Περίληψη
Αριθμός 873/2009
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Γκόλφω Ζωγράφου, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως Μαρίας Οικονόμου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26/1/2009 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ :
Του ενάγοντος : _________ _________ , κατοίκου _________ Ιεράπετρας, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου του δικηγόρου Ιωάννας Μαρώση.
Της εναγόμενης : Της εταιρείας με την επωνυμία _________ και το διακριτικό τίτλο “_________ “, που εδρεύει στον Άλιμο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Μπαμπέτα.
Ο ενάγων με την από 30/1/2008 αγωγή του, διαδικασίας εργατικών διαφορών, που κατατέθηκε με αυξ.αριθμό 200/30-1-2008, ζήτησε όσα αναφέρονται σ’αυτή.
Για την προκειμένη συζήτηση της αγωγής και μετά την εκφώνή
της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’αυτό, αφού
Μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο
Στην υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι στις 28/4/2007 προσλήφθηκε από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί μέχρι την 10/10/2007 ως εργάτης γενικών καθηκόντων στο ξενοδοχείο αυτής, που βρίσκεται στο _________ Ιεράπετρας. Ότι στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν πρωταρχικός η διάθεση κανό στους πελάτες του ξενοδοχείου, η παρακολούθηση της ορθής χρήσεώς τους, η εκμάθηση θαλασσίου σκι στους ανωτέρω και γενικά η παροχή αρωγής σε κάθε σχετική εργασία. Ότι συμφωνήθηκε να εργάζεται πέντε ημέρες την εβδομάδα και οκτώ ώρες την ημέρα, αντί ημερομισθίου 31,76 ευρώ μέχρι την 1/5/2007 και 33,37 ευρώ από 2/5/2007 και εφεξής, ως άγαμος με επτά χρόνια προϋπηρεσίας. Ότι εργαζόταν και τις Κυριακές, χωρίς η εναγόμενη να του χορηγεί άλλη ημέρα αναπληρωματικής ανάπαυσης. Ότι την Κυριακή 29/7/2007 δύο πελάτες του ξενοδοχείου του ζήτησαν ένα κανό και αφού ολοκλήρωσαν τη χρήση του, ήθελαν να του δώσουν ως φιλοδώρημα 10 ευρώ, τα οποία αρχικά αρνήθηκε να δεχθεί, αλλά αυτοί επέμειναν και τα άφησαν σε παρακείμενο χώρο. Ότι την επομένη ημέρα ανέφερε το περιστατικό σε συνάδελφό του, ο οποίος ενημέρωσε τον προϊστάμενό τους και εκείνος, το διευθυντή του ξενοδοχείου. Ότι την 31/7/2008 κλήθηκε στο γραφείο του διευθυντή για να δώσει εξηγήσεις για το ανωτέρω περιστατικό, αλλά αντιμετώπισε μια επιθετική συμπεριφορά, στηριζόμενη στη δήθεν παρατυπία που έκανε. Ότι ειδικότερα, ο διευθυντής του είπε ότι η ενέργειά του ήταν παράνομη και τον απείλησε ότι εάν δεν υπέγραφε αμέσως οικειοθελή παραίτηση, θα του έκανε μήνυση για κατάχρηση ξένης ιδιοκτησίας. Ότι τον απείλησε ακόμη ότι θα γνωστοποιούσε στους πάντες τη συμπεριφορά του και ότι αν δεν έφευγε από την επιχείρηση, θα φρόντιζε να μην βρει ποτέ εργασία στην ευρύτερη περιοχή του νομού Λασιθίου, όπου διαμένει. Ότι υπό το βάρος της απειλητικής συμπεριφοράς του διευθυντή και μέσα στη σύγχυσή του υπέγραψε την παραίτησή του και από τη στιγμή εκείνη εκδιώχθηκε από την εναγομένη χωρίς να του καταβληθεί αποζημίωση. Ότι δεν είχε καμία πρόθεση να υποβάλει την παραίτησή του από την εκμετάλλευση της εναγομένης, αλλά οδηγήθηκε στη δήλωση αυτή κατόπιν εξαναγκασμού και απειλής από το διευθυντή του ξενοδοχείου. Ότι για το λόγο αυτό η δήλωση βουλήσεώς του πρέπει να θεωρηθεί άκυρη και ο εξαναγκασμός του σε παραίτηση να εξομοιωθεί με μονομερή καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης εκ μέρους της εναγόμενης με όλες τις νόμιμες συνέπειες. Ζητεί δε ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει τα παρακάτω ποσά : α) 248,95 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως, β) 193,78 ευρώ για την εργασία του κατά τις ημέρες της αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης, γ) 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της αδικοπραξίας της εναγομένης και της προσβολής της προσωπικότητάς του από την κατά τον ανωτέρω τρόπο απόλυσή του, ήτοι το ποσό των 10.443,73 ευρώ συνολικά με τους νόμιμους τόκους από της επιδόσεως της αγωγής, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή εισάγεται αρμόδια στο δικαστήριο αυτό
(άρθρ.14 παρ.1α , 25 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) κατά την προκειμένη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ.663 επ.Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο της.
Από τη διάταξη του άρθρου 672 Α.Κ. προκύπτει ότι καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου οποτεδήποτε και χωρίς να τηρήσει προθεσμία, εάν συντρέχει προς τούτο σπουδαίος λόγος. Η άσκηση του δικαιώματος για καταγγελία της σύμβασης υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 Α.Κ., που απαγορεύει ως καταχρηστική την άσκηση κάθε δικαιώματος, που υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Με μονομερή καταγγελία της εργασιακής σύμβασης από τον εργοδότη εξομοιώνεται και ο εξαναγκασμός του μισθωτού σε παραίτηση από την εργασία του κατόπιν απειλής του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή προηγείται, ουσιαστικά, η εκδήλωση της βούλησης του εργοδότη για λύση της σύμβασης, ενώ η δήλωση του μισθωτού περί οικειοθελούς αποχωρήσεως, η οποία δεν είναι προϊόν αυτοπροαίρετης απόφασης, έπεται της ανωτέρω συμπεριφοράς του εργοδότη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των 150,151, 154 και 184 Α.Κ. συνάγεται ότι για την ακύρωση με δικαστική απόφαση της υπό το κράτος απειλής καταρτισθείσας δικαιοπραξίας, η οποία μετά από την ακύρωσή της αυτή εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, απαιτείται, πλην άλλων, το απειλούμενο κακό να απόκειται στην εξουσία του απειλούντος και να εξαρτάται από αυτόν, η δε απειλή να είναι σοβαρή, ήτοι πρόσφορη να εμπνεύσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο για το ότι εκτίθεται σε κίνδυνο ένα απο τα αναφερόμενα στο νόμο αγαθά της ζωής, σωματικής ακεραιότητας, ελευθερίας, τιμής ή περιουσίας του ίδιου ή του προσώπων, που συνδέονται στενότατα με αυτόν (Α.Π.1133/2002 Δνη 45, 404,
Εφ.ΑΘ.8667/2006 ΔΕΕ 2007, 844). Ειδικότερα, απειλή είναι η εξαγγελία κάποιου κακού για τον απειλούμενο, με την οποία ο τελευταίος περιάγεται σε κατάσταση ψυχολογικής πιέσεως και συνεπεία της οποίας αυτός φρονεί ότι πρέπει να προβεί στην υπό του απειλούντος επιδιωκόμενη δήλωση βουλήσεως, προκειμένου να αποφύγει την επέλευση του κακού. Η επέλευση του απειλούμενου κακού πρέπει να εξαρτάται, αμέσως ή εμμέσως, από τη βούληση του απειλούντος. Ετσι, δεν πρόκειται περί απειλής στην περίπτωση απλών υποδείξεων ή προειδοποιήσεων αναφερομένων είτε σε καποια υφιστάμενη ηδη δυσμενή κατάσταση για τον απειλούμενο, είτε σε γεγονότα τα οποία θα επέλθουν έτσι ή αλλιώς και χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη του απειλούντος. Η εξαγγελία του κακού πρέπει να γίνει ενσυνείδητα με σκοπό να προκαλέσει τη συγκεκριμένη δήλωση βουλήσεως, στην οποία προέβη πράγματι ο απειληθείς.
Επίσης, το απειλούμενο κακό είναι απαραίτητο να έχει τις προαναφερομενες αντικειμενικές ιδιότητες του άρθρου 151 Α.Κ., ήτοι να εμποιεί φόβο σε έμφρονα άνθρωπο και να εκθέτει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή ή την περιουσία του απειληθέντος ή των προσώπων, που συνδέονται στενότατα με αυτόν (Εφ.ΑΘ. ό.π.). Η απειλή, σύμφωνα με το άρθρο 150 Α.Κ., πρέπει να είναι παράνομη ή να αντίκειται στα χρηστά ήθη (Α.Π. 1159/1999 Δνη 41, 393). Παράνομη είναι η απειλή, όταν το απειλούμενο κακό απαγορεύεται από το νόμο, ενώ αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι η απειλή, όταν η απειλούμενη πράξη επιτρέπεται μεν από το νόμο, λείπει όμως κάθε σύνδεσμος ή συνάφεια μεταξύ του κακού, το οποίο απειλείται και της δηλώσεως βουλήσεως, η οποία επιζητείται με . την απειλή, οπότε στην περίπτωση αυτή ο απειλών χρησιμοποιεί την επιτρεπτή από το νόμο απειλή, για να εξαναγκάσει, όμως, σε δήλωσιγ’· βουλήσεως, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την απειλή (Εφ. Αθ.21/19$9< Δνη 40, 1760, Εφ.ΑΘ. 10037/1990 Δνη 32, 1634). Έτσι, η απειλή ασκήσεως αγωγής ή χρησιμοποιήσεως άλλων εννόμων βοηθημάτων (μήνυσης κ.λ.π.), και για αληθή ακόμη περιστατικά, προσλαμβάνει πρόδηλα αθέμιτο χαρακτήρα, όταν ο απειλών αποβλέπει με τη χρησιμοποίησή τους σε άλλα πλεονεκτήματα, ουσιαστικά άσχετα προς εκέινα, στα οποία εξ αντικειμένου τείνουν τα εν λόγω βοηθήματα Α.Π.526/1998, Εφ Αθ. ό.π). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 εδ.β του ν.2112/1920 προκύπτει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού, άρα και αυτές που προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, έχουν εφαρμογή μόνο σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, όχι δε και σε εργασιακές συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τους ισχυρισμούς τους και από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 28/4/2007 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί στο ξενοδοχείο της εναγομένης, που βρίσκεται στο _________ Ιεράπετρας, ως εργάτης γενικών καθηκόντων μέχρι την 10/10/2007,δηλαδή κατα τη θερινή περίοδο. Το αντικείμενο της εργασίας του συνίστατο κυρίως στη διάθεση κανό στους πελάτες του ξενοδοχείου, που ήθελαν να κάνουν θαλάσσιο σκι, στην παρακολούθηση της σωστής χρήσης των κανό από τους εν λόγω πελάτες, δεδομένου ότι κατέχει γνώσεις ναυαγοσώστη, στην εκμάθηση σκι στους πελάτες του ξενοδοχείου και γενικά η παροχή βοήθειες σε κάθε σχετική με τα ανωτέρω εργασία. Συμφωνήθηκε να εργάζεται πέντε ημέρες την εβδομάδα και οκτώ ώρες την ημέρα, αντί του προβλεπόμενου από τις οικείες ΣΣΕ ημερομισθίου. Στις 29/7/2007 ο ενάγων διέθεσε κανό για θαλάσσιο σκι σε άτομο, που δεν ήταν πελάτης του ξενοδοχείου της εναγόμενης, αλλά διπλανού ξενοδοχείου και έλαβε από αυτόν το ποσό των 10 ευρώ. Σε τέτοια ενέργεια, δηλαδή σε διάθεση κανό επ’αμοιβή σε άτομα που δεν ήταν πελάτες του ξενοδοχείου της εναγομένης, ο ενάγων είχε προβεί και άλλες φορές, το γεγονός δε αυτό ήταν γνωστό μεταξύ των συναδέλφων του. Έτσι, ο προϊστάμενος του ενάγοντος, _________ _________ , όταν αυτός στις 29/7/2007 διέθεσε και πάλι κανό σε πελάτη άλλου ξενοδοχείου, ενημέρωσε στις 30/7/2007 το διευθυντή του ξενοδοχείου της εναγομένης, _________ _________ , ο οποίος την 31/7/2008 κάλεσε τον ενάγοντα στο γραφείο του. Κατά τη συζήτηση που έγινε μεταξύ τους, ο ως άνω διευθυντής επισήμανε στον ενάγοντα ότι η διάθεση κανό σε άτομα που δεν ήταν πελάτες του ξενοδοχείου της εναγομένης και η λήψη αμοιβής από αυτούς ήταν παράνομη. Του επισήμανε ακόμη τις αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε η απόλυσή του από την εναγομένη για τον παραπάνω λόγο στην αναζήτηση από αυτόν στο μέλλον εργασίας, αφού αυτό θα γινόταν γνωστό στη μικρή κοινωνία του χωριού _________ , όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο της εναγομένης, αλλά και η κατοικία του ενάγοντος. Μετά από τη συζήτηση αυτή ο ενάγων υπέβαλε οικειοθελή παραίτηση. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο διευθυντής του ξενοδοχείου της εναγομένης ζήτησε από αυτόν να υποβάλει οικειοθελή παραίτηση, απειλώντας τον ότι σε διαφορετική περίπτωση θα υπέβαλε εναντίον του μήνυση για κατάχρηση ξένης ιδιοκτησίας, αφού ούτε ο μάρτυράς του δεν αναφέρει στην κατάθεσή του ότι απειλήθηκε από το διευθυντή του ξενοδοχείου με την υποβολή μηνύσεως. Ούτε επίσης αποδείχθηκε ότι ο διευθυντής του ξενοδοχείου είπε στον ενάγοντα ότι θα γνωστοποιούσε στους πάντες την συμπεριφρρά
του και ότι αν δεν έφευγε από την επιχείρηση, θα φρόντιζε να μη βρει ποτέ ξανά εργασία στην περιοχή του νομού Λασιθίου, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι του επισήμανε τις αρνητικές επιπτώσεις της απόλυσής του στην αναζήτηση εργασίας στην περιοχή. Αυτά δεν αναιρούνται, αλλά αντίθετα ενισχύονται από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, ο οποίος αναφέρει στην κατάθεσή του “…του είπε …ότι δεν θα βρει δουλειά, θα μάθει το χωριό ότι ενοίκιαζε κανώ”. Από την κατάθεση αυτή ουδόλως προκύπτει ότι ο διευθυντής του ξενοδοχείου της εναγομένης είπε στον ενάγοντα ότι ο ίδιος θα γνωστοποιούσε τη συμπεριφορά του και ότι θα φρόντιζε να μην βρει δουλειά, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά αντίθετα προκύπτει οτι του επισήμανε πως εάν απολυόταν από την εναγομένη, θα γινόταν γνωστός, προφανώς, από τους συναδέλφους του, ο λόγος της απόλυσής του και αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην αναζήτηση από αυτόν εργασίας. Άλλωστε, η εναγομένη δεν είχε κανένα λόγο να επιδιώξει την υποβολή οικειοθελούς παραίτησης από τον ενάγοντα, αφού και στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από την ίδια, δεν υποχρεούτο στην καταβολή αποζημιώσεως απολύσεως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, καθόσον η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος ήταν ορισμένου χρόνου. Επομένως, το κονδύλιο της αγωγής, ποσού 10.000 ευρώ, που αφορά χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος, λόγω αδικοπραξίας της εναγομένης και προσβολής της προσωπικότητάς του, εξαιτίας της επικαλούμενης ως άνω απειλής, είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Κατά το χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής του σύμβασης ο ενάγων εργάσθηκε όλες τις Κυριακές, επί 8 ώρες κάθε Κυριακή, εργάσθηκε δηλαδή 13 Κυριακές συνολικά, χωρίς η εναγομένη να του χορηγήσει αναπληρωματική ανάπαυση σε άλλη εργάσιμη ημέρα. Για την εργασία του αυτή κατά τις 13 ημέρες της αναπληρωματικής του ανάπαυσης δικαιούται κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού το ημερομίσθιό του, που ανερχόταν σε 33,27 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 432,51 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 237,73 ευρώ και του οφείλει ακόμη το υπόλοιπο ποσό των 194,78 ευρώ. Κατ’ ακολουθία των προαναφερομένων η αγωγή που είναι νόμιμη, εκτός από το κονδύλιο, ποσού 248,95, που αφορά αποζημίωση απολύσεως, που δεν είναι νόμιμο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αφού η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος ήταν ορισμένου χρόνου, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 151, 154, 57, 59, 914, 904 Α.Κ, 10 παρ.1 του β.δ. 748/1966, 907, 908 και 176 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 194,78 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Η παρούσα απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, διότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι γι’ αυτό και η επιβράδυνση της εκτελέσεως μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας τους και να καταδικασθεί η εναγομένη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, κατ άρθρο 178 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν ενενήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (194,78) με τους νόμιμους τόκους από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Κηρύσσει την παρούσα προσωρινώς εκτελεστή.
Καταδικάζει την εναγόμενη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, που ορίζει στο ποσό των εξήντα (60) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 9-5- 2009.
Η Ειρηνοδίκης Η Γραμματέας
Γκόλφω Ζωγράφου Μαρία Οικονόμου