fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΑΠΟΦΑΣΗ 11/2014
(αριθμ. κατάθ. 273-60/2011)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΙΓΙΟΥ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Γεώργιο Αντωνιάδη, Πρωτόδικη, ο οποίος ίσθηκε από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών, και από τη γραμματέα Μαρία Γκραικιώτου. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στο Αίγιο, την 1η Οκτωβρίου για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) _________ _________ του _________ και 2) _________ συζ _________ _________ , το γένος _________ _________ , κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Ευάγγελου Ρεγγούτα.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Δήμος Αιγιαλείας, που εδρεύει στο Αίγιο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Παναγιώτη Κουρή.

ΟΙ ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ ζητούν να γίνει δεκτή η αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης 273-60/2011, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 5-6-2012, κατά την οποία αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 914, 919, 932 ΑΚ, 361, 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι, αν κάποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, ιδίως δε στην τιμή ή την υπόληψή του, από συμπεριφορά άλλου, νοούμενη ως θετική πράξη ή ως παράλειψη θετικής πράξεως επιβαλλόμενης σ’ αυτόν από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, καλή πίστη, ή προσβάλλεται στην προσωπικότητά του κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, προσβάλλεται δε από πρόθεση, το Δικαστήριο μπορεί, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη εκείνου που έχει προσβληθεί (ΑΠ 6/2004 Δημοσίευση ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 854/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει ότι η συκοφαντική δυσφήμηση διαπράττεται είτε με ισχυρισμό του δράστη ενώπιον τρίτου περί ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε με τη διάδοση από αυτόν προς τρίτον τέτοιου γεγονότος το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως από άλλον. Ο ισχυρισμός για το δυσφημιστικό γεγονός μπορεί να γίνει και με την κατάθεση στη γραμματεία του Δ/ρίου αγωγής επ’ ονόματι του δράστη, οπότε γνώση του ισχυρισμού αυτού, που περιέχεται στην αγωγή, λαμβάνουν οι υπάλληλοι της γραμματείας του Δ/ρίου, οι δικαστές ή και άλλα πρόσωπα. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται άμεσος δόλος συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου του ως άνω γεγονότος εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου.
Οι ενάγοντες, στην κρινόμενη αγωγή τους, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, εκθέτουν ότι, επί της από 13-9-2000 διεκδικητικής αγωγής που κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ακράτας, με εναγόμενη την εταιρεία με την επωνυμία «_________ Α.Ε.», εκδόθηκε η 32/2003 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, και, επί εφέσεως κατά της απόφασης αυτής, η 41/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαβρύτων, με την οποία κρίθηκε τελεσίδικα ότι αυτοί (ενάγοντες) είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ενός οικοπέδου, εμβαδού 236,69 τ.μ., που βρίσκεται στο δημοτικό διαμέρισμα ________ του Δήμου Αιγείρας του Νομού Αχαΐας, και ότι, τον Οκτώβριο του έτους 1999, η ως άνω εναγόμενη εταιρεία («_________ Α.Ε.) προσέβαλε την κυριότητά τους, αποβάλλοντάς τους από τη νομή τους  σε τμήμα του ανωτέρω ακινήτου, εμβαδού 6,25 τ.μ. κατασκευάζοντας, χωρίς τη συναίνεση ή ανοχή τους, τσιμεντένια βάση, επί της οποίας τοποθέτησε μεταλλικό οικίσκο, όπου εγκατέστησε μηχανήματα για την λειτουργία τηλεφωνικού αναμεταδότη (κεραίας) πλησίον αυτού και εντός όμορης ιδιοκτησίας, ισχυριζόμενη ότι το σχετικό τμήμα της παραχώρησε άτυπα λόγω χρησιδανείου ο Δήμος Αιγείρας. Περαιτέρω, εκθέτει ότι, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος (Δήμος Αιγείρας), του οποίου καθολικός διάδοχος τυγχάνει ο εναγόμενος Δήμος Αιγιαλείας, γνώριζε ότι η συγκυριότητά τους επί του επιδίκου ακινήτου είχε ήδη αναγνωρισθεί τελεσίδικα με την ως άνω απόφαση, άσκησε αρχικά την από 3-1-2006 αγωγή του, ισχυριζόμενος αναληθώς ότι είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός οικοπέδου επιφάνειας 64,09 τ.μ., κειμένου εντός του δημοτικού διαμερίσματος _________ του δήμου Αιγείρας, και ότι, από τις αρχές Νοεμβρίου 2005, οι ενάγοντες στην παρούσα δίκη, και εναγόμενοι στην εν λόγω αγωγή του Δήμου, αμφισβήτησαν την κυριότητά του επί του ακινήτου αυτού και την επί σειρά ετών ανεπίληπτη νομή του, διατεινόμενοι ότι το ακίνητο τους ανήκει. Ισχυρίζονται στη συνέχεια οι ενάγοντες ότι ο εναγόμενος άσκησε κατ’ αυτών την από 29-3-2007 αίτησή του, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Καλαβρύτων, με την οποία ζητούσε να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα προστασίας της νομής του επί του ως άνω επιδίκου ακινήτου, ισχυριζόμενος ότι οι ενάγοντες, στις 23 Μαρτίου του έτους 2007, εντελώς παράνομα και αυθαίρετα, χωρίς την συγκατάθεσή του και χωρίς κανένα δικαίωμα, κατέλαβαν από το επίδικο ακίνητο τμήμα, επιφάνειας 47 τ.μ. περίπου, τοποθέτησαν σιδηροπασσάλους κάθετα επί της ως άνω οδού και έφραξαν αυτόν με σύρμα, ισχυριζόμενοι ότι τάχα τους ανήκει η επίδικη έκταση, καθιστώντας έτσι ανέφικτη τη χρήση του. Ότι, επί της αίτησης αυτής, εκδόθηκε η 3/2007 απόφαση του ως άνω Εισαγγελέα, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση. Τέλος, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο εναγόμενος άσκησε κατά της απορριπτικής απόφασης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Καλαβρύτων, την από 15-5-2007 ανακοπή του, την οποία κατέθεσε στην γραμματεία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Καλαβρύτων, και η οποία ορίστηκε να εκδικαστεί ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών στις 29-6-2007 και ότι και η ανακοπή αυτή απορρίφθηκε με την 7/2007 απόφαση του Εισαγγελέα Εφετών. Ότι στα δικόγραφα και των τριών ως άνω ενδίκων μέσων, ο εναγόμενος διέλαβε, εν γνώσει, δυσφημιστικούς εις βάρος τους ισχυρισμούς και, ειδικότερα, ότι, παράνομα και αυθαίρετα κατέλαβαν το επίδικο ακίνητο, καθιστώντας ανέφικτη τη χρήση του ως κοινόχρηστης οδού, ενώ γνώριζε ότι το ζήτημα της κυριότητας επί του επιδίκου είχε ήδη κριθεί τελεσίδικα με τις προαναφερόμενες αποφάσεις. Ότι, συνεπεία του ισχυρισμού αυτού του εναγομένου που είναι ψευδής, περιήλθε σε γνώση αορίστου αριθμού προσώπων και θίγει την τιμή και την υπόληψή τους, υπέστησαν ηθική βλάβη και για τη χρηματική τους ικανοποίηση εύλογο ποσό είναι αυτό των 30.000,00 ευρώ για έκαστο εξ αυτών. Ενόψει τούτων, ζητούν να εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή απόφαση αυτού του Δικαστηρίου που να υποχρεώνει τον εναγόμενο να τους καταβάλει το ανωτέρω ποσό και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική τους δαπάνη. Η αγωγή, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον, φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, με την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρα 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προμνησθείσες διατάξεις, καθώς και σ’ εκείνη του άρθρου 176 ΚΠολΔ. Μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα περί προσωρινής εκτελεστότητας της αγωγής, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 909 ΚΠολΔ, προσωρινή εκτέλεση δεν μπορεί να διαταχθεί κατά του Δημοσίου, τα προνόμια του οποίου απολαμβάνουν και τα ν.π.δ.δ. Επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι οι ενάγοντες κατέβαλαν το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τ’ αντιστοιχούντο σ’ αυτό ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθμ. 8901/4- 10-2013 διπλότυπο εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Αιγίου, σε συνδυασμό και με το υπ’ αριθμ. 0066023/4-10-2013 γραμμάτιο εισπράξεως τηςΕ.Τ.Ε.).

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου (βλ. πρακτικά), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν, με νόμιμη επίκληση, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Περί το μήνα Οκτώβριο του έτους 1999, περιήλθε εις γνώση των εναγόντων ότι σε αγροτεμάχιό τους, που βρίσκεται στη θέση “_________ ” της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας _________ Αιγιαλείας του τέως Δήμου Φελλόης, είχε εγκατασταθεί υποσταθμός της εταιρείας με την επωνυμία «_________ Α.Ε.». Ακολούθως, πληροφορήθηκαν ότι η Κοινότητα _________ είχε παραχωρήσει άτυπα, με χρησιδάνειο αορίστου χρόνου, στην ως άνω εταιρεία, τμήμα της βορειοανατολικής πλευράς του ακινήτου τους, εμβαδού 6,25 τ.μ., και προέβη στη τσιμεντόστρωση του δρόμου στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου τους, προκειμένου να μεταφερθεί και να εγκατασταθεί εκεί, μεταλλικός οικίσκος στέγασης μηχανημάτων για τη λειτουργία αναμεταδότη της εν λόγω εταιρείας, τοποθετηθέντος παραπλεύρως και λίγο έξω από τα όρια του οικοπέδου τους. Ενόψει των ανωτέρω, οι ενάγοντες άσκησαν κατά της ως άνω εταιρείας την από 13-9-2000 διεκδικητική αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ακράτας, επί της οποίας εκδόθηκε η 32/2003 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ενός οικοπέδου, μείζονος έκτασης, εμβαδού 236,69 τ.μ., που βρίσκεται στο δημοτικό διαμέρισμα _________ του Δήμου Αιγείρας του Νομού Αχαΐας, τμήμα του οποίου είναι και το επίδικο εδαφικό τμήμα, έκτασης 6,25 τ.μ. Ότι το ακίνητο αυτό περιήλθε στους δικαιοπαρόχους των εναγόντων, _________ και _________ συζ. _________ _________ , με το υπ’ αριθμ. 9821/21-11-1975 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ακράτας Δημ. Αναγνωστόπουλου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Επίσης, με την ως άνω απόφαση, κρίθηκε ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «_________ Α.Ε.», με υπόδειξη του Δημάρχου Αιγείρας, προέβη στη διάνοιξη και εν συνεχεία τσιμεντόστρωση του δρόμου στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου των εναγόντων, προκειμένου να μεταφέρει και να εγκαταστήσει εκεί η εν λόγω εταιρεία το μεταλλικό οικίσκο με τα μηχανήματα λειτουργίας της τοποθετηθείσας παραπλεύρως και λίγο έξω από τα όρια του οικοπέδου τους κεραίας. Με βάση τα ανωτέρω περιστατικά, διατάχθηκε η απόδοση στους ενάγοντες, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου εις έκαστο του επίδικου εδαφικού τμήματος. Κατά της ως άνω αποφάσεως, η εναγόμενη εταιρεία άσκησε την από 14-8-2003 έφεση, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαβρύτων, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 41/2005 απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου. Στη συνέχεια, ο Δήμος Αιγείρας, του οποίου καθολικός διάδοχος κατέστη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 3852/2010, ο εναγόμενος Δήμος Αιγιαλείας, άσκησε, κατά των (εδώ) εναγόντων την από 3-1-2006 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ακράτας. Με την αγωγή αυτή, ο εν λόγω Δήμος ισχυρίστηκε ότι είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος, ενός οικοπέδου επιφάνειας 64,09 τ.μ., κειμένου εντός του δημοτικού διαμερίσματος _________ του δήμου Αιγείρας, τμήμα του οποίου αποτελεί και η επίδικη έκταση. Ότι κατέστη κύριος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν 2074/1920, καθόσον από το έτος 1836 μέχρι το έτος 1912 ο Δήμος Φελλόης, κατόπιν η πρώην Κοινότητα _________ και από το έτος 1998 ο Δήμος Αιγείρας, ασκούσαν όλες τις πράξεις νομής και κατοχής επ’ αυτού, ήτοι συντήρηση, επιτήρηση κι επίβλεψη, έως και το έτος 2006 (χρόνος άσκησης της αγωγής), και, συνεπώς κατέστη κύριος αυτού, «…δια της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας που είχε συμπληρωθεί μέχρι 23.2.1946 ημερομηνία εισαγωγής του αστικού κώδικα…», άλλως κατέστη κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον, από το έτος 1912, κατέχει αυτό, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, ασκώντας επ’ αυτού όλες τις πράξεις νομής και κατοχής που αναφέρονται ανωτέρω, χωρίς ποτέ να παρεμποδιστεί από κανένα. Στη συνέχεια, ισχυριζόμενος ότι οι εναγόμενοι (εδώ ενάγοντες), αμφισβήτησαν την κυριότητά του επί τμήματος του ακινήτου τους, επιφάνειας 6,25 τ.μ., το οποίο είχε παραχωρήσει στην εταιρεία με την επωνυμία «_________ Α.Ε.», δυνάμει συμβάσεως χρησιδανείου, ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του επίδικου ακινήτου. Επί της αγωγής αυτής, δεν εκδόθηκε ακόμη οριστική απόφαση, καθόσον η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη δικάσιμο της 12-3-2007.

Περαιτέρω, ο Δήμος Αιγείρας, άσκησε κατά των εναγόντων την από 29-3-2007 αίτησή του, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Καλαβρύτων, με το ίδιο περιεχόμενο με αυτό της προαναφερόμενης αγωγής, και ζήτησε να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα προστασίας της νομής του επί του ως άνω επιδίκου ακινήτου, ισχυριζόμενος ότι οι ενάγοντες, στις 23 Μαρτίου του έτους 2007, εντελώς παράνομα και αυθαίρετα, χωρίς την συγκατάθεσή του και χωρίς κανένα δικαίωμα, κατέλαβαν από το επίδικο ακίνητο τμήμα, επιφάνειας 47 τ.μ. περίπου, τοποθέτησαν σιδηροπασσάλους κάθετα επί της ως άνω οδού και έφραξαν αυτόν με σύρμα, ισχυριζόμενοι ότι τάχα τους ανήκει η επίδικη έκταση, καθιστώντας έτσι ανέφικτη τη χρήση του. Επί της αίτησης αυτής, εκδόθηκε η 3/2007 απόφαση του ως άνω Εισαγγελέα, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση. Κατά της απορριπτικής απόφασης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Καλαβρύτων, ο Δήμος Αιγείρας, άσκησε την από 15-5-2007 ανακοπή του, η οποία απορρίφθηκε με την 7/2007 απόφαση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο Δήμος Αιγείρας, όταν κατέθετε, κατά τους ανωτέρω αναφερόμενους χρόνους, την αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου και την αίτηση και ανακοπή ενώπιον του Εισαγγελέα, γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών του, δηλαδή του ότι δεν ήταν κύριος της επίδικης έκτασης, προέβη δε στις ενέργειες αυτές με σκοπό να πλήξει την τιμή και την υπόληψή τους (εναγόντων). Στηρίζουν δε τον ανωτέρω ισχυρισμό τους στο γεγονός ότι ο Δήμος Αιγείρας γνώριζε το γεγονός ότι είχε ήδη εκδοθεί η 41/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαβρύτων, η οποία έκρινε τελεσίδικα επί της κυριότητας του επίδικου ακινήτου. Πλην όμως, όπως αποδείχθηκε, ο Δήμος Αιγείρας δεν συμμετείχε, με οποιονδήποτε τρόπο, στην, ανοιγείσα με την από 13-9-2000 αγωγή των εναγόντων, δίκη, ώστε να εκθέσει τους ισχυρισμούς του, καθόσον η αγωγή αυτή στρεφόταν κατά της εταιρείας με την επωνυμία «_________ Α.Ε.», στην οποία ο Δήμος είχε παραχωρήσει το επίδικο εδαφικό τμήμα. Άσκησε δε την από 3-1-2006, αναγνωριστική της κυριότητας, αγωγή, υποστηρίζοντας ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα αποτελούσε από αρχαιοτάτων χρόνων κοινόχρηστο δρόμο, άλλως ότι κατέστη κύριος με έκτακτη χρησικτησία. Από το περιεχόμενο δε της εν λόγω αγωγής, δεν προκύπτει πρόθεση μείωσης της τιμής και της υπολήψεως των εναγόντων, αφού τα, διαλαμβανόμενα σ’ αυτήν, πραγματικά περιστατικά περί αμφισβήτησης από πλευράς των τελευταίων της κυριότητας του ενάγοντος Δήμου επί του επιδίκου, αποτελούν βασικό περιεχόμενο της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι, στην ίδια ως άνω αγωγή, αναφέρεται και το αποτέλεσμα της δίκης που προηγήθηκε μεταξύ των εναγόντων και της εταιρείας με την επωνυμία «_________ Α.Ε.», προς ενίσχυση του ισχυρισμού του ενάγοντος Δήμου περί αμφισβήτησης της κυριότητάς του επί του επιδίκου, από πλευράς των εναγομένων (εδώ εναγόντων). Τα αυτά ισχύουν και για τα δικόγραφα της αίτησης και της ανακοπής που κατέθεσε ο Δήμος Αιγείρας ενώπιον του Εισαγγελέα, αφού αυτά, ως προελέχθη, έχουν το ίδιο περιεχόμενο με αυτό της ως άνω αγωγής, οι ενέργειες δε αυτές του Δήμου κατέτειναν στο να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα προστασίας της νομής του επί του επίδικου ακινήτου και όχι στην προσβολή της τιμής και της υπόληψης των εναγόντων. Κατά ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικασθούν οι ενάγοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει τους ενάγοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο Αίγιο, σε δημόσια έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21- Φεβρουάριου 2014, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ