Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4201 /2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Καρκατζούνη Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά και τη Γραμματέα Γεωργία Καραχάλιου .
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του , την 4η Φεβρουάριου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
I. ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: _______ _______ του _______ , κατοίκου Κερατσινίου Αττικής , η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ιωάννας Μάρωση .
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: _______ _______ του _______ , κατοίκου Κερατσινίου Αττικής , η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Καρατζά .
II. ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : _______ _______ του _______ , κατοίκου Κερατσινίου Αττικής, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Καρατζά .
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: _______ _______ του _______ , κατοίκου Κερατσινίου Αττικής η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ιωάννας Μάρωση .
Η υπό στοιχείο I ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.2.2011 (αρ.έκθ.κατ. 1883/24.2.2011) αγωγή της , η οποία αρχικά προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 27.1.2012 , όπου και αναβλήθηκε για να δικασθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Η υπό στοιχείο II ενάγουσα (εναγομένη της υπό στοιχείο I αγωγής) ζητεί να γίνει η από 4.12.2012 (αρ.έκθ.κατ. 393/19.1.2012) αγωγή της που προσδιορίσθηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και προφορικά, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου : I. Η από 23.2.2011 (αρ.έκθ.κατ. 1883/24.2.2011) αγωγή και II. η από 4.12. 2012 (αρ.έκθ.κατ. 393/19.1.2012) αγωγή, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία (τακτική) , είναι συναφείς και δια της ενιαίας συζητήσεως διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης , συγχρόνως δε επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Από τα άρθρα 47-50 ΕμπΝ προκύπτει ότι συμμετοχική ή αφανής εταιρία είναι εκείνη στην οποία ένας μόνο από τους συνεταίρους, κατ’ Εξουσιοδότηση των λοιπών, που παραμένουν αφανείς έναντι των τρίτων, ενεργεί είτε εμπορία είτε μία ή περισσότερες εμπορικές πράξεις στο όνομα του, χωρίς να παρίσταται πρός τα έξω ως διαχειριστής εταιρίας, η οποία παραμένει επίσης αφανής έναντι των τρίτων. Η αφανής εταιρία συνιστάται και ατύπως (προφορικά) εκ μόνου του γεγονότος της συμμετοχής, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε δημοσιότητα, στερείται νομικής προσωπικότητας και αυτόνομης περιουσίας. Ο σχηματισμός της εταιρίας, η αναλογία κάθε εταίρου στα κέρδη και στις ζημίες και οι υπόλοιπες συνθήκες λειτουργίας της εξαρτώνται από τις συμφωνίες των μετόχων, με την έννοια ότι οι συνθήκες ίδρυσης και λειτουργίας ρυθμίζονται κυρίως από τις μεταξύ των μετόχων συμφωνίες, αφού σε περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιων συμφωνιών, έχουν ανάλογη εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 18 ΕμπΝ, οι διατάξεις περί εταιριών του ΑΚ, οι οποίες αφορούν εταιρίες που δεν έχουν, όπως οι συμμετοχικές, νομική προσωπικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρίας, που χαρακτηρίζεται κυρίως από την έναντι τρίτων αφάνεια της (Εφ.ΑΘ. 5302/2008 ΔΕΕ 2009 191, Εφ.Πειρ. 372/2008 ΔΕΕ 2009 58). Εξάλλου, οι εταίροι της αφανούς εταιρίας έχουν δικαίωμα και υποχρέωση, αντιστοίχως, συμμετοχής στα κέρδη και τις ζημίες της κατ’ ίσο μέρος, εκτός αν προβλέπεται άλλη ρύθμιση από την εταιρική σύμβαση, ενώ καθετί που αποκτά ο εμφανής εταίρος στο όνομα του με εταιρικούς πόρους κατά τη λειτουργία της εταιρίας υποχρεούται, ως εντολοδόχος των λοιπών αφανών εταίρων, να το καταστήσει κοινό κατ’ αναλογία της εταιρικής τους μερίδας, οπότε οι τελευταίοι έχουν αξίωση να τους αποδοθεί, σε περίπτωση άρνησης του εμφανούς εταίρου, το αναλογούν σ’ αυτούς ποσοστό, εφόσον υφίσταται τελικό κέρδος της εταιρίας, διαφορετικά επί ζημίας της υποχρεούνται να συμμετάσχουν σ’ αυτήν κατά την συμφωνηθείσα αναλογία τους ( ΑΠ 1547/1997 ΔΕΙ 1998» 164, Εφ.Θεσ. 77/2009 Αρμ. 2009.393, Εφ.ΑΘ. 1860/2005 ΕλλΔντ 2009.228). Περαιτέρω, η αφανής εταιρία λύεται για τους ίδιους λόγους
για τους οποίους- λύεται και η αστική εταιρία με εφαρμογή των άρθρων 765 επ. ΑΚ. Μεταξύ των λόγων λύσης της εταιρίας περιλαμβάνεται και η καταγγελία, που επιφέρει τα αποτελέσματα της σε εταιρία αορίστου χρόνου, έστω και αν δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος (767 ΑΚ). Ακόμη, μετά τη λύση της αφανούς εταιρίας επέρχεται και η περάτωση της, γιατί ελλείψει εταιρικής περιουσίας δεν υπάρχει ανάγκη να ακολουθήσει το στάδιο της εκκαθάρισης, εκτός αν συμφωνήθηκε το αντίθετο μεταξύ των συνεταίρων ή το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την εκκαθάριση, με αποτέλεσμα να είναι παραδεκτή η άσκηση αγωγής εκ μέρους του αφανούς εταίρου για απόδοση της εισφοράς του και την καταβολή της αναλογίας του από τα τυχόν κέρδη, μεταβίβασε αυτήν κατά κυριότητα στον εμφανή συνεταίρο του προς άσκηση της εταιρικής εμπορικής δραστηριότητας, ως ατομικής του τελευταίου, είτε παρέμεινε κύριος αυτής, τάσσοντας όμως αυτήν κατά προορισμό στην εξυπηρέτηση του εταιρικού σκοπού με παραχώρηση της χρήσεως της μόνο στον εμφανή εταίρο. Στην περίπτωση όμως εισφοράς αντικαταστατών πραγμάτων, όπως χρημάτων, ο «διαχειριστής» αποκτά μεν την κυριότητα τούτων, δεν καθίσταται όμως οφειλέτης του συνεταίρου που εισέφερε τα χρήματα, εφόσον διαρκεί ο εταιρικός δεσμός. Αφότου όμως λυθεί η εταιρεία, ο εταίρος που εισέφερε στην εταιρεία το χρηματικό ποσό έχει αντίστοιχη αξίωσή” κατά του διαχειριστή αποδόσεως του από το τυχόν απομένον καθαρό προϊόν της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, με την προϋπόθεση ότι παρέμεινε αναλλοίωτο στα χέρια του διαχειριστή. Στην αντίθετη όμως περίπτωση που το χρηματικό ποσό της εισφοράς διατέθηκε για την αγορά περιουσιακών αντικειμένων που τέθηκαν στη διαρκή χρήση της εταιρείας, τα περιουσιακά αυτά αντικείμενα αποτελούν πλέον στοιχεία προς διανομή του ενεργητικού της εταιρείας κατά τη λύση της, τα οποία, εάν δεν υπάρχουν δαπάνες και χρέη με την έννοια του παθητικού, και εφόσον δεν μεσολαβεί αναγκαίο στάδιο εκκαθαρίσεως κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 779 έως 782 του ΑΚ, τα περιουσιακά αυτά «εταιρικά» αντικείμενα, ως αντιστοιχούντα στην αξία της χρηματικής εισφοράς του συνεταίρου, αποδίδονται σ’ αυτόν είτε αυτούσια κατ’ αναλογία προς την εταιρική μερίδα συμμετοχής του, είτε, εφόσον μεσολάβησε αδυναμία αυτούσιας αποδόσεως τους, επειδή δε σώζονται κατά την άσκηση της αγωγής, είτε λόγω τυχόν εκποιήσεως και ρευστοποιήσεως της αξίας τους, είτε γιατί ο «διαχειριστής» εκδήλωσε την πρόθεση να τα κρατήσει για λογαριασμό του, με την καταβολή ανάλογου μέρους της αξίας τους ή του επιτευχθέντος τιμήματος (Εφ.Πατρ.434/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010/436). Δηλαδή, προϋπόθεση για την απόδοση των εισφορών σε χρήμα επί αφανούς εταιρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 780 και 781 ΑΚ, είναι η ύπαρξη στα χέρια του εντολοδόχου διαχειριστή ενεργητικού που να επαρκεί για την απόδοση τους (Εφ.Θεσ. 1039/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012/162, ΕλλΔνη 2012.511, Εφ.ΑΟ. 1860/2005 ΕλλΔνη 2009.228).
I. Η ενάγουσα με την από 23.2.2011 (αρ.έκθ.κατ. 1883/24.2.2011) αγωγή της , εκθέτει ότι συνέστησε με την εναγομένη την 1η.4.2007 ατύπως , αφανή εταιρία με αντικείμενο εργασιών την λειτουργία παιδότοπου -αναψυκτηρίου στην περιοχή του Κερατσινίου , με εμφανή εταίρο την τελευταία και αφανή την ίδια (ενάγουσα) , το δε ποσοστό συμμετοχής τους στις ζημίες και τα κέρδη της εταιρίας ορίσθηκε στο 50% για εκάστη εξ αυτών . “Οτι προκειμένου να λειτουργήσει η ως άνω επιχείρηση και να εξεύρουν τα απαραίτητα χρήματα που θα αποτελούσαν τις εταιρικές εισφορές τους – που τελικά ανήλθαν στο ποσό των 25.000 ευρώ για κάθε μία εταίρο , συνήψαν την 23η. 10.2007 δανειακή σύμβαση με την _______ , ύψους 29.102,11 ευρώ με πρωτοφειλέτρια την ίδια (ενάγουσα) και εγγυήτρια την εναγομένη . Ότι μετά από προβλήματα που προέκυψαν κατά τη συνεργασία τους λόγω των συνεχών προστριβών τους , η εναγομένη από τον Ιούνιο του 2008 σταμάτησε να έχει οποιαδήποτε συμμετοχή στη έξοδα της εταιρίας με συνέπεια αυτά να καλύπτονται μόνο με δικά της χρήματα (της ενάγουσας). Ότι η εταιρία διέκοψε τις εργασίες της την 21η. 1.2009 κατόπιν συναπόφασης των εταίρων που έλαβε χώρα την 15η. 1.2009. ‘Ότι κατά τη σύντομη λειτουργία της επιχείρησης , δημιουργήθηκαν διάφορα χρέη προς τρίτους , τα οποία η ενάγουσα αναγκάσθηκε να πληρώσει ως εμφανής εταίρος , με συνέπεια η εναγομένη να οφείλει να της καταβάλει το ήμισυ εξ αυτών , δεδομένου ότι το αρχικό εταιρικό κεφάλαιο των 50.000 ευρώ είχε αναλωθεί για τις ανάγκες της επιχείρησης και το ταμείο της εταιρίας ήταν μηδενικό. Ότι τα εταιρικά χρέη, που ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 38.614,39 ευρώ αναλύονται ως εξής : α. 4.820 ευρώ που αφορά μισθώματα μηνών Ιουνίου έως Δεκεμβρίου 2008 , β. 28.506,43 ευρώ που αντιστοιχεί στις δόσεις του προαναφερόμενου δανείου, που είχε η ίδια καταβάλει κατά το χρονικό διάστημα από 23.10.2007 έως 16.12.2010 , απομένοντος ανεξόφλητου ποσού ύψους 7.002,61 ευρώ μέχρι την πλήρη εξόφλησή του, γ. 816,09 ευρώ για την αγορά ποτών , δ. 1.044 ευρώ που αφορά την πληρωμή της ΔΕΗ για το χρονικό διάστημα από 24.7.2008 έως 22.9.2008 , ε. ποσό 2.427,87 ευρώ για την πληρωμή ΤΕΒΕ μέχρι και το Δεκέμβριο του έτους 2008 και στ. 1.000 ευρώ που καταβλήθηκαν για την αποξήλωση των παιχνιδιών του παιδότοπου. Ότι την 16η.12.2010 συμφώνησαν ότι την 1η.2.2011 η εναγομένη θα της κατέβαλε- το αντιστοιχούν στην εταιρική της συμμετοχή (δηλαδή 50%) ποσό των παραπάνω χρεών και της εναπομένουσας οφειλής από την προαναφερομένη δανειακή σύμβαση, όμως αυτή ουδέν κατέβαλε. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω , μετά την τροπή του αιτήματος της με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αλλά και με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 ΚΠολΔ), ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει: Α. το ποσό των (38.614,39: 2=) 19.307,19 ευρώ καθώς και Β. το ήμισυ του ανεξόφλητου κεφαλαίου της ανωτέρω της δανειακής σύμβασης , ήτοι (7.002,61: 2=) 3.501,30 ευρώ, ποσά που αντιστοιχούν στο ποσοστό της (50%) στη συμμετοχή της στις ζημίες της εταιρίας,. Συνολικά δε ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το ποσό των 22.808,49 ευρώ , νομιμοτόκως από 1.2.2011 που έλαβε χώρα όχλησή της , άλλως από την επίδοση της αγωγής , να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για να δικαστεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2,22 ΚΠολΔ). Είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας καθώς και σε αυτές των άρθρων 340, 345,346 ΑΚ, 176, 191 ΚΠολΔ . Απορριπτέο όμως κρίνεται το αίτημα καταβολής του ποσού των 3.501,30 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ήμισυ του ανεξόφλητου κεφαλαίου της ανωτέρω της δανειακής σύμβασης , ως προώρως ασκηθέν , αφού δεν έχει καταστεί απαιτητό και ληξιπρόθεσμο κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, μη εφαρμοστέου του άρθρου 69 ΚΠολΔ αφού δεν εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής οι συγκεκριμένοι λόγοι που δικαιολογούν την πρόωρη έγερση του και θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον της ενάγουσας. Επίσης , μη νόμιμο, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό είναι το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτέλεσης της απόφασης ενόψει του ότι δεν είναι νοητή η εκτέλεση αναγνωριστικής αποφάσεως, η οποία δεν περιέχει καταδίκη, αλλά αναγνώριση εννόμου σχέσεως και της οποίας η ενέργεια εξαντλείται στο δεδικασμένο. (Ολ.ΑΠ 959/1985 ΕλλΔνήλΑξ.. 1986. 301). Συνεπώς, πρέπει κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη εξετασθεί και από ουσιαστική άποψη.
Η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της αρνείται γενικά την ιστορική βάση της αγωγής και ειδικότερα την ουσιαστική βασιμότητα των κονδυλίων της , περαιτέρω δε ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά την αγωγή της αιτούμενη τα περιγραφόμενα σ’ αυτήν κονδύλια ,διότι αφού πρώτα κατήγγειλε την αφανή εταιρία τους, παρακρατώντας την καταβληθείσα εταιρική εισφορά της (ύψους 25.000 ευρώ) αλλά και το σύνολο του εξοπλισμού του παιδότοπου που είχαν αγοράσει με το ποσό του δανείου , προχώρησε αμέσως στο οριστικό κλείσιμο της επιχείρησης, αντί να συνεχίσει τη λειτουργία της και με τα κέρδη της να προβεί στη ρύθμιση των επίδικων χρεών της . Ο ισχυρισμός αυτός ως ένσταση εκ του άρθρου 281ΑΚ, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη , καθόσον τα ως άνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα , δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση συμπεριφοράς εξερχόμενης, και μάλιστα προφανώς, δηλαδή κατά τρόπο έκδηλο, των ορίων της προαναφερόμενης διάταξης. Περαιτέρω, όπως κάθε ένσταση (ΚΠολΔ 262 §1) και η ένσταση συμψηφισμού (άρθρο 440 ΑΚ επ.) πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση όλων των γεγονότων που την θεμελιώνουν επομένως και εκείνα που απαιτούνται για την διαπίστωση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού, ώστε ο ενάγων να μπορεί να αμυνθεί τελεσφόρως, αλλιώς απορρίπτεται ως αόριστη (ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24.537, Εφ.ΑΘ. 11272/1989)
Η παράλειψη αναφοράς των περιστατικών αυτών δεν μπορεί να συμπληρωθεί με την απλή μνεία του εγγράφου στο οποίο τυχόν αναγράφονται (Εφ.ΑΘ.7048/1990 ΕλλΔνη 31,1518, Εφ.Θεσ. 1150/1992 Αρμ. ΜΣΤ, 484). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού, που προτείνεται στο δικαστήριο, πρέπει να διαλαμβάνεται στις προτάσεις του διαδίκου και σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται: α) Περιγραφή, χρόνος /γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων, που προτείνονται σε ϊ συμβιβασμό (ΑΠ 793/2005 ΕλλΔνη 49.205), β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς (ΑΠ 386/1978 ΝοΒ 27.174), γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 ΕλλΔνη 1996/1344) και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες (Κατράς Αγωγές και ενστάσεις ΑΚ 2008 § 159 σελ. 1170). Η εναγομένη περαιτέρω , επιχειρεί να προβάλει επικουρικά ένσταση συμψηφισμού (άρθρα 440 επ.ΑΚ και 219, 262 ΚΠολΔ) ανταπαιτήσεών της, ισχυριζόμενη ότι ‘και αν ακόμη ήθελε ευδοκιμήσει οιοδήποτε από τα αϊτού μένα από την αντίδικο κονδύλια , προβάλω την οικεία ένσταση συμψηφισμού με τα αιτούμενα από εμένα κονδύλια δια της υπ’ αριθμ.πιν.4 συνεκδικαζόμενη σήμερα από 4.1.2012 και με αριθμ.έκθ. κατ.393/2012 αγωγή μου’. Η ως άνω ένσταση είναι απορριπτέα ως αόριστη , αφού δεν εκτίθενται σ’ αυτή , σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη το είδος, ο χρόνος γέννησης , το ποσό των προς συμψηφισμό αμοιβαίων απαιτήσεων και το ληξιπρόθεσμο αυτών, η δε αοριστία αυτής δεν δύναται να συμπληρωθεί με την παραπομπή στο δικόγραφο άλλης ασκηθείσας αγωγής .
II. Η ενάγουσα (και ήδη εναγομένη της υπό στοιχείο I αγωγής) με την από 4.12.2012 (αρ.έκθ.κατ. 393/19.1.2012) αγωγή της ισχυρίζεται ότι τον Απρίλιο του έτους 2007 συνέστησε ατύπως με την εναγομένη (και ήδη ενάγουσα της υπό στοιχείο I αγωγής) αφανή εταιρία με αντικείμενο την εκμετάλλευση παιδότοπου -αναψυκτηρίου- καφετέριας σε μισθωμένο κατάστημα στο Κερατσίνι Αττικής , με αφανή εταίρο την ίδια και εμφανή την εναγομένη και ποσοστό συμμετοχής τους στα κέρδη και της ζημίες της εταιρίας κατά 50% για εκάστη εξ αυτών . ‘Ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1957016603 σύμβασης δανείου που υπεγράφη μεταξύ αυτής (ενάγουσας) ως εγγυήτριας , της εναγομένης ως πρωτοφειλέτριας και της
__________ ως δανείστριας έλαβαν δάνειο ύψους 29.102,1 l
ευρώ, το οποίο και αναλώθηκε στην αγορά του εξοπλισμού της ως άνω επιχείρησής τους . Οτι μετά από ένα περίπου χρόνο λειτουργίας της\ επιχείρησης , η εναγομένη θέλοντας να τη συνεχίσει μόνη της , με την από 19.5.2008 εξώδικη δήλωσή της , κοινοποιηθείσα σ’ αυτήν την 21η.5.2008 , κατήγγειλε τη μεταξύ τους συσταθείσα αφανή εταιρία , χωρίς όμως ποτέ να της αποδώσει τα κέρδη που δικαιούνταν σύμφωνα με το ποσοστό συμμετοχής της σ’ αυτά , αλλά ούτε και την εταιρική εισφορά της . Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει :Α. το ποσό των 25.000 ευρώ, που αποτελεί την εταιρική εισφορά της κατά τη σύσταση της εταιρίας , καθώς και Β. το ποσό των 14.551,06 ευρώ , που αποτελεί το ήμισυ της αξίας του εξοπλισμού (29.102,11 ευρώ) που αγοράσθηκε με το προαναφερόμενο δάνειο και που αντιστοιχεί στο ύψος της εταιρικής συμμετοχής της , καθόσον ο εξοπλισμός βρίσκεται στα χέρια της εναγομένης , η οποία και έχει εκδηλώσει την πρόθεση να το κρατήσει για λογαριασμό της . Συνολικά δε ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των (29.102,11 + 14.551,06=) 39.551,06 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της αφανούς εταιρίας εκ μέρους της εναγομένης και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής , να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για να δικαστεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2,22 ΚΠολΔ). Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης αναφορικά με το αίτημα καταβολής της αξίας -κατά το ήμισυ- του εξοπλισμού, αφού σαφώς εκθέτει στην αγωγή της ότι η εναγομένη εκδήλωσε την πρόθεση να τον κρατήσει για λογαριασμό της και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας καθώς και σετ εκείνες των άρθρων 346 ΑΚ, 176, 191, 907,908 ΚΠολΔ. Μη νόμιμο όμως συνεπώς απορριπτέο είναι το παρεπόμενο αίτημα καταβολής τόκων από το χρόνο καταγγελίας ,της σύμβασης αφανούς εταιρίας εκ μέρους της εναγομένης, και τούτο διότι για την περιέλευση του οφειλέτη σε υπερημερία και την οφειλή εντεύθεν τόκων, απαιτείται κατά το άρθρο 340 του ΑΧ, μεταξύ άλλων, ληξιπρόθεσμη παροχή και όχληση, δικαστική ή εξώδικη. Όχληση είναι η από μέρους του δανειστή απευθυνόμενη προς τον οφειλέτη πρόσκληση να εκπληρώσει την παροχή του. Αυτή είναι άτυπη δήλωση βουλήσεως, μονομερής και ανακοινωτέα στον οφειλέτη, πλήρης και τελεία αφότου περιέλθει σ’ αυτόν. Η όχληση πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη, ακριβής και απαλλαγμένη από αίρεση ή όρο (Εφ.ΑΘ.8994/1991 ΕλλΔνη 33. 912). Όμως, τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που η ενάγουσα επικαλείται προς θεμελίωση του ερευνόμενου αιτήματος της , δεν αποτελούν όχληση με την προεκτεθείσα έννοια , αυτής προς την εναγομένη. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα , δεδομένου ότι έχει καταβληθεί και το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ το υπ’ αριθμ.4581583 σειρά X της Γ’ΔΟΥ Πειραιώς με τα επικολληθέντα σ’αυτό ένσημα υπέρ ΤΝ και ΤΠΔΠ).
Η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της ’ αρνείται την ιστορική βάση της αγωγής , ισχυριζόμενη ότι η αξία του ενεργητικού της εταιρίας κατά το χρόνο λύσης ήταν μηδενική και ως εκ τούτου η ενάγουσα δε δικαιούται να λάβει την εταιρική εισφορά της . Περαιτέρω, επικουρικά ισχυρίζεται ότι προβάλει προς συμψηφισμό κατά των απαιτήσεων της ενάγουσας τις εξής ανταπαιτήσεις της, που αφορούν χρέη της εταιρίας τους κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της και τα οποία εξόφλησε η ίδια : α. ποσό των 4.820 ευρώ που αφορά μισθώματα μηνών Ιουνίου έως Δεκεμβρίου 2008 , β. ποσό jcov 28.506. 43 ευρώ που αντιστοιχεί στις δόσεις του δανείου, που συνήψε η ίδια (εναγομένη) ως πρωτοφειλέτρια και η ενάγουσα ως εγγυήτρια με την _______ Τράπεζά, ύψους 29.102,11 ευρώ και που είχε η ίδια καταβάλει, απομένοντος ανεξόφλητου ποσού ύψους 7.002,61 ευρώ μέχρι την πλήρη εξόφλησή του, γ. ποσό 816,09 ευρώ για την αγορά κάβας , δ. ποσό 1.044 ευρώ που αφορά την πληρωμή του ηλεκτρικού ρεύματος για το χρονικό διάστημα από 24.7.2008 έως 22.9.2008 , ε. ποσό 2.427,87 ευρώ για την πληρωμή οφειλών προς το ΤΕΒΕ μέχρι και το Δεκέμβριο του έτους 2008 , στ. ποσό 1.000 ευρώ που κατέβαλλε για την αποξήλωση των παιχνιδιών του παιδότοπου και ζ. ποσό 7.002,61 ευρώ, που αφορά το υπόλοιπο της εναπομένουσας ανεξόφλητης οφειλής τους από την προαναφερομένη δανειακή σύμβαση. Συνολικά δε προβάλει προς συμψηφισμό ποσό ύψους 22.808,49 ευρώ , που αποτελεί το ήμισυ του αθροίσματος των παραπάνω ανταπαιτήσεών της και αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής της στις ζημίες της εταιρίας . Η ως άνω ένσταση (πλην του υπό στοιχείο ζ’ κονδυλίου , ποσού 7.002,61 ευρώ ως προς το οποίο κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον τούτο δεν αποτελεί ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση και ως εκ τούτου δε δύναται να προταθεί σε συμψηφισμό) είναι νόμιμη , ερειδόμενη στα άρθρα 440 επ., 758, 762,763, 767, 777, 780,781,783 ΑΚ , 18 ,47-50 ΕμπΝ , 262 και 219 ΚΠολΔ και πρέπει περαιτέρω να εξετασθεί και κατ’ ουσίαν .
Από τη δέουσα εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων _______ _______ του _______ και _______ _______ του _______ που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις υπ’ αριθμ.4769/1.2.2013 και 4770/1.2.2013 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων _______ _______ του _______ και _______ _______ του _______ αντιστοίχως , ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Αικατερίνης Βρεττάκου που δόθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εναγομένης- ενάγουσας (_______ _______ ) (βλ. την υπ’ αριθμ.4466 29.1.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του
Πρωτοδικείου Πειραιώς Ευφροσύνης Βουγιουκλάκη) και από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως [άρθρο 336 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δικ.], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα- εναγομένη (_______ _______ ) αποφάσισε να ιδρύσει μία επιχείρηση με αντικείμενο τη λειτουργία παιδότοπου -αναψυκτηρίου – καφετέριας στην περιοχή του Κερατσινίου Αττικής επί της οδού Εσπερίδων αρ.5 και με την επωνυμία ‘_______ ’. Λόγω της πολύχρονης γνωριμίας που διατηρούσε με την εναγομένη-ενάγουσα (_______ _______ ) αποφάσισαν και εν συνεχεία συνέστησαν προφορικά τον Απρίλιο του 2007 μία αφανή εμπορική εταιρία με αφανή εταίρο τη δεύτερη , δοθέντος ότι η τελευταία ήταν υπάλληλος των ΕΛΤΑ, ιδιότητα που δεν της επέτρεπε τη συμμετοχή της σε εμπορική εταιρία και εμφανή εταίρο -διαχειρίστρια την πρώτη , στο όνομα της οποίας και θα λειτουργούσε η επιχείρηση. Η διάρκεια της ως άνω εταιρίας ορίσθηκε αόριστη , ενώ το ποσοστό συμμετοχής εκάστης εταίρου στα κέρδη και τις ζημίες ορίσθηκε στο 50% , όσο δηλαδή και το ποσοστό εταιρικής εισφοράς τους , η οποία ανήλθε στο ποσό των 25.000 ευρώ για κάθε μία εταίρο. Για την πραγματοποίηση του σκοπού της εταιρίας και προκειμένου να εξεύρουν τα χρήματα των εταιρικών εισφορών τους, συνήψαν την 23η. 10.2007, δάνειο με την _______ Τράπεζα ύψους 29.102,11 ευρώ , η μεν ενάγουσα εμφανής εταίρος (_______ _______ ) ως πρωτοφειλέτρια και η δε εναγομένη αφανής εταίρος (_______ _______ ) ως εγγυήτρια αυτού , το οποίο θα εξοφλείτο εντός διαστήματος 120 μηνών, ήτοι 10 ετών, με εξαμηνιαίες δόσεις, ενώ τα
υπόλοιπα περίπου 20.000 ευρώ κατέβαλαν , κατά το ποσοστό συμμετοχής τους, εξ ιδίων χρημάτων τους . Ο ισχυρισμός της εναγόμενης αφανούς εταίρου ότι κατέβαλλε σε μετρητά το ποσό των 25.000 ευρώ ως εταιρική εισφορά κατά τη σύσταση της εταιρίας και ότι πέραν αυτού προέβη σε δανεισμό από κοινού από την ενάγουσα ποσού 29.102,11 ευρώ από την _______ , προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την αγορά του εξοπλισμού της επιχείρησης κρίνεται απορριπτέος, καθόσον δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο, αντιθέτως από την κατάθεση του μάρτυρα _______ _______ , λογιστή της επιχείρησης, απεδείχθη ότι οι διάδικοι συμφώνησαν να προχωρήσουν σε τραπεζικό δανεισμό ώστε να συγκεντρώσουν το μεγαλύτερο τμήμα των εταιρικών εισφορών τους. Η εταιρία λειτούργησε με περιορισμένο κύκλο εργασιών και με μηδενικά έσοδα μέχρι και την 21η.5.2008 ,οπότε και λύθηκε κατόπιν της από 19.5.2008 έγγραφης καταγγελίας της ενάγουσας εμφανούς εταίρου , στην οποία η τελευταία προέβη ύστερα από προστριβές , που είχαν ανακύψει μεταξύ αυτής και της συνεταίρου της , λόγω των περιορισμένων οικονομικών αποτελεσμάτων της εταιρίας αλλά και του διαφορετικού τρόπου αντίληψης των θεμάτων λειτουργίας της επιχείρησης . Μέχρι τότε εκάστη των διαδίκων κατέβαλε το 50% του συνολικού ποσού που έχει δαπανηθεί για την λειτουργία της επιχείρησης , όπως προκύπτει από το από 1η.4.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπεγράφη και από τα δύο μέρη”-, το οποίο εντέλει ανήλθε στα 50.000 ευρώ , όπως ήδη προελέχθη . Στη συνέχεια η επιχείρηση παρέμεινε εξ ολοκλήρου στην ενάγουσα (εμφανή εταίρο) , υπολειτουργώντας όμως λόγω της οικονομικά ζημιογόνας πορείας της, ενώ μετά τον Αύγουστο (του ιδίου έτους), που έκλεισε λόγω διακοπών δεν ξαναλειτούργησε, την δε 21η .1.2009 έλαβε χώρα και επισήμως διακοπή των εργασιών της σύμφωνα με την σχετική βεβαίωση της Ε’ ΔΟΥ Πειραιώς, . Η ενάγουσα (εμφανής εταίρος ισχυρίζεται ότι μετά την λύση της εταιρίας κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, η συνέταιρός της επέμενε να εισέρχεται στο χώρο της επιχείρησης και να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες σχετικά με την πληρωμή των ημιαπασχολούμενων εργαζομένων της , όμως ο ως άνω ισχυρισμός της και αληθής υποτιθέμενος δεν δύναται να αναιρέσει το γεγονός της λύσης της εταιρίας λόγω της καταγγελίας μπορεί να αξιολογηθεί ως ανάκλησή της (η οποία δεν επιτρέπεται, παρά μόνο αν γίνει ταυτόχρονα με την καταγγελία ή συναινέσει σ’ αυτήν ο αντισυμβαλλόμενος του καταγγέλλοντος βλ. Εφ.Δωδ.214/2006 ‘ΝΟΜΟΣ’). Και τούτο διότι η παρουσία της αφανούς εταίρου στην επιχείρηση γινόταν με δική της πρωτοβουλία και αυθαίρετα , χωρίς τη συναίνεση της ενάγουσας εμφανούς εταίρου της , τούτο δε σαφώς αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η τελευταία την 17η.6.2008 κάλεσε την Αστυνομία και κατήγγειλε την εναγομένη για υπεξαίρεση ποσού 380 ευρώ από το ταμείο της επιχείρησης καθώς και αγνώστου αριθμού τιμολογίων, όπως αποδεικνύεται από το από 17.6.2008 αντίγραφο συμβάντων του Α.Τ. Κερατσινίου . Περαιτέρω, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι τα χρέη της εταιρίας κατά το χρόνο λύσης της , δηλαδή κατά το χρόνο καταγγελίας της εκ μέρους της ενάγουσας ανέρχονταν στο ποσό των 28.506,43 ευρώ , όσο δηλαδή και το άθροισμα των δόσεων του δανείου που οι διάδικοι έλαβαν προς εξυπηρέτηση της επιχείρησής τους, οι οποίες (δόσεις) έχουν εξοφληθεί από την ενάγουσα εμφανή εταίρο από την έναρξη αποπληρωμής του (23.10.2007) έως την 16η. 12.2010 . Άλλα χρέη δεν απεδείχθη ότι υφίσταντο κατά το χρόνο λύσης της εταιρίας , αφού τα επικαλούμενα από την εμφανή εταίρο κονδύλια ως εταιρικά χρέη δηλαδή τα μισθώματα μηνών Ιουλίου – Δεκεμβρίου 2008 , το τιμολόγιο αγοράς ποτών με ημερομηνία 30.5.2008 , ο λογαριασμός ΔΕΗ διαστήματος 24.7.2008 έως 22.9.2008 και το τιμολόγιο εργασιών αποξήλωσης των παιχνιδιών της επιχείρησης, δεν αφορούν δραστηριότητες της αφανούς εταιρίας αλλά της ατομικής επιχείρησης της ενάγουσας , μετά τη λύση της πρώτης (αφανούς εταιρίας). Εξάλλου, και η προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής οφειλών προς το οργανισμό ασφάλισης ΤΕΒΕ με αναγραφόμενο χρονικό διάστημα μέχρι και το Δεκέμβριο του έτους 2008, επίσης δεν αποδεικνύεται με σαφήνεια ότι αφορά εταιρικό χρέος , αφού δεν προκύπτει από το περιεχόμενό της αν περιλαμβάνεται στο ποσό πληρωμής, το ποσό των οφειλών που ανέκυψαν κατά το χρονικό διάστημα λειτουργίας της αφανούς εταιρίας . Περαιτέρω, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, δεν απεδείχθη ότι υφίστατο ενεργητικό και μάλιστα επαρκές για την κάλυψη της επιστροφής στην αφανή εταίρο της αρχικής εισφοράς της στην εταιρία , αφού το μεγαλύτερο μέρος των εταιρικών εισφορών αναλώθηκε για την αγορά εξοπλισμού (κυρίως παιχνιδοκατασκευών), καθώς και για την ριζική ανακαίνιση και διαρρύθμιση του χώρου που στεγάσθηκε η επιχείρηση (επένδυση του χώρου με γυψοσανίδες, καινούργια ηλεκτρολογική εγκατάστασης , κατασκευή w.c. κλπ), προκειμένου αυτός να κριθεί κατάλληλος ως κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και δη ως κατάλληλο μέρος για την απασχόληση παιδιών , γεγονός που απαιτούσε άλλωστε και την τήρηση αυστηρότερων προδιαγραφών (κυρίως μέτρων ασφαλείας), σε σχέση με άλλα υγειονομικού ενδιαφέροντος καταστήματα. Ειδικότερα, η λειτουργία της επιχείρησης όχι μόνο δεν ήταν επικερδής , αλλά σύμφωνα με το προσκομισθέν ‘απόσπασμα από το βιβλίο εσόδων -εξόδων , συντεταγμένο από το λογιστή της Στέλιο _______ παρουσίαζε την 31η.3.2008 παθητικό ύψους 7.129,13 ευρώ. Επίσης, ο εξοπλισμός της επιχείρησης το κύριο μέρος του οποίου αποτελούσαν οι παιχνιδοκατασκευές, οι οποίες μετά την αποξήλωσή τους έχουν μηδαμινή αξία αφού δεν μπορούν να επανεγκατασταθούν σε άλλο χώρο αλλά λογίζονται ως άχρηστο υλικό,
όπως βεβαιώνει μετά λόγου γνώσεως ο μάρτυρας απόδειξης τεχνικός _______ _______ , δεν απεδείχθη ότι παρακρατείται από την εμφανή / έταιρο -διαχειρίστρια , όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη , αλλά αντιθέτως φυλάσσεται σε αποθήκη της επιχείρησης που διατηρεί ο προαναφερθείς μάρτυρας , προκειμένου να τεθεί στη διάθεσή της , όποτε αυτή το θελήσει. Επίσης, ο υπόλοιπος εξοπλισμός της και συγκεκριμένα τα πλαστικά παιδικά τραπεζοκαθίσματα, η αξία των οποίων ήταν ιδιαίτερα χαμηλή , δόθηκαν ως δωρεά, με τη συναίνεση της εναγόμενης , στο «_______ » . Η έλλειψη ενεργητικού ήταν γνωστή στην αφανή εταίρο, για αυτό και άλλωστε από τη λύση της εταιρίας ουδέποτε εκδήλωσε ενδιαφέρον για την επιστροφή της εισφοράς της , οχλώντας την πρώην συνέταιρό της προς τούτο. Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να αναιρεθεί από την κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε επιμελεία της εναγομένης , καθόσον αυτή κρίνεται αόριστη και ως εκ τούτου μη πειστική, αφού αυτή ουδόλως καταθέτει κάτι συγκεκριμένο σχετικά με την τύχη των εταιρικών εισφορών και την εν γένει οικονομική κατάσταση της επιχείρησης , αλλά ούτε και η ίδια η εναγομένη προσκόμισε κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο , από το οποίο μετά βεβαιότητας να προκύπτει ότι το ενεργητικό της εταιρίας κατά τη λύση της επαρκούσε για την απόδοση της αρχικής της εισφοράς σε χρήμα. Κατά συνέπεια εφόσον απεδείχθη ότι το εταιρικό κεφάλαιο αναλώθηκε για την πραγματοποίηση του σκοπού της εταιρίας και ότι ότι υφίσταντο εταιρικά χρέη κατά το χρόνο λύσης της , ποσού 28.506,43 ευρώ, το ήμισυ αυτού και συγκεκριμένα 14.253,215 ευρώ , βαρύνει την αφανή εταίρο, όσο δηλαδή και το ποσοστό συμμετοχής της στις ζημίες της εταιρίας (50%). Τέλος, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι αυτή ευθύνεται μέχρι του ποσού της εισφοράς της, ο οποίος είναι νόμιμος (ΑΠ 1180/1995 ΕλλΔνη 1997.778, ΔΕΝ 1996.22, ΕΕμπΔ 1996.77) δεν ασκεί έννομη επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση , καθόσον το ποσό που προέκυψε ως συμμετοχή της στις ζημίες της εταιρίας είναι μικρότερο από το ύψος της εισφοράς της. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η από 23.2.2011 (αρ.εκθ.κατ 1883/24.2.2011) υπό στοιχείο Ι αγωγή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης (αφανούς) εταίρου να καταβάλει στην ενάγουσα εμφανή το ποσό των 14.253,21 ευρώ , με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής της (και όχι από 1η.2.2011 όπως αιτείται η ενάγουσα, αφού δεν απεδείχθη εκ μέρους της όχληση της εναγομένης) και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως , ενώ περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί η από 4.12.2012 (αρ.έκθ.κατ. 393/19.1.2012) υπό στοιχείο II αγωγή της αφανούς εταίρου ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν , παρελκούσης για το λόγο τούτο της ουσιαστικής εξέτασης της προβληθείσας εκ μέρους της εναγομένης προεκτεθείσας ένστασης συμψηφισμού . Τέλος , μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας της στοιχείο I αγωγής πρέπει, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας της (άρθρο 178 ΚΠολΔ) να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, ενώ η δικαστική δαπάνη της εναγομένης της υπό στοιχείο II αγωγής πρέπει να επιβληθεί λόγω της νίκης της (176 ΚΠολΔ) στην ενάγουσα , κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 23.2.2011 (αρ.έκθ.κατ.1883/24.2.2011) αγωγή και την από 4.12.2012 (αρ.έκθ.κατ. 393/19.1.2012) αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 4.12.2012 (αρ.έκθ.κατ. 393719.1.2012) αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης , την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων ενενήντα (790) ευρώ .
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 23.2.2011 (αρ.έκθ.κατ. 1883/24.2.2011) αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πενήντα τριών ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (14.253,21) , με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης .
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας , την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ ,αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά την 25η Ιουλίου 2013 , σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ