Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 299/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Παπαχατζάκη, Πρωτόδικη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και τη Γραμματέα Μαρία Βασδέκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21-11-2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: _________ _________ του _________ , με Α.Φ.Μ. _________ , κατοίκου Βύρωνα Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Μαρίας Κανακάκη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «_________» και το διακριτικό τίτλο «_________ », που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 2) _________ _________ του _________ , κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Νικολάου Τριμανδήλη.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-12-2013 και με αριθμό κατάθεσης 173997/5838/2013 αγωγή του, που προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 8-5-2014 και, κατόπιν αναβολών, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. 5789/24-12-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ευφροσύνης Βουγιουκλάκη, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, μιε τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου, καθώς και με κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 8-5-2014, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε διαδοχικώς από το πινάκιο για την 18-12-2014, την 25-1-2016 και την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε, με επιμέλεια του ενάγοντος, νομίμως και εμπροθέσμως στην πρώτη εναγομένη εταιρία (άρθρα 129 παρ. 1, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πλην όμως, η τελευταία δεν παραστάθηκε δια του αρμοδίου οργάνου της στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά την ανωτέρω δικάσιμο (βλ. τα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου). Επομένως, η πρώτη εναγομένη πρέπει να δικαστεί ερήμην, η διαδικασία όμως πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 672 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για τη δικάσιμο αυτή δεν απαιτείτο εκ νέου κλήτευση της απολειπόμενης πρώτης εναγομένης, αφού η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ – περί του ότι η ρύθμιση αυτή ισχύει όχι μόνο για την πρώτη αναβολή, αλλά για κάθε αναβολή της υπόθεσης, βλ. ΑΕΔ 33/1995 ΕλλΔνη 1995.571).
Ο ενάγων ιστορεί στην κρινόμενη αγωγή του ότι την 2-5-2006 προσελήφθη από την εταιρία, περιορισμένης ευθύνης «_________ », με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι, την 11-3-2008, στη σύμβαση αυτή υπεισήλθε ως εργοδότριά του η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος εναγόμενος. Ότι, στις 30-8-2013, ο τελευταίος προέβη, για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, εξακολουθεί δε να του οφείλει δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και αποδοχές μη ληφθείσας αδείας. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί: α) να υποχρεωθεί η πράιτη εναγομένη, να του καταβάλει, για τις ανωτέρω αιτίες, τα ποσά των 7.684,62 ευρώ, 4.419,71 ευρώ και 922,24 ευρώ, αντιστοίχως, καθώς και το ποσό των 5.976,93 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, άλλως από την επίδοση αυτής, και β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη συκοφαντική και προσβλητική για την προσωπικότητά του καταγγελία της ένδικης σύμβασης. Επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης αυτής, τα ανωτέρω υπό στοιχείο α.’ ποσά ζητεί με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, η οποία, ως προς την αιτούμενη αποζημίωση απόλυσης, έχει ασκηθεί παραδεκτώς, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955, εντός εξάμηνης προθεσμίας από τον επικαλούμενο από τον ενάγοντα χρόνο απόλυσής του (βλ. την αναφερθείσα ανωτέρω έκθεση επίδοσης), αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπον, εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου κατάθεσης της αγωγής), πλην όμως η αξιούμενη με αυτήν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, καθόσον επιχειρείται να θεμελιωθεί σε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος από αδικοπραξία του δεύτερου εναγομένου, φέρουσα τα στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρα 363-362 ΠΚ), για την οποία, κατά το άρθρο 71 ΑΚ, ευθύνεται και η πρώτη εναγόμενη, χωρίς για την πληρότητα του σχετικού αιτήματος να εκτίθενται στην αγωγή τα συγκροτούνται την υπαιτιότητα του δεύτερου εναγομένου περιστατικά και δη η γνώση αυτού περί του ψευδούς περιεχομένου της καταγγελίας και η θέλησή του να βλάψει με αυτήν την τιμή και υπόληψη του ενάγοντος, ο οποίος αντιθέτως παραδέχεται στο δικόγραφο της αγωγής του ότι σκοπός των εναγομένων ήταν να εξαναγκαστεί σε μη διεκδίκηση των δεδουλευμένων του. Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 653, 655, 341, 345, 346, 904 ΑΚ, 1 παρ. 1 και 2 του ν. 1082/1980, 1 παρ. 1, 2 και 3, 3 παρ. 1, 6, 10 παρ. 1 της ΚΥΑ 19040/1981, 3 παρ. 1, 5 παρ. 5 του α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, 3 του ν. 2112/1920, όπως ισχύει μετά το ν. 4093/2012, 5 του ν. 3198/1955, 907, 908 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενό της, κατά το ποσό που υπερβαίνει το όριο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου και δεν απαλλάσσεται από την καταβολή δικαστικού ενσήμου (άρθρα 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει καταβληθεί το απαιτούμενο σχετικό τέλος (βλ. τα υπ’ αριθμ. 677683, 428242, 423919 φύλλα αγωγόσημου).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, η οποία κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, και από όλα τα έγγραφα, που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, (δεδομένου ότι η αγωγή κατά το κριθέν ορισμένο μέρος της δεν ερευνάται στην ουσία της ως προς τον δεύτερο εναγόμενο), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνέδεε τον ενάγοντα με την πρώτη εναγομένη από την 2-5-2006 (βλ. την από 19- 6-2013 βεβαίωση προϋπηρεσίας της τελευταίας και την κατωτέρω αναφερόμενη από 31-5-2013 καταγγελία), αυτός απασχολείτο στην εν λόγω εναγομένη ως προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών, αντί μηνιαίου’ μισθού 1.580 ευρώ, ο οποίος, κατόπιν συμφωνίας των ανωτέρω διαδίκων, μειώθηκε από το Μάρτιο του 2012 και εφεξής στο ποσό των 1.280,77 ευρώ. Στις 31-5-2013, η πρώτη εναγομένη προέβη σε έγγραφη καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας με προειδοποίηση τριών μηνών. Στις 30-8-2013, δηλαδή μία ημέρα πριν από τη λύση της σύμβασης, με τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης, η οποία είχε οριστεί την 31-8-2013, η πρώτη εναγομένη, επικαλούμενη σπουδαίο λόγο, κατήγγειλε εκτάκτως τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, με την κοινοποίηση προς αυτόν σχετικού εγγράφου, χωρίς όμως να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ενάγων υπάλληλος είχε συμπληρώσει στην πρώτη εναγομένη χρόνο υπηρεσίας 6 ετών, ανέρχεται, βάσει των τακτικών αποδοχών αυτού του τελευταίου μήνα απασχόλησής του, στο συνολικό ποσό των (1.280,77 ευρώ X 4 μήνες + 1/6 η προσαύξηση εκ της αναλογίας επιδομάτων εορτών και αδείας) 5.976,93 ευρώ. Σημειώνεται ότι η επίκληση εκ μέρους της πρώτης εναγομένης σπουδαίου λόγου δεν αρκούσε για την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης απόλυσης. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα τις δεδουλευμένες αποδοχές του των μηνών Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου του έτους 2013, αλλά και των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου του ίδιου έτους, που περιλαμβάνονται στο χρονικό διάστημα της προμήνυσης, κατά τη διάρκεια του οποίου η εργασιακή σχέση εξακολουθεί να λειτουργεί, με συνέπεια να υφίστανται αναλλοίωτα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών από τη σχέση (ΑΠ 55/2015 ΔΕΕ 2015.1149, ΑΠ 295/2013 ΔΕΕ 2014.183). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των (1.280,77 ευρώ X 6 μήνες) 7.684,62 ευρώ. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη δεν του έχει καταβάλει το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ποσού 1.580 ευρώ, μέρος του δώρου Χριστουγέννων του έτους 2012, ποσού 780,77 ευρώ, αναλογία του δώρου Χριστουγέννων του έτους 2013, ποσού 637,77 ευρώ, μέρος του δώρου Πάσχα του έτους 2012, ποσού 390,39 ευρώ, μέρος του επιδόματος αδείας του ίδιου έτους, ποσού 390,39 ευρώ, το επίδομα αδείας του έτους 2013, ποσού 640,39 ευρώ, και αποδοχές μη ληφθείσας αδείας 18 ημερών του έτους 2013, ποσού 922,24 ευρώ. Δηλαδή δεν έχει καταβάλει το συνολικό ποσό των 5.341,95 ευρώ. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, ως προς τον δεύτερο εναγόμιενο και να καταδικαστεί ο ηττηθείς ενάγων στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου αυτού, κατ’ αποδοχή και σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, να γίνει δε δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη ως προς την πρώτη εναγόμενη, και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (5.976,93 + 7.684,62 + 5.341,95) 19.003,50 ευρώ, το νόμιμο τόκο έκαστο επιμέρους ποσό, που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές, από την πρώτη του επόμενου μήνα εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία (άρθρα 655 ΑΚ), ενώ έκαστο ποσό, που αφορά α) επίδομα εορτών Χριστουγέννων, β) επίδομα εορτών Πάσχα και γ) επίδομα και αποδοχές αδείας, από την επομένη της 31ης Δεκεμβρίου, της 30ης Απριλίου και της τελευταίας ημέρας, αντιστοίχως, του έτους, εντός του οποίου ήταν καταβλητέα κατά το νόμο (άρθρα 10 της Κ.Υ.Α. 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 και 1 παρ. 3 του ν.δ. 4547/1966). Όσον αφορά δε την αποζημίωση απόλυσης, ύψους 5.976,93 ευρώ, το επιμέρους ποσό των 2.988,46 ευρώ, που δεν υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, είναι καταβλητέο με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του ενάγοντος (31-8-2013), ενώ το υπόλοιπο ποσό των 2.988,46 ευρώ, είναι καταβλητέο με το νόμιμο τόκο από την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση (άρθρο 74 παρ. 3 του ισχύοντος από 15-7-2010 ν. 3863/2010, με τον οποίο καταργήθηκε κάθε διάταξη αντίθετη προς τις διατάξεις του – άρθρο 75 παρ. 8 του νόμου αυτού), δεδομένου ότι ως έλασσον εμπεριέχεται στο μείζον αίτημα για την καταβολή τόκων από το χρόνο της απόλυσης. Το παρεπόμενο αίτημα κήρυξης της απόφασης αυτής προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως ουσία βάσιμο για το ποσό των (7.684,62 + 5.341,95) 13.026,57 ευρώ, καθόσον κρίνεται ότι η επιβράδυνση στην εκτέλεσή της είναι δυνατό να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ενόψει και της φύσης των επιδικαζόμενων κονδυλίων, ως δεδουλευμένων αποδοχών (άρθρα 908 παρ. 1 εδ. α’ και περ. ε’ και 910 αρ. 4 ΚΠολΔ). Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον τελευταίο, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της πρώτης εναγομένης, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων αυτών (άρθρα 178 παρ. 1, 184, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης κατά της παρούσας ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της ερήμην δικασθείσας πρώτης εναγομένης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), επίσης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εναγομένης και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την πρώτη εναγομένη στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου αυτού, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων τριών ευρώ και πενήντα λεπτών (19.003,50), με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή ως προς την ανωτέρω διάταξή της, για το ποσό των δεκατριών χιλιάδων είκοσι έξι ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (13.026,57).
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9/2/18.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ