fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ

Αριθμός αποφάσεως
1393/2013

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κλεοπάτρα Μουλακάκη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Έφη Κοντού.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 23η Οκτωβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας-καθής η ανακοπή: Υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «_______ Α.Ε.», που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής (οδός _______ ) κι εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή δυνάμει της από 26-7-2013 αποφάσεως της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (συνεδρίαση υπ’ αριθμ. 85/26-7-2013, Θέμα 1°-ΦΕΚ 1831/Β/26-7- 2013), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ροδάνθη Μαστοράκη.

Της καθής η κλήση-ανακόπτουσας: Μονοπρόσωπης Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «_______ Ε.Π.Ε.» (ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΕΙΔΩΝ ΙΜΑΤΙΣΜΟΥ), που εδρεύει στον Πειραιά (οδός Υψηλάντου, αριθμ. 171) κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Μαρώση.

Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 28-12-2010 και με αριθμόν -, εκθέσεως καταθέσεως 2406/2010 ανακοπή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 2ης-22-2011, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 26ης-9-2012 οπότε και η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε.

Ήδη με την από 22-3-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 244/2013 κλήση της καθής η ανακοπή, επαναφέρεται προς συζήτηση η ένδικη ανακοπή, η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας νόμιμη δικάσιμο.

Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση ανακοπή, η ανακόπτουσα ζητεί, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου της, για τους λόγους που εκθέτει σε αυτήν, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 29153/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «_______ » και το διακριτικό τίτλο «_______ », της οποίας η καθής η ανακοπή έχει καταστεί ειδική διάδοχος, το ποσό των 74.000 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων.

Με τέτοιο περιεχόμενο κι αίτημα, η υπό κρίση ανακοπή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 14 παρ. 2 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ) και παραδεκτούς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ), κατά την οποία εκδικάζεται η διαφορά από την απαίτηση (από επιταγές), για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής κι έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως. Πρέπει, κατά συνέπεια, να ερευνηθεί εάν οι λόγοι της ένδικης ανακοπής είναι νόμιμοι και ουσιαστικά βάσιμοι (άρθρο 633 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο αιτήσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει α) τα οριζόμενα στα άρθρα 118 και 119 παρ. 1 στοιχεία β) αίτημα εκδόσεως διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων με τους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή. Επίσης, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Στις παρ. 2 και 3 του ανωτέρω άρθρου (47 παρ. 4 ν.δ. 958/1971), καθώς και στο άρθρο 647 ΚΠολΔ, υπό την αρχική, του α.ν. 44/1967 διατύπωση, δεν περιλήφθηκε αναφορά και της αιτίας της απαιτήσεως ως στοιχείου που πρέπει να περιέχει το δικόγραφο της αιτήσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής. Ενώ κατά τη διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 155 του προσχεδίου του εισηγητή Γ. Οικονομοπούλου, το οποίο αποτέλεσε τη βάση διαμορφώσεως του άρθρου 647 ΚΠολΔ 1967, καθώς και του άρθρου 626 του Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ. 958/1971, το δικόγραφο της αιτήσεως πρέπει να περιέχει και «β) την απαίτησιν, την αιτίαν αυτής και το ακριβές ποσόν των χρημάτων, χρεωγράφων ή άλλων αντικαταστατών, πραγμάτων μετά των τυχόν οφειλομένων τόκων των οποίων ζητείται καταβολή», σύμφωνα δε με τη διατύπωση της παρ. 3 του ίδιου άρθρου του προσχεδίου, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και «πάντα τα έγγραφα εκ των οποίων προκύπτει η αιτία και το ποσόν της απαιτήσεως». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 626 ΚΠολΔ, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1α’ ΚΠολΔ, αντιπαραβαλλόμενες προς το ανωτέρω άρθρο του προσχεδίου και συνδυαζόμενες με το άρθρο 623 (κατά το οποίο μπορεί να ζητηθεί, με τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων «εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο»), προκύπτει ότι για τον προσδιορισμό, στο δικόγραφο της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής, της χρηματικής απαιτήσεως, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, δεν απαιτείται η έκθεση του συνόλου των γενεσιουργών της απαιτήσεως περιστατικών, αλλά αρκεί η έκθεση τόσων πραγματικών \ περιστατικών, που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεως της και δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση. Περαιτέρω, η εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής περιέχει το κατά άρθρο 630γ’ ΚΠολΔ απαιτούμενο στοιχείο της αιτίας της πληρωμής, όταν περιλαμβάνει, έστω χωρίς νομικό χαρακτηρισμό της απαιτήσεως, έκθεση περιστατικών που εξατομικεύουν την εγγράφως αποδεικνυόμενη απαίτηση, για την οποία η διαταγή εκδίδεται, έτσι ώστε να προκύπτει ο λόγος της αντίστοιχης οφειλής (ΑΠ 30/2003, ΕλλΔικ 2003, 1346, ΑΠ 1689/2001, ΕλλΔικ 2004, 135, ΕφΛαρ 58/2012, NOMOS).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτού, ισχυρίζεται ότι η ιστορική βάση της αίτησης, την οποία απηύθυνε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «_______ » και το διακριτικό τίτλο «_______ », της οποίας η καθής η ανακοπή έχει καταστεί ειδική διάδοχος, προς το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής επί τη βάσει δύο επιταγών εκδόσεως της ανακόπτουσας, των οποίων η καθής κατέστη κομίστρια δυνάμει οπισθογραφήσεως λόγω ενεχύρου από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «_______ » και το διακριτικό τίτλο «_______ Α.Ε.Ε.», δεν ανέφερε σε ποια εμπορεύματα αφορούσε η παράδοση των επιταγών αξία ενεχύρου, τα οποία στην πραγματικότητα ουδέποτε παραδόθηκαν στην ανακόπτουσα, ούτε εάν η καθής υπείχε, κατά το χρόνο κτήσεως των ενδίκων επιταγών, καλή πίστη και για το λόγο αυτό η αίτηση πάσχει αοριστίας και, συνεπώς, έπρεπε αυτεπαγγέλτως να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι και η διαταγή πληρωμής, εφόσον δεν περιελάμβανε τα ανωτέρω στοιχεία και, ιδίως, δε διελάμβανε εάν οι ένδικες επιταγές τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, είναι άκυρη, αφού τα εν λόγω στοιχεία δεν ελέγχθηκαν και δεν αποδεικνύονταν εγγράφως. Με το περιεχόμενο αυτό, ο κρινόμενος λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριτττέος ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, για τον προσδιορισμό, στο δικόγραφο της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής, της χρηματικής απαιτήσεως, για την οποία ζητείται η έκδοση της, δεν απαιτείται η έκθεση του συνόλου των γενεσιουργών της απαιτήσεως περιστατικών, αλλά αρκεί η έκθεση τόσων πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεως της και δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση. Συνεπώς, εν προκειμένω, εξαρκεί η αναφορά ότι η καθής ήταν νόμιμη (τελευταία) κομίστρια των επιταγών από οπισθογράφηση, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται και το είδος της οπισθογραφήσεως, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, προσδιορίζεται (λόγω ενεχύρου). Άλλωστε, ο ενεχυρούχος που εμφανίζει την επιταγή προς πληρωμή δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος, αλλά ασκεί ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου, αφού κατά το άρθρο 1255 ΑΚ έχει δικαίωμα να εισπράξει μόνος την επιταγή και αν ακόμη δεν έληξε το ασφαλιζόμενο χρέος (ΟλΑΠ 18/2004, ΔΕΕ 2004, 927).

Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία έχει έντονο χαρακτήρα δημόσιας τάξης και σκοπεύει στην πάταξη της κακοπιστίας και την ανηθικότητας κατά την άσκηση κάθε δικαιώματος (ΟλΑΠ 17/1997, ΑΠ 1565/1997 ΕλλΔνη 39.1296), το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του και η διαμορφωθείσα κατά το διάστημα που μεσολάβησε πραγματική κατάσταση, καθιστούν επαχθή τη μεταγενέστερη άσκησή του και ειδικότερα, όταν η ανατροπή της διαμορφωθείσας πραγματικής κατάστασης με την άσκηση του δικαιώματος, συνεπάγεται για τον υπόχρεο δυσβάστακτες συνέπειες, καθ’ υπέρβαση προφανή των ορίων, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, ώστε για την αποτροπή αυτών να κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιουμένου δικαιώματος (ΑΠ 205/2001, ΕλλΔικ 42, 1571, ΑΠ 196/2001, ΕλλΔικ 42, 1570). Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντιτιθεμένων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα, που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία.

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, η ανακόπτουσα διατείνεται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, διότι η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «_______ » και το διακριτικό τίτλο «_______ », της οποίας η καθής η ανακοπή έχει καταστεί ειδική διάδοχος, ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά της κατ’ αυτής, αφού κατά την υποβολή της αιτήσεως για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, με δόλο απέκρυψε ότι οι επίδικες επιταγές είχαν δοθεί από την ανακόπτουσα στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «_______ » ως εγγύηση και δη υπό την αίρεση παραδόσεως, εκ μέρους της ανώνυμης αυτής εταιρίας, των εμπορευμάτων στην ανακόπτουσα, η οποία και ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Με τέτοιο περιεχόμενο και αυτός ο λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος διότι, σύμφωνα και με τους ανωτέρω νομικούς συλλογισμούς, τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η ανακόπτουσα για τη θεμελίωσή του και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να περιαγάγουν την άσκηση του δικαιώματος της καθής η ανακοπή σε προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν, στην ένδικη υπόθεση, η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του και δεν την καθιστούν έτσι καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ.

Η υποχρέωση από την επιταγή είναι μεν αναιτιώδης, αφού μεταξύ των στοιχείων κύρους της δεν αξιώνεται και αναφορά της αιτίας (άρθρο 1 του Ν. 5960/1933), πλην, όμως, αν η επιταγή εκδόθηκε και παραδόθηκε προς το λήπτη, για αιτία που δεν επακολούθησε, ο λήπτης αποκρούεται με την περί αχρεωστήτου ένσταση (904 ΑΚ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής», τα εναγόμενα από την επιταγή πρόσωπα μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή τις ενστάσεις που στηρίζονται στις προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη ή προηγούμενους κομιστές, μόνον αν ο κομιστής, κατά την κτήση της επιταγής, ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του οφειλέτη (ΕφΑΘ 3586/2001, NOMOS). Η κακή πίστη έχει εξειδικευμένο περιεχόμενο, απαρτίζεται, δε, συγκεκριμένα, από δύο στοιχεία, που είναι αυτονόητο ότι πρέπει να συνυπάρχουν για να συγκροτηθεί η ζητούμενη έννοια. Ειδικότερα απαιτείται α) ο κομιστής να γνώριζε κατά το χρόνο που αποκτούσε την επιταγή την ύπαρξη των πραγματικών γεγονότων που μπορούσε να αντιτάξει ο οφειλέτης κατά του πρώτου δικαιούχου και επίσης ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά συνιστούν ένσταση και β) να ενήργησε προς βλάβη του οφειλέτη. Ενέργεια προς βλάβη του οφειλέτη υπάρχει όταν ο κομιστής είχε τη συνείδηση ότι με την απόκτηση του τίτλου ήταν δυνατόν να ματαιωθεί η προβολή της ένστασης αυτής από τον οφειλέτη και ότι επιτυγχάνεται έτσι η πληρωμή του τίτλου, η οποία, χωρίς τη μεταβίβασή του προς αυτόν δε θα επιτυγχανόταν. Για να πραγματοποιηθεί το περιεχόμενο του στοιχείου αυτού, δεν αρκεί απλή πιθανολόγηση της βλάβης, αλλά πρέπει να υπάρχει συνείδηση βλάβης, δηλαδή γνώση του δυνατού της βλάβης (ΑΠ 8/1994, ΝοΒ 42, 1144). Η κακή πίστη του κομιστού πρέπει να υπάρχει κατά την κτήση της επιταγής και ουδεμία επίδραση ασκεί η μεταγενέστερη γνώση του (ΕφΘεσ 1104/2008, NOMOS, ΕφΑΘ 446/1999, ΕλλΔικ40, 1137).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της ένδικης ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι δεν οφείλει τα ποσά των δύο μεταχρονολογημένων επιδίκων επιταγών, επί τη βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, διότι αυτές δεν αντιπροσώπευαν ουδεμία οφειλή της ανακόπτουσας έναντι της λήπτριας εταιρίας με την επωνυμία «_______ » και το διακριτικό τίτλο «_______ Α.Ε.Ε.», με την οποία η ανακόπτουσα είχε συμβληθεί με σύμβαση δικαιόχρησης (franchising), αλλά δόθηκε ως προκαταβολή για την εκτέλεση παραγγελιών εμπορευμάτων για την άνοιξη-καλοκαίρι του έτους 2010, οι οποίες, τελικά, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της ανωτέρω λήπτριας ανώνυμης εταιρίας, ουδέποτε παραδόθηκαν στην ανακόπτουσα, γεγονός που γνώριζε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «_______ » και το διακριτικό τίτλο «_______ », της οποίας η καθής η ανακοπή έχει καταστεί ειδική διάδοχος, κατά τον χρόνο κτήσεως των επιταγών ως ενέχυρο, αλλά παρέλαβε αυτές ενεργώντας προς βλάβη της ανακόπτουσας. Με το περιεχόμενο αυτό, ο λόγος αυτός είναι αρκούντως ορισμένος, απορριπτόμενου του ισχυρισμού της καθής περί αοριστίας του δικογράφου της ανακοπής, καθόσον εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωσή του, ενώ, περαιτέρω, η ανακόπτουσα επικαλείται ότι η καθής γνώριζε κατά το χρόνο κτήσης των επιταγών την ύπαρξη ενστάσεων της ανακόπτουσας κατά της λήπτριας εταιρίας και ότι η καθής ενήργησε προς βλάβη της ανακόπτουσας. Είναι δε και νόμιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως εκτεθείσα μείζονα σκέψη, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 288, 904 ΑΚ και 22 Ν. 5960/1933 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ανακόπτουσας, που δόθηκε στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα, με την παρούσα απόφαση, πρακτικά δημοσίας στο ακροατήριο συνεδριάσεως, τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. 5401/29-10-2013 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ανακόπτουσας _______ _______ του _______ , η οποία ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Βαρβάρας Δόξα, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 643 παρ. 2 και 650 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της καθής η ανακοπή, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της αντιδίκου της, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα, με την παρούσα, πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες, από την ανακόπτουσα, υπ’ αριθμ. 15.500/23- 7-2013 και 21.558/28-6-2013 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν στο πλαίσιο άλλης, μεταξύ των διαδίκων, δίκης και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες (ΑΠ 218/2007, ΑΠ 26/2006, ΑΠ 624/2004, NOMOS, ΑΠ 891/2000, ΕλλΔικ 2001, 393) και από όλα τα έγγραφα, τα οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανακόπτουσα εταιρία, υπό την μορφή μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο χώρο του λιανικού εμπορίου ειδών ιματισμού και στις 5-3-2004 συνεβλήθη με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «_______ » και το διακριτικό τίτλο «_______ Α.Ε.Ε.», με σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) διανομής, δυνάμει της οποίας ανέλαβε αποκλειστικά την εμπορία προϊόντων από το κατάστημά της. Στα πλαίσια της ως άνω συμβάσεως και της εν γένει επαγγελματικής συνεργασίας των δύο εταιριών, συμφωνήθηκε ότι η ανακόπτουσα θα εξέδιδε επιταγές ποσού ανάλογου με το τζίρο του προηγούμενου έτους σε διαταγή της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας, ως εγγύηση για την προμήθεια εμπορευμάτων του επόμενου έτους, όταν, δε, η ανακόπτουσα πωλούσε προϊόντα ανάλογης αξίας με έκαστη επιταγή, η ρηθείσα ανώνυμη εταιρία, κατόπιν άδειας της ανακόπτουσας, κυκλοφορούσε την αντίστοιχη επιταγή προς πληρωμή. Το μήνα Μάρτιο του έτους 2009, η ανακόπτουσα προέβη εγκαίρως σε παραγγελίες ετοίμων ενδυμάτων για την περίοδο άνοιξη-καλοκαίρι του έτους 2010 και για το σκοπό αυτό προέβη στην έκδοση της υπ’ αριθμ. 20072127-5 μεταχρονολογημένης επιταγής της τράπεζας _______ Α.Ε., ποσού 50.000 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 30η-6-2010, σε διαταγή της ρηθείσας ανώνυμης εταιρίας και της υπ’ αριθμ. 20101272-3 μεταχρονολογημένης επιταγής της τράπεζας _______ Α.Ε., ποσού 24.000 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 31 η-8- 2010, σε διαταγή, επίσης, της ρηθείσας ανώνυμης εταιρίας, ως προκαταβολή έναντι των παραγγελιών αυτών. Τις εν λόγω επιταγές, η ανακόπουσα παρέδωσε στην ανωτέρω ανώνυμη εταιρία, η οποία, όμως, ουδέποτε εκτέλεσε τις παραγγελίες για την εν λόγω περίοδο, όπως μετά λόγου γνώσεως κατέθεσε η μάρτυρας της ανακόπτουσας _______ _______ , θυγατέρα της νομίμου εκπροσώπου της ανάκοπτουσας, διότι ήδη η ανωτέρω λήπτρια των επιταγών ανώνυμη εταιρία, αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όπως αποδείχθηκε από την περιεχόμενη, στην προδιαληφθείσα ένορκη βεβαίωση, κατάθεση του μάρτυρα της ανακόπτουσας _______ _______ του _______ , προϊσταμένου του τμήματος των καταστημάτων franchise της λήπτριας ως άνω ανώνυμης εταιρίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η τελευταία, μεταβίβασε τις ένδικες επιταγές και δη την πρώτη στις 7-8- 2009 και τη δεύτερη στις 1-7-2010 στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «_______ » και το διακριτικό τίτλο «_______ », της οποίας η καθής η ανακοπή έχει καταστεί ειδική διάδοχος, ως αξία σε ενέχυρο, η δε καθής κατέβαλε το αντίτιμο αυτών στην λήπτρια εταιρία και εξακολούθησε να τη χρηματοδοτεί μέσω της χορήγησης διαδοχικών δανείων, δεχόμενη από αυτήν ως ενέχυρο επιταγές τρίτων προσώπων και δη φερέγγυων επιχειρήσεων, με τις οποίες η λήπτρια εταιρία είχε καταρτίσει συμβάσεις δικαιόχρησης-διανομής (franchising). Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι ουδέποτε παραδόθηκαν εμπορεύματα από την ανωτέρω λήπτρια εταιρία προς την ανακόπτουσα, πλήρως αποδείχθηκε, συνακόλουθα, ότι δεν υφίστατο έννομη σχέση (αιτία) μεταξύ της εκδότριας των ενδίκων επιταγών ανακόπτουσας και της λήπτριας εταιρίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η καθής, κατά τον κρίσιμο χρόνο κτήσεως των ενδίκων επιταγών, ήταν σε γνώση (θετική) της έλλειψης έννομης σχέσης (αιτίας) μεταξύ των προαναφερθεισών εταιριών, εντούτοις, όμως, ενήργησε προς βλάβη της ανακόπτουσας, με σκοπό, δηλαδή, να προκαλέσει ζημία σε αυτήν με την απώλεια της περί αχρεωστήτου ενστάσεως. Το Δικαστήριο άγεται στην κρίση του αυτή, αφού έλαβε υπόψη του ότι η καθής έλαβε τις επίδικες μεταχρονολογημένες επιταγές ως ενέχυρο, χωρίς να ζητήσει και να λάβει επαρκή παραστατικά, που να πιστοποιούν την αιτία έκδοσης αυτών. Και ναι μεν, η μη συμμόρφωση προς τις σχετικές εγκυκλίους των τραπεζών περί προσκομιδής τιμολογίων ή άλλων στοιχείων, από τα οποία θα αποδεικνύεται εμπορική συναλλαγή, με την οποία συνδέονται οι προηγούμενοι υπογράφεις της επιταγής, δεν επιβάλλεται πάντοτε, αλλά μόνο όποτε τα καταστήματα της τράπεζας το κρίνουν αναγκαίο και οποιαδήποτε εγκύκλιος ή τραπεζική πρακτική έχει σχέση με την εσωτερική λειτουργία των διαφόρων καταστημάτων της τράπεζας και δεν έχει ισχύ νόμου, με αποτέλεσμα να μη γεννώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις από αυτές (ΕφΑΘ 2009/2009, ΕλλΔικ 2010, 154), στην υπό κρίση περίπτωση, όμως, λαμβανομένου υπόψη ότι: α) όπως προκύπτει από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο, από την ανακόπτουσα, επίσημο ετήσιο ισολογισμό του έτους 2009, η λήπτρια ανώνυμη εταιρία εμφάνισε ζημίες συνολικού ύψους 16.117.969,31 ευρώ και β) όπως προκύπτει από τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα και δημοσιεύματα του ηλεκτρονικού τύπου, από το μήνα Ιούλιο του έτους 2009, ρηθείσα λήπτρια εταιρία αντιμετώπισε σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα, τα οποία οδήγησαν σε δυσχέρειες στη συνεργασία της με γνωστές κι επώνυμες εταιρίες ενδυμάτων και υποδημάτων του εξωτερικού, των οποίων τα προϊόντα αντιπροσώπευε στην Ελλάδα, ενώ το καλοκαίρι του έτους 2010, ήτοι κατά το χρόνο που η καθής απέκτησε λόγω ενεχύρου τη δεύτερη επίδικη επιταγή, είχε ήδη γίνει ευρέως γνωστή η ολοκληρωτική οικονομική κατάρρευση της λήπτριας εταιρίας, αντίκειται στη λογική η καθής, με την οποία συνεργαζόταν η ανωτέρω λήπτρια εταιρία, κατά το χρόνο κτήσεως των ενδίκων επιταγών, να μην αποδύθηκε σε έλεγχο των οικονομικών στοιχείων της λήπτριας, από τον οποίο, άνευ αμφιβολίας, διαπίστωσε την αφερεγγυότητα της λήπτριας, προς τούτο, δε, όφειλε να διερευνήσει, με την εκ μέρους της λήπτριας προσκομιδή σχετικών παραστατικών, όπως λ.χ. τιμολογίων, εάν, ενόψει της οικτρής οικονομικής της θέσεως, ήταν σε θέση να διενεργήσει εμπορικές συναλλαγές, στα πλαίσια των οποίων εκδίδονταν επιταγές από φερέγγυες εταιρίες, όπως η ανακόπτουσα, αλλά, αντιθέτως, παρόλα αυτά, η καθής έλαβε στην κατοχή της τις επίμαχες επιταγές. Εν συνεχεία, η καθής εμφάνισε νομίμως και εμπροθέσμως τις επιταγές προς πληρωμή και δη την πρώτη στις 30-6-2010 και τη δεύτερη στις 6-9-2010, πλην όμως, αυτές δεν πληρώθηκαν ελλείψει αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων της εκδότριας ανακόπτουσας, η μη πληρωμή τους, δε, βεβαιώθηκε με τις από 2-7-2010 και 8-9-2010, αντιστοίχως, έγγραφες βεβαιώσεις της καθής η ανακοπή επί των σωμάτων των επιταγών, κατόπιν ρητής εξουσιοδοτήσεως της πληρώτριας τράπεζας. Ακολούθως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι κατόπιν αιτήσεως της καθής κατά της ανακόπτουσας και της λήπτριας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «_______ » και το διακριτικό τίτλο «_______ Α.Ε.Ε.», εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 29153/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι δύο ρηθείσες εταιρίες επιτάχθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία, το συνολικό ποσό των 74.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εμφανίσεως εκάστης επιταγής και μέχρι την εξόφληση και το ποσό των 1.260 ευρώ ως δικαστικά έξοδα. Ενόψει των προεκτεθέντων, αποδείχθηκε ότι η καθής γνώριζε ότι η προς αυτή μεταβίβαση των ενδίκων επιταγών θα ματαίωνε την προβολή των ενστάσεων της εκδότριας-ανακόπτουσας έναντι της λήπτριας ανώνυμης εταιρίας από τη μεταξύ τους σχέση, όπως και την περί αχρεωστήτου ένσταση, αλλά παρά ταύτα ενήργησε προς το σκοπό να προκαλέσει εξ αυτού του λόγου βλάβη στην ανακόπτουσα. Επομένως, ο κρινόμενος λόγος ανακοπής τυγχάνει βάσιμος και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα και πρέπει η ένδικη ανακοπή να γίνει δεκτή στο σύνολό της και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθής λόγω της ήττας της (άρθρα 191 παρ. 2 και 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται την ανακοπή.

Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. 29153/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον της ανακόπτουσας.

Επιβάλλει σε βάρος της καθής η ανακοπή, τη δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 13/12/13 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία