Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ
Αριθμός απόφασης 438/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από το Δικαστή Ιωάννη Ασπρογέρακα, Πρωτόδικη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα, Στυλιανή Ντεμίρη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουάριου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «_______ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε. (ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΕΙΔΩΝ ΙΜΑΤΙΣΜΟΥ)», που εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού _______ , όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία εμφανίστηκε η νόμιμη εκπρόσωπός της, _______ _______ και παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ιωάννας Μαρώση.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της υπό εκκαθάρισης Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «_______ », που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού _______ , όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή της _______ _______ του _______ , που ορίστηκε με την με αριθμό 12/1/4-11-2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β ‘2498/4-11-2011), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Φιλίας Γεωργαντή.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21-3-2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 48988/534/21-3-2011 ανακοπή της, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 15-2-2012 και ύστερα από αναβολή, λόγω της αποχής των δικηγόρων, για τη σημερινή δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη ανακοπή της η ανακόπτουσα ζητεί με τους λόγους ανακοπής της, την ακύρωση της με αριθμό 10611/11-3-2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επιδόθηκε σ’ αυτήν, με πρώτο αντίγραφο εκτελεστού απογράφου, την 17-3-2011 (βλ. την από 17-3-2011 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Αντωνίου Παπαγιαννούλα), ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο μηνών από την έκδοσή της, που ορίζεται στο άρθρο 630Α ΚΠολΔ, προϋπόθεση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο για την ισχύ αυτής (βλ. ΕφΠατρ430/2006 ΑΧΑΝΟΜ 2007.333), καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά της έξοδα. Η ανακοπή αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 εδ. α, 583 και 585 του ΚΠολΔ-Βλ την ως άνω επισημείωση σε συνδυασμό με την με αριθμό 1839Γ/23-3-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, Δη μητριού Σ. Ραπαντζίκου, που αποδεικνύει την άσκηση της κρινόμενης ανακοπής εντός της προθεσμίας των 15 εργασίμων ημερών των προαναφερομένων άρθρων), αρμοδίως δε φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 632 και 14 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς προς εκδίκαση κατά την προκειμένη διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (632 παρ. 3 και 635 επ ΚΠολΔ), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626 παρ. 2, 267 εδ. γ’, 630 στοιχ. γ’ και 631 ΚΠολΔ, η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, εκτός από άλλα στοιχεία, να αναφέρει απλώς την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, π.χ. δάνειο, συναλλαγματική, επιταγή, έστω και συνοπτικά, αρκεί να μην δημιουργείται καμία αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενο της ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1106/1994 ΕλλΔικ 38. 1074).
Έτσι, επί διαταγής πληρωμής ορισμένου χρηματικού ποσού, που εκδόθηκε με βάση επιταγή, πρέπει για την πληρότητα της, ως προς την αιτίας της πληρωμής, να αναφέρεται σ’ αυτήν η επιταγή κατά τα αναγκαία για την ταυτότητα αυτής στοιχεία, ο τρόπος με τον οποίο ο αιτών-δανειστής έγινε δικαιούχος (νόμιμος κομιστής) και ότι εμφανίστηκε (η επιταγή) κατά νόμο στην πληρώτρια Τράπεζα και δεν πληρώθηκε (άρθρα 19, 28, 40 ν. 5960/1933), δεν απαιτείται όμως να αναγράφεται σε αυτή και σε διαταγή ποιου εκδόθηκε η υπό κρίση επιταγή, ούτε αν ο αϊτών έγινε κομιστής αυτής μετά ή πριν τη σφράγιση της επιταγή, ούτε να αναγράφεται σε αυτή και το σύνολο των οπισθογραφήσεων, αφού τα στοιχεία αυτά δεν είναι προσδιοριστικά της από την επιταγή απαιτήσεως του αιτούντος που επιτάσσεται να πληρώσει ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, όταν αυτή προσδιορίζεται επαρκώς από τα λοιπά κατά τα άνω στοιχεία, όπως αριθμός επιταγή, ποσό, εκδότης, λήπτης, κομιστής, πληρώτρια τράπεζα κ.λπ. (βλ. ΑΠ 753/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1512/2006 Αρμ. 2007.339, ΕφΛαρ 278/2007 ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, όμως, η έλλειψη κάποιου από τα στοιχεία αυτά επάγεται ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, κατά το άρθρο 159 περ. 3 ΚΠολΔ, μόνο αν επέφερε σ’ αυτόν που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, δεδομένου ότι και η έλλειψη αυτή αφορά τον τύπο της διαταγής πληρωμής ως διαδικαστικής πράξης, ούτε δε ο νόμος απαιτεί ρητά την αναφορά των στοιχείων αυτών με την ποινή της ακυρότητας, ούτε επιτρέπεται, για την, κατά παραβίαση της ως άνω ΚΠολΔ 630 στοιχ. γ’ (δικονομικής διάταξης), μη αναφορά κάποιου από τα στοιχεία αυτά στη διαταγή πληρωμής, αναίρεση ή αναψηλάφηση (ΕφΛαρ 466/2003 Δικογραφία 2003. 444).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, διότι δεν αναφέρονται σ’ αυτή: α) τα συγκεκριμένα εμπορεύματα που αφορούσε η επίδικη επιταγή και β) το ότι η καθ’ ης η ανακοπή τελούσε σε καλή πίστη κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής. Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον οι ελλείψεις αυτές, σύμφωνα άλλωστε και με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσας νομικής σκέψης, δεν καθιστά άκυρη την διαταγή πληρωμής, αφού σ’ αυτήν αναφέρονται τα κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία και συγκεκριμένα προσδιορίζονται τόσο η επίδικη επιταγή κατά τα προσδιοριστικά της ταυτότητάς της στοιχεία (αριθμός επιταγή, ποσό, εκδότης, λήπτης, κομιστής, πληρώτρια τράπεζα κ.λπ.), ο χρόνος και ο τρόπος (οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου), με τον οποίο η αιτούσα-δανειστής έγινε δικαιούχος αυτής, καθώς και ο χρόνος εμφάνισης προς πληρωμή και σφράγισης αυτής. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ανακόπτουσα δεν επικαλείται τη συνδρομή βλάβης από τις προαναφερόμενες ελλείψεις, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, ούτε βέβαια αποδεικνύει τέτοια βλάβη.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 του Ν.5960/33 «περί επιταγής», τα εξ’ επιταγής εναγόμενα πρόσωπα δύνανται να αντιτάξωσι κατά του κομιστού τας ενστάσεις τας στηριζομένας επί των προσωπικών σχέσεων αυτών μετά του εκδότου ή των προηγουμένων κομιστών, μόνον εάν ο κομιστής, κατά την κτήσιν της επιταγής ενήργησεν εν γνώσει προς βλάβην του οφειλέτου». Από τη διάταξη αυτή, η οποία εκφράζει το αναιτιώδες της εκ της επιταγής ενοχής και κυρίως το μη αντιτάξιμο των προσωπικών ενστάσεων, συνάγεται ότι προϋπόθεση της προβολής από τον εκδότη ή προηγούμενο οπισθογράφο κάποιας ένστασης στηριζόμενης στις προσωπικές σχέσεις αυτού με τον εκδότη ή προηγούμενους οπισθογράφους, είναι να γνωρίζει ο κομιστής, κατά το χρόνο απόκτησης της επιταγής, την ύπαρξη της ένστασης και ότι με την προς αυτόν μεταβίβαση της επιταγής επιτυγχάνεται η είσπραξη της εξ’ αυτού απαίτησης η οποία διαφορετικά θα ήταν αδύνατη (Εφ. Αθ, 6222/2008, Δνη 50, 863). Τέτοια ένσταση είναι και η ένσταση περί επιταγής ευκολίας, της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται στο ότι ουδεμία έννομη σχέση υπήρξε μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής, που να δικαιολογεί την έκδοση της, κατά δε την πρόθεση αμφοτέρων, η έκδοση της επιταγής έγινε για την εξυπηρέτηση του λήπτη ή του κομιστή, ώστε να φανεί φερέγγυος έναντι τρίτων (Εφ.Λαρ. 428/2010, Εφ. Λαρ. 434/2010, Εφ.ΑΘ. 6519/2009 δημ. Νόμος, Εφ. Αθ. 492/2006 Δνη. 48. 282, 1324/2000 Δνη 41, 1392, Εφ. Ιωανν. 280/2004, Δνη 47, 249). Μόνη η γνώση της ύπαρξης τέτοιας ένστασης – της οποίας κρίσιμος χρόνος είναι αυτός της απόκτησης της επιταγής χωρίς να βλάπτει η τυχούσα επιγενόμενη γνώση του κομιστή – δεν αρκεί αλλά συμπλεκτικώς απαιτείται να ενεργεί ο κομιστής προς τον σκοπό πληρωμής της επιταγής και ματαίωσης της ένστασης την οποία θα εδικαιούτο να προβάλει κατά του προηγούμενου οπισθογράφου ο εκδότης (ΑΠ 155/1999, ΕΕμΠΔ. Ν’538, Εφ. Αθ. 2009/2009, Δνη 51, 150). Άλλωστε, από τη λεκτική διατύπωση της διάταξης «εν γνώσει» προς βλάβη, συνάγεται ότι υποκειμενικά απαιτείται δόλος του κομιστή και δη άμεσος, ενώ από την πρόθεση «προς», συνάγεται ότι απαιτείται επιδίωξη βλάβης του οφειλέτη της επιταγής. Άρα, αν ο κομιστής κατά την κτήση του τίτλου, επέδειξε αμέλεια, έστω και βαριά (330 εδβ. ΑΚ), έτσι ώστε να όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της προσωπικής ένστασης (υπαίτια άγνοια), δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο της κακοπιστίας του άρθρου 22 του Ν. 5960/33 και συνεπώς δεν κάμπτεται ο κανόνας του απροβλήτου των προσωπικών ενστάσεων έναντι του καλής πίστης κομιστή της επιταγής. Είναι διαφορετικό ζήτημα η γνώση του κομιστή (ισοδυναμούσα με πλήρη βεβαιότητα), από την υπαίτια άγνοια (αμέλεια), δηλαδή το καθήκον πληροφόρησης της ύπαρξης και του περιεχομένου της προσωπικής ένστασης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτής και της εταιρίας με την επωνυμία «_________», σε διαταγή της οποίας εκδόθηκε η επίδικη επιταγή και από την οποία την απέκτησε η καθ’ ης τράπεζα, με οπισθογράφηση ως αξία λόγω ενεχύρου, δεν υπήρξε πραγματική συναλλαγή που να προκύπτει οφειλή της ίδιας προς την προαναφερόμενη λήπτρια εταιρεία, διότι η ως άνω ανώνυμη εταιρεία αθέτησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, η καθ’ ης δε τράπεζα, τελούσε σε γνώση κατά την κτήση της επιταγής αυτής, της έλλειψης αιτίας έκδοσης της και ενήργησε προς βλάβη της, αφού γνώριζε ότι χωρίς την ανωτέρω μεταβίβαση δεν θα εκπληρωνόταν η πληρωμή του τίτλου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, με το παραπάνω περιεχόμενο και σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην σχετική ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, είναι ορισμένος και νόμιμος, και πρέπει να ερευνηθεί από ουσιαστική άποψη.
Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής της η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι η καθ’ ης η ανακοπή κατά την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, παραβίασε την υποχρέωση της που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ περί καλόπιστης διεξαγωγής των δικών, καθώς δεν ανέφερε στην αίτηση της, αν και το γνώριζε, ότι η επίδικη επιταγή εκδόθηκε ως εγγύηση, και έτσι η έκδοσή της καθίσταται καταχρηστική. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος στηρίζεται στο άρθρο 281 ΑΚ σε συνδυασμό με άρθρο 116 ΚΠολΔ και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία του.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, _______ _______ και _______ _______ , που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, και όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανακοπτόμενη με αριθμό 10611/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδόθηκε, κατόπιν της από 2312-2010 αίτησης της καθ ης η ανακοπή τράπεζας, με βάση την με αριθμό 20101289-8 μεταχρονολογημένη επιταγή, την οποία εξέδωσε η ανακόπτουσα εταιρεία με ημερομηνία έκδοσης 30-9-2010, ποσού 45.000 ευρώ, πληρωτέα από την Τράπεζα «_______ ΑΕ», συρόμενη από τον με αριθμό 026119020026592393 λογαριασμό της που τηρούσε στην τελευταία, σε διαταγή της εταιρείας με την επωνυμία «_______ », ο νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τη μεταβίβασε στις 30-92010 με οπισθογράφηση στην καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα λόγω ενεχύρου. Η τελευταία δε εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα αυτή προς πληρωμή στις 30-9-2010, πλην όμως δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου, που βεβαιώθηκε κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της πληρώτριας Τράπεζας, με την από 4-10-2010 βεβαίωση της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας στο σώμα της επιταγής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα διατηρεί κατάστημα λιανικού εμπορίου ειδών ιματισμού στον Πειραιά, επί της οδού _______ και υποκατάστημα στη Λειβαδιά, επί της οδού _______ . Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της σύναψε την 15-5-2006 σύμβαση franchising διανομής με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «_______ », με τη συμφωνία ότι η προμήθεια των εμπορευμάτων από την τελευταία θα γινόταν με την έκδοση μεταχρονολογημένων επιταγών ποσού ανάλογου του τζίρου του προηγούμενου έτους, που λειτουργούσαν ως εγγύηση για τα εμπορεύματα του επόμενου έτους. Ότι περαιτέρω στο τέλος κάθε εποχής επιστρεφόταν τα μη πωληθέντα εμπορεύματα, με την έκδοση σχετικού πιστωτικού τιμολογίου και μετά από σχετική εκκαθάριση δίνονταν η εντολή κυκλοφορίας της εκάστοτε επιταγής. Οτι τέλος η επίδικη επιταγή αποτελούσε κατά τα ανωτέρω εγγύηση για τα εμπορεύματα της σεζόν φθινοπώρου-χειμώνα 2010, που ποτέ δεν παραδόθηκαν όμως από την εταιρεία αυτή στην ανακόπτουσα και συνεπώς η έκδοσή της δεν αντιπροσώπευε καμία οφειλή αυτής προς την λήπτρια εταιρεία, γεγονός που τα όργανα της καθ’ ης η ανακοπή το γνώριζαν κατά την κτήση του τίτλου, αλλά, παρά ταύτα, την απέκτησε ενεργώντας προς βλάβη της. Οι ισχυρισμοί αυτοί όμως πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, διότι ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η επίδικη επιταγή δεν αντιπροσώπευε κάποια οφειλή της ανακόπτουσας προς την λήπτρια εταιρεία και συνεπώς η έκδοση της στερούνταν υποκείμενης αιτίας, πλην, όμως, ουδόλως προέκυψε ότι το γεγονός αυτό αφ’ ενός μεν το γνώριζαν (και μάλιστα κατά τον χρόνο της κτήσης της επίδικης επιταγής, δηλαδή στις 30-9-2010) τα αρμόδια όργανα της Τράπεζας και, αφ’ ετέρου, ότι απέκτησε η καθ’ ης την επιταγή προς βλάβη της ανακόπτουσας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «_______ », διατηρούσε σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό στην καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα, σε εξασφάλιση δε του οποίου παραλάμβανε επιταγές πελατείας της πιστούχου εταιρείας, η οποία τις οπισθογραφούσε με τη ρήτρα αξία λόγω ενεχύρου. Μεταξύ των επιταγών που παρέλαβε ήταν και η επίδικη, την οποία καταχώρησε σε σχετικό πινάκιο, αφού πρώτα έλεγξε κατά το μάρτυρα ανταπόδειξης τόσο την ομοειδή οικονομική δραστηριότητα του εκδότη και λήπτη της επιταγής, όσο και την εμφάνιση ή μη δυσμενών στοιχείων στο διατραπεζικό σύστημα «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ». Εξάλλου, ήταν γνωστή στην καθ’ ης η ανακοπή η πάγια πρακτική της πιστούχου εταιρεία να συνάπτει συμβάσεις franchising με εμπορικά καταστήματα, γεγονός που καταμαρτυρούσε και την ύπαρξη υποκείμενης σχέσης για την έκδοση της επίδικης επιταγής. Άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης γνώριζε την επικαλούμενη βασική σχέση εγγύησης μεταξύ της ανακόπτουσας και της εις διαταγήν κομίστριας της επιταγής, αφού δεν της γνωστοποιήθηκε προηγουμένως κάτι σχετικό από την πρώτη, ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζει τις συναλλαγές τους. Η μοναδική δε πηγή, από την οποία η καθ’ ης Τράπεζα θα μπορούσε να πληροφορηθεί κάτι τέτοιο, θα ήταν η ίδια η ως άνω πιστούχος, η οποία βέβαια δεν είχε κανέναν λόγο να ενημερώσει σχετικά την τράπεζα, καθώς σ’ αυτήν την περίπτωση, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και την επικρατούσα στην τραπεζική αγορά συναλλακτική πρακτική, η καθ’ ης Τράπεζα δεν θα δεχόταν να της οπισθογραφηθούν οι επιταγές αυτές και η λήπτρια των επιταγών δεν θα πετύχαινε την επιδιωκόμενη χρηματοδότηση της από την τράπεζα μέσω της οπισθογράφησης λόγω ενεχύρου των πιστωτικών τίτλων, των οποίων ήταν κομίστρια. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε, ότι κατά το χρόνο ενεχυρίασης της ένδικης επιταγής στην καθ’ ης τράπεζα την 30-9-2010, η οικονομική κατάσταση της λήπτριας πιστούχου εταιρείας ήταν κακή και συνεπώς εξ’ αιτίας αυτού του λόγου πιθανή η μεταβίβαση της ένδικης επιταγής χάριν πιστοληπτικής ευκολίας. Επίσης, δεν προσκομίστηκαν έγγραφα στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι, κατά το χρόνο ενεχυρίασης της επίδικης επιταγής στην καθ’ ης τράπεζα, τόσο ο εκδότης όσο και η λήπτρια-ενεχυρικός οπισθογράφος της επίδικης επιταγής, εμφάνιζαν δυσμενή οικονομικά στοιχεία, 5° φύλλο της απόφασης με αριθμό 3 $72013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ειδική Διαδικασία-Τμήμα Πιστωτικών Τίτλων), ενώ κατά την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης οι υπάλληλοι της καθ’ ης, πριν από την κτήση της επιταγής αυτής έλεγξαν, τόσο μέσω του διατραπεζικού συστήματος «Τειρεσίας», όσο και τηλεφωνικά προς το κατάστημα της «_______ ΑΕ» τη φερεγγυότητα της ανακόπτουσας και διαπιστώθηκε ότι δεν είχε δυσμενή στοιχεία σε βάρος της, όπως άλλωστε και η ίδια ομολογεί. Επιπλέον, η ίδια η μάρτυρας της ανακόπτουσας ουδέν κατέθεσε σε σχέση με τη γνώση εκ μέρους της καθ’ ης, κατά το χρόνο που αυτή αποκτούσε την επιταγή, της ύπαρξης των πραγματικών γεγονότων που μπορούσε να αντιτάξει ο οφειλέτης (ανακόπτουσα) κατά του πρώτου δικαιούχου και με την ενέργεια της καθ’ ης προς βλάβη του οφειλέτη, ήτοι σε σχέση με τη γνώση της καθ’ ης του δυνατού πρόκλησης εκ μέρους της βλάβης. Τέλος, η επικαλούμενη από την ανακόπτουσα μη τήρηση εκ μέρους των προστηθέντων της καθ’ ης, των σχετικών διατάξεων τραπεζικών εγκυκλίων, να μην πραγματοποιούνται συναλλαγές αν δεν έχουν πιστοποιήσει και επαληθεύσει την ταυτότητα του συναλλασσόμενου, ζητώντας μεταξύ άλλων και δικαιολογητικά των συναλλαγών αυτών έγγραφα, όπως π.χ. επίδειξη τιμολογίου, δελτίων αποστολής, δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της επιμέλειας, που απαιτείται στις συναλλαγές κατά τον κανόνα του άρθρου 330 του ΑΚ, αλλά είναι μέτρο που απλά ενδείκνυται, διότι, στοχεύει στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων, χωρίς να προβλέπεται οιαδήποτε έννομη συνέπεια ή κύρωση για τα αξιόγραφα που παραδίδονται ως ενέχυρο στις τράπεζες από πελάτες τους- πολύ περισσότερο χωρίς να προβλέπεται οποιαδήποτε ακυρότητα αυτών από τον μη έλεγχο των νομιμοποιητικών και δικαιολογητικών της υποκείμενης σχέσης στοιχείων. Περαιτέρω, το ότι οφείλει η καθ’ ης η ανακοπή να ζητήσει παραστατικά έγγραφα τα οποία να αποδεικνύουν την ύπαρξη ή μη συναλλαγής μεταξύ του εκδότη και του λήπτη μίας επιταγής, από νομική άποψη δε συνιστά θετική γνώση, αλλά ενδεχομένως υπαίτια άγνοια, η οποία ισοδυναμεί με αμέλεια. Όπως όμως προαναφέρθηκε και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για την προβολή προσωπικής ένστασης έναντι τρίτου κομιστή εξ’ οπισθογραφήσεως, δεν αρκεί η όποια απρόσεκτη ή αμελής συμπεριφορά, αλλά προαπαιτείται το στοιχείο του δόλου, ήτοι της γνώσης της ύπαρξης και του περιεχομένου της προσωπικής ένστασης και επιπρόσθετα της επιδίωξης βλάβης. Άλλωστε, ούτε και αμελής συμπεριφορά υφίσταται εκ μέρους της καθ’ ης με την μη συμμόρφωση προς τις σχετικές εγκυκλίους των τραπεζών περί προσκομιδής τιμολογίων ή άλλων στοιχείων, από τα οποία θα αποδεικνύεται εμπορική συναλλαγή, με την οποία συνδέονται οι προηγούμενοι υπογραφείς της επιταγής. Και τούτο διότι η ως άνω υποχρέωση δεν επιβάλλεται πάντοτε, αλλά μόνο όποτε τα καταστήματα της τράπεζας το κρίνουν αναγκαίο. Πέραν τούτου, οποιαδήποτε εγκύκλιος ή τραπεζική πρακτική έχει σχέση με την εσωτερική λειτουργία των διαφόρων καταστημάτων της τράπεζας και δεν έχει ισχύ νόμου, με αποτέλεσμα να μη γεννώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις από αυτές (Εφ. Αθ. 532/2011 ΝΟΜΟΣ, 2009/2009 ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε προς προστασία της κυκλοφορικής ικανότητας της επιταγής ο νομοθέτης (άρθρο 19 ν. 5960/1933) αρκείται για την ενεργητική νομιμοποίηση του κομιστή εξ’ οπισθογραφήσεως στην ύπαρξη δύο άκρως τυπικών και εξωτερικών στοιχείων (τυπική νομιμοποίηση), ήτοι α) κατοχή του τίτλου και β) αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Δεν υποχρεούται ο εκάστοτε κομιστής να ελέγχει τις εσωτερικές σχέσεις, ήτοι να ανατρέχει στις υποκείμενες σχέσεις των αξιόγραφων. Διαφορετικά δεν θα πρόκειται για εις διαταγήν αξιόγραφα, των οποίων βασικό γνώρισμα αποτελεί ο αποκλεισμός των προσωπικών ενστάσεων (άρθρο 22 του Ν 5960/33). Αν κάθε φορά «χρεώνεται» κακοπιστία στον εκάστοτε κομιστή του εις διαταγήν τίτλου, επειδή δεν ανατρέχει στις υποκείμενες σχέσεις των υπογραφέων, τότε η επιταγή μετατρέπεται σε ονομαστικό αξιόγραφο, ενώ μοναδικός (νόμιμος) τρόπος για να συμβεί κάτι τέτοιο (με την βασική συνέπεια της απεριόριστης προβολής ενστάσεων έναντι του νέου δικαιούχου εκδοχέα- 463 ΑΚ) είναι η θέση επί του τίτλου της αρνητικής ρήτρας «ουχί εις διαταγήν» (άρθρο 5 εδ. β Ν 5960/1933). Στη συντριπτική πλειοψηφία όμως των επιταγών οι οποίες κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά (όπως άλλωστε και η επίδικη) δεν αναγράφεται τέτοια είδους ρήτρα αλλά αντίθετα οι επιταγές μεταβιβάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα λόγω ενεχυρικής οπισθογράφησης, οπότε δεν μπορεί να επιβάλλεται σε αυτά (όπως 6° φύλλο της απόφασης με αριθμό Η ^/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ειδική Διαδικασία-Τμήμα Πιστωτικών Τίτλων), άλλωστε και σε κάθε κομιστή εξ’ οπισθογραφήσεως) η υποχρέωση ελέγχου των υποκείμενων σχέσεων. Μόνο όταν συντρέχει το στοιχείο της κακής πίστης, όπως η έννοια της προσδιορίζεται με αυστηρά κριτήρια στο άρθρο 22 του Ν 5960/1933, δύναται ο οφειλέτης εκ του τίτλου να «ανασύρει» την υποκείμενη σχέση, με την προβολή σχετικής ένστασης. Γενική και αόριστη υποχρέωση του κομιστή εξ’ οπισθογραφήσεως να ανατρέχει στην υποκείμενη αιτία έκδοσης ή οπισθογράφησης μιας επιταγής δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει με βάση το ισχύον αξιογραφικό δίκαιο, το οποίο χαρακτηρίζει η ταχύτητα, η ευελιξία και η τυπικότητα. Τα ανωτέρω επίσης δεν ανατρέπονται από το γεγονός ότι η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα στράφηκε μόνο κατά της ανακόπτουσας ως εκδότη της επίδικης επιταγής και όχι κατά της λήπτριας δικού της πιστούχου εταιρείας, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 44 του ν. 5960/1933 περί επιταγής, εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίησή του ανάμεσα στον εκδότη και τους προηγούμενος του οπισθογράφους, χωρίς να είναι αναγκαίο να στραφεί εναντίον όλων αυτών. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, με δεδομένο ότι δεν απεδείχθησαν στοιχεία κακόπιστης συμπεριφοράς εκ μέρους της καθ’ ης, ο δεύτερος λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Τέλος, ως ουσία αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος ανακοπής, αφού αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης κατά την κτήση της επίδικης επιταγής δεν γνώριζε ότι αυτή είχε δοθεί ως εγγύηση για την παραλαβή εμπορευμάτων και συνεπώς δεν είχε υποχρέωση να γνωστοποιήσει τη σχέση αυτή στο Δικαστήριο κατά την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων προάσπισης των συμφερόντων της.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη ανακοπή, εφόσον όλοι οι λόγοι αυτής κρίθηκαν αβάσιμοι και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο ανακόπτων στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την με αριθμό 10611/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια, συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 12 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ