Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 211/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Μαρία Χρυσού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοικήσεως του Πρωτοδικείου και από το Γραμματέα Θεόδωρο Βλαχάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαϊου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ – ΚΑΘΕΙΣ ΟΙ ΚΛΗΣΕΙΣ : ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «_________ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α.Ε» και το διακριτικό τίτλο «_________ Α.Β.Ε.Ε» η οποία εδρεύει στο Πολύστυλο Καβάλας και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Βασίλειος Κογκαλίδης (του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας).
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ – ΑΠΌΥΝΤΩΝ – ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1. Της _________ _________ του _________ , κατοίκου Βριλησσίων Αττικής, επί της οδού _________ , 2. της _________ _________ του _________ , κατοίκου Βριλησσίων Αττικής, επί της οδού _________ τις οποίες εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Χρήστος Οικονομάκης και 3. της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία «_________ LIMITED», που εδρεύει στη Λευκωσία της Κύπρου επί της οδού _________ και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Θεμιστοκλής Στραβόλαιμος.
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 24.7.2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης 110824/2013 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2624/2013 και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 22.5.2014, κατά την οποία η συζήτηση της υποθέσεως ματαιώθηκε. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με τις από 21.1.2015 και 3.2.2015 αιτήσεις – κλήσεις των εναγομένων, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία τούτου του Δικαστηρίου με γενικούς αριθμούς κατάθεσης 12624/2015 και 15194/2015 αντίστοιχα, και αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 272/2015 και 363/2015 αντίστοιχα, και προσδιορίστηκαν, αμφότερες, για τη δικάσιμο η οποία αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις από 21.1.2015 και 3.2.2015 αιτήσεις – κλήσεις των εναγομένων ( οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία τούτου του Δικαστηρίου με γενικούς αριθμούς κατάθεσης 12624/2015 και 15194/2015 αντίστοιχα, και αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 272/2015 και 363/2015 αντίστοιχα), νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 24.7.2013 αγωγή της ενάγουσας (που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης 110824/2013 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2624/2013).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 7 του π.δ./τος 34/1995 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων» προκύπτει, εκτός άλλων, ότι επί των εμπορικών και γενικά των προστατευόμενων από το διάταγμα αυτό μισθώσεων, το μίσθωμα καθορίζεται ελεύθερα κατά τη σύναψη της μίσθωσης αηΔ τους συμβαλλομένους, αναπροσαρμόζεται δε κατά τα χρονικά διαστήματα που προβλέπονται στη σύμβαση. Αν δεν υπάρχει συμφωνία αναπροσαρμογής ή αυτή έχει εξαρτηθεί από άκυρη ρήτρα, η αναπροσαρμογή γίνεται μετά από διετία απόέναρξη της σύμβασης χωρίς δικαστική μεσολάβηση στα ποσοστά που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου. Εν συνεχεία, χωρεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με μόνη προϋπόθεση την πάροδο έτους από την προηγούμενη, ανέρχεται δε η αναπροσαρμογή σε ποσοστό 75% της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, όπως αυτή υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Με την παράγραφο 4 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι «σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του άρθρου 388 του ΑΚ». Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 388 του ΑΚ οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο αναγωγή της οφειλομένης παροχής στο μέτρο που αρμόζει είναι: α) η μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που είναι έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφτούν και γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής (βλ. ΑΠ 893/2010 ΝοΒ 2011,933). Τέτοια περιστατικά είναι εκείνα, τα οποία δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά, συνεπεία των οποίων επέρχεται πλήρης κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, ώστε ο μεν οφειλέτης, εκτελώντας τη σύμβαση να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απροόπτως, ο δε αντισυμβαλλόμενος να ωφελείται υπέρμετρα από την περιουσία του υπόχρεου, ενώ αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί. Ετσι γενικής φύσεως περιστατικά και δη τυχαία, αλλά συνήθως συμβαίνοντα, όπως είναι η αυξομοίωση των εισπράξεων μιας επιχείρησης, η αύξηση της αξίας του ακινήτου λόγω αύξησης της ζήτησης για μίσθωση ανάλογων ακινήτων, η αύξηση του κόστους ζωής κλπ., ούτε έκτακτα, ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηριστούν (πρβλ. ΑΠ 1171/2004, ΕλλΔ 2005,157). Αντίθετα η γενική οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε από τις αρχές του 2010 και η επιβολή αυστηρών μέτρων λιτότητας (δημοσιονομικών και φορολογικών) με τις προαναφερθείσες αλυσιδωτές συνέπειες σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής κοινωνίας αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, κατά την έννοια του άρθρου 388 του ΑΚ, εφόσον δεν ήταν δυνατόν να διαγνωστούν υπό ομαλές συνθήκες. Περαιτέρω δε, η διεργασία του δικαστηρίου για να αποφασίσει την αναπροσαρμογή συνίσταται στη σύγκριση των δύο σκελών της αναπροσαρμογής, δηλαδή του καταβαλλομένου μισθώματος και του ελευθέρου – για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας – το οποίο παριστάνει την αξία της χρήσης του μισθίου. Αν μεταξύ των δύο αυτών σκελών υπάρχει διαφορά δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει παραπέρα το δικαστήριο να κρίνει αν αυτή είναι τέτοια, ώστε κατά τις αρχές της καλής πίστης να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη δε αναπροσαρμογής κατά τις αρχές της καλής πίστης υπάρχει όταν λόγω ουσιώδους αύξησης της μισθωτικής αξίας του μισθίου επέρχεται ζημιά στον εκμισθωτή, με την μορφή απώλειας κέρδους, η οποία υπερβαίνει κατά τα συναλλακτικά ήθη τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα, οπότε και περιορίζεται η ζημιά του με την αύξηση του μισθώματος, επίσης και στην αντίστροφη περίπτωση ζημιάς στον μισθωτή η οποία περιορίζεται με την ανάλογη μείωση του μισθώματος. Στη συνέχεια και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ανάγκης αναπροσαρμογής κατά την προεκτεθείσα έννοια, η αναπροσαρμογή δεν θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δεν θα χορηγηθεί ολόκληρη η προκύπτουσα διαφορά, αλλά θα αναπροσαρμοσθεί το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την διαταραχθείσα καλή πίστη. Περαιτέρω, το δικαίωμα αναπροσαρμογής με την διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ είναι διαπλαστικό και κατά συνέπεια τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση είναι διαπλαστικές. Αν λοιπόν πραγματοποιηθεί αναπροσαρμογή με δικαστική απόφαση, λόγω ακριβώς του διαπλαστικού της χαρακτήρα, του λοιπού η συμφωνία καταλύεται και δεν ισχύει για το μέλλον, αφού κρίνεται ότι είναι απρόσφορη πλέον να ρυθμίσει το ζήτημα του ύψους του μισθώματος. Μετά από αυτήν το μόνο που μπορεί να ισχύσει για το μέλλον είναι η νόμιμη αναπροσαρμογή που ρυθμίζεται με το άρθρο 7 § 3 του ως άνω ΠΔ/τος 34/1995, το ‘ J; δε απαιτούμενο από το νόμο για την πραγματοποίηση αυτής έτος αρχίζει από το χρόνο που συντελείται η αναπροσαρμογή με την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή από την επίδοση της αγωγής. Εξάλλου, με την δικαστική απόφαση αναπροσαρμογής μεταβάλλονται τα περιστατικά πάνω στα οποία οι συμβαλλόμενοι στήριξαν τη συμφωνία για σταδιακή αναπροσαρμογή και έτσι δεν μπορεί να γίνει λόγος για τήρηση των συμφωνηθέντων. Αυτή δε η ίδια η προσφυγή στο δικαστήριο εκ μέρους του ενός των συμβληθέντων μερών (ή και αμφοτέρων) υποδηλώνει με σαφήνεια την θέληση για μη τήρηση των συμφωνηθέντων. Η άποψη κατά την οποία, μετά την δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος, που γίνεται σε ορισμένο στάδιο, δεν καταργείται η συμφωνία σταδιακής αναπροσαρμογής, αφού αυτή ισχύει μόνο για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται και επομένως διατηρείται για τα επόμενα στάδια, με δυνατότητα αντιμετώπισης με νέα δικαστική παρέμβαση, κατ’ εφαρμογή των ίδιων διατάξεων, μελλοντικής νέας διατάραξης της ισορροπίας χρήσης και μισθώματος, δεν είναι προκριτέα ενόψει ιδίως : α) του ότι τα στάδια αναπροσαρμογής βρίσκονται μεταξύ τους σε λογική αλληλουχία και κάθε ένα στηρίζεται στο προηγούμενο, ώστε αν διασπασθεί η αλληλουχία αυτή δεν μπορούν τα επόμενα στάδια να διατηρήσουν την αυτοτέλεια τους και να γίνει νέα αναπροσαρμογή, β) είναι δυνατόν να ζητείται δικαστική αναπροσαρμογή για κάθε περαιτέρω στάδιο, με αποτέλεσμα το μεν να είναι δυνατή η εντός ενός και του ίδιου σταδίου διπλή αναπροσαρμογή (συμβατική και δικαστική), το δε να δημιουργούνται περισσότερες δίκες που θα βρίσκονται σε εξέλιξη και που κάθε μία θα εξαρτάται από την προηγούμενη, ώστε η σύμβαση θα βρίσκεται σε αποσταθεροποίηση και τα συμβληθέντα μέρη σε ένταση και γ) τίθεται ζήτημα περί του πρακτέου, στην περίπτωση κατά την οποία η σταδιακή αναπροσαρμογή έχει συμφωνηθεί σε ποσό (συγκεκριμένο μίσθωμα) και όχι σε ποσοστό, το δε κατ’ αναπροσαρμογή ορισθέν από το δικαστήριο μίσθωμα είναι κατά ποσόν υπέρτερο του μισθώματος του επομένου ή των επομένων σταδίων, οπότε εκ του πράγματος θα επέλθει αδράνεια του σταδίου ή των σταδίων αυτών της σύμβασης, εφόσον η δικαστική αναπροσαρμογή θα υπερκαλύπτει την συμβατική τοιαύτη. Εν κατακλείδι, με την αναπροσαρμογή του μισθώματος από το δικαστήριο και την συνακόλουθη κατάργηση της συμφωνίας σταδιακής αναπροσαρμογής, επιτυγχάνεται η σε βάθοςτ^ήΛ χρόνου ομαλοποίηση της διαταραχθείσας συμβατικής σχέσης και ελαχιστοποιείται ” γ\ ο κίνδυνος μελλοντικών δικαστικών διενέξεων από την ίδια συμβατική σχέση και για την ίδια αιτία (Ολ. ΑΠ 3/2014, ΑΠ 998/2014 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, καώ εκτίμηση του δικογράφου της, εκθέτει ότι με το 5.11.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτου, οι εναγόμενες της εκμίσθωσαν τις αναφερόμενες στην αγωγή της αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες τους, οι οποίες συνενώθηκαν για να αποτελέσουν ένα ενιαίο κατάστημα ισογείου ορόφου επιφάνειας 75,50 τ.μ με ενιαίο υπόγειο επιφάνειας 79,60 τ.μ και ενιαίο πατάρι επιφάνειας 65 τ.μ, που βρίσκεται στη Αθήνα και επί της οδού _________ , προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα ή υποκατάστημα πώλησης ενδυμάτων, υποδημάτων και συναφών ειδών, με δωδεκαετή διάρκεια μίσθωσης, λήγουσα στις 14.11.2022 και αντί μηνιαίου μισθώματος, για όλες τις οριζόντιες ιδιοκτησίες, ανερχόμενου στο ποσό των 18.500 ευρώ πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, αναπροσαρμοζόμενου ετησίως κατά το ποσοστό που ισούται με τον πληθωρισμό, σε καμία περίπτωση όμως κατώτερο του 4%. Ότι με την από 14.6.2012 συμφωνία τους το μίσθωμα μειώθηκε κατόπιν εκκλήσεών της, ανερχόμενο στο ποσό των 17.500 ευρώ. Οτι λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης της αγοράς εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα, της επιβολής σοβαρών μειώσεων μισθών αμοιβών, συντάξεων κ.λ.π., της σοβαρής μειώσεως του τζίρου των επιχειρήσεων, όπως και της δικής της κατά ποσοστό μέχρι και 47% κατά τα τελευταία έτη, της σοβαρής μειώσεως της μισθωτικής αξίας των εν γένει ακινήτων και δη και της περιοχής στην οδό _________ , όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο και της ευρύτητας προσφοράς επαγγελματικής στέγης στην ίδια περιοχή, το καταβαλλόμενο μίσθωμα των 17.500 ευρώ, υπερβαίνει κατά πολύ και βρίσκεται σε προφανή δυσαναλογία με το ελεύθερο μίσθωμα της περιοχής το οποίο έχει μειωθεί κατά ποσοστό 35 % σε σχέση με το Νοέμβριο του 2010. Ότι λόγω των ως άνω περιστατικών, έχει επέλθει ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του επίδικου μισθίου, γεγονός που επιβάλλει την αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο που αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστώ τη διαταραχθείσα καλή πίστη, καθώς το καταβαλλόμενο από αυτή μίσθωμα έρχεται πλέον σε αντίθεση με την καλή πίστη, την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλουν τα συναλλακτικά ήθη, οι δε εναγόμενες αρνούνται πεισματικά να συναινέσουν σε οποιαδήποτε μείωση, εμμένοντας στην καταβολή του ίδιου μισθώματος, παρά τα υποβληθέντα εκ μέρους της αιτήματα για μείωση του καταβαλλομένου μισθώματος κατά το ποσοστό του 35 %. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να διαταχθεί από το Δικαστήριο η αναπροσαρμογή, ήτοι, η μείωση του μηνιαίου μισθώματος του επίδικου μισθίου από το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο συντάξεως της αγωγής ποσό μισθώματος των 17.500 ευρώ, στο ποσό των 12.000 ευρώ, για ολόκληρο το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής της και για τα επόμενα έτη μέχρι τη συμβατική λήξη της μίσθωσης καταβλητέο κατά το ποσό των 3.000 ευρώ σε κάθε μία εκ της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων και κατά το ποσό των 6.000 ευρώ στη τρίτη εξ’αυτών. Επίσης ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και επιμέρους αιτήματα η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14 παρ. 1β’, 16 παρ. 1 και 29 παρ. 1 του ΚΠολΔ και 48 του π.δ. 34/1995), κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. του ΚΠολΔ). Είναι, δε, επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 288, 281, 361, 388 και 574 του ΑΚ, 7 παρ.3 και 44 του π.δ. 34/1995, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, εκτός από το αίτημα περί προσωρινής εκτελεστότητας της εκδοθησόμενης απόφασης, το οποίο είναι μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της αποφάσεως αυτής. Πρέπει επομένως η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, χωρίς να απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, λόγω του εν λόγω διαθλαστικού της χαρακτήρα.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων _________ _________ (για την ενάγουσα) και _________ _________ (για τις εναγόμενες), οι οποίοι εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο τούτου του Δικαστηρίου και οι καταθέσεις τούς περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του, φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η ενώπιον της συμβολαιογράφου Καβάλας Αικατερίνης Πανταζή υπ’αριθμ. 10.375/21.1.2014 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της ενάγουσας ____________ ________, η οποία λήφθηκε κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως των εναγομένων στα πλαίσια της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ιδίων διαδίκων, από τις ομολογίες που συνάγονται εκατέρωθεν, από τις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων (άρθρα 261 και 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) καθώς και τα πασίδηλα γεγονότα (άρθρο 336 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :
Δυνάμει του από 5.11.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, η ενάγουσα, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, στον τομέα γυναικείας ένδυσης, μίσθωσε από τις εναγόμενες και συγκεκριμένα από την πρώτη και τη δεύτερη εξ’αυτών τις υπό στοιχεία ΙΣ-Ια και ΥΠ Α-Ια αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες και από την τρίτη των εναγομένων, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, τις υπό στοιχεία ΙΣΠβ και ΥΠ Α-Ιβ αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι οποίες έχουν συνενωθεί με αποτέλεσμα να αποτελούν ένα ενιαίο κατάστημα ισογείου, επιφάνειας 75,50 τ.μ με ενιαίο υπόγειο χώρο επιφάνειας 79,60 τ.μ και με ενιαίο πατάρι επιφάνειας 37,50 τ.μ. που βρίσκεται στην Αθήνα και επί της οδού _________ στην οποία φέρει τον αριθμό 16. Με το ανωτέρω συμφωνητικό συμφωνήθηκε ότι το ενιαίο μίσθιο ακίνητο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από την ενάγουσα ως κατάστημα χονδρικής και λιανικής πώλησης υποδημάτων, ενδυμάτων, αξεσουάρ, ειδών δώρων κ εποχιακών ειδών και γενικά ως κατάστημα της μισθώτριας εταιρείας για τη\^ επίτευξη των σκοπών της όπως αναγράφονται στο καταστατικό της. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε δωδεκαετής, αρξαμένη στις 15.11.2010 και λήγουσα στις 14.11.2022, ενώ το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε για ολόκληρο το ενιαίο μίσθιο ακίνητο στο ποσό των 18.500 ευρώ πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, καταβαλλόμενο κατά το ποσό των 4.625 ευρώ σε κάθε μία εκ της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων και κατά το ποσό των 9.250 στη τρίτη των εναγομένων. Επίσης συμφωνήθηκε ότι το μηνιαίο μίσθωμα 0α αναπροσαρμόζεται ετησίως κατά ποσοστό ίσο με τον πληθωρισμό, αλλά σε καμία περίπτωση κάτω από 4%, ήτοι ακόμα και αν ο πληθωρισμός είναι λιγότερος. Περαιτέρω προκύπτει ότι η ενάγουσα κατέβαλε στις εκμισθώτριες το συνολικό ποσό των 350.000 ευρώ ως άλλη εμπορική αξία, ενώ δαπάνησε συνολικά το ποσό των 148.308,84 ευρώ για εργασίες ανακαίνισης και εσωτερικής διαρρύθμισης που έχρηζε το μίσθιο. Κατόπιν διαρκών εκκλήσεων της ενάγουσας, η οποία από το έτος 2011 οχλούσε τις εκμισθώτριες για μείωση του καταβαλλομένου μισθώματος, εν τέλει με την από 14.6.2012 έγγραφη τροποποίηση του από 5.11.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης των διαδίκων, το μηναίο μίσθωμα μειώθηκε κατά το ποσό των 1.000 ευρώ, ήτοι σε ποσοστό 5% περίπου, ανερχόμενο από τότε και μέχρι το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής αλλά και μέχρι σήμερα στο ποσό των 17.500 ευρώ. Μολονότι η ενάγουσα δε συμφωνούσε εξ’αρχής σε τόσο μικρή μείωση του μηνιαίου μισθώματος, εντούτοις αποδεικνύεται ότι εξαναγκάστηκε να τη δεχθεί προκειμένου να περιορίσει τη ζημιά της (βλ. προσκομιζόμενη από ενάγουσα ένορκη βεβαίωση). Ήδη, όμως, από το έτος 2010 άρχισαν να εκδηλώνονται στη χώρα μας γεγονότα τα οποία δεν ήταν δυνατό να διαγνωσθούν υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες και σε όλο τους το μέγεθος κατά το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως μισθώσεως. Ειδικότερα, από το έτος αυτό (2010), προκειμένου η χώρα να ανταποκριθεί στις τρέχουσες δημοσιονομικές ανάγκες κατέφυγε στην στήριξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και στον μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ακολούθησε σημαντική μείωση των αποδοχών των μισθωτών και συνταξιούχων εγγίζουσα κατά περίπτωση και το 30 /ο, η εμπορική κίνηση όλων των περιοχών της Ελλάδος περιήλθε σε ολοένα και αυξανόμενη πτωτική τροχιά, ενώ πλείστες επιχειρήσεις, ακόμα και εκείνες που μέχρι πρόσφατα ήταν οικονομικά εύρωστες, έκλεισαν με συνέπεια την απώλεια σημαντικού αριθμού θέσεων εργασίας. Η ύφεση της ελληνικής οικονομίας, ήτοι η μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, εξαιτίας των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και μείωσης της εν γένει οικονομικής δραστηριότητας ανήλθε για το έτος 2011 σε ποσοστό 6,1 % για το έτος 2012 σε ποσοστό 7,1% και για το έτος 2013 σε ποσοστό 5,8%, όπως διαπιστώνει η Ελληνική Στατιστική Αρχή στα μετ’επικλήσεως προσκομιζόμενα από την ενάγουσα από 5.10.2012, 12.3.2013 και 12.3.2014 δελτία τύπου αυτής. Στο δε τομέα των επαγγελματικών ακινήτων τόσο οι μισθωτικές όσο και οι αγοραίες αξίες συρρικνώθηκαν περαιτέρω κατά το εννεάμηνο του 2013 καταγράφοντας μέση ετήσια μεταβολή της τάξεως του -18,6 % και -18,2% αντίστοιχα, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2012, κατά το οποίο είχαν ήδη υποστεί παρόμοιες μειώσεις (βλ. την ενδιάμεση έκθεση 2013 νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος), η δε συρρίκνωση αυτή τόσο των μισθωτικών αξιών όσο και των αγοραίων αξιών των επαγγελματικών ακινήτων, ήτοι γραφείων και καταστημάτων συνεχίστηκε και για το έτος 2014 με μέση ετήσια μείωση των τιμών των γραφείων και των καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών κατά τα ποσοστά των 6,9 % και 9,1 % αντίστοιχα, όπως τούτο προκύπτει από την ετήσια έκθεση του διοικητή της _________ για το έτος 2014. Ειδικότερα στον τομέα της ένδυσης και της υπόδησης η οικονομική κρίση έγινε ιδιαίτερα αισθητή κατά τα έτη 2011, 2012 και 2013, εξαιτίας της διαρκώς αυξανόμενης ανεργίας και της μείωσης των εισοδημάτων των καταναλωτών. Συγκεκριμένα η καταναλωτική ζήτηση ειδών ένδυσης και υπόδησης μειώθηκε το έτος 2011 κατά 18,8% συγκριτικά με το 2010 και το έτος 2012 κατά 20,4 % συγκριτικά με το 2011 ενώ μέχρι το Σεπτέμβριο του 2013 (χρόνος άσκησης της κρινόμενης αγωγής) μειώθηκε περαιτέρω κατά 6,6% συγκριτικά με το 2012 (βλ. την ενδιάμεση έκθεση 2013 νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος). Όπως προκύπτει εξάλλου από τους δημοσιευμένους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) ισολογισμούς της ενάγουσας εταιρείας των ετών 2010 – 2014, που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι εναγόμενοι, συνάγονται τ’ ακόλουθα : 1. από τον ισολογισμό της 30.6.2010 (εταιρική χρήση 1.7.2009 – 30.6.2010) η ενάγουσα είχε καθαρά κέρδη χρήσεως ύψους 1.847.593,91 ευρώ και συνολικό τζίρο 16.710.511,99 ευρώ, 2. από τον ισολογισμό της 30.6.2011 (εταιρική χρήση 1.7.2010 – 30.6.2011) η ενάγουσα είχε καθαρά κέρδη χρήσεως ύψους 770.997,82 ευρώ και συνολικό τζίρο 18.722.306,37 ευρώ, από τον ισολογισμό της 30.6.2012 (εταιρική χρήση 1.7.2011 – 30.6.2012) η ενάγουσα είχε καθαρά κέρδη χρήσεως ύψους 488.508,44 ευρώ και συνολικό τζίρο 24.613.014,55 ευρώ, από τον ισολογισμό της 30.6.2013 (εταιρική χρήση 1.7.2012 – 30.6.2013) η ενάγουσα είχε καθαρά κέρδη χρήσεως ύψους 207.478,70 ευρώ και συνολικό τζίρο 2.3.060,62 ευρώ και από τον ισολογισμό της 30.6.2014 (εταιρική χρήση 1.7.2013 – 30.6.2014) η ενάγουσα είχε καθαρά κέρδη χρήσεως ύψους 563.479,21 ευρώ και συνολικό τζίρο 22.364.792,61 ευρώ. Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι παρά τους αυξομειούμενους συνολικούς τζίρους της εταιρείας τα καθαρά της κέρδη ακολούθησαν μια αναμφισβήτητη πτωτική πορεία από το έτος 2010 και εντεύθεν μέχρι το κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής, αφού από το ποσό των 1.847.593,91 ευρώ, που ήταν για τη χρήση 1.7.21009 – 30.6.2010, ανήλθαν σε 770.997,82 ευρώ για τη χρήση 1.7.2010 -30.6.2011, σε 488.508,55 ευρώ για τη χρήση 1.7.2011 – 30.6.2012 και σε 207.478,70 ευρώ για τη χρήση από 1.7.2012 έως 30.6.2013, όλα αυτά δε βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζουν οι ίδιοι οι εναγόμενοι. Όμως και από τα ισοζύγια λογιστικής που προσκομίζει η ενάγουσα προκύπτει ότι και για το συγκεκριμένο μίσθιο κατάστημα υπήρξε πτώση των πωλήσεων κατά τα έτη 2011,2012 και 2013 σε ποσοστό μέχρι και 47%, ειδικότερα ενώ οι πωλήσεις του μίσθιου καταστήματος τον Ιανουάριο του 2011 ήταν 92.353,00 ευρώ, τον Ιούνιο του 2012 ήταν 73.621,00 ευρώ και τον Ιούνιο του 2013 ήταν 53.319,00 ευρώ. Για τους λόγους αυτούς και δη της εξαιτίας της επισυμβάσας απρόβλεπτης οικονομικής ύφεσης, που είχε τ’ ανωτέρω αποτελέσματα για ολόκληρη την εμπορική δραστηριότητα της χώρας, η ενάγουσα από τα μέσα του 2011 ζήτησε τη μείωση του τότε καταβαλλομένου μισθώματος, πλην όμως, οι εναγόμενοι αρνούνταν να συναινέσουν σε οποιαδήποτε μείωση του καταβαλλομένου μισθώματος μέχρι τις 14.6.2012, οπότε και με την προαναφερόμενη τροποποιητική της συμβάσεως μισθώσεως συμφωνία τους αποδέχθηκαν μείωση του καταβαλλομένου μισθώματος, σε ποσοστό 5%, ήτοι κατά το ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο έκτοτε ανέρχεται στο ποσό των 17.500 ευρώ, καταβαλλόμενο κατά το ποσό των 4.375,00 ευρώ σε κάθε μία εκ της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων και κατά το ποσό των 8.750,00 ευρώ στη τρίτη εξ’αυτών. Εξάλλου το γεγονός της εκ μέρους της ενάγουσας αποδοχής της μειώσεως του μισθώματος έστω και κατά το ποσοστό του 5%, προκειμένου να μειώσει την ετήσια ζημία της από το υψηλό* μίσθωμα, ουδόλως αυτό από μόνο του, χωρίς τη συνδρομή περαιτέρω ειδικών συνθηκών, καθιστά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής της καταχρηστικής, υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, ως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, απορριπτόμενης ως αβάσιμης της σχετικής τους ενστάσεως.
Ακολούθως αποδεικνύεται ότι οι μισθωτικές αξίες των επαγγελματικών χώρων στην περιοχή, όπου βρίσκεται το επίδικο μίσθιο, γνωρίζουν και αυτές προοδευτική μείωση. Περί της καταστάσεως που επικρατεί στην αγορά πλησίον του μισθίου καταστήματος, κατέθεσαν μετά λόγου γνώσεως στο ακροατήριο αμφότεροι οι μάρτυρες αποδείξεως και ανταποδείξεως. Από τις καταθέσεις αυτές σε συνδυασμό με τις εκθέσεις προσδιορισμού και εκτίμησης της αγοραίας μισθωτικής αξίας του μίσθιου καταστήματος που προσκομίζουν οι διάδικοι των εταιρειών «_________ Α.Ε» και «_________ » αντίστοιχα, καθώς και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, προκύπτει ότι τα μισθώματα στην περιοχή της οδού _________ έχουν μειωθεί από την αξία που είχαν αυτά κατά τα έτη 2007 και 2008, τουλάχιστον κατά το ποσοστό του 25 %, ενώ η άνοδος για το έτος 2014 από την 31π στην 29ά θέση της οδού _________ στην κατάταξη εμπορικότητας βάσει των εκθέσεων των διεθνών οίκων, έγινε, όπως αναφέρεται στη σχετική έρευνα της εταιρείας «_________ » (που προσκομίζουν οι εναγόμενοι), όχι επειδή αυξήθηκαν τα ενοίκια της περιοχής αυτής, (δηλαδή της οδού _________ ), αλλά επειδή υποχώρησαν τα μισθώματα σε άλλες αγορές, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αυξήθηκαν τα ενοίκια στην περιοχή της _________ κατά το έτος 2014, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι. Επίσης από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το υπόγειο και το πατάρι που υπάρχουν στην περίπτωσή μας εκλαμβάνονται ως παρακολουθήματα του ισογείου καταστήματος και η αξία τους ενσωματώνεται στην αξία του ισογείου, η οποία προσδιορίζεται περαιτέρω από το μικρό μέγεθος της προσόψεως του μισθίου (βιτρίνα) 3,80 μέτρων, εκ του οποίου 1,5 μέτρα αποτελεί την είσοδο του καταστήματος, και το μεγάλο βάθος του σε σχέση με το εμβαδό του. Συγκεκριμένα συγκριτικά στοιχεία που προκύπτουν από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα έχουν ως ακολούθως: 1. Το όμορο του επιδίκου, κατάστημα της φίρμας _________ , που βρίσκεται στον αριθμό ___ της οδού _________ , έχει διπλάσια πρόσοψη, είναι της ίδιας έκτασης με το επίδικο και πωλεί κοσμήματα,
– μισθώνεται δε αντί ποσού 12.500,00 ευρώ, 2. το κατάστημα της φίρμας _________ που βρίσκεται και αυτό στον αριθμό ___ της οδού _________ , έχει διπλάσια βιτρίνα από το επίδικο και επιφάνεια ισογείου 71,-16 τ.μ με αποθήκη 132 τ.μ και πατάρι 71 τ.μ και πωλεί ομοίως είδη ένδυσης (β. και φωτογραφίες), μισθώνεται δε αντί ποσού 11.500,00 ευρώ, 3. το κατάστημα που βρίσκεται στον αριθμό __ της οδού _________ , έχει επιφάνεια ισογείου 153,20 τ.μ (πλέον παταριού) και υπογείου 135 τ.μ μισθώνεται δε αντί ποσού 13.000 ευρώ, ενώ από τις φωτογραφίες που προσκομίζει η ενάγουσα αποδεικνύεται ότι υπάρχουν ακόμα και επ’αυτής, της οδού _________ , καταστήματα που είναι άδεια, προφανώς διότι είναι ανοίκιαστα. Ωστόσο θα πρέπει να τονιστεί ότι στην οδό _________ διαθέτουν καταστήματα φίρμες και αλυσίδες καταστημάτων όπως αυτά των _________ , _________ , _________ , _________ , _________ , _________ , _________ κλπ, ενώ η περιοχή αυτή γειτνιάζει με την Πλατεία Συντάγματος και το Μετρά, σε κοντινή δε απόσταση από αυτή είναι το Μοναστηράκι και το Θησείο, καθισταμένης της εν λόγω περιοχής ως της πλέον εμπορικής του κέντρου των Αθηνών. Όμως τα στοιχεία που επικαλούνται ως συγκριτικά οι εναγόμενοι και δη : 1. αυτό της από 26.7.2011 χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτου με τη Τράπεζα _________ ως εκμισθώτριας, για κατάστημα ισογείου εμβαδού 54,50 τ.μ επί της οδού _________ αριθμ. __ συνολικής επιφάνειας (με πατάρι και υπόγειο) 106,60 τ.μ αντί μισθώματος 34.000 ευρώ για το πρώτο έτος και 22.283,66 ευρώ για το δεύτερο έτος, 2. αυτό του από 14.7.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως με μισθώτρια την εταιρεία «_________ Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία» για κατάστημα ισογείου 56,08 τ.μ με υπόγειο με πατάρι στη γωνία της οδού _________ με την οδό _________ με μηνιαίο μίσθωμα 13.500 ευρώ και 3. αυτό του από 4.1.2012 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως με μισθώτρια την εταιρεία «_________ & ΣΙΑ Ο.Ε» και διακριτικό τίτλο «_________ » για κατάστημα ισογείου 22 τ.μ με υπόγειο 85,35 στη γωνία της οδού _________ με την οδό _________ με μηνιαίο μίσθωμα 7.600 ευρώ, δεν είναι επαρκή και πρόσφορα, αφενός διότι στην πρώτη περίπτωση της χρηματοδοτικής μίσθωσης, στο ποσό του μηνιαίου μισθώματος ενσωματώνεται και το τίμημα εξαγοράς του εν λόγω ακινήτου,, το οποίο κατά τη λήξη της εικοσιενός έτους διάρκειας της μίσθωσής του ανέρχεται σε 50 ευρώ, αφετέρου στη δεύτερη και τρίτη περίπτωση τα καταστήματα είναι γωνιακά, ήτοι με πρόσοψη σε δύο δρόμους, σε διαφορετική δε περιοχή από το επίδικο (το τρίτο από αυτά). Τέλος το μισθωθέν στην εταιρεία «_________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ – ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ» με το από 1.10.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, ακίνητο, που επικαλούνται οι εναγόμενοι αποτελεί πολυώροφο κατάστημα με ισόγειο, υπόγειο, μεσοπάτωμα και πρώτο όροφο συνολικού εμβαδού 562 τ.μ και για το λόγο αυτό το μίσθωμα ανέρχεται σε 25.000 ευρώ μηνιαίως δηλαδή 44 €/τ.μ. Με βάση τ’ανωτέρω συγκριτικά στοιχεία και σύμφωνα με τα πορίσματα αμφοτέρων των προαναφερομένων εκθέσεων εκτίμησης, τους μάρτυρες και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα η μισθωτική αξία στην περιοχή για παρόμοιες του είδους με την ένδικη επιχειρήσεις, ανέρχεται κατά τη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά το κρίσιμο χρόνο καθορισμού της, μεταξύ του ποσού των 160 – 220 € ανά τ.μ. ανάλογα με το εάν το μίσθιο ακίνητο, ως προελέχθη, διαθέτει υπόγειο και πατάρι που προσαυξάνουν την αξία των τετραγωνικών μέτρων του ισογείου καταστήματος, το μέγεθος της προσόψεώς του, το βάθος του σε σχέση με το εμβαδό του, την ασκούμενη σε αυτό εμπορική δραστηριότητα και φυσικά το ακριβές σημείο του δρόμου επί του οποίου βρίσκεται (ζώνες) αυτό. Εξ όλων των ανωτέρω και με δεδομένο ότι η οικονομική κρίση δεν έχει πλήξει στον ίδιο βαθμό όλα τα είδη επιχειρήσεων, αλλά μεταξύ άλλων έχει πλήξει πρωτίστως τις επιχειρήσεις ένδυσης και υπόδησης, όπως η επιχείρηση της ενάγουσας, η οποία έχει υποστεί μείωση των ετήσιων καθαρών κερδών της σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50 %, σε συνδυασμό με την πράγματι προνομιακή θέση στην οποία βρίσκεται το μίσθιο ακίνητο, αλλά και την ειδικότερη μισθωτική αξία της περιοχής για παρόμοιες επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, το Δικαστήριο κρίνει ότι η μισθωτική αξία του μισθίου ακινήτου, υπό καθεστώς ελεύθερης μισθώσεως (ελεύθερου) ανέρχεται στο ποσό των 190 € ανά τ.μ. και συνολικά στο ποσό των (75,50 τ.μ. X 190 €/τ.μ. =) € 14.345 ευρώ πλέον του τέλους χαρτοσήμου εκ ποσοστού 3,6 % και των λοιπών φόρων και τελών για τα οποία υπάρχει υποχρέωση πληρωμής από την ενάγουσα. Με βάση τα στοιχεία αυτά, προκύπτει ότι μεταξύ του οφειλομένου κατά το σύστημα της συμβατικής αναπροσαρμογής του μισθώματος και εκείνου που μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μισθώσεως (ελεύθερου), υπάρχει διαφορά σημαντική, ώστε επιβάλλεται, κατά τις αρχές της καλής πίατεως, αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη, να αναπροσαρμοστεί το οφειλόμενο μίσθωμα στο επίπεδο που αίρει τη δυσαναλογία και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (ΑΠ 508/2010 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). Η δε εμμονή των εναγομένων στην πληρωμή του μισθώματος που προκύπτει από τη συμφωνία, προσκρούει στην απαιτούμενη από τις συναλλαγές καλή πίστη, με συνέπεια να παρίσταται αναγκαία η αναπροσαρμογή (μείωση) του μισθώματος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και για τα επόμενα μισθωτικά μέχρι τη λήξη της μίσθωσης, εφόσον βέβαια παραμένει ενεργός η σύμβαση. Συνακόλουθα καταργείται η συμφωνία των διαδίκων περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος και ισχύει πλέον η νόμιμη αναπροσαρμογή αυτού κατ’άρθρο 7 παρ.3 του ΠΔ/τος 34/1995 (ιδετε ΟΛΑΠ 3/2014 ΝΟΜΟΣ). Ετσι το μηνιαίο μίσθωμα, το οποίο ανερχόταν κατά το χρόνο της επιδόσεως της αγωγής στο ποσό των 17.500 ευρώ, πρέπει να καθοριστεί για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και για τα επόμενα μισθωτικά έτη μέχρι τη λήξη της μίσθωσης στο ποσό των 14.345 ευρώ. Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά την βάση αυτής, η οποία στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, ενώ λόγω, της συνδρομής των στοιχείων της τελευταίας αυτής διατάξεως, δεν συντρέχει περίπτωση έρευνας των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 388 του ΑΚ.
Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να καθορισθεί το μηνιαίο μίσθωμα για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και για τα επόμενα μισθωτικά έτη μέχρι τη λήξη της μίσθωσης, στο ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων σαράντα πέντε (14.345 €) ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κατ’άρθρο 7 παρ.3 του ΠΔ/τος 34/1995 με τη νόμιμη αναπροσαρμογή αυτού και καταβαλλόμενο κατά το ποσό των 3.586,25 ευρώ σε κάθε μία εκ της πρώτη και της δεύτερης των εναγομένων και κατά το ποσό των 7.172,5 ευρώ στην τρίτη εξ’ αυτών. Μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας πρέπει, κατόπιν παραδοχής σχετικού προς τούτο αιτήματος της, να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ το μηνιαίο μίσθωμα για το εκτιθέμενο στο σκεπτικό της παρούσας μίσθιο κατάστημα στο ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων σαράντα πέντε (14.345 €) ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου εκ ποσοστού 3,6 % και των λοιπών συμφωνηθέντων φόρων και τελών, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και για τα επόμενα μισθωτικά έτη μέχρι τη λήξη της μίσθωσης, αναπροσαρμοζόμενο νόμιμα κατ’ άρθρο 7 παρ.3 του ΠΔ/τος 34/1995, καταβαλλόμενο κατά το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (3.586,25 €) σε κάθε μία εκ της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων και κατά το ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν εβδομήντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (7.172,5 €) στην τρίτη των εναγομένων.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 29-1-22016.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ