Περίληψη
Αριθμός 853/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Λουκά Μόρφη – Εισηγητή, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου και Θεόδωρο Μαντούβαλο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 26 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει τις εξής υποθέσεις μεταξύ:
Α)Της αναιρεσείουσας: _______ _______ του _______ , κατοίκου Πετρούπολης Αττικής, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Πασσά, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης ως την πρώτη αναιρεσίβλητη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «_______ » και τον διακριτικό τίτλο «_______ Α.Ε.», 2)Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας με την επωνυμία «_______ » και 3)_______ _______ του _______ , κατοίκου Μοσχάτου Αττικής, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εταιρείας με την επωνυμία «_______ ». Η 1η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι 2η και 3η εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ζωή Παπαγεωργίου, που κατέθεσε προτάσεις.
Β)Των αναιρεσειόντων: 1)εταιρείας με την επωνυμία «_______ » και 2)_______ _______ του _______ , κατοίκου Μοσχάτου Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ζωή Παπαγεωργίου, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: _______ _______ του _______ , κατοίκου Πετρούπολης Αττικής, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Πασσά, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 18/2/2014 και 16/1/2015 αγωγές της _______ _______ , που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1214/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 3124/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα (Α) με την από 19/10/2018 αίτησή της και οι αναιρεσείοντες (Β) με την από 3/9/2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της _______ _______ ζήτησε την παραδοχή της από 19/10/2018 αίτησης και την απόρριψη της από 3/9/2018 αίτησης των αντιδίκων, η πληρεξούσια των «_______ » και _______ _______ την απόρριψη της από 19/10/2018 αίτησης και την παραδοχή της από 3/9/2018 αίτησης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 παρ.1, 297 και 299 ΚΠολΔ, οι οποίες κατά την διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 ίδιου Κωδικός τυγχάνουν εφαρμογής και επί της διαδικασίας της κατ’ αναίρεση δίκης, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δύναται να παραιτηθεί του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως δια δικογράφου επιδιδομένου στον αναιρεσίβλητο ή δια δηλώσεως καταχωριζομένης στα πρακτικά ή δια των προτάσεων χωρίς την συναίνεση του αναιρεσιβλήτου πριν εισέλθει ο τελευταίος στην προφορική συζήτηση επί της ουσίας της υποθέσεως και έχει ως αποτέλεσμα ότι η αίτηση αναιρέσεως θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Η παραίτηση, η οποία γίνεται δια δηλώσεως καταχωριζομένης στα πρακτικά ή δια των προτάσεων, είναι έγκυρη και επάγεται την κατάργηση της δίκης, έστω και εάν ο αναιρεσίβλητος δεν παρίσταται ούτε εκλητεύθη να παραστεί κατά την συζήτηση. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριά- σεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της _______ _______ του _______ κατά την έναρξη της συζητήσεως της υποθέσεως εδήλωσε ότι η εν λόγω αναιρεσείουσα παραιτείται του δικογράφου της υπό κρίση από 19ης Οκτωβρίου 2018 αιτήσεως αναιρέσεως αυτής ως προς την απολειπομένη πρώτη των αναιρεσιβλήτων εταιρία «_______ ». Συνεπώς, συμφώνως προς τα ανωτέρω, ως προς την εν λόγω εταιρία καταργείται η δίκη και η ως άνω αίτηση αναιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα.
Επειδή, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και επί της διαδικασίας της κατ’ αναίρεση δίκης κατά το άρθρο 573 πάρ. 1 ιδίου Κωδικός, πρέπει να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση των ενδίκων αιτήσεων αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμόν 3124/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών: της από 3ης Σεπτεμβρίου 2018 αιτήσεως της εταιρίας «_________» και του _______ _______ του _______ και της ως άνω αιτήσεως της _______ _______ , καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της εταιρίας «_______ » και του _______ _______ του _______ , αφού λόγω της μεταξύ τους συνάφειας διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 552 και 553 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνον κατά των μη υποκειμένων σε ανακοπή ερημοδικίας και έφεση αποφάσεων των ειρηνοδικείων, των μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων και των εφετείων, α) εκείνων, οι οποίες παραπέμπουν λόγω αναρμοδιότητος καθ’ ύλην την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ή έχουν εκδοθεί από το δικαστήριο της παραπομπής κατά παράβαση του άρθρου 46 ΚΠολΔ, με το οποίο ορίζεται ότι η τελεσιδικία της αποφάσεως του παραπέμποντος δικαστηρίου καθιστά υποχρεωτική την αναρμοδιότητα αυτού και την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στο οποίο η παραπομπή, και β) των οριστικών αποφάσεων, οι οποίες περατώνουν την όλη δίκη ή μόνον την δίκη επί της αγωγής ή μόνον επί της ανταγωγής.
Χρόνος, κατά τον οποίον πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να μην υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, είναι ο χρόνος καταθέσεως του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως στην γραμματεία του εκδώσαντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου. Η απόφαση η εκδοθείσα ερήμην λόγω πραγματικής ή πλασματικής απουσίας ενός των διαδίκων, έστω και εάν δεν εστηρίχθη στην συναγωγή δυσμενών συνεπειών από την ερημοδικία, υπόκειται σε ανακοπή από τον ερημοδικασθέντα διάδικο κατ’ άρθρο 502 παρ. 1 ΚΠολΔ. Όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 503 παρ. 1 ΚΠολΔ, η προθεσμία της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας είναι δέκα πέντε ημερών, εάν ο ερήμην δικασθείς διάδικος διαμένει στην ημεδαπή, αρχομένη από της επιδόσεως της ερήμην αποφάσεως, ενώ, εάν δεν επιδοθεί η απόφαση κατά νόμιμο τρόπο, η προθεσμία της ανακοπής δεν αρχίζει. Συνεπώς, προκειμένου να είναι προσβλητή δι’ αιτήσεως αναιρέσεως η ερήμην εκδοθείσα οριστική απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, πρέπει ή να χωρήσει παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας ή από την ασκηθείσα ανακοπή ερημοδικίας ή, εάν επιδοθεί η ερήμην απόφαση, να παρέλθει η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, χωρίς να ασκηθεί ανακοπή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 74, 75, 76 παρ. 1 και 553 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, εκτός της περιπτώσεως της συνδρομής αναγκαίας ομοδικίας, η οριστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικη αυτοτελώς έναντι εκάστου ομοδίκου και συνεπώς υπόκειται σε αναίρεση ως προς τους ομοδίκους, ως προς τους οποίους έγινε τελεσίδικη, έστω και εάν δεν έχει γίνει τελεσίδικη ως προς όλους τους ομοδίκους. Αναγκαία ομοδικία κατά την διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ υπάρχει όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνον ρύθμιση ή η ισχύς της αποφάσεως, η οποία θα εκδοθεί, εκτείνεται επί πάντων των ομοδίκων ή όταν οι ομόδικοι μόνον από κοινού δύνανται να εναγάγουν ή να εναχθούν ή λόγω των συντρεχουσών περιστάσεων δεν δύνανται να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις έναντι αυτών. Επί αγωγής προς επιδίκαση μισθολογικών αξιώσεων κατά περισσοτέρων εναγόμενων, εφ’ όσον δεν εμπλέκονται ζητήματα υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, όπως μεταξύ ομορρύθμων εταιριών και των μελών αυτών κλπ, η υποχρέωση εκάστου εναγομένου είναι αυτοτελής έναντι των υποχρεώσεων των άλλων, οπότε δεν υφίσταται μεταξύ αυτών δεσμός αναγκαίας ομοδικίας και η οριστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικη αυτοτελώς έναντι εκάστου. Εν προκειμένω, η _______ _______ άσκησε κατά της εταιρίας «_______ », του _______ – _______ _______ , της εταιρίας «_______ », ήδη «_______ », του _______ _______ του _______ και του _______ _______ του _______ τις από 18ης Φεβρουάριου 2014 και 16ης Ιανουάριου 2015 αγωγές, αιτουμένη να καταδικασθούν οι 1η, 3η και 4ος των εναγομένων στην καταβολή μισθών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποιήσεως και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά των 2ου και 5ου των εναγόμενων ως μέσο εκτελέσεως της εν λόγω διατάξεως. Εξεδόθη η υπ’ αρ. 1214/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δια της οποίας απερρίφθησαν οι αγωγές ως προς τους _______ _______ και _______ _______ , ενώ έγιναν εν μέρει δεκτές ως προς τους λοιπούς εναγόμενους. Κατά της εν λόγω αποφάσεως άσκησαν, η εταιρία «_______» και ο _______ _______ , την από 4ης Αυγούστου 2016 έφεση κατά της _______ _______ , και η _______ _______ , την από 30ής Οκτωβρίου 2016 έφεση κατά των εναγομένων. Εξεδόθη, ερήμην της εταιρίας «_______ Α.Ε.» και του _______ – _______ _______ , αντιμωλία δε των λοιπών διαδίκων, η προαναφερομένη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, δια της οποίας απερρίφθη η έφεση της εταιρίας «_______ .» και του _______ _______ ως και η έφεση της _______ _______ ως προς τους _______ _______ και _______ _______ , ενώ έγινε δεκτή η έφεση της _______ _______ ως προς τους λοιπούς εφεσιβλήτους καθ’ όσον αφορά το αίτημα επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της μη αποδοχής των υπηρεσιών της κατά το διάστημα από 1ης Ιουλίου 2014 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 2014, το οποίο πρωτοδίκως είχε απορριφθεί ως αόριστο, και, μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά το κεφάλαιο τούτο, απερρίφθη ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Κατά της εν λόγω αποφάσεως, η οποία δεν προκύπτει εάν έχει τελεσιδικήσει ή μη ως προς τους απολειπομένους κατά την δίκη της εφέσεως διαδίκους, την εταιρία «_______ Α.Ε.» και τον _______ Παλαιο- λόγο, είναι όμως τούτο νομικώς αδιάφορο, αφού η αγωγή αντικείμενο έχει την επιδίκαση μισθολογικών αξιώσεων και συνεπώς μεταξύ των περισσοτέρων εναγομένων δεν υφίσταται συμφώνως προς τα ανωτέρω αναγκαία ομοδικία και η οριστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικη αυτοτελώς έναντι εκάστου, οι αναιρεσείο- ντες άσκησαν τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, η εταιρία «_______ » και ο _______ _______ κατά της _______ _______ και η _______ _______ κατ’ αυτών ως και της εταιρίας «_______ Α.Ε.», ως προς την οποία όμως η αίτηση αναιρέσεως πρέπει κατά τα ανωτέρω να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα. Οι εν λόγω αιτήσεις έχουν ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως προς τις προαναφερθείσες διατάξεις και εκείνες των άρθρων 556, 558, 564 και 566 ΚΠολΔ, πρέπει συνεπώς κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κωδικός να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους.
Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι πάσα αξίωση μισθωτού πηγάζουσα από την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας τυγχάνει απαράδεκτη, εάν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός τριμήνου από της λύσεως της συμβάσεως. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 και 167 ΑΚ συνάγεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, αποτελούσα μονομερή δικαιοπραξία, έχει νομική ενέργεια μόνον αφ’ ης περιέλθει στο πρόσωπο, προς το οποίο απαιτείται να απευθυνθεί, δύναται δε να γίνει και σιωπηρούς, με πράξεις από τις οποίες συνάγεται σαφώς η βούληση λύσεως της συμβάσεως. Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας δύναται να συνιστά και η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, εάν συντρέχουν και περιστάσεις καταδεικνύουσες την βούληση αυτού να λυθεί η σύμβαση (ΑΠ 246/2013). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εάν τα περιστατικά, τα οποία ανελέγκτους κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ εδέχθη ως αποδεικνυόμενα, συνιστούν ή μη σιωπηρά καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ελέγχεται αναιρετικούς βάσει των λόγων των αριθμών 1 εδ. α’ και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Κατά τον λόγο του αριθμού 1 εδ. α’, αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή. Εάν το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση συντελείται ειδικότερα, εάν το δικαστήριο εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έκρινε ως αποδειχθέντα, δεν ήσαν επαρκή προς τούτο, ή αντιθέτως δεν εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ήσαν επαρκή, ως επίσης εάν προέβη σε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας τα περιστατικά αυτά δεν υπήγοντο. Κατά τον λόγο του αριθμού 19, αναίρεση συγχωρείται εάν η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και ιδίως εάν στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες επί ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή ως προς την έκβαση της δίκης. Τούτο συμβαίνει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται παντελώς πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, τα οποία απαιτούνται προς εφαρμογή της εφαρμοσθείσης διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 562 παρ. 4 ΚΠολΔ, εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Η αναίρεση αφορά τα προσβληθέντα κεφάλαια αλλά και τα αρρήκτως συνδεόμενα προς αυτά κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατό να αποχωρισθούν, οπότε συναναιρούνται και αυτά (ΑΠ 493/2011). Κατά πάσα περίπτωση συναναιρείται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, το οποίο έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Εάν η αίτηση αναιρέσεως περιλαμβάνει πλείονες λόγους και με την παραδοχή ενός λόγου εξαφανίζεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος, κατά το οποίο προσβάλλεται, δεν εξετάζονται οι λοιποί λόγοι, εκτός εάν δικαιολογείται σχετικώς ειδικό έννομο συμφέρον. Εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση εξ οιουδήποτε άλλου λόγου εκτός της υπερβάσεως δικαιοδοσίας και της παραβιάσεως των περί αρμοδιότητος διατάξεων, δύναται συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 580 παρ. 1-3 ΚΠολΔ, να κρατήσει την υπόθεση και να επιληφθεί της εκδικάσεως αυτής, εάν κατά την κρίση του η υπόθεση δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεως, άλλως παραπέμπει την υπόθεση, προκειμένου να συζητηθεί σε νέα δικάσιμο, και προκειμένου περί των υπ’ αριθμ. 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγων, δύναται να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου ισοβάθμου και ομοειδούς προς το εκδώσαν την αναιρεθείσα απόφαση ή ενώπιον του ιδίου, εάν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός των εκδωσάντων την αναιρεθείσα απόφαση. Εν προκειμένω, από την κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλ- λομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη τα εξής: «Η … εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “_______ Α.Ε.”, προσέλαβε στις 5-11- 2002 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου την … ενάγουσα, _______ _______ , προκειμένου να την απασχολήσει ως φύλακα, με καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας … Στα πλαίσια της επίδικης εργασιακής σύμβασης η _______ _______ απασχολήθηκε, για λίγους μόνο μήνες μετά την πρόσληψή της, ως φύλακας και, εν συνεχεία, τοποθετήθηκε, ως υπάλληλος, αρχικά στο Τμήμα Μελετών και ακολούθως στο Τμήμα Προσωπικού και στο Εμπορικό Τμήμα της εταιρίας. … Στις 23-4-2013 η _______ _______ γέννησε το πρώτο της τέκνο λαμβάνοντας την προβλεπόμενη από το νόμο άδεια λοχείας,
εξαιτίας της οποίας απείχε νόμιμα από την εργασία της έως τις 7- -2013. Κατά τη διάρκεια της απουσίας της, στα πλαίσια επικοινωνίας με τους συναδέλφους της, πληροφορήθηκε ότι η εργοδότριά της εταιρία “_______ Α.Ε.” δεν λειτουργούσε κανονικά και ότι μεγάλο μέρος του προσωπικού της απασχολείτο πλέον στην … εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία “_______ “, της οποίας μόνος ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής τυγχάνει ο _______ _______ . Πράγματι, στις 8-7-2013, η _______ _______ μετέβη στην έδρα της εταιρίας “_______ Α.Ε.”, επί της _______ στο Μοσχάτο Αττικής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία μετά τη λήξη της άδειας λοχείας, πλην όμως, η επιχείρηση δεν λειτουργούσε, τα γραφεία είχαν εγκαταλειφθεί, όπως πληροφορήθηκε και από τον ιδιοκτήτη – εκμισθωτή αυτών και ουδείς από το προσωπικό βρισκόταν στον τόπο εργασίας. Αμέσως προσέφυγε στο αρμόδιο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Καλλιθέας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, όπου υπέβαλε την από 8-7-2013 αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς. Στην αίτηση αυτή, που συνιστά προδιατυπωμένο έντυπο, σημείωσε, ως αντικείμενο εργατικής διαφοράς, το πεδίο “Με απέλυσε χωρίς να μου δώσει χαρτί απόλυσης και αποζημίωση”, αναγράφοντας επιπλέον στο πεδίο “άλλο αντικείμενο εργατικής διαφοράς” πέραν των προδιατυπωμένων υπό τους αριθμούς 1 έως 7, τα ακόλουθα: “Επέστρεψα από άδεια τοκετού και δεν υπήρχε κανείς στα γραφεία. Ο ιδιοκτήτης των γραφείων είπε ότι έχουν φύγει. Ουσιαστικά δεν έχω που να πάω να εργαστώ. Έχει καταγγείλει τη σύμβασή μου χωρίς να ενημερωθώ και να πάρω τα νόμιμα”. Επίσης, ως υπεύθυνους της επιχείρησης, κατονόμασε τον _______ _______ και τον _______ _______ ,γνωστοποιώντας, επιπλέον, και τα στοιχεία της εταιρίας “_______ “, λόγω των πληροφοριών που είχε αναφορικά με τη μεταφορά σε αυτή μεγάλου αριθμού εργαζομένων της εταιρίας _______ Α.Ε.”, θέτοντας υπόψη του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Καλλιθέας την πιθανότητα μεταβίβασης της επιχείρησης της ως ^ άνω εταιρίας στην εταιρία “_______ ” . Την επόμενη ημέρα επέδωσε στην “_______ Α.Ε.”, την από 8-7-2013 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – πρόσκληση, με την οποία της δήλωσε την προσφορά της εργασίας της, καλώντας την εταιρία να της γνωστοποιήσει το ωράριο απασχόλησης και ειδικότερα αν θα είναι μειωμένο λόγω της γέννησης του τέκνου της και να αποδέχεται τις υπηρεσίες της, σύμφωνα με την υφιστάμενη μεταξύ τους εργασιακή σύμβαση. Σε απάντηση της ως άνω εξωδίκου η εταιρία “_______ Α.Ε.” επέδωσε στην _______ _______ , στις 9-8-2013, εξώδικη δήλωση – γνωστοποίηση, με την οποία της δήλωσε ότι δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει, αξιοποιήσει και απασχολήσει το εργατικό δυναμικό της καθόσον ο κύκλος εργασιών της έχει εκμηδενιστεί, γνωστοποιώντας της, συγχρόνως, ότι οι εργαζόμενοι αναγκαστικά θα απασχοληθούν εκ νέου σε περίπτωση που της ανατεθεί έργο φύλαξης … Εν συνεχεία, η _______ _______ επέδωσε στην εργοδότρια εταιρία την από 27-8-2013 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση, με την οποία δήλωσε ότι εμμένει στην προσφορά των υπηρεσιών της, δυνάμει της υφιστάμενης εργασιακής σύμβασης, καλώντας την εργοδότρια να τις αποδέχεται και να την απασχολεί πραγματικά … ενώ, ακολούθως, εμμένοντας στην προσφορά της εργασίας της, άσκησε σε βάρος της τελευταίας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 5-9-2013 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η εργοδότρια εταιρία να αποδέχεται προσωρινά την εργασία της … Η, ως άνω, διαπιστωθείσα από την _______ _______ κατά τη λήξη της νόμιμης αδείας της, μη λειτουργία της εταιρίας “_______ Α.Ε.”, συνιστά απλά πραγματικό γεγονός μη αποδοχής από μέρους της τελευταίας της προσηκόντως προσφερθείσας από την εργαζόμενη εργασίας της, χωρίς μάλιστα να ενδιαφέρουν οι λόγοι της μη αποδοχής (αντικειμενική υπερημερία), και όχι γεγονός από το οποίο συνάγεται σαφής και αναμφίβολη βούληση της εργοδότριας εταιρίας για καταγγελία της επίδικης εργασιακής σύμβασης, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η εργαζόμενη δεν ήταν τότε σε θέση να γνωρίζει αν η διακοπή της επιχειρηματικής λειτουργίας ήταν μόνιμη ή προσωρινή, ενώ, επιπλέον, υπήρχαν ενδείξεις για απασχόληση πλέον του προσωπικού της ως άνω εργοδότριας στην εταιρία “_______ “. Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από την προδιατυπωμένη έκφραση στο σχετικό έντυπο της από 8-7-2013 αίτησης για διενέργεια εργατικής διαφοράς, καθόσον, αφενός μεν επί του εντύπου που διατίθεται από το Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας δεν περιλαμβάνεται ως αντικείμενο εργατικής διαφοράς η άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του εργαζομένου, αφετέρου δε η … _______ _______ , συμπλήρωσε επί του εντύπου και διευκρίνισε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που αντιμετώπισε. Επιπλέον, την επόμενη ημέρα από την ως άνω καταγγελία της στο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Καλλιθέας επέδωσε στην εταιρία “_______ Α.Ε.” την από 8-7-2013 εξώδικη δήλωση περί προσήκουσας προσφοράς της εργασίας της, σε απάντηση της οποίας η ανωτέρω εταιρία της επέδωσε την από 9-8-2013, εξώδικη δήλωση. Και η δήλωση αυτή, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, συνιστά απλή άρνηση εκ μέρους της εργοδότριας εταιρίας αποδοχής των προσηκόντως προσφερόμενων υπηρεσιών της εργαζομένης, από την οποία ουδόλως μπορεί να συναχθεί σιωπηρή καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας, διότι, αφενός δεν προκύπτει σαφής και αναμφίβολη βούληση της εργοδότριας για μονομερή λύση της σύμβασης έτσι ώστε να μην μένει αμφιβολία στην εργαζόμενη και αφετέρου περιέχει αίρεση απασχόλησης στην περίπτωση που ανατεθεί στην εργοδότρια έργο φύλαξης, Περαιτέρω, με το 1709/2013 διαβιβαστικό έγγραφο του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Καλλιθέας, η εργατική διαφορά γνωστοποιήθηκε στην ανεξάρτητη αρχή “Συνήγορος του Πολίτη”, … στην οποία (ανεξάρτητη αρχή) τέθηκε, επιπλέον, υπόψη και η πιθανότητα μεταβίβασης επιχείρησης από την ‘_______ Α.Ε.” στην “_______ “. Στα πλαίσια της έρευνας που διεξήχθη από το Συνήγορο του Πολίτη, σε συνεργασία με το Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Καλλιθέας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, διαπιστώθηκε ότι είκοσι τρεις (23) από τους πενήντα οκτώ (58) εργαζομένους, που απασχολούσε η εταιρία “_______ Α.Ε.”, ήταν πλέον εργαζόμενοι στην εταιρία ‘_______ ‘ η οποία από τις 3-3-2013 έως 2-1-2014 προσέλαβε συνολικά (73) εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και οι είκοσι τρεις (23) προαναφερθέντες. Αντίστοιχα, κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2013, τρεισήμισι, δηλαδή, μήνες από τη σύσταση της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρίας, έως τα τέλη του ίδιου έτους, η “_______ Α.Ε.” κατήγγειλε τριάντα τέσσερις (34) συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και καταχώρισε στο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Καλλιθέας δώδεκα (12) οικειοθελείς αποχωρήσεις, τα δε είκοσι τρία (23) άτομα που εντάχθηκαν στο προσωπικό της “_______ ” ήταν οι εργαζόμενοι στην _______ , που είτε οι συμβάσεις τους καταγγέλθηκαν είτε αποχώρησαν οικειοθελώς, κατόπιν προηγηθείσας συμφωνίας με τους _______ _______ και _______ _______ περί απασχόλησής τους στην ετερόρρυθμη εταιρία, από την οποία και προσλήφθηκαν από 3-3-2013 έως 11-11-2013 … Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μέχρι τις αρχές Ιουλίου 2013, μεταφέρθηκαν σταδιακά τα έπιπλα, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και ο εξοπλισμός εν γένει της εταιρίας “_______ Α.Ε.”, από την έδρα της, επί της _____ στο Μοσχάτο Αττικής, στην επί της οδού _______ στον Πειραιά έδρα της εταιρίας “_______ “, στην οποία παραχωρήθηκε και το με αριθμό κυκλοφορίας _______ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, που έκτοτε χρησιμοποιεί με το λογότυπο “_______ ” επ’ αυτού. Τέλος, εντός του χρονικού διαστήματος από 1-1-2013, μεταφέρθηκαν σταδιακά στην εταιρία A, “_______ ” και οι σημαντικοί πελάτες της εταιρίας “_______ Α.Ε.” … Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 30-11-2013, η … εταιρία με την επωνυμία «_______ A.E., μετέφερε στην … εταιρία με την επωνυμία _______ , τα ως άνω στοιχεία της επιχείρησής της (εξοπλισμό, πελατεία και σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού της), κατά τρόπο που να διατηρούν την οργανική τους ενότητα, έτσι ώστε η επιχειρησιακή της δραστηριότητα να μην μεταβάλλεται ως προς την ταυτότητά της, να συνεχίζεται, δηλαδή, ως οικονομική μονάδα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό σκοπό, η ίδια επιχείρηση υπό το νέο φορέα και εν προκειμένω από την εταιρία “_______ *’, με συνέπεια να υφίσταται μεταβίβαση επιχείρησης, κατά την έννοια που εκτέθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Επομένως, μετά την ως άνω μεταβίβαση που ολοκληρώθηκε στις 30-11-2013, η εταιρία “_______ ” κατέστη διάδοχος εργοδότρια της εταιρίας “_______ Α.Ε.”, υπεισερχόμενη αυτοδικαίως στην υφιστάμενη, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, επίδικη σύμβαση εργασίας. … Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ανεξάρτητη αρχή “Συνήγορος του Πολίτη”, στα πλαίσια της έρευνας προς διαπίστωση της ως άνω μεταβίβασης επιχείρησης, κάλεσε, με το 169630/55830/23-12- 2013 έγγραφο, τις εταιρίες “_______ Α.Ε.” και “_______ ” να παραθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με το ζήτημα της μεταβίβασης επιχείρησης, γνωστοποιώντας συγχρόνως ότι θα χορηγήσουν στην _______ _______ αντίγραφα των συγκεντρωτικών καταστάσεων των εργαζομένων σε αμφότερες τις εταιρίες, ικανοποιώντας σχετικό της αίτημα. Στο εν λόγω έγγραφο απάντησε μόνο η εταιρία “_______ “, με την από 13-1-2014 εξώδικη δήλωση, την οποία και επέδωσε την ίδια ημέρα στο Συνήγορο του Πολίτη … Με τη δήλωση αυτή, η “_______ ” ανέφερε ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας είχε ήδη καταγγελθεί στις 8-7-2013 από την εταιρία “_______ Α.Ε.”, εγκάλεσε την ανεξάρτητη αρχή για τη διεξαγόμενη έρευνα σε βάρος της, διότι είχε παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955, και την κάλεσε να μην ικανοποιήσει το αίτημα της _______ ________ αναφορικά με τη χορήγηση αντιγράφων των συγκεντρωτικών καταστάσεων των εργαζομένων. Η δήλωση αυτή, ττεριήλθε σε γνώση της εφεσίβλητης … Αικατερίνης Μακεδόνα, στις 6-2-2014, οπότε προσκόμισε στο Συνήγορο του Πολίτη πρόσθετα για την υπόθεσή της στοιχεία, λαμβάνοντας γνώση του περιεχομένου του σχετικού φακέλου και, συνεπώς, και της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης. Από το περιεχόμενο της εξώδικης αυτής δήλωσης, ως προς την οποία κατά το χρόνο σύνταξης και επίδοσής της είχε ήδη ολοκληρωθεί η διαδικασία δηλούσα εταιρία “________” είχε καταστεί διάδοχος εργοδότης της _______ ‘_______ , σε συνδυασμό: α) με την πάροδο σημαντικού χρονικού διαστήματος άρνησης αποδοχής των προσφερόμενων από την τελευταία υπηρεσιών της, τόσο από την αρχική όσο και εν συνεχεία από τη διάδοχο εργοδότρια, β) με την ολοκλήρωση της μεταφοράς στη διάδοχο εργοδότρια του ως άνω σημαντικού τμήματος του προσωπικού της αρχικής εργοδότριας, στο οποίο δεν περιελήφθη η _______ _______ και γ) με το γεγονός ότι, πριν την άσκηση της από 18-2-2014 αγωγής, ο _______ _______ πρότεινε επανειλημμένα στην τελευταία να της καταβάλει χρήματα για να σταματήσει την έρευνα και παραιτηθεί των αξιώσεών της συνάγεται, σιωπηρή καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας, καθόσον, από την ανωτέρω συμπεριφορά εκδηλώθηκε σαφώς η βούληση της διαδόχου εταιρίας για λύση της σύμβασης, κατά τρόπο που να μην μένει αμφιβολία στην εργαζομένη ως προς τη λύση αυτής. Η ως άνω καταγγελία κατέστη έγκυρη εντός προθεσμίας τριών μηνών από της 6-2-2014, καθόσον η _______ _______ δεν προσέβαλε το κύρος της με αγωγή ή ένσταση και δΓ αυτής επήλθε η λύση της σύμβασης εργασίας, με συνέπεια να οφείλονται στην τελευταία αποδοχές υπερημερίας μόνο για το χρονικό διάστημα από 8-7-2013 έως 6- 2-2014. …». Όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν σκεπτικό, το Μονομελές Εφετείο έκρινε ότι η μη αποδοχή της εργασίας της _______ _______ μετά την 8η Ιουλίου 2013 από την εργοδότιδα εταιρία «_______ Α.Ε.» συνιστά απλό πραγματικό γεγονός, το οποίο δεν επέφερε την λύση της μεταξύ αυτών συμβάσεως εργασίας, και ότι σιωπηρά δήλωση βουλήσεως περί καταγγελίας της ως άνω συμβάσεως εργασίας της _______ _______ από την διάδοχο εταιρία «______ Ε.Ε.» έλαβε χώρα το πρώτον την 6η Φεβρουάριου 2014. Βάσει των εν λόγω παραδοχών το Μονομελές Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της εταιρίας «______ Ε.Ε.» και του _______ _______ , κατ’ επικύρωση κατά τα αντίστοιχα κεφάλαια της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε επιδικάσει υπέρ της _______ _______ μισθούς υπερημερίας του διαστήματος από 8ης Ιουλίου 2013 μέχρι 6ης Φεβρουάριου 2014 πλέον επιδομάτων εορτών και αδείας ως και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτής συνεπεία της μη αποδοχής των υπηρεσιών της κατά το εν λόγω διάστημα υπό περιστάσεις θίγουσες την προσωπικότητά της, ενώ απέρριψε τα αιτήματα περί επιδικάσεως μισθών υπερημερίας πλέον επιδομάτων εορτών και αδείας του διαστήματος από 7ης Φεβρουάριου 2014 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 2014 ως και αποζημιώσεως απολύσεως, δεχθείσα ως προς το τελευταίο τούτο κονδύλιο ότι η σχετική αγωγή είχε ασκηθεί μετά την πάροδο εξαμήνου από την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της _______ _______ την 6η Φεβρουάριου 2014. Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο παρεβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 και 167 ΑΚ και 6 παρ. 1 Ν, 3198/1955, αφού οι επί μέρους παραδοχές α) ότι η ενάγουσα κατά την διάρκεια της απουσίας της είχε πληροφορηθεί από επικοινωνία της με συναδέλφους της ότι η εταιρία «_______ Α.Ε.» «δεν λειτουργούσε κανονικά και ότι μεγάλο μέρος του προσωπικού της απασχολείτο πλέον στην εταιρία “_______ .”», β) ότι διεπίστωσε ότι τα γραφεία της εταιρίας «_______ Α.Ε.» επί της οδού _______ , στο Μοσχάτο Αττικής είχαν εγκαταλειφθεί και ουδείς από το προσωπικό υπήρχε στον τόπο εργασίας, γ) ότι προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας Καλλιθέας και υπέβαλε αίτηση διενεργείας εργατικής διαφοράς, στην οποία ανέγραψε «έχει καταγγείλει τη σύμβασή μου χωρίς να ενημερωθώ και να πάρω τα νόμιμα» και υπέδειξε ως πιθανή την μεταβίβαση της επιχειρήσεως στην εταιρία «_______ και δ)ότι επέδωσε την 9η Ιουλίου 2013 προς την εταιρία «_______ Α.Ε.» εξώδικη δήλωση – πρόσκληση αιτουμένη να αποδέχεται την εργασία της, η δε εταιρία «_______ Α.Ε.» εις απάντηση του εν λόγω εξωδίκου επέδωσε στην ενάγουσα την από 9ης Αυγούστου 2013 εξώδικη δήλωση – γνωστοποίηση, με την οποία της εδήλωσε «ότι δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει και απασχολήσει το εργατικό δυναμικό της καθόσον ο κύκλος εργασιών της έχει εκμηδενιστεί, γνωστοποιώντας της συγχρόνως ότι οι εργαζόμενοι αναγκαστικά θα απασχοληθούν εκ νέου σε περίπτωση που της ανατεθεί έργο φύλαξης», συνολικώς εκτιμώμενες, συγκροτούν την έννοια της σιωπηρός δηλώσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, αφού εκτίθενται περιστάσεις τεκμηριώνουσες την εν λόγω δήλωση. Συνεπώς ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως της εταιρίας «_______ .» και του _______ _______ , εκ του αριθμού 1 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια του οποίου προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της παραβιάσεως των προαναφερομένων διατάξεων, καθ’ ο μέρος αφορά την απόρριψη του πρώτου λόγου της εφέσεως αυτών, με τον οποίον είχε επαναφερθεί ο πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός ότι η σύμβαση εργασίας της _______ _______ είχε λυθεί δια καταγγελίας από την εταιρία «_______ Α.Ε.» ήδη από της 8ης Ιουλίου 2013 άλλως από της 9ης Αυγούστου 2013, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Όμως το Μονομελές Εφετείο παρεβίασε τις προπαρατεθείσες διατάξεις και εκ πλαγίου, μέ ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες καθιστώσες ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, αφού οι περαιτέρω παραδοχές της αναιρεσι- βαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες εκφέρονται επιρρωτικώς του πορίσματος του Δικαστηρίου περί απλής μη αποδοχής της εργασίας ότι: Ι)η ενάγουσα «δεν ήταν τότε σε θέση να γνωρίζει αν η διακοπή της επιχειρηματικής λειτουργίας ήταν μόνιμη ή προσωρινή, ενώ επιπλέον υπήρχαν ενδείξεις για απασχόληση πλέον του προσωπικού της ως άνω εργοδότριας στην εταιρία “_______ .”», II) από την από 9ης Αυγούστου 2013 εξώδικη δήλωση της εταιρίας «_______ Α.Ε.» «δεν προκύπτει σαφής και αναμφίβολη βούληση της εργοδότριας για μονομερή λύση της σύμβασης έτσι ώστε να μην μένει αμφιβολία στην εργαζόμενη και αφ’ ετέρου περιέχει αίρεση απασχόλησης στην περίπτωση που ανατεθεί στην εργοδότρια έργο φύλαξης» και ΙΙΙ) «αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από την προδιατυπωμένη έκφραση στο σχετικό έντυπο της από 8-7-2013 αίτησης για διενέργεια εργατικής διαφοράς, καθόσον, αφενός μεν επί του εντύπου που διατίθεται από το Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας δεν περιλαμβάνεται ως αντικείμενο εργατικής διαφοράς η άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του εργαζομένου, αφετέρου δε η _______ _______ , συμπλήρωσε επί του εντύπου και διευκρίνισε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που αντιμετώπισε», οι μεν υπό στοιχεία I και II δεν εναρμονίζονται προς την ως άνω υπό στοιχείο α’ παραδοχή, ότι η ενάγουσα κατά την διάρκεια της αδείας της είχε ενημερωθεί από επικοινωνία με συναδέλφους της ότι η εταιρία «_______ Α.Ε.» «δεν λειτουργούσε κανονικά και ότι μεγάλο μέρος του προσωπικού της απασχολείτο πλέον στην εταιρία “_______ .”, κατά πάσα δε περίπτωση, δεν δικαιολογούνται επαρκώς από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση οι εν λόγω παραδοχές, ούτε αναφέρεται εάν η ενάγουσα, αναφορικώς με το ζήτημα της μη αποδοχής της εργασίας της και εν όψει των ενδείξεων περί απασχολήσεως μέρους του προσωπικού της εταιρίας «_______ Α.Ε.» από την εταιρία «_______ .», επεδίωξε προ της 6ης Φεβρουάριου. 2014 να έλθει σε επικοινωνία με την εν λόγω εταιρία, ενώ η υπό στοιχείο III παραδοχή, αντιφάσκει προς εαυτή, αφού η μη σήμανση από την δηλούσα προδιατυπωμένης ενδείξεως του σχετικού εντύπου της Επιθεωρήσεως Εργασίας δεν αποτελεί μειονέκτημα, καθ’ όσον δεν περιορίζει αυτήν, αλλά αντιθέτως παρέχει την δυνατότητα αναπτύξεως κατά την ιδία κρίση των οικείων περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως και της παροχής διευκρινίσεων επ’ αυτών. Ιδρύεται επομένως κατά τα ανωτέρω και ο εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, τον οποίον εξετάζει αυτεπαγγέλτως ο Αρειος Πάγος. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, καθ’ ο μέρος απερρίφθη κατ’ ουσίαν ο πρώτος λόγος της εφέσεως της εταιρίας «_______ .» και του _______ _______ αφορών την μη αποδοχή της εργασίας της _______ _______ και την οφειλή μισθών υπερημερίας του διαστήματος από 8ης Ιουλίου 2013 μέχρι 6ης Φεβρουάριου 2014 πλέον επιδομάτων εορτών και αδείας. Ωσαύτως πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και κατά το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιή- σεως λόγω ηθικής βλάβης της _______ _______ συνεπεία της μη αποδοχής των υπηρεσιών της κατά το εν λόγω διάστημα υπό περιστάσεις θίγουσες την προσωπικότητά της, το οποίο δεν προσβάλλεται μεν με την υπό κρίση αναίρεση, τυγχάνει όμως αρρήκτως συνδεόμενο προς το ως άνω αναιρούμενο κεφάλαιο, ως επίσης πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και κατά το κεφάλαιο της επιδικάσεως υπέρ της _______ _______ του ποσού των επτακοσίων ευρώ ως δικαστικών εξόδων λόγω της απορρίψεως της εφέσεως της εταιρίας «_______ .» και του _______ _______ . Η εξέταση του δευτέρου και τελευταίου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως περί παραμορφώσεως του περιεχομένου της από 8ης Ιουλίου 2013 αιτήσεως της _______ _______ προς την Επιθεώρηση Εργασίας Καλλιθέας παρέλκει εν όψει της αναιρετικής εμβελείας των δεκτών γενομένων λόγων. Περαιτέρω, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση, και συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ να καταδικασθεί η _______ _______ στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εταιρίας «_______ .» και του _______ _______ , οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτών, ως ορίζεται στο διατακτικό.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ.1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και ωρισμένο την αποδιδομένη στο δικαστήριο της ουσίας νομική πλημμέλεια, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί εάν η προβαλλομένη αιτίαση θεμελιώνει λόγον αναιρέσεως και ποιον συγκεκριμένως από τους περιοριστικώς αναφερομένους στην διάταξη του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους, άλλως ο λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτος, ενώ συμπλήρωση της αοριστίας δια παραπομπής ή αναφοράς σε άλλα έγγραφα ή στοιχεία δεν είναι επιτρεπτή. Αφ’ ετέρου, από την διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος ερείδέται επί ισχυρισμού, ο οποίος δεν έχει προταθεί νομίμως ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, εκτός εάν πρόκειται περί παραβάσεως μη δυναμένης να προβληθεί ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου ή περί σφάλματος προκύπτοντος από την ιδία την απόφαση ή περί ισχυρισμού αφορώντος την δημοσία τάξη. Η εν λόγω διάταξη, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι κατ’ αναίρεση ελέγχεται η νομιμότης της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας βάσει της πραγματικής και νομικής καταστάσεως, την οποία ώφειλε να λάβει υπ’ όψιν ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ως ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως την παραδεκτή πρόταση ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας του θεμελιώνοντος τον λόγο αναιρέσεως ισχυρισμού, έστω και εάν ο εν λόγω ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εκτός εάν συντρέχει σχετικώς περίπτωση εξαιρέσεως. Παρέπεται ότι, προκειμένου να είναι κατά τα ανωτέρω ωρισμένος ο λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο τρόπος προβολής ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας του θεμελιώνοντος τον λόγο αναιρέσεως ισχυρισμού. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται και εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υττ’ όψιν πράγματα μη προταθέντα και έχοντα ουσιώδη επιρροή ως προς την έκβαση της δίκης. Πράγματα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως θεωρούνται οι ισχυρισμοί, οι οποίοι έχοντες αυτοτελή υπόσταση τείνουν στην θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ασκηθέντος ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος και στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως ή λόγου εφέσεως. Εάν η κρινομένη υπόθεση έχει διέλθει και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και τόσον το πρωτοβάθμιο όσον και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχουν λάβει υπ’ όψιν τα αυτά ουσιώδη ως προς την έκβαση της δίκης πράγματα, χωρίς να έχουν προταθεί, προκειμένου να είναι παραδεκτός συμφώνως προς την ως άνω διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ ο επί της προαναφερομένης πλημμελείας θεμελιούμενος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να έχει προταθεί η εν λόγω πλημμέλεια του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δια λόγου εφέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και να γίνεται μνεία τούτου στο αναιρετήριο, άλλως ο λόγος αναιρέσεως είναι κατά τα ανωτέρω απορριπτέος ως αόριστος (ΑΠ 89/2005). Εν προκειμένω, δια του πρώτου λόγου της από 19-10-2018 υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως της _______ _______ προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη ότι η εκκαλούσα, ήδη αναιρεσείουσα, έλαβε την 6η Φεβρουάριου 2014 γνώση του από 14ης Ιανουάριου 2014 εξωδίκου εγγράφου της εταιρίας «_______ » προς τον Συνήγορο του Πολίτη, το οποίο περιείχε τον ισχυρισμό ότι είχε λυθεί δια καταγγελίας από την εταιρία «_______ Α.Ε.» η σύμβαση εργασίας αυτής ήδη από της 8ης Ιουλίου 2013, και βάσει της εν λόγω παραδοχής απέρριψε κατ’ ουσίαν τα αφορώντα το μετά την 6η Φεβρουάριου 2014 διάστημα αγωγικά αιτήματα περί επιδικάσεως μισθών υπερημερίας, επιδομάτων εορτών και αδείας, χρηματικής ικανοποιήσεως και αποζημιώσεως αττολύσεως, χωρίς ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος αποτελεί πράγμα και ασκεί ουσιώδη επιρροή ως προς την έκβαση της δίκης, να έχει προταθεί από τους διαδίκους. Ο εν λόγω όμως λόγος, εκ του αριθμού 8 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι συμφώνως προς τα ανωτέρω απαράδεκτος ως αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, αφού, ενώ από την επισκόπηση της υπ’ αρ. 1214/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προκύπτει ότι την αυτή ακριβώς παραδοχή περί γνώσεως του προαναφερομένου ισχυρισμού της εταιρίας «_______ » εκ μέρους της _______ _______ εδέχθη καί’το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και βάσει αυτής απέρριψε κατ’ ουσίαν τα προαναφερόμενα αγωγικά αιτήματα, εν τούτοις δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι η εν λόγω πλημμέλεια έχει προταθεί δια λόγου εφέσεως ενώπιον του εκδώσαντος την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση Μονομελούς Εφετείου.
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 932 εδ. α’ ΑΚ, εν περιπτώσει αδικοπραξίας, ανεξαρτήτως της αποζημιώσεως της περιουσιακής ζημίας, το δικαστήριο δύναται να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά την θέσπιση της διατάξεως αυτής ο νομοθέτης έλαβε υπόψη την αρχή της αναλογικότητος, η οποία εκδηλώνεται ως επιταγή του προσήκοντος μέτρου και μέσο συγκερασμού και εναρμο- νίσεως συγκρουσμένων συμφερόντων, και εξειδίκευσε αυτήν, καθ’ όσον αφορά το ζήτημα του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, με την ρήτρα του ευλόγου. Λαμβάνονται προς τούτο υπ’ όψιν όλες οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες της εκάστοτε συγκεκριμένης περιπτώσεως, όπως το είδος και η ένταση της προσβολής, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, ο βαθμός πταίσματος του υπευθύνου, το συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος – παθόντος, οι ιδιαίτερες προσωπικές – κοινωνικές και οικονομικές – περιουσιακές συνθήκες των μερών κλπ. Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, πραγματικών περιστατικών, τα οποία δεν έπρεπε να συνεκτιμηθούν, ή αντιθέτως η παράλειψη αυτού να συνεκτιμήσει πραγματικά περιστατικά, ασκούντο επίδραση στον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, τα οποία είχαν τεθεί υπ’ όψιν του, ελέγχεται κατ’ αναίρεση. Αντιθέτως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ότι επήλθε στην συγκεκριμένη περίπτωση ηθική βλάβη ως και ως προς τον προσδιορισμό του ύψους της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, δεδομένου ότι σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Κατ’ εξαίρεση, ο προσδιορισμός από το δικαστήριο της ουσίας του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, εφόσον κριθεί ότι το δικαστήριο υπερέβη τα ακραία όρια της διαγραφομένης από την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ εξουσίας, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, κατα τον οποίον, αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα οικεία διαδικαστικά έγγραφα, το Μονομελές Πρωτοδικείο εδέχθη ότι η _______ _______ υπέστη ηθική βλάβη συνεπεία της μη αποδοχής της εργασίας της κατά τρόπον θίγοντα την προσωπικότητά της κατά το διάστημα από 8-7-2013 έως 6-2-2014 και επιδίκασε υπέρ αυτής το ποσόν των 5000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, το δε Μονομελές Εφετείο, επιλαμβανόμενο της εφέσεως της _______ _______ ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως, έκρινε μεν ως εύλογο σχετικώς το ποσό των 2000 ευρώ, επικύρωσε όμως το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό. Το εν λόγω ποσόν κατά την κοινή πείρα και την δικαστηριακή πρακτική δεν υστερεί του συνήθως επί παρομοίων περιπτώσεων επιδικαζόμενου ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως. Συνεπώς, ο δεύτερος και τελευταίος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, εκ του αριθμού 1 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια του οποίου προσάπτεται η πλημμέλεια της παραβιάσεως των ακραίων ορίων της εξουσίας του άρθρου 932 ΑΚ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η από 19-10-2018 αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η _______ _______ στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εταιρίας «_______ » και του _______ _______ , οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτών, ως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί την από 19ης Οκτωβρίου 2018 αίτηση αναιρέσεως της _______ _______ μη ασκηθέίσα, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της εταιρίας «_______ ».
Διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση των ενδίκων αιτήσεων αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμόν 3124/2018 αποφά- σεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών: της από 3ης Σεπτεμβρίου 2018 αιτήσεως της εταιρίας «_______ » και του _______ _______ του _______ και της ως άνω αιτήσεως της _______ _______ του Μιχαήλ, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της εταιρίας «_______ » και του _______ _______ .
Δέχεται την αίτηση αναιρέσεως της εταιρίας «_______ .» και του _______ _______ .
Αναιρεί την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το αναφερό- μενο στο σκεπτικό μέρος.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρεθέν μέρος της προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση.
Καταδικάζει την _______ _______ στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εταιρίας «_______ .» και του _______ _______ ποσού δύο χιλιάδων τριακοσίων^^ (2300) ευρώ.
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως της _______ _______ , καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της εταιρίας «_______ » και του _______ _______ .
Καταδικάζει την _______ _______ στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εταιρίας «_______ .» και του _______ _______ ποσού χιλίων οκτακόσιων (1800) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Ιουλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ