Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης
714/2015
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Πρίφτη Αναστασία Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μπαρκούκη Ελένη Πρωτόδικη, Νίκου Όλγα Πρωτόδικη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Βασιλοπούλου Βασιλική.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10.4.2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: _________ _________ , κατοίκου Κηφισίας, οδός _________ η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Οικονομάκη.
ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΚΑΗΣΗ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: _________ Καλού, κατοίκου Δήμου Κηφισιάς, οδός Στρατηγού Δαγκλή, αρ. 28 ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γρηγορίου Παπαδογιάννη.
Καλού, κατοίκου Δήμου Κηφισίας, οδός Στρατηγού Δαγκλή, αρ. 28 ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γρηγορίου Παπαδογιάννη.
ΤΗΣ ΑΝΤΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: _________ _________ , κατοίκου Κηφισιάς, οδός _________ η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Οικονομάκη.
Η ενάγουσα, ζητεί να γίνει δεκτή η από 20.10.2009 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό καταθέσεως 11604/2009; προσδιορίστηκε για την 13.10.2011 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η υπόθεση ματαιώθηκε. Σχετική κλήση κατατέθηκε με αριθμό 2770/20 1 17 προσδιορίστηκε για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Ο αντενάγων, ζητεί να γίνει δεκτή η από 27.9.2011 ανταγωγή του που κατατέθηκε με αριθμό 9283/2011 προσδιορίστηκε για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, της αγωγής και ανταγωγής που συνεκφωνούνται και συνεκδικάζονται λόγω της μεταξύ των πρόδηλης συνάφειας, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού: 1) με την από 05.1 2.201 1 και με αρ. κατάθ. 213294/2770/2011 κλήση της _________ _________ η από 20.10.2009 και με αριθμό κατάθεσης 216033/1 1604/2009 αγωγή της κατά του _________ _________ και 2) η από 27.09.2011 και με αρ.καταθ. 164073/9283/2011 ανταγωγή του _________ _________ κατά της _________ _________ . Η αγωγή και η ανταγωγή υπάγονται στην τακτική διαδικασία και πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν, κατ’άρθρο 246 ΚΠολΔ, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων.
I. Από τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. Α, 59 εδ. α, 299, 914, 920 και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 361, 362 και 363 ΠΚ συνάγονται τα εξής: Όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρ. 2 παρ. 1), από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974, άρθρο 8) και από το Διεθνές σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν. 2462/1997, άρθρα 17 και 22), σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, και ειδικότερα προσβάλλεται στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρ. 5 παρ. 2) τιμή ή υπόληψή του, προσβάλλεται δε με συκοφαντική δυσφήμηση ή απλή δυσφήμηση ή εξύβριση, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον (ΟλΑΠ 812/1980 ΝοΒ 39.79). Σε περίπτωση δε που η προσβολή υπήρξε και υπαίτια, ‘Λ όπως τούτο συνάγεται εκ του ότι το άρθρ. 57 παρ. 2 παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (914 επ. ΑΚ), το δικαστήριο μπορεί, επιπλέον, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη εκείνου που έχει προσβληθεί (ΑΠ 72/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 6/2004, ΝοΒ 2004, 1194, ΕφΛαρ 665/2004, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2004, 5 19). Τέλος, ενόψει της ευρύτατης προστασίας της προσωπικότητας, οι προσβολές κατ’αυτής είναι άπειρες, για πολλές δε του καθημερινού βίου ενέργειες θα μπορεί να υποστηριχθεί ότι αποτελούν προσβολές ασήμαντες ή ότι η παροχή έννομης προστασίας γι’αυτές είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη. Συνεπώς και η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει σημαντική οπωσδήποτε προσβολή της προσωπικότητας, γι’αυτό και ο δικαστής για το σχηματισμό της σχετικής αξιολογικής κρίσεώς του, οφείλει να εκτιμήσει όλα τα περιστατικά που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη περίπτωση και ειδικότερα να εκτιμήσει την έκφανση της προσωπικότητας κατά της οποίας στρέφεται η προσβολή, τη βαρύτητα αυτής, την υπαιτιότητα και το βαθμό αυτής, τον τόπο, το χρόνο και τη διάρκεια της προσβολής, το επάγγελμα, την περιουσιακή κατάσταση και τις συνθήκες της ζωής αυτού που δέχθηκε την προσβολή και εκείνου που ενήργησε αυτή, την τυχόν δημοσιότητα της προσβολής και την συμπεριφορά του προσβληθέντος (βλ. ΑΠ 546/2014 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
II.Όταν η υποστήριξη ή η διάδοση των αναληθών ειδήσεων γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 361, 362, 363 ΠΚ, είναι προφανές ότι και πάλι μπορεί να ζητηθεί αποζημίωση με βάση τα άρθρα 57, 59, 914, 932 ΑΚ σε συνδυασμό με την ποινική διάταξη που παραβιάστηκε (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, άρθρο 920, αρ. 9 σελ. 733). Περαιτέρω κατ’άρθρ. 363 παρ. 1 ΠΚ αν στη περίπτωση του 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται κλπ. Με τις διατάξεις αυτές προβλέπονται και τιμωρούνται τα αδικήματα της απλής συκοφαντικής δυσφημίσεως. Η συκοφαντική δυσφήμηση διαπράττεται είτε με ισχυρισμό του δράστη ενώπιον τρίτου περί ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε με τη διάδοση από αυτόν προς τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως από άλλον. Ο ισχυρισμός του δυσφημιστικού γεγονότος μπορεί να γίνει και με την κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου αγωγής ή οποίου δήποτε δικογράφου επ’ονόματι του δράστη, οπότε γνώση του ισχυρισμού αυτού, που περιέχεται στο δικόγραφο, λαμβάνουν οι υπάλληλοι της γραμματείας του δικαστηρίου, οι δικαστές, οι εισαγγελείς ή και άλλα πρόσωπα. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται άμεσος δόλος συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου του ως άνω γεγονότος εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου (ΑΠ 1362/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν το γεγονός είναι αληθές ή ο δράστης αγνοεί το ψευδές αυτού τότε διαπράττεται το αδίκημα της απλής δυσφημήσεως και με τα δυο δε αδικήματα συντελείται, όπως λέχθηκε, η προβολή της προσωπικότητας. Εξάλλου, για τη θεμελίωση του αδικήματος της απλής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα είχε τη δυνατότητα να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, και β) δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη θέλησή του να προβεί στην ενέργεια αυτή και στη γνώση, ότι το γεγονός μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε πράξη και παράλειψη και γενικότερα κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης αλλά και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν και υποπίπτουσα στις αισθήσεις, αντικείμενη στην ηθική και την ευπρέπεια, η οποία με την ανακοίνωσή της σε τρίτον, μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται και η έκφραση γνώμης, η αξιολογική κρίση, καθώς και ο χαρακτηρισμός, όταν η έκφραση συνδέεται και σχετίζεται με το γεγονός, ώστε με την σύνδεση και τη σχέση της, μ’αυτό ουσιαστικά να προσδιορίζουν την έκταση της ποσοτικής και ποιοτικής βαρύτητάς του. Το τελευταίο αυτό δεν συμβαίνει όταν οι χαρακτηρισμοί εκφράζονται αυτοτελώς και ασχέτως με τέτοιο «γεγονός», Απλές μόνο κρίσεις ή γνώμες που εκφράζει κάποιος χωρίς να μναφέρει συγκεκριμένα γεγονότα δεν αρκούν προς ύπαρξη δυσφήμησης (βλ. ΑΠ 671/2005, ΕλλΔνη 2005. 1578, ΑΠ 821/2004 ΠοινΧρ 2005.316, ΑΠ 1250/2000, ΕλλΔνη 2000.1470, ΑΠ 878/1998, ΕλλΔνη 1998.1445). Το γεγονός σύμφωνα με την έννοια των παραπάνω διατάξεων πρέπει να είναι πρόσφορο, για να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου (ΑΠ 1252/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Α. Η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή της, εκθέτει ότι δυνάμει συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσφέρει τις υπηρεσίες της στο Δήμο Κηφισιάς και στη δημοτική επιχείρηση με την επωνυμία «_________ », της οποίας πρόεδρος είναι ο εναγόμενος. Ότι ο εναγόμενος με την υπ’αρ. πρωτ. 447/10.04.2009 πρόσκλησή του προς αυτή (ενάγουσα), με τις από 05.05.2009, 21.05.2009, 10.06.2009 και 1 5.06.2009 εξώδικες δηλώσεις του προς την ίδια, καθώς και με το υπ’αρ. πρωτ. 977/26.08.2009 έγγραφό του προς το Δήμαρχο Κηφισιάς, στις οποίες διέλαβε εν γνώσει του δυσφημιστικούς εις βάρος της ισχυρισμούς, πρόσβαλε την προσωπικότητά της. Περαιτέρω, παραθέτει τους ειδικότερους ισχυρισμούς του εναγομένου, οι οποίοι είναι αναληθείς, με βάση τους αγωγικούς ισχυρισμούς, και δη, τον ισχυρισμό ότι (η ενάγουσα) επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά σε συνάδελφό της και ότι απούσιαζε αδικαιολόγητα από την εργασία της. Ότι επιπλέον στις 05.05.2009 ενώπιον των συναδέλφων της στο δημαρχιακό μέγαρο έλαβε χώρα φραστικό επεισόδιο μεταξύ των διαδίκων και ότι ο εναγόμενος στις 14.01.2009 προέβη σε αδικαιολόγητη και χωρίς προειδοποίηση περικοπή των μηνιαίων αποδοχών της κατά το ποσό των τετρακοσίων ευρώ. Εκθέτει δε ότι, συνεπεία των ανωτέρω ισχυρισμών του εναγομένου, που είναι ψευδείς, καθώς και της εν γένει συμπεριφοράς του τελευταίου, θίχθηκε η τιμή και η υπόληψή της, με συνέπεια να υποστεί ηθική βλάβη, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας εύλογο ποσό είναι αυτό των 400.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητά, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του αιτήματος και όπως παραδεκτά αυτό περιορίστηκε και τράπηκε από καταψηφιστικό σε ‘έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που έγινε στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, αλλά και με τις προτάσεις της (άρθρα 223, 295 παρ. 1, 297 του ΚΠολΔ), να καταδικασθεί, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, ο εναγόμενος να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλλει το χρηματικό ποσό των τριακοσίων εξήντα χιλιάδων (360.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, και τέλος να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των προσαυξήσεων υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’αρ. 13 728801/2014 διπλότυπο είσπραξης της ΙΓ’ΔΟΥ Αθηνών με τα επικολληθέντα ένσημα του ΤΝ και ΕΤΑΑ- ΤΥ-ΠΔΑ), παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρ. 1, 7, 9, 10, 14 παρ. 2 και 18, 22 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η αγωγή αυτή είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα εκτίθενται και στην παραπάνω νομική σκέψη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932, 299, 346 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ και 361-363 ΠΚ (ως προς τη νομιμότητα του παραδεκτώς με τις προτάσεις, κατά τα ως άνω, προβαλλόμενου αιτήματος περί αναγνωρίσεως της οφειλής τόκων από της επιδόσεως της καταψηφιστικής αγωγής, κατά το μέρος της που μετετράπη σε αναγνωριστική (βλ. ΟλΑΠ 13/1994 Ελλνη 34. 1260, ΑΠ 1122/2000 ΕλλΔνη 41.1664, ΑΠ 550/2000 ΕλλΔνη 41. 1665). Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή, καθ’ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί και κατ’ουσία.
Ο εναγόμενος, με τις έγγραφες νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις του, αρνείται την αγωγή ως προς τα εκτιθέμενα σε αυτή πραγματικά περιστατικά και τη βασιμότητα του αιτουμένου κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας.
Β. Ο αντενάγων με την κρινόμενη ανταγωγή του εκθέτει ότι η α ντε ν αγόμενη άσκησε σε βάρος του πρώτου εξ αυτών την από 09.11.2009 έγκλησή της, καθώς και την από 20.10.2009 και με αριθ. Κατάθ. 216033/11604/2009 αγωγή της, στις οποίες διέλαβε εν γνώσει της δυσφημιστικούς εις βάρος του ισχυρισμούς, που προσβάλλουν την προσωπικότητά του. Περαιτέρω, παραθέτει τους ειδικότερους ισχυρισμούς της αντεναγομένης, οι οποίοι είναι αναληθείς, με βάση τους αγωγικούς ισχυρισμούς, και δη, τον ισχυρισμό ότι της απηύθυνε σεξουαλικά υπονοούμενα σε δημόσιο χώρο, ενώ υπαινίχθηκε ότι επιδίωξε να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί της, τον ισχυρισμό ότι από λόγους προσωπικής εχθρότητας προς το πρόσωπό της αρνήθηκε να της καταβάλει μισθούς και υπερωρίες και ότι δε δεχόταν να της δικαιολογήσει τις απουσίες από την εργασία της, καθώς και ότι την απειλούσε. Εκθέτει δε ότι, συνεπεία των ισχυρισμών αυτών της αντεναγομένης, που είναι ψευδείς και που περιήλθαν σε γνώση τοον δικαστικών αρχών και της γραμματείας αυτών, θίχθηκε η τιμή και η υπόληψή του, με συνέπεια να υποστεί ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητά, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της ανταγωγής, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που έγινε στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, αλλά και με τις προτάσεις του (άρθρα 223, 295 παρ. 1, 297 του ΚΠολΔ), να υποχρεωθεί η αντεναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερή εξόφληση, το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που , υπέστη, καθώς και να καταδικαστεί η αντεναγομένη στη δικαστική του δαπάνη.
Η αντεναγομένη, με τις έγγραφες νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της, αρνείται την ανταγωγή ως προς τα εκτιθέμενα σε αυτή πραγματικά περιστατικά και τη βασιμότητα του αιτουμένου κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης του αντενάγοντος.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρός της ενάγουσας-αντεναγομένης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, από τις υπ’αρ. 2623/21.09.2011, 2624/21.09.201 1 και 3703/24.03.2014 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Κηφισιάς Ευαγγελίας Δημητριού Γουλανδρή, που προσκομίζει η ενάγουσα και οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν εμπροθέσμου και νομοτύπου κλητεύσεως του εναγομένου (άρθρο 270 παρ. 2 εδ. β και γ’του ΚΠολΔ), από την υπ’αρ. 2509/20.03.2014 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκομίζει ο αντενάγων και η οποία ελήφθη κατόπιν εμπροθέσμου και νομοτύπου κλητεύσεως της αντεναγομένης (άρθρο 270 παρ. 2 εδ. β’και γ’του ΚΠολΔ), από τις φωτογραφίες που προσκομίζονται, καθόσον η γνησιότητά τους δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ, ΑΠ 1286/2003, ΤΝΠ Νόμος), από όλα τα έγγραφα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο, είτε προς άμεση απόδειξη (438 ΚπολΔ), είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (395 ΚΠολΔ), από τις ομολογίες των διαδίκων που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ), καθώς και από τα λαμβανόμενα υπόψη αυτεπαγγέλτως διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα-αντεναγομένη, δυνάμει συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προσελήφθη ως υπάλληλος στη δημοτική επιχείρηση με την επωνυμία «_________ », που εδρεύει στο Δήμο Κηφισιάς. Στην ως άνω δημοτική επιχείρηση, σύμφωνα με την υπ’αρ. 19/2009 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κηφισιάς, ο εναγόμενος- αντενάγων ορίστηκε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου για τα έτη 2009-2010. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα η ενάγουσα-αντεναγομένη προσέφερε τις υπηρεσίες της στο γραφείο του Δημάρχου Κηφισιάς με αντικείμενο εργασίας τη διεκπεραίωση των τιμολογίων της ως άνο3 επιχείρησης. Ο αντενάγων, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του ανακοίνωση στο προσωπικό της επιχείρησης ότι, επειδή στοχεύει στη βελτίωση της λειτουργίας αυτής (επιχείρησης), θα επιδιώξει την ενεργοποίηση του συνόλου των υπαλλήλων της εν λόγω επιχειρήσεως και ότι δε θα γίνεται καταβολή πλασματικών υπερωριών, καθώς και ότι δε θα επιτρέπεται η αδικαιολόγητη απουσία των υπαλλήλων από την εργασία τους. Στο πλαίσιο, λοιπόν αυτό ο εναγόμενος-αντενάγων, με το υπ’αρ. πρωτ. 447/10.04.2009 έγγραφό του, κάλεσε την ενάγουσα- αντεναγομένη να απολογηθεί εγγράφως για την αναφερόμενη σ’αυτό ανάρμοστη συμπεριφορά της τελευταίας κατά υπαλλήλου του Δήμου Κηφισιάς και κατά του ιδίου (αντενάγοντος) στις 27.03.2009. Η ενάγουσα απάντησε με το υπ’αρ. πρωτ. 474/1 5.04.2009 έγγραφό της, με το οποίο ζητούσε να ενημερωθεί εγγράφως για τη σε βάρος της μομφή, καθώς και να της ανακοινωθούν τα στοιχεία που τη στηρίζουν. Εν συνεχεία, με το υπ’αρ. πρωτ. 542/05.05.2009 έγγραφό του προς την ενάγουσα-αντεναγομένη ο εναγόμενος- αντενάγων, υπό την ιδιότητά του ως Πρόεδρος του δ.σ. της προαναφερθείσας δημοτικής επιχειρήσεως, διμαρτυρόταν ότι αυτή απούσιαζε αδικαιολόγητα και χωρίς την έγκρισή του από την εργασία της στις 14 και 15 Απριλίου 2009, ενώ την ενημέρωνε ότι αν δεν προσερχόταν στην εργασία της, θα προέβαινε σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της. Η ενάγουσα, αφού ενημέρωσε τον εναγόμενο με το υπ’αρ. πρωτ. 12990/2009 έγγραφό της ότι βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια από τις 08.05.2009 έως 22.05.2009 και του ζήτησε να παραταθεί η προθεσμία για την απολογία της, στις 27/5/2009κατέθεσε τις έγγραφες εξηγήσεις της προς την εν λόγω δημοτική επιχείρηση, στις οποίες δήλωσε ότι είχε εγκριθεί εγγράφους σχετική άδεια από το δήμαρχο Κηφισιάς, ενώ επεσήμαινε ότι με τον ίδιο τρόπο εγκρίθηκε εγγράφως η άδειά της για τις 21 και 22/04.2009, εκφράζοντας την απορία της σχετικά με την αμφισβήτηση της νομιμότητας της λήψεως της άδειας κατά τις 14 και 15/04.2009. Ακολούθους, με την από 21/5/2009 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση της δημοτικής επιχειρήσεως «_________ » εκλήθη η ενάγουσα να προσέλθει ενώπιον του εναγομένου, προκειμένου να του εκθέσει προφορικά την ύπαρξη κωλύματος της να προσέρχεται στην εργασία της, κατόπιν διαπιστώσεως από τα τηρούμενα αρχεία της επιχειρήσεως για την προσέλευση προσωπικού ότι η τελευταία προσερχόταν στην εργασία της επιλεκτικά και χωρίς ενημέρωση για την απουσία της. Περαιτέρω, με την ως άνω εξώδικη δήλωση, η ενάγουσα κλήθηκε να παρέχει την εργασία της στα γραφεία της επιχειρήσεως, που βρίσκονται στην Κηφισιά επί της οδού _________ . Σε απάντηση της εξώδικης δήλωσης αυτής, η ενάγουσα κοινοποίησε την από 01.06.2009 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία διαμαρτυρήθηκε ότι δέχεται αδικαιολόγητες οχλήσεις από τον εναγόμενο λόγω προσωπικών διαφορών και επεσήμαινε ότι στην περίπτωσή της έχει τηρηθεί η διαδικασία χορηγήσεως άδειας που τηρείται από όλους τους συναδέλφους της, διαμαρτυρόμενη παράλληλα ότι της παρακρατήθηκαν οι αποδοχές της που αντιστοιχούν στις ημέρες, κατά τις οποίες της χορηγήθηκε άδεια. Κατόπιν τούτου, ακολούθησε η από 10.06.2009 εξώδικη δήλωση- πρόσκληση της δημοτικής επιχειρήσεως προς την ενάγουσα-αντεναγομένη, με την οποία γινόταν μνεία της διαδικασίας λήψεως άδειας και τονιζόταν με έμφαση ότι πρέπει η άδεια να εγκρίνεται από τον πρόεδρο της εν λόγω δημοτικής επιχειρήσεως, ήτοι από τον εναγόμενο, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή (άδεια) έχει εγκριθεί από το Δήμαρχο. Επιπλέον, με την ανωτέρω δήλωση της επισημάνθηκε ότι δεν τηρούσε το συμβατικό της ωράριο και ότι υφίσταται δυνατότητα να της επιδειχθούν τα σχετικά έγγραφα, κλήθηκε δε να προσκομίσει πιστοποιητικό παρακολούθησης του σεμιναρίου για το χρονικό διάστημα από 26 εως 28.05.2009 και της επισημάνθηκε ότι υπαγόταν στο προσωπικό της επιχείρησης και ότι ως εκ τούτου δεν υφίστατο υποχρέωση συνεννόησης με το Δήμο Κηφισιάς όσον αφορά τον τόπο προσέλευσης και παροχής της εργασίας της. Ακόμη, με την από 15.06.2009 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση της ίδιας ως άνω δημοτικής επιχειρήσεως, στην οποία επαναλαμβάνεται η διαδικασία χορηγήσεως άδειας, τονίστηκε ότι κατά το διάστημα 14- 15/04/2009 δεν υπογράφηκε από τον πρόεδρο του δ.σ της επιχείρησης η άδεια της ενάγουσας-αντεναγομένης. Σημειωτέον ότι η παραπάνω εξώδικη κλήση έχει παρεμφερές περιεχόμενο με την προηγηθείσα από 10/06/2009 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση, ενώ επιπλέον επισημαίνεται ότι η ενάγουσα αγνοεί τις ειδοποιήσεις σχετικά με την παροχή εργασίας της στα γραφεία της επιχειρήσεως, όπου και την καλεί εκ νέου να προσέρχεται, προειδοποιώντας την ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της θα θεωρηθεί τούτο οικειοθελής αποχώρηση από την εργασία της. Στο μεταξύ με το ] υπ’αρ. πρωτ. 18288/16.06.2009 έγγραφο του Δημάρχου Κηφισιάς, γνωστοποιήθηκε στον εναγόμενο-αντενάγοντα ότι οι άδειες των υπαλλήλων της ως άνω δημοτικής επιχείρησης, οι οποίοι απασχολούνται σε διάφορες υπηρεσίες του Δήμου, θα εγκρίνονται από τους προϊσταμένους των υπηρεσιών που απασχολούνται, καθώς και από το Δήμαρχο και ότι θα κοινοποιούνται στον εναγόμενο-αντενάγοντα (υπό την ιδιότητά του ως προέδρου του δ.σ της επιχείρησης), πρακτική που εφαρμόζεται ήδη από το 1999, οπότε υπάλληλοι της εν λόγω επιχείρησης ξεκίνησαν να απασχολούνται σε υπηρεσίες του Δήμου. Επιπροσθέτως, με το υπ’αρ. πρωτ. 19267/19.06.2009 έγγραφό του, ο ως άνω Δήμαρχος ενημέρωσε τον εναγόμενο-αντενάγοντα ότι η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα από 26 έως 28.05.2009 παρακολούθησε εκπαιδευτικό σεμινάριο σε θέματα έκδοσης αδειών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος από το νομικό σύμβουλο του Δήμου επί τα οδού Εμμ. Μπενάκη αρ. 3. Ακολούθως, με το υπ’αρ. πρωτ. 21185/02.07.2009 έγγραφο του ιδίου ως άνω Δημάρχου, το οποίο κοινοποίησε στον εναγόμενο- αντενάγοντα, ο πρώτος ενημέρωσε το δεύτερο ότι από τον Απρίλιο του έτους 2008 έχει σταλεί στην δημοτική επιχείρηση «_________ » εντολή για την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης της ενάγουσας, η οποία απασχολείται στο γραφείο του Δημάρχου, ενώ με το υπ’αρ. πρωτ. 24059/29.07.2009 έγγραφό του ο ίδιος Δήμαρχος ζητούσε από τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα τις αποδοχές της για τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα, οπότε απούσιαζε δικαιολογημένα από την εργασία της, καθώς και να διορθωθεί το ύψος των μηνιαίων αποδοχών της, ώστε να επανέλθει στο ύψος που ήταν το χρονικό διάστημα προ του μηνός Ιανουάριου του έτους 2009 με την αιτιολογία ότι δεν έχουν επέλθει αλλαγές στο (ωράριο εργασίας της. Σε απάντηση του εγγράφου αυτού, ο εναγόμενος-αντενάγων γνωστοποίησε το υπ’αρ. 977/26.08.2009 έγγραφό του, με το οποίο ενημέρωνε τον ως άνω Δήμαρχο ότι έχουν ήδη καταβληθεί οι αποδοχές της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από 26 έως 28.05.2009 κατόπιν σχετικής βεβαιώσεως του τελευταίου (Δημάρχου) ότι εκείνο το χρονικό διάστημα παρακολούθησε σεμινάριο από το νομικό σύμβουλο του Δήμου, καθώς και ότι έχουν ήδη καταβληθεί οι αποδοχές της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από 14 έως 1 5/05.2009, εφόσον η σχετική άδεια εγκρίθηκε από το Δήμαρχο, αν και επισημαίνει ότι δεν ενημερώθηκε ο ίδιος εγκαίρως. Κατέληγε δε, ο εναγόμενος με το παραπάνω έγγραφό του ότι δεν υφίσταται εντολή από οποιοδήποτε φορέα όσον αφορά την ενάγουσα για παροχή υπερεργασίας ή υπερωριακής εργασίας ή εργασίας σε ημέρες αργιών κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2009 έως και 31.07.2009 και αιτήθηκε σε περίπτωση μελλοντικής ανάγκης για παροχή τέτοιου είδους απασχόλησης της ενάγουσας να πιστοποιείται τούτο εγγράφως και αναλυτικώς σε μηνιαία βάση. Σημειωτέον ότι κατόπιν της από 09.1 1.2009 έγκλησης την οποία η ενάγουσα υπέβαλε σε βάρος του εναγομένου-αντενάγοντος, με την οποία ισχυριζόταν ότι ο τελευταίος αρνείτο να της καταβάλει τις αποδοχές της για την απασχόλησή της πέραν του συμβατικού ωραρίου της, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του έτους 2009, ασκήθηκε σε βάρος του τελευταίου ποινική δίωξη για παράβαση του Α.Ν. 690/1945 και του Α.Ν. 539/1945. Ωστόσο, ο εναγόμενος-αντενάγων κηρύχθηκε αθώος, δυνάμει της υπ’αρ. 56561/201 1 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργάσθηκε υπερωριακά αλλά ούτε και ότι δόθηκε εντολή για υπερωριακή της εργασία από το Δήμαρχο Κηφισιάς. Από τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτεθέντα, προκύπτει ότι μεταξύ του εναγομένου, που κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχε την ιδιότητα του προέδρου της δημοτικής επιχείρησης «_________ », και της ενάγουσας, η οποία είναι υπάλληλος της επιχείρησης αυτής και η οποία παρείχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τις υπηρεσίες της και στο γραφείο του Δημάρχου Κηφισιάς, δημιουργήθηκε ένταση στο πλαίσιο της εργασιακής της σχέσεως, κυρίως λόγω της διαφωνίας τους ως προς τη διαδικασία χορηγήσεως αδειών και ως προς την παροχή ή μη υπερωριακής εργασίας. Ειδικότερα, από τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν προέκυψε ότι για τη χορήγηση αδειών στην ενάγουσα-αντεναγομένη έπρεπε ο εναγόμενος-αντενάγων να ενημερώνεται εγκαίρως, εφόσον η πρώτη τύγχανε υπάλληλος της εν λόγω δημοτικής επιχειρή σεως, όπως άλλωστε αναγνώρισε και ο ίδιος ο Δήμαρχος Κηφισιάς σε σχετικό του έγγραφο (βλ. το υπ’αρ. πρωτ. 1 8288/16.06.2009 έγγραφο του δημάρχου Κηφισιάς). Κατά συνέπεια, ο εναγόμενος-αντενάγων δικαιολογημένα ζήτησε επανειλημμένως ενημέρωση από την ενάγουσα- αντεναγομένη σχετικά με τις ημέρες που έλαβε άδεια χωρίς την έγκρισή του ή έστω την ενημέρωσή του, οπότε δεν τίθεται ζήτημα για προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, εφόσον ο αντενάγων εύλογα ζήτησε ενημέρωση για την απουσία της από την εργασία της κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα, ενώ σύννομα της ζήτησε να προσκομίσει σχετικές βεβαιώσεις για το δικαιολογημένο της απουσίας της (ήτοι τη βεβαίωση παρακολούθησης σεμιναρίου για το χρονικό διάστημα 26 έως 28/05/2009). Περαιτέρω, αναφορικά με το ζήτημα που επίσης διατάραξε τις σχέσεις μεταξύ των διαδίκων και οδήγησε στην ανταλλαγή εξωδίκων δηλώσεων, ήτοι την προσέλευση της ενάγουσας στα γραφεία της δημοτικής επιχείρησης, της οποίας ήταν υπάλληλος, προέκυψαν τα κάτωθι: Ο εναγόμενος-αντενάγων, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του και δη της προσπάθειάς του να ελέγχει την αποδοτικότητα των εργαζομένων στην εν λόγω δημοτική επιχείρηση (της οποίας ορίσθηκε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου), ζήτησε από την ενάγουσα να παρέχει τις υπηρεσίες της στο χώρο της εν λόγω επιχείρησης, προκειμένου να καθίσταται προφανώς εφικτός και ο έλεγχος τήρησης του ωραρίου της, δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια ήταν υπάλληλος της επιχείρησης αυτής και ουχί του Δήμου Κηφισιάς και δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι υφίστατο. επίσημη εντολή μετακίνησής της σε άλλη υπηρεσία του Δήμου. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της στο γραφείο του δημάρχου Κηφισιάς (βλ. και το προαναφερθέν υπ’αρ. πρωτ. 21 185/02.07.2009 έγγραφο του ιδίου δημάρχου) και ως εκ τούτου δεν προσέρχονταν στα γραφεία της επιχειρήσεως, στην οποία ήταν υπάλληλος και επομένως ο εναγόμενος εύλογα είχε αμφιβολίες ως προς την τήρηση του συμφωνημένου ωραρίου, ενώ σύννομα θεώρησε ότι έπρεπε η ενάγουσα να παρέχει τις υπηρεσίες στην επιχείρηση, για την κάλυψη των αναγκών της οποίας είχε προσληφθεί. Σχετικά με την κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας περικοπή των μηνιαίων αποδοχών της, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ο εναγόμενος -αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του- κατέστησε σαφές σε όλους τους υπαλλήλους της επιχειρήσεως ότι δεν προτίθετο να αναγνωρίζει πλασματική υπερωριακή εργασία τους, κάτι που προφανώς προγενέστερα γινόταν αποδεκτό από τους προκατόχους του, ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα παρείχε πραγματικά υπερωριακή εργασία, για την οποία έπρεπε να αμειφθεί ούτε βεβαίως προέκυψε ότι για το επίδικο χρονικό διάστημα είχε εγκριθεί επισήμως από αρμόδιο φορέα του Δήμου Κηφισιάς η ανάγκη παροχής υπερωριακής εργασίας από αυτήν. Άλλωστε, για το λόγο αυτό^ όπως προαναφέρθηκε ο εναγόμενος απαλλάχθηκε των σχετικών κατηγοριών, για τις οποίες του ασκήθηκε ποινική δίωξη, δυνάμει της υπ’αρ. 56561/201 1 απόφασης του Δ’Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επίσης, αναφορικά με το υπ’αρ. πρωτ. 447/2009 έγγραφο, με το οποίο η ενάγουσα εκλήθη να δώσει εξηγήσεις σχετικά με περιστατικό ανάρμοστης συμπεριφοράς της έναντι συναδέλφου καθώς και έναντι του εναγομένου, δεν προέκυψε από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα ότι ο τελευταίος ενήργησε με σκοπό να προσβάλει την προσωπικότητα της ενάγουσας, ενδεικτικό δε είναι ότι το ζήτημα δεν έλαβε περαιτέρω διαστάσεις, ενώ δεν κινήθηκε κάποια διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου σε βάρος της ενάγουσας. Συνακόλουθα από τα προεκτεθέντα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για το εάν τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά είναι ψευδή ή αληθή, ενώ σε κάθε περίπτωση κρίνεται ότι ο εναγόμενος τα ισχυρίσθηκε, απευθύνοντας τις επίδικες εξώδικες δηλώσεις και έγγραφα, πεπεισμένος περί της αλήθειας αυτών, με μοναδικό σκοπό να περιφρουρήσει τα συμφέροντα της δημοτικής επιχείρησης, της οποίας τελούσε πρόεδρος του δ.σ. την επίμαχη χρονική περίοδο, ορμώμενος και από την επιδίωξή του για τη βελτίωση της λειτουργίας της εν λόγω επιχειρήσεως και όχι με σκοπό να βλάψει την τιμή, την υπόληψη και την προσωπικότητα της ενάγουσας. Πέραν τούτων, από το όλο ύφος των προαναφερόμενων εγγράφων και το περιεχόμενο αυτών, ορωμένων α>ς συνόλου και όχι από μεμονωμένες φράσεις, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι αυτά εντάσσονται στο -κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας- πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του εναγομένου. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι σε διάλογο που έλαβε χώρα μεταξύ των διαδίκων στις 05.05.2009 ο εναγόμενος της είπε -μεταξύ άλλων- «….αυτό που θα σου δώσω εγώ είναι άλλο πράγμα…» και «…αύριο θα σου έλθει κάποιο έγγραφο και πρόσεξε να του δώσεις σημσία γιατί θα έχεις προβλήματα…». Ωστόσο, οι ως άνω φράσεις, είτε αυτές ληφθούν υπόψη μεμονωμένα είτε μέσα στο πλαίσιο του όλου διαλόγου που υπήρξε μεταξύ των διαδίκων, δεν είναι από μόνες τους πρόσφορες να προκαλέσουν τρόμο και ανησυχία στην ενάγουσα, όπως η ίδια ισχυρίζεται, ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι η ενάγουσα δεν συνδέει τις ως άνω φράσεις με ορισμένη συμπεριφορά του εναγομένου (νεύμα ή κίνηση), ώστε δικαιολογημένα να δύνανται να προκαλέσουν τα προαναφερόμενα αισθήματα στην ενάγουσα. Σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις της παρούσας, η όποια προσβολή αυτού του είδους εκτιμάται ως ήσσονος σημασίας και ως εκ τούτου η παροχή έννομης προστασίας γι’ αυτήν είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των δικογράφων τόσο της κρινόμενης αγωγής όσο και της 09.11.2009 έγκλησης της ενάγουσας-αντεναγομένης σε βάρος του εναγομένου- αντενάγοντος δεν προέκυψε ότι εμπεριέχονται σ’αυτά (δικόγραφα) υπαινιγμοί της πρώτης περί επιδιώξεως του τελευταίου για σύναψη ερωτικών σχέσεων μαζί της, ούτε αυτή (ενάγουσα) φέρεται να τον ψέγει ότι της απηύθυνε σεξουαλικά υπονοούμενα. Τέλος, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος είχε προσωπική έχθρα προς της ενάγουσα και ότι ενήργησε εμφορούμενος από αισθήματα εκδίκησης στο πρόσωπό της, όπως ομοίως δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα- αντεναγομένη ενήργησε με άμεσο δόλο να προσβάλει την προσωπικότητα του ενάγομένου-αντενάγοντος, όταν ισχυρίστηκε ότι ο τελευταίος δεν της καταβάλει τις αποδοχές της από την υπερωριακή εργασία της για λόγους προσωπικής εχθρότητας. Τουναντίον η ενάγουσα ήταν πεπεισμένη περί της αλήθειας του ως άνω ισχυρισμοί της και φρονούσε ότι με την κατάθεση των προαναφερθέντων δικογράφων θα προάσπιζε τα έννομα συμφέροντά της. Κατά συνέπεια, δεν προέκυψε παράνομη συμπεριφορά ή ενέργεια τόσο της ενάγουσα- αντεναγομένης όσο και του εναγομένου-αντενάγοντος, η οποία να προκάλεσε την προσβολή της προσωπικότητα εκάστου τιον διαδίκων αντίστοιχα, καθόσον οι ενέργειές τους βρίσκονταν εντός των ορίων του νόμου και δεν ξεπερνούν το αναγκαίο και επιβαλλόμενο μέτρο, αφετέρου δεν αποδείχθηκε ότι έγιναν με σκοπό να τρωθεί η τιμή και υπόληψη εκάστου των διαδίκων μερών. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα-αντεναγομένη και ο εναγόμενος-αντενάγων ευθύνονται με οιονδήποτε τρόπο (θετική ενέργεια ή παράλειψη) για προσβολή της προσωπικότητάς του εναγομένου-αντενάγοντος και της ενάγουσας-αντεναγομένης αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθεί τόσο η κρινόμενη αγωγή όσο και η κρινόμενη ανταγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμες. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του εναγομένου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, σε βάρος της ενάγουσας, επειδή ηττήθηκε (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚπολΔ), μειωμένη όμως κατά την διάταξη του άρθρου 58 παρ. 2 Κώδικα Δικηγόρων, που έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του προφανώς εξογκωμένου αιτήματος της αγωγής, χωρίς μάλιστα την ανάγκη προβολής σχετικού ισχυρισμού, δεδομένου ότι θεωρείται στοιχείο του νόμου με βάση τον οποίο θα γίνει ο καθορισμός της αμοιβής (ΑΠ 1310/2006, ΤΝΠ Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, παράλληλα δε πρέπει να “επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της αντεναγομένης σε βάρος του αντενάγοντος, επειδή ηττήθηκε (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 20.10.2009 αγωγή και την 27.09.2011 ανταγωγή αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή και την ανταγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος του αντενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της αντεναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22.1.2015
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9.3.2015
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ