Περίληψη
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 402/2012
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Πέτρο Σαλίχο, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Ψυχογυιού – Εισηγήτρια και Γεώργιο Δημάκη, Εφέτες και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Δερμάτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Μαΐου 2012, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) _______ _______ και 2) _______ _______ του _______ , αμφοτέρων κατοίκων Νίκαιας Αττικής, από τους οποίους ο 1ος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Παναγιώτη Σιβίλια και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : _______ _______ του _______ , κατοίκου Νίκαιας Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χρήστο Οικονομάκη.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10-12-2007 και με αριθ. εκθ. καταθ. 149/ 2008 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 5070/ 2010 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 30-1-2010 και με αριθ. εκθ. καταθ. 1375/ 2010 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 1η-12-2011 και κατόπιν αναβολής, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 528 Κ.Πολ,Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 4 του ν. 2915/ 2001 «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε σαν να ήταν παρών, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 1906/ 2008 δη μ. ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο της εφέσεως όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως, παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ωσεί παρών, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως, επέφερε (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 2915/ 2011 II Β 12 στον ΚΝοΒ 2001/ 1329). Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, εφόσον αυτή εκδόθηκε σαν να ήταν παρών ο διάδικος, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 1015/ 2005 Δ/νη 46 σελ. 1100). Εν προκειμένω, οι εκκαλούντες (εναγόμενοι στον πρώτο βαθμό) ασκούν έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5070/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην αυτών, με την οποία επικαλούμενοι μη ορθή εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής. Η υπόθεση αφορούσε την από 10.12.2007 (αρ. κατ. 149/ 2008) αγωγή επιδίκασης στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους. Η έφεση έχει ασκηθεί από διαδίκους που έχουν έννομο συμφέρον, νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στους εναγομένους στις 2-112010 και αυτή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 2/12/2010 (άρθρα 495, 511, 513, 516, 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Είναι λοιπόν παραδεκτή. Συνεπώς, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, επιφέρει (εφόσον με το εφετήριο υποβάλλονται προτάσεις επί της ουσίας της αγωγής, αρνητικές της βασιμότητάς της) την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς όλες τις διατάξεις της. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κρατηθεί η υπόθεση, γίνει αναδίκασή της από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η αγωγή περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Με την από 10-12-2007 (αριθ. κατ. 149/ 8-1-2008) αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι, κατά τον αναφερόμενο σ’ αυτήν τόπο και χρόνο, οι εναγόμενοι μετά από φραστικό επεισόδιο που διημείφθη μεταξύ τους προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψή του με υβριστικές εκφράσεις και απειλές, ο δεύτερος δε εναγόμενος προκάλεσε σ’ αυτόν με πρόθεση σωματικές βλάβες, από τις οποίες ως μόνη ενεργού αιτίας επήλθε η βλάβη της υγείας του. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό κατά ένα μέρος με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (άρθρ. 223, 294, 295, 297 Κ.Πολ.Δ), ζήτησε : Α) ν’ αναγνωρισθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος του οφείλει το ποσόν των 5.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική σε βάρος του συμπεριφορά του και να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσόν των 5.000 ευρώ, Β) ν’ αναγνωρισθεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος του οφείλει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης που υπέστη από την τελεσθείσα σε βάρος του αδικοπραξία το ποσόν των 27.500 ευρώ και να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσόν των 7.500 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους για όλα τα παραπάνω ποσά από την επίδοση τη αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος, υποχρέωσε μεν τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσόν των 1.500 ευρώ, το δε δεύτερο εναγόμενο να του καταβάλει 3.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εκκαλούντες και ζητούν με τους λόγους της έφεσής τους, που ανάγονται σε μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί αυτή προκειμένου ν απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.
Επίσης μαίνεται οτι, ουδόλως ασκούν εν προκειμένω έννομη επιρροή, οι, περί μη ερεύνης εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του νομίμου ή μη της κλητεύσεών των και κατ’ ουσίαν παραδοχής της ένδικης αγωγής, αιτιάσεις κατά της πληττομένης αποφάσεως, των εκκαλούντων και τούτο διότι, με την τυπική παραδοχή της κρίνομένης εφέσεως, η εκκαλουμένη, ερήμην αυτών εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, εξαφανίζεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού της εφέσεως, χωρίς να απαιτείται όπως ευδοκιμήσει κάποιος λόγος της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας ήδη αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη.
Κατά το άρθρο 914 Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 Α.Κ. Από τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ. προκύπτει ειδικότερα, ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντα απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά παράνομη συμπεριφορά του δράστη, συνιστάμενη σε πράξη ή παράλειψή του, που, με την εξαίρεση των περιπτώσεων αντικειμενικής ευθύνης, πρέπει να είναι υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλειά του, και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς, πράξης ή παράλειψης και της ζημίας που επήλθε, περιουσιακή ή μη. Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ορισμένης πράξης ή παράλειψης και ορισμένου επιζήμιου αποτελέσματος που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 Α.Κ., εξαρτάται δε από το αν η πράξη ή παράλειψη αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, που αν αυτός έλειπε αυτό θα επερχόταν, αφετέρου δε μόνη της και αντικειμενικά λαμβανόμενη αν ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 74/ 2012, ΑΠ 479/ 2011, ΑΠ 526/ 2011, ΑΠ 587/ 2009, ΑΠ 634/ 2009, δημ. ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 του ΠΚ, «όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μηνών ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Και αν είναι ασήμαντη τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το έγκλημα της απλής σωματικής βλάβης διαβαθμίζεται, αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής, σε απλή, σε εντελώς ελαφρά, η οποία χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες, και σε ασήμαντη, που είναι η έχουσα ήπιες συνέπειες (ΑΠ 1384/ 2011 δημ. ΝΟΜΟΣ). Όπως συνάγεται από τη διάταξη αυτή, η απλή σωματική βλάβη είναι υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα και ουσιαστικό, η αντικειμενική του δηλαδή υπόσταση περιλαμβάνει, όχι μόνο ορισμένη ενέργεια, αλλά και ορισμένο αποτέλεσμα. Συνίσταται δε στην πρόκληση είτε σωματικής κάκωσης, είτε βλάβης της υγείας άλλου. Η σωματική κάκωση αποτελεί εξωτερική επενέργεια στο σώμα, ενώ η βλάβη της υγείας διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών. Η σωματική κάκωση μπορεί να είναι ταυτόχρονα και βλάβη της υγείας, χωρίς να είναι τούτο απαραίτητο. Αλλά και η βλάβη της υγείας μπορεί να επέλθει χωρίς σωματική κάκωση. Μπορεί επίσης, είτε να εμφανιστούν χωριστά, είτε να είναι η μία συνέπεια της άλλης (ΑΠ 971/ 1992 ΠοινΧρ 1992.707). Κατά συνέπειαν απλή σωματική βλάβη είναι εκείνη η οποία ενώ δεν έχει ήπιες ή επιπόλαιες ενέργειες, δεν έχει τα χαρακτηριστικά της επικίνδυνης, βαρείας και θανατηφόρας σωματικής βλάβης, μπορεί δε να προκληθεί με οποιονδήποτε τρόπο και μάλιστα με άμεση ενέργεια επί του σώματος με πλήγματα με τα χέρια ή με τα πόδια – γροθιές ή λακτίσματα. Υποκειμενικά απαιτείται πρόθεση, δηλαδή δόλος που περιέχει τη γνώση και τη θέληση του δράστη να προξενήσει σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας (ΑΠ 442/ 1988 Ποιν.Χρ. 1988.628).
Τέλος, κατά το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι παρέχεται με αυτή δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό, αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα περιστατικά, (βαθμό πταίσματος), είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών φυσικών προσώπων (ΑΠ 71/ 2011 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα των εκκαλούντων που περιέχεται στα πρακτικά του παρόντος Δικαστηρίου, των εγγράφων που με επίκληση νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να χρησιμεύσουν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, οι φωτογραφίες του ενάγοντος των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων εργάσθηκε ως προσωπικό ασφαλείας στην επιχείρηση που διατηρούσαν οι εναγόμενοι με την επωνυμία «_______ » επί σειρά ετών και πάντως έως το θέρος του έτους 2005 υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, προσφέροντας τις υπηρεσίες του κυρίως τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής. Από την εργασία του αυτή προέκυψαν οικονομικές εκκρεμότητες καθόσον η άνω επιχείρηση του όφειλε δεδουλευμένες αποδοχές. Κατόπιν τηλεφωνικών, οχλήσεων του ενάγοντος στις 27-9-2005 και περί ώρα 21:00 συμφώνησε με τον πρώτο εναγόμενο να συναντηθούν έξω από το καφενείο με την επωνυμία «_______ » που βρίσκεται στην περιοχή της Νίκαιας. Κατά τη συνάντηση που επακολούθησε, δεν κατέστη δυνατόν να επιλύσουν κατά τρόπο ειρηνικό την οικονομική τους διαφορά, μάλιστα δε ο εναγόμενος αν και του όφειλε χρήματα, επιτέθηκε φραστικά εναντίον του αποκαλώντας τον «μαλάκα, αρχίδι» και με τις φράσεις «θα φας πολύ ξύλο» και «τώρα θα δεις τι θα πάθεις» προκάλεσε δε σ’ αυτόν τρόμο και ανησυχία. Ο ενάγων μη θέλοντας να δώσει συνέχεια στο συμβάν αποχώρησε με προορισμό την κατοικία του που βρισκόταν πλησίον του τόπου συνάντησης και επί της οδού Λέσβου 11, όταν ξαφνικά ένοιωσε ένα δυνατό χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού από το δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον πατέρα του, είχε φθάσει πλησίον του, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε υπενθυμίζοντας στο δεύτερο εναγόμενο τη μεταξύ τους οικονομική εκκρεμότητα, ο τελευταίος όμως εκνευρίσθηκε τον αποκάλεσε «μαλάκα, πούστη, κωλόπαιδο» και στη συνέχεια του κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στην περιοχή της κεφαλής και αφού επιβιβάστηκε με τον πατέρα του επί του δικύκλου τους, τον εγκατέλειψαν αβοήθητο στον τόπο του συμβάντος. Ακολούθως, ο άνω παθών, επισκέφτηκε το Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο» για να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες, διαπιστώθηκε δε ότι υπέστη αμυχές και εκχύμωση δεξιού οφθαλμού και του συνεστήθη αποχή από την εργασία του για χρονικό διάστημα 7 ημερών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 479/ 15-112005 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Ηλία Μπογιόκα. Εξάλλου, η σοβαρότητα του τραυματισμού του ενάγοντος προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από αυτόν φωτογραφίες, όπου εναργώς αποτυπώνεται η σωματική του βλάβη στην περιοχή του προσώπου του, η οποία όμως δεν προέκυψε ότι συνδέεται αιτιωδώς με την νόσο του Grohn του παχέος εντέρου από την οποία πάσχει ο τελευταίος, ούτε ότι οι άνω αμυχές που προκάλεσε στο πρόσωπό του ο δεύτερος εναγόμενος προκάλεσαν κίνδυνο στη ζωή του, όπως αυτός διατείνεται, αφού οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν επιστηρίχθηκαν σε κάποιο ιατρικό πιστοποιητικό.
Τα πραγματικά αυτά περιστατικά, αποδεικνύονται από τα προδιαληφθέντα αποδεικτικά μέσα, κυρίως δε από την κατάθεση της αυτόπτη μάρτυρα _______ _______ , η οποία δόθηκε προανακριτικά και περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το συμβάν, επιβεβαιώνοντας ότι ο πρώτος των εκκαλούντων εξύβρισε και απείλησε τον ενάγοντα, ενώ ο δεύτερος τον τραυμάτισε, γεγονός άλλωστε που και ο τελευταίος, απολογούμενος ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, παραδέχθηκε, αναφέροντας ότι ο υιός του κτύπησε τον πολιτικώς ενάγοντα στο λαιμό. Εξάλλου με την υπ’ αριθμ. 7718/ 2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιά, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν ήδη αμετακλήτως για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, σε συνολική ποινή φυλάκισης τριών μηνών ο πρώτος και δύο μηνών, ο δεύτερος εξ αυτών. Δεν αναιρούνται δε από την κατάθεση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου της μάρτυρα των εκκαλούντων, η οποία δεν ήταν παρούσα στο επεισόδιο, αλλά κατέθεσε ό,τι της είχε διηγηθεί ο σύζυγός της δεύτερος εξ αυτών. Υπό τα αποδεικνυόμενα αυτά περιστατικά, ο τραυματισμός του ενάγοντος οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του δευτέρου εναγομένου, ο οποίος του προξένησε με πρόθεση σωματικές κακώσεις προς βλάβη της υγείας του και όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εναγόμενοι είναι αβάσιμα και πρέπει ν’ απορριφθούν.
Ενόψει όλων των περιστάσεων και ιδίως των συνθηκών τελέσεως των σε βάρος του ενάγοντος, αδικοπραξιών, εκ μέρους των εναγομένων, του είδους της προσβολής, της συμβολής καθενός εξ αυτών στις προαναφερθείσες άδικες πράξεις, της έκτασης της βλάβης της υγείας του παθόντος, της ηλικίας αυτού ο οποίος ήταν 29 ετών κατά το χρόνο τελέσεως των αδικοπραξιών, της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων μερών και των λοιπών προσωπικών σχέσεων αυτών, πρέπει να του επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης το ποσόν των 1.500 ευρώ, καταβλητέο από τον πρώτο εναγόμενο και των 3.000 ευρώ καταβλητέο από το δεύτερο εξ αυτών, τα οποία ποσά βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής και μετά από τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων κρίνονται εύλογα.
Κατ’ ακολουθίαν [ογή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος και να υποχρεωθεί ο μεν πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσόν των 1.500 ευρώ, ο δε δεύτερος το ποσόν των 3.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα επιδόσεως της αγωγής μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τέλος πρέπει οι εναγόμενοι επειδή ηττώνται, κατά το μερίδιο που αναλογεί σε καθέναν επί του επιδίκου αντικειμένου, να καταδικασθούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα αυτού, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 2-12-2010 και με αριθμό έκθεσης 1375/ 2010 έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 5070/ 2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και το δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για τον πρώτο και των τριακοσίων (300) ευρώ για το δεύτερο εκ των εναγομένων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 2 Ιουλίου 2012 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30 Ιουλίου 2012, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ