fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Αριθμός απόφασης 3184/2009

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αικατερίνη Τζιράκη. Δικαστική Πάρεδρο (λόγω κωλύματος των τακτικών δικαστών), την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Ευγενία Γκίκα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Φεβρουάριου 2009, για να δικάσει, την με αριθμό κατάθεσης 127885/7273/2008 αίτηση – προσφυγή.

Των αιτούντων – προσφεύγοντων: 1) ________  ________ του ________ , και 2) ________ ________ του ________ , κατοίκων Ιλίου Αττικής, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Χαράλαμπου Καλαματιανού (ΑΜ/ΔΣΑ: 25213), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Του καθ’ου η αίτηση : Σωματείου με την επωνυμία «________ », που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ιωάννας Μαρώση (ΑΜ/ΔΣΑ: 28196), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Οι αιτούντες – προσφεύγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 20.06.2008 αίτησή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 127885/2008 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 7273/2008, προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 10.11.2008, μετά δε από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των άρθρων 2 του ν. 1712/1987 και 86 ΑΚ συνάγεται ότι στο καταστατικό εκάστης επαγγελματικής οργάνωσης – με σκοπό τη διαφύλαξη, μελέτη και προαγωγή των κοινών οικονομικών, κοινωνικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του στα πλαίσια της εξυπηρέτησης του κοινωνικού συνόλου – πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να ορίζονται οι όροι εισόδου, αποβολής και αποχώρησης των μελών του, εφόσον δε, δεν υφίσταται αντίθετη πρόβλεψη, η είσοδος νέων μελών επιτρέπεται πάντοτε. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 1 και 11 του ν. 1712/1987  (όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 8 επ. του ν. 2081/1992) και εκείνης του  άρθρου 12 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η ελευθερία του  συνεταιρίζεσθαι, συνάγεται ότι το αρμόδιο προς τούτο όργανο του σωματείου καλείται να κρίνει επί των αιτήσεων εισόδου νέων μελών, χωρίς να υφίσταται. καταρχήν, υποχρέωση του να αποδεχθεί τους υποψηφίους ως μέλη του (Σ. Βλαστός, Αστικά Σωματεία, Συνδικαλιστικές Οργανώσεις, Συνεταιρισμοί, εκδ. δ λ σελ. 151). Κατ’ εξαίρεση από τον ως άνω κανόνα, υφίσταται υποκειμενικό δικαίωμα του τρίτου να καταστεί μέλος του σωματείου, όταν τούτο προβλέπεται με διάταξη νόμου ή του καταστατικού αυτού, καθώς και όταν το σωματείο κατέχει μονοπωλιακή θέση σε κλάδο, προς τον οποίο συναρτώνται ζωτικά συμφέροντά του υποψήφιου μέλους (Α. Κρητικός, Δίκαιο Σωματείων σελ. 145 επ., Α. Γεωργιάδης – Μ. Σταθόπουλος, Αστ. Κώδιξ, άρθ. 86, Καρακατσάνης, ΕρμΑΚ 86 αρ. 5, Α.Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, έκδ. 2002, σελ. 191 επ., ΕφΑΘ 1572/1990, ΕλλΔ/νη 1991.583). Επιπλέον, το αρμόδιο προς τούτο όργανο υποχρεούται να αποδεχθεί την είσοδο νέων μελών, όταν στο καταστατικό του σωματείου προβλέπεται ότι μέλη του μπορούν να καταστούν όσοι πληρούν ορισμένες, εκ των προτέρων καθορισμένες, προϋποθέσεις (ΕφΑΘ 7781/2003, αδημ., ΕφΑΘ 1572/1990, ΕλλΔ/νη 1991.583, ΕφΑΘ 1057/1981, Αρμ 35.753, Α. Κρητικός, ο.π. σελ. 146). Περαιτέρω, όπως ορίζεται με τα άρθρα 2 και 4 του ν. 1712/1987 (όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 9 και 11 του ν. 2081/1992) δικαίωμα του προσώπου και αντίστοιχη υποχρέωση της επαγγελματικής οργάνωσης να εγγράψει αυτό ως μέλος της θεμελιώνεται, όταν το υποψήφιο μέλος ασκεί επάγγελμα σχετικό με εκείνο που προστατεύει η ένωση και δεν μετέχει σε άλλες, πλείονες της μίας, πρωτοβάθμιες επαγγελματικές οργανώσεις (ΑΠ 2228/2007 δημ. στη τ.ν.π. Νόμος, ΕφΘεσ 211/2006, ΕΕΔ 2006.543). Συγκεκριμένα, με το άρθρο 2 παρ. 2 του ως άνω νόμου, ορίζεται ότι η Πρωτοβάθμια Επαγγελματική Οργάνωση έχει ως μέλη αποκλειστικά και μόνο φυσικά πρόσωπα, που ανήκουν σε μία από τις καθοριζόμενες από το άρθρου 1 κατηγορίες, η αίτηση δε για εγγραφή μέλους σε Ένωση, Ομοσπονδία ή Συνομοσπονδία υποβάλλεται στο διοικητικό συμβούλιο της αντίστοιχης επαγγελματικής οργάνωσης, εισάγεται προς συζήτηση στην πρώτη συνεδρίαση αυτού και γίνεται δεκτή, αν το υποψήφιο μέλος συγκεντρώνει τους προβλεπόμενους κατ’ άρθρο 2 όρους (άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 1712/1987). Αν η αίτηση απορριφθεί ή παρέλθουν 30 ημέρες χωρίς το διοικητικό συμβούλιο να αποφασίσει, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να προσφύγει στο αρμόδιο κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο μέσα σε αποσβεστική προθεσμία ενός μηνός, που εκκινεί επί ρητής αρνήσεως του διοικητικού συμβουλίου από την κοινοποίηση σε αυτόν της απορριπτικής απόφασης, επί σιωπηρής δε απόρριψης – που τεκμαίρεται ότι υφίσταται μετά την εκπνοή τριάντα ημερών από την υποβολή της αιτήσεώς του – από την επομένη της άπρακτης παρέλευσης της τριακονθήμερης προθεσμίας (ΕφΑΘ 7623/2003, ΕλλΔ/νη 2004.904). Τέλος, σε περίπτωση αρνήσεως του σωματείου να αποδεχθεί την αίτηση του, το υποψήφιο μέλος δύναται να ασκήσει αγωγή, αιτούμενο την καταδίκη του σε δήλωση βουλήσεοις, κατ’ άρθρο 949 ΚΠολΔ (I. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, εκδ. Β’, παρ. 238, Ε. Ποδηματά, Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως, σελ. 91, Α. Κρητικός, Δίκαιο Σωματείων, σελ. 148, Α. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, έκδ. 2002, παρ. 15 αρ. 16). Στην περίπτωση δε ευδοκίμησης της σχετικής αξίωσης, ο ενδιαφερόμενος καθίσταται μέλος του σωματείου από την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης, που θα εκδοθεί ΕφΘεσ 211/2006, ο.π., ΜΠΒολ 745/2002 διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, ΝοΒ 2004.273). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση – προσφυγή τους οι αιτούντες – προσφεύγοντες εκθέτουν ότι το διοικητικό συμβούλιο του καθ’ ου επαγγελματικού σωματείου δεν απάντησε εντός της νόμιμης προθεσμίας επί των αναφερόμενων αιτήσεων τους περί εγγραφής της δεύτερης εξ αυτών ως μέλος του, αν και η τελευταία εργάζεται ως εφημεριδοπώλης, υπό τους μνημονευόμενους ειδικότερα όρους, και πληροί τις τασσόμενες από το νόμο και το καταστατικό του καθ’ ου σωματείου προϋποθέσεις, ώστε να καταστεί μέλος του. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά αιτούνται να αναγνωρισθεί το δικαίωμα εγγραφής της δεύτερης εξ αυτών ως μέλος του καθ’ ου σωματείου, να διαταχθεί η εγγραφή της δεύτερης εξ αυτών ως μέλος του και να καταδικαστεί το καθ’ου στην καταβολή χρηματικής ποινής 100 ευρώ καθ’ έκαστο εξ αυτών, για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης προς το διατακτικό της απόφασης που θα εκδοθεί, και στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση – προσφυγή παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 ΚΠολΔ και 4 παρ. 1 του ν. 1712/1987, ΕφΘεσ 211/2006, ΕΕργΔ 2006.543, ΕφΑΘ 3478/2005, αδημ.). Ωστόσο, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, ως προς τον πρώτο των προσφευγόντων, καθώς δεν επικαλείται ότι τυγχάνει φορέας της επίδικης έννομης σχέσης και της συναφούς αξίωσης εγγραφής ως μέλος του καθ’ ου σωματείου (βλ. ομοίως και στο προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως αντίγραφο της επίδικης από 08.05.2008 και με αριθμό πρωτ. 6674/8-5-2008 αίτησης, το περιεχόμενο της οποίας περιορίζεται στο αίτημα εγγραφής της δεύτερης των αιτούντων – προσφευγόντων ως μέλος του καθ’ ου σωματείου). Περαιτέρω, υπό κρίση αίτηση – προσφυγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 12 του Συντάγματος, 80 επ. και 86 ΑΚ, 1 παρ. 1, 2 παρ. 2 και 4 παρ. 1 του ν. 1712/1987, 949, 176 και 191 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος επιβολής χρηματικής ποινής σε βάρος του καθ’ου σωματείου, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο (ΠΠΑΘ 3102/1991, ΑρχΝομ 1993.251). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αίτηση – προσφυγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, την υπ’ αριθμ. 1004/2009 ένορκη βεβαίωση του ________ ________ του ________ ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ζωής Κουρούμαλη του Ηλία, η οποία λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του καθ’ου σωματείου, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 2046 Β 716-2-2009 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Βασιλικής Χαραλαμποπούλου, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το καθ’ ου η κρινόμενη αίτηση επαγγελματικό σωματείο με την επωνυμία «________ », που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την ένωση των μελών του, την καλλιέργεια πνεύματος συναδελφικής αλληλεγγύης και συνεργασίας, καθώς και την προστασία, προαγωγή και διασφάλιση των ηθικών, οικονομικών, επαγγελματικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των μελών του. Η δεύτερη προσφεύγουσα υπέβαλε προς το καθ’ου σωματείο την από 16.10.2007 και με αριθμ. πρωτοκόλλου 6121/16.10.2007 αίτηση της, με την οποία αιτείτο την εγγραφή της ως τακτικό μέλος του, πλην όμως το διοικητικό συμβούλιο του καθ’ου παρέλειψε να αποφανθεί επ: αυτής. Ακολούθως, η δεύτερη προσφεύγουσα κοινοποίησε προς το καθ’ου την από 08.04.2008 εξώδικη δήλωση και διαμαρτυρία της, με την οποία, καλούσε το διοικητικό συμβούλιο του καθ’ου να αποφανθεί επί του προαναφερθέντος αιτήματος της κατά την επόμενη συνεδρίαση του και να εγγράψει αυτή ως μέλος του. Ωστόσο, το αρμόδιο προς τούτο όργανο του καθ’ ου σωματείου ουδέποτε απάντησε επί του νομοτύπως υποβληθέντος αιτήματος της δεύτερης προσφεύγουσας. Κατόπιν τούτου, η δεύτερη προσφεύγουσα υπέβαλε προς το καθ’ου σωματείο την από 08.05.2008 και με αριθμ. πρωτοκόλλου 6675/8-5-2008 αίτηση της περί εγγραφής της ως μέλους του. Ωστόσο, το διοικητικό συμβούλιο παρέλειψε να αποφανθεί επί της ως άνω αιτήσεως και ουδέποτε εισήγαγε την αίτηση αυτής ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης των μελών του καθ’ ου σωματείου. Όπως βεβαίωσε δε και ο εξετασθείς ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου μάρτυρας ________ ________ , από άμεση και προσωπική του αντίληψη, ως εκ της ιδιότητας του ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου του καθ’ ου σωματείου, το τελευταίο ουδέποτε ενημέρωσε την προσφεύγουσα αναφορικά με τους λόγους παράλειψης εξέτασης της αίτησης της. Κατόπιν τούτου, η δεύτερη αιτούσα άσκησε την κρινόμενη προσφυγή της νομίμως και εμπροθέσμως, ήτοι εντός αποσβεστικής προθεσμίας ενός μηνός από τη σιωπηρή απόρριψη της  αιτήσεως της, η οποία, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εκκινεί από την επομένη της άπρακτης παρέλευσης της τριακονθήμερης προθεσμίας από την υποβολή του αιτήματος της. Σημειωτέον δε ότι η αποσβεστική ως άνω προθεσμία δεν εκκινεί με την άπρακτη παρέλευση τριάντα ημερών από τη σιωπηρή απόρριψη της με αριθμ. πρωτ. 6121/16.10.2007 αίτησης της προσφεύγουσας, αλλά με την εκπνοή της τριακονθήμερης προθεσμίας από τη σιωπηρή απόρριψη της από 08.05.2008 και με αριθμ. πρωτοκόλλου 6675/8-5-2008 αίτησης αυτής. Και τούτο καθόσον οι προαναφερόμενες αιτήσεις της δεύτερης προσφεύγουσας υποβλήθηκαν σε διαφορετικό χρόνο και δεν εισάγουν ταυτόσημο αίτημα, καθώς διαφοροποιούνται ως προς το περιεχόμενο τους, ήτοι ως προς τις προϋποθέσεις στις οποίες εδράζονται και τα δικαιολογητικά τα οποία συνεπικουρούν αυτές. Ειδικότερα, όπως και το καθ’ ου η κρινόμενη προσφυγή συνομολογεί, κατά το χρόνο υποβολής της από 16.10.2007 αίτησης της, η προσφεύγουσα δεν είχε συμπληρώσει δοκιμαστική υπηρεσία ενός έτους ως έκτακτη εφημεριδοπώλης, η εν λόγω, όμως, προϋπόθεση συνέτρεχε στο πρόσωπο της κατά το χρόνο υποβολής της από 08.05.2008 αίτησης αυτής. Συνεπώς, το καθ’ου σωματείο εδύνατο να εξετάσει την από 08.05.2008 αίτηση της προσφεύγουσας, μη δεσμευόμενο από τη σιωπηρώς εκφρασθείσα θέση του επί της προγενέστερης, από 16.10.2007, αιτήσεως αυτής. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 του καταστατικού του καθ’ ου σωματείου ως τακτικά μέλη του μπορούν να εγγραφούν όσοι απασχολούνται αποκλειστικά, κυρίως και κατ’ επάγγελμα, με την πώληση εφημερίδων και περιοδικών στην περιοχή της πόλεως των Αθηνών και των γύρω αυτής δήμων και προαστίων, εφόσον εφοδιασθούν την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος εφημεριδοπώλη, όπως προβλέπεται από τους α.ν. 1093/38, ν. 379/1943 και ν.δ. 2943/1954, και συμπληρώσουν δοκιμαστική υπηρεσία ενός τουλάχιστον έτους ως έκτακτοι εφημεριδοπώλες. Για το χαρακτηρισμό δε της απασχόλησης του υποψηφίου μέλους ως κύριας και κατ’ επάγγελμα, θα πρέπει να εργάζεται τακτικά, αυτοπροσώπως, όλες τις εργάσιμες ώρες και ημέρες, να πωλεί τις εφημερίδες, τα περιοδικά και τα λοιπά έντυπα, που εκδίδονται και κυκλοφορούν δια μέσου των πρακτορείων εφημερίδων, να παραλαμβάνει τα προαναφερθέντα και να επιστρέφει τα φύλλα που δεν διατέθηκαν στα καθορισμένα μέρη. Σε συνέχεια του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι, ως έκτακτα μέλη του καθ’ου σωματείου μπορούν να γίνουν αποδεκτοί όσοι προσλαμβάνονται από τη διοίκηση του για να αναπληρώσουν τα τακτικά μέλη αυτού, τα οποία αποχωρούν για οποιαδήποτε αιτία από το επάγγελμα ή υφίστανται κώλυμα να εργασθούν προσωρινά, προκειμένου να καλυφθούν κυκλοφοριακές ανάγκες του Τύπου. Τα έκτακτα μέλη εφοδιάζονται με την άδεια άσκησης επαγγέλματος, εγγράφονται σε ιδιαίτερο μητρώο εκτάκτων μελών και υποχρεούνται να ασκούν το επάγγελμα στην περιοχή (θέση), που καθορίζεται ειδικά από το διοικητικό συμβούλιο του σωματείου. Επίσης, ορίζεται ότι κατά την πρόσληψη των εκτάκτων μελών προτιμούνται τα παιδιά και οι αδελφοί των εφημεριδοπωλών και των συνταξιούχων εφημεριδοπωλών. Περαιτέρω, σύμφωνα με το αυτό ως άνω άρθρο ορίζεται ότι για την εγγραφή τακτικού ή έκτακτου μέλους του σωματείου πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του υποψηφίου οι κάτωθι προϋποθέσεις, ήτοι: α) να είναι Έλληνας Πολίτης ή Έλληνας το γένος και να μην έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, β) να έχει ηλικία όχι μικρότερη από τα 16 χρόνια ούτε μεγαλύτερη από τα 40 χρόνια, γ) να μην έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, ψευδορκία, ψευδή καταμήνυση, προσβολή των ηθών, λαθρεμπορία και εμπόριο και χρήση ναρκωτικών σε βαθμό πλημμελήματος ή για οποιοδήποτε αδίκημα σε βαθμό κακουργήματος, δ) να είναι απόλυτα υγιής, βάσει γνωματεύσεων δύο ιατρών, που ορίζει η Διοίκηση του Σωματείου και πληρώνονται από τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει δικαίωμα να ορίσει και ένα τρίτο δικό του γιατρό και να ε) δηλώσει έγγραφα ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα τις διατάξεις του καταστατικού και τις νόμιμες αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων του σωματείου. Τέλος ορίζεται ότι, επί των αιτήσεων εγγραφής τακτικών μελών του σωματείου αποφασίζει κατ’ αρχήν το διοικητικό συμβούλιο του σωματείου και οριστικά η πρώτη μετά την απόφαση του (διοικητικού συμβουλίου) γενική συνέλευση των μελών του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη  προσφεύγουσα είναι Ελληνίδα υπήκοος, τυγχάνει 30 ετών (γεννηθείσα το 1979) και απόλυτα υγιής (βλ. το προσκομιζόμενο μετ’επικλήσεως αντίγραφο της αστυνομικής ταυτότητας της αιτούσας, το υπ’ αρ. πρωτ. 18119/24.4.2008 πιστοποιητικό γέννησης και το από 5-11-2008 αντίγραφο ιατρικής γνωμάτευσης ιατρού του Τ.Μ.Υ. ΙΚΑ Αγ. Αναργύρων. ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), δεν στερείται των πολιτικών ή αστικών δικαιωμάτων της και δεν έχει καταδικαστεί για κανένα αδίκημα (βλ. το προσκομιζόμενο μετ’επικλήσεως ποινικό μητρώο αυτής). Η προσφεύγουσα ασκεί το επάγγελμα του εφημεριδοπώλη από τον Οκτώβριο του έτους 2007, προσηκόντως και αυτοπροσώπως, συνεργαζόμενη με τον πατέρα αυτής, ________ ________ του ________ , στην περιοχή Παλαιού Φαλήρου Αττικής, απασχολούμενη πραγματικά, καθημερινά και αποκλειστικά με την παραλαβή και διανομή – πώληση εφημερίδων, περιοδικών και λοιπών διανεμόμενων δια των πρακτορείων εφημερίδων εντύπου. Σημειωτέον δε ότι, η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να κατέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, καθώς, όπως συνάγεται από το άρθρο 54 του ν. 1093/1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 του ν. 780/1978, προκειμένου το υποψήφιο μέλος να αποκτήσει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος εφημεριδοπώλη, θα πρέπει να τυγχάνει κάτοχος δελτίου ταυτότητας εφημεριδοπώλη, το οποίο εκδίδεται από την καθ’ ης ________ . Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η προσφεύγουσα δεν ασκεί άλλο επάγγελμα, ούτε τυγχάνει εγγεγραμμένη σε άλλες επαγγελματικές οργανώσεις, δήλωσε δε ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα άπαντα τα οριζόμενα στο καταστατικό του καθ’ ου, καθώς και τις αποφάσεις των οργάνων αυτού. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η εγγραφή της προσφεύγουσας ως μέλος του καθ’ ου σωματείου, που κατέχει μονοπωλιακή θέση στον οικείο επαγγελματικό κλάδο ασκεί καίρια και αποφασιστική επιρροή στην προάσπιση των επαγγελματικών της συμφερόντων. Περαιτέρω, το καθ’ ου ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τις οικείες νομοθετικές και καταστατικές προβλέψεις, της εγγραφής νέου μέλους προηγείται ο καθορισμός του τόπου άσκησης του επαγγέλματος αυτού (περιοχή καλύψεως), σύμφωνα με τις ανάγκες του καταναλωτικού κοινού, και η παραχώρηση συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής από το διοικητικό συμβούλιο του. Ωστόσο, από τις διατάξεις του άρθρου ι του ν.δ. 2943/1954 – σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα πωλήσεως προς το κοινό των κυκλοφορουσών μέσω πρακτορείων εφημερίδων και περιοδικών εκτείνεται στην περιφέρεια που καθορίζεται και γνωστοποιείται εγγράφως από την οικεία ________  προς την οικεία ________ και τα πρακτορεία τύπου – συνάγεται ότι ο προσδιορισμός της περιοχής απασχόλησης εκάστου εφημεριδοπώλη δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εγγραφή αυτού ως μέλους της οικείας Ένωσης. Αντίθετα, οι τασσόμενες για τη θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος προϋποθέσεις αναφέρονται εξαντλητικά στην αυτή ως άνω διάταξη, και περιορίζονται στη διαπίστωση ότι ο εφημεριδοπώλης είναι ασφαλισμένος στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς, έχει ως αποκλειστικό επάγγελμα του τη διακίνηση των ως άνω εντύπων και απασχολείται σε όλες τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, προσωπικά στην πώληση, παραλαβή και παράδοση των εντύπων. Επίσης, το καθ’ου σωματείο ισχυρίζεται ότι, η απασχόληση της δεύτερης προσφεύγουσας στην περιοχή Παλαιού Φαλήρου Αττικής είναι περιττή και δεν ανταποκρίνεται στις καταναλωτικές ανάγκες της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, η επίδικη δε αξίωση εγείρεται καταχρηστικά από τη δεύτερη προσφεύγουσα, προκειμένου να επιτύχει την εγγραφή της στον οικείο ασφαλιστικό φορέα, ενώ γνωρίζει ότι δεν υφίσταται αντίστοιχη ανάγκη του καταναλωτικού κοινού και ότι η ίδια δεν εκτελεί τα καθήκοντα της πραγματικώς, προσηκόντως και αυτοπροσώπως. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η αίτηση της δεύτερης προσφεύγουσας έτυχε διερεύνησης από το αρμόδιο προς τούτο όργανο του καθ “ου σωματείου και ότι κατά την εξέταση για τη συνδρομή των αιτούμενων προϋποθέσεων, αποδείχθηκε ότι οι καταναλωτικές ανάγκες της περιοχής Παλαιού Φαλήρου Αττικής καλύπτονται επαρκώς με την απασχόληση δύο ατόμων, ήτοι του πρώτου των αιτούντων και του ________  ________  του ________ , υιού του πρώτου και αδελφού της δεύτερης εξ αυτών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη προσφεύγουσα ασκεί το επάγγελμα του εφημεριδοπώλη από τον Οκτώβριο του έτους 2007, εκτελώντας τα προβλεπόμενα κατά νόμο καθήκοντα της πραγματικά, προσηκόντως και αυτοπροσώπως. Ειδικότερα, όπως από άμεση και προσωπική,  αντίληψη βεβαίωσε ο εξετασθείς νομίμως ενώπιον του ακροατηρίου του .Δικαστηρίου τούτου μάρτυρας. ________ ________ , ως εκ της ιδιότητας του ως εφημεριδοπώλη και μέλους του καθ’ου σωματείου, η δεύτερη προσφεύγουσα προσέρχεται στο υποπρακτορείο διανομής ημερήσιου και περιοδικού τύπου που εδρεύει στην οδό ________ στην περιοχή Αγίου Ιωάννη  Ρέντη, προκειμένου να παραλάβει εφημερίδες και περιοδικά, εν συνεχεία δε εργάζεται ως εφημεριδοπώλης, συνεργαζόμενη με τον πατέρα της. ________ ________ , στην περιοχή Παλαιού Φαλήρου Αττικής (βλ. την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως υπ’ αριθμ. 1004/2009 ένορκη βεβαίωση του ________ ________ ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ζωής Κουρούμαλη). Προς επίρρωση των ανωτέρω, και ο μάρτυρας ________ ________ , αν και κατέθεσε ότι από συναδέλφους του και το υποπρακτορείο διανομής τύπου γνωρίζει ότι ο πρώτος των αιτούντων, ο υιός του (________ ________ του ________ ) και η δεύτερη αιτούσα προσέρχονται και παραλαμβάνουν το διανεμητέο υλικό εναλλάξ, εν συνεχεία δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τα πρόσωπα από τα οποία αντλήθηκαν οι σχετικές πληροφορίες. Συνεπώς, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και να διαταχθεί η εγγραφή της δεύτερης αιτούσας – προσφεύγουσας ως μέλος του καθ’ ου η κρινόμενη προσφυγή σωματείου. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της δεύτερης αιτούσας – προσφεύγουσας θα πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθεί εις βάρος του καθ’ ου σωματείου, λόγω της ήττας του (176 ΚΠολΔ), ενώ μέρος των δικαστικών εξόδων του καθ’ου σωματείου πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του πρώτου αιτούντος- προσφεύγοντος, λόγω της ήττας του (176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση ως προς τον πρώτο αιτούντα – προσφεύγοντα.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων του καθ’ ου σωματείου σε βάρος του πρώτου αιτούντος – προσφεύγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Δέχεται την αίτηση ως προς τη δεύτερη αιτούσα – προσφεύγουσα.

Διατάσσει την εγγραφή της δεύτερης αιτούσας – προσφεύγουσας, ως μέλος του καθ’ ου σωματείου με την επωνυμία «________ », που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων της δεύτερης αιτούσας – προσφεύγουσας σε βάρος του καθ’ου σωματείου, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις  23-4-09

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία