Περίληψη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ : 175858/2010
ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ: 11587/2010
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 5735 /2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη, Πρωτόδικη που ορίστηκε απο την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του τη 17.4.2013, με τη σύμπραξη του Γραμματέα Βασιλείου Μαργώνη για να δικάσει την υπόθεση :
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Τεθείσης υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «________ » που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ________ ) και εκπροσωπείται νόμιμα από την εκκαθαρίστρια Αικατερίνη Μπαϊρακτάρη ορκωτή ελεγκτρια η οποία παρέστη διά της πληρεξούσιας της δικηγόρου Αθηνάς Σομπόνη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «________ » και το διακριτικό τίτλο « ________ » που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής (οδός ________ ) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ________ ________ του Χαράλαμπου, κατοίκου Νίκαιας Αττικής (οδός ________ ), ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της ανωτέρω εταιρείας οι οποίοι παρεστησαν διά της πληρεξούσιας τους δικηγόρου Ιωάννας Μαρώση.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης 175858/2010 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11587/2010 αγωγή της η οποία προσδιορίστηκε και γράφτηκε στο πινάκιο για να συζητηθεί, το πρώτον τη δικάσιμο της 16.01.2013, κατά την οποία η συζήτησή αναβλήθηκε για τη σημερινή δικάσιμο της κατά την οποία και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294 εδ. a , 299 § 1 και 297 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής που γίνεται κατά τη συζήτησή της, που λαμβάνει χώρα είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και η σχετική δίκη καταργείται. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 188 § 1,189 § 1 εδ. γξ 191 και 192 του ΚΠολΔ και 107 του Κώδικα Δικηγόρων, συνάγεται ότι στην περίπτωση παραίτησης από τη αγωγή, ως διαδικαστική πράξη που γίνεται από τον ενάγοντα με επίδοση δικογράφου στον εναγόμενο, γεννάται υπέρ του τελευταίου αξίωση κατά του παραιτούμενου ενάγοντος που εξομοιώνεται με διάδικο που ηττάταί, για απόδοση των αναγκαίων δικαστικών και εξώδικων εξόδων στα οποία αυτός υπεβλήθη μέχρι του χρόνου της παραίτησης και στα οποία περιλαμβάνεται και η, κατά την ισχύουσα διατίμηση, αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του για τη σύνταξή προτάσεων προς απόκρουση της αγωγής από το δικόγραφο της οποίας ο ενάγων παραιτήθηκε, εφόσον μέχρι τότε είχε ολοκληρωθεί η σχετική ενέργεια που αφορά η αμοιβή αυτή (οράτε ΑΠ 648/2009 ΕλλΔνη 2011 σ. 423, 857/2003 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΛάρ 340/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σχετική επίσης η ΕφΠατρών 910/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, η ενάγουσα, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, δήλωσε ότι περιορίζει το αίτημά της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, δήλωση που ισοδυναμεί με μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής αναφορικά με το δεύτερο εναγόμενο, εφόσον, με την τροπή του αυτή αγωγικού αιτήματος, το αίτημα για την απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του έχει καταστεί, με τον τρόπο αυτό, άνευ αντικειμένου. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί καταργημένη η δίκη αναφορικά με το δεύτερο εναγόμενο, όπως και κατωτέρω θα εκτεθεί.
Β.α. Κατά το άρθρο 16 § 1 του Ν. 1569/1985, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 36 § 24 Ν. 2496/1997, ο ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό.
Πρόσωπο το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων για την πρόσκτηση εργασιών. Η σύμβαση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη. Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη (οράτε και ΑΠ 650/2002 ΧρΙΔ 2002 σ. 631). Η ασφαλιστική επιχείρηση όμως μπορεί, σύμφωνα με την § 4 εδ. α’ του άρθρου 16 του Ν. 1569/1985. όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 13 § 1 Ν. 2170/1933, να αναθέτει στον ασφαλιστικό σύμβουλο την είσπραξη ασφαλίστρων. Σε περίπτωση δε είσπραξης ασφαλίστρων, κατά το άρθρο 8 §§ 1 και 2 του ΠΔ 298/1996, που εκδόθηκε σε εκτέλεση του Ν. 1569/1985, ο ασφαλιστικός σύμβουλος υποχρεούται να τα καταθέσει στην ασφαλιστική επιχείρηση ή σε τράπεζα στο όνομα της επιχείρησης, το βραδύτερο στο τέλος κάθε εβδομάδας, μετά την παρακράτηση της συμφωνηθείσας προμήθειας και των νομίμως αναγνωριζόμενων εξόδων, θεωρούμενος ως θεματοφύλακας, ενώ τα ασφάλιστρα που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη. Η νομική φύση της σχέσης του ασφαλιστικού συμβούλου με την ασφαλιστική εταιρία και η δυνατότητα εκπροσώπησης ή όχι αυτής κατά την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, εντεύθεν δε η δέσμευση της ασφαλιστικής εταιρίας και η παράλληλη τυχόν ευθύνη αυτού έναντι τρίτων, δεν αποκλείει εξ ορισμού τη σχέση προστήσεως με την ασφαλιστική εταιρία, την ευθύνη αυτου εξ αδικοπραξίας για την επ’ ευκαιρία της άνω δράσης του προξενηθείσα σε τρίτο ζημία, συνεπώς δε και την εις ολόκληρο ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας, εάν ________ αποδεικνύεται σχέση προστήσεως. Με την έννοια ότι η ασφαλιστική εταιρία με τη σχετική σύμβαση διεφύλαξε για τον εαυτό της τη διεύθυνση και επίβλεψη του έργου του ασφαλιστικού συμβούλου με την παροχή δεσμευτικών γι’ αυτόν εντολών και οδηγιών, έστω και στα πλαίσια μιας χαλαρής εξάρτησης, οπότε ο τελευταίος θεωρείται προστηθείς από την εν λόγω εταιρία (οράτε ΑΠ 1755/2007 ΕΕμπΔ 2008 σ. 328, 684/1999 ΕλλΔνη 2000 σ. 344, ΕφΘεσ 555/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1524/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 5712/2006 ΕλλΔνη 2007 σ. 234, 1897/2003 ΕλλΔνη 2005 σ. 192, και I. Ρόκα Ιδιωτική ασφάλιση 10η έκδοση §§ 741, 751, 561, 764). β. Περαιτέρω, η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των άρθρων 904 επ. ΑΚ, τόσο από ουσιαστική, όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί, αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι αυτή θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (οράτε ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 475, 712/2001 ΕλλΔνη 2002 σ. 762, 930/1997 ΕΕΝ 1999 σ. 50, 1322/1996 ΕλλΔνη 1997 σ. 1045, ΕφΛάρ 347/2005 Δικογραφία 2005 σ. 530, ΕφΑΘ 2044/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγόμενου, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 § Ια ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγόμενου δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση έργου ή την πώληση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο; διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κύρια βάση απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο, λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης·. Έτσι, πληρούται, με τον τρόπο αυτό, ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (οράτε ΟλΑΠ 22-23/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 1261, ΑΠ 1647/2002 ΕΕργΔ 2003 σ. 748, σχετικές επίσης οι ΑΠ 1056/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1457/2001 ΕλλΔνη 2002 σ. 1690, 1322/1996 ΕλλΔνη 1997 σ. 1045, ΕφΑΘ 5617/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1523).
Γ. Με την υπό κρίση αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται από το Δικαστήριο και μετά το νομότυπο περιορισμό του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό που έλαβε χώρα με τις προτάσεις, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, με την από 01.6.2005 έγγραφη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου που καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ των διαδίκων, η πρώτη εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να μεσολαβεί σύμφωνα με τις διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας και τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση της οποίας το κείμενο ενσωματώνεται στην υπό κρίση αγωγή, στη σύναψη και διαχείριση ασφαλιστικών συμβάσεων με φυσικά ή νομικά πρόσωπα για κινδύνους και στους κλάδους ασφαλίσεων στους οποίους η ενάγουσα δραστηριοποιείται ή στο μέλλον θα δραστηριοποιείται. Επίσης, με βάση τη σύμβαση αυτή, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στην πρώτη εναγομένη για την εκτέλεση του έργου της αυτού, προμήθεια επί των καθαρών ασφαλίστρων που θα εισπράττονται ή θα λογίζονται εισπραχθέντα και θα χρεώνονται σε αυτή, σύμφωνα με τον από 01.6.2005 πίνακα προμηθειών που επισυνάφθηκε στη σύμβαση αυτή, ενώ, ωσαύτως, προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων παρατιθέμενων ειδικά στην αγωγή όρων, ότι, σε περίπτωση, που, για οποιοδήποτε λόγο επιστρέφονται ασφάλιστρα στον ασφαλισμένο, τότε οι προμήθειες θα επιστρέφονται στην ενάγουσα. Στη συνέχεια, η ενάγουσα αναφέρει ότι η πρώτη εναγόμενη προχώρησε στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό της ενάγουσας με τρίτους – ασφαλισμένους, προβαίνοντας στην είσπραξη αντίστοιχων ασφαλίστρων, με την επισήμανση ότι, το χρονικό διάστημα από 07.7.2005 μέχρι 04.01.2006, δημιουργήθηκε χρεωστικό σε βάρος της πρώτης εναγόμενης και υπέρ της ενάγουσας, οφειλόμενο στο ότι η πρώτη εναγομένη, αντισυμβατικά και παράνομα, κατά την ενάγουσα, δεν απέδιδε σε εκείνη το σύνολο των μεικτών ασφαλίστρων του εκάστοτε μήνα χρέωσης μετά· την αφαίρεση των προμηθειών που αναλογούσαν στα εισπραχθέντα ασφάλιστρα, με βάση τη συνημμένη στην αγωγή κατάσταση παραγωγής και πληρωμών συνεργάτη, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Βάσει δε των ανωτέρω, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι προέκυψε χρεωστικό, σε βάρος της πρώτης εναγομένης, τελικό υπόλοιπο ύψους 30.714,91 ευρώ. Παράλληλα, η ενάγουσα προβάλλει ότι με την υπ’ αριθμ. Κ3-104/04.01.2006 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της και η οποία τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, διακόπτοντας ταυτόχρονα την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών, με εξαίρεση την κάλυψη αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία οχημάτων έναντι τρίτων που διήρκεσε για ένα ακόμα μήνα, ήτοι μέχρι και την 04.02.2006. Σχετικά, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι τα ασφάλιστρα, για τον κλάδο αστικής ευθύνης, για το χρονικό διάστημά μετά την 04.02.2006 και τα ασφάλιστρα για τους λοιπούς κλάδους ζημιών, για το χρονικό διάστημα μετά την 04.01.2006 είναι μη δεδουλευμένα με αποτέλεσμα, η πρώτη εναγομένη να υποχρεούται, για την αιτία αυτή, να επιστρέφει στην ενάγουσα, από προμήθειες μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, το συνολικό ποσό των 13.068,03 ευρώ, της συνολικής της οφειλής διαμορφούμενης στο ποσό των 43.782,94 ευρώ. Για τους λόγους δε αυτούς και ισχυριζόμενη ότι μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτιστεί σύμβαση εντολής, βάσει της οποίας η εντολοδόχος πρώτη εναγομένη είχε την υποχρέωση να αποδώσει στην ενάγουσα ό,τι η πρώτη εναγομένη έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της, ήτοι το χρηματικό αυτό ποσό (υπό μορφή προμηθειών) των οποίων δεν ήτα\’ κυρία, διαπράττοντας έτσι υπεξαίρεση σε βάρος της, εφόσον δεν της το απέδωσε, καίτοι οχλήθηκε προς τούτο, ζητεί να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγομένη της οφείλει το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο από την 04.3.2006, σύμφωνα με το δέκατο όρο της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, άλλως από την επομένη της επίδοσης της από 02.7.2010 εξώδικης έγγραφης όχλησης της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη και, επικουρικά, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, την επιδίκαση του οποίου, επικουρικά, αξιώνει με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, την απαγγελία σε βάρος του δεύτερου εναγομένου, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, προσωπικής κράτησης διάρκειας δώδεκα μηνών και τέλος την καταδίκη της πρώτης εναγομένης στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που είναι κατά τόπο και καθ’ ύλην αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 14 § 2 και 22 ΚΠολΔ) και είναι, αναφορικά με την κύρια αυτής βάση, επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 16, 21 Ν. 1569/1985 «Διαμεσολάβηση στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λπ.», όπως το άρθρο 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 Ν. 2170/1993 και 13 Ν. 2496/1997, 8 § 1, 9 § 4 ΠΔ 298/1986, 297, 298, 822, 914, 341, 345, 346 ΑΚ, 1 ΕΝ, 2 ΒΔ 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητος των Εμποροδικείων», 6 ΠΔ 295/1996, και 176 ΚΠολΔ, αδιάφορου όντος του νομικού χαρακτηρισμού στον οποίο προβαίνει η ενάγουσα, εφόσον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 § 2, 216 § 1, 335, 337, 338, και 559 αρ. 1, 8 και 10 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών που ο ενάγων επικαλείται, στα οποία θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το ουσιαστικό Δικαστήριο (πρωτοδικείο ή εφετείο), το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εννομων σχέσεων που αναδύονται εκ των κατά σαφή τρόπο περιστατικών των οποίων λαμβάνει χώρα η επίκληση, και όπως αυτά στη συνέχεια προκύπτουν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου από τις διεξαχθείσες αποδείξεις, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από το διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό τους χαρακτηρισμό, αλλά και χωρίς, κατά τη διαφορετική αυτή νομική εκτίμηση, το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη πράγματα ως αληθινά, χωρίς απόδειξη (οράτε ΑΠ 734/2011 ΕλλΔνη 2012 σ. 374 με παρατηρήσεις Γ. Ν. Διαμαντόπουλου, 1468/2005 ΕλλΔνη 2006 σ. 91, 431/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 1059), πλην όμως, απορριπτέα ως αόριστη αναφορικά με την επικουρική τοιαύτη, με την οποία επιδιώκεται η στήριξη της αγωγής στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφόσον δεν εμπεριέχεται απλή έστω επίκληση της ακυρότητας της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσης σύμβασης, σε αρμονία με όσα αναφέρονται στη μείζονα πρόταση ανωτέρω υπό στοιχείο Ββ, ενώ αναφορικά με το αίτημα της για την απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του δεύτερου εναγομένου, επισημαίνεται ότι έχει καταστεί, μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, άνευ αντικειμένου. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, αναφορικά με την κύρια αυτής βάση.
Δ.α. Κατά τη διάταξη του άρθρου 300 § 1 ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή στην έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει. Η διάταξη αυτή, όπως άλλωστε προκύπτει και από τη διατύπωσή της, εφαρμόζεται μόνο αν υπάρχει υποχρέωση προς αποζημίωση, ανεξάρτητα αν ο λόγος είναι αθέτηση προϋφιστάμενης ‘ ενοχής ή αδικοπραξία. Δεν έχει δε εφαρμογή στην περίπτωση συμβατικής παροχής (οράτε ΑΠ 56/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1948/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 625, 44/2006 ΕλλΔνη 2007 σ. 1507, ΕφΙωαν 30/2004 ΕλλΔνη 2005 σ. 516, ΕφΑΘ 2715/1996 ΝοΒ 46 σ. 216, Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ τόμος Β’ υπό άρθρο 300 σ. 113 πλαγ. 7, Σταθόπουλο σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου υπό άρθρο 300 αρ. 4). Επίσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 440, 441 και 443 ΑΚ, ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η δήλωση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν. Σχετικά, για να είναι ορισμένη η ένσταση του συμψηφισμού, που προτείνεται στο δικαστήριο πρέπει να διαλαμβάνεται στις προτάσεις του διαδίκου και σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται η συνδρομή των προϋποθέσεων του συμψηφισμού και συγκεκριμένα : α) περιγραφή, ο χρόνος γέννησης και το ποσό των απαιτήσεων που προτείνονται σε συμψηφισμό οι οποίες πρέπει να είναι «αμοιβαίες» ως προς την αγωγική αξίωση δηλαδή ο δανειστής της μίας απαίτησης να είναι και οφειλέτης της άλλης και αντιστρόφως, β) οι απαιτήσεις να είναι «ομοειδείς» δηλαδή; τα αντικείμενά τους να έχουν τα ίδια γνωρίσματα, γ) οι απαιτήσεις να είναι «υποστατές και έγκυρες» διότι άλλως δεν επέρχεται απόσβεση της έγκυρης παροχής και δ) οι’ “‘ V ‘”ΧΊ. αξιώσεις να είναι «ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες». Ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση και όχι η απαίτηση, αφού η προθεσμία τάχθηκε υπέρ του οφειλέτη. Διαφορετικά, η ένσταση συμψηφισμού προτείνεται αορίστως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και η αοριστία δεν μπορεί να αρθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα στα οποία περιλαμβάνονται τα ελλείποντα δικαιοπαραγωγικά γεγονότα (οράτε I. Ν. Κατρά Αγωγές Αστικού Κώδικα και Ενστάσεις 5η έκδοση σ. 1170 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία), β. Η πρώτη εναγομένη, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις της και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, αρνείται την αγωγή, ζητώντας την απόρριψή της, προβάλλοντας επίσης ισχυρισμό περί έλλειψης της παθητικής νομιμοποίησής της, επικαλούμενη, ειδικότερα, μεταξύ των διαδίκων η από 01.5.2006 σύμβαση υπογράφτηκε τυπικώς, όπως υποστηρίζει, με πραγματικό όμως αντικείμενο τη διεύρυνση του δικτύου των συνεργατών της ενάγουσας οι οποίοι και θα προωθούσαν τα ασφαλιστικά της προϊόντα, κατά κύριο λόγο, στον κλάδο του αυτοκινήτου. Η εναγομένη, συναφώς, προβάλλει ότι υπήρχαν πολλά πρόσωπα (συνεργάτες της ενάγουσας) επιφορτισμένα με την προώθηση και μεσολάβηση για τη σύναψη των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, με την ευθύνη, παράλληλα, της είσπραξης των ασφαλίστρων από τις ασφαλιστικές αυτές συμβάσεις για τη σύναψη των οποίων είχαν οι ίδιοι μεσολαβήσει, πρόσωπα για δύο από τα οποία παραθέτει στοιχεία.
Σχετικά, η πρώτη εναγομένη υποστηρίζει ότι οι ασφαλισμένοι των επίδικων συμβολαίων δεν είχαν καμία επαφή μαζί της, εφόσον οι ασφαλισμένοι αυτοί συναλλάσσονταν μόνο με τα δύο πρόσωπα – συνεργάτες της ενάγουσας, στοιχείο που όπως αναφέρει, πολύ καλά γνώριζε η ενάγουσα, η οποία ήταν και σε συνεχή επαφή με τους δύο αυτούς συνεργάτες της. Παράλληλα, η εναγομένη υποστηρίζει ότι τα ασφάλιστρα για τα δεκατέσσερα ασφαλιστήρια (συνολικού ύψους 7.340,55 ευρώ) που μνημονεύει στις προτάσεις της ουδέποτε εισπράχθηκαν, ενώ ωσαύτως, αναφέρει ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι τα επίδικα ασφάλιστρα έχουν πράγματι εισπραχθεί από την εναγομένη, ενώ, σχετικά, ισχυρίζεται ότι, με την απλή έκδοση των συμβολαίων αυτών, χωρίς αντίστοιχο υπογεγραμμένο συμβόλαιο, προκαταβολή και χωρίς αντίστοιχη υπογεγραμμένη αίτηση, δεν μπορεί να αποδειχθεί η είσπραξη των επιδίκων ασφαλίστρων, αιτία για την οποία ζητεί να διαταχθεί η ενάγουσα να προσκομίσει τα αρχικά υπογεγραμμένα συμβόλαια, καθώς και αιτήσεις υπογεγραμμένες γι’ αυτά. Περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη προβάλλει ότι, μεταξύ των διαδίκων, είχε καταρτιστεί σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, επικαλούμενη ότι είχε πλήρη εξουσία χρησιμοποίησης των εισπραχθέντων ασφαλίστρων κατά το δοκούν (πληρωμή αποζημιώσεων, συμψηφισμός με δικές της προμήθειες, πληρωμή εξόδων κ.λπ.), με την υποχρέωση, μετά από αίτημα της ενάγουσας και μετά τις εκκαθαρίσεις μεταξύ των διαδίκων, να της αποδώσει το ανάλογο ποσό, με την επισήμανση ότι ο χρόνος της ύπαρξης των ασφαλίστρων εξαρτήθηκε από τις ενάργειες της πρώτης εναγομένης. Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, αναφέρει ότι έχει καταβάλλει, για την κάλυψη αποζημίωσης ασφαλισμένων της ενάγουσας, το ποσό των 3.585,00 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, εφόσον δεν παραθέτει η πρώτη εναγομένη συγκεκριμένη ανταπαίτησή της κατά της ενάγουσας, παρά αναφέρει ότι η απαίτηση της ενάγουσας είναι πλασματική και ανεκκαθάριστη, με το σκεπτικό ότι έχει καταβάλλει το ποσό αυτό των 3.585,00 ευρώ που δεν πληροί τα στοιχεία της ένστασης αυτής. Ωσαύτως, απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος κρίνεται κάι ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης βάσει του οποίου υπάρχει συντρέχον πταίσμα της ενάγουσας, εφόσον, όπως υποστηρίζει, ένεκα της ανάκλησης της άδεια της ενάγουσας, δεν πληρώθηκαν από τους ασφαλισμένους τα συμβόλαια, οφειλή που δεν θα υπήρχε σε περίπτωση μη ανάκλησης της άδειας της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, εφόσον καμία συγκεκριμένη μομφή (λ.χ. κακοδιαχείρισης, κατασπατάλησης των περιουσιακών της στοιχείων) δεν προσάπτεται στην ενάγουσα παρά μόνο η αόριστη αναφορά στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας κατάσταση στην οποία, μπορεί να βρεθεί μία ασφαλιστική εταιρεία ακόμα και αν η διοίκησή της κάνει άριστη διαχείριση. Πέραν δε των ανωτέρω, η πρώτη εναγομένη υποστηρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, η απαίτηση της ενάγουσας, για το χρονικό διάστημα μέχρι και τη 16.8.2005 που ανέρχεται σε 23.056,98 ευρώ, έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, εφόσον η κρινόμενη αγωγή της επιδόθηκε τη 16.11.2010 και με βάση τη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η καταβολή των ασφαλίστρων έπρεπε να γίνει, το αργότερο, με τρίμηνη επιταγή, ισχυρισμός που κρίνεται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, εφόσον η αγωγική αξίωση, εν προκειμένω, στηρίζεται στις περί παρακαταθήκης διατάξεις, υποκείμενη ως εκ τούτου, στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ η οποία δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την έγερση της αγωγής. Τέλος, η πρώτη εναγομένη προβάλλει, αναφορικά με το ποσό των 13.068,03 ευρώ που της ζητείται απο την ενάγουσα υπό μορφή επιστρεπτέων προμηθειών λόγω επιστροφής
ασφαλίστρων στους ασφαλισμένους, με βάση τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, για το μετά την 04.01.2006 χρονικό διάστημα, χρόνο κατά τον οποίο ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της, ότι τα ασφάλιστρα αυτά, όπως και οι προμήθειες αυτές, ουδέποτε εισπράχθηκαν από την ενάγουσα, ενώ ωσαύτως, εφόσον δεν εισπράχθηκαν, ουδέποτε και επιστράφηκαν στους ασφαλισμένους, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται ενεργητικά η ενάγουσα να ζητεί την επιδίκασή τους ισχυρισμός που αποτελεί άρνηση του αγωγικού αυτού κονδυλίου.
Ε. Από την εκτίμηση της κατάθεσης δύο μαρτύρων που προσήχθησαν και εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριό του επιμελεία των διαδίκων (η κάθε πλευρά προσήγαγε και εξέτασε ένα μάρτυρα) και των οποίων οι καταθέσεις εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας αυτού συνεδρίασης, καθώς επίσης και του συνόλου των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα και με επίκληση προσκομίζουν, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι: την 01.6.2005 συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας (στο κείμενο της σύμβασης αναφέρεται ως η Εταιρεία), αφενός, και της πρώτης εναγομένης (στο κείμενο της σύμφασης αναφέρεται ως ο Σύμβουλος), νόμιμα εκπροσωπούμενης από το δεύτερο των εναγομένων, σύμβαση διορισμού ασφαλιστικού συμβούλου. Με βάση δε το άρθρο 8 § 1 της σύμβασης αυτής ορίστηκε ότι, σε περίπτωση παρέλευσης τριάντα ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ή άλλου ασφαλιστικού εγγράφου και αυτό παραμένει ανεξόφλητο, η εναγομένη υποχρεούται να το επιστρέφει στην ενάγουσα προς ακύρωση, συνοδευόμενο με τα σχετικά έγγραφα, με επιστολή της στην οποία και θα εκτίθενται οι λόγοι της μη είσπραξης και ότι δεν έχει αναγγελθεί ζημία. Σχετικά, με την § 2 του ίδιου άρθρου, προβλέφθηκε ότι, σε κάθε περίπτωση, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής των ασφαλιστηρίων εγγράφων από την εναγομένη και αυτά δεν εξοφληθούν ή δεν επιστραφούν, στην ενάγουσα προς ακύρωση, τα ασφάλιστρα γι’ αυτά, λογίζονται εισπραχθέντα και η εναγομένη υποχρεούται σε άμεση απόδοσή τους, με την επισήμανση ότι θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται από την ημέρα εκείνη ο νόμιμος τόκος υπερημερίας, με την επίδοση στην εναγομένη σχετικής όχλησης με δικαστικό επιμελητή. Σχετικά, με την § 4 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι. κατ’ εξαίρεση, δεν επιτρέπεται ακύρωση, μεταξύ άλλων και στις ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αυτοκινήτου, όπου τα ασφάλιστρα θεωρούνται εισπραχθέντα από την ημέρα έκδοσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και χρεώνονται από την ίδια ημερομηνία στο λογαριασμό της εναγομένης, με αντίστοιχη πίστωση της προμήθειας που δικαιούται η εναγομένη. Παράλληλα, με το άρθρο 10 της σύμβασης, ορίστηκε ότι τα εισπραττόμενα από την εναγόμενη ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη, με αντίστοιχη ευθύνη της εναγομένης, ως θεματοφύλακα, με τα μνεία ότι η εναγόμενη δεν θα μπορεί να έχει καμία αξίωση καταβολής προμήθειας αν προηγουμένως δεν καταβληθεί το σύνολο των οφειλόμενων ασφαλίστρων. Επίσης, στο πλαίσιο του ίδιου άρθρου, προβλέπεται ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση στην απόδοση των ασφαλίστρων, πέραν του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται από τον επισυναπτόμενο στη σύμβαση πίνακα προμηθειών, μεταξύ άλλων, καθιστά ληξιπρόθεσμη και απαιτητή οποιαδήποτε οφειλή της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα στο σύνολό της. Η ίδια δε καθυστέρηση καθιστά ληξιπρόθεσμη και απαιτητή οποιαδήποτε οφειλή της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα από ασφάλιστρα ασφαλιστηρίων εγγράφων που έχουν παραληφθεί από την πρώτη εναγομένη, μέχρι την ημέρα που διαπιστώνεται η καθυστέρηση και δεν έχουν αποσταλεί στην ενάγουσα. Λίγους μήνες αργότερα, δυνάμει της υπ’ αριθμ. πρωτ. Κ3- 101/04.01.2006 απόφασης του Υφυπουργού Ανάπτυξης η οποία δημοσιεύθηκε στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ του ΦΕΚ (αρ. φύλλου 83/04.01.2006), ανακλήθηκε οριστικά η • αδεια σύστασης και λειτουργίας της ενάγουσας, σε όλους τους κλάδους και έκτοτε η ενάγουσα περιήλθε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης και ορίστηκε εκκαθαρίστριά της η ________ ________. Στο πλαίσιο δε της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης αυτής, η πρώτη εναγομένη, με βάση τα νομίμως τηρούμενα εμπορικά βιβλία της ενάγουσας τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη και υπέρ της ενάγουσας (οράτε ΕφΑΘ 4775/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 950/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 691/2011 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο), έλαβε ως ασφάλιστρα (δεδουλευμένα και μη) για ασφαλίσεις φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, για το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος της σύμβασης μέχρι και το χρόνο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας, το συνολικό ποσό των 156.769,86 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 9.779,36 ευρώ αναλογεί στην προμήθεια της πρώτης εναγομένης, με αποτέλεσμα η χρέωση να ανέρχεται σε 146.990,50 ευρώ, από τα οποία το ποσό των 103.207,56 ευρώ έχει αποδοθεί στην ενάγουσα, ενώ υπάρχει εισέτι ανεξόφλητο υπόλοιπο ύψους (146.990,50-103.207,56=) 43.782,94 ευρώ. Επίσης μαίνεται, ειδικότερα, ότι το ποσό αυτό αφορά τόσο σε δεδουλευμένα ασφάλιστρα τα οποία δεν αποδόθηκαν στην ενάγουσα όσο και σε προμήθειες μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων τα οποία θα έπρεπε να επιστραφούν στους ασφαλισμένους της ενάγουσας, μετά την, κατά τα ανωτέρω, ανάκληση της άδειας λειτουργίας της. Ειδικότερα και αναφορικά με τα δεδουλευμένα, μέχρι το χρόνο της ανάκλησης της άδειας της ενάγουσας ασφάλιστρα, προέκυψε χρεωστικό σε βάρος της πρώτης εναγόμενης υπόλοιπο ύψους 30.714,91 ευρώ. Το ποσό αυτό αναλύεται ως εξής : α) για το μήνα Ιούλιο του 2005 η), πρώτη εναγόμενη εισέπραξε μεικτά ασφάλιστρα 50.009,53 ευρώ, με προμήθεια 6.6.43,45 ευρώ και με προκύψαν, σε βάρος της, υπόλοιπο 20.309,10 ευρώ, β) για το μήνα Αύγουστο του 2005 η πρώτη εναγομένη εισέπραξε μεικτά ασφάλιστρα 14.524,71 ευρώ, με προμήθεια 2.019,75 ευρώ και με προκύψαν, σε βάρος της, υπόλοιπο διευρύνθηκε φτάνοντας στο ποσό των 35.875,44 ευρώ, γ) για το μήνα Σεπτέμβριο του 2005 η πρώτη εναγομένη εισέπραξε μεικτά ασφάλιστρα 33.623,98 ευρώ, με προμήθεια 4.474,35 ευρώ και με προκύψαν, σε βάρος της, υπόλοιπο 44.828,80 ευρώ, δ) για το μήνα Οκτώβριο του 2005 η πρώτη εναγομένη εισέπραξε μεικτά ασφάλιστρα 20.943,71 ευρώ, με προμήθεια 3.099,34 ευρώ και με προκύψαν, σε βάρος της, υπόλοιπο 17.845,27 ευρώ, ε) για το μήνα Νοέμβριο του 2005 η πρώτη εναγομένη εισέπραξε μεικτά ασφάλιστρα 28.805,72 ευρώ, με προμήθεια 4.554,47 ευρώ και με προκύψαν, σε βάρος της, υπόλοιπο 23.635,73 ευρώ, στ) για το μήνα Δεκέμβριο του 2005 η πρώτη εναγομένη εισέπραξε μεικτά ασφάλιστρα 11.072,76 ευρώ, με προμήθεια 1.789,20 ευρώ και με προκύψαν, σε βάρος της, υπόλοιπο 30.714,91 ευρώ. Παράλληλα, για το χρονικό διάστημα μετά την κατά τα ανωτέρω ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας, προέκυψε και πάλι με βάση τα νομίμως τηρούμενα εμπορικά βιβλία της ενάγουσας, για το μήνα Ιανουάριο του 2006, χρονικό διάστημα χρεωστικό σε βάρος της πρώτης ενάγουσας υπόλοιπο που αντιστοιχεί σε μη αποδοθείσες προμήθειες επί μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων 13.068,03 ευρώ, με αποτέλεσμα το τελικό χρεωστικό σε βάρος της υπόλοιπο να ανέρχεται σε 43.782,94 ευρώ. Αναφορικά δε με το ποσό που αντιστοιχεί στις προμήθειες των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, επισημαίνεται ότι το υπόλοιπο αυτό προέκυψε διότι η πρώτη εναγομένη, παρά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας, παρέλειψε να επιστρέψει τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα (μετά των προμηθειών τους), παρά την πρόβλεψη του άρθρου 3 § 6 ΝΔ 400/1970 με βάση την οποία τριάντα μέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, να θεωρούνται λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις πλην των ασφαλίσεων ζωής, με εντεύθεν υποχρέωση του ασφαλιστή για επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων στους ασφαλισμένους, ενώ και οι καταβληθείσες προμήθειες επιστρέφονται ή αναζητούνται από τον εκκαθαριστή. Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται, αλλά αντίθετα, επιρρωνύονται από τη μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας και υπαλλήλου της εκκαθάρισης η οποία ούσα σαφής και χωρίς αντιφάσεις επιβεβαιώνει τα αναγραφόμενα στην αγωγή, ενώ αντίθετα, η μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα των εναγόμενων, μη έχοντος ιδία γνώση παρά από μεταφορά εκ μέρους των εναγόμενων, δεν είναι κρίνεται ικανή να αναιρέσει το πόρισμα αυτό. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, κρίνεται πρέπει, κατά πρώτον, να απορριφθεί το αίτημα της εναγομένης να διαταχθεί η ενάγουσα να προσκομίσει τα αρχικά υπογεγραμμένα συμβόλαια, καθώς και αιτήσεις υπογεγραμμένες γι’ αυτά, εφόσον με βάση το ανωτέρω αποδεικτικό υλικό, σχηματίζεται, στο Δικαστήριο εδραία δικανική πεποίθηση περί της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής και, περαιτέρω, να γίνει δεκτή η αγωγή αναφορικά με την πρώτη εναγόμενη και να αναγνωριστεί ότι εκείνη οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 43.782,94 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για μεν το ποσό των 30.714,91 ευρώ, από την 04.3.2006, εφόσον τα επί μέρους ποσά που το αποτελούν, με βάση το άρθρο 10 της από 01.6.2005 σύμβασης μεταξύ των διαδίκων σύμβασης σε συνδυασμό με τον επισυναπτόμενο σε αυτή πίνακα, είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα και απαιτητά εντός τριών μηνών από την εκκαθάριση της παραγωγής εκάστου μηνός, με εξαίρεση το υπόλοιπο που αντιστοιχεί στην εκκαθάριση της παραγωγής του μήνα Δεκεμβρίου του 2005 για τον οποίο το τρίμηνο συμπληρώνεται την 31.3.2006. Για δε το υπόλοιπο που αφορά στο μήνα αυτό αλλά και για τα ποσά που οφείλονται υπό μορφή επιστρεπτέας προμήθειας στην ενάγουσα η τοκοδοσία εκκινεί την επομένη της επίδοσης της από 02.7.2010 έγγραφής όχλησης προς την πρώτη εναγόμενη και να θεωρηθεί καταργημένη η δίκη αναφορικά με το δεύτερο εναγόμενο. Πρέπει, επίσης, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης εναγομένης λόγω της ήττας της (176 ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εναγομένου στα οποία αυτός υπεβλήθη μέχρι του χρόνου της παραίτησης της ενάγουσας και στα οποία περιλαμβάνεται και η, κατά την ισχύουσα διατίμηση, αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου του για τη σύνταξη προτάσεων προς απόκρουση της αγωγής από το δικόγραφο της οποίας η ενάγουσα παραιτήθηκε, να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω της τροπής του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό που ισοδυναμεί με παραίτηση, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, υπό στοιχείο Α της παρούσας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων.
ΚΑΤΑΡΓΕΙ τη δίκη αναφορικά με το δεύτερο εναγόμενο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εναγομένου το ύψος των οποίων προσδιορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει αναφορικά με την πρώτη εναγόμενη.
ΑΝΑΕΝΩΡΙΖΕΙ ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα χιλιάδων εφτακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών 30.714,91 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 04.3.2006 και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
ΑΝΑΕΝΩΡΙΖΕΙ ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εξήντα οχτώ ευρώ και τριών λεπτών (13.068,03), με το νόμιμο τόκο από την 02.7.2010 και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πρώτης εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας το ύψος των οποίων προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων είκοσι (1.420,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 25η Οκτωβρίου 2013.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ