Περίληψη
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ /131/2014
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από την Ειρηνοδίκη Στυλιανή Φωτάκη και από τη Γραμματέα Ευθυμία Μουτίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 3η Ιουνίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του Ενάγοντος: __________ __________ του __________ και της __________ , κατοίκου Πειραιά Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Μαρώση.
Των εναγομένων: 1) __________ __________ του __________ και της __________ , κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρού του Σπύρου Ανδρικοπούλου, 2) __________ __________ κατοίκου __________ Αθηνών και 3) __________ __________ του __________ και της __________ , κατοίκου Ταύρου Αττικής οι οποίοι παραστάθηκαν διά της πληρεξούσιας δικηγόρού τους Ουρανίας Θεοδωροπούλου.
Ο ενάγων με την από 30.01.2012 αγωγή του, η οποία απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία του με αύξοντα γενικό αριθμό κατάθεσης 1018/10.02.2012 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 35/10.02.2012 ζήτησε όσα σ’ αυτήν αναφέρονται.
Για τη συζήτηση της αγωγής του αυτής ορίσθηκε αρχική δικάσιμος η Οκτωβρίου 2012, οπότε κατόπιν διαδοχικών αναβολών προσδιορίσθηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη συνεδρίαση, κατά την οποία :
Ακολούθησε συζήτηση όπως αναφέρεται στα πρακτικά της παρούσας. Η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος, αφού πήρε το λόγο από την Ειρηνοδίκη, δήλωσε ότι περιορίζει το αγωγικό αίτημα για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εκ της επελθούσας σωματικής βλάβης, από το αιτηθέν ποσό των 2.000,00 ΕΥΡΩ, στο ποσό των 1.000,00 ΕΥΡΩ και ότι παραιτείται του δικογράφου της αγωγής από το ως άνω ποσό των 1.000,00 ΕΥΡΩ ως προς το ποσό των 44,00 ΕΥΡΩ, το οποίο προτίθεται να διεκδικήσει ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κατά την παράσταση πολιτικής αγωγής. Ότι περαιτέρω, περιορίζει το αγωγικό αίτημα για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εκ της εγκαταλείψεως του από το αιτηθέν ποσό των 5.000,00 ΕΥΡΩ στο ποσό των 2.500,00 ΕΥΡΩ και ότι παραιτείται του δικογράφου της αγωγής από το ως άνω ποσό των 2.500,00 ΕΥΡΩ ως προς το ποσό των 44,00 ΕΥΡΩ, το οποίο προτίθεται να διεκδικήσει ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Επίσης, δήλωσε ότι μετατρέπει αγωγικό αίτημα της αγωγής του, όπως ως άνω περιορίσθηκε σε έντοκο αναγνωριστικό. Τέλος, αμφότεροι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν αναλυτικώτερα στις γραπτές προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και την εξέταση της μαρτύρος του, ο ενάγων.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο ενάγων, με την κρινομένη αγωγή του, εκθέτει ότι στις 23-07-2007 και περί ώρα 19.00′ συνέβη τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα επί της διασταύρωσεως των οδών __________ και __________ στον Πειραιά Αττικής, από υπαιτιότητα του πρώτου των εναγομένων, οδηγού, του υπ’αριθ. κυκλοφ. __________ Δ.Χ.Ε. οχήματος, ιδιοκτησίας του τρίτου των εναγομένων, το οποίο είχε εκμισθώσει, στον δεύτερο των εναγομένων, συνεπεία του οποίου συγκρούσθηκε το ώς άνω όχημα – ταξί με την υπ’ αριθ. __________ δικύκλη μοτοσυκλέττα, ιδιοκτησίας του ενάγοντος, την οποία οδήγουσε ο ίδιος με συνέπεια τον τραυματισμό του. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά τη δήλωσή της πληρεξούσιας δικηγόρου του, καταχωρισθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της συζητήσεως της υπόθεσης, περί περιορισμού του αγωγικού του αιτήματος και μετατροπής του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223, 224, 295 και 297 Κ.Πολ.Δ.) ζητεί, να εκδοθεί προσωρινούς εκτελεστή απόφαση του Δικαστηρίου, που να αναγνωρίζει α) την υποχρέωση των εναγομένων να του Καταβάλλουν εις ολόκληρον το ποσό των 956,00 ΕΥΡΩ ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας εκ του ένδικου τροχαίου συμβάντος επιφυλασσόμενος να διεκδικήσει για την ίδια αιτία και το επιπλέον ποσό των 44,00 €, κατά την παράσταση του ως πολίτικους ενάγοντος ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, σε βάρος του πρώτου εναγομένου, και β) την υποχρέωση του πρώτου των εναγομένων να του καταβάλει το ποσό των 2.456,00 ΕΥΡΩ για χρηματική ικανοποίηση του λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, λόγω της εγκατάλειψης του εκ μέρους του μετά το ένδικο τροχαίο ατύχημα, επιφυλασσόμενος να διεκδικήσει για την ίδια αιτία και το επιπλέον ποσό των 44,00 €, κατά την παράσταση του ως πολιτικούς ενάγοντος ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, σε βάρος του πρώτου εναγομένου, αμφότερα δε, τα ως άνω ποσά, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.
Με το ως περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 666, 667, 670 έως 676 και 681 Α’ Κ.Πολ.Δ. (άρθρα: 7, 9, 10, 12, 13, 14§1 εδ.α’, 22, 37 παρ. 1, 41 και 681Α του Κ.Πολ.Δικ.) Είναι , δε, αυτή και νόμιμη στηρίζομενη δε, κατά τα μεν κύρια αιτήματά της στις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 932, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 330 εδ. β’, 481 του Α.Κ , 2, 4 και 9 ν. ΓπΝ/1911, 70 ΚΠολΔ και 176 Κ.Πολ.Δ, κατά τα δε παρεπόμενα αυτής αιτήματα στη διατάξη του άρθρων 346 ΑΚ (όπως προ της αντικαστάσεως του από το άρθ. 2 του Ν. 4055/2012 ίσχυει, εν όψει του χρόνου ασκήσεως της αγωγής). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η τροποποίηση που επέφερε το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α’ 165/25.7.2011) στην παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 144/1942, με την οποία απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών (αφού η εξαίρεση από την καταβολή του τέλους αυτού διατηρήθηκε μόνο για τις αγωγές εξάλειψης υποθήκης και προσημείωσης και ακύρωσης πλειστηριασμού), δεν καταλαμβάνει την κρινομένη αγωγή, αν και αυτό καταβλήθηκε (βλ. τα υπ’ αριθ. 127824 και 357560 Αγωγόσημα Σειρά Α’ μετά των επ’αυτών επικολληθέντων ενσήμων υπέρ Τ.Ν. και Ε.Τ.Α.Α. Τομέας Υγείας Δικηγόρων Πειραιώς) κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παρ. 14 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου που ορίζει ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου», δεδομένου ότι με την μετατροπή του κύριου αιτήματος της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό η αγωγή λογίζεται κατ άρθρο 295 § 1 ΚΠολΔ ως εξαρχής ασκούμενη με αναγνωριστικό αίτημα. Όλως παρενθετικά σημειώνεται ότι ήδη με το άρθρο 21 § 1 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α” 51/12.3.2012) που ισχύει από 2.4.2012 (βλ. άρθρο 113 του ίδιου νόμου), αντικαταστάθηκε εκ λόγω παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 και ορίζεται πλέον ότι «Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές πού/ > . αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού», ενώ παράλληλα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε ρητά ότι «Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 ν. 3994/2011 (Α’ 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του», νομοθετική πρόβλεψη που δεν καταλείπει πλέον κανένα περιθώριο ερμηνείας διαφορετικής από αυτήν που έγινε ανωτέρω). Εξάλλου, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, το παρεπόμενα αυτής αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, κατέστη μη νόμιμο και εντεύθεν απορριπτέο ως προς αυτό, καθόσον προσωρινώς εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις (Εφθεσ 28365/2011 Αρμ 2012 σελ. 914). Επομένως, η αγωγή, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, κατά τα αιτήματα αυτής που κρίθηκαν νόμιμα και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών, σημειωτέον δε, ότι νομίμως ζητείται η αναγνώριση της οφειλής τόκων και κατά το μέρος που το αίτημα μετατράπηκε σε αναγνωριστικό, διότι δεν εκλείπουν, με την μετατροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, τα αποτελέσματα της ως οχλήσεως, δημιουργικής υπερημερίας του οφειλέτου (ΟλΑΠ 13/94 πλειοψ., Δνη 35/1259).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 rou Α.Κ , η οποία μπορεί να προβληθεί και σε δικαιώματα που απορρέουν από κανόνες δημόσιας τάξης (Α Π 1206/1986 ΝοΒ 35, 906, Εφ.Λαρ. 169/2001 ΕλλΔνη 2002, 837), για να θεωρηθεί η άσκηση δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος ή η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, ή άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, να καθιστά μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού αυτή τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα την επέλευση επαχθών συνεπειών για τον υπόχρεο (Ολ.Α Π. 8/2001 ΕλλΔνη 42, 383, Ολ.Α.Π. 1/1997 ΕλλΔνη 38, 534, Ολ.Α.Π. 17/1995 ΕλλΔνη 38,410, Ολ.Α.Π. 862/1990 ΕλλΔνη 32, 501, Α.Π. 66/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 291/2003 ΕλλΔνη 45, 424, Α.Π. 321/2002 ΕλλΔνη 44, 143, Α.Π. 1129/2002 ΕλλΔνη 45, 424, Α.Π 681/2000 ΕλλΔνη 42, 109, Α.Π. 1875/1999 ΕλλΔνη 41, 1315, Α.Π. 1125/1999 ΕλλΔνη 41, 379, Α.Π. 683/1999 ΕλλΔνη 41, 379, Α.Π. 156/1997 ΕλλΔνη 38, 1547, Α.Π. 1252/1996 ΕλλΔνη 38, 1795, Α.Π. 803/1996 ΕλλΔνη 38, 804, Εφ.ΑΘ. 6270/2000 ΕΕμπΔ 52, 598, Εφ.Θεσσ. 3270/1998 Αρμ. 1999, 1080). Ειδικότερα δε, αντικειμενική καλή πίστη είναι η ευθύτητα και η εντιμότητα που υπαγορεύεται σε κάθε άνθρωπο από τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης. Χρηστά ήθη αποτελούν τα κριτήρια κοινωνικής ηθικής που κρατούν κατά τη γενική αντίληψη των εντίμων και συνετών ανθρώπων. Κοινωνικοοικονομικός σκοπός του ιδιωτικού δικαιώματος είναι το όριο που ενυπάρχει στο δικαίωμα από την ανάγκη διαφύλαξης του γενικότερου συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου. Τα αξιολογικά αυτά κριτήρια θέτουν φραγμό στην ιδιοτελή άσκηση του δικαιώματος, εφόσον αυτή έρχεται σε προφανή, δηλαδή έκδηλη αντίθεση προς αυτά (Α.Π. 615/1994 ΕλλΔνη 36, 340, ΕφΑΘ. 4019/1999 ΕλλΔνη 40, 1586). Εξ αυτού συνάγεται ότι δεν αρκεί η απλή αδράνεια του δικαιούχου επί μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και αν δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί, αλλά απαιτείται μεταξύ άλλων, δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του, έτσι ώστε η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος επιδίωξη ανατροπής μιας ήδη διαμορφωθείσας κατάστασης να συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις και να προκαλεί έντονη την εντύπωση της αδικίας. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων που έχει δημιουργηθεί να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (Α.Π. 681/2000 ό.π., Α.Π. 409/2000 ΕλλΔνη 41, 1315).
II) Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 4 εδ. α’ Ν.ΓΠΝ/4-5-1911 “περί της εκ των αυτοκινήτων ποινικής και αστικής ευθύνης” για κάθε ζημία που προξενείται από το αυτοκίνητο κατά τη λειτουργία του προς τρίτους ενέχεται σε αποζημίωση ο οδηγός και ο κατά το άρθρο του νόμου αυτού κάτοχος, ο δε ιδιοκτήτης σε περίπτωση που είναι άλλος από τον κάτοχο ενέχεται μόνο μέχρι της αξίας του αυτοκινήτου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 5 εδ. α’ ίδιου νόμου, από την κατά το προηγούμενο άρθρο αποζημίωση κανείς δεν απαλλάσσεται από τους ενεχόμενους σ’ αυτή από οποιονδήποτε λόγο, εκτός εάν αποδείξει ότι το ατύχημα προήλθε από ανώτερη βία-ή από υπαιτιότητα του θύματος ή από πταίσμα τρίτου προσώπου μη ανήκοντος στην υπηρεσία του αυτοκινήτου. Από τις διατάξεις αυτές του πιο πάνω νόμου, ο οποίος καθιερώνει γνήσια αντικειμενική ευθύνη σε βάρος των πιο πάνω προσώπων, που συνδέονται με το ζημιογόνο αυτοκίνητο με κάποια από τις παραπάνω σχέσεις (ιδιοκτήτης, κάτοχος, οδηγός), προβλέπεται απαλλαγή του ενεχομένου προσώπου, πλην άλλων και σε περίπτωση αποκλειστικής υπαιτιότητας του θύματος στη ζημία του, μη αρκούσης συντρέχουσας υπαιτιότητας του τελευταίου (ΑΚ 300). Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό την οποία δεν έχει ο φρενοβλαβής και στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει λόγος απαλλαγής του εναγομένου από την υποχρέωσή του προς αποζημίωση του θύματος. Η ικανότητα προς καταλογισμό λείπει στην περίπτωση της έλλειψης συνείδησης των πραττομένων ή όταν το πρόσωπο βρισκόταν σε ψυχική η διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της κρίσης και της βούλησης του (ΑΚ 915). Η δεύτερη περίπτωση υπάρχει όταν ο δράστης κατά το χρόνο της πράξης πάσχει από κάποια πνευματική ασθένεια η οποία ανεξάρτητα αν είναι προσωρινή ή διαρκής έχει ως συνέπεια τη διανοητική ανικανότητα του δράστη ή του θύματος. Ως πνευματική ασθένεια νοείται η ψυχοπάθεια, ψύχωση, νεύρωση, ολιγοφρένεια. Ο εναγόμενος που ισχυρίζεται έλλειψη ευθύνης του για λόγο από την ΑΚ 915, οφείλει να ισχυρισθεί και αποδείξει τούτο. Ο εν λόγω ισχυρισμός του συνιστά ένσταση (Βλ. Κρητικό Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 1998, παρ. 83 σελ. 33). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 περ. δ’ του ιδίου Κώδικα, τα συντασσόμενα από τον γραμματέα πρακτικά της συνεδρίασης περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σε αυτές. Από την πρώτη των διατάξεων αυτών, σαφώς προκύπτει ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι και η προαναφέρθεισα ένσταση της διάταξης του άρθρου 915 ΑΚ και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρηθούν στα πρακτικά, με σαφή έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός εάν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις, απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση», σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι η κατά τα ανωτέρω σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από αυτά και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης τους είτε από το περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων, είτε αττό το περιεχόμενο των κατατιθεμένων εγγράφων προτάσεων (βλ ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 1043/2010, ΑΠ 1966/2008, δημοσιευθείσες σε Νόμος).
Οι εναγόμενοι, παραδεκτά, με τις νομοτύπως, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης («επί της έδρας”), κατατεθείσες προτάσεις τους, που δεν είναι κοινές (άρθρο 591 παρ. 1 περ. β’ και γ’ του ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και μετά εκτιθέμενα στα πρακτικά (όπου γίνεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των εναγομένων παραπομπή στους ισχυρισμούς των τελευταίων που περιέχονται στις προτάσεις τους, Βλ. ΑΠ Ολ 2/2005 ΕλλΔνη 2005,689, ΑΠ 1275/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αρνούνται την αγωγή. Περαιτέρω, οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων προβάλλουν τον ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, άλλως, συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του επίμαχου ατυχήματος σε ποσοστό 95 %, διότι αιφνίδια και απροειδοποίητα και, επιχείρησε αριστερό ελιγμό της μοτοσυκλέττας που οδηγούσε, με αποτέλεσμα περιοριζόμενος εξ αριστερών από την υπάρξη ετέρων σταθμευμένων οχημάτων, να απωλέσει τον έλεγχο του οδηγούμενο από αυτόν οχήματος και να προκληθεί ο τραυματισμός του, από την επαφή του δεξιού του βραχίονα με τον αριστερό καθρέπτη του υπ’αριθ. κυκλοφορίας __________ Δ.Χ.Ε. οχήματος. Ο ισχυρισμός περί αποκλειστικού πταίσματος του ενάγοντος συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής [ΑΠ Ολ 1115/1986 ΝοΒ 1987,769, ΑΠ 763/2000 ΕλλΔνη 2001,75, Βλ. Μ Κρητικό, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 1998, αρ. 1487, σελ. 524, ως προς τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις του Ν ΓΛΝ/1911, ήτοι στο άρθρο 10 του εν λόγω νόμου, στοιχείο της βάσης της οποίας είναι η υπαιτιότητα του οδηγού του άλλου αυτοκινήτου (εναγομένου), ενόψει της μη εφαρμογής του άρθρου 5 αυτού, Βλ. ΑΠ 1051/1998 ΕΕΝ 1999,877, Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 1998 αρ. 1485, σελ. 523, και ως προς τη βάση της αγωγής από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ, βλ. ΑΠ 763/2000 ΕλλΔνη 2001,75],Ο ισχυρισμός περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος στην πρόκληση του ατυχήματος αποτελεί νόμιμη ένσταση, κατ’ άρθρο 300 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 912/1996 ΕλλΔνη 1997,79, ειδικά δε για τη βάση της αγωγής από το Ν Γ)Ν/1911, βλ. Αθ. Κρητικό, ό.π. αρ. 1487, σελ. 524, και για τη βάση της αγωγής από τις περί αδικοπραξιών διάταξε» του ΑΚ, Βλ. ΑΠ 485/2001 ΕλλΔνη 2002,384, ΑΠ 763/2000 ΕλλΔνη 2001,75) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων προβάλλουν την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (281 ΑΚ) ισχυριζόμενοι ότι ο ενάγων δεν άσκησε την αγωγή του αμέσως, αλλά λίγο χρόνο προ της εκπνοής προθεσμίας για πενταετή παραγραφής της ένδικης του αξιώσεως. Ο ισχυρισμός αυτός, σύμφωνα και με τα ανωτέρω αναφερόμενα στην υπό στοιχείο (I) μείζονα σκέψη της παρούσας, κρίνεται αορίστως και ως εκ τούτου απορριπτέος καθώς δεν αναφέρονται προς θεμελίωση του πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι να έχει δημιουργηθεί στους υπόχρεους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος ενάγων δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του, ενώ ο ισχυρισμός ότι άσκησε την αγωγή ολόγον προ της εκποής της 5 ετούς προθεσμίας για παραγραφή δεν αρκεί για τη θεμέλιωση του ανωτέρω ισχυρισμού. Τέλος, ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται με τις έγγραφες προτάσεις του ότι η φερόμενη υπ’ αυτού τελεσθείσα πράξη της εγκατάλειψης του ενάγοντα, δεν πρέπει να του καταλογισθεί λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών του, εξαιτίας της οποίας δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του. Όπως όμως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου αυτού, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ο πιο πάνω ισχυρισμός, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί η εκ του άρθρου 915 ΑΚ ένσταση, δεν προτάθηκε προφορικά και δεν καταχωρήθηκε στα πρακτικά. Πρέπει συνεπώς, κατά τα αναφερόμενα στην πιο πάνω υπό στοιχείο (II) μείζονα σκέψη, ο σχετικός ισχυρισμός να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος του ενάγοντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο και περιλαμβάνεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, η οποία λαμβάνεται υπόψη χωριστά και σε συσχετισμό προς τις υπόλοιπες αποδείξεις και εκτιμάται κατά το λόγο της γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας της (άρθρο 340 ΚΠολΔ), από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η σχηματισθείσα εν σχέσει με το ένδικο ατύχημα ποινική δικογραφία, (Α.Π. 1236/1998 Δ 1999.351, Α.Π. 568/1995 Ε.Ε.Ν. 1996.498, Α.Π. 570/1987 Δ 19.878, Εφ.ΑΘ. 9706/1992 Ε.Συγκ.Δ. 1993.490, πρβλ. Α.Π. 1286/2003 Χρ.Ιδ.Δ. 2004.245, ΕλλΔνη 2005.406, Α.Π. 1563/2002 ΝοΒ 2003.1195, Α.Π. 179/1991 Ε.Ε.Ν. 1992.112, ΝοΒ 1992.1019, Ν. Παϊσίδου, Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 και σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία ΚπολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, I (2000), άρθρο 321, αρ. 5), εκτιμώμενα είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 269 παρ.1, 270 παρ. 2, 393, 394, 395 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (Α.Π.363/2001 ΕλλΔνη 43.118, Α.Π. 320/1999 ΕλλΔνη 40.1310, Α.Π. 1021/1998 ΕλλΔνη 39.1553, βλ. και Αθ. Κρητικού, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδοση δ–, 2008, παρ. 35, αρ. 160, σελ. 885-886, Π. Αρβανιτάκη στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Π (2000), άρθρο 681 Α\ αρ. 12, σελ. 1302 -1303, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και βιβλιογραφία) μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (βλ. και Εφ.Πειρ. 418/2000 Πειρ. Νομολ. 2000.323, Εφ. Θεσσαλονίκης 507/1999 Αρμ. 2002. 248, πρβλ. Ολομ. Α.Π. 848/1981 ΝοΒ 30.441), χωρίς το Δραστήριο να υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική ισχύ τους (πρβλ. και Εφ.Λαρ. 539/2000 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2000.55, Εφ.ΑΘ. 266/1998 ΕλλΔνη 39.623, τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων, (άρθρα 261 και 352 § 1 ΚΠολΔ), είτε, ρητώς, είτε, εμμέσως, όπως ειδικώτερα αναφέρεται κατωτέρω αναφέρονται κατωτέρω αποδεικνύονται, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου τα εξής πραγματικά περιστατικά : Την 27η Ιουλίου του έτους 2007 και περί ώρα 19.00′ ο εναγών οδηγούσε την με αριθμό κυκλοφορίας __________ δίκυκλη μοτοσυκλέττα, ιδιοκτησίας του, έχοντας συνεπιβάτιδα τη σύζυγό του __________ __________ , κινούμενος επί της οδού __________ στον Πειραιά με κατεύθυνση από Μανιάτικα προς το λιμάνι του Πειραιά, προσεγγίζοντας το ύψος της συμβολής της παραπάνω οδού με τη διασταυρούμενη καθέτως με την οδό αυτή, οδό __________ . Η οδός __________ , είναι μονόδρομος με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 6μ. περίπου, διαθέτουσα μόνο μία λωρίδα κυκλοφορίας. Την ίδια χρονική στιγμή ο πρώτος εναγόμενος , οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας __________ Δ.Χ.Ε. όχημα, ιδιοκτησίας του τρίτου των ενανομένων, το οποίο είχε εκμισθώσει με ενεργή κατά τον ως άνω χρόνο σύμβαση μίσθωσης, στον δεύτερο εναγόμενο , όπως τούτο συμολογείται ρητώς από τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων στις προτάσεις τους και δεν αμφισβητείται από τον πρώτο εξ αυτών, συναγομένης ομολογίας εκ μέρους του, εκινείτο στην ίδια οδό, ομόρροπα, με την ίδια κατεύθυνση και με την ίδια πορεία του εναγόντος, προσεγγίζοντας τον τελευταίο και ευρισκόμενος όπισθεν και εξ αριστερών ως προς τη θέση αυτού. Όταν ο ενάγων έφθασε στο ύψος της συμβολής της οδού __________ με την οδό __________ , ακινητοποίησε προσωρινά τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα του και αφού έλεγξε την κυκλοφορία των οχημάτων επί της διασταυρώσεως αυτής, άρχισε να εισέρχεται στην ανωτέρω διασταύρωση, προκειμένου να συνεχίσει την ευθεία πορεία του επί της οδού __________ . Πλην, όμως, ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος πλέον είχε προσεγγίσει τον ενάγοντα και βρισκόταν σε παράλληλη θέση και στο ίδιο ύψος με τη δίκυκλη μοτοσυκλέττα του, από έλλειψη προσοχής, που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει ως μέσος συνετός οδηγός, ενήργησε απότομο ελιγμό του οχήματος του προς τα αριστερά, δίχως όμως προηγουμένως να έχει ελέγξει αν με την ενέργειά του αυτή θα έθετε σε κίνδυνο ή θα παρακώλυε την κυκλοφορία των οχημάτων, που κινούνταν στην οδό δίπλα και με την ίδια κατεύθυνση με αυτόν και εξ αριστερών του, με αποτέλεσμα, κατά την έναρξη του επιχειρούμενου από αυτόν ελιγμού, να πλήξει με τον καθρέπτη του οδηγούμενου από αυτόν οχήματος τον δεξί βραχίονα του ενάγοντος προκαλώντας τον τραυματισμό αυτού. Η κρίση του Δικαστηρίου για τις συνθήκες του ατυχήματος στηρίζεται ιδίως στις προανακριτικές καταθέσεις του ενάγοντος και πρώτου των εναγομένων και στην κατάθεση στο ακροατήριο της μαρτύρος του ενάγοντος, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας του ατυχήματος. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνιστούν τις συνθήκες του ατυχήματος, κατά την προσήκουσα εκτίμηση των αποδείξεων το ατύχημα αυτό οφείλεται κατά σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, οδηγού του υπ’ αριθ κυκλοφορίας __________ Δ.Χ.Ε. οχήματος, ο οποίος από αμέλεια και ανεπιτηδειότητα ως προς την οδήγηση του ως άνω οχήματος, δεν κατέβαλε την προσοχή και επιμέλεια, που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει, όπως θα κατέβαλε κάθε μέσος συνετός και ευσυνείδητος οδηγός, κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, με βάση τους κανόνες οδήγησης, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τις επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες και την οποία (επιμέλεια και προσοχή) αν επιδείκνυε θα μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει την ένδικη σύγκρουση. Ειδικώτερα αυτός, κατά παράβαση των άρθρων 12 παρ. 1,19 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του ΚΟΚ, δεν είχε πλήρη έλεγχο του οχήματος που οδηγούσε, ώστε να εκτελεί κάθε φορά τους απαιτούμενους χειρισμούς, όλως δε, αιφνιδίως διενήργησε απότομο ελιγμό προς τα αριστερά, δίχως προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορεί να πράξει τούτο, χωρίς κίνδυνο των λοιπών χρησιμοποιούντων τη οδό __________ οδηγών, ούτε έλαβε υπόψη του την θέση την κινούμενη με την ίδια κατεύθυνση και εξ αριστερών του, δίκυκλη μοτοσυκλέττα του ενάγοντος, αλλά, κινήθηκε ανέλεγκτα προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα να πλήξει με τον αριστερό καθρέπτη του οδηγούμενου από αυτόν οχήματος το δεξί βραχίονα του ενάγοντος και να προκαλέσει τον τραυματισμό αυτού κατά τα αναλυτικότερα εκτιθέμενα στο ιστορικό της παρούσας. Η παράβαση των ως άνω διατάξεων του Κ.Ο.Κ. συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ατυχήματος ως μόνη αιτία αυτού. Αντίθετα τον ενάγοντα δεν βαρύνει καμμία υπαιτιότητα, το δε γεγονός ότι δεν οδηγούσε το όχημά του, πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος κατά παράβαση του άρθρου 16 παρ. 1 ΚΟΚ, δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πραγματοποιηθείσα ενέργεια του πρώτου εναγομένου, οδηγού του ζημιογόνου αυτοκλήτου, ούτε εξάλλου, προβάλλεται τέτοιος ισχυρισμός από τους εναγομένους. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων επιχείρησε προσπέραση από τα δεξιά, όπως ισχυρίζονται οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, ώστε να μπορεί να καθιδρυθεί ενδεχομένως συνυπαιτιότητά του στην πρόκληση της σύγκρουσης. Εν συνεχεία αποδεικνύεται ότι αμέσως μετά το ως άνω τροχαίο ατύχημα, ενάγων προσήλθε στο Γ.Ν Νίκαιας, «__________ » όττου κατά την εξέταση του στα εξωτερικά ορθοπεδικά ιατρεία του ως άνω νοσοκομείου διαπιστώθηκε ότι αυτός υπέστη κάκωση αντιβραχιόνιου με συνοδό θλαστικό τραύμα, και παραπέμφθηκε για συρραφή του τραύματος (βλ. σχετ. το υπ’ αρρ. πρωτ. 34147/07.09.2007 πιστοποιητικό εξέτασης του ως άνω νοσοκομείου). Τέλος, αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το ανωτέρω όχημα, αν και ενεπλάκη σε οδικό τροχαίο ατύχημα, ως αναλυτικά ως άνω περιγράφεται από το οποίο επήλθε σωματική βλάβη στον ενάγοντα, ενεργώντας κατά παράβαση του άρθρου 43 του ΚΟΚ, δεν σταμάτησε στο τόπο του ατυχήματος άλλα έσπευσε να εξαφανιστεί, οδηγώντας το ανώτερω ζημιογόνο όχημα. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω συνθήκες του ατυχήματος, το είδος, την ένταση και την έκταση της σωματικής κακώσεώς του ενάγοντος, το βαθμό του πταίσματος (αποκλειστικού) του πρώτου εναγόμενου το γεγονός ότι αυτός δεν σταμάτησε στο τόπο του ατυχήματος αλλά εξαφανίσθηκε, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, (μέτρια, χωρίς ιδιαίτερα εισοδήματα ή περιουσία, αφού δεν γίνεται άλλη επίκληση επ’ αυτού), πλην του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος είναι εντελώς άπορος νοσηλευόμενος στο Ψ..Γ.Ν. «ΔΡΟΜΟΚΑΙΤΕΙΟ, και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμούνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (Απ 433/2008, Απ 195/2008 ΝΟΜΟΣ, Απ 132/2006 Αρμ 2006-757), κρίνει ότι πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οφείλεται στον ενάγοντα, α) το ποσό των 400,00 ΕΥΡΩ ως χρηματική ικανοποίηση του για την ηθική βλάβη που υπέστη εκ του ως άνω τραυματισμού του, πέραν εκείνων των 44 ευρώ για το οποίο επιφυλάχθηκε ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, ποσό για το οποίο ενέχονται εις ολόκληρον οι ενάγομενοι και β) το ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ΕΥΡΩ ως χρηματική ικανοποίηση της για την ηθική βλάβη που υπέστη εκ της εγκαταλείψεως του στον τόπο του ατυχήματος από τον πρώτο των εναγομένων, πέραν εκείνων των 44 ευρώ για το οποίο επιφυλάχθηκε ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, ποσό για το οποίο ενέχεται αποκλειστικώς και μόνον ο πρώτος των εναγομένων. Τα ως άνω ποσά είναι εύλογα (αρθρ 932 του ΑΚ), δηλαδή ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθρ 25 παρ.1 του Συντάγματος και 2,9 παρ.2 και 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (ολΑπ 6/2009 Αρμ 2009-1162). Κατόπιν των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινομένη αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση α) των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των τετρακοσίων (400,00) ΕΥΡΩ πέραν εκείνων των 44 ευρώ για το οποίο επιφυλάχθηκε ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, και β) του πρώτου τωνίλ/α καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ΕΥΡΩ, πέραν εκείνων των 44 ευρώ για το οποίο επιφυλάχθηκε ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, αμφότερα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τέλος πρέπει να επιβληθεί στους εναγόμενους, μέρος της δικαστικής δαπάνης του εναγόντα λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας εκάστου διαδίκου ( άρθρα 191 παρ. 2 και 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώς οριζόμενα κατωτέρω στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση α) των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των τετρακοσίων (400,00) ΕΥΡΩ πέραν εκείνων των 44 ευρώ για το οποίο επιφυλάχθηκε ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων και β) του πρώτου εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ΕΥΡΩ, πέραν εκείνων των 44 ευρώ για το οποίο επιφυλάχθηκε ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, αμφότερα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσόν διακοσίων (200,00) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου στον Πειραιά, στις 28 Μαρτίου 2014 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΣΤΥΝΙΑΝΗ ΦΩΤΑΚΗ ΕΥΘΥΜΙΑ ΜΟΥΤΙΔΟΥ