Περίληψη
ΑΡΙΘΜΟΣ 2096/2007
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 13°
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Σπηλιόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη – Εισηγητής και Δήμητρα Τσαπρούνη, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Στυλιανή Τζανιδάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Ιανουάριου 2007 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ________ ________ , συζύγου ________ , κατοίκου _______, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χρήστο Οικονομάκη.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ________ ________ ________ , κατοίκου Πολιτείας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο Χριστίνα Καρελλα.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 22 Μαρτίου 2004 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 41368/1973/2004, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθμ. 5264/2005 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα (ενάγουσα) με την από 9 Αυγούστου 2006 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 6955/2006.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5264/2005 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε κατά την τακτική διαδικασία αγωγή αποζημιώσεως από έκδοση ακάλυπτης επιταγής, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495, 511, 513, 516, 518 Κ.Πολ.Δ.). Είναι λοιπόν παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων, της.
Η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, δηλαδή επιταγής η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια Τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενέργησε από δόλο, που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρα 27 πάρ. 1 σε συνδυασμό με παρ. 2 και 26 παρ. 1 Π.Κ.), αφού μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 ν. 5960/1933 με το άρθρο 1 ν. δ. 1325/1972, δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υποστάσεως του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν διαθέσιμα κεφάλαια. Έτσι δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό. Οι διατάξεις του άρθρου 79 ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μαλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 4 παρ. 1 ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ’ εξοχή προστατευτέο έννομο συμφέρον. Έτσι η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενέργησε δολίως με την πιο πάνω έννοια, αδικοπραξία που τον υποχρεώνει κατά το άρθρο 914 Α.Κ. σε ισόποση με το ποσόν της επιταγής αποζημίωση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι υποχρεωτικό να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα, αλλά μπορεί να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής της από αναγωγή. Εξαλλου, επι εκδοσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, υπεύθυνος με τους όρους του άρθρου 79 ν. 5960/1933, και άρα αυτοτελώς υπόχρεος σε αποζημίωση, κατά τα άρθρα 71 εδ. β , 914, 297 και 298 Α.Κ., είναι το φυσικό πρόσωπο το οποίο την εξέδωσε ως καταστατικό όργανο του νομικού προσώπου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ., κατά την οποία το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί, δημιουργεί μεν υποχρέωση αποζημιώσεως με παράλληλη ευθύνη εις ολόκληρο και του υπαίτιου προσώπου, πλην όμως δεν είναι αυτοτελής, δεδομένου ότι για την εφαρμογή της απαιτείται προσφυγή σε άλλο κανόνα δικαίου που προβλέπει την υποχρέωση προς αποζημίωση, και στην προκειμένη περίπτωση στα άρθρα 914, 297, 298 Α.Κ. και 79 ν. 5960/1933. Η διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ. αποβλέπει απλώς στον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιρρίπτεται στο νομικό πρόσωπο η ευθύνη για ζημιογόνο πράξη που επιχειρήθηκε από τα όργανά του. Η ευθύνη των τελευταίων θεσπίζεται χωρίς την εφαρμογή το άρθρου 71 Α.Κ., το δεύτερο εδάφιο του οποίου τέθηκε για να μη υποτεθεί ότι η ευθύνη μεταβιβάζεται αποκλειστικά στο νομικό πρόσωπο. Περαιτέρω, η αξίωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 914 Α.Κ. συρρέει με την αξίωση από το νόμο περί επιταγής, γιατί, όπως γίνεται δεκτό, επί συρροής αξιώσεων από συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ικανοποίηση τη ίδιας παροχής, απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μιας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης. Ασκώντας δε την αξίωση προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, παρέχεται στο δικαιούχο κομιστή η ευχέρεια να ζητήσει ταυτόχρονα κατά την τακτική διαδικασία και την απαγγελία προσωπικής κρατήσεως του εκδότη της επιταγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1047 παρ. 1 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 37 ν. 5960/1933, κάθε επιταγή μπορεί να διγραμμισθεί από τον εκδότη ή από οποιοδήποτε κομιστή αυτής, συνίσταται δε η γενική διγράμμιση, που αποτελεί και το συνηθέστερο είδος, στη χάραξη στην πρόσθια όψη της επιταγής δύο παράλληλων γραμμών, είτε καθέτων’ είτε εγκαρσίων, ενώ αντιθέτως η ειδική διγράμμιση συνίσταται στην προσθήκη μεταξύ των δύο παράλληλων γραμμών του ονόματος ορισμένου τραπεζίτη. Και η μεν γενική διγράμμιση έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 38 ν. 5960/1933, ότι ο πληρωτής μπορεί να πληρώσει την επιταγή μόνο σε άλλο τραπεζίτη ή σε πελάτη αυτού, ενώ η ειδική διγράμμιση δημιουργεί υποχρέωση του πληρωτή να πληρώσει την επιταγή αποκλειστικοί και μόνο στον τραπεζίτη, το όνομα του οποίου αναγράφεται μεταξύ των δύο γραμμών, ή εάν αυτός είναι το ίδιο πρόσωπο με τον πληρωτή σε πελάτη αυτού. Αυτό αποτελεί και τη μόνη συνέπεια της δίγραμμης επιταγής, ενώ, κατά τα λοιπά κυκλοφορεί αυτή όπως και η κοινή επιταγή, η οποία, όπως προβλέπει το άρθρο 28 του ίδιου νόμου, είναι πληρωτέα κατά την εμφάνιση, έστω και αν εμφανισθεί προς πληρωμή πριν την ημέρα που σημειώνεται ως χρονολογία εκδόσεώς της.
Με την από 22.3.2004 αγωγή της η εκκαλούσα – ενάγουσα ζητούσε: α) να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος – εναγόμενος να της καταβάλει νομιμότοκα. το ποσόν των 36.937,51 ΕΥΡΩ ως αποζημίωση λόγω εκδόσεως εκ μέρους του ως νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «_________», δύο δίγραμμων επιταγών, των οποίων αυτή ήταν νόμιμη κομίστρια από οπισθογράφηση και οι οποίες κατά την εμφάνισή τους στην πληρώτρια Τράπεζα δεν πληρώθηκαν λόγω \μη υπάρξεως επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων, β) να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί και γ) να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική της δαπάνη. Η αγωγή είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, και κατά συνέπεια είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα τα όσα ισχυρίσθηκε ο εφεσίβλητος – εναγόμενος με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επαναφέρει με τις προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, και συγκεκριμένα: α) την αοριστία της αγωγής, γιατί δεν αναφέρεται στο δικόγραφο η υποκειμένη αιτία εκδόσεως των επιταγών, β) το απαράδεκτο και αβάσιμο αυτής, γιατί η ενοχή του ως φυσικό πρόσωπο που δεσμεύει την εκδότρια εταιρεία έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, και γ) την καταχρηστικότητα της αγωγής, γιατί οι επιταγές ήσαν μεταχρονολογημένες και δεν θα έπρεπε ο λήπτης αυτών να τις εμφανίσει νωρίτερα από τη συγκεκριμένη ημερομηνία, αλλά ούτε και να τις οπισθογραφήσει σε άλλον. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η αγωγή κρίθηκε μεν νόμιμη, απορρίφθηκε όμως ως ουσιαστικά αβάσιμη, με το αιτιολογικό ότι δεν αποδείχθηκε ο δόλος του εναγομένου στην αποδιδόμενη σ’ αυτόν αδικοπρακτική συμπεριφορά. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με την υπό κρίση έφεση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι παραδεκτός και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσία του.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, και τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εφεσίβλητος – εναγόμενος, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «________ », εξέδωσε εις διαταγή της εκκαλούσας – ενάγουσας τις ακόλουθες δύο μεταχρονολογημένες δίγραμμες επιταγές με αριθμούς _________ και ________, με τόπο εκδόσεως την έδρα της εταιρείας στο Μαρούσι, με πληρώτρια Τράπεζα την ________ και αναγραφόμενο χρόνο εκδόσεως την 3.3.2004 και 26.3.2004, αντίστοιχα, και για ποσά σε ΕΥΡΩ 10.000 και 29.228,98, αντίστοιχα. Τις εν λόγω επιταγές εμφάνισε η εκκαλούσα – ενάγουσα προς πληρωμή ως νόμιμη κομίστρια αυτών την 3.3.2004, πλην όμως δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως βεβαιώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα στα σώματα των επιταγών την ίδια πιο πάνω ημερομηνία. Ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του ως νόμιμου εκπροσώπου της πιο πάνω ανώνυμης εταιρείας, αλλά και ως εκδότη των επιταγών αυτών υπό την εταιρική επωνυμία, ο εφεσίβλητος – εναγόμενος γνώριζε κατά το χρόνο εκδόσεως, αλλά και κατά το χρόνο εμφανίσεως των εν λόγω επιταγών προς πληρωμή, ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξόφλησή τους, και σε κάθε περίπτωση αποδεχόταν το ενδεχόμενο τούτο. Τα όσα κατέθεσε για το ζήτημα αυτό ο μάρτυρας της εκκαλούσας – ενάγουσας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι δηλαδή δεν ξέρει γιατί δεν πληρώθηκαν οι επιταγές ούτε αν γνώριζε (ενν. ο εκδότης) ότι δεν θα πληρωθούν, δεν αναιρούν το δόλο του εφεσιβλήτου – εναγομένου ως προς την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων προς πληρωμή των επιταγών. Πράγματι, ο δόλος ως υποκειμενικό στοιχείο της πιο πάνω άδικης πράξεως ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική της υπόσταση και από την πραγμάτωση των περιστατικά) αυτών η κατάφαση του δόλου θεωρείται δεδομένη. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας ο εφεσίβλητος – εναγόμενος λόγω της ιδιότητάς του ως νόμιμου εκπροσώπου της πιο πάνω ανώνυμης τεχνικής εταιρείας, με την οποία και εξέδωσε τις εν λόγω επιταγές, διαχειριζόταν τις υποθέσεις της εταιρείας, και άρα γνώριζε τι οφείλει, τι πρόκειται να εισπράξει, τις δυνατότητες ρευστότητας, αλλά και την οικονομική της αδυναμία να εξοφλήσει τις απαιτήσεις τρίτων σε βάρος της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη με το αιτιολογικό ότι δεν ” αποδείχθηκε ότι αυτός γνώριζε ή έστω ότι θεωρούσε ενδεχόμενη και αποδεχόταν την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και θα πρέπει, κατ’ αποδοχή του μοναδικού λόγου εφέσεως, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή η αγωγή και στην ουσία της ως προς το αιτούμενο ποσόν αποζημιώσεως των 36.937,51 ΕΥΡΩ, που είναι μικρότερο του αθροίσματος των δύο επιταγών, να απειληθεί δε σε βάρος του εφεσιβλήτου – εναγομένου προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Η δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας – ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εφεσιβλήτου – εναγομένου, γιατί χάνει τη δίκη (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.
Εξαφανίζει την 5264/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διακρατεί την υπόθεση στο δικαστήριο τούτο.
Δέχεται την αγωγή κατά ένα μέρος.
Υποχρεώνει τον εφεσίβλητο – εναγόμενο να καταβάλει στην εκκαλούσα – ενάγουσα το ποσόν των τριάντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα επτά και 21 εκατοστών (36.937,51) ΕΥΡΩ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Απειλεί προσωπική κράτηση σε βάρος του ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσας και ορίζει τη διάρκεια αυτής μέχρι επτά (7) μήνες.
Καταδικάζει τον εφεσίβλητο – εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας – ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και ορίζει αυτήν στο ποσόν των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2007 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι, στις 2 Απριλίου 2007.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ