Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός αποφάσεως 423/2016
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών εισηγήτρια, Ελεάνα Σταυγιανουδάκη και Βασιλική Πετροπούλου Πρωτόδικες και τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου και Βασιλική Αναγνωστοπούλου ( μόνο για τη λήψη των μαρτυρικών καταθέσεων)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Οκτωβρίου 2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Του καλούντος ενάγοντας: __________ __________ , κατοίκου Αθηνών ( οδός __________ ) ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αθανασίου Ζηργάνου μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής, μετά την απόρριψη ίου οποίου ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αποχώρησε
Των εναγόμενων: I) __________ υζύγου __________ __________ , οικοκυράς κατοίκου Ηλιοκάστρου Αργολίδας, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ζωής Παπαγεωργίου, 2) __________ __________ , αστυνομικού, κατοίκου Πειραιώς, (οδός __________ ), ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ζωής Παπαγεωργίου, 3) __________ __________ , του __________ , συνταξιούχου συμβολαιογράφου, κατοίκου Κρανιδίου Αργολίδας, ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) __________ ( __________ ) __________ ( __________ ) συζύγου __________ __________ __________ . κατοίκου Ν Ιωνίας Αττικής οδός __________ ), η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 5) __________ __________ . συμβολαιογράφου κατοίκου Ερμιόνης Αργολίδας, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αθανασίου Κανελλοπούλου. 6) __________ __________ δικηγόρου κάτοικου Κρανιδίου Αργολίδας, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο αυτοπροσώπως ως εκ της ανωτέρω ιδιότητάς της, 7) __________ __________ , δικηγόρου, κατοίκου Ερμίονης Αργολίδας, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο αυτοπροσώπως ως εκ της ανωτέρω ιδιότητάς της.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 8-10-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 11204/19-Π -2010 αγωγή του που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο 4-4-2012 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 280-2014 οπότε και ματαιώθηκε νόμιμα δε μετά ταΰτα επαναφέρεται προς συζήτηση με την με ! “8-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 41123/7731/2014 ένδικη κλήση που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε γνχ να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 29-4-2013 και κατόπιν αναβολής για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης
Β. Της καλού σας ενάγουσσς: Της __________ __________ . συμβολαιογράφου κατοίκου Ερμιόνης Αργολίδας, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήρια μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αθανασίου Κανελλόπουλου.
Του εναγομένου: __________ __________ , κατοίκου Αθηνών ( οδός __________ ) ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατή ρω μετά τσυ πληρεξούσιου δικηγόρου του Αθανασίου Ζηργάνου μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής, μετά την απόρριψη του οποίου ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αποχώρησε.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 3-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7298/14-9-2012 αγωγή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο 28-5-2014 οπότε και ματαιώθηκε, νόμιμα 5ε επαναφέρεται με προς συζήτηση με την από 12-3-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 3322/1897/2015 ένδικη κλήση που κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου, εγγράφηκε στο πινάκιο προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 16-3-2015 mi κατόπιν αναβολής για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Γ. Της καλούσας ενάγουσας: __________ __________ , δικηγόρου, κατοίκου Ερμίονης Αργολίδας, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο αυτοπροσώπως ως εκ της ανωτέρω ιδιότητάς της
Του εναγόμενου: _________ __________ , κατοίκου Αθηνών ( οδός __________ ) ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αθανασίου Ζηργάνου μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής, μετά την απόρριψη του οποίου ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αποχώρησε
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 3-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7297/14-9-2012 αγωγή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο 28-5-2014 οπότε και ματαιώθηκε, νόμιμα δε επαναφέρεται με προς συζήτηση με την από 12-3-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 3321/1898/2015 ένδικη κλήση που κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου, εγγράφηκε στο πινάκιο προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 16-3-2015 και κατόπιν αναβολής για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Δ. Της ενάγουσας: __________ __________ δικηγόρου κατοίκου Κρανιδίου Αργολίδας, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο αυτοπροσώπως ως εκ της ανωτέρω ιδιότητάς της.
Του εναγόμενου: __________ __________ , κατοίκου Αθηνών ( οδός __________ ) ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αθανασίου Ζηργάνου μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής, μετά την απόρριψη του οποίου ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αποχώρησε.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 22-12-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 41272/7825/22-12-2014 αγωγή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο 22-5-2015 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες συνεκφωνούνται και συνδικάζονται λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: Α) Η από 8-10-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 11204/19-11-2010 αγωγή του __________ __________ . Β) η από 3-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7298/14-9-2012 αγωγή της __________ __________ , Γ) η από 3-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7297/14-9-2012 αγωγή της __________ __________ Δ) η από 22-12-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 41272/7825/22-12-2014 αγωγή της _________ ________, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν. διότι όλες αφορούν αξιώσεις των διαδίκων, αναγόμενες στο ίδιο βιοτικό συμβάν, υπαγόμενες στο ίδιο είδος διαδικασίας, συνακόλουθα, δε, δια της συνεκδικάσεως διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31,246,285 ΚΠολΔ).
Α. Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με την από 18-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 41123/7731/2014 ένδικη κλήση που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 29-4-2015 και κατόπιν αναβολής για την παρούσα τοιαύτη η από 8-10-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 11204/19-11-2010 αγωγή του __________ __________ που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο 4-4-2012 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 28-5-2014 οπότε και ματαιώθηκε νόμιμα δε μετά ταύτα επαναφέρεταί προς συζήτηση με την προαναφερόμενη κλήση.
1.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ, 1,96 παρ, 1, 104 και 105 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα πολιτικά δικαστήρια με πληρεξούσιο δικηγόρο, διοριζόμενο είτε με συμβολαιογραφικό έγγραφο είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, καταχωρισμένη στο πρακτικά, εάν, δε, δεν εκπροσωπούνται στη συζήτηση από δικηγόρο, θεωρούνται οικονομικώς απόντες (ΛΠ 193/2012 αδημ),. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 280 παρ. 2 του Κ,Πολ.Δ., θεωρείται ότι δεν εμφανίζεται (κατά τη συζήτηση της υπόθεσης) ο διάδικος που ζητεί μόνο αναβολή, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην περίπτωση υποβολής μόνο αιτήματος αναβολής κατά το άρθρο 241 του Κ,Πολ.Δ. και προϋποθέτει τη μη συμμετοχή του διαδίκου στη συζήτηση (βλ. ΑΠ 506/2009 αδημ, ΠολΠρωτΑθ 64/2010 αδημ, . Μπέη, Πολ. Δικ., υπό άρθρο 280, αριθμ, 2, σελ. 1208, γνωμοδότηση Κ. Κεραμέως, ΝοΒ 36.1231). Συνέπεια είναι η ερημοδικία του διαδίκου αυτού, ανεξαρτήτως από το αν είχε ή όχι καταθέσει προτάσεις ως προς την ουσία της υπόθεσης (βλ, Κ. Κεραμέως οπ, ΕφΑΘ 5446/1987 ΝοΒ 36. 1231). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 271 παρ. I και 2 και 272 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, με τις οποίες καθιερώνεται σύστημα ειδικών συνεπειών της ερημοδικίας, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 29 και 30 αντίστοιχα του ν. 3994/2011 και ισχύουν από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ήτοι από 25,07.2011 > καταλαμβάνοντας και τις εκκρεμείς δίκες (άρθρα 73 παρ. 2 και 77 παρ. 1 του ν, 3994/2011 σε συνδυασμό με άρθρο 17 ΕισΝΚΠολΔ) προκύπτει ότι, αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ενάγοντας και αυτός δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτή κανονικά, το Δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή Επιπρόσθετα ας σημειωθεί ότι στην περίπτωση της ερημοδικίας του ενάγοντος (αντίθετα με τα ισχύοντα επί ερημοδικίας εναγόμενου), η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη, χωρίς να προηγηθεί έρευνα του νομίμου, διότι η έρευνα της παράστασης των διαδίκων αποτελεί προϋπόθεση για την έρευνα της υπόθεσης και, για το λόγο αυτό, προηγείται της διερεύνησης της τελευταίας, ως προς το νόμιμο αυτής (πρβλ. ΕφΑΘ 11628/1995, ΑρχΝ 1996/85, ΕΦΑΘ 87/1991, ΕΕΝ 1992/219, ΠΠΑγρ 87/1991, ΑρχΝ 1991/459, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα – Μακρίδου, «Ερμηνεία ΚΠολΔ», Ξ00Θ, σε άρ, 272, σελ. 563, για τις συνέπειες ερημοδικίας υπό το προΐσχύσαν δίκαιο, προ των μεταβολών που είχε επιφέρει ο Ν. 2915/2001, συνέπειες ταυτόσημες με τις νυν ισχύουσες).
2.Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 294 ΚΠολΔ, εφαρμοστέου και στη διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα κατά το άρθρο 591 παρ I ΚΠολΔ « Ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην ουσιαστική συζήτηση τι]: υπόθεσης…» κατά δε τη διάταξη του άρθρου 295 παρ 1 ΚΠολΔ «Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε.. Στην προκειμένη περίπτωση ως προς τον τρίτο των εναγόμενων _______ ________ ο ενάγων, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής κατά την εκφώνηση της υποθέσεως και πριν το δικαστήριο προχωρήσει στην ουσιαστική συζήτηση αυτής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 294. 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ, Πρέπει, επομένως να κηρυχθεί καταργημένη η δίκη μεταξύ των ως άνω διαδίκων, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις και εκείνης του άρθρου !0ό ΚΠολΔ {Π υλΓή>ωτ22 63/2003 Αρμ2004.403), ανεξαρτήτως της ερημοδικίας του άνω τρίτου εναγομέυου (ΑΠ. 1314/1991 ΕλλΔ/νη 1994/1201, ΑΠ 327/88 ΕλλΔ/νη 29.1667), αφού, λόγω της παραιτήσεως, η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα, αιρουμένων αναδρομικώς των συνεπειών ασκήσεώς της (Α.Π. 909/80 ΝοΒ 29.287. ΑΠ 207/75 ΝοΒ 23.1037Τ χωρίς σκέψη για τη δικαστική δαπάνη( 188 παρ 1 ΚΠολΔ), διότι λόγω ακριβώς της ερημοδικίας του αφενός δεν υφίσταται αίτημα, αφετέρου 3εν υποβλήθηκε σε έξοδα ( 10ό, 188 παρ. 1, 191 παρ, 2. 591 παρ I ΚΠΜ)
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 110 παρ 2 ΚΠολΔ « οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης, ακόμη και όταν γίνονται κεκλεισμενών των Θηρών και πρέπει για το σκοπό αυτό να καλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 229 ΚΠολδ αντίγραφο της αγωγής με την κάτω από αυτήν πράξη για τον προσδιορισμό δικασίμου και την κλήση προς συζήτηση για την ορισμένη δικάσιμο επιδίδεται στον εναγόμενο με επιμέλεια του ενάγοντας κατά δε τη διάταξη του άρθρου 230 ΚΠολΔ τα ανωτέρω ισχύουν για τον προσδιορισμό κάθε άλλης δικασίμου, η προθεσμία, για την κλήτευση των διαδίκων. κατά άρθρο 228 ΚπολΔ είναι 60 ημέρες και αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής είναι 90 ημέρες πριν από τη συζήτηση.,.». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους. το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν έχει κλητευθεί νομίμως mi εμπροθέσμους, και σε αρνητική περίπτωση να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση( ΑΠ 893/2002ΕλλΔ/νη2003.1279, ΕφΑΟ 1358/1998ΕλλΔ/νη 1999.1165, ΕφΛαρ 51/2001 Δικογραφία 2001.80, Πολ11ρωτΑΘ918/2003 αδημ) Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με επιμέλεια του ενάγοντος, η υπό κρίση αγωγή με πράξη ορισμού δικασίμου για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο 4-4-2012 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 28-5-2014 οπότε και η συζήτηση ματαιώθηκε. Η κρίνο μένη αγωγή επαναφέρεται προς συζήτηση με την προαναφερόμενη κλήση για την παρούσα δικάσιμο, στην οποία δεν παραστάθηκε εκπροσωπούμενη από πληρεξούσιο δικηγόρο η τέταρτη εναγόμενη __________ __________ , Από τα έγγραφα που προσκομίζει ο ενάγων μετ’ επικλήσεως δεν προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής αλλά και της παρούσα κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε στην απολειπόμενη τέταρτη εναγόμενη, ούτε ο ενάγων επικαλείται ως προς αυτήν έκθεση επιδόσεως της αγωγής( αν και για τους λοιπούς παρισταμένους εναγόμενους προσκομίζει μετ’ επικλήσεως εκθέσεις επιδόσεως) . Μετά ταύτα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η παρούσα συζήτηση για την ως άνω τέταρτη εναγόμενη.
Με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι το καλοκαίρι του έτους 200ό φιλικό του πρόσωπο τον πληροφόρησε ότι στη θέση «__________ » ή «__________ » στην περιοχή Ηλιοκάστρου Αργολίδας πωλείται αγρός εκτάσεως κατά το μάλλον ή ήττον 76 στρεμμάτων μετά των εντός αυτού 600 έλαιο δένδρων και 2 ερειπωμένων αγροικιών. Ότι εκδηλώσας ενδιαφέρον για τον ως άνω αγρό εμφανίσθηκε ο δεύτερος εναγόμενος διαπραγματευόμενος την πώληση ταυ ως άνω ακινήτου ενεργώντας τη εντολή και για λογαριασμό της πρώτης τούτων’ ως γαμβρός της, Ότι με τον ως άνω αντιπρόσωπο συμφωνήθηκε προφορικώς η πώληση του ανωτέρω αγρού αντί τιμήματος 80.000 ευρώ στο δε τρίτο των εναγομένων συμβολαιογράφο ανατέθηκε η σύνταξη του σχετικού συμβολαίου μεταβιβάσεως. Ότι ένα μέρος του ανωτέρω τιμήματος συμφωνήθηκε να καταβληθεί άμεσα και για το λόγο αυτό ο ενάγων κατέβαλε στον συμβολαιογράφο που 0α συνέτασσε το οριστικό συμβόλαιο αιτία προκαταβολής το ποσό των 4.000 ευρώ. Ότι την 29-12-2006 προσήλθε ενώπιον ιοί) ανωτέρω συμβολαιογράφος η πωλήτρια πρώτη εναγομένη υπογράφοντας ίο με αριθμό 28959/2®6 αμετάκλητο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο πωλήσεως και συνέταξε ο τρίτος εναγόμενος συμβολαιογράφος, με το οποίο παρείχε το δικαίωμα στον ενάγοντα να συνάψει την οριστική σύμβαση της πωλήσεως είτε με τον εαυτό του ως αγοραστή ( αυτοσύμβαση) είτε με τρίτους της επιλογής του. Ότι κατόπιν τούτων ο ενάγων κατέβαλε στο δεύτερο εναγόμενο υπό την ως άνω ιδιότητά του το ποσό των 60.000 ευρώ δια της παραδόσεως χάρτν καταβολής δύο συναλλαγματικών ποσού 30.000 ευρώ έκαστη. ‘Οτι τις ανωτέρω συναλλαγματικές είχε με τη σειρά του λάβει ο ενάγων αιτία προκαταβολής τιμήματος από την πώληση ακινήτου του στην περιοχή της Αργολίδας από την μέλλουσα αγοράστρια ασφαλιστική εταιρεία υπό την επωνυμία « __________ ». , της οποίας όμως εν συνεχείας άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Ότι μετά ταύτα (ενόψει και του ότι ο ενάγων δεν κατάφερε τελικώς να μεταβιβάσει αιτία πωλήσεως το δικό του ακίνητο) ανέκυψε για αυτόν πρόβλημα ταμειακής ρευστότητας, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε το δεύτερο εναγόμενο αντιπρόσωπο της πρώτης, συμφώνησαν δε περαιτέρω από κοινού να προβούν σε ενέργειες αναζήτησης νέων αγοραστών. Ότι ακολούθως και ενώ ήρρητο η οριστική συμφωνία και η κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου πωλήσεως του ακινήτου η πρώτη εναγόμενη ενεργώντας από κοινού με τους δεύτερο εναγόμενο ( αντιπρόσωπό της), και με τη συνδρομή τη; πέμπτης εναγόμενης συμβολαιογράφου κατήρτισαν το με αριθμό 7296/2008 συμβολαιογραφικό έγγραφο πωλήσεως της τελευταίας, που μεταγράφηκε νόμιμα, κατά το περιεχόμενο του οποίου η πρώτη εναγόμενη που συμβαλλόταν ως πωλήτρια μεταβίβαζε στην τέταρτη εναγόμενη που συμβαλλόταν ως αγοράστρια τον ως άνω αγρό αντί τιμήματος 50,000 ευρώ, το οποίο τα μέρη θεώρησαν εύλογο. Ότι μετά ταύτα η πρώτη εναγόμενη ενεργώντας δια του δεύτερου τούτων παρέστησε καθόλο τo ανωτέρω χρονικό διάστημα ψευδώς στον ενάγοντα ότι επρόκειτο να του μεταβιβάσει αιτία πωλήσεως το ανωτέρω ακίνητό της, για το οποίο ο ενάγων είχε ήδη προκαταβάλει το ποσό των 61.000 ευρώ δια δύο συναλλαγματικών ποσού 30.000 ευρώ έκαστη, αν και τούτο ήταν ψευδές, αμφότεροι 6ε οι εναγόμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας του αφού με δικές τους ενέργειες περαιτέρω μεταβίβαση του ακινήτου) κατέστησαν αδύνατη την κατάρτισης της οριστικής πωλήσεως. Ότι από τις ανωτέρω συναλλαγματικές που καταβλήθηκαν χάριν καταβολής η πρώτη εισπράχτηκε κανονικώς η 5ε δεύτερη αντηλλάγη με δύο επιταγές Πρωτοδικείου Πειραιά {τακτική διαδικασία/ ποσού 10.000 ευρώ έκαστη, ενώ ακολούθως ο ενάγων κατέβαλε ποσό 11.000 ευρώ τοις μετρητοίς στο δεύτερο εναγόμενο ενεργούντα για λογαριασμό της πρώτης, παρεκτός του ότι το ποσό των 4.000 ευρώ παρέμεινε εις χειρ ας του τρίτου εναγόμενου συμβολαιογράφου. Ότι στις ως άνω καταβολές προέβη πειθώ μένος ότι η πρώτη εναγόμενη ενεργώντας δια του δεύτερου τούτων είχε σοβαρή και σπουδαία πρόθεση να του μεταβιβάσει το ακίνητο, γεγονός το οποίο, εν συνεχεία, απέβη ψευδές, η δε πρώτη εναγόμενη, ενεργώντας πάντα δια του δεύτερου τούτων, του απέκρυψε δολίως την περαιτέρω πώληση του ακινήτου της στην τέταρτη εναγόμενη. Ότι την 16-6-2009 απέστειλε στον δεύτερο εναγόμενο δυνάμει της υπ’ αριθμόν 6398β/2009 έκθεσης επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή __________ Νικολόπουλου εξώδικη διαμαρτυρία. Ότι ο τρίτος των εναγόμενων αρνείτο να του χορηγήσει αντίγραφο του με αριθμό 28959/2006 αμετάκλητου συμβολαιογραφικού πληρεξούσιοι», με τον οποίο η πρώτη εναγόμενη του παρείχε εξουσία αυτοσύμβασης, παρακρατώντας παράνομα άνευ νομίμου δικαιώματος το ποσό των 4.000 ευρώ που είχε προκαταβάλει. Ότι οι έκτη και έβδομη των εναγομένων αν και με την ιδιότητά τους ως δικηγόροι εγνώριζαν την ύπαρξη του αμετάκλητου συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου παρόλα αυτά παραστάθηκαν στην υπογραφή του με αριθμό 7296/2008 συμβολαιογραφικού εγγράφου πωλήσεως της πέμπτης εναγομένης συμβολαιογράφου ως πληρεξούσιες δικηγόροι των συμβαλλόμενων δυνάμει του οποίου η πρώτη εναγόμενη μεταβίβαζε αιτία πωλήσεως το επίμαχο ακίνητο στην τέταρτη τούτων αγοράστρια, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό άμεση συνδρομή στις ψευδείς παραστάσεις της πρώτης εναγομένης, επί σκοπώ παράνομου περιουσιακού οφέλους ίσσυ με το ποσό του τιμήματος που ο ενάγων προκατέβαλε και τελικώς δεν του επεστράφη. Ότι το ποσό των 61.000 ευρώ που κατέβαλε ο ενάγων υπείχε θέση αρραβώνα, οι δε εναγόμενοι υποχρεούνται μετά την οριστική ματαίωση από υπαιτιότητα τους, της κύριας συμβάσεως πωλήσεως να του το επιστρέφουν εις διπλούν ήτοι να του επιστρέφουν το ποσό των 122,000 ευρώ. Αλλως πέραν των ανωτέρω και επειδή οι εναγόμενοι ευθύνονται για τη ζημία που του προκάλεσαν κατά τις διαπραγματεύσεις οφείλουν να του αποδώσουν ως αρνητικό διαφέρον καθετί που δαπάνησε για την κατάρτιση της συμβάσεως πωλήσεως και 6η το ποσό των 61.000 ευρώ που εδόθη ωε προκαταβολή και το ποσό των 9.000 ευρώ ως έξοδα δικηγόρου για έλεγχό τίτλων. Τέλος από την ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, από κοινού ενεργού ντο να υπέστη ηθική βλάβη, Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ζητεί άνευ διακρίσεις να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να του καταβάλουν το ποσό των 246.950 ευρώ άλλως το ποσό των 199.250 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενο; στα δικαστικά του έξοδα.
Η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί. κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος αρμόδιου καθ ύλη και κατά τόπο Δικαστηρίου (άρθρα 1, 7,8 ,9, 18 αριθ. 1, 35, 41 ΚΠολΔ ). Άλλωστε, δεν δημιουργεί απαράδεκτο της συζήτησης η μη προσκόμιση πρακτικού ή μονομερούς δηλώσεως διαπίστωσης αποτυχίας της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2ί4Α ΚΠολΔ. όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση τσυ με το άρθρο 19 του Ν .1994/2011 (ΦΕΚ A I t <35/25-7-2011). παρά το ότι η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε πριν τη θέση σε ισχύ του ως άνω νόμου και τη θέση σε αυτή (έκθεση) της σχετικής σφραγίδας, αφού σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ. 3 του ως άνω νόμων εφαρμόζεται η νέα διάταξη του άρθρου 2Ι4Α ΚΠολΔ και στις αγωγές (και ανακοπές) που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί και κατά την οποία έπαψε να αποτελεί όρο του παραδεκτού της συζήτησης η σχετική απόπειρα (βλ. ΠολΠρωτΘες 6152/2013 αδημ, X. Απαλαγάκη, Η διαγνωστική δίκη και η αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ, 2011, 32).Πλην όμως, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης οπό το οικείο πινάκιο, και μετά τη δήλωση παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τον τρίτο εναγόμενο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντας ΑθανάσιοςΖηργάνος αιτήθηκε την αναβολή της υποθέσεως μετά δε την απόρριψη του ως άνω αιτήματος από το δικαστήρια αποχώρησε με εντεύθεν αναδυόμενη έννομη συνέπεια κατά τη διάταξη ταυ άρθρου 280 παρ 2 ΚΠολΔ να θεωρείται ότι δεν εμφανίζεται, οι δε προκατατεθείσες στην περίπτωση αυτή προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη αφού ο ενάγω ν δεν λαμβάνει μέρος προσήκοντος στην παρούσα δίκη. Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, είναι απών mi πρέπει αφού συζητηθεί η υπόθεση χωρίς αυτόν να απορριφθεί ή υπό κρίση αγωγή του, κατ’ άρθρο 272 παρ 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 30 του Ν Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) 3994/2011,. Τέλος, πρέπει να οριστεί το παράβολο -για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον ενάγοντα (άρθρ. 501, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των προσηκόντως παρισταμένων πρώτης, δεύτερου, πέμπτης έκτης και έβδομης των εναγόμενων της αγωγής αυτής, που θα επιδικασθούν ακόμη και αν δεν υποβάλλεται ειδικός προς τούτο κατάλογος, βαρύνουν τον ενάγοντα λόγω της ήττας του, (άρθρα 176, 189 αρ. 1, 19 J παρ 2, ΚΠολΔ, σε συνΒ. με άρθρα 63 παρ. 1, 68 παρ. I του ΚωδΔικ-Ν. 4194/2013, ΦΕΚ Λ’ 208/27-9- 2013, όπως τροποποιήθηκε με Ν 4205/2013), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό
Β Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με την από 12-3-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 3322/1897/2015 ένδικη κλήση που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 16-3-2015 και κατόπιν αναβολής για την παρούσα τοιαύτη η από 3-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7298/14-9-2012 αγωγή της __________ __________ που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο 28-5-2014 οπότε και ματαιώθηκε νόμιμα δε μετά ταύτα επαναφέρεται προς συζήτηση με την προαναφερόμενη κλήση.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1)ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη παράλειψη), 2)παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3)υπαιτιύτητα και 4)πράσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας).( ΑΠ 587/2009, ΑΠ 634/2009, All 1186/2009). Παράνομη είναι η συμπεριφορά όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειες, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος είναι υποχρεωμένος είτε από διάταξη νόμου είτε από την γενική δικανική αρχή του να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια, να μη παραλείπει. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε, πράγματι 5ε επέφερε τη βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση.( ΑΠ 1723/2014 αδημ, ΑΠ 2256/2014 αδημ, ΑΠ 605/2009 αδημ, ΑΠ2 8 5/20 08 αδημ, ΑΠ 1338/2008αδημ).
Από την διάταξη του άρθρου 229 του Π,Κ προκύπτει ότι η ψευδής καταμήνυση θεμελιώνεται αντικειμενικά μεν με την υποβολή ψευδούς μηνύσεως ή με την ψευδή ανακοίνωση στην αρχή ότι άλλος τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικά 3ε με πρόθεση που ενέχει την θέληση της πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης αυτής πράξεως και τη γνώση του υπαιτίου ότι η καταμήνυση ή ανακοίνωση είναι ψευδής και ακόμη με σκοπό αυτού να προκαλέσει την καταδίωξη του μηνυομένου για την εκτιθέμενη στη μήνυση ή την ανακοίνωση αξιόποινη πράξη ή -πειθαρχική παράβαση(ΑΠ 326/2013 αδημ, ΑΠ 437/2013, ΑΠ 753/2011 αδημ, ΑΠ 899/2011 αδημ, ΑΠ 125/2011 αδημ, ΑΠ 226/2011 αδημ). Από την ίδια ως άνω διάταξη προκύπτει ότι το έγκλημα είναι τετελεσμένο μόλις περιέλθει η μήνυση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ’ αυτήν, ανεξάρτητα αν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου. ( ΑΠ 43/2010 ΠοινΧρον2011.22). Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται: 1) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, 2) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, 3) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται σε άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή το παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξη ή παράλειψη. Το γεγονός πρέπει να είναι κατάλληλο, δηλαδή πρόσφορο ως ανατιθέμενο στην ηθική και στην ευπρέπεια, να προσβάλλει είτε την τιμή κάποιου, είτε την υπόληψή του. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως και. χαρακτηρισμοί, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Για τη θεμελίωση αυτού του εγκλήματος, απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης και τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. ( ΑΠ 171/2015 αδημ, ΑΠ 54/2013αδημ , ΑΠ 1252/2013 αδημ, All 326/2013 αδημ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την “αρχή της αναλογικότητας”, επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (βλ. ΟλΑΠ 43/2005, ΟλΑΠ 6/2009ΕλλΔ/νη2009,91,). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλά ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, *ιε .ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείοας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Περαιτέρω, για. τον προσδιορισμό ίου ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεις λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται μεταξύ άλλων υπόψη: το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παρόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (βλ,ΑΠ 979/2014, All 2119/2014 ΑΠ 1141/2013 αόημ. ΑΙΙ 132/2005 Αρμ 2006,757, ΕφΠειρ 637/2013 αδημ, σχετ. και Α. Γεωργιάδη, στον ΑΚ Γεωργώδη – Σταθοπούλου, άρθρο 932. αρ. 22 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές, Στ. Πατεράκη. Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σκλ, 324 επ).
3.Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του Κ,ΠσλΔ,, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις του εως ότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής.. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του αιτήματος αν και θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 295 παρ. 1 εδ. β του Κ.Πολ.Δ., μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (Ολ.Α.Π. 6/1997 και 5/1997) δεν κρίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν την παραίτηση από το δικόγραφο (άρθρο 297 Κ,,Πολ.Δ.), αλλά θα εφαρμοστούν οι διατάξεις, που προβλέπουν ειδικά τη θεμιτή μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, με συνέπεια να μην υπόκειται στον διαγραφόμενο από το άρθρο 297 Κ.Πολ.Δ., τύπο. Κατά συνέπειαν, ο περιορισμός του αιτήματος γίνεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 223 του Κ.Πολ.Δ., η οποία είναι ειδική σε σχέση με εκείνη του άρθρου 297 του ιδίου κώδικος, δηλαδή γίνεται με τις προτάσεις ή όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή αυτών, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, άλλως θεωρείται ανίσχυρος και δεν λαμβάνεται υπόψη
4.Από την υπ’ αριθ. 108S1.5-10-2012 έκθεση επίδοσης τη: δικαστικής επιμελήτρια: του Πρωτοδικείου Αθηνών Αφροδίτης Αναγνωστοπούλου και την υπ’ αριθμόν 5425β/25-5-2015 έκθεση επιδόσεως της ιδίας δικαστικής επιμελήτριας τις οποίες η ενάγουσα. Που επισπεύδει τη συζήτηση, νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει, προκύπτει ότι ακριβές κεκυρωμένο αντίγραφο της κρίνο μόνης αγωγής με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου για την 28.05,2014, οπότε και η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε, αλλά και επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης κλήσης που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 16-3-2015 και κατόπιν αναβολής εκ του πινακίου επέχουσας θέση κλητεύσεως ( 226 πάρω 4 Κ,ΠολΔ) για την παρούσα τοιαύτη επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο, Ο τελευταίος όμως, μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής που υπέβαλε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, αποχώρησε. Συνακόλουθα δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης προσηκόντως και πρέπει να δικαστεί ερήμην (αρθρ, 271 § 1,2 και 3 ΚπολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011, με το οποίο επανήλθε σε ισχύ το τεκμήριο ομολογίας επί της ερημοδικίας του εναγόμενου, και 280 παρ 2 ΚπολΔ), οι δε προκατατεθείσες στην περίπτωση αυτί] προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη αφού ο εναγόμενος δεν λαμβάνει μέρος προσήκοντος στην παρούσα δίκη.
5.Με την υπό κρίση αγωγή της η καλούσα ενάγουσα __________ __________ , που τυγχάνει συμβολαιογράφος της περιφέρειας Ερμιόνης Αργολίδας αφού ενσωματώνει σε αυτήν εν συνόλω το δικόγραφο της αγωγής που άσκησε σε βάρος της ο __________ __________ ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και προηγουμένως παρατέθηκε καθώς και της ιδίου περιεχομένου μηνύσεώς του που υπέβαλε σε βάρος της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Ναυπλίου διατείνεται ότι τα όσα σε αμφότερα τα δικόγραφα διαλαμβάνονται είναι απολύτως ψευδή, δυνάμενα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της^ αφού εμπεριέχουν έντονο ονειδισμό στο πρόσωπό της και την επαγγελματική καταξίωσή της ως συμβολαιογράφου, ο δε εναγόμενος τελούσε εν γνώσεί της αναλήθειας τους, ενώ περαιτέρω καταθέτοντας τα ανωτέρω δικόγραφα άλλως κοινοποιώντας την ανωτέρω αγωγή έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους τρίτα πρόσωπα ( υπάλληλοι δικαστηρίων δικαστικοί επιμελητές κλπ) Ότι άλλως με την υποβολή της ως άνω μηνύσεώς, την αναλήθεια της οποίας εγνώριζε αναμφισβήτητα ο εναγόμενος κατά το χρόνο της υποβολής της, αυτός διέπραξε σε βάρος της ενάγουσας τις άδικες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, Ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά το» υπέστη ηθική βλάβη τελούσα σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την αναιρώ περιγραφομένη αδικοπρακτική συμπεριφορά ως μόνη ενεργού αιτίας. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ζητεί μετά από νόμιμο επιτρεπτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της από το αρχικώς διωκόμενο ποσό των 299.920 ευρώ (με την Επιφύλαξη να εισάγει ένα μέρος τη; αστικής της αξίωσης εκ ποσού R0 ευρό) ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου* το οποίο προαφαιρεί και δεν εισάγει προς κρίση) σε αυτό των 20,000 ευρώ με το δικόγραφο των προτάσεών της (άρθρα 222 σε σανό, με 294, 2 95, 297 ΚΙΓοίλΔ), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη το ανωτέρω ποσό των 20 000 ευρώ, με το νόμιμο τάκο από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση, {ΐε απόφαση προσωρινά εκτελεστή, με απαγγελία προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους σε βάρος του εναγόμενου ως μέσο εκτελέσεως της απόφασης πού θα εκδοθεί και να καταδικασθεί αυτός( εναγόμενος) στα δικαστικά της έξοδα, Με ίο ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα L 7. 8. 9, 10, 12, 18 , 35, 41 ΚΠολΔ), εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και νόμω βάσιμη τύγχανεu κατά ένα μέρος της, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57. 59. 299. 914, 920. 932, 346 ΑΚ και 361 παρ J, 229. 361. 362, 363 ΠΚ, 17 του Ν. 2462Π997 «Κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα , 907, 908 παρ 12 περ δ. 176. 191 παρ 1. 106 ΚΠολΔ. Μη νόμιμο παρίσταται το παρεπόμενο αίτημα της απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του εναγομένου μετά τον επιγενόμενο περιορισμό του αιτήματος της αγώγι); από το αρχικώς αιτηθέν ποσό των 300,090 σε αυτό των 20.000 ευρώ διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 1047 ΚΠολΔ όπως οι παρ I και 2 αντικαταστάθηκαν ως άνω )ΐε το άρθρο 62 Ν.3994/2011( ΦΕΚ A 165/25.7,2011) και με το άρθρο 72 παρ,2 εφαρμόζονται και στις αγωγές που εκκρεμούν κατά τη δημοσίευση του νόμου «Δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση δικαστικών εξόδων που επιδικάστηκαν από πολιτικό δικαστήριο ή για απαίτηση μικρότερη από τριάντα χιλιάδες (30 000) ευρώ,» Πρέπει; επομένως, η αγωγή που υπό τις ως άνω διακρίσεις κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσία, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον για το καταψηφιστικό αίτημά της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ το με αριθμό 3718129 τύπου Β διπλότυπο είσπραξης ΔΟΥ Γ Πειραιά).
Ο εναγόμενος ως ανωτέρω ελέχθη μετά την υποβολή αιτήματος αναβολής εκ μέρους του πληρεξουσίου δικηγόρου του αποχώρησε και ως εκ τούτου ερημοδικεί. Μετά ταύτα θεωρούνται ομολογημένα τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στην αγωγή, για τα οποία επιτρέπεται να συναχθεί ομολογία, ενώ κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως , Παρά ταύτα, όμως, το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ομολογημένο, αφού δεν αποτελεί πραγματικό περιστατικό που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ομολογίας, αλλά διαμορφώνεται κατά την κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο εκτιμώντας όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και ιδίως τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία ( με προέχον το γεγονός ότι η ενάγουσα τυγχάνει συμβολαιογράφος της μικρής κοινωνίας της Αργολίδας και ως εκ τούτου κάθε αγωγή ή μήνυση σε βάρος της γίνεται ευρέως γνωστή), την υπαιτιότητα του εναγόμενου, τα αγαθά τα οποία προσβλήθηκαν , καθώς και την οικονομική και κοινωνική θέση των διαδίκων κρίνει ότι βάσει και των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό των 15.000 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι εύλογο και ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιπτώσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΛΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 952 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (βλ ΟλΑΙΙ 6/2009 Αρμ 2009-1162, ΑΠ 1256/2014 αδημ, All 1266/2014 αδημ, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 81/2011 ΔΕΝ 2011-1046). Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ ουσία και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 15,000 ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Όσον αφορά στο αίτημα για την κήρυξη της παρούσας καταψηφιστικής διατάξεως προσωρινά εκτελεστής το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει εξαιρετέος προς τούτο λόγος ούτε η καθυστέρηση 0α προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, αφού το καταψηφισθέν αποδοθέν ποσό αφορά σε εύλογη χρηματική ικανοποίηση. .. Τέλος, πρέπει να οριστεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον εναγόμενο (άρθρ. 501, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας της αγωγής αυτής, που θα επιδικασθούν ακόμη και αν δεν υποβάλλεται ειδικός προς τούτο κατάλογος, βαρύνουν τον εναγόμενα λόγο) της ήττας του, (άρθρα 176, 189 αρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδ, με άρθρα 63 παρ, 1, 68 παρ, 1 του ΚωδΔικ-Ν, 4194/2013, ΦΕΚ Α* 208/27-9- 2013, όπως τροποποιήθηκε με Ν 4205/2013), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
Γ. Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με την από 12-3-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθεσεως 3321/1898/2015 ένδικη κλήση που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 16-3-2015 και κατόπιν αναβολής για την παρούσα τοιαύτη η από 3-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθεσεως 7297/14-9-2012 αγωγή της ____________ __________ που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο 28-5-2014 οπότε και ματαιώθηκε, νόμιμα δε μετά ταύτα επαναφέρεται προς συζήτηση με την προαναφερόμενη κλήση.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1 )ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη παράλειψη), 2)παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4)πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας).( ΑΠ 587/2009, ΑΠ 634/2009, ΑΠ 1186/2009). Παράνομη είναι η συμπεριφορά όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειες, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος είναι υποχρεωμένος είτε από διάταξη νόμου είτε από την γενική δικανική αρχή του να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια, να μη παραλείπει. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε, πράγματι δε επέφερε τη βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση.( ΑΠ 1723/2014 αδημ, ΑΠ 2256/2014 αδημ, ΑΠ 605/2009 αδημ, ΑΠ285/2008αδημ, ΑΠ 1338/2008αδημ).
Από την διάταξη του άρθρου 229 του Π.Κ προκύπτει ότι η ψευδής καταμήνυση θεμελιώνεται αντικειμενικά μεν με την υποβολή ψευδούς μηνύσεως ή με την ψευδή ανακοίνωση στην αρχή ότι άλλος τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικά 5ε με πρόθεση που ενέχει την θέληση της πραγματώσεων της αντικειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης αυτής πράξεως και τη γνώση του υπαιτίου ότι η καταμήνυση ή ανακοίνωση είναι ψευδής και ακόμη με σκοπό αυτού να προκαλέσει την καταδίωξη του μηνυομένου για την εκτιθέμενη στη μήνυση ή την ανακοίνωση αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση(ΑΠ 326/2013 αδημ, ΑΠ 437/2013, ΑΠ 753/2011 αδημ, ΑΠ 899/20 Π αδημ, ΑΠ 125/2011 αδημ, ΑΠ 226/2011 αδημ). Από την ίδια ως άνω διάταξη προκύπτει ότι το έγκλημα είναι τετελεσμένο μόλις περιέλθει η μήνυση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ’ αυτήν, ανεξάρτητα αν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου. ( ΑΠ 43/2010 ΠοινΧρον2011.22). Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται: 1) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου. 2) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, 3) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται σε άλλον, Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή το παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξη ή παράλειψη. Το γεγονός πρέπει να είναι κατάλληλο, δηλαδή πρόσφορο ως αντιτιθέμενο στην ηθική και στην ευπρέπεια, να προσβάλλει είτε την τιμή κάποιου, είτε την υπόληψή του. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογική: κρίσεως και χαρακτηρισμοί, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συναστούν προσβολή της προσωπικότητας. I ια τη θεμελίωση αυτού του εγκλήματος, απαιτείται, εκτός ίων ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης και τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. (All Ί 71/2015 αδημ. Λ Π 54/2013αδημ , ΑΠ 1252/2010 αόημ. All 326/2013 αδημλ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 ΑΚ. σε περίπτωση αδικοπραξίας to δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από. τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα, από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του. όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ,, και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και Της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός ταυ ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγο», αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων {άρθρο 56 ΐ παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, το άρθρο 25 παρ. I του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την “αρχή της αναλογικότητας”. επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (βλ. ΟλΑΠ 43/2005, ΟλΑΠ 6/2009ΕλλΔΛη2009,91.). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Περαιτέρω, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται μεταξύ άλλων υπόψη; το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (βλ.ΑΠ 979/2014, ΑΠ 2119/2014 ΑΠ 1141/2013 αδημ, ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006.757. ΕφΠειρ 637/2013 αδημ, σχετ. και Α. Γεωργιάδη, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθοπούλου, άρθρο 932, αρ. 22 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές, Στ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 324 επ).
3.Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του Κ.Πολ.Δ., όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις του εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής.. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του αιτήματος αν και θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 295 παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ., μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (Ολ.Α.Π. 6/1997 και 5/1997) δεν κρίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν την παραίτηση από το δικόγραφο (άρθρο 297 Κ.Πολ.Δ.), αλλά θα εφαρμοστούν οι διατάξεις, που προβλέπουν ειδικά τη θεμιτή μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, με συνέπεια να μην υπόκειται στον διαγραφόμενο από το άρθρο 297 Κ.Πολ.Δ., τύπο. Κατά συνέπειαν, ο περιορισμός του αιτήματος γίνεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 223 του Κ.Πολ.Δ., η οποία είναι ειδική σε σχέση με εκείνη του άρθρου 297 του ιδίου κωδικός, δηλαδή γίνεται με τις προτάσεις ή όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή αυτών, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, άλλχος θεωρείται ανίσχυρος και δεν λ.αμβάνεται υπόψη
4.Από την υπ αριθ, 10882/5-10-2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Αφροδίτης Αναγνωστοπούλου και την υπ’ αριθμόν 5426β/26-5-2015 έκθεση επιδόσεως της ιδίας δικαστικής επιμελήτριας, τις οποίες η ενάγουσα. που επισπεύδει τη συζήτηση, νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει, προκύπτει ότι ακριβές κεκυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου την 28.05.2014. οπότε και η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε, αλλά k«l επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης κλήσης που προσδιορίσθηκε γιο να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 16-3-2015 και κατόπιν αναβολής εκ του πινακίου επέχουσας θέση κλητεύσεως ( 226 παρ 4 ΚΠολΔ) για την παρούσα τοιαύτη επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενοι Ο τελευταίος όμως, μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής που υπέβαλε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου ίου. αποχώρησε. Συνακόλουθα δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης προσηκόντως και πρέπει να δικαστεί ερήμην (αρθρ, 271 § 1.2 και 3 ΚΠΙολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011, με το οποίο επανήλθε σε ισχύ το τεκμήριο ομολογίας επί της ερημοδικίας του εναγομένου, και 2Κι) παρ 2 ΚΠολΔ οι δε προκατατεθείσες στην περίπτωση αυτή προτάσεις δεν λαμβύ.νονται υπόψή’ αφού ο εναγόμενος δεν λαμβάνει μέρος προσηκόντως στην παρούσα δίκη.
5.Με την υπό κρίση αγωγή της η καλούσα ενάγουσα __________ __________ . που τυγχάνει δικηγόρος Ναυπλίου Αργολίδας, ναμίμως εγγεγραμμένη στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο αφού ενσωματώνει σε αυτήν εν συνόλω το δικόγραφο της αγωγής που άσκησε σε βάρος της ο __________ __________ ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και προηγουμένως παρατέθηκε καθώς και της ιδίου περιεχομένου μηνύσεώς του που υπέβαλε σε βάρος της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημκών Ναυπλίου διατείνεται ότι τα όσα σε αμφότερα τα δικόγραφα διαλαμβάνονται είναι απολύτως ψευδή δυνάμενα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της αφού εμπεριέχουν έντονο ονειδισμό στο πρόσωπό της και την επαγγελματική καταξίωσή της ως δικηγόρου ο δε εναγόμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας τους, ενώ περαιτέρω καταθέτοντας τα ανωτέρω δικόγραφα άλλως κοινοποιώντας την ανώτεροι αγωγή έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους τρίτα πρόσωπα ι υπάλληλοι δικαστηρίων δικαστικοί επιμελητές κλπ} Ότι άλλως με την υποβολή της ως άνω μηνύσεως, την αναλήθεια της οποίας εγνώριζε αναμφισβήτητα ο εναγόμενος κατά το χρόνο της υποβολής της. αυτός διέπραξε σε βάρος της ενάγουσας τις άδικες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Ότι από την ως άνω παρανόμιη και υπαίτια συμπεριφορά του υπέστη ηθική βλάβη τελούσα σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την ανωτέρω περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά ως μόνη ενεργού αιτίας. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ζητεί μετά από Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία.) νόμιμο επιτρεπτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της από το αρχικώς διωκόμενο ποσό των 299,920 ευρώ (με την επιφύλαξη να εισάγει ένα μέρος της αστικής της αξίωσης εκ ποσού 80 ευρώ ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο προαφαιρεί και δεν εισάγει προς κρίση) σε αυτό των 20.000 ευρώ με το δικόγραφο των προτάσεων της ( άρθρα 223 σε συνδ. με 294, 295, 297 ΚΠολΔ να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπεστη το ανωτέρω ποσό των 20.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, με απαγγελία προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους σε βάρος του εναγομένου ως μέσο εκτελέσεως της απόφασης που θα εκδοΟεί και να καταδικασθεί αυτός( εναγόμενος) στα δικαστικά της έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, αρμό5ίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 1, 7, 8, 9, 10, 12, 18 , 35, 41 ΚΠολΔ), εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και νόμω βάσιμη τυγχάνει, κατά ένα μέρος της, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 920, 932, 346 ΑΚ και 361 παρ 1, 229, 361, j62, 363 ΠΚ, 17 του Ν, 2462/1997 «Κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα , 907, 908 παρ 12 περ δ, 176, 191 παρ 1, 106 ΚΠολΔ. Μη νόμιμο παρίσταται το παρεπόμενο αίτημα της απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του εναγόμενου μετά τον επιγενόμενο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από το αρχικώς αιτηθέν ποσό των 300.000 σε αυτό των 20.000 ευρώ διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 1047 ΚΠολΔ όπως οι παρ 1 και 2 αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρο 62 Ν.3994/2011( ΦΕΚ A 165/25.7.2011) και με το άρθρο 72 παρ.2 εφαρμόζονται και στις αγωγές που εκκρεμσύν κατά τη δημοσίευση του νόμου «Δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση δικαστικών εξόδων που επιδικάστηκαν από πολιτικό δικαστήριο ή για απαίτηση μικρότερη από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ.» Πρέπες επομένως, η αγωγή που υπό τις ως άνω διακρίσεις κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω κατ ουσία, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το πρσσήκον για το καταψηφίστικό αίτημά της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ το με αριθμό 371S130 τύπου Β διπλότυπο είσπραξης ΔΟΥ Γ Πειραιά).
Ο εναγόμενος ως ανωτέρω ελέχθη μετά την υποβολή αιτήματος αναβολής εκ μέρους του πληρεξουσίου δικηγόρου του αποχώρησε και ως εκ τούτου ερημοδικεί. Μετά ταύτα θεωρούνται ομολογημένα τα πραγματικά περιστατικά που περιέχσνται στην αγωγή, για τα οποία επιτρέπεται να συναχθεί ομολογία, ενώ κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως , Παρά ταύτα, όμως, το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ο μολογη μένο, αφού δεν αποτελεί πραγματικό περιστατικό που μπορεί να απστελέσει αντικείμενο ομολογίας, διαμορφώνεται δε κατά την κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο εκτιμώντας όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και ιδίως τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την υπαιτιότητα του εναγομένου( με προέχον το γεγονός ότι ενάγουσα τυγχάνει δικηγόρος της μικρής δικαστηριακής περιφέρειας της Αργολίδας και ως εκ τούτου κάθε αγωγή ή μήνυση σε βάρος της γίνεται ευρέως γνωστή), τα αγαθά τα οποία προσβλήθηκαν , καθώς και την οικονομική και κοινωνική θέση των διαδίκων κρίνει ότι βάσει και των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επίδικασθεί το ποσό των 15-000 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι εύλογο και ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιπτώσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ, 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεις (βλ ΟλΑΠ 6/2009 Αρμ 2009-1162, ΑΠ 1256/2014 αδημ, ΑΠ 1266/2014 αδημ, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 81/2011 ΔΕΝ 2011-1046). Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ ουσία και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 15.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Όσον αφορά στο αίτημα για την κήρυξη της παρούσας καταψηφιστικής διατάξεως προσωρινά εκτελεστής το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει εξαιρετικός προς τούτο λόγος ούτε η καθυστέρηση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, αφού το καταψηφισθέν αποδοθέν ποσό αφορά σε εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Τέλος, πρέπει να οριστεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον εναγόμενο (άρθρ. 501, 505 παρ. 2 ΚΠσλΔ). Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας της αγωγής αυτής, που θα επιδικασθούν ακόμη και αν δεν υποβάλλεται ειδικός προς τούτο κατάλογος, βαρύνουν τον εναγόμενο λόγω της ήττας του, (άρθρα 176, 189 αρ. 1 ΚΠσλΔ, σε συνδ. με άρθρα 63 πυρ. 1, 68 παρ, 1 του ΚωδΔικ-Ν, 4194/2013, ΦΕΚ Α’ 208/27-9- 2013, όπως τροποποιήθηκε με Ν 4205/2013), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
Δ. Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η από 22-122014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 41272/7825/22-12-2014 αγωγή της __________ __________ που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο 22-52015 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1)ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη παράλειψη), 2)παράνομσς χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3)υπαιτιότητα και 4)πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας).( ΑΠ 587/2009, ΑΠ 634/2009, ΑΠ 1186/2009), Παράνομη είναι η συμπεριφορά όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειες, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος είναι υποχρεωμένος είτε από διάταξη νόμου είτε από την γενική δικανική αρχή του να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια, να μη παραλείπει. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε, πράγματι δε επέφερε τη βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση.( ΛΠ 1723/2014 αδημ, ΑΠ 2236/2014 αδημ, ΑΠ 605/2009 αδημ, ΑΠ2 85/20 08 αδημ, ΑΠ 1338/2008αδημ).
Από την διάταξη του άρθρου 229 του Π.Κ προκύπτει ότι η ψευδής καταμήνυση θεμελιώνεται αντικειμενικά μεν με την υποβολή ψευδούς μηνύσεως ή με την ψευδή ανακοίνωση στην αρχή ότι άλλος τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικά δε με πρόθεση που ενέχει την θέληση της πραγματώσεις της αντικειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης αυτής πράξεως και τη γνώση του υπαιτίου ότι η καταμήνυση ή ανακοίνωση είναι ψευδής και ακόμη με σκοπό αυτού να προκαλέσει την καταδίωξη του μηνυομένου για την εκτιθέμενη στη μήνυση ή την ανακοίνωση αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση (ΑΠ 326/2013 αδημ, ΑΠ 437/2013, ΑΠ 753/2011 αδημ, ΑΠ 899/2011 αδημ, ΑΠ 125/2011 αδημ, ΑΠ 226/2011 αδημ). Από την ίδια ως άνω διάταξη προκύπτει ότι το έγκλημα είναι τετελεσμένο μόλις περιέλθει η μήνυση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ’ αυτήν, ανεξάρτητα αν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου. ( ΑΠ 43/2010 ΠοινΧρον2011.22). Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται: 1) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, 2) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, 3) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται σε άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή το παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξη ή παράλειψη. Το γεγονός πρέπει να είναι κατάλληλο, δηλαδή πρόσφορο ως ανατιθέμενο στην ηθική και στην ευπρέπεια, να προσβάλλει είτε την τιμή κάποιου, είτε την υπόληψή του. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως και χαρακτηρισμοί, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Για τη θεμελίωση αυτού του εγκλήματος, απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης και τη γνώση ότι το όιαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. (ΑΠ 171/2015 , ΑΠ 54/2013αδημ, ΑΠ 1252/2013 αδημ, ΑΠ 326/2013 αδημ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίσει 6ε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ, I ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, το άρθρο 25 παρ. I του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την “αρχή της αναλογικότητας”, επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δίκαιο δοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (βλ. ΟλΑΠ 43/2005, ΟλΑΠ ό/2009ΕλλΔ/νη2009.9ΐ.). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Περαιτέρω, για τον προσδιορισμό ίου ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεις λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται μεταξύ άλλων υπόψη: το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (βλ,ΑΠ 979/2014, All 2119/2014 ΑΠ 1141/2013 αδημ, ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006.757, ΕφΠειρ 637/2013 αδημ, σχετ. και Α. Γεωργιάδη, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθοπούλου, άρθρο 932, αρ. 22 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές, Στ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 324 επ).
3, Από την υπ’ αριθ. 5891/19-3-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Μαρίας Παρατρέχα Αρσλανίδη, την οποία η ενάγουσα που επισπεύδει τη συζήτηση νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει, προκύπτει ότι ακριβές κεκυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης αγωγής με την κάτω από αυτήν πράξη προσδιορισμό της αρχικής δικασίμου της 22.05,2015, οπότε και η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε με σχετική επισημείωση επί του πινακίου επέχουσας θέση κλητεύσεως ( 226 παρ 4 ΚΠολΛ) για την παρούσα τσιαύτη επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο, Ο τελευταίος όμως, μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής που υπέβαλε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αποχώρησε. Συνακόλουθα δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης προσηκόντως και πρέπει να δικαστεί ερήμην (αρθρ. 271 § 1,2 και 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011, με το οποίο επανήλθε σε ισχύ το τεκμήριο ομολογίας επί της ερημοδικίας του εναγόμενου, και 280 παρ 2 ΚΠολΔ), οι δε προκατατεθείσες στην περίπτωση αυτή προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη αφού ο εναγόμενος δεν λαμβάνει μέρος προσηκόντως στην παρούσα δίκη.
Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα ________ _______ , που τυγχάνει δικηγόρος Ναυπλίου Αργολίδας, νομίμως εγγεγραμμένη στον οικείο δικηγορικό Σύλλογο αφού αναφέρεται στο περιεχόμενο της αγωγής που άσκησε σε βάρος της ο __________ __________ ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και προηγουμένως παρατέθηκε καθώς και της ιδίου περιεχομένου μηνύσεως του που υπέβαλε σε βάρος της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Ναυπλίου διατείνεται ότι τα όσα σε αμφότερα τα δικόγραφα διαλαμβάνονται είναι απολύτως ψευδή δυνάμενα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της αφού εμπεριέχουν έντονο ονειδισμό στο πρόσωπό της και την επαγγελματική καταξίωσή της ως δικηγόρου ο δε εναγόμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας τους, ενώ περαιτέρω καταθέτοντας τα ανωτέρω δικόγραφα άλλοις κοινοποιώντας την ανωτέρω αγωγή έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους τρίτα πρόσωπα { υπάλληλοι δικαστηρίων δικαστικοί επιμελητές κλπ) Ότι άλλως με την υποβολή της ως άνω μηνύσεως, την αναλήθεια της οποίας εγνώριζε αναμφισβήτητα ο εναγόμενος κατά το χρόνο της υποβολής της. αυτός διέπραξε σε βάρος της ενάγουσας τις άδικες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπέστη ηθική βλάβη τελούσα σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την ανωτέρω περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά ως μόνη ενεργού αιτίας. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 300.000 ευρώ (με την επιφύλαξη να εισάγει ένα μέρος της αστικής της αξίωσης εκ ποσού 44,02 ευρώ ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο προαφαιρεί και δεν εισάγει προς κρίση) ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την περιγραφόμενη αδικοπραξία (.lk το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, με απαγγελία προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους σε βάρος του εναγόμενου ως μέσο εκτελέσεως της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί αυτός ο εναγόμενος) στα δικαστικά της έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 1, 7, 8, 9, 10, 12, 18 , 35, 41 ΚΠολΔ εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και νόμω βάσιμη τυγχάνει κατά ένα μέρος της, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 29% 914, 920, 932Τ 346; ΑΚ και 361 παρ 1. 229, 361. 362,363 ΠΚ, ΐ 7 του Ν, 2462/1997 «Κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα , 907, 908 παρ 12 περ δ. 1047, 176, 191 παρ 1, 106 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή που υπό τις ως άνω διακρίσεις . κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω κατ ουσία, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον για το καταψηφιστικά αίτημά της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ το με αριθμό 0504870 τύπου Α σειρά Θ διπλότυπο είσπραξης ΔΥΟ Ναυπλίου
Ο εναγόμενος ως ανωτέρω ελέχθη μετά την υποβολή αιτήματος αναβολής εκ μέρους του πληρεξουσίου δικηγόρου του αποχώρησε και ως εκ τούτου ερημοδικεί. Μετά ταύτα θεωρούνται ομολογημένα τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στην αγωγή, για τα οποία επιτρέπεται να συναχθεί ομολογία, ενώ κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως , Παρά ταύτα, όμως, το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ομολογημένο, αφού δεν αποτελεί πραγματικό περιστατικό που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ομολογίας, διαμορφώνεται δε κατά την κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο εκτιμώντας όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και ιδίως τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία ( με προέχον το γεγονός ότι η ενάγουσα τυγχάνει δικηγόρος της μικρής δικαστηριακής περιφέρειας της Αργολίδας και ως εκ τούτου κάθε αγωγή ή μήνυση σε βάρος της γίνεται ευρέως γνωστή), την υπαιτιότητα του εναγόμενου, τα αγαθά τα οποία προσβλήθηκαν , καθώς και την οικονομική και κοινωνική θέση των διαδίκων κρίνει ότι βάσει και των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό των 15.000 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι εύλογο και ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιπτώσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (βλ ΟλΑΠ 6/2009 Αρμ 2009-1162, ΑΠ 1256/2014 αδημ, ΑΠ 1266/2014 αδημ, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 81/2011 ΔΕΝ 2011-1046). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως βάσιμη κατ ουσία και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 15.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Όσον αφορά στο αίτημα για την κήρυξη της παρούσας καταψηφιστικής διατάξεως προσωρινά εκτελεστής το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει εξαιρετικός προς τούτο λόγος ούτε η καθυστέρηση θα προκαλέσει ση μαντική ζημία στην ενάγουσα, αφού το καταψηφισθέν αποδοθέν ποσό αφορά σε εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον εναγόμενο (άρθρ. 501,505 παρ. 2 ΚΠολΔ), Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας της αγωγής αυτής, που 0α επιδικασθούν ακόμη και αν δεν υποβάλλεται ειδικός προς τούτο κατάλογος, βαρύνουν τον εναγόμενο λόγω της ήττας του, θα επιβληθούν όμως μειωμένα καθόσον η αγωγή έγινε δεκτή κατά ένα μόνο μέρος της (άρθρα 176, 179, 189 αρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρα 63 παρ, 1, 68 παρ, 1 του ΚωδΔικ-Ν. 4194/2013, ΦΕΚ Λ’ 208/27-9- 2013, όπως τροποποιήθηκε με Ν 4205/2013), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ: Α) Την από 8-10-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 11204/19-11-2010 αγωγή του __________ __________ , Β) Την από 3-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7298/14-9-2012 αγωγή της __________ __________ , Γ) την από 3-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7297/14-9- 2012 αγωγή της __________ Κρατικού Δ) την από 22-12-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 41272/7825/22-12-2014 αγωγή της _______ _______.
Επί της από 8-10-2010 και με αριθμό εκθέσεων καταθέσεων 11204/19-11-2010 αγωγής του _________ _________
– ΘΕΩΡΕΙ ως μη ασκηθείσα την αγωγή ως προς τον τρίτο εναγόμενο και ΚΑΤΑΡΓΕΙ τη δίκη ως προς αυτόν
-ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς την τέταρτη εναγόμενη -ΔΙΚΑΖΕΙ κατά τα λοιπά ερήμην του ενάγοντος,
-ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ,
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή,
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των πρώτης , δεύτερης, πέμπτης έκτης και έβδομής των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ για έκαστο τούτων.
Επί της από 3-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7298/14-9-2012 αγωγής της _________ __________.
-ΔΙΚΑΖΕ1 Ερήμην του εναγόμενου
-ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτυξη άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό ταυ’ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκέλια κρίθηκε ως απορριπτέα -ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή
-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων 15,000 ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοση;; της αγωγής και μέχρι την εξόφληση
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων 400) ευρώ.
Επί της από 3-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7292/14-9-2012 αγωγής της _______ __________
-ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγόμενου
-ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο -ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή
-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ( 400) ευρώ.
Επί της από 22-12-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 411272/1825/22-12-2014 αγωγή της _______ ________
-ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγόμενου
-ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο -ΔΕΧΕΤ AJ εν μέρει την αγωγή
-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ( 15.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδκίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην καταβολή row δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα ( 750) ευρώ.
-ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 13 Ιανουάριου 2016 και δημοσιεύτηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων στις 3.2.2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ