fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 222/2012
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από ιη Δικαστή Αντιγόνη Παπαγιάννη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα, Αναστασία Χατζίκου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του σας 13 Δεκεμβρίου 2011 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ανακόπτουσας: _________  _________  του _________  , κατοίκου Περιστεριού Αττικής (οδός _________  ), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ευάγγελο ΡΕΓΚΟΥΤΑ.

Της καθ’ ης η ανακοπή: Εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “_________  ” που εδρεύει στο Λονδίνο Μεγάλης Βρετανίας [_________  ] και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «_________  Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο “_________  ”, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός _____) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αικατερίνη ΚΑΛΛΙΓΕΡΙΔΟΥ.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 13-1-2009 (αριθ. καταθ. 4183/357/13-1-2009) ανακοπή της, που προσδιορίστηκε αρχικά για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 11-1-2011 και, κατόπιν αναβολής, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση ανακοπή της (όπως αυτή νομοτύπως συμπληρώθηκε και διευκρινίστηκε με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της), η ανακόπτουσα εκθέτει, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου της, ότι η καθ’ ης η ανακοπή επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της, δυνάμει της από 30/05/2008 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από α’ απόγραφο εκτελεστό της υπ’ αριθ. 5207/2008 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (εκδοθείσα με βάση απαίτηση από δανειακή σύμβαση), που κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 09/06/2008 και ότι, ακολούθως, με βάση την υπ’ αριθ. 1568/5-9-2008 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Δημητρίου Σταμ. Ανδρέου, σε βάρος των περιγραφόμενων με λεπτομέρεια στην ως άνω ανακοπή ακινήτων της, καθώς και της υπ’ αριθ. 1578/1-12-2008 A’ Επαναληπτικής Περίληψης Κατασχετήριας Έκθεσης Ενυπόθηκων Ακινήτων του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, αφού προηγήθηκε η κατάσχεσή τους, ορίστηκε η διενέργεια πλειστηριασμού των ως άνω ακινήτων της για ποσό απαίτησης ύψους 30.000 ευρώ, κατά την 21η/01/2009 [αρχικά είχε οριστεί για την 12-11-2008, πλην όμως δυνάμει της υπ’ αριθ. 9538/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) διατάχθηκε η διόρθωση της ως άνω υπ’ αριθ. 1568/5-9-2008 Κατασχετήριας έκθεσης]. Ότι ο εν λόγω πλειστηριασμός δεν έχει ακόμα λάβει χώρα, κατόπιν αναστολής που διατάχθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 524/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Με βάση τα παραπάνω, η ανακόπτουσα ζητεί, κατ’ ορθή εκτίμηση του αιτήματος της, να ακυρωθεί: α) η από 30/05/2008 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του α’ απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. 5207/2008 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 09/06/2008 β) η υπ’ αριθ. 1568/5-9-2008 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δημητρίου Σταμ. Ανδρέου και^Γ)η υπ’ αριθ. 1578/01-12-2008 Α’ Επαναληπτική Περίληψη Κατασχετήριας Έκθεσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, δυνάμει της οποίας είχε οριστεί ως ημερομηνία πλειστηριασμού η 21η/01/2009 [ο οποίος δεν έλαβε χώρα λόγω της αναστολής που διατάχθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 524/2009 Απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)], για λόγους που αφορούν την απαίτηση βάσει της οποίας εκδόθηκε ο εκτελεστός τίτλος (υπ αριθ. 5207/2008 διαταγή πληρωμής). Με το περιεχόμενο αυτό η υπό κρίση ανακοπή αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 584, 933 παρ. 2, 934 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ), εφόσον δεν έχει επακολουθήσει η τελευταία πράξη εκτέλεσης, ήτοι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και πρέπει να εξεταστεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Τοκοχρεωλυτικό δάνειο είναι εκείνο, του οποίου η απόδοση συμφωνήθηκε να γίνει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή σε δόσεις που να περιλαμβάνουν τμήμα του κεφαλαίου (ΕφΑΘ 6420/1977 ΝοΒ 26, σελ. 740, Καυκά: Ειδ. Ενοχ. Δίκαιον, έκδ. Πέμπτη, στο άρθρο 806, σελ. 234). Χρεώλυτρο είναι ένα μέρος του οφειλόμενου κεφαλαίου που προστίθεται κα καταβάλλεται βαθμιαία ως εξόφληση του κεφαλαίου. Όταν όμως ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία επομένως, η σύμβαση του δάνειου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και τόκους υπερημερίας από της καταγγελίας. Επομένως, το δάνειο είναι τοκοχρεωλυτικό υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης  προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Όταν όμως η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (ΑΠ 637/1997 ΔΕΕ 1998.294 ΕφΑΘ 4272/2001 Ελλ2νη 20017566). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως ο νόμος αυτός ισχύει, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύσω και είναι άκυροι, αντέχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Κατά δε την παρ. 7 του ίδιου πιο πάνω άρθρου καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι ΓΟΣ που, μεταξύ άλλων, επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης ή τροποποίηση της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος αναφέρεται στη σύμβαση, καθώς επίσης και εκείνοι που επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση. Οι αναφερόμενες ενδεικτικές περιπτώσεις των γενικών όρων θεωρούνται άνευ ετέρου από τον νόμο ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών (ΑΠ 1430/2005 ΔΕΕ 2005.460).

Η ανακόπτουσα εκθέτει στην ανακοπή της ότι επισπεύδεται σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση με βάση την υπ’ αριθ. 5207/2008 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε για απαίτηση προερχόμενη από σύμβαση δανείου, στην οποία η ίδια είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «  _________   Α.Ε» στα δικαιώματα της οποίας Υπεισήλθε η καθ’ης η ανακοπή. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η απαίτηση  απαίτηση ανακοπή πηγάζει από την υπ’ αριθ. 32.000000.61645/6.4.2006 σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και πς με αριθμό δανείου και του συνημμένου σε αυτήν (από 6.4.2006) Προσαρτήματος I που αποτελούν ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο και συνήφθησαν στον Πειραιά μεταξύ της Τράπεζας με την επωνυμία «_________ ΑΕ» και της εταιρείας με την επωνυμία «________»  που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής, με βάση τις οποίες χορηγήθηκε στην ως άνω Εταιτρία τοκοχρεωλυτικό δάνειο 110.000 ευρώ, προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί ως κεφάλαιο κίνησης, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες που περιέχονται στη σύμβαση αυτή και στο συνημμένο προσάρτημά της, το οποίο θα εξοφλείτο σε 120 συνεχείς τοκοχρεωλυτικές δόσεις, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο του έτους Ότι στην ανωτέρω σύμβαση τόσο η ίδια (η ανακόπτουσα) όσο και η _________  _________  εγγυήθηκαν την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε απαίτησης από το δάνειο. Ότι μετά την υπογραφή του δανείου, με την από 6.11.2006 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση, μεταβιβάστηκε στην καθ’ ης από την ανωτέρω Τράπεζα η προαναφερόμενη σύμβαση δανείου και οι απορρέουσες από αυτή απαιτήσεις. Εν συνεχεία δε, την 10-10-2007, λόγω μη καταβολής από την οφειλέτρια εταιρεία μέρους της δόσης του μηνός Ιουλίου του έτους 2007 και των δόσεων των μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2007, η καθ’ ης κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση και έκλεισε και τον ανοιχθέντα λογαριασμό, κηρύσσοντας πλέον όλο το ποσό του δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 103.400,13 ευρώ και το μετέφερε σε οριστική καθυστέρηση, ενώ με την από 11/10/2007 εξώδικη δήλωσή της τόσο προς την ανακόπτουσα όσο και προς την εταιρία εξοφλήσουν άμεσα, η δε καταγγελία κοινοποιήθηκε σε αυτές στις 18-10-2007. Ότι, ακολούθως, παρά τις ενέργειες που έγιναν από την οφειλέτρια της εταιρείας και τις εγγυήτριες για την εξόφληση του ποσού, η καθ’ ης η ανακοπή προέβη στην έκδοση της προεκτεθείσας διαταγής πληρωμής και στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος ακινήτων της ανακόπτουσας. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η δανειακή σύμβαση καθώς και η καταγγελία που έγινε, αλλά και η εκδοθείσα βάσει αυτής διαταγή πληρωμής, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, πάσχουν από ακυρότητα λόγω της ύπαρξης καταχρηστικού γενικού όρου συναλλαγής και ειδικότερα του άρθρου 7 αυτής, με τον οποίο συμφωνήθηκε ότι «η τράπεζα θα έχει το δικαίωμα κατά την ελεύθερη κρίση της με απλή έγγραφη δήλωση να καταγγείλει τη σύμβαση και να κηρύξει αμέσως ολόκληρο το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να επιδιώξει πάραυτα την είσπραξή του,  Το ανεξόφλητο ποσό του δανείου καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Αρχίζει να λογίζεται τόκος υπερημερίας». Ότι με βάση τον παραπάνω όρο η καθ’ ης η ανακοπή νια ληξιπρόθεσμη απαίτηση δύο και μισής δόσεων ύψους 3.500,00 ευρώ επιδιώκει να εισπράξει μία μη ληξιπρόθεσμη απαίτηση ύψους 110.000,00 ευρώ, ήτοι το σύνολο του δανείου. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση της παρούσας, όταν πρόκειται για τοκοχρεωλυτικό δάνειο υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων, σε περίπτωση πλήρωσης της αίρεσης (μη καταβολής κάποιων δόσεων, όπως στην παρούσα περίπτωση εκθέτει η ανακόπτουσα ότι δεν κατέβαλε δύο και μισή δόσεις) και καταγγελίας εκ του λόγου αυτού της σύμβασης, τότε οφείλεται ολόκληρο το ανεξόφλητο κεφάλαιο. Συνεπώς συμβατικός αυτός όρος του δανείου δεν είναι καταχρηστικός και ο πρώτος λόγος της ανακοπής κατά το σκέλος του που αφορά την καταχτητικότατα ή μη του όρου για την απαίτηση μετά την καταγγελία της σύμβασης του συνόλου του ποσού του δανείου πρέπει ν’ απορριφθεί ως ‘ μη νόμιμος. Εξάλλου, ο ίδιος λόγος ανακοπής περί καταχρηστικότητας) κατά το σκέλος του, με το οποίο συμφωνήθηκε ότι η Τράπεζα έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση κατά την ελεύθερη κρίση της με απλή έγγραφη δήλωση, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που προεκτέθηκαν και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από την ένορκη εξέταση της μάρτυρος αποδείξεως, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και από τα έγγραφα που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους (ορισμένα εκ των οποίων χρησιμεύουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. υπ’ αριθ. 32.000000.61645/6.4.2006 συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις με αριθμό δανείου και του συνημμένου σε αυτήν (από 6.4.2006) Προσαρτήματος I, που αποτελούν ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο και συνήφθησαν στον Πειραιά μεταξύ της Τράπεζας με την επωνυμία «_________ Α.Ε.» και της εταιρείας με την επωνυμία «_________  », που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής, με βάση τις οποίες χορηγήθηκε στην ως άνω Εταιρεία τοκοχρεωλυτικό δάνειο 110.000 ευρώ, προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί ως κεφάλαιο κίνησης, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες που περιέχονται στη σύμβαση αυτή και στο συνημμένο προσάρτημά της, το οποίο θα εξοφλείτο σε 120 συνεχείς τοκοχρεωλυτικές δόσεις, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο του έτους Στην ανωτέρω σύμβαση τόσο η ίδια (η ανακοπτούσα) όσο και η _______ ________ εγγυήθηκαν την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε απαίτησης από το δάνειο. Μετά την υπογραφή του δανείου, με την από 6.11.2006 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση, μεταβιβάστηκε στην καθ’ ης από την ανωτέρω Τράπεζα η προαναφερόμενη σύμβαση δανείου και οι απορρέουσες από αυτή απαιτήσεις. Με την ανωτέρω σύμβαση, μεταξύ άλλων συμφωνήθηκαν και τα εξής στον όρο 7: «Η Τράπεζα δικαιούται, κατά την ελεύθερη κρίση της, με απλή έγγραφη δήλωσή της προς τον οφειλέτη, να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση και να κηρύξει αμέσως ολόκληρο το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να επιδιώξει παρά αυτά είσπραξή του, αν συντρέξει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις. α) Σε περίπτωση παράβασης από τον οφειλέτη οποιουδήποτε όρου παρούσας σύμβασης, που όλοι συμφωνούνται ουσιώδεις ή οποιαδήποτε υποχρέωσής του, που απορρέει από την αυτή η τυχόν ανακρίβειας οποιοσδήποτε δήλωσής του απόκρυψης     στοιχείων ή υποβολής ψευδών στοιχείων προς την Τράπεζα». Εν συνεχεία δε, 10-2007 λόγω μη καταβολής από την οφειλέτρια εταιρεία μέρους της δόσης του μηνός Ιουλίου του έτoυς 2007 και των δόσεωv των μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2007, η καθ’ ης κατήγγειλε, όπως είχε δικαίωμα από την ένδικη σύμβαση, την μεταξύ τους σύμβαση και έκλεισε και τον ανοιχθέντα λογαριασμό, κηρύσσοντας πλέον όλο το ποσό του δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 103.400,13 ευρώ και το μετέφερε σε οριστική καθυστέρηση, ενώ με την από 1-10-2007 εξώδικη δήλωσή της τόσο προς την ανακόπτουσα όσο κατ προς την εταιρεία καθώς και την δεύτερη εγγυήτρια, τις κάλεσε να το εξοφλήσουν άμεσα, η δε καταγγελία κοινοποιήθηκε σε αυτές στις 18-10-2007. Ακολούθως, παρά τις ενέργειες που έγιναν από την ,ανακόπτουσα για τπν εξόφληση του ποσού, η καθ’ ης η ανακοπή προέβη στην έκδοση της προεκτεθείσας διαταγής πληρωμής και στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος ακινήτων της ανακόπτουσας. Ο ως άνω Γ.Ο.Σ. με αριθμό 7 της  σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα (δανείστρια) δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να αναζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανείου σε περίπτωση παράβασης οποιοσδήποτε όρου της σύμβασης, οι οποίοι λογίζονται όλοι ως ουσιώδεις, δεν είναι καταχρηστικός. Ο εν λόγω Γ.Ο.Σ. με το να θεωρεί όλους τους όρους της σύμβασης ουσιώδεις για την καταγγελία της σύμβασης, δεν αντίκειται στο άρθρο 2 παρ. 7 εδ. ε’ που απαγορεύει στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης της την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών εις βάρος του καταναλωτή. Ο όρος αυτός δεν επιφυλάσσει στην καθ’ ης, που υπεισήλθε στη θέση της Τράπεζας, το δικαίωμα μονομερούς λύσης της σύμβασης και την προσήκουσα εξέλιξη της συμβατικής σχέσης των μερών. Προβλέπεται, έτσι, και ο σπουδαίος λόγος, για την παράβαση του του οποίου επιφυλάσσεται στην Τράπεζα το δικαίωμα για μονομερή λύση της σύμβασης. Η τήρηση του όρου, εξάλλου, δεν επιφυλάσσει δυσμενείς συνέπειες στον καταναλωτή χωρίς εύλογο λόγο και παρα τις αντίθετες προβλέψεις και προσδοκίες του και συνεπώς δεν έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών εις βάρος του καταναλωτή (ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ2005Τ802) . Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση η καθ’ ης η ανακοπή με την ανωτέρω καταγγελία, δυνάμει της οποίας λύθηκε η σύμβαση του ενδίκου δανείου ως τοκοχρεωλυτικού και ενεργοποιήθηκε ο προαναφερόμενος συμβατικός όρος που της παρέχει το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και των τόκων υπερημερίας από της καταγγελίας, ουδόλως έπραξε καταχρηστικά, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ένδικο δάνειο είναι τοκοχρεωλυτική την αίρεση της εμπρόθεσμης καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων, από τη στιγμή όμως που η αίρεση πληρώθηκε και καταγγέλθηκε το εν λόγω δάνειο, τότε δεν οφείλονται     πλέον το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος ως προς το δεύτερο σκέλος του.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β’ της Οδηγίας 93/ 13/ΒΟΚ “σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές”, καταναλωτής είναι “Κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία ενεργεί για σκοπούς, οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες . Επίσης, με το άρθρο 8 της Οδηγίας αυτής παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη “να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία αυστηρότερες διατάξεις προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή”. Η ευχέρεια όμως δεν φθάνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να διευρύνουν τον κύκλο των προσώπων που ορίζονται ως καταναλωτές. Ως προς την έννοια του καταναλωτή, εκτός της αναφοράς που γίνεται στην ανωτέρω Οδηγία, κατά τη νομολογία του ΔΕΚ, που είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη, ως σύμβαση καταναλωτή θεωρείται μόνο εκείνη που αποβλέπει στην κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών ή εμπορικών του δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, επί της υπόθεσης 269/1995 το ΔΕΚ αποφάνθηκε ως προς την ερμηνεία του άρθρου 13 της Σύμβασης των Βρυξελλών ότι “μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή ως οικονομικό ασθενέστερο μέρος” (βλ. ΕλλΔνη 39.238 και, επίσης, ειδικότερη ανάλυση Φ- Αντωνόπουλου, Τα όρια της προστασίας του αποδέκτη τραπεζικών υπηρεσιών (ΕλλΔνη 44.333). Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2251/1994 και ειδικότερα του άρθρου 8 παρ. 1,2,3,4 στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες υπέχουν (^ καταναλωτικού καινού συναλλακτικές υποχρεώσεις (ΑΠ 11/2001 ΕΕΝ 69. 613, Καράκωστας, Δίκαιο προστασίας καταναλωτή, έκδ. 2005, σελ. 270 επ.). Όμως, ο εγγυητής στη σύμβαση τραπεζικής πιστώσεως δεν παρίσταται ως αποδέκτης των υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς ως καταναλωτής ώστε να υπάρχει έδαφος εφαρμογής του ν. 2251/1994 (ΕφΘες 459/2011 ΕπισκΕΔ 2011.535, ΕφΑαρ 806/2010 ΕπΕμπΔ 2011.461, ΕφΘεσ 1429/2009 ΕπΕμπΔ 2009.1010, ΕφΑαρ 317/2009 ΔΕΕ 2009.819, ΕφΑΘ 8217/2006 Νομ. Εμπορική Οικον. Δικαίου 4 (2007) σελ. 462, ΕφΠειρ 91/2002 ΕπισκΕΔ 2002.778). Εξάλλου, κατά τη διάταξη άρθρου 862 ΑΚ, “ο εγγυητής ελευθερώνεται εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 863 ΑΚ “ο εγγυητής ελευθερώνεται εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτηση του, για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής», στην περίπτωση του άρθρου 862 ΑΚ, όπου προυπόθεση εφαρμογής είναι η υπαίτια ματαίωση της ιακανοποίησης του δανειστή, μπορεί με αντίθετη εκ των προτέρων συμφωνία, να παραιτηθεί ο εγγυητής από την ελευθέρωση του, αλλά μόνο για την περίπτωση που η ικανοποίηση του δανειστή κατέστη αδύνατη από ελαφρά αμέλεια του, διότι σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας, η σχετική συμφωνία θα προσέκρουε στη διάταξη του άρθρου 332 παρ 1 ΑΚ και θα ήταν άκυρη. Συνεπώς, ο εγγυητής που έχει παραιτηθεί από την πιο πάνω ένσταση του άρθρου 862 ΑΚ, προκειμένου να ελευθερωθεί, πρέπει να ισχυριστεί και αποδείξει, ότι η αδυναμία ικανοποίησης του δανειστή οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια (ΟλΑΠ 6/2000 ό.π., ενώ για όλα τα πρπ. ΕφΑθ 4682/2008 ΕλλΔνη 2008.1497).

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα εκθέτει, κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτού, ότι κατά την υπογραφή της προαναφερθείσας συμβάσεως εκ μέρους της, αυτή υπέγραψε τον προδιατυπωμένο και χωρίς προηγούμενη διαπραγμάτευση καταχρηστικό γενικό όρο συναλλαγής, σύμφωνα με τον οποίο παραιτήθηκε από τις ενστάσεις των άρθρων 862 μέχρι 868 του Α.Κ, όρος ο οποίος αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, διότι με τον τρόπο αυτόν περιορίζεται υπέρμετρα η ευθύνη της δανείστριας για την εξασφάλιση της ικανοποίησης της απαίτηση της από τον οφειλέτη και, αντίστοιχα, περιορίζονται υπέρμετρα τα δικαιώματα του εγγυητή, χωρίς εύλογη      και σοβαρή αιτία και χωρίς ανάγκη προστασίας αντίστοιχων δικαιωμάτων της τράπεζας, ενώ διαταράσσεται και η ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις    βάρος του εγγυητή. Επίσης ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή από δική της υπαιτιότητα δεν συμμορφώθηκε στις ανωτέρω υποχρεώσεις της και για τον λόγο αυτό δεν δικαιούται να στραφεί εναντίον της με αναγκαστικής εκτέλεση, καθόσον η νύφη της, _________  _________  έλαβε δάνειο και προσφέρθηκε να αγοράσει τα ακίνητα της (ανακόπτουσας) και να εξοφλήσει την καθ’ ης η ανακοπή, γεγονός που κοινοποιήθηκε στην τελευταία τον Μάρτιο του έτους 2008, η οποία όμως αδιαφόρησε πλήρως και προχώρησε στην έκδοση διαταγής πληρωμής και στην επίσπευση ^ εκτέλεσης σε βάρος της (ανακόπτουσας) . Συμφώνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το σκέλος του που αναφέρεται στην παραίτηση από τις ενστάσεις των άρθρων 863 έως και 868 του Α.Κ. είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον οι διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή του άρθρου      2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994 δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του εγγυητή όπως εν προκειμένω. Κατά το σκέλος του δε, που αφόρα την ακυρότητα της παραίτησης της ανακόπτουσας από την ένσταση του άρθρου 862 του ΑΚ, για την οποία, όπως εκτέθηκε, πρέπει να εκτίθεται ότι από πταίσμα, ήτοι δόλο ή βαριά αμέλεια, του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρει η ανακόπτουσα στην ανακοπή της, όπως αυτή συμπληρώθηκε με τις προτάσεις και την προσθήκη- αντίκρουση που κατατέθηκαν, και αληθή υποτιθέμενα _δεν στοιχειοθετούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 862 του Α.Κ., καθώς εκθέτει ότι η ίδια επρόκεττο να εξοφλήσει την καθ’ ης η ανακοπή με δάνειο που είχε εγκριθεί από την Γενική Τραπεζα στο όνομα της νύφης της (_________  _________  ) και όχι ότι η δανειστρια – καθ’ ης η ανακοπή, από δόλο ή βαριά αμέλεια, κατέστησε αδύνατη (και ) με ποιο τρόπο) την ικανοποίησή της από την πρωτοφειλετρια εταιρεία- λήπτρια του δανείου ή παρέλειψε να ικανοποιηθεί από αυτήν. Αναφέρεται δηλαδή στην πρόθεση εξόφλησης της δανείστριας από ένα τρίτο πρόσωπο για λογαριασμό της ιδίας (ανακόπτουσας – εγγυήτριας)

Επομένως, αλυσιτελώς προβάλλεται η ακυρότητα της παραίτησης της ανακοπτούσας από την ένσταση του άρθρου 862 του ΑΚ, διότι, ακόμη και αν δεν είχε παραιτηθεί από αυτή δεν θα μπορούσε να προτείνει την στηριζόμενη σε αυτό ένσταση νομίμως. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι αποορριπτέος στο σύνολό του. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ασκούμενο καταχρηστικός, πλην άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεως του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολάβησαν διάστημα δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη ενάσκησή του, από την οποία προκύπτει, αντιθέτως, προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως. Ειδικότερα στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν, προσθέτως, περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και του αποκρούοντος το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’αυτού, έτσι ώστε με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της δημιουργηθείσης καταστάσεως, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 37.433, ΟλΑΠ 62/1990 ΕλλΔνη 32.501, ΑΠ 27/2010 ΔΕΕ 2010.1193).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα εκθέτει με τον τρίτο λόγο της ανακοπής της ότι η καθ’ης η ανακοπή με τη συμπεριφορά της να επιδιώξει αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος της επιβαρύνοντας την με έξοδα, ενώ θα μπορούσε να ικανοποιηθεί διαφορετικά από την νύφη της, προς την οποία είχε εγκριθεί δάνειο προς τον σκοπό αυτό, ενήργησε αντίθετα προς τις επιταγές της καλής πίστης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 281 του ΑΚ. Ωστόσο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος προεχόντως ως μη νόμιμος, καθόσον τα περιστατικά που εκτίθενται από την ανακόπτουσα και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται να στηρίξουν την ένσταση της διάταξης του άρθρου 281 του Α.Κ., εφόσον δεν εκτίθεται ότι από τη συμπεριφορά της καθ’ ης και από την δημιουργηθείσα πραγματική κατάσταση της δόθηκε η εντύπωση ότι η τελευταία δεν επρόκειτο να ασκήσει το δικαώμά της για αναγκαστική εκτέλεση ή ότι η άσκηση αυτού καθίσταται καταχρηστική. Ειδικότερα, το γεγονός ότιι η ανακόπτουσα της γνωστοποίησε την πρόθεσή της να εξοφλήσει μέσω της νύφης της – τρίτου προσώπου (η οποία είχε λάβει , έγκριση για ορισμένο ποσό δανείου από άλλη τράπεζα), χωρίς νααναφέρεται ότι υπήρξε οποιαδήποτε περαιτέρω συμφωνία ή σχετική συνεννόηση μεταξύ τους δεν επαρκεί για την δημιουργία και την παγιοποίηση μιας πραγματικής κατάστασης, η ανατροπή της οποίας με την άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή να καθίσταται καταχρηστική εκ μέρους της. Συνεπώς και ο τρίτος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 128 παρ. 4 και 129 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 12 του ν. 3994/2011, «4. Αν κανείς από όσους αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στην κατοικία, α) το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα της κατοικίας μπροστά σε ένα μάρτυρα, γ) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα εκείνος που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου πρέπει να ταχυδρομήσει σε εκείνον προς τον οποίον απευθύνεται η επίδοση έγγραφη ειδοποίηση στην οποία πρέπει να αναφέρεται το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλλησή του, η ημερομηνία της θυροκόλλησης, η αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η ημερομηνία της παράδοσης. Η ειδοποίηση ταχυδρομείται με έξοδα εκείνου που ζητεί να γίνει η επίδοση. Το γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε η ειδοποίηση βεβαιώνεται με Απόδειξη, την οποία συντάσσει και υπογράφει ατελώς, κάτω από την επιδοτήρια έκθεση του άρθρου 140 παράγραφος 1, εκείνος που ενεργεί την επίδοση. Η βεβαίωση πρέπει να αναφέρει το ταχυδρομικό γραφείο με το οποίο έστειλε την ειδοποίηση, και τον υπάλληλο που την παρέλαβε, ο οποίος προσυπογράφει τη βεβαίωση. Ύστερα από προφορική αίτηση του παραλήπτη, η αρχή στην οποία είχε παραδοθεί το αντίγραφο, σύμφωνα με το εδάφιο β , του το παραδίδει, με έγγραφη Απόδειξη που συντάσσεται ατελώς.». Στην ανωτέρω διάταξη, που αναφέρεται στις διατυπώσεις της επιδόσεως δια θυροκολλήσεως, δεν περιγράφεται η υποχρέωση και μάλιστα επί ποινή ακυρότητας του δικαστικού επιμελητή να αποστείλει την ταχυδρομική  ειδοποίηση από ταχυδρομικό γραφείο του τόπου της επίδοσης. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο του νόμου δεν προκύπτει τέτοιος σκοπός του νομοθέτη. Αντιθέτως δε, από το γεγονός ότι η ταχυδρομική ειδοποίηση γίνεται την επόμενη ημέρα της παράδοσης στο αστυνομικό τμήμα του τόπου επίδοσης, διαφαίνεται η δυνατότητα του δικαστικού επιμελητή να αποστείλει αυτήν και από άλλο ταχυδρομικό γραφείο, χωρίς να είναι απαραίτητο να επιστρέφει στον τόπο της επίδοσης, προκειμένου να ολοκληρώσει και αυτή την διατύπωση της θυροκόλλησης. Εξάλλου, από τον λεπτομερή τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένη η διάταξη του άρθρου 128 παρ. 4 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν ο νομοθέτης ήθελε αυτή την επιπρόσθετη υποχρέωση του δικαστικού επιμελητή, θα το ανέφερε ρητώς.

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η γενόμενη καταγγελία της δανειακής σύμβασης εκ μέρους της καθ ης η ανακοπή είναι άκυρη, λόγω ακυρότητας της επίδοσης της εξώδικης δήλωσης της καθ’ ης η ανακοπή.  Ειδικότερα εκθέτει ότι, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 4120/18-10-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Κων/νου Καραγιάννη, αλλά και τη σφραγίδα του ταχυδρομικού υπαλλήλου, που υπάρχει στην έκθεσή επίδοσης, η συστημένη ειδοποίηση, έγινε από το ταχυδρομικό γραφείο Εξαρχείων στην Αθήνα, ενώ, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, η ανωτέρω ειδοποίηση έπρεπε να γίνει από το ταχυδρομικό γραφείο του τόπου της επίδοσης, ήτοι το ταχυδρομικό γραφείο του Περιστεριού. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω σκέψη, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον δεν προβλέπεται υποχρέωση του δικαστικού επιμελητή να αποστείλει την ειδοποίηση για τη θυροκόλληση από το ταχυδρομικό γραφείο του τόπου της επίδοσης.

Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής, πρέπει ν’ απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της, σε βάρος της ανακόπτουσας, λόγω της ολικής ήττας της (άρθρο 176 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 26-1-2012 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία