Περίληψη
Σ.Ε
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 6326/2009 1508/2009
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μερόπη Τζουγκαράκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε με κλήρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του , στις 26 Μα’ίου 2009 , χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα , για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : _______ _______ του _______ , κατοίκου Νίκαιας Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Μαρίας Εμμανουήλ.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ : 1) _______ _______ , κατοίκου Νίκαιας, ο οποίος ήταν απών και δεν παραστάθηκε, 2) _______ _______ του _______ , κατοίκου Αγ. Βαρβάρας Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ιωάννας Μαρώση.
Ο αιτών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 3-3-2009 αίτησή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό 1 508/2009προσδιορίστηκε για τις 29 Απριλίου 2009 και μετά από αναβολή για την παραπάνω δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης σι πληρεξούσιοι δικηγόροι του αιτούντος και του 2ου καθ’ ου η αίτηση, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί .
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την έκθεση επίδοσης 7600Β/1-4-2009 του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Αθανάσιου Νίκα, που προσκομίζει ο αϊτών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της υπό κρίση αίτησης με την πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο της 29-4-2009 και με κλήση προς εμφάνιση κατά τη δικάσιμο αυτή επιδόθηκε ως προς τον πρώτο καθού, που φέρεται ως πρώην κάτοικος Νίκαιας Αττικής (_______ ), στην αρμόδια Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και μετά από σχετική παραγγελία της δημοσιεύτηκε περίληψη του επιδιδόμενου δικογράφου στα επισυναπτόμενα φύλλα των ημερήσιων εκδιδόμενων στην Αθήνα εφημερίδων _______ και _______ . Η συζήτηση της υπόθεσης, όμως, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 23-12-2008 με αίτημα του δεύτερου καθού, ο οποίος είχε παρασταθεί κατά την παραπάνω δικάσιμο με πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ κατά την αρχική αυτή δικάσιμο δεν είχε εμφανιστεί ο πρώτος καθού και ούτε είχε παρασταθεί πληρεξούσιος δικηγόρος για να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, όπως προκύπτει από την καταχώρηση της αναβλητικής απόφασης στην πρώτη σελίδα του δικογράφου της αίτησης καθώς και την επισημείωση της απουσίας του πρώτου καθού στην ίδια σελίδα πάνω από το όνομα του. Ο πρώτος καθού και πάλι δεν εμφανίστηκε, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κανονικά στη σειρά της από το οικείο έκθεμα της παραπάνω αναφερόμενης μετ’αναβολή δικασίμου και επίσης ούτε παραστάθηκε πληρεξούσιος δικηγόρος για να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, όπως προκύπτει από τη δεύτερη επισημείωση της απουσίας του στην ίδια σελίδα του δικογράφου πάνω από το όνομα του καθώς και από τη σχετική μνεία στην ίδια σελίδα ότι η αίτηση συζητείται ερήμην του πρώτου καθού. Ωστόσο, δεν προκύπτει ότι έγινε γνωστοποίηση από τον αιτούντα σχετικού εγγράφου, που εκδίδεται από τη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με τον ορισμό της νέας δικασίμου και με κλήση του πρώτου καθού να εμφανιστεί κατ’αυτή. Η γνωστοποίηση απαιτείται κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διότι δεν τηρείται πινάκιο, ώστε η εγγραφή σ’αυτό να ισχύει ως νέα κλήτευση, έτσι τη μετ’αναβολή δικάσιμο ο πρώτος καθού δεν είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει, αφού δεν είχε παρασταθεί ο ίδιος ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατά την αρχική δικάσιμο και ούτε κατ’άλλο τρόπο πληροφορήθηκε εγκαίρως την παρούσα δικάσιμο, κατά τη οποία η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην του. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν προκύπτει η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του πρώτου καθού, ο οποίος δεν συμμετείχε στη συζήτηση(άρθρα 108, 111, 122, 123, 226 παρ.4, 271, 686 παρ.2 και 4 ΚΠολΔ) και ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη αυτή από τον παριστάμενο δεύτερο καθού, αφού και με την εκδοχή ύπαρξης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ τους, απαραίτητη – προϋπόθεση της αντιπροσώπευσης από τον παρισταμενο διάδικο του μη παριστάμενου ομόδικου του στη δίκη είναι η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του (άρθρο 76 παρ.3 ΚΠολΔ), που δεν πληρούται στην ερευνώμενη υπόθεση. Επομένως, σύμφωνα και με τη θεμελιώδη αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, που απορρέει από τη διαταξη του άρθρου 110 παρ.2 ΚΠολΔ και επιβάλλει την αυτεπάγγελτη έρευνα της κλήτευσης του απόντα διαδίκου, πρεπει η συζήτηση της αίτησης, που έγινε ερήμην του πρώτου καθού, να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς αυτόν, χωρίς να επιδικαστούν δικαστικά έξοδα, αφού, λόγω της απουσίας του δεν έχει υποβληθεί σ’αυτά και ούτε υπάρχει σχετικό αίτημα(άρθρο 106 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 725 ΚΠολΔ, το ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγύησης διατάσσεται για την εξασφάλιση με σκοπό τη διεκδίκηση κινητών και ακινήτων. Η διεκδίκηση νοείται υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, έτσι περιλαμβάνει και κάθε ενοχική αξίωση, με την οποία μπορεί να ζητήσει το πράγμα ο αϊτών την μεσεγγύηση, είναι δε αδιάφορο αν πρόκειται περί αξιώσεως εμπράγματης ή ενοχικής. Εξάλλου, το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης διατάσσεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 707 ΚΠολΔ, για την εξασφάλιση χρηματικής ή δυνάμενης να τραπεί σε χρήματα απαιτήσεως για την εξασφάλιση της μέλλουσας αναγκαστικής κατασχέσεως επί των περιουσιακών στοιχείων στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου. Η συντηρητική κατάσχεση δεν επιτρέπεται να διαταχθεί προς διατήρηση κάποιου περιουσιακού στοιχείου με σκοπό διεκδικήσεως αυτού, αλλά η εξασφάλιση αυτή κινητού ή ακινήτου γίνεται με τη δικαστική μεσεγγύηση. Επιπλέον και για τη δικαστική μεσεγγύηση απαιτείται η συνδρομή της βασικής προϋπόθεσης των ασφαλιστικών μέτρων, δηλαδή η ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης ή η αποτροπή επικείμενου κινδύνου, κατ’ άρθρο 682 παρ.1 ΚΠολΔ). Έτσι, περίπτωση κινδύνου υπάρχει κυρίως, προκειμένου μεν περί κινητών, όταν υπάρχει κίνδυνος απώλειας, εκποίησης ή καταστροφής αυτών, προκειμένου δε περί ακινήτων, εφόσον συντρέχει κίνδυνος χειροτέρευσης αυτών ή απώλειας των καρπών(Τζίφρα “Ασφ. Μ. “έκδ.1985 κάτω από τα άρθρα 707, 725 ΚΠολΔ Σελ. 154 επ.).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383, 389 παρ.2, 513, 532, 1034, 1035, 1094, 1095 ΑΚ, συνάγεται ότι αν στην πώληση κινητού έχει τεθεί ο όρος ότι ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα ωσότου το τίμημα, που ενόλω ή ενμέρει πιστώνεται, αποπληρωθεί, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή επέρχεται μόλις πληρωθεί η αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος. Σε περίπτωση υπερημερίας του αγοραστή ως οφειλέτη ενόλω ή ενμέρει του τιμήματος ο πωλητής, ο οποίος παραμένει όχι μόνο κύριος αλλά και νομέας του κινητού, έχει δικαίωμα α) είτε να απαιτήσει το τίμημα, η είσπραξη του οποίου θα επιφέρει τη μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, β) είτε, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως, να ασκήσει τα δικαιώματα του από την κυριότητα, όπως είναι η άσκηση διεκδικητικής ως προς το κινητό αγωγής κατά του αγοραστή, ο οποίος ως κάτοχος του κινητού δεν μπορεί πλέον να αρνηθεί την απόδοση την απόδοση του με την από το άρθρο 1095 ΑΚ ένσταση, γ) είτε να ασκήσει τα οικεία ενοχικά δικαιώματα από τις γενιές διατάξεις περί υπερημερίας οφειλέτη από αμφοτεροβαρή σύμβαση και ιδίως, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως, να ασκήσει κατά του αγοραστή αγωγή για απόδοση του κινητού κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η δήλωση υπαναχώρησης είναι μονομερής δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, που δεν υποβάλλεται σε τύπο και μπορεί να γίνει ρητά ή σιωπηρά με πράξεις, που αναμφισβήτητα δηλώνουν τον προς τούτο σκοπό, όπως είναι η ασκούμενη από τον πωλητή και στρεφόμενη κατά του αγοραστή δικαστική επιδίωξη της ανάκτησης του κινητού(ΑΠ 1136/2000 ΕλλΔ 42. 1349, ΕφΛαρ 502/2004 Δημ.Νόμος). Κατά το άρθρο 375 παρ.1 εδ.α’ΠΚ, υπεξαίρεση διαπράττει όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο ενόλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι στην περίπτωση πωλήσεως κινητού πράγματος με παρακράτηση της κυριότητας, αν ο αγοραστής περιέλθει σε υπερημερία και ο πωλητής εμμείνει στην πώληση και αξιώσει την αποπληρωμή του τιμήματος, η πώληση παραμένει και ο αγοραστής δεν διαπράττει υπεξαίρεση, όταν αρνείται την εκπλήρωση της ενοχικής του υποχρέωσης προς αποπληρωμή του τιμήματος, αντίθετα αν ο πωλητής υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως και ζητήσει την επιστροφή του πράγματος, ο αγοραστής, αν ιδιοποιηθεί παρανόμως το πράγμα, διαπράττει υπεξαίρεση αυτού (ΑΠ-Ποιν. 920/2005 Δημ.Νόμ., ΑΠ-Ποιν. 486/2004/2004- ΠοινΧρον2005 154, ΑΠ-Ποιν. 1783/2002 Δημ.Νόμ.,ΑΠ- Ποιν. 920/2002 ΝοΒ 2002 1916). Εξάλλου, από την
προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 532 ΑΚ σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου201 ΑΚ, συνάγεται ότι στην πώληση κινητού με παρακράτηση κυριότητας η μεταβίβαση της κυριότητας του πωλούμενου πράγματος στον αγοραστή επέρχεται με την εμπρόθεσμη καταβολή του τιμήματος στον πωλητή και μάλιστα αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται νέα συμφωνία, είτε εκούσια είτε σε εκτέλεση δικαστικής, κατ’άρθρο 949 ΚΠολΔ, αποφάσεως, για τη μεταβίβαση αυτής(Γαζής: “ΕρμΑΚ στο άρθρο 532 ΑΚ παρ.35,36, Καυκάς “ΕνοχΔ”στο άρθρο 532 ΑΚ παρ.3). Κατά συνέπεια, επί οριστικής συμβάσεως πωλήσεως, που καταρτίστηκε με τον προαναφερόμενο όρο, αν ο πωλητής μετά την εμπρόθεσμη καταβολή του τιμήματος από τον αγοραστή, αμφισβητήσει την κυριότητα, που αποκτήθηκε αυτοδικαίως επί του πωλούμενου πράγματος από τον αγοραστή, ο τελευταίος αυτός δικαιούται να εγείρει μόνο την αναγνωριστική περί τούτου αγωγή κατά του πωλητή(άρθρο 70 ΚΠολΔ), όχι δε και την περί καταδίκης αυτού σε δήλωση βουλήσεως(άρθρο 949 ΚΠολΔ) για τη μεταβίβαση, λόγω πωλήσεως, της κυριότητας του πράγματος(ΕφΑΘ 5714/1994 ΕλλΔ 38 93 1). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 211 παρ.1 ΑΚ, ορίζει ότι δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατα του αντιπροσωπευόμενου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομα του. Έτσι το υποκείμενο της δικαιοπραξίας, που επιχειρείται από τον αντιπρόσωπο δεν είναι ο ίδιος αλλά ο αντιπροσωπευόμενος, ο οποίος αποκτά αμέσως τα από αυτήν απορρέοντα δικαιώματα και ταυτόχρονα βαρύνεται με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις. Η αναγκαία συνέπεια αυτού είναι ότι τα δικαιώματα από μια τέτοια δικαιοπραξία ασκούνται αμέσως από και κατά του αντιπροσωπευόμενου, ο οποίος και μόνο νομιμοποιείται ενεργητικώς και παθητικώς στις σχετικές δίκες. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η αντιπροσώπευση είναι δυνατή μόνο επί δικαιοπραξιών όχι δε και επί αδικοπραξιών, διότι ο αδικοπραγών δεν μπορεί με τη δήλωση της βουλήσεως του να μεταθέτει τις συνέπειες της πράξεως του σε άλλον. Επομένως, για την αδικοπραξία που διαπράττει τυχόν ο αντιπρόσωπος στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας ενέχεται κατά κύριο λόγο ο ίδιος, χωρίς να αποκλείεται ευθύνη και του αντιπροσωπευόμενου με βάση κυρίως το άρθρο 922 ΑΚ (Εφθεσ 2014/1994 Αρμ 1996 444).
Με την υπό κρίση αίτηση, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ο αϊτών ζητεί να διαταχθεί η δικαστική μεσεγγύηση του αναφερόμενου επιβατικού αυτοκινήτου του μέχρι να επιλυθεί η διαφορά, που έχει ανακύψει από την πώληση του με τον όρο της διατήρησης της κυριότητας μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος στον δεύτερο καθού, ο οποίος δεν εξόφλησε το ποσό που είχε συμφωνηθεί και αρνείται να αποδώσει το αυτοκίνητο στον αιτούντα, που επικαλείται επικείμενο κίνδυνο μεταβίβασης αυτού καθώς και πρόκλησης ζημιών σε τρίτους κατά την κυκλοφορία του, επίσης ζητεί να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του δεύτερου καθού μέχρι το ποσό των 60.000 ευρώ για την εξασφάλιση της απαίτησης του κατ’αυτού από την πώληση του αυτοκινήτου του, που επικαλείται ότι κινδυνεύει να ματαιωθεί η ικανοποίηση της, λόγω της επισφαλούς οικονομικής κατάστασης του δεύτερου καθού. Η αίτηση, όπως συμπληρώθηκε παραδεκτά ως προς το αίτημα της δικαστικής μεσεγγύησης, φέρεται αρμόδια στο Δικαστήριο αυτό για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 παρ.1, 683 παρ.1 και 3, 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη μόνο κατά το μέρος που ζητείται η δικαστική μεσεγγύηση, στηρίζεται δε στις προαναφερόμενες διατάξεις, ενώ κατά το μέρος που ζητείται η συντηρητική κατάσχεση δεν είναι νόμιμη και πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με όσα έχουν αναπτυχθεί παραπάνω, το ασφαλιστικό αυτό μέτρο προς διατήρηση κάποιου περιουσιακού στοιχείου με σκοπό διεκδίκησης αυτού, αλλά η εξασφάλιση προς το σκοπό αυτό κινητού ή ακινήτου επιτυγχάνεται με το ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγύησης. Επομένως, η αίτηση κατά το νόμιμο μέρος της ως προς τον δεύτερο καθού πρέπει να εξεταστεί από την άποψη της ουσιαστικής της βασιμότητας.
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων, _______ _______ του _______ και _______ _______ του
_______ , που εξετάστηκαν με όρκο στο ακροατήριο τού Δικαστηρίου αυτού από κάθε διάδικο, αντίστοιχα, από όλα τα έγγραφα και από τους ισχυρισμούς που προτάθηκαν κατά τη συζήτηση και αναπτύσσονται στα σημειώματα των παρισταμένων πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων πιθανολογούνται τα ακόλουθα: Ο αιτών απευθύνθηκε στον έμπορο μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, _______ _______ (πρώτο καθού), προκειμένου να μεταβιβάσει, λόγω πωλήσεως κατ’εντολή και για λογαριασμό του, ως αντιπρόσωπος του, σε τρίτο πρόσωπο της επιλογής του με τον όρο διατήρησης της κυριότητας μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος το ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο του. Ειδικότερα, συμφώνησαν την πώληση του αυτοκινήτου του εργοστασίου κατασκευής _______ τύπου _______ με αριθμό κυκλοφορίας _______ με την προοπτική απόκτησης ενός άλλου μεταχειρισμένου αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής _______ τύπου _______ . Στο πλαίσιο της συμφωνίας τους ο αϊτών παρέδωσε το αυτοκίνητο του και υπέγραψε την από 3-7-2008 σχετική εξουσιοδότηση για την πώληση και μεταβίβαση αυτού με τον όρο διατήρησης της κυριότητας του μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος. Εξάλλου, ο προαναφερόμενος έμπορος αυτοκινήτων παρέδωσε στον πατέρα του αιτούντος, _______ _______ , μέσω του οποίου έγινε η παράδοση του αυτοκινήτου του, δύο επιταγές της Τράπεζας _______ με αριθμούς _______ και _______ εκδόσεως του στη Νίκαια Αττικής σε διαταγή του πατέρα του, ως εγγύηση, προς εξασφάλιση του αιτούντος για την εκπλήρωση των συμβατικών έναντι αυτού υποχρεώσεων του με φερόμενες ημερομηνία έκδοσης 28-9¬2008 και 25-10-2008, αντίστοιχα, ποσού 15.000 ευρώ εκάστη.
Εξάλλου και ο δεύτερος καθού ενδιαφέρθηκε για την απόκτηση μεταχειρισμένου αυτοκινήτου και απευθύνθηκε στον ίδιο έμπορο αυτοκινήτων, με τον οποίο συμφώνησε τη μεταβίβαση λόγω πωλήσεως του αυτοκινήτου του αιτούντος. Ειδικότερα, ο δεύτερος καθού συμφώνησε με τον προαναφερόμενο έμπορο αυτοκινήτων την αγορά του επίδικου αυτοκινήτου αντί τιμήματος 24.000 ευρώ, έναντι του οποίου έδωσε προκαταβολή σε μετρητά το ποσό των 5.000 ευρώ. Για την εξόφληση του υπόλοιπου ποσού του συμφωνημένου τιμήματος ο δεύτερος καθού είχε ήδη λάβει δάνειο την 19-5¬2008 με την προσωπική εγγύηση του θείου του _______ _______ και με τη μεσολάβηση του _______ _______ από την Τράπεζα _______ , η οποία χορήγησε το ποσό των 19.000 ευρώ με την υποχρέωση εξόφλησης αυτού από τον αιτούντα με καταβολή μηνιαίων δόσεων ποσού 350 ευρώ. Επίσης ο δεύτερος καθού εξουσιοδότησε την Τράπεζα να πιστώσει αυτή απευθείας το ποσό του δανείου στον τηρούμενο λογαριασμό του _______ _______ , κατά τη σχετική συμφωνία τους για ολοσχερή εξόφληση με τον τρόπο αυτό του τιμήματος. Ακολούθως, την 4-7-2008 εκδόθηκε η άδεια κυκλοφορίας του πωλούμενου αυτοκινήτου, το οποίο μεταβιβάστηκε με παρακράτηση κυριότητας κατά τη σχετική καταχώρηση στο πίσω μέρος του εγγράφου αυτής. Έκτοτε ο δεύτερος καθού κατέχει το αυτοκίνητο του αιτούντος, το οποίο και χρησιμοποιεί για την κατά προορισμό χρήση του, ενώ καταβάλλει κανονικά τις δόσεις του παραπάνω δανείου, που δόθηκε για τη χρηματοδότηση της αγοράς αυτού.
Περαιτέρω, δεν πιθανολογείται η καταβολή στο%^\ αιτούντα του τιμήματος της πώλησης του αυτοκινήτου του από , τον _______ _______ , ο οποίος ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος του, ώστε έτσι οι έννομες συνέπειες της δικαιοπραξίας επήλθαν αμέσως στο πρόσωπο του αιτούντος, ως αντιπροσωπευόμενου και ούτε πιθανολογείται η παράδοση άλλου αυτοκινήτου κατά τη συμφωνία τους. Μετά από αυτά και εφόσον δεν εξελίχθηκε ομαλά η συμβατική σχέση μεταξύ του _______ _______ και του αιτούντος, επιχείρησε αυτός να εισπράξει τις παραπάνω δύο επιταγές, οι οποίες όμως κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση τους, την 6-10-2008 και την 30-10¬2008, αντίστοιχα, δεν πληρώθηκαν, λόγω ελλείψεως υπολοίπου κατά τη σχετική βεβαίωση της πληρώτριας Τράπεζας στο πίσω μέρος αυτών, ωστόσο ο παραπάνω εκδότης τους αναζητήθηκε αλλά δεν έχει ανευρεθεί και ούτε έχει εμφανιστεί μέχρι τώρα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το περιεχόμενο της υπό κρίση αίτησης ο αϊτών έχει επιλέξει να ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση πωλήσεως του αυτοκινήτου του και αξιώνει την απόδοση του από τον δεύτερο καθού, ο οποίος το κατέχει. Σύμφωνα με όσα έχουν αναπτυχθεί παραπάνω στη νομική σκέψη, πιθανολογείται ότι έχει ανακύψει διαφορά μεταξύ των διαδίκων σχετικά με το επίδικο αυτοκίνητο, ενώ μπορούν να εγερθούν ενοχικές και εμπράγματες αξιώσεις τόσο από τον αιτούντα, λόγω της δήλωσης υπαναχώρησης από την πώληση του αυτοκινήτου του όσο και από τον δεύτερο καθού, λόγω της αμφισβήτησης της κυριότητας του μετά την επικαλούμενη αποπληρωμή του τιμήματος. Επιπλέον, οι διάδικοι αυτοί έχουν προσδώσει και ποινικές προεκτάσεις στις διαφορές τους, αφού ο αϊτών κατηγορεί τον δεύτερο καθού και τον έμπορο _______ _______ για υπεξαίρεση από κοινού του αυτοκινήτου του, το οποίο έχει μεταβιβαστεί με τον όρο διατήρησης της κυριότητας μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, ενώ ο δεύτερος καθού έχει ήδη υποβάλλει ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς μήνυση για απάτη, που φέρεται ότι διέπραξαν από κοινού ο αϊτών και ο _______ _______ σε βάρος του. Επίσης πιθανολογείται ότι το επίδικο αυτοκίνητο μπορεί να υποστεί φθορές και βλάβες κατά την κυκλοφορία του με ενδεχόμενο τη χειροτέρευση της κατάστασης του, ενώ δεν αποκλείεται απόκρυψη ή μεταβίβαση αυτού σε τρίτους. Κατά συνέπεια συντρέχει λόγος, να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η δικαστική μεσεγγύηση του επίδικου αυτοκινήτου και να οριστεί ως μεσεγγυούχος ο δεύτερος καθού, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται αυτό. Επομένως, μετά και την πιθανολογούμενη συνδρομή επικείμενου κινδύνου, η υπό κρίση αίτηση ως προς το μέρος που στρέφεται κατά του δεύτερου καθού πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, σύμφωνα με το διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ του αιτούντος και του δεύτερου καθού, λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοζόμενων κατά την έρευνα της υπόθεσης αυτής διατάξεων(άρθρο 179ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης ως προς τον πρώτο καθού, _______ _______ .
Δικάζει αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει όσα έκρινε ως απορριπτέα.
Δέχεται κατά τα λοιπά την αίτηση ως προς τον δεύτερο καθού.
Διατάσσει τη δικαστική μεσεγγύηση του ιδιωτικής χρήσης επιβατικού αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας _______ εργοστασίου κατασκευής _______ τύπου _______ .
Ορίζει μεσεγγυούχο του αυτοκινήτου αυτού τον δεύτερο καθού, _______ _______ του _______ .
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ του αιτούντος και του δεύτερου καθού.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, στις 23-10-2009 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, με την παρουσία και της Γραμματέας.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ