Περίληψη
Αριθμός 1527/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Ηρακλή Κωνστανίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένων του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Πολύκαρπου Βούλγαρη και του αρχαιοτέρου αυτού Αρεοπαγίτη Δημητρίου Κιτρίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Κωνσταντίνο Κούκλη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Απριλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου: _______ _______ του _______ , κατοίκου Κερατσινίου Αττικής, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Οικονομάκη, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 882/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά.
Το Τριμελές Εφετείο, Πειραιά με την ως άνω απόφαση του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Οκτωβρίου 2005 αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1835/2005.
Αφού ακούσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται, στα σχετικά πρακτικά και τον Αντιεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφτεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Κατά το άρθρο 167 παρ.1 του Π.Κ., όποιος μεταχειρίζεται βία η απειλή βίας, για να εξαναγκάσει κάποια αρχή η υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντα τους ή να παραλείψουν νόμιμη Πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που είχε προστρέξει για να τον υποστηρίξει, ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της αντίστασης στην περίπτωση που η ενέργεια του δράστη τείνει στην παράλειψη νόμιμης πράξης της αρχής ή του υπαλλήλου, απαιτείται η πράξη σε παράλειψη της οποίας τείνει ο εξαναγκασμός να είναι νόμιμη, δηλαδή να βρίσκεται μέσα στον Κύκλο της κατά νόμο αρμοδιότητας της αρχής ή του υπαλλήλου και να συντρέχουν οι ουσιώδεις τύποι που τάσσονται γι’ αυτήν. Προσαπαιτείται η χρήση βίας ή απειλή βίας ή βιαιοπραγία κατά του υπαλλήλου στην έννοια δε της βίας περιλαμβάνεται τόσον η σωματική όσον και η ψυχολογική, αλλά και η κάθε είδους ενέργεια, που να μπορεί να διεγείρει στον υπάλληλο φόβο και να τον παρεμποδίσει στην εκτέλεση υπηρεσιακής πράξης. Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 175 παρ. 1 ΠΚ, κατά την οποία «όποιος με πρόθεση αντιποιείται την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή», συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αντιποιήσεως αρχής δεν αρκεί μόνο η εμφάνιση κάποιου ως δημοσίου (δημοτικού ή κοινοτικού) υπαλλήλου, αλλ’ απαιτείται και η διενέργεια πράξεων αναγομένων στα καθήκοντα κάποιου δημοσίου υπαλλήλου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αστυνομικοί υπάλληλοι. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται μέσα γενικώς και κατ’ είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθενται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης 882/2005 του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς , που δίκασε κατ’ έφεση δέχθηκε αναφέροντας και τα αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : «Ο κατηγορούμενος ________ ________ την 6-11-2003 μεταχειρίστηκε βία και απειλή βίας για να εξαναγκάσει υπαλλήλους της αρχής να παραλείψουν νόμιμη πράξη.
Συγκεκριμμένα την 6-11-2003 και ώρα 00 15 εμφανίστηκε στο Αστυνομικό τμήμα Κερατσινίου οπού εκρατείτο ο ______ _____ του _____ κατηγορούμενος για παράβαση υγειονομικής διάταξης. Εκεί ο κατηγορούμενος κατέχοντας υπ’αριθμό _______ πιστόλι _____ επέδειξε τούτο στον αξιωματικό υπηρεσίας ______ _______ και με τις απειλητικές Φράσεις “ Κοίτα τι έχω εδώ “ προσπάθησε να εξαναγκάσει τούτον να ελευθερώσει τον ως άνω κρατούμενο. Στο Αστυνομικό αυτό τμήμα με τον σκοπό εμφανίστηκε προσποιούμενος ότι είναι αστυνομικός επιδεικνύοντας αυταρχική και επιβλητική συμπεριφορά…».
Με αυτά που η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε όσον αφορά το αδίκημα της αντίστασης, περιέχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ’ αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος τα αποδεικτικά μέσα βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην προαναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 167 Π.Κ και πρέπει να απορριφθεί ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως που προβάλλει τα αντίθετα ως αβάσιμος. Όσον αφορά όμως το αδίκημα της αντιποίησης έχει ασαφείς αιτιολογίες, διότι δέχεται ότι ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε εντός του ως άνω αναφερομένου Αστυνομικού Καταστήματος και με τον προαναφερθέντα σκοπό προσποιήθηκε ότι είναι αστυνομικός και μάλλιστα υψηλοτέρου βαθμού του ως άνω αξιωματικού υπηρεσίας συνοδεύοντας αυτήν την παράσταση με συμπεριφορά αυταρχική και επιβλητική χωρίς να διευκρινίζει και διενέργεια εκ μέρους αυτού κάποιας πράξεως αναγομένης στα καθήκοντα του αξιωματικού της Αστυνομίας στοιχείο απαραίτητο για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού και πρέπει να γίνει δεκτός και ως κατ’ ουσία βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και να αναιρεθεί μερικώς η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς την πράξη αυτή. Περαιτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την περί επιβολής συνολικής ποινής διάταξή της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 882/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς ως προς τις διατάξεις της που αναφέρονται στο έγκλημα της αντιποίησης και την συνολική ποινή. Και
Παραπέμπει την υπόθεση μόνο κατά το αναιρούμενο τμήμα της για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο.
Κριθηκε και αττοφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουλίου 2007.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ