fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ

Αριθμός Απόφασης 1239/2013
 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Στέλλα-Αθανασία Μεσσήνη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Αναστασία Μητσάνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 26-06- 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας-ανακόπτουσας: εταιρίας με την επωνυμία «_______   ΕΠΕ» (ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΕΙΔΩΝ ΙΜΑΤΙΣΜΟΥ), που εδρεύει στον Πειραιά, οδός _______  και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ιωάννας Μαρώση.

Της καθ’ης η κλήση-καθ’ης η ανακοπή : Υπό εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «_______  » που εδρεύει στην Αθήνα, οδός _______  , και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Φιλίας Γεωργαντή.

Η καλούσα-ανακόπτουσα με την από 18-02-2013 (αριθμ.εκθ.καταθ. 26778/80/19-02-2013) κλήση της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζητεί να γίνει δεκτή η από 26-04-2011 (αριθμ.εκθ,καταθ. 77440/757/03-05-2011) ανακοπή της, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 21-03-2012, οπότε η συζήτηση της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 06-02-2013, κατά την οποία ματαιώθηκε .

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 26-04-2011 (αριθμ.εκθ.καταθ. 77440/757/03-05-2011) ανακοπή με την από 18-02- 2013 (αριθμ.εκθ.καταθ. 26778/80/19-02-2013) κλήση.

Η υπό κρίση ανακοπή κατά της υπ’αριθμ. 16041/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε με βάση μία μεταχρονολογημένη επιταγή της Τράπεζας «_______  ΑΕ», ποσού 37.000 ευρώ, έκδοσης της ανακόπτουσας, φέρουσα ως ημερομηνία έκδοσης την 31-10-2010, πληρωτέα από τον τηρούμενο στην ανωτέρω Τράπεζα λογαριασμό της, σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «_______  ΑΕΕ», η οποία (επιταγή) μεταβιβάσθηκε, ακολούθως, από τη λήπτρια εταιρία, με ενεχυρική οπισθογράφηση, στην καθ’ης η ανακοπή, εμφανίσθηκε δε εμπρόθεσμα από την τελευταία προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου, της μη πληρωμής νομότυπα βεβαιωθείσας με σχετική σημείωση επί του σώματος της επιταγής από την πληρώτρια Τράπεζα, με την οποία (διαταγή πληρωμής) υποχρεώθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ης η ανακοπή το συνολικό ποσό των 37.000 ευρώ, πλέον του νομίμου τόκου από την επομένη ημέρα της εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή και της σφράγισής της, καθώς και της δικαστικής δαπάνης, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 14 § 2, 22, 584, 632 § 1 και 636 του ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, κατά την οποία εκδικάζεται η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρα 632 § 3 και 635 επ. του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 § 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η ανακοπή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626 παρ. 2 και 118 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ιστορική βάση της αίτησης διαταγής πληρωμής, όταν αφορά επιταγή, πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του εκδότη, τα στοιχεία του λήπτη, τον τόπο έκδοσής της (επιταγής), την ημερομηνία έκδοσής της, το ποσό, την πληρώτρια Τράπεζα, ότι έγινε η εμφάνιση προς πληρωμή και η βεβαίωση άρνησης πληρωμής, καθώς και την ιδιότητα του αιτούντος. Ειδικά ο οπισθογράφος, δεδομένου ότι η ιδιότητα του νόμιμου κομιστή καθορίζεται από το άρθρο 19 Ν. 5960/1933, πρέπει να αναγράφει ότι τυγχάνει τελευταίος νόμιμος κομιστής από αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, χωρίς ανάγκη μνείας των προηγούμενων οπισθογράφων και του χρόνου των οπισθογραφήσεων (ΑΠ 1689/2001, ΕλλΔνη 2004, 135). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι το δικόγραφο της αίτησης, επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, καθώς και η διαταγή πληρωμής, πάσχουν αοριστία, καθόσον δεν αναφέρεται σε αυτές εάν οι επίμαχες επιταγές τελούσαν υπό αίρεση και εάν παραδόθηκαν τα συμφωνηθέντα εμπορεύματα στην ίδια από τη λήπτρια εταιρία, ούτε εάν η τελευταία τελούσε σε καλή πίστη κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής. Ο παραπάνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα πρόταση, η αναφορά της αδιάκοπης σειράς οπισθογραφήσεων, εκ της οποίας ο αϊτών καθίσταται νόμιμος κομιστής, είναι επαρκής για το ορισμένο της αίτησης και της διαταγής πληρωμής, χωρίς να απαιτείται αναφορά στην υποκείμενη σχέση εκδότη και λήπτη.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν.5960/1933, τα εναγόμενα εξ επιταγής πρόσωπα δύνανται να αντιτάξουν κατά του κομιστή τις ενστάσεις, οι οποίες στηρίζονται στις προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη ή τους προηγούμενους κομιστές, μόνον αν ο κομιστής κατά την κτήση της επιταγής ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του οφειλέτη. Για τη δυνατότητα προβολής κατά του τρίτου κομιστή ενστάσεων, οι οποίες στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις του εκδότη και των προηγούμενων οπισθογράφων, απαιτείται αφενός μεν γνώση του κομιστή της επιταγής του λόγου της ένστασης κατά το χρόνο της κτήσης της, αφετέρου σκοπός βλάβης του οφειλέτη κατά τον ίδιο χρόνο, δηλαδή γνώση του κομιστή ότι με τη μεταβίβαση του τίτλου επιτυγχάνεται η είσπραξή του, η οποία διαφορετικά θα ήταν αδύνατη. Η γνώση του τρίτου και η ενέργειά του προς βλάβη του οφειλέτη αποτελούν στοιχεία της προβαλλόμενης ένστασης και πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της ανακοπής. Μόνη η γνώση της ύπαρξης των ενστάσεων δεν αρκεί, αλλά απαιτείται ο κομιστής να ενεργεί προς το σκοπό να πληρωθεί η επιταγή. Από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό προς αυτή του άρθρου 1 του ίδιου νόμου συνάγεται το αναιτιώδες της ενοχής από επιταγή, πλην όμως ο καλούμενος σε πληρωμή οφειλέτης δύναται, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, να προβάλει ενστάσεις από την υποκείμενη σχέση (ΑΠ 433/2006 ΝοΒ 2006, 1999, ΑΠ 248/2001, ΔΕΕ 2001, 899, ΕφΘεσ 39/2008 ΕπΕμπΔ 2008, 236, ΕφΑΘ 5289/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια ένσταση είναι και η ένσταση αχρεωστήτου του άρθρου 904 του Α.Κ., ενώ στην αυτή κατηγορία των προσωπικών ενστάσεων, που διέπονται από την προαναφερθείσα ρύθμιση του άρθρου 22 Ν. 5960/1933, υπάγονται, μεταξύ άλλων, και οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες συμφωνείται μεταξύ των ενδιαφερομένων, ότι ο αντισυμβαλλόμενος θα δικαιούται να εισπράξει τον τίτλο, υπό την προϋπόθεση ότι εκπληρώθηκαν ορισμένοι όροι από την αιτιώδη σχέση ή θα έχει πληρωθεί κάποια άλλη αίρεση ή, ακόμη, όταν η επιταγή επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής (ΕφΑΘ 2295/2012, ΔΕΕ 2012, 799, ΕφΠειρ 295/2011, ΔΕΕ 2011, 930). Ειδικότερα, η επιταγή προς εξασφάλιση διακρίνεται από την επιταγή χάριν εξόφλησης, καθόσον στην μεν πρώτη ο λήπτης της επιταγής οφείλει, βάσει της συμφωνίας για την αιτία, να κάνει χρήση της επιταγής μόνο στην περίπτωση που δεν εκπληρώνεται η ασφαλιζόμενη απαίτηση, ενώ στην επιταγή χάριν εξόφλησης ο λήπτης της επιταγής οφείλει να επιδιώξει την ικανοποίησή του πρώτα από την επιταγή (βλ. Μάρκου I., Δίκαιο επιταγής, 4η έκδοση, σελ. 42). Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης ανακοπής της εκθέτει ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, διότι η επιταγή, επί τη βάσει της οποίας εκδόθηκε, δόθηκε στη λήπτρια εταιρία με τον όρο να μην εμφανισθεί προς πληρωμή, εωσότου παραδοθούν τα συμφωνηθέντα εμπορεύματα στην ίδια από τη λήπτρια-δικαιοπάροχο εταιρίας, η δε καθ’ης η ανακοπή γνώριζε τον ως άνω χαρακτήρα της επιταγής και ενήργησε προς βλάβη της ανακόπτουσας, ήτοι προς αποκλεισμό της δυνατότητας της τελευταίας να προτείνει ενστάσεις στηριζόμενες στην υποκείμενη σχέση εκδότριας και λήπτριας. Ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηρίζεται στα άρθρα 361, 904 Α.Κ. και 22 του ν. 5960/1933, και, επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω για να κριθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
Η διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ επιβάλλει στους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους τους και τους πληρεξουσίους τους το καθήκον της τήρησης των κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και της αποφυγής ενεργειών που φανερά οδηγούν σε παρέλκυση της δίκης, η δε παράβαση του μπορεί να έχει ως κύρωση την επιβολή χρηματικών ποινών κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ ή εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις και την επιδίκαση αποζημίωσης (ΑΠ 5/1998 ΕλλΔνη 1999, 57). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής της, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η καθ’ης η ανακοπή, ενεργώντας κακόπιστα, παρέλειψε να αναφέρει στην αίτηση ότι η επίμαχη επιταγή εκδόθηκε υπό αίρεση, ήτοι υπό τον όρο παράδοσης των συμφωνηθέντων εμπορευμάτων από τη λήπτρια εταιρία «_______   ΑΕ», παραβιάζοντας τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ. Ο παραπάνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθόσον ο αϊτών την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν υποχρεούται να επικαλεσθεί πραγματικά περιστατικά πέραν των απαιτούμενων για το ορισμένο της αίτησης, επιπροσθέτως δε για το λόγο ότι η ανακόπτουσα δεν προβάλλει συγκεκριμένο αίτημα, που αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη από το νόμο έννομη συνέπεια.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της ανακόπτουσας, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από την υπ’αριθμ. 21558/28-06-2013 ένορκη βεβαίωση του _______  _______  ενώπιον του Συμβολαιογράφου Τρίπολης Κωνσταντίνου Παϊσίου, η οποία λήφθηκε μετά από νομότυπη κλήτευση της καθ’ης η ανακοπή, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της ανακόπτουσας στο ακροατήριο, η οποία καταχωρίστηκε στα πρακτικά, και από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσάγουν και επικαλούνται οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση κατωτέρω, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: η ανακόπτουσα είναι εμπορική εταιρία με αντικείμενο το λιανικό εμπόριο ειδών ιματισμού. Δυνάμει της σύμβασης δικαιόχρησης, η οποία συνήφθη την 05-03-2004 μεταξύ της ανακόπτουσας και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «_______  », η τελευταία παραχώρησε στην ανακόπτουσα την άδεια χρήσης και εκμετάλλευσης του πακέτου Franchise, όπως αυτό εξειδικεύεται στο άρθρο 3 της σύμβασης (σήμα, οργανωτική υποδομή, εμπιστευτικού χαρακτήρα τεχνογνωσία), έναντι οικονομικού ανταλλάγματος, με σκοπό την εμπορία από τη λήπτρια (ανακόπτουσα) των προϊόντων της σύμβασης στο κατάστημα που η τελευταία διατηρούσε στη Λειβαδιά του Νομού Βοιωτίας. Μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συμφωνήθηκε ότι το οφειλόμενο από την ανακόπτουσα τίμημα για τα εμπορεύματα κάθε περιόδου θα καταβαλλόταν εντός 60 ημερών από την τιμολόγηση, με την έκδοση μεταχρονολογημένων επιταγών πριν από την έναρξη της περιόδου, οι οποίες λειτουργούσαν ως εγγύηση για τα εμπορεύματα της περιόδου αυτής και επρόκειτο να πληρωθούν μετά την παραλαβή των εμπορευμάτων από την ανακόπτουσα και την εκκαθάριση των εκατέρωθεν απαιτήσεων με την επιστροφή στη δικαιοπάροχο και των μη πωληθέντων εμπορευμάτων. Οι επιταγές αυτές ήταν μεταβιβάσιμες προς τρίτους, ιδιώτες ή πιστωτικά ιδρύματα. Στις παραπάνω επιταγές περιλαμβάνεται και η υπ’αριθμ. 20101295-2 επιταγή της Τράπεζας «_______  ΑΕ», ποσού 37.000 ευρώ, έκδοσης της ανακόπτουσας, φέρουσα ως ημερομηνία έκδοσης την 31-10-2010, πληρωτέα από τον τηρούμενο στην ανωτέρω Τράπεζα λογαριασμό της, σε διαταγή της δικαιοπαρόχου εταιρίας με την επωνυμία «_______  ΑΕΕ», η οποία (επιταγή) αφορούσε εμπορεύματα της περιόδου άνοιξης- καλοκαιριού του 2011. Η επιταγή αυτή μεταβιβάσθηκε, την 27-09-2009, από τη λήπτρια εταιρία, με ενεχυρική οπισθογράφηση, στην καθ’ης η ανακοπή, με την οποία είχε συνάψει σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, σε εξασφάλιση του οποίου παρελάμβανε επιταγές πελατείας της πιστούχου εταιρίας. Ήταν δε γνωστή στην καθ’ης η ανακοπή η σύναψη συμβάσεων δικαιόχρησης με τους διανομείς των εμπορευμάτων της ανά την Ελλάδα, επομένως, η ύπαρξη πραγματικής συναλλαγής, ενόψει και της συνάφειας σκοπού μεταξύ λήπτριας και ανακόπτουσας, είχε ελεγχθεί και ήταν διαπιστωμένη κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής. Η καθ’ης η ανακοπή δεν ερεύνησε, όμως, το ζήτημα της φερεγγυότητας της εκδότριας και της λήπτριας της επιταγής, καθόσον δεν επικαλείται η ίδια, ούτε αποδεικνύεται ότι προέβη σε έλεγχο ύπαρξης τυχόν καταχωρίσεων αυτών στα δυσμενή στοιχεία της «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ». Δεν αποδεικνύεται, όμως, κατά το χρόνο κτήσης της ως άνω επιταγής, σχετική καταγραφή στον τύπο της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της λήπτριας εταιρία, αφού τα δημοσιεύματα που προσκομίζονται από την ανακόπτουσα αφορούν τους τελευταίους μήνες του 2010, ήτοι αναφέρονται σε χρονικό σημείο που έπεται του χρόνου κτήσης της επιταγής και, ειδικότερα, απέχει αυτού κατά ένα έτος. Εξάλλου, δεν προσκομίζονται οι ισολογισμοί της εταιρίας, ώστε να μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με την οικονομική κατάσταση της λήπτριας εταιρίας τον Νοέμβριο του 2009, ήτοι κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο για να εκτιμηθεί η καλή ή η κακή πίστη της καθ’ης η ανακοπή. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν γινόταν δεκτή η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της λήπτριας εταιρίας, ήδη από τα τέλη του 2009, η παράλειψη της καθ’ης η ανακοπή να προβεί σε έλεγχο των οικονομικών στοιχείων της λήπτριας εταιρίας συνιστά παραβίαση του καθήκοντος επιμέλειας της τελευταίας, όμως, δεν ισοδυναμεί με θετική γνώση των αρμόδιων καταστατικών οργάνων αυτής, ούτε θεμελιώνει σκοπό βλάβης της ανακόπτουσας. Εξάλλου, η επικαλούμενη από την ανακόπτουσα παράλειψη της καθ’ης η ανακοπή να ζητήσει το τιμολόγιο που αντιστοιχούσε στην πώληση των εμπορευμάτων που αφορούσε η επίμαχη επιταγή δεν συνιστά παράβαση υποχρέωσης που απορρέει από κανονιστικής ισχύος διάταξη, δεδομένου ότι οι Εγκύκλιοι των Τραπεζών δεν παράγουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω παράλειψη δεν μαρτυρεί γνώση της καθ’ης σχετικά με την ματαίωση, συνεπεία της ως άνω παράλειψής της, της δυνατότητας προβολής προσωπικών ενστάσεων της ανακόπτουσας απορρεουσών από την υποκείμενη σχέση με τη λήπτρια της επιταγής. Η τελευταία εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα από την καθ’ης η ανακοπή προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου, της μη πληρωμής νομότυπα βεβαιωθείσας με σχετική σημείωση επί του σώματος της επιταγής από την πληρώτρια Τράπεζα. Τα εμπορεύματα της περιόδου άνοιξης-καλοκαιριού 2010 δεν παραδόθηκαν από την εταιρία «_______  ΑΕ» στην ανακόπτουσα λόγω οικονομικής της αδυναμίας. Δεν αποδείχθηκε, όμως, γνώση της σχετικής εξασφαλιστικής λειτουργίας της επίμαχης επιταγής από την καθ’ης η ανακοπή και της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της λήπτριας, κατά το χρόνο κτήσης των εμπορευμάτων. Εξάλλου, αν και η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ήταν ευρύτατα (επομένως και στην ίδια) γνωστή η δεινή οικονομική κατάσταση της εταιρίας «_______  ΑΕ» ήδη από το Νοέμβριο του 2009, η ίδια δεν διαμαρτυρήθηκε στην καθ’ης η ανακοπή, γνωστοποιώντας της ότι η εν λόγω επιταγή είχε εκδοθεί υπό την αίρεση παράδοσης συγκεκριμένων εμπορευμάτων, η οποία, όμως, είχε ήδη καταστεί αβέβαιη, ενόψει των οικονομικών προβλημάτων της εταιρίας «_______ ΑΕ». Ούτε, άλλωστε, κατήγγειλε τη σύμβαση δικαιόχρησης μεταξύ αυτής και της τελευταίας εταιρίας, τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα της οποίας δεν αποτέλεσαν εύλογη αιτία για να ζητήσει (η ανακόπτουσα) να μην είναι πλέον μεταβιβάσιμες οι μεταχρονολογημένες επιταγές που παρέδιδε στην αφερέγγυα λήπτρια εταιρία. Επομένως, δεδομένης της καλοπιστίας της καθ’ης η ανακοπής κατά τον ως άνω χρόνο κτήσης και της έλλειψης, στο πρόσωπο των νομίμων εκπροσώπων της ιδίας, σκοπού βλάβης της ανακόπτουσας, δεν χωρεί προβολή προσωπικών ενστάσεων της ανακόπτουσας έναντι της καθ’ης η ανακοπή και πρέπει να απορριφθεί ο στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ λόγος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της κρινόμενης ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί η τελευταία ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η ανακοπή πρέπει να επιβληθούν στην ανακόπτουσα, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως την παρουσία των διαδίκων, στην Αθήνα, στις 21/11/2013.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ