Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 1937/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Γεώργιο Βώττη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίστηκε κατόπιν κλήρωσης.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου του έτους 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αιτούντος: ________ ________ ________ ________ , κατοίκου ________ ________ [________ ], ο οποίος εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο του Πατρινιά-Μαρία Αδαμοπούλου.
Της καθης η αίτηση: ________ ______ του ________ , κατοίκου Νέας Κηφισιάς Αττικής [οδ. ________ ], η οποία εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Οικονομάκη.
Ο αιτών ζητά να γίνει δεκτή η από 10.2.2021 αίτησή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 13.410/1.661/2021 και προσδιορίστηκε κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της απόφασης αυτής. Κατά τη συζήτηση της ως άνω υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματα τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η αστική διαφορά από τη διεθνή απαγωγή παιδιών, για την οποία προβλέπουν οι διατάξεις της από 25.10.1980 Σύμβασης της Χάγης για τα αστικά θέματα απαγωγής παιδιών, που κυροιθηκε με το Ν.2102/1992 «Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών» και του 2201/27.11.2003 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη «διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσειον σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας» δεν είναι ασφαλιστικό μέτρο με την έννοια του άρθρου 682 του ΚΠολΔ, αλλά για λόγους επιτάχυνσης της διαδικασίας εκδικάζεται κατά τη διαδικασία του επείγοντος χαρακτήρα (άρθρα 2 και 11 παρ.2 του Ν.2102/1992). που κατά τα ισχύοντα στην Ελλάδα είναι η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία οις διαδικασία επείγοντος χαρακτήρα ανταποκρίνεται στις σχετικές επιταγές του ως άνω Κανονισμού. Η σχετική απόφαση τέμνει οριστικά τη διαφορά της παράνομης διεθνούς απαγωγής παιδιών, η οποία διαχωρίζεται και σαφώς διακρίνεται για την αυτοτέλειά της με την αντίστοιχη διαφορά της υπόθεσης της επιμέλειας των παιδιών των άρθρων 16 και 17 της Σύμβασης και υπόκειται συνεπώς σε έφεση. Η από 25.10.1980 Διεθνής Σύμβαση της Χάγης για αστικά θέματα διεθνούς απαγωγής παιδιών, που κυρώθηκε με το Ν.2102/1992, έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 της Σύμβασης: «II μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού θεωρούνται παράνομες (α) εφόσον έγιναν κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του και (β) το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακήησης ή της κατακράτησης, ή 0α είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Το δικαίωμα επιμέλειας που αναφέρεται στην περίπτωση (α) μπορεί να απορρέει ιδίως είτε απευθείας από το νόμο, είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση, είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους». Κατά το άρθρο 4 της Σύμβασης: «Η Σύμβαση εφαρμόζεται για κάθε παιδί το οποίο είχε τη συνήθη διαμο\ή του σε συμβαλλόμενο κράτος αμέσως πριν από την προσβολή των δικαιωμάτων επιμέλειας ή επικοινωνίας. Η εφαρμογή της Σύμβασης παύει όταν το παιδί αποκτήσει την ηλικία των 16 ετών». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. I: «Οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές των συμβαλλόμενων κρατών οφείλουν να εφαρμόζουν τις διαδικασίες επείγοντος χαρακτήρα για την επιστροφή του παιδιού», ενώ κατά το άρθρο 12: «Εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα κατά την έννοια του άρθρου 3 και υπό τη μετακίνηση ή παρακράτησή του μέχρι το χρόνο κατάθεσης της αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του. Ακόμη κι αν η δικαστική ή διοικητική αρχή επιλήφθηκε μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος ενός έτους, που προβλέπεται στην προηγούμε\η παράγραφο, οφείλει ομοίως να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εκτός αν αποδειχθεί ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοσθεί στο νέο του περιβάλλον». Ωστόσο. με το άρθρο 13 τις ίδιας Σύμβασης ορίζονται ορισμένες εξαιρέσεις από τον κανόνα της επιστροφής του παιδιού. Ειδικότερα: «Παρά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου 12, η δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που α\τιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει: (α) ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που έχει τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή είχε συ ναι νέσει στη μετακίνηση ή κατακράτηση αυτήν, ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή (β) ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση. Η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί επίσης να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εάν διαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την οιριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του. Κατά την εκτίμηση των περιστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές οφείλουν να λάβουν υπόψη τις πληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση του παιδιού που παρέχονται από την Κεντρική Αρχή ή άλλη αρμόδια υπηρεσία του κράτους της συνήθους διαμονής του». Τέλος, στο άρθρο 18 ορίζεται: «Οι διατάξεις αυτού του κεφαλαίου δεν περιορίζουν την εξουσία της δικαστικής ή διοικητικής αρχής να διατάξει την επιστροφή του παιδιού σε οποιονδήποτε χρόνο». Από το συνδυασμό τιον διατάξεων των άρθρων αυτών, ενόψει και του σκοπού της Σύμβασης, που συνίσταται, κατά τα προαναφερόμενα στη διασφάλιση της άμεσης επιστροφής των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη, καθώς και στη διασφάλισή του ότι τα δικαιώματα επιμέλειας και επικοινωνίας που υφίστανται κατά το δίκαιο ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη θα είναι σεβαστά και στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη, προκύπτει ότι η μετακίνηση ή κατακράτηση του παιδιού, ηλικίας μέχρι 16 ετών, θεωρείται παράνομη, εφόσον έγινε κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας ή επικοινωνίας που υπήρχε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε αμέσως πριν από την απαγωγή τη συνήθη διαμονή του. Εφόσον διαπιστωθεί η παράνομη αυτή μετακίνηση ή κατακράτηση, οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές των’ συμβαλλόμενων κρατών, εφαρμόζοντας τις προβλε- πόμενες σε αυτές διαδικασίες επείγοντος χαρακτήρα, υποχρεούνται να διατάξουν την επιστροφή του. Κατ’ εξαίρεση όμως τα όργανα αυτά, εκτιμώντας το συμφέρον του παιδιού, δεν υποχρεούνται να διατάξουν την επιστροφή: (α) εφόσον έχει περάσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους από της απαγωγής μέχρι του χρόνου που επιλαμβάνονται αυτά για να αποφασίσουν την επιστροφή και επιπλέον να διαπιστώσουν ότι το παιδί έχει ήδη ενταχθεί και προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον του. (β) εφόσον υποδεικνύεται ότι ο φορέας του δικαιώματος επιμέλειας ή επικοινωνίας, από το οποίο αφαιρέθηκε το παιδί με την απαγωγή, δεν ασκούσε πριν από αυτήν ουσιαστικά την επιμέλεια ή επικοινωνία, ή είχε συναινέσει ή εγκρίνει τη μετακίνηση ή μη επιστροφή του, (γ) εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσικούς ή ψυχικούς κινδύνους, ή σε μια αφόρητη κατάσταση, (δ) εφόσον διαπιστώσουν ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή και έχει την ηλικία και ωριμότητα για να ληφθεί υπόψη η γνώμη του. Οι διατάξεις αυτές, που επιτρέπουν την άρνηση της επιστροφής των παιδιών, έναντι του ενδεχομένου να προκόψουν καταστάσεις μη συμβατές με το συμφέρον’ του, εφαρμόζονται είτε έχει παρέλθει έτος από την ημέρα της μετακίνησης, είτε δεν έχει ακόμη συμπληρωθεί έτος από την ημέρα αυτής έως την υποβολή της αίτησης. Με τη διάταξη επομένως του άρθρου 13 της Σύμβασης ορίζεται ως αιτιολογικός σύνδεσμος μεταξύ των αντικειμενικών γεγονότων, της επιστροφής ως αιτίου αφενός και της δοκιμασίας ή αφόρητης κατάστασης ως αποτελέσματος αφετέρου, η εκτίμηση της ύπαρξης σοβαρού κινδύνου, δηλαδή η κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της επιστροφής και όχι έκτακτες ή άλλες εξαιρετικές συμπτώσεις έχει, μετά σφοδρής πιθανότητας και υπό τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, τη γενική τάση να επιφέρει τα αποδοκιμαζόμενα σπό τη σύμβαση αποτελέσματα. Η δικαστική κρίση δεν υπεισέρχεται στο κατά πόσο θα ήταν πιο ενδεδειγμένη η ανάθεση της επιμέλειας σε εκείνον που προέβη στην παράνομη κατακράτηση, αλλά αποβλέπει μόνο στην προστασία του συμφέροντος του παιδιού. Η εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του παιδιού πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τη γενική κατευθυντήρια γραμμή του προοιμίου της Σύμβασης, που απαιτεί την άμεση επαναφορά του στην κατάσταση πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του, ως προστασία του συμφέροντος του. Τέτοιο συμφέρον του παιδιού υπάρχει εάν αυτό υποφέρει από την ξαφνική απώλεια επαφής με το γονέα που ως τότε το φρόντιζε. Η άμεση επιστροφή δεν διατάσσεται εάν υπάρχει πιθανότητα να προκόψουν καταστάσεις μη συμβατές με το συμφέρον του, διότι κι αυτό είναι υποκείμενο του δικαίου και επιβάλλεται να αντιμετωπίζεται αϊς άτομο με τις δικές του ανάγκες και τα δικά του δικαιώματα. ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης και ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη και να μην υπάρχει κίνδυνος η άμεση επιστροφή του να εκθέσει το παιδί σε ψυχική ή σωματική δοκιμασία και το περιαγάγει σε αφόρητη κατάσταση. Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερόμενα έχει κριΟεί σύμφωνα με την ΛΙI 434/2020 [καταχωρημένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου www.areiopagos.gr] ότι «η ξαφνική αλλαγή της οικογενειακής σταθερότητας, της προσαρμογής στο νέο περιβάλλον και της τραυματικής απώλειας επαφής από το γονέα που μέχρι τώρα φρόντιζε τα ανήλικα, αποκλειστικά ως αποτέλεσμα της επιστροφής τους, αληθή υποτιθέμενα, έχουν τη γεντκή τάση, μετά σφοδρής, πιθανότητας και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανΌρώπου να επιφέρουν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αποδοκιμαζόμενα από τη Διεθνή Σύμβαση αποτελέσματα», ενώ παράλληλα έκρινε «ότι για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να περιγράφει ειδικότερα ποια ακριβιός ψυχική δοκιμασία και σοβαρό κίνδυνο θα αντιμετωπίσουν τα ανήλικα, ούτε σε τι ακριβώς συνίσταται η αφόρητη κατάσταση στην οποία θα περιέλθουν» |βλ. όμως και την AM 598/2015 (καταχωρημένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου www.areiopagos.gr) σύμφωνα με την οποία πρέπει να περιγράφεται αναλυτικά ο σοβαρός κίνδυνος και η ψυχική δοκιμασία που θα αντιμετωπίσουν τα ανήλικα «Ειδικότερα, στις σημειούμενες στην αρχή της πα- ρούσης αναιρετικός ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν διαλαμβάνονται από το Εφετείο. καίτοι δέχθηκε ότι η κατακράτηση στην Ελλάδα των ανήλικων τέκνων από την αναιρεσίβλητη είναι παράνομη, με πληρότητα και σαφήνεια αιτιολογίες, από εκείνες που προαναφέρθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας που να δίκαιολογούν το καταληκτικό αυτής αποδεικτικό πόρισμα ως προς την έκθεση των ανήλικων τέκνων, σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να περιέλθουν αυτά σε μία αφόρητη κατάσταση, αν επιστρέφουν στην Ιδιαίτερης, όμως, μνείας χρήζει και η ΑΠ 1030/2017 [κα- ταχωρημένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου www.areiopagos.gr] σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι «το Εφετείο δεν περιέλαβε ουσιαστική παραδοχή, με την έννοια ότι δεν αποφάνθηκε αν αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν ως βάσιμα κατ’ ουσίαν τα επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα. με τις ενώπιον του από 23.9.2016 προτάσεις της, θεμελιούντα την ένσταση αυτή, πραγματικά περιστατικά, ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανήλικου τέκνου τους να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία, λαμβανομένου υπόψη ότι από την ηλικία των δεκατεσσάρων ημερών βρίσκεται συνεχώς στην Ελλάδα, ότι το μόνο πρόσωπο που γνωρίζει τιάρα που έχει αρχίσει και να μιλάει είναι αυτό της αναιρεσείουσας μητέρας του, ενώ ο αναιρεσίβλητος πατέρας του, λόγω της παντελούς απουσίας του. του είναι “άγνωστος”, όπως και η κατοικία και το περιβάλλον της Βέρνης. Επι- σημαίνεται ότι τα ανωτέρω περιστατικά στοιχειοθετούν στη συγκεκριμένη περίπτωση το πραγματικό της εν λόγω ένστασης, όσον αφορά τη φυσική και ψυχική δοκιμασία, εφόσον αυτά, ως αποτέλεσμα της επιστροφής, αληθή υποτιθέμενο, έχουν τη γενική τάση, μετά σφοδρής, πιθανότητας και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου να επιφέρουν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αποδοκιμαζόμενα από τη Σύμβαση αποτελέσματα. Την ξαφνική δηλαδή αλλαγή της οικογενειακής σταθερότητας και την τραυματική απώλεια επαφής από το γονέα που μέχρι τιάρα φρόντιζε το ανήλικο, σε συνδυασμό με την ανάγκη προσαρμογής του σε μια νέα χώρα και ένα νέο περιβάλλον που για το ανήλικο τέκνο θα είναι πλέον η χώρα επιστροφής του». Παράλληλα, σύμφωνα με την ΑΠ 1482/2012 [καταχωρημένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου www.areiopagos.gr] κρίθηκε ότι «η αναιρεσίβλητη πρώην σύζυγος του αναιρεσείοντος, από το μήνα Ιούνιο του έτους 2005 διαμένει με τα ανήλικα τέκνα των δωδίκων, ηλικίας |κατά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου-Δεκέμβριος 2008] 11.6 και 3 ετών, αντίστοιχα, στην ιδιόκτητη κατοικία της, αρνούμενη να επιστρέφει τα ανήλικα αυτά τέκνα στον αναιρεσείοντα. στον οποίο έχει ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια των τέκνων με την 2005-72735/4.12.2006 απόφαση του δικαστηρίου της Πολιτείας του Τέξας, προκειμένου να κατοικήσουν με τον αναιρεσείοντα στην πρώην συζυγική οικία των διαδίκων στο Χιούστον, όπου διαμένει μονίμως και εργάζεται ο αναιρεσείων, και ότι όμως από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή των παιδιών στην Αμερική να τα εκθέσει σε φυσική και ψυχική δοκιμασία και να τα περιαγάγει σε αφόρητη κατάσταση, ενώ τα ίδια τα τέκνα ανατίθενται ρητώς στην επιστροφή, ενόψει του στενού ψυχικού δεσμού που υπάρχει μεταξύ τους και με τη μητέρα τους, όπως τούτο [δέχεται το Εφετείο] προκύπτει από την κατ’ ιδίαν ακρόαση των δύο μεγαλύτερων τέκνων που έχουν τη σχετική ωριμότητα, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου». Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την ΕφΘεσ.314/2017 [Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών «Ισοκράτης»] κρίθηκε ότι «από αυτό καθ’ αυτό το γεγονός της επιστροφής τους στη Σουηδία, μετά παρέλευση ήδη τεσσάρων [4] ετών περίπου από το χρόνο της ως άνω παράνομης κατακράτησης τους στην Ελλάδα, δημιουργείται ιδιαίτερα σοβαρός κίνδυνος να εκτεθούν τα ανήλικα σε πολύ έντονη ψυχική δοκιμασία, καθόσον θα βρεθούν σε ένα άγνωστο και ξένο, πλέον, γι’ αυτά κοινωνικό και σχολικό περιβάλλον, όπου δεν έχουν κανένα γνωστό ή συνομήλικους φίλους τους, δίχως να ομιλούν Σουηδικά και χωρίς την παρουσία της μητέρας τους, με την οποία έχουν αναπτύξει ιδιαίτερους δεσμούς αγάπης και εμπιστοσύνης, εφόσον αυτή από το χρόνο της ως άνω κατακράτησής τους, τα φροντίζει και τα περιποιείται συνεχώς, συνεπικουρούμενη από τους γονείς της και άλλους συγγενείς, τους οποίους τα παιδιά γνωρίζουν και αγα- πούν-λαμβανομένης υπόψη και της μικρής τους ηλικίας». Σύμφωνα, λοιπόν, με την ως άνω εφετειακή απόφαση κρίθηκε ότι η επί τετραετία συνεχή παραμονή [από τις 23.7.2012 έως και το έτος 2016] των ανήλικων θυγατέρων [γεννηθεισών την 22.6.2009 και στις 7.8.2010] στην Ελλάδα και όχι στη Σουηδία, σε συνδυασμό με τη μη γνώση της σουηδικής γλώσσας και την ανάπτυξη κατά το διάστημα αυτό σταθερού οικογενειακού και σχολικού περιβάλλοντος αποτελούν στοιχεία τα οποία συ\ηγορούν στην μη επιστροφή αυτών στη Σουηδία, καθόσον εάν συμβεί αυτό θα υπάρξει κίνδυνος να εκτεθούν σε σοβαρή ψυχική δοκιμασία. Επιπλέον, σύμφωνα με την ΕφΘεσ.733/2017 [Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών «Ισοκράτης»] κρίθηκε ότι «το πραγματικά καλώς εννοούμενο συμφέρον της ανήλικης επιβάλλει να παραμείνει αυτή στην Ελλάδα. Και τούτο γιατί μεταξύ της ανήλικης και της μητέρας της έχει αναπτυχθεί ισχυρός ψυχικός και συναισθηματικός δεσμός λόγω δε της νηπιακής της ηλικίας αυτή έχει άμεση ανάγκη από τη φροντίδα και τις περιποιήσεις της μητέρας της. η οποία άλλωστε την φροντίζει και την επιμελείται τόσο όιαρκούντος του γάμου της όσο και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της. Άλλωστε η τυχόν επιστροφή της ανήλικης στη Εερμανία θα την πλήξει ψυχικά, αφού η ανάγκη προσαρμογής σε μια χώρα χωρίς φίλους με άλλες συνθήκες ζωής και η απομάκρυνση από τη μητέρα της θα προκαλέ- σουν σ’ αυτή αβεβαιότητα, συναισθηματικό κλονισμό και ανασφάλεια και θα επηρέαζαν αρνητικά την ψυχοσωματική της ανάπτυξη και εξέλιξη. Επίσης, η ανήλικη δεν γνωρίζει τη γερμανική γλώσσα γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την προσαρμογή της και την ενσωμάτωσή της στο νέο περιβάλλον και τις διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης που θα αντιμετωπίσει». Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση κρίθηκε ότι η μη γνώση της γερμανικής γλώσσας και η ανάπτυξη σταθερού οικογενειακού περιβάλλοντος [από το έτος 20 Ε3 κατά το οποίο εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα] αποτελούν στοιχεία τα οποία συνηγορούν στην μη επιστροφή του ανήλικου τέκνου [γεννηθέντος στις 24.4.2012] στη Γερμανία, καθόσον’ εάν συμβεί αυτό θα υπάρξει κίνδυνος να εκτεθεί σε σοβαρή ψυχική δοκιμασία. Εξάλλου. σύμφωνα με την ΕφΘεσ. 1905/2017 [Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών «Ισοκράτης»] κρίθηκε ότι «Από τον Ιούνιο δε του έτους 2016 που ήρθε στην Ελλάδα το ανήλικο [ηλικίας 21 μηνών] μέχρι το χρόνο συζήτησης της αίτησης, αλλά και της υπό κρίση έφεσης, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα επτά και δώδεκα μηνών αντιστοί- χως. κατά το οποίο αυτό εντάχθηκε πλήρως στο νέο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον και η εκ νέου αλλαγή του τόπου διαμο\ής του δεν είναι προς το αληθινό συμφέρον’ του. Με βάση τα δεδομένα αυτά εκτιμάταμ ότι τουλάχιστον κατά τον παρόντα χρόνο, ενόψει της ιδιαίτερα μικρής ηλικίας του, ο αποχωρισμός του από τη μητέρα του και η επιστροφή του στο Εδιμβούργο, 0α έχει με βεβαιότητα αρνητικές επιδράσεις στην ομαλή ψυχο- πνευματική του ανάπτυξη και θα το εκθέσει σε ανεπανόρθωτη ψυχική δοκιμασία». Στην εξεταζόμενη περίπτωση, κρίθηκε ότι η ηλικία του ανήλικου τέκνου και η ανάπτυξη σταθερού οικογενειακού περιβάλλοντος αποτελούν στοιχεία τα οποία συνηγορούν στην’ μη επιστροφή του ανήλικου τέκνου στη Σκωτία, καθόσον εάν συμβεί αυτό θα υπάρξει κίνδυνος να εκτεθεί σε σοβαρή ψυχική δοκιμασία. Παράλληλα με τη Σύμβαση της Χάγης ισχύει και ο Κανονισμός [ΕΚ] 2201/2003 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας» που ισχύει ως προς τις ουσιαστικές του διατάξεις από 1.8.2004 και εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην της Δανίας, από 1.3.2005. Σύμφωνα με το άρθρο 63 του Κανονισμού, η Σύμβαση της Χάγης του 1980 συνεχίζει να ισχύει και να παράγει αποτελέσματα μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών, εφόσον δεν πρόκειται για ζητήματα που ρυθμίζονται απ’ αυτόν’. Η απόφαση επί αίτησης επιστροφής τέκνου τέμνει, όπως προαναφέρθηκε, οριστικά τη διαφορά της παράνομης απαγωγής παιδιού [η οποία διαχωρίζεται από την’ αντίστοιχη διαφορά της επιμέλειας του τέκνου κατά το άρθρο 19 της Σύμβασης] και δεν’ διατάσσει απλώς κάποιο ασφαλιστικό μέτρο ή κάποιο μέτρο ρυθμιστικό της κατάστασης. Για το λόγο αυτό δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 699 ΚίΙολΔ και η σχετική απόφαση υπόκειται σε ένδικα μέσα, ενώ για την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών απαιτείται πλήρης δικανική πεποίθηση και όχι πιθανολόγηση των ισχυρισμών, διότι στη διάταξη του άρθρου 14 της Διεθνούς Σύμβασης γίνεται λόγος για διαπίστωση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αϊτών, κάτοικος και υπήκοος Νορβηγίας, διατείνεται ότι από το γάμο του με την καθής η αίτηση, Ελληνίδα υπήκοο και κάτοικο Αθηνών, έχουν αποκτήσει ένα ανήλικο άρρεν τέκνο, που γεννήθηκε στις 29.3.2016 στη Νορβηγία. Υποστηρίζει, ακόμη, ότι σύμφωνα με την 19- 002274TVI-KISA08 απόφαση του Πρωτοδικείου Kristiansand η γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου του ανατέθηκε σε αμφότερους τους γονείς, ενώ παράλληλα καθορίσθηκε ότι το ανήλικο τέκνο θα έχει μόνιμη και συνήθη κατοικία και καταχωρημένη διεύθυνση αυτή του πατέρα. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι η καθής ενώ οφείλε να επιστρέφει το ανήλικο τέκνο της σε αυτόν τις 13.7.2020, δεν έπραξε τούτο καθόσον ευρισκόταν χωρίς τη συναίνεσή του στην Αθήνα, και ότι έκτοτε η καθής κατακρατεί παράνομα το παιδί τους στην Ελλάδα κατά την έννοια των διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης και του Κανονισμού 2201/2003 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητά (i) να υποχρεοιθεί η καθής μητέρα. με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να επιστρέφει άμεσα τον ανήλικο υιό τους, στον τόπο της συνήθους διαμονής του στη Νορβηγία και στην αναφερόμενη κατοικία |του πατέρα], βάσει των διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης «για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγιογής παιδιών» και του Κανονισμού 2201/2003 [ΕΚ] του Συμβουλίου, και (ii) να απαγγελθεί σε βάρος της καθής προσωπική κράτηση διάρκειας ενός [I] έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων ευρώ [5.000€] για την περίπτωση μη συμμόρφωσής της στην απόφαση που θα εκδοθεί. Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η αίτηση παραδεκτά και αρμόδια [683 παρ. 1 και 22 ΚΙΙολΔ] εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 904, 907, 908, 950 & 176 ΚΓΙολΔ, Πρέπει, συνεπώς, η αίτηση να εξετασθεί εάν είναι ουσιαστικά βάσιμη.
Από την εκτίμηση (ί) των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ήτοι του _______ _______ του _______ [ο οποίος εξετάστηκε μέσω της διερμηνέως Λευκοθέας Αδαμοπούλου του Δημοσθένη, δικηγόρου Αθηνών] και του ________ _______ του _____ αντίστοιχα, και (ii) του συνόλου των εγγράφων [μεταξύ των οποίων και η 34.226/1.6.2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίνας-Ελένης Μάγκλαρη του μάρτυρα του αιτούντος _______ _______ ________ του _______ ] που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι γνωρίστηκαν το Φεβρουάριο του έτους 2012 μέσοι διαδικτύου και ακολούθως και δη το Νοέμβριο του 2012 εγκαταστάθηκαν στη Νορβηγία. Το μήνα Μάιο του 2015 αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, ωστόσο το εγχείρημά τους αυτό δεν τελεσφόρησε με αποτέλεσμα προς τα τέλη του ιδίου έτους να επιστρέφουν στη Νορβηγία. Στις 17.2.2016 τέλεσαν γάμο στο Kristiansandτης Νορβηγίας, από τον οποίο απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο, το οποίο γεννήθηκε στις 29.3.2016, και έλαβε το όνομα _______ . Το Νοέμβριο του 2017 οι σχέσεις των διαδίκων κλονίσθηκαν και διαταράχθηκαν. με αποκορύφωμα το μήνα Φεβρουάριο του 2018 η καθής η αίτηση να αποχωρήσει από τη συζυγική οικία [που είχε παραχωρηθεί στον αιτούντα από τους γονείς του]. Ας σημειωθεί, ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο αιτών [γεννηθείς στις 5.1.1993] δεν είχε σταθερή εργασία, ενώ η καθής η αίτηση, γεννηθείσα στις 7.11.1987 δεν εργαζόταν, ενώ παράλληλα ήταν και εξακολουθεί να είναι φοιτήτρια στο UniversityofAgderστην πόλη του Kristiansand. Κατόπιν τούτων, οι διάδικοι προσέφυγαν στη νορβηγική δικαιοσύνη και εκδόθηκε η 19-002274TVI-KISA08 απόφαση του Πρωτοδικείου Kristiansand. σύμφωνα με την οποία η γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου ανατέθηκε σε αμφότερους τους γονείς, ενώ παράλληλα καθορίσθηκε ότι το ανήλικο τέκνο θα έχει μόνιμη και συνήθη κατοικία και καταχωρημέ\τ| διεύθυνση αυτή του πατέρα. Επίσης, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση ορίστηκε ότι το διαβατήριο του παιδιού θα φυλάσσεται από τον πατέρα και τα ταξίδια του αχήλικου τέκνου στο εξωτερικό με τη μητέρα πρέπει να γνωστοποιούνται στον πατέρα, ο οποίος πρέπει να ενημερώνεται εγκαίρως για τα χρονικά σημεία αναχώρησης από τη Νορβηγία και επιστροφής σε αυτήν, καθώς και για τη διεύθυνση διαμονής. Σύμφωνα με την ίδια ως άνω απόφαση η καθής η αίτηση είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει διακοπές διάρκειας δύο [2] εβδομάδων κατά το θέρος του 2020, και συγκεκριμένα από την 1.7.2020 έως τις 13.7.2020. Συνεπεία της συμφωνίας αυτής, η καθής η αίτηση, έχοντας τη συναίνεση του αιτού- ντος. ταξίδεψε μαζί με το ανήλικο τέκνο τους στην Ελλάδα για τις καλοκαιρινές διακοπές. Ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι το ταξίδι της καθής η αίτηση στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε χωρίς τη συναίνεσή του και ότι η καθής η αίτηση πλαστογράφησε την υπογραφή του ώστε να προβεί στην έκδοση νέου διαβατηρίου και να παρακάμψει τη μη χορήγησή του από τον πατέρα δεν επιβεβαιώθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας. Από τότε που έλαβε χιόρα η παράνομη κατακράτηση του τέκνου [13.7.2020] και μέχρι την υποβολή της αίτησης στις 16.3.2021, σύμφωνα με τις διατάξεις της άνω Διεθνούς Σύμβασης, δεν μεσολάβησε διάστημα μεγαλύτερο του έτους και επομένως, υφίσταται κατ’ αρχήν υποχρέωση του Δικαστηρίου να διατάξει την άμεση επιστροφή του παιδιού, που δε συμπλήρωσε το 16ο έτος της ηλικίας του, στη χιόρα της συνήθους διαμονής του. Κατά το χρονικό διάστημα από τις 13.7.2020 μέχρι και σήμερα η καθής η αίτηση διαμένει μαζί με τον ανήλικο _______ σε ιδιόκτητη μονοκατοικία [εντός οικοπέδου με μεγάλο κήπο και αρκετά δένδρα] ευρισκόμενη στην Κηφισιά Αττικής, στην οποία έχει διαμορφώσει χώρους ανάλογους με τις ηλικιακές ανάγκες του ως άνω ανηλίκου. Επίσης, κατά το τρέχον σχολικό έτος ο _______ παρακολούθησε μαθήματα στο ιδιωτικό νηπιαγιογείο _______ School. Ταυτόχρονα, προέκυψε ότι η καθής η αίτηση αγαπά και φροντίζει τον ανήλικο _______ και ζει μαζί του σε ένα όμορφα διαμορφωμένο περιβάλλον με δικό του παιδικό δωμάτιο. έχει δε τη συνεπικουρία του πατέρα της και έτερων συγγενών της στην ανατροφή του, οι οποίοι του προσφέρουν απλόχερα την περιποίηση, το ενδιαφέρον, την αγάπη τους και την απαιτούμενη θαλπωρή, εξασφαλίζοντας ένα υγιές, άνετο [χωρίς οικονομικές δυσκολίες] και οικογενειακό περιβάλλον. Προέκυψε, λοιπόν, ότι από τον Ιούνιο του έτους 2020 που ήρθε στην Ελλάδα ο _______ μέχρι το χρόνο συζήτησης της αίτησης έχει παρέλθει χρονικό διάστημα ένδεκα [11] μηνών, κατά το οποίο εντάχθηκε πλήρως στο νέο οικογενειακό, κοινωνικό και σχολικό περιβάλλον και η εκ νέου αλλαγή του τόπου διαμονής του δεν είναι προς το αληθινό συμφέρον του. Με βάση τα δεδομένα αυτά εκτιμάται. ότι τουλάχιστον κατά τη χρονική αυτή στιγμή ο αποχωρισμός του ανήλικου τέκνου από τη μητέρα του και η επιστροφή του στη Νορβηγία, ενόψει της μικρής ηλικίας του, θα έχει με βεβαιότητα αρνητικές επιδράσεις στην ομαλή ψυχοπνευματική του ανάπτυξη και θα το εκθέσει σε ανεπανόρθωτη ψυχική δοκιμασία. Συνεπώς, τυχόν επιστροφή του ανηλίκου στον τόπο διαμονής του αντιστρατεύεται το συμφέρον του, το οποίο και προέχει σε κάθε περίπτωση και αποτελεί και το μοναδικό κριτήριο του εάν τελικά θα διαταχθεί η επιστροφή του. όπως βάσιμα υποστηρίζει η καθής με την παραδεκτά προτεινόμενη ένσταση της διάταξης του άρθρου 13 περ. β’ της Σύμβασης της Χάγης. Συνακόλουθα, πρέπει (i) η αίτηση να απορριφθεί ως ουσιασπκά αβάσιμη και (ii) τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.
-Απορρίπτει την αίτηση.
-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα.
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 1η Ιουλίου 2021, χωρίς την’ παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
[για τη δημοσίευση]