παλαιότερη νομολογία, Α.Π. 276/1993 ΕλλΔνη 1994.1078, ΑΠ 5/1992 ΕΕργΔ 1992. 834, ΑΠ 1700/1991 ΕλλΔνη 1992. 1586, ΑΠ 1423/1990 Ε.Ε.Ν. 1991.597, Ζ. Φασούλα, Η όχληση και η υπερημερία του οφειλέτη – τοκοφορία με την άσκηση καταψηφιστικής ή αναγνωριστικής αγωγής, Αρχ.Νομολ. 2001, σελ. 799 επ., όπου και παράθεση όλων των απόψεων). Ομοίως απορριπτέα ως μη νόμιμη τυγχάνει η αγωγή κατά το αίτημα της περί επιδικάσεως στους ενάγοντες, τόσο ατομικώς όσο και υπό την ιδιότητα τους ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους, χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν συνεπεία της προώρου διακοπής της κυήσεως της πρώτης εξ αυτών (εναγόντων), καθόσον επί προώρου διακοπής της κυήσεως αναγνωρίζεται μόνο δικαίωμα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης υπέρ της εγκύου (πρόκειται για σωματική βλάβη της εγκύου, καθόσον ενόψει της διατάξεως του άρθρου 35 ΑΚ δεν μπορεί να γίνει λόγος περί θανατώσεως προσώπου -Αθ. Κρητικός, ό.π.).
Περαιτέρω, απορριπτέα ως μη νόμιμη είναι η αγωγή κατά το αίτημα της περί επιδικάσεως στην πρώτη ενάγουσα προσθέτου αποζημιώσεως, κατ` άρθρο 931 ΑΚ, καθόσον στο αγωγικό δικόγραφο αφενός μεν δεν γίνεται μνεία των στοιχείων εκείνων που συγκροτούν την έννοια της (μονίμου) αναπηρίας (καθόσον δύσκολα μπορεί να εμφανισθεί περίπτωση όπου μπορεί να επηρεάζει το μέλλον του προσώπου μία προσωρινή αναπηρία ή παραμόρφωση – έτσι Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδοση δ`, 2008, παρ. 17, αρ. 115, σελ. 291) καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτή (αναπηρία) επηρεάζει δυσμενώς την επαγγελματική και κοινωνική εξέλιξη της πρώτης ενάγουσας (ΑΠ 765/2007, ΑΠ 634/ 2007 ΕλλΔνη 2007.768, ΑΠ 514/2007, ΑΠ 154/2007, ΑΠ 1645/2006 ΕλλΔνη 2007.766) (μόνη η αοριστόλογη επίκληση αδυναμίας προς εργασία δεν αρκεί) αφετέρου δε τα αναφερόμενα προς στοιχειοθέτηση του εν λόγω αιτήματος πραγματικά περιστατικά ταυτίζονται προς εκείνα της, κατ` άρθρο 932 ΑΚ, χρηματικής ικανοποιήσεως. Πρέπει, επομένως η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και αναφορικά με την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζητήσεως της έχει καταβληθεί, εν σχέσει προς το καταψηφιστικό της αίτημα, το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ των τρίτων επιβαρύνσεις (βλ. το υπ` αριθμόν …, διπλότυπο εισπράξεως της ΙΘ` Δ.Ο.Υ. Αθηνών και το υπ` αριθμόν …,σειρά Α` έντυπο περί εισπράξεως του αναλογούντος στο Ταμείο Νομικών τέλους επί του δικαστικού ενσήμου).
II. Οι εναγόμενες, με καταχωρηθείσες στα ταυτάριθμα προς την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου δηλώσεις των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, τις οποίες (δηλώσεις) επαναλαμβάνουν με τις προτάσεις τους, ισχυρίζονται ότι αποκλειστικώς υπαίτια άλλως συνυπαίτια για την πρόκληση του ατυχήματος που αναφέρεται στην αγωγή τυγχάνει η ίδια η πρώτη ενάγουσα για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτουν στις προτάσεις τους. Ο ισχυρισμός αυτός κατά το πρώτο του σκέλος (αποκλειστική υπαιτιότητα) συνιστά κατά μεν τη θεμελίωση της αγωγής στο κοινό δίκαιο άρνηση, ένσταση δε κατά τη θεμελίωση της στο Ν. ΓΜΜ/1911 (ΑΠ 763/ 2000 ΕλλΔνη 42.75, Αθ. Κρητικού, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδοση δ`, 2008, παρ. 16, αρ. 66 επ., σελ. 248 επ.) ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του (συνυπαιτιότητα) συνιστά καταλυτική της αγωγής ένσταση, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 216, 262 ΚΠολΔ, 300 ΑΚ, 5 και 6 Ν. ΓλΝ/1911 (ΟλΑΠ 423/1985 ΕλλΔνη 27.469, ΑΠ 574/1995 Ε.Ε.Ν. 1996. 444, ΑΠ 1322/1986 Ε.Ε.Ν. 44.420). Τέλος, οι εναγόμενες αρνούνται το ύψος των αγωγικών κονδυλίων. Η άρνηση αυτή δημιουργεί στους ενάγοντες το δικονομικό βάρος να αποδείξουν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν στοιχεία του πραγματικού του επικαλούμενου κανόνα δικαίου και επιφέρουν τις προβαλλόμενες και αιτούμενες από αυτούς έννομες συνέπειες (άρθρα 335, 338 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδάφ. α ΚΠολΔ -ΕφΑΘ 140/1987 ΝοΒ 35.778, ΕφΑΘ 2088/1986 Δ 17.487, Γ. Μψσόηονλο, Ενμδ., ΝοΒ 20. 449, Κ. Μπέη, Γνμδ, ΝοΒ 17.935, Πελ. Γεσίου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, έκδοση γ`, 1985, σελ. 107, την ίδια, Αρμ. 27.214), ενόψει μάλιστα του ότι και κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Α` ΚΠολΔ απαιτείται ο σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποιθήσεως για την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων (Αθ. Κρητικός, ό.τι., παρ. 35, αρ. 132, σελ. 879).
III. Από την εκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρα που με επιμέλεια των εναγόντων εξετάσθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και των διασαφήσεων που παρείχε η πρώτη εναγομένη (άρθρα 270 παρ. 3 και 415 ΚΠολΔ – Πελ. Γέσιου – Φαλτσή, Χαρ. Απαλαγάκη, Παρ. Αρβανιτάκη, Η νέα διαδικασία του ΚΠολΔ στον πρώτο και δεύτερο βαθμό μετά τους Ν. 2915/2001 και 3043/2002, 2004, παρ. 2, αρ. 14, σελ. 48, παρ. 8, αρ. 43 επ., σελ. 126 επ., ειδικά για τις ειδικές διαδικασίες, παρ. 8, αρ. 47, σελ. 128), οι οποίες (κατάθεση – διασαφήσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα προς την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικασιηρίου, των εγγράφων (μεταξύ των οποίων και η σχηματισθείσα εν σχέσει με το ένδικο ατύχημα ποινική δικογραφία, η οποία εκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – ΑΠ 1236/1998 Δ 1999.351, ΑΠ 568/1995 ΕΕΝ 1996. 498, ΑΠ 570/1987 Δ 19.878, πρβλ. ΑΠ 1286/2003 ΧρΙδΔ 2004.245, ΕλλΔνη 2005.406, ΑΠ 1563/2002 ΝοΒ 2003. 1195, Ν. Παϊσίδου, Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 και σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ι (2000), άρθρο 321, αρ. 5), που έχουν νομίμως μετ` επικλήσεως προσκομισθεί και λαμβάνονται υπόψη, όσα από αυτά δεν παρέχουν πλήρη απόδειξη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 269 παρ. 1, 270 παρ. 2, 393, 394, 395 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (77. Αρβανιτάκη στην Ερμηνεία ΚΠολΔ. Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, II (2000), άρθρο 681 Α`, αρ. 12, σελ. 1302 -1303, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και βιβλιογραφία) μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Εφ.Πειρ. 418/2000 Πειρ.Νομολ. 2000.323, Εψθεσ 507/ 1999 Αρμ. 2002.248, πρβλ. ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441) χωρίς το Δικαστήριο να υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική ισχύ τους (πρβλ. ΕφΛαρ 539/2000 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2000.55, ΕφΑθ 266/1998 ΕλλΔνη 39.623), των φωτογραφιών, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), οι οποίες και θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔνη 2001. 711, ΑΠ 378/1997 ΕλλΔνη 1997.94) και από τα διαμειβόμενα με τις προτάσεις των διαδίκων μερών σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Την 10η Οκτωβρίου 2008 και περί ώρα 08.00` η πρώτη ενάγουσα, οδηγώντας την… δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του δευτέρου ενάγοντος, εκινείτο επί της Ιεράς Οδού, στο Χαϊδάρι Αττικής, με κατεύθυνση από Χαϊδάρι προς Κόρινθο. Η Ιερά Οδός είναι οδός διπλής κατευθύνσεως, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, ενώ παρουσιάζει ανωφέρεια με μικρή απροσδιόριστη κλίση.
Το συνολικό πλάτος οδοστρώματος ανέρχεται σε 12 μέτρα, η κυκλοφορία των πεζών και των οχημάτων εκτιμάται ως «κανονική», οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές («καλοκαιρία») ενώ ως εκ του χρόνου του ατυχήματος υπήρχε φωτισμός ημέρας (βλ. σχετικές καταγραφές στις οικείες στήλες της εκθέσεως αυτοψίας που συνέταξε η επιληφθείσα τους ατυχήματος αστυνομική αρχή).
Κατά τον αυτό τόπο και χρόνο η πρώτη εναγομένη, οδηγώντας το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, το οποίο ήταν ασφαλισμένο κατ` εκείνον το χρόνο για τις ζημίες τις δυνάμενες να προκληθούν εις βάρος τρίτων από την κυκλοφορία του στη δευτέρα εναγομένη – ασφαλιστική εταιρία, εκινείτο επί της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου, η οποία συμβάλλει στην Ιερά Οδό, σημαίνεται δε με πινακίδα υποχρεωτικής διακοπής πορείας οχημάτων Ρ-2 (STOP). Οταν η πρώτη εναγομένη έφθασε στη συμβολή των ανωτέρω οδών, δεν σταμάτησε, όπως όφειλε, την πορεία του οχήματος της για να ελέγξει την οδό, εφόσον υπήρχε ρυθμιστική πινακίδα υποχρεωτικής διακοπής πορείας των οχημάτων Ρ-2 (STOP) αλλά συνεχίζοντας την πορεία της, εισήλθε, στη συμβολή των ως άνω οδών, με αποτέλεσμα να αποφράξει την πορεία της δίκυκλης μοτοσικλέτας, που οδηγούσε η πρώτη ενάγουσα, η οποία επέπεσε με το εμπρόσθιο τμήμα του οχήματος που οδηγούσε επί του πλαγίου – εμπρόσθιου αριστερού τμήματος του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου (βλ. προσκομιζόμενες φωτογραφίες).
Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά το ένδικο τούτο ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης -οδηγού του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, καθόσον από αμέλεια της και συγκεκριμένα από έλλειψη της προσοχής την οποία oποία και μπορούσε κατά τις περιστάσεις να καταβάλει ως μέσος συνετός οδηγός (άρθρο 330 εδ. β` ΑΚ) όταν έφθασε στη συμβολή των ανωτέρω οδών δεν σταμάτησε πριν από αυτήν ώστε να ελέγξει την κίνηση των κινουμένων επί της Ιεράς Οδού οχημάτων και να τους παραχωρήσει προτεραιότητα, όπως εξάλλου την υποχρέωνε η υπάρχουσα επί της πορείας της πινακίδα υποχρεωτικής διακοπής πορείας Ρ-2 (STOP) αλλά εισήλθε στην εν λόγω συμβολή, χοορΐς προηγουμένως να βεβαιωθεί, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1, 26 παρ. 4 σε συνδυασμό με άρθρο 4 παρ. 3/Ρ – 2 Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), ότι μπορούσε να πράξει τούτο χωρίς κίνδυνο, με αποτέλεσμα την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος.
Περαιτέρω, μεταξύ της κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων οδηγήσεως εκ μέρους της προίτης εναγομένης – οδηγού του υπ` αριθμόν κυκλοφορίας ΖΗΟ -… Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου και του επελθόντος βλαπτικού αποτελέσματος υφίσταται αιτιώδης συνάφεια (πρβλ. ΑΠ 1354/2008, ΑΠ 940/2008, ΑΠ 822/ 2008, ΑΠ 873/2007, ΑΠ 160/2007, ΑΠ 1961/2006, ΑΠ 1743/2006, ΑΠ 1741/ 2006, ΑΠ 818/2006, ΑΠ 529/2005, ΑΠ 307/2005 αδημ., ΑΠ 75/2005 ΕλλΔνη 2005.732). Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ως προς την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος προκύπτουν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και ιδίως την ποινική δικογραφία που συνέταξε η επιληφθείσα του ατυχήματος αστυνομική αρχή χωρίς να αναιρούνται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Ο ισχυρισμός των εναγομένου ότι καμμία ευθύνη για την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος δεν φέρει η πρώτη εξ αυτών (εναγομένων), καθόσον η τελευταία φθάνοντας στη συμβολή των ανωτέρω οδών και έχοντας την πρόθεση, όπως δι` αριστεράς στροφής κατευθυνθεί προς το Αθήνα ρεύμα κυκλοφορίας της Ιεράς Οδού, συνέχισε την πορεία της, καθόσον της παραχώρησε προτεραιότητα έμπροσθεν της πρώτης εναγούσης κινούμενο όχημα και προτού εισέλθει στο προς Αθήνα ρεύμα κυκλοφορίας της Ιεράς Οδού επέπεσε επί του (ακινητοποιημένου επί του μέσου της οδού) οχήματος της η δίκυκλη μοτοσικλέτα που οδηγούσε η πρώτη ενάγουσα είναι απορριπτέος, καθόσον δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο (η ύπαρξη άλλου οχήματος, το οποίο παραχώρησε προτεραιότητα στην πραπη εναγομένη αναφέρεται μόνον από την τελευταία). Σημειωτέον ότι σε κάθε περίπτωση, και αληθούς υποτιθεμένης της εκδοχής των εναγομένων ως προς τις συνθήκες τελέσεως του ενδίκου ατυχήματος, η πρώτη εναγομένη αφενός μεν όφειλε να παραχωρήσει προτεραιότητα στα έχοντα προτεραιότητα έναντι αυτής οχήματα αφετέρου δε, ανεξαρτήτως του αν της παραχώρησε προτεραιότητα άλλο όχημα (όφειλε) να είναι ιδιαιτέρως προσεκτική και σε κάθε περίπτωση να εξασφαλίσει ότι δεν θα θέσει σε κίνδυνο τα έχοντα προτεραιότητα έναντι αυτής κινούμενα επί της Ιεράς Οδού οχήματα. Περαιτέρω, στοιχεία ικανά να θεμελιώσουν συντρέχουσα αμέλεια της πρώτης ενάγουσας ως προς την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος (αυξημένη ταχύτητα, καθυστερημένη αντίληψη του κινδύνου, κ.λ.π.) δεν προέκυψαν αφού, κατά τα προεκτεθέντα, μόνη ενεργός αιτία του ενδίκου ατυχήματος υπήρξε η αμελής οδηγική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης.
Συνεπώς, η νομίμως προταθείσα και καταχωρηθείσα, έστω και συνεπτυγμένως, στα ταυτάριθμα προς την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου σχετική ένσταση (άρθρα 216, 262 ΚΠολΔ, 5, 6 Ν. ΓΧΝ/1911 και 300 ΑΚ) περί συνδρομής συντρέχουσας αμέλειας της πρώτης ενάγουσας ως προς την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος που πρότειναν οι εναγόμενες είναι απορριπτέα ως κατ` ουσίαν αβάσιμη.
IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ συνάγεται ότι η αποζημίωση, που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε με, κατά κανόνα, καταβολή χρηματικού ποσού και περιλαμβάνει τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος, ισούται, επί ολικής καταστροφής πράγματος, αναφορικώς προς τη θετική ζημία, εφόσον δεν επιδιώκεται ή δεν διατάσσεται η αυτούσια αποκατάσταση της προηγούμενης καταστάσεως, προς ολόκληρη την αξία που είχε το πράγμα κατά το χρόνο προσδιορισμού της αποζημκο-σεως, ώστε ο ζημιωθείς να μπορεί να αντικαταστήσει αυτό με άλλο παρόμοιο (ΟλΑΓΊ 705/1979 ΝοΒ 28.37, ΑΠ 184/1984 ΕλλΔνη 1984.1546). Επί καταστροφής μεταχειρισμένου πράγματος, η αποζημίωση συνίσταται όχι στην αγοραία αξία καινούργιου ομοίου αντικειμένου, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε πλουτισμό του ζημιωθέντος, αλλά στην αξία μεταχειρισμένου στον ίδιο βαθμό αντικειμένου, ώστε να είναι δυνατή η προμήθεια ενός άλλου που επίσης βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με εκείνο που καταστράφηκε (ΑΠ 1006/1977 ΕΕΝ 45.281). Όταν όμως η αγορά ενός τέτοιου ομοίου μεταχειρισμένου αντικειμένου δεν είναι δυνατή, καθόσον ή δεν υπάρχει στην αγορά ή προσκρούει αυτή σε άλλους λόγους, τότε η αποζημίωση θα υπολογισθεί κατ` αρχήν με βάση την αξία του καινούργιου πράγματος, θα αφαιρεθεί όμως η διαφορά ανάμεσα στις αξίες του καινούργιου και του μεταχειρισμένου, ώστε να αποφευχθεί ο πλουτισμός του ζημιωθέντος (ΑΠ 1833/1987 ΕΕΝ 1989.12, ΑΠ 1401/ 1986 ΝοΒ 35.922, ΕφΑΘ 10396/1989 ΝοΒ 39.403, Μ. Σταθόπουλος στον ΑΚ. Γεωργιάδη – Σταθοπούλου, άρθρα 297- 298, αρ. 112 επ., σελ. 95 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές).
Ειδικότερα επί αυτοκινητικού ατυχήματος, από το οποίο προκλήθηκαν υλικές ζημίες μεγάλης εκτάσεως σε εμπλακέν σε αυτό όχημα, η καταστροφή του τελευταίου θεωρείται, κατά την κρατούσα άποψη, ολοσχερής, όταν το κόστος επισκευής του υπερβαίνει την προ του ατυχήματος αξία του, ή είναι δυσανάλογα υψηλό (ΕφΘεσ 1543/ 1993 Αρμ. 48.532 με σημ. Σ.Τ.-Γ., ΕφΑθ 208/1993 Αρμ. 48.536). Αν το επιθυμεί ο ιδιοκτήτης, μπορεί να ζητήσει τα έξοδα της επισκευής, εφόσον όμως το ύψος αυτών (εξόδων επισκευής) δεν υπερβαίνει την αξία του οχήματος κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Το επί πλέον βαρύνει τον ίδιο (ΕφΑθ 10396/1989 ΝοΒ 39.403).
Στην ανωτέρω περίπτωση ολικής καταστροφής του αυτοκινήτου, συμφώνως προς την αρχή συνυπολογισμού ζημίας και οφέλους, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το ποσό της αποζημιώσεως η αξία των διασωθέντων υπολειμμάτων αυτού. Είναι δυνατόν ο ενάγων να προσδιορίσει στην αγωγή την αξία των υπολειμμάτων και να την αφαιρέσει εκ των προτέρων από το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως που ζητεί ή να αποδώσει αυτούσια τα υπολείμματα στον εναγόμενο, ζητώντας την αποκατάσταση της ζημίας του σε όλη της την έκταση. Εν προκειμένω, από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό προκύπτει ότι κατά το προαναφερθέν ένδικο ατύχημα η δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του δευτέρου ενάγοντος, εργοστασίου κατασκευής ________, τύπου Ρ 2, κυλινδρισμού 150 c.c, το οποίο είχε τεθεί το πρώτον στην κυκλοφορία την 21η Ιουνίου 2005 (βλ. προσκομιζόμενο φωτοαντίγραφο της αδείας κυκλοφορίας του), υπέστη εκτεταμένης εκτάσεως ζημίες (ειδικότερα απαιτείται η αγορά: εμπρόσθιας μανέτας, δεξιού καθρέπτη, εμπρόσθιου φανού, εμπρόσθιας ποδιάς, εμπρόσθιου φτερού, εσωτερικής ποδιάς, πιρουνιού, σασί) για την αποκατάσταση των οποίων (αγορά ανταλλακτικών – εργασίες επισκευών) θα έπρεπε να καταβληθεί (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.) το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη από 5.11.2008 «έκθεση πραγματογνωμοσύνης» που έχει συντάξει ο πραγματογνώμων Η. Α. ποσό που σε κάθε περίπτωση υπερέβαινε την αμέσως προ του ατυχήματος αξία της, όπως κατωτέρω θα εκτεθεί (η ολοσχερής καταστροφή του οχήματος δεν αμφισβητείται από τους εναγομένους).
Συνεπώς, το εν λόγω όχημα κρίνεται, από οικονομικής απόψεως τουλάχιστον, ως ολοσχερώς καταστραφέν (ΟλΑΠ 705/1979 ΝοΒ 28.37, ΕφΑθ 1962/1995 ΕΣυγκΔ 1995.45, ΕφΑθ 220/1994 ΕΣυγκΔ 1994.426, ΕφΑθ 5613/1993 ΕΣυγκΔ 1995.186, ΕφΠειρ 64/1994 ΕΣυγκΔ 1996.192) και οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στο δεύτερο ενάγοντα το ισόποσο της αγοραίας αξίας του, η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο της καταψηφίσεως που είναι εκείνος της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 38.41, ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 34.577, ΑΠ 1150/1998 ΕλλΔνη 1998.1550, ΑΠ 1148/1993 ΕλλΔνη 36.320) ανέρχεται, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων (τύπος, παλαιότητα, κ.λ.π.) στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Από το ποσό όμως αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η αξία των διασωθέντων υπολειμμάτων, όπως εξάλλου ο ίδιος ο δεύτερος ενάγων αποδέχεται (άρθρο 352 ΚΠολΔ) και συνεπώς εξ αυτής της αιτίας δικαιούται εν τέλει ως αποζημίωση ο τελευταίος το ποσό των (2.000 ευρώ μείον 300 ευρώ) χιλίων εφτακοσίων (1.700) ευρώ.
Τέλος, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρο το ένδικο ατύχημα, του είδους και της εκτάσεως της ζημίας και της οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών, μη λαμβανομένης υπόψη της τοιαύτης της δευτέρας εναγομένης – ασφαλιστικής εταιρίας, η ευθύνη της οποίας είναι εγγυητική (ΕφΔωδ 96/ 2004 αδημ., Εφθεσ 1532/1999 Αρμ. 1999.1203, ΕφΠειρ 6482/1999 ΕΣυγκΔ 1999.492, ΕφΑΘ 14234/1987 ΕλλΔνη 30.118) πρέπει να επιδικασθεί στο δεύτερο ενάγοντα, για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία του ενδίκου ατυχήματος και των εξ αυτού ζημιών (ολοσχερής καταστροφή του οχήματος του), το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 ΑΚ – αναλυτικώς για τους παράγοντες επιμετρήσεως της χρηματικής ικανοποιήσεως βλ. Στ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 319 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές). Συνεπούς το σύνολο των πάσης φύσεως (περιουσιακών και μη απαιτήσεων) του δευτέρου ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των (1.700 ευρώ + 300 ευρώ) δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 929 εδ. α` ΑΚ «Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, ο,τιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών…». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, τα «νοσήλια» περιλαμβάνουν κάθε δαπάνη που έγινε ή κρίθηκε αναγκαία να γίνει για την αποκατάσταση της υγείας του θύματος, είναι δε προφανές ότι σε αυτή περιλαμβάνεται και η δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο παθών για την πρόσληψη οικιακής βοηθού όσον καιρό αδυνατούσε να επιμεληθεί του εαυτού του και της οικίας του (ΕφΑΘ 5508/1993 ΕλλΔνη 36.1579). Στα νοσήλια περιλαμβάνονται επίσης η δαπάνη αγοράς φαρμάκων, αμοιβής ιατρού, παραμονής στο νοσοκομείο ή την κλινική λουτροθεραπείας και φυσιοθεραπείας (ιδίως στις περιπτώσεις καταγμάτων και εξαρθρώσεων), η δαπάνη μισθώσεως αυτοκινήτων – ταξί προς μετάβαση του θύματος στο νοσοκομείο (και για εξετάσεις), προσλήψεως νοσοκόμου (ΑΠ 1276/2005 ΕλλΔνη 2007. 1021, ΑΠ 833/2005 αδημ.), ειδικής βελτιωμένης διατροφής, όταν αυτό επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1276/2005 ΕλλΔνη 2007. 1021), αγοράς ειδικού στρώματος, πολυθρόνας, αναπηρικού αμαξιδίου ή άλλου ορθοπεδικού μηχανήματος (ΕφΠειρ 740/2004 αδημ., ΕφΛαρ 591/ 1995 ΕΣυγκΔ 1996.179).
Περαιτέρω, από τα έξοδα θεραπείας του παθόντος, αποδίδονται μόνον τα εύλογα, ήτοι εκείνα τα οποία από την άποψη του μέσου συνετού παρατηρητή φαίνονται σκόπιμα βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ. Αθ. Κρητικού, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδοση δ`, 2008, παρ. 17, αρ. 10 επ., σελ. 257 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές). Τη σκοπιμότητα αυτή οφείλει να την επικαλεσθεί και αποδείξει ο παθών, προσκομίζοντας αντίστοιχη ιατρική απόδειξη, γιατί διαφορετικά το σχετικό κονδύλιο είναι απορρτπτέο κατ` ουσίαν.
Τέλος, ο παθών δύναται να απαιτήσει τα έξοδα θεραπείας, που είναι αναγκαία, και πριν ακόμη πραγματοποιηθούν (ΕψΑΘ 5508/1993 ΕλλΔνη 36.1579). Εν προκειμένω, όπως προέκυψε, κατά το ένδικο ατύχημα, η πρώτη ενάγουσα τραυματίσθηκε. Εξετασθείσα στο Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας «________», διαπιστώθηκε ότι κατά το ένδικο ατύχημα υπέστη «κάκωση κεφαλής, κάκωση (δε) γόνατος. Ετέθη επίδεση Robert Jones. Δόθησαν οδηγίες. Συνεστήθη επανεξέταση στα τακτικά εξωτερτκά ιατρεία» (βλ. τις υπ` αριθμούς πρωτ/λου 35443/18.11. 2008, 35642/19.11.2008 και 35175/ 14.11.2008 ιατρικές βεβαιώσεις του Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας «______» και την από 10.10.2008 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «Κ.Α.Τ.»). Κατά την εξέταση της, την 15η Οκτωβρίου 2008, διαγνώσθηκε «πιθανό κάταγμα (δε) αστραγάλου και ρήξη καθεκτικών συνδέσμων (δε) γόνατος» (βλ. την από 15.10.2008 ιατρική βεβαίωση που έχει συντάξει ο Χειρουργός – Ορθοπεδικός Α.Π.). Συνεπεία του κατά τα ανωτέρω τραυματισμού της η πρώτη ενάγουσα δαπάνησε τα κάτωθι ποσά: 1) για αμοιβή του ιατρού (Χειρουργού – Ορθοπεδικού) Α.Π., το ποσό των (150 ευρώ + 60 ευρώ) διακοσίων δέκα (210) ευρώ (βλ. τις υπ` αριθμούς … αποδείξεις παροχής υπηρεσιών), 2) για C/T ποδοκνημικής αρθρώσεως, το ποσό των 102,40 ευρώ (βλ. την υπ` αριθμόν 1 – … απόδειξη παροχής υπηρεσιών της εταιρίας με την επωνυμία «ΒΪΟΑΤΡΙΚΗ»),3) για πανοραμική Α/Α, το ποσό των 32 ευρώ (βλ. την υπ` αριθμόν 1-… απόδειξη παροχής υπηρεσιών της εταιρίας με την επωνυμία «ΒΪΟΑΤΡΙΚΗ»), 4) για εξετάσεις (Α/Α αυχενικής μοίρας, Α/Α γόνατος FP, Α/Α ποδοκνημικής FP), το ποσό των 15,88 ευρώ (βλ. την από 10.10.2008 απόδειξη εισπράξεως παρακλινικών) και 5) για αμοιβή της ιατρού (Μαιευτήρα – Γυναικολόγου) Ε.Κ., το ποσό των πενήντα (50) ευρώ (βλ. την υπ` αριθμόν … απόδειξη παροχής υπηρεσιών). Το αίτημα όμως περί επιδικάσεως του ποσού των 35,71 ευρώ που αντιστοιχεί στη δαπάνη που υπεβλήθη η πρώτη ενάγουσα για αγορά φαρμάκων είναι απορριπτέο, καθόσον πέραν του ότι η προς απόδειξη του επικαλούμενη απόδειξη δεν προσκομίζεται, σε κάθε περίπτωση, δεν προέκυψε ότι πρόκειται για δαπάνη συνδεόμενη αιτιωδώς προς το ένδικο ατύχημα. Δηλαδή συνολικώς εξ αυτής της αιτίας (υποβολή σε ιατρικές εξετάσεις, αμοιβές ιατρών, κ.λ.π.) δικαιούται η πρώτη ενάγουσα το ποσό των 3) (210 ευρώ + 102,40 ευρώ + 32 ευρώ + 15,88 ευρώ + 50 ευρώ) τετρακοσίων δέκα ευρώ και είκοσι οχτώ λεπτών (410,28).
Ομως δεν αποδείχθηκε ότι για την αποθεραπεία της πρώτης ενάγουσας απαιτήθηκε η λήψη βελτιωμένης, πέραν της συνήθους, διατροφής και μάλιστα για χρονικό διάστημα σαράντα εφτά (47) ημερών και συνεπώς το αίτημα περί επιδικάσεως του ποσού των εκατόν οχτώ ευρώ και πενήντα λεπτών (108,50) για την αιτία αυτή είναι απορριπτέο ως κατ` ουσίαν αβάσιμο.
Εξάλλου δεν προέκυψε ότι οποιαδήποτε τυχόν βελτίωση της διατροφής της πρώτης ενάγουσας έγινε κατόπιν υποδείξεως των θεραπόντων ιατρών της αφού καμμία σχετική περί αυτού απόδειξη (ιατρική γνωμάτευση, βεβαίωση κ.λ.π.) δεν προσκομίζεται ενόψει μάλιστα του ότι η βελτιωμένη διατροφή δεν χορηγείται σε κάθε /σωματική κάκωση, αλλά μόνο όταν αυτή επιβάλλεται για ιατρικούς λόγους στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΔΕφΑΘ 3131/ 2004 ΔιΔικ 2006.1356, ΕφΑΘ 7245/ 2002, ΕφΠειρ 981/2001, αδημ.). Επίσης, υπέρ της κρίσεως αυτής του Δικαστηρίου συνηγορεί το γεγονός ότι στις σύγχρονες συνθήκες διαβιώσεως η καθημερινή διατροφή είναι ήδη εμπλουτισμένη με θρεπτικά συστατικά (βιταμίνες, πρωτεΐνες, αμινοξέα μέταλλα, ιχνοστοιχεία, κ.λ.π.) ώστε να μην παρίσταται ανάγκη περαιτέρω βελτιώσεως της. Περαιτέρω, όπως προέκυψε, κατά το προαναφερθέν ένδικο ατύχημα και την πτώση της πρώτης ενάγουσας στο οδόστρωμα καταστράφηκαν το μπουφάν της, το πανταλόνι της και η τσάντα της, αξίας εκάστου είδους πενήντα (50) ευρώ. Μεγαλύτερη αξία των ανωτέρω ειδών, ενόψει της παλαιότητας τους, δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι κατά το ένδικο ατύχημα καταστράφηκαν το κινητό της, το ωρολόγιο της, τα παπούτσια της και το κράνος της και συνεπώς το αίτημα περί επιδικάσεως των ποσών των διακοσίων ογδόντα πέντε (285) ευρώ, εκατόν ογδόντα (180) ευρώ, εκατόν είκοσι (120) και διακοσίων (200) ευρώ για την αιτία αυτή (καταστροφή προσωπικών ειδών) είναι απορριπτέο ως κατ` ουσίαν αβάσιμο. Δηλαδή συνολικώς εξ αυτής της αιτίας δικαιούται εν τέλει η πρώτη ενάγουσα το ποσό των (50 ευρώ + 50 ευρώ + 50 ευρώ) εκατόν πενήντα (150) ευρώ. Τέλος, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, της ελλείψεως υπαιτιότητας εκ μέρους της πρώτης ενάγουσας, της εκτάσεως και της βαρύτητας των σωματικών βλαβών που συνεπεία του ατυχήματος υπέστη η τελευταία (η ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, υπέστη κάκωση κεφαλής, κάκωση (δε) γόνατος και της ετέθη επίδεση Robert Jones) της εν γένει ταλαιπωρίας της και της οικονομικής και κοινωνικής κατασιάσεως των μερών, μη λαμβανομένης υπόψη της τοιαύτης της δευτέρας εναγομένης ασφαλισττκής εταιρίας, η ευθύνη της οποίας είναι εγγυητική (ΕφΔωδ 96/2004 αδημ., Εφθεσ 1715/1999, 1532/1999, 2513/1999 Αρμ. 2000 σελ. 1209, 1210 και 1487 αντιστοίχως, ΕφΠειρ 6482/1999 ΕΣυγκΔ 1999.492, ΕφΑΘ 14234/1987 ΕλλΔνη 30.118), δικαιούται η τελευταία για χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 ΑΚ). Σημειωτέον εν προκειμένω ως προς το ύφος του επιδικαζομένου για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ποσού, ότι: α) το επιδικαζόμενο ποσό, ενόψει της εκτάσεως της ζημίας και της βαρύτητας των σωματικών βλαβών που συνεπεία του ατυχήματος υπέστη η ενάγουσα, όπως ειδικότερα εκτέθηκε ανωτέρω, των εν γένει συνθηκών και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των μερών, κρίνεται ότι (λαμβανομένου μάλιστα υπόψη και του κατά πολύ υψηλότερου αιτηθέντος ποσού) δεν ενέχει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (ΑΠ 1337/2008, ΑΠ 195/2007,ΑΠ 1183/2006, ΑΠ 955/2006, ΑΠ 1665/2005, ΑΠ 1020/2004, ΑΠ 1043/2001 ΕλλΔνη 43.460, ΑΠ 899/2001 ΕλλΔνη 43.771, βλ. όμως και ΑΠ58/2009, ΑΠ 1783/2008, ΑΠ 717/2008, ΑΠ 420/2008, ΑΠ 307/2008, ΑΠ76/2008 ΔΙΚΗ 2008.724, ΑΠ 60/2008,ΑΠ 634/2007, πρβλ. ΟλΑΠ 6/2009 το δικαστήριο κατά την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως δεν υπόκειται στην απορρέουσα από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας) και β) παρά τα όσα περί του αντιθέτου διατείνεται η πρώτη ενάγουσα, από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό, σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθη ότι η κύηση της πρώτης ενάγουσας διεκόπη συνεπεία του κατά το ένδικο ατύχημα τραυματισμού της.
Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από μόνες τις αυξημένες τιμές που παρουσιάζονται στην από 10.10.2008 μικροβιολογική εξέταση που έγινε στο «________ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ», καθόσον, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό (λόγιο της υψηλής τιμής της β` χοριακής γοναδοτροπίνης) ότι η πρώτη ενάγουσα ήταν εγκυμονούσα κατά το χρόνο του ατυχήματος, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η κύηση της διεκόπη προώρως λόγω του κατά το ένδικο ατύχημα τραυματισμού της (βλ. και την «ιατρική έκθεση – γνωμάτευση» που για λογαριασμό της δευτέρας εναγομένης συνέταξε η Χειρουργός Μ. Γ. Υπέρ της κρίσεως αυτής του Δικαστηρίου συνηγορούν τα κάτωθι: α) το γεγονός ότι αμέσως μετά το ένδικο ατύχημα η πρώτη ενάγουσα δεν εξέφρασε καμμία ανησυχία για την κατάσταση της εγκυμοσύνης της, β) ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η πρώτη ενάγουσα πληροφορήθηκε το πρώτον την εγκυμοσύνη της, όταν υπεβλήθη σε ιατρικές εξετάσεις αμέσως μετά το ένδικο ατύχημα και πάλι ουδεμία αναφορά γίνεται σε πιθανή εγκυμοσύνη της και σε φόβο της για πιθανή πρόωρη διακοπή της κυήσειος στην από 16.10.2008 «έκθεση ενόρκου εξετάσεως μάρτυρα» και γ) κατά την εξέταση της την 18η Οκτωβρίου 2008 (βλ. την από 18.10.20008 ιατρική βεβαίωση της Ε.Κ.) «δεν παρατηρείται σάκος κυήσεως εντός της ενδομητρίου κοιλότητας» χωρίς και πάλι να επιβεβαιώνεται αυτό καθ` εαυτό το γεγονός της υπάρξειος εγκυμοσύνης και η πρόωρη διακοπή της κυήσεως.
Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω δεν προέκυψε ότι η πρώτη ενάγουσα συνεπεία του κατά το ένδικο ατύχημα τραυματισμού της (και της προώρου διακοπής της κυήσεως της) αντιμετωπίζει πλέον ψυχολογικά προβλήματα (από το από 21.11.2008 κατατοπιστικό ιατρικό σημείωμα νοσηλευθέντα ασθενή προκύπτει ότι η πρώτη ενάγουσα νοσηλεύθηκε για το από 30.10. – 21.11.2008 χρονικό διάστημα στο «ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ Ν.Π.Δ.Δ.» πλην όμως δεν προέκυψε ότι η νοσηλεία της συνάπτεται αιτιωδώς καθ` οιονδήποτε τρόπο προς το ένδικο ατύχημα – ως διάγνωση αναφέρεται «συναισθηματική διαταραχή – κατάχρηση αλκοόλ»).
Συνεπώς το σύνολο των πάσης φύσεως (περιουσιακών και μη) απαιτήσεων των εναγόντων ανέρχεται για την πρώτη ενάγουσα στο ποσό των (410,28 ευρώ +150 ευρώ + 3.000 ευρώ) τριών χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα ευρώ και είκοσι οχτώ λεπτών (3.560,28) και για το δεύτερο ενάγοντα στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά, τα οποία τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το ένδικο ατύχημα, πρέπει να υποχρεωθούν να καταβάλουν στους ενάγοντες οι εναγόμενες, ευθυνόμενες καθεμία εις ολόκληρον (άρθρα 481 επ. και 926 ΑΚ) η μεν πρώτη ως υπαίτιος οδηγός, η δε δευτέρα εναγομένη -ασφαλιστική εταιρία, γιατί, κατά το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος, κάλυπτε ασφαλιστικώς το ζημιογόνο όχημα για τις ζημίες τις δυνάμενες να προκληθούν εις βάρος τρίτου από την κυκλοφορία του.
Σημειωτέον, μετά ταύτα, ότι παρέλκει η έρευνα του ισχυρισμού (ενστάσεως) της δευτέρας εναγομένης περί περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του ποσού των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ (άρθρο 6 παρ. 5 Ν. 489/1976) (και συνακόλουθα του ισχυρισμού (ενστάσεως) περί συμμέτρου ικανοποιήσεως – άρθρο 10 παρ. 3 Ν. 489/1976), καθόσον το συνολικό ποσό που υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες δεν υπερβαίνει το προαναφερθέν ποσόν.
Κατ` ακολουθίαν, η υπό κρίση αγωγή: α) καθ` ο μέρος ασκείται από τους ενάγοντες υπό την ιδιότητα τους ως νομίμων εκπροσώπων των ανηλίκων τέκνων τους, πρέπει να απορριφθεί, ως (νόμω) αβάσιμη. Ως προς τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, για την επιδίκαση των οποίων μάλιστα έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τους τελευταίους παρατηρητέα τα ακόλουθα: Από τις διατάξεις των άρθρων 176 ΚΠολΔ και 98 επόμ. του «Περί του κωδικός των δικηγόρων» (Ν.Δ/γμα 3026/1954) προκύπτει ότι τα έξοδα της δίκης επιβάλλονται στον ηττώμενο διάδικο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και ορίζονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της υποθέσεως, που διεκπεραιώθηκε, το χρόνο, που καταναλώθηκε, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, τις ιδιάζουσες σε αυτή περιστάσεις και γενικά τις δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, που έγιναν (ΑΠ 1911/2002 ΕλλΔνη 43.1629, ΑΠ 592/1999 ΕλλΔνη 41.69, ΑΠ 864/1998 ΕλλΔνη 40.85).
Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 2915/2001 και ισχύει κατ` άρθρο 15 Ν.2943/2001 από 1.1.2002, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται πλέον ο ολικός ή μερικός συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων, λόγο) εύλογης αμφιβολίας των διαδίκων, ως προς την ουσιαστική έκβαση της δίκης και μόνο, όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου, που εφαρμόσθηκε, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος αυτών (ΕφΑΘ 1714/2005 ΔΕΕ 2005.838) Συνεπώς, μη υφισταμένης εν προκειμένω διαφοράς μεταξύ συγγενών ούτε συντρεχούσης περιπτώσεως ερμηνείας κανόνα δικαίου ιδιαιτέρως δυσχερούς, όπως απαιτείται πλέον από τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ, τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των ως άνω εναγόντων, λόγω της ήττας τους (αρχή της ήττας – ΑΠ 98/2009 αδημ.), σύμφωνα με τα άρθρα 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 100 παρ. 1, 107 και 102 ν.δ/τος 3026/1954 «Περί του κωδικός των δικηγόρων», (ΕφΚρ 571/2004 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2006.35) μειωμένα, όμως κατά την έχουσα και εν προκειμένω εφαρμογή διάταξη του άρθρου 102 Κωδ.Δικ. λόγο) του προφανώς εξογκωμένου αιτήματος της αγωγής (το άρθρο 102 Κο)δ.Δικ. εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση λόγο) του προφανώς εξογκωμένου αιτήματος της αγωγής, διάταξη που εφαρμόζεται και για τον υπολογισμό της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου του εναγομένου – ΑΠ 140/2007 αδημ., ΑΠ 1172/1998 ΕλλΔνη 1999.1718, ΑΠ 59/ 1996 ΕλλΔνη 1996.1329, ΕΕργΔ 1997. 749, πρβλ. και Εφθεσ 1636/1998 Αρμ. 1999.237, Αρχ.Νομολ. 1999.208, ΕΕΝ 1998.589, κατά την οποία η αμοιβή καθορίζεται δυνάμει των νομίμων αγωγικών αιτημάτων και όχι των νόμων αβασίμων, χωρίς μάλιστα την ανάγκη προβολής σχετικού ισχυρισμού δεδομένου ότι θεωρείται στοιχείο του νόμου βάσει του οποίου θα γίνει ο καθορισμός της αμοιβής· ΑΠ 1883/1988 ΕλλΔνη 1990.788, ΔΕΝ 1989.861, Δ 1990.862, ΕΕΝ 1989.891, ΝοΒ 1989. 903, contra ότι πρόκειται περί ενστάσεως ΑΠ 5.9/1996 ΕλλΔνη 1996.1329, ΕΕργΔ 1997.749, ΕφΔο)δ 158/2004, ΕψΔωδ 19/2004 αδημ., Εφθεσ 1636/ 1998 Αρμ. 1999.237, Αρχ.Νομολ. 1999.208, Ε.Ε.Ν. 1998.589) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό και β) πρέπει να γίνει κατά τα λοιπά εν μέρει δεκτή, ως και κατ` ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες καθεμία εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των τριων χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα ευρώ και είκοσι οχτώ λεπτών (3.560,28) και στο δεύτερο ενάγοντα στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) εύρο) και κάθε επιμέρους ποσό με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής.
Αναφορικά με το περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως εις βάρος της πρώτης εναγομένης αίτημα πρέπει να εκτεθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ η απαγγελία προσωπικής κρατήσεως, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως για την πληρωμή απαιτήσεων εξ αδικοπραξίας, είναι δυνητική για το δικαστήριο, η δε κρίση του σχηματίζεται επί τη βάσει του πταίσματος, των εν γένει συνθηκών, της φερεγγυότητας του δράστη και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των μερών (ΑΠ 884/ 1979 ΝοΒ 28.261, ΕφΔωδ 96/2004 αδημ., ΕψΑΘ 5359/2001 ΔΕΕ 2001. 1010, ΕφΠειρ 239/2001 ΔΕΕ 2001. 625, ΕφΠειρ 211/2001 ΔΕΕ 2001.630 ΕφΑΘ 6286/2000 ΕλλΔνη 42.202, ΕφΠειρ 759/1999 Πειρ.Νομ. 2000.50, Εφθεσσ 478/1999 Αρμ. 1999.929, Εφλαρ 459/1998 Αρχ.Νομολ. 1999.369, Γ. Νικολόπουλος, στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, II (2000), άρθρο 1047, αρ. 8, 9, σελ. 2022, όπου και περαιτέρω παραπομπές).
Εν προκειμένω λαμβανομένων υπόψη κυρίως του μεγέθους των απαιτήσεων των εναγόντων, των εν γένει συνθηκών και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των μερών, δεν συντρέχει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, περίπτωση απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως εις βάρος της πρώτης εναγομένης, ενόψει και της μη αμφισβητούμενης φερεγγυότητας της δευτέρας (συν)εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας δεδομένου και του ότι τα επιδικαζόμενα, ποσά δεν υπερβαίνουν το ποσό της ασφαλιστικής καλύψεως, την ύπαρξη και την έκταση της οποίας συνομολογεί η δευτέρα εναγομένη, εφόσον δεν αρνείται ότι το σύνολο των αγωγικών αξιώσεων καλύπτεται από αυτή (άρθρο 261 ΚΠολΔ -Εφθεσ 478/1999 Αρμ. 1999.929, ΕφΛαρ 459/1998 Αρχ.Νομολ. 1999.369, Εφθεσ 44/1994 Αρμ. 1994.797) και συνεπώς το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί.
Οσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, το Δικαστήριο δεν κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι (τους οποίους άλλωστε ουδόλως εξειδικεύουν οι ενάγοντες) ούτε ότι η επιβράδυνση της εκτελέσεως είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία σε αυτούς (ενάγοντες), γι` αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί.
Τέλος, ως προς τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τους τελευταίους, πρέπει να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων και να επιβληθεί (ανάλογο) μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων εις βάρος των εναγομένων λόγω της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 180, 199 παρ. 2 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή καθ’ ο μέρος ασκείται από τους ενάγοντες υπό την ιδιότητα υπό την οποία παρίστανται.
Επιβάλλει εις βάρος των εναγόντων, υπό την ιδιότητα υπό την οποία παρίστανται, τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό.
Δέχεται κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν, ευθυνόμενες καθεμία εις ολόκληρον, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα ευρώ και είκοσι οχτώ λεπτών (3.560,28) και στο δεύτερο ενάγοντα στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ και κάθε επιμέρους ποσό με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής.
Επιβάλλει εις βάρος των εναγόμενων μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στην Αθήνα, στις Μάιου 2010, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ