Περίληψη
ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αριθμός απόφασης 585/2015
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Ιωάννη Παπαϊωάννου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Θάλεια Κυριακίδη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Αθανάσιο Αθανασόπουλο, Πρωτόδικη και τη Γραμματέα Μαρία Κωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 2η Σεπτεμβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «________ », που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφ. ________ ) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Κακολιά,
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: ι) ________ ________ του ________ , κατοίκου Πειραιά (οδός ________ ) και 2) ________ ________ , κατοίκου Νίκαιας Αττικής (οδός ________ ), αμφότεροι οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Γεωργίου Παναγάκου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 04.08.2010 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 147343/ιο.ο8.2θΐο και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 8717/10.08.2010, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της
14.03.2012, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της προκείμενης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία εκθέτει ότι μεταξύ αυτής και του πρώτου εναγομένου συνήφθη τον Δεκέμβριο του έτους 2008 άτυπη σύμβαση έργου ασφαλιστικού συμβούλου με δικαίωμα είσπραξης ασφαλίστρων. Ότι δυνάμει της από ιό.06.2009 έγγραφης σύμβασης μεταξύ των ανωτέρω συμφωνήθηκε μεταξύ τους η διαμεσολάβηση από τον πρώτο εναγόμενο για λογαριασμό της ενάγουσας σε ασφαλιστικές συμβάσεις έναντι αμοιβής, κατά τους όρους που ειδικότερα περιγράφονται στην κρινόμενη αγωγή. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος έλαβε γνώση των όρων της ένδικης σύμβασης και με έγγραφη δήλωσή του προς την ενάγουσα εγγυήθηκε ρητά υπέρ του πρώτου εναγομένου ως αυτοφειλέτης την καταβολή οποιουδήποτε ποσού τυχόν οφείλει ο τελευταίος στα πλαίσια της συμφωνηθείσας συνεργασίας, παραιτούμενος από την ένσταση της διζήσεως και των λοιπών ευεργετημάτων του ΑΚ. Ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2009 η ενάγουσα διαπίστωσε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε παρανόμως και κατά παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων παρακρατήσει ασφάλιστρα ύψους 609-313Δ9 ευρώ. Ότι τον κάλεσε να της επιστρέφει τα εισπραχθέντα οφειλόμενα ασφάλιστρα και εκείνος αναγνώρισε εγγράφως, δυνάμει της από 17.12.2009 δήλωσής του, την ως άνω οφειλή ασφαλίστρων, τα οποία είχε εισπράξει μέχρι το μήνα Νοέμβριο 2009 με την ιδιότητά του ως ασφαλιστικός σύμβουλος και δεν είχε αποδώσει παρανόμως, υποσχέθηκε δε την ολοσχερή εξόφλησή τους. Ότι λόγω της παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς του πρώτου εναγομένου η ενάγουσα κατήγγειλε την 18.03.2010 την ένδικη σύμβαση δυνάμει της από 10.03.2010 εξώδικης δήλωσής της. Ότι κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής η οφειλή ανερχόταν στο ποσό των 12.818,36 ευρώ, τα δε ειδικότερα κονδύλια παραθέτει η ενάγουσα στη συνημμένη στην αγωγή κατάσταση, η οποία έχει καταστεί ενιαίο σύνολο με αυτή. Ότι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου πληροί και την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της υπεξαίρεσης. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος ευθύνεται έναντι της ενάγουσας εις ολόκληρον με τον πρώτο εναγόμενο επί τη βάσει της σύμβασης εγγύησης. Ζητεί δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να της καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον το ποσό των 512.818,36 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης, ο μεν πρώτος εναγόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την ένδικη σύμβαση ασφάλισης, αλλά και με εκείνες που ρυθμίζουν τις αδικοπραξίες, ο δε δεύτερος εναγόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις για τη σύμβαση εγγύησης, να απαγγελθεί εις βάρος του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν αμφότεροι οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (ιη παρ. 2, ι8 και 42 παρ. ι ΚΠολΔ, δεδομένου ότι κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς έχει συμφωνηθεί στην ένδικη σύμβαση δυνάμει ρήτρας παρέκτασης η κατά τόπον αποκλειστική αρμοδιότητα των Δικαστηρίων της Αθήνας για κάθε διαφορά που τυχόν προκόψει από την ένδικη σύμβαση) κατά την τακτική διαδικασία (άρ. 226 επ. ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων ι, 2, 4 και ι6 του ν. 1569/1985, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το π.δ. 298/1986, 361, 68ι, 297, 298, 299, 33°, 34°, 345, 346, 481, 713 επ., 822 επ., 847 επ., 914 επ. ΑΚ, 375 ΠΚ, 907, 908 παρ. ι στ. δ’, 1047 παρ. ι εδ. α’ και βΤ, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ. ι ί α’ και β’ και 68 παρ. ι του ν. 4194/2013 Κώδικας Δικηγόρων (ΦΕΚ Α’ 208/27.09.2013). Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι η ενάγουσα κατέβαλε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες αυτού προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. 49679 Σειρά Γ’ Γραμμάτιο Είσπραξης του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, το υπ’ αριθ. 13834381 Σειρά VI Τύπου Β’ Διπλότυπο Είσπραξης της Δ.Ο.Υ. ΙΓ ’ Αθηνών και το υπ’ αριθ. 720233 Σειρά Α’ Δικαστικό Ένσημο ETAA-TAN).
Οι εναγόμενοι αρνούνται την κρινόμενη αγωγή, ισχυριζόμενοι ότι δεν οφείλουν το αιτούμενο με την κρινόμενη ποσό, διότι τα επιμέρους κονδύλια των ασφαλίστρων ποτέ δεν εισπράχθηκαν από τον πρώτο εναγόμενο, αλλά από τους αναφερόμενους στις προτάσεις τους συνεργάτες, ο δε πρώτος εναγόμενος ουδέποτε διαμεσολάβησε στη σύναψη των σχετικών συμβολαίων, γεγονός που η ενάγουσα γνωρίζει. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι επικαλούνται εξόφληση της ένδικης απαίτησης, λόγω της εκχώρησης στην ενάγουσα του χαρτοφυλακίου του πρώτου ενάγοντος. Ο ισχυρισμός αυτός, τον οποίο οι εναγόμενοι επιχειρούν να θεμελιώσουν στις διατάξεις των άρθρων 440 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ωστόσο απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος και σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις από το χαρτοφυλάκιο που διαχειριζόταν ο πρώτος εναγόμενος δεν ενσωμάτωναν αμοιβαία, ομοειδή και ληξιπρόθεσμη κατ’ άρθρο 440 ΑΚ απαίτησή του κατά της ενάγουσας, ώστε να επέλθει η κατά το μέτρο που καλύπτονται απόσβεσή τους, σε περίπτωση που τίθεντο σε συμψηφισμό.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που λήφθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προκειμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν τόσο ως άμεση απόδειξη όσο και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 393 και 395 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας και του πρώτου εναγομένου συνήφθη η από Δεκεμβρίου 2008 άτυπη σύμβαση έργου ασφαλιστικού συμβούλου με δικαίωμα είσπραξης ασφαλίστρων, όπως συνομολογείται από άπαντα τα διάδικα μέρη, και εν συνεχεία η από 16.06.2009 έγγραφη σύμβαση έργου ασφαλιστικού συμβούλου, με αντικείμενο την ανάθεση από την ενάγουσα στον πρώτο εναγόμενο σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης, τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων. Πιο συγκεκριμένα συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Υποχρεώσεις Ασφαλιστικού Συμβούλου α) ο «Ασφαλιστικός Σύμβουλος» υποχρεώνεται να μελετά την αγορά, να φροντίζει για την αναζήτηση ασφαλιστικών εργασιών από τος οποίους αποδέχεται…… Είσπραξη Ασφαλίστρων-Απόδοση λογαριασμού-
καλυπτόμενες που διενεργούνται από την «Εταιρεία», θέτοντας συγχρόνως υπόψη της κάθε πληροφορία ως προς τη φερεγγυότητα και τη συνέπεια εκείνου που ζητά την ασφάλιση, β) ο «Ασφαλιστικός Σύμβουλος» υποχρεούται να τηρεί τον Κανονισμό Πωλήσεων της «Εταιρείας», τους όρους του οποίου έλαβε γνώση κατά την υπογραφή της ένδικης σύμβασης και τους Διαχείριση: Η «Εταιρεία» αναθέτει στον «Ασφαλιστικό Σύμβουλο» την είσπραξη των ασφαλίστρων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, α) Η είσπραξη των ασφαλίστρων θα πραγματοποιείται από τον «Ασφαλιστικό Σύμβουλο» υπό την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιεί αυτός τις προς τούτο αποκλειστικά ειδικές υπό της «Εταιρείας» εκδιδόμενες αποδείξεις. Τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο «Ασφαλιστικός Σύμβουλος» θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως θεματοφύλακας και υποχρεούται να τα καταθέτει στο Ταμείο της «Εταιρείας» το αργότερε μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την είσπραξή τους, β) Ο «Ασφαλιστικός Σύμβουλος» έχει υποχρέωση να αποστέλλει στην «Εταιρεία» για ακύρωση, μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους και σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα κανονισμό εισπράξεων και ακυρώσεων ασφαλιστηρίων, τα ασφαλιστήρια έγγραφα που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζόμενους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του «Ασφαλιστικού Συμβούλου», με την οποία θα βεβαιώνει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη αναγγελία τυχόν ζημιάς. Σε περίπτωση που ο «Ασφαλιστικός Σύμβουλος» δεν αποστείλει τα πιο πάνω έγγραφα μέσα στην προθεσμία αυτή που ορίζεται παραπάνω οι απαιτήσεις της «Εταιρείας» θα καταλογίζονται σε βάρος του και θα υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας Για τη συνολική αμοιβή του έργου του (υπηρεσιών, κόπων, φροντίδων) ο «Ασφαλιστικός Σύμβουλος» θα δικαιούται προμήθειας που ορίζεται στα πιο κάτω κατά κλάδους ποσοστά στα εισπραχθέντα καθαρά ασφάλιστρα των ασφαλιστηρίων, που έχουν εκδοθεί με τη μεσολάβησή του…… Έναρξη-Λύση και Λοιποί Όροι της Σύμβασης: Η παρούσα σύμβαση αρχίζει από την υπογραφή της και ισχύει για αόριστο χρόνο. Η λύση της επέρχεται ελεύθερα και αζήμια και για τους δύο συμβαλλόμενους, με τη σχετική από τον καθένα τους έγγραφη δήλωση προς τον άλλο μετά πάροδο ενός μήνα από την επίδοση της δήλωσης αυτής… Ρητά συνομολογείται ότι η παράβαση από τον «Ασφαλιστικό Σύμβουλο» οποιοσδήποτε όρου από τους συμφωνημένους με την παρούσα σύμβαση και των υποχρεώσεων του που απορρέουν από αυτή και από το νόμο, καθώς και η έλλειψη ή λήξη οποιασδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις ή ιδιότητες, συνεπάγοντα, εκτός από τυχόν άλλη ευθύνη αυτού και την αυτοδίκαιη λύση της παρούσας σύμβασης και το δικαίωμα της «Εταιρείας» να την καταγγείλει χωρίς σπουδαίο λόγο, σύμφωνα με το νόμο χωρίς αποζημίωση και προειδοποίηση του «Ασφαλιστικού Συμβούλου» για αποζημίωση κάθε ζημίας που θα προέλθει τυχόν σ’ αυτήν από την παράβαση αυτή. Ερμηνεία Συμβάσεων-Αρμοδιότητα Δικαστηρίων: β) Για κάθε δίκη ή διαφορά που θα πηγάζει άμεσα ή έμμεσα από την παρούσα σύμβαση, την ερμηνεία ή την εφαρμογή της, ορίζονται από κοινού, ως αποκλειστικά αρμόδια τα Δικαστήρια της Αθήνας. Περαιτέρω, δυνάμει της χωρίς ημερομηνία Σύμβασης-Δήλωσής του προς την ενάγουσα ο δεύτερος εναγόμενος δήλωσε ότι έλαβε πλήρη γνώση της ένδικης σύμβασης μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου και ότι εγγυάται «ρητά και ανεπιφύλακτα την πιστή τήρηση των όρων αυτής, ευθυνόμενος σωρευτικά και εις ολόκληρον με εκείνον και υποσχόμενος και υποχρεούμενος ότι θα καταβάλει στην Εταιρεία απροφάσιστα κάθε ποσόν το οποίο, τυχόν, θα οφείλει σε εσάς (εννοεί στην ενάγουσα) ο εν λόγω Πράκτωρ από την παραπάνω συνεργασία σας, υποχρεούμενος, σε αντίθετη περίπτωση, σε αποζημίωση κάθε ζημίας της θετικής και αποθετικής. Δηλώνω επίσης ότι παραιτούμαι ρητά και ανεπιφύλακτα από την ένσταση της διζήσεως (Δεν δικαιούμαι να αρνηθώ κανένα οφειλόμενο ποσό μέχρις ότου η Εταιρεία προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του Πράκτορα και αυτή αποβεί άκαρπη) και ότι θα ευθύνομαι ως πρωτοφειλέτης από την παραπάνω αιτία, παραιτούμενος συγχρόνως των ενστάσεων των άρθρ. 862 ΑΚ και 868 ΑΚ καθώς και από τα λοιπά ευεργετήματα του ΑΚ». Η αρχικά άτυπη και μετέπειτα έγγραφη συνεργασία μεταξύ του πρώτου εναγομένου και της ενάγουσας συνεχίστηκε μέχρι τον Δεκέμβριο του έτους 2009, απορριπτομένων ως ουσία αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων ότι η ενάγουσα εταιρεία συμβλήθηκε απευθείας με τρίτους συνεργάτες του πρώτου εναγομένου (μεταξύ άλλων ________ ________ , ________ ________ , ________ ________ , ________ ________ , ________ ________ ), οι οποίοι προωθούσαν τα προϊόντα της ενάγουσας, μεσολαβούσαν για τη σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων και ήταν υπεύθυνοι για την είσπραξη των αντίστοιχων ασφαλίστρων. Ειδικότερα αποδείχθηκε, ο πρώτος ενάγων ήταν ο μοναδικός συνεργάτης της ενάγουσας στα πλαίσια της ένδικης σύμβασης, ο οποίος παραλάμβανε τα ασφαλιστήρια έγγραφα παραγωγής του και τις αντίστοιχες αποδείξεις είσπραξης από αυτήν, ευθυνόμενος ως θεματοφύλακας κατά τους όρους της σύμβασης για την είσπραξη και απόδοση των ασφαλίστρων σε αυτήν (βλ. κατάθεση μάρτυρος ενάγουσας). Κατά το χρονικό αυτό σημείο η ενάγουσα διαπίστωσε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε παρανόμως και κατά παράβαση των ανωτέρω όρων της ένδικης σύμβασης παρακρατήσει ασφάλιστρα συνολικού ύψους 6θ9·31309 ευρώ. Η ενάγουσα τον κάλεσε να της επιστρέφει το ως άνω ποσό και ο πρώτος εναγόμενος προέβη στην από 17.12.2009 έγγραφη δήλωση αναγνώριση χρέους των προαναφερθέντων ασφαλίστρων, δυνάμει της οποίας δήλωνε ότι με την ιδιότητά του ως ασφαλιστικός σύμβουλος με δικαίωμα είσπραξης αναγνωρίζει ότι έχει εισπράξει ασφάλιστρα εκδόσεως μέχρι το μήνα Νοέμβριου 2009 συνολικού ποσού 609.313,19 ευρώ και δεν τα έχει αποδώσει παρανόμως στην ενάγουσα, ότι το ποσό αυτό είναι ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και την ακρίβειά του συνομολόγησε πλήρως και ανεπιφυλάκτως. Υποσχέθηκε δε την πλήρη του εξόφληση, εγγυώμενος με την κινητή και ακίνητη περιουσία του, την οποία δεσμεύθηκε να εκποιήσει μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ακολούθως, η ενάγουσα δυνάμει της από 10.03.2010 εξώδικης δήλωσης, η οποία κοινοποιήθηκε προς τον πρώτο εναγόμενο την ι8.03.2010 (βλ. την υπ’ αριθ. 9708 Β’/ι8.03.2010 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Άννας Παραδεισάνου), προέβη σε καταγγελία της ένδικης σύμβασης, η οποία είχε διακοπεί ήδη από τον Ιανουάριο του 2010, λόγω της παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς του πρώτου εναγομένου. Εξάλλου, κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης το οφειλόμενο από τον πρώτο εναγόμενο ποσό ανερχόταν στο ποσό των 512.818,36 ευρώ, κατόπιν εκκαθάρισης της οφειλής που έλαβε χώρα από την ενάγουσα (βλ. κατάθεση μάρτυρος ενάγουσας) και αποτυπώνεται στη συνημμένη στην κρινόμενη αγωγή κατάσταση χρεωστικών, στην οποία περιγράφονται αναλυτικά ο κωδικός είσπραξης, ο αριθμός ενός εκάστου των ασφαλιστηρίων που εκδόθηκαν από την ενάγουσα για την κάθε ασφάλιση στην οποία διαμεσολάβησε ο πρώτος εναγόμενη, η ημερομηνία έκδοσής τους η ημερομηνία έναρξης και λήξης τους, το ονοματεπώνυμο του ασφαλιζόμενος καθώς και το ποσό των ασφαλίστρων. Από την κατάσταση δε αυτή, σε συνδυασμό και με τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας, που εργάζεται στη Διεύθυνση Διαχείρισης Απαιτήσεων Ασφαλίστρων της ενάγουσας και έχει άμεση αντίληψη σχετικά, αποδεικνύεται ότι η ένδικη οφειλή ανέρχεται στο προαναφερθέν ποσό των 512.818,36 ευρώ.
Το ποσό αυτό εξακολουθούν να οφείλουν αμφότεροι οι εναγόμενοι. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν, έκαστος εις ολόκληρον, στην ενάγουσα το ποσό των 512.818,36 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κριθείσας αγωγής, να κηρυχθεί η προκειμένη απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό (άρ. 907, 908 παρ. 1 εδ. στ’ ΚΠολΔ), διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα και να απαγγελθεί κατά του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας τεσσάρων μηνών, απορριπτομένων ταυτοχρόνως ως ουσία αβάσιμων των ισχυρισμών του πρώτου εναγομένου περί οικονομικής του αδυναμίας και προβλημάτων υγείας, δεδομένου ότι δεν ενισχύονται από τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας λόγω της ήττας τους στην προκειμένη δίκη (άρ. 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ. ι ΐ α’ και β’ και 68 παρ. ι του ν. 4194/2013 Κώδικας Δικηγόρων (ΦΕΚ Α’ 208/27.09.2013), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των πεντακοσίων δώδεκα χιλιάδων οκτακόσιων δέκα οκτώ ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (512.818,36 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κριθείσας αγωγής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την προκειμένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,οο €).
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ κατά του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας τεσσάρων (μ) μηνών ως μέσο εκτέλεσης της προκείμενης απόφασης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (18.700,00 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 18/2/2015.
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο την 25.02.2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ