Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 681 Β ΚΠολΔ
Αριθμός Αποφάσεως: 3808/2014
αριθμός καταθέσεως αγωγής: 5326/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ειδική διαδικασία διατροφών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή, Ασπασία Αλβανού, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά και το Γραμματέα Αριστομένη Μερμίγκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την 8 Ιανουάριου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: _______ _______ συζ. _______ _______ , κατοίκου Περάματος Αττικής, για την ίδια ατομικά και ως ασκούσα οριστικά την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της, _______ _______ , ηλικίας 9,5 ετών και της ανήλικης αβάπτιστης κόρης τους, ηλικίας 4 ετών, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Παναγιώτη Στελιάκη.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: _______ _______ , κατοίκου Ευγένειας Χαραυγής, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Χρήστου Οικονομάκη.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 9-07-2013 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό καταθέσεως 5326/11-7-2013 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1391 ΑΚ προκύπτει ότι οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση για διατροφή τους ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, ανεξάρτητα από το αν ο ένας από αυτούς είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, το μέτρο δε της διατροφής καθενός από αυτούς προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και, εφόσον κάποιος από τους δύο διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η διατροφή, που του οφείλεται από τον άλλον πληρώνεται προκαταβολικώς και προσδιορίζεται, αφού ληφθούν υπ’ όψη και οι συνθήκες της χωριστής διαβίωσης. Το μέτρο της συνεισφοράς κάθε συζύγου, ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, προσδιορίζεται από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή του γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία των συζύγων (ΑΠ 1382/2000 Δνη 2,687 – 688). Αν διακοπεί η έγγαμη συμβίωση, όπως συνάγεται από το άρθρο 1391 παρ. 1 ΑΚ, η υποχρέωση διατροφής, που υποκαθιστά, στην περίπτωση αυτή, την υποχρέωση συνεισφοράς, διέπεται από τους ίδιους, όπως και η συνεισφορά, κανόνες των ανωτέρω άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ (ΑΠ 1382/2000 ό.π., ΑΠ 594/1998 Δνη 39,1292, ΕφΠειρ 399/2005, ΠειρΝομ 2005, 278). Εξάλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. 1 και 324 του Κ.Πολ.Δ. οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, το οποίο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε και υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων που παραστάθηκαν με την ίδια ιδιότητα για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Με τα δεδομένα αυτά η απόφαση, που εκδόθηκε μεταξύ των συζύγων σε δίκη διατροφής της συζύγου για τον προγενέστερο χρόνο και έγινε τελεσίδικη, αποτελεί δεδικασμένο για τη μεταγενέστερη δίκη διατροφής της συζύγου σχετικά με την υπαιτιότητα του εναγομένου συζύγου για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και την εύλογη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης από την ενάγουσα αναίτια σύζυγο, εφόσον δεν μεταβλήθηκαν οι νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις του δικαιώματος (ΑΠ 34/1992 Δνη 33,1450, ΑΠ 561/1987 ΕΕΝ 1988, 180, ΑΠ 137/1987 Δνη , 29,673, ΑΠ 1514/1984 Δνη 26.202, ΑΠ 455/1983 Δνη 24,975, ΕφΘεσ 871/2008, Αρμ 2008, 1528, ΕφΑΘ 58/1997, ΕλλΔικ 1995, 1599, ΕφΠειρ 399/05 ΠειρΝομολ 2005 278, ΕφΘεσ 792/05 Α’ Δημοσίευση Νόμος, ΕφΘεσ 2944/04 Αρμ 2005 866). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ.2,1487 εδ.β, 1488,1489 και 1490 παρ.1 του ΑΚ, συνάγεται ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, τα ανήλικα τέκνα τους, τα οποία δεν μπορούν να διατρέφουν τον εαυτό τους από τα εισοδήματα ή την εργασία τους. Όμως η εν λόγω διατροφή προσδιορίζεται στο προσήκον μέτρο με βάση τις ανάγκες των τέκνων, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής και περιλαμβάνει όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου τέκνου και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή, την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του. Κατέστησε δε ο νομοθέτης υπευθύνους και τους δύο γονείς, ενόψει της ισότητας των δύο φύλων και της αμοιβαίας υποχρεώσεώς τους προς ανατροφή και εκπαίδευση των τέκνων. Αλλά για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής, αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου. Καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι οροί διαβιώσεως τούτου, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 416/2007 α’δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1681/2005 ΕλλΔ/νη 2006.461, ΑΠ 1439/1990 ΝοΒ 39, σελ. 418, ΕφΔωδ 95/2006 α’δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2261/1990 Αρμ. 45, σελ. 557, ΕφΘεσ 3479/1990 Αρμ. 45, σελ.667, ΕφΘεσ 1655/1990 Αρμ. 45, σελ. 560, ΕφΑΘ 2176/1989 ΕλλΔ/νη 33.179). Η συνεισφορά της μητέρας, που είναι επιφορτισμένη με την ανατροφή και επίβλεψη του ανήλικου τέκνου, συνυπολογίζεται στην υποχρέωσή της προς διατροφή του ανηλίκου. Εξάλλου η αναγωγή της υποχρεώσεώς συνεισφοράς στις δυνάμεις των γονέων και τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής, σημαίνει θέσπιση υποχρεώσεώς αυτών για εργασία, στο μέτρο της ατομικής και οικογενειακής δυνατότητάς τους. Αυτό, εξάλλου, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις και εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, σημαίνει ότι οι γονείς οφείλουν, ανάλογα με τις συνθήκες, που επικρατούν στην αγορά εργασίας, να εξεύρουν εργασία ανάλογη με τα προσόντα και τις ικανότητές τους ή και πρόσθετη εργασία, για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, εάν αυτό απαιτείται, ώστε εάν παραλείψουν να το πράξουν, θα τους καταλογιστεί, σύμφωνα με την αντικειμενική θεώρηση της συμμετοχής τους, στη διατροφή του ανηλίκου, το εισόδημα που ηδύνατο να αποκερδαίνουν από αυτή (ΑΠ 1507/2001, ΕλλΔικ 44, 1592, ΕφΠειρ 846/04 ΕλλΔΝη 2005 503, ΕφΠειρ 155/04 ΕλλΔνη 2005 1518, ΕφΑΘ 3389/1995, ΕλλΔικ 36, 1558). Περαιτέρω ο εναγόμενος γονέας για διατροφή του τέκνου του, δικαιούται να επικαλεστεί, κατ’ένσταση , κατ’άρθρο 262 του ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας, που ασκεί την αξίωση διατροφής, έχει την οικονομική δυνατότητα σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε με την απόδειξη της ενστάσεως αυτής περιορίζεται η υποχρέωση του εναγομένου γονέα για τη διατροφή του τέκνου του κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη. βάσει αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα. Αλλά σε περίπτωση μη υποβολής της σχετικής αυτής ένστασης δεν δύναται το Δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να κανονίσει, ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα, το επιδικαστέο σε βάρος του εναγομένου ποσό της διατροφής( βλ. ΑΠ 416/2007 όπ, ΑΠ 884/2003 α’δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 782/2003 α’δημ.ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα ζητεί με την ιδιότητα με την οποία παρίσταται α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος εν διαστάσει σύζυγός της να προκαταβάλλει σε αυτήν ατομικά το ποσό των 1.100 ευρώ ως τακτική σε χρήμα διατροφή της, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος πατέρας των ανηλίκων τέκνων τους Μιχαήλ και αβάπτιστης κόρης, να προκαταβάλει σε αυτήν, ως ασκούσα οριστικώς την επιμέλεια αυτών και για λογαριασμό των ως άνω τέκνων τους ως συμμετοχή του στην ανάλογη τακτική σε χρήμα διατροφή τους το ποσό των 1520 ευρώ μηνιαίως για λογαριασμό του ανήλικου _______ και το ποσό των 1340 ευρώ για λογαριασμό της αβάπτιστης κόρης τους, όλα δε τα ανωτέρω ποσά την πρώτη ημέρα εκάστου μηνάς και για χρονικό διάστημα δύο ετών από της επιδόσεως της αγωγής και με το νόμιμο τόκο απο την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους, επειδή η ίδια από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωσή τους, όπως έχει ήδη κριθεί τελεσίδικα και δεν μπορεί να διατραφεί από δικούς της πόρους και ακολούθως επειδή τα ανήλικα τέκνα τους δεν δύνανται να αυτοδιατραφούν από δικά τους εισοδήματα από την περιουσία τους ή από το προϊόν της εργασίας τους. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί κατά του εναγομένου χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 17 παρ.1 και 39Α του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 681 Β’, 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1-3, 672-676 του ΚΠολΔ. Είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 1389, 1390, 1391, 1392, 1485, 1486, 1487 εδ.2, 1489 παρ. 2, 1493, 1496 εδ.1, 1516 παρ.2 του ΑΚ και 907, 908 τταρ.1, 910 αρ.4 και 176 του ΚΠολΔ, ττλην του αιτήματος περί απειλής, κατά του εναγομένου χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως ως μέσο εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί, διότι το άρθρο 947 ΚΠολΔ προβλέπει την απειλή προσωπικής κρατήσεως και χρηματικής ποινής μόνο στα πλαίσια της έμμεσης εκτελέσεως, η οποία λαμβάνει χώρα όταν το Δικαστήριο επιτάσσει τον οφειλέτη να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, κάτι που δεν συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση, αφού το αίτημα της αγωγής και δη η επιδίκαση μηνιαίας διατροφής, είναι δεκτικό άμεσης εκτελέσεως. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί εκ μέρους της ενάγουσας το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα αναλογούντα τέλη υπέρ τρίτων ως προς το καταψηφιστικό αίτημα της (βλ. το υπ’ αριθμ. 13113475/10-1.2014 διπλότυπο είσπραξης της Γ Δ.Ο.Υ Πειραιώς με τα επικολλημένα ένσημα ΤΝ και ΤΠΔΠ) και ο εναγόμενος έχει προκαταβάλει τα έξοδα της δίκης (άρθρο 173 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την από 8-1-2014 απόδειξη του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας.
Ο εναγόμενος με τις έγγραφες προτάσεις του αλλά και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, αρνήθηκε την υπό κρίση αγωγή και ισχυρίσθηκε ότι και η ενάγουσα έχει υποχρέωση να συνεισφέρει στην ανάλογη διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους, κατά το ½. Εν προκειμένω όμως, εφόσον με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες των δικαιούχων ανηλίκων, αλλά μόνον το μέρος το οποίο κατά την άποψη της ενάγουσας πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις τους, ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύονται εκατέρωθεν, (βλ. ΕφΛαρ 68/2005 Αρμ.2006.1074, ΕφΘεσ 2944/2004 Αρμ2005.866, ΕφΛαρ595/2004 ΤΝΠΔΣΑΘ).
Ο εναγόμενος με δήλωση που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά και περιλαμβάνεται στις νομίμως κατατεθείσες επ’ ακροατηρίω προτάσεις του, αρνείται την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι, αν υποχρεωθεί να καταβάλει, το αιτούμενο, με την αγωγή, ποσό διατροφής, στην ενάγουσα σύζυγό του, θα διακινδυνεύσει ή δική του διατροφή. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση περί διακινδυνεύσεως της διατροφής του εναγομένου, είναι μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα, διότι δε δύναται να προταθεί στη δίκη διατροφής μεταξύ των συζύγων, αφού η διάταξη του άρθρου 1392 ΑΚ δεν προβλέπει την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1487 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα και, επομένως, η διατροφή αυτή δεν εξομοιώνεται με τη διατροφή από το νόμο, η οποία ρυθμίζεται από τα άρθρα 1485 επ. ΑΚ, αλλά κρίνεται στο πλαίσιο της συνεισφοράς του υποχρέου ανάλογα με τις δυνάμεις του ((ΑΠ 1134/08 Α’ Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 687/04 ΕλλΔνη 2006 1022, ΑΠ 1382/2000, ΕλλΔικ 42, 688, ΑΠ 1661/97 ΕλλΔνη 39 1294.). Άλλωστε, ο εναγόμενος δεν επικαλείται ότι η ενάγουσα δύναται να στραφεί εναντίον άλλου υποχρέου, ο οποίος θα μπορούσε να καταβάλλει τη ζητούμενη από αυτήν διατροφή ( άρθρο 1491 του ΑΚ, βλ. ΑΠ687/2004 ΕλλΔ/νη 2006.1022, ΑΠ 132/2003 ό.π., ΑΠ 1382/2000 ΕλλΔ/νη 42.688, ΑΠ 1661/1998 ΕλλΔ/νη 39.1239, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔ/νη 1996.98, ΕφΘεσ 792/2005 α’δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακΙ 86/2002 ΤΝΠΔΣΑΘ, ΕφΠειρ 44/1998 ΕλλΔ/νη 39.430, ΕφΘεσ 2248/96 Αρμ1996.1101, ΕφΑΘ9741/91 ΝΟΜΟΣ, παρατ.Σ. Ματθία στην υπ’αρ.6588/86 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ΕλλΔ/νη28.154, Κων/νου Γραμμένου, Δ.Διατροφής, παρ.255, σελ.276, Β.Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικ.Δίκαιο, Αθήνα 2000, άρθρ.1391, σελ.260).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1392 του ΑΚ, για τη διατροφή μεταξύ συζύγων εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη του άρθρου 1495 του ΑΚ, αν υπάρχει βάσιμος λόγος διαζυγίου, αναγόμενος σε υπαιτιότητα του δικαιούχου συζύγου, δηλαδή ο υπαιτίως δημιουργήσας το λόγο διαζυγίου σύζυγος δικαιούται μόνο στοιχειώδους διατροφής, που περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του. Ενόψει των ανωτέρω διατάξεων και εκείνης του άρθρου 1439 παρ.1 του ΑΚ, για να επιδικάσει το Δικαστήριο στοιχειώδη διατροφή στον υπαίτιο του ισχυρού κλονισμού του γάμου σύζυγο, πρέπει να διαγνώσει ότι οι μεταξύ των συζύγων σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούν και το δικαιούχο της διατροφής σύζυγο και οφείλονται σε υπαιτιότητα αυτού και επιπλέον εκ του κλονισμού τούτου – βάσιμα Π εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον υπόχρεο σε διατροφή σύζυγο (ΑΠ 248/1999 ΕλλΔ/νη 1999.1044, ΕφΘεσ 791/2005 αδημ.ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται προβολή σχετικής ένστασης (ένσταση ελαττωμένης διατροφής), για την πληρότητα της οποίας απαιτείται η παράθεση των παραπτωμάτων του δικαιούχου συζύγου, αντίστοιχο αίτημα και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ’αυτού οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής (ΑΠ 132/2003 α’δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1031/1993 α’ δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 351/1992 ΕλλΔ/νη 1993.1466, ΕφΠατρ 719/2006 ΑχαΝομ2007.211, ΕφΑΘ 329/2004 ΕλλΔ/νη2004.850, ΕφΑΘ2078/2003 ΕλλΔ/νη2003.1405, ΕφΑΘ730/2000 ΕλλΔ/νη 2001.771, ΕφΑΘ9948/1998 ΕλλΔ/νη 2000.155, ΕφΑΘ4742/1998 ΕλλΔ/νη 1999.379, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, άρθρο 1495 σημ.29, Κ.Παπαδόπουλος, Αγωγές Οικ.Δικαίου, έκδοση 2001, σελ.302,303). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις νομότυπα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις του ισχυρίσθηκε ότι δεν οφείλει διατροφή στην ενάγουσα- εν διαστάσει σύζυγό του, διότι η διακοπή της έγγαμης συμβίωσής του με αυτήν επήλθε από αποκλειστική υπαιτιότητά της, χωρίς εύλογη αιτία. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 67/1999 ΕλλΔ/νη 1999.592, ΑΠ 1031/1993 ό.π.., Β.Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικ.Δίκαιο, Αθήνα 2000, άρθρο 1392, αρ.11, σελ.268). Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι υπάρχει βάσιμος λόγος διαζυγίου που αφορά τη δικαιούχο ενάγουσα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις προτάσεις του και για το λόγο αυτό πρέπει να της επιδικασθεί ελαττωμένη διατροφή την οποία προσδιορίζει στο ποσό των 50 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός, είναι ορισμένος αφού προσδιορίζει στις έγγραφες προτάσεις του τα παραπτώματά της που συνίστανται στην αντισυζυγική και αδιάφορη συμπεριφορά της επιδεικνύοντας έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπό του κατά την διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους και στην απομάκρυνσή της χωρίς λόγο από την συζυγική στέγη, ενώ προσδιορίζει την κατ’ αυτόν οφειλόμενη ελαττωμένη διατροφή στο ποσό των 50 ευρώ μηνιαίως. Είναι επίσης νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 1389,1390, 1391, 1392 εδ.2 και 1495 του ΑΚ και συνιστά την εν μέρει καταλυτική της αγωγής ένσταση της ελαττωμένης διατροφής (ΕφΑΘ 730/2000 ό.ττ., ΕφΑΘ 9948/1998 ό.π., ΕφΑΘ 4742/1998 ό.π., ΕφΑΘ /;> 4348/1991 ΑρχΝομ44.29) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, οι οποίες περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης που φέρουν τον ίδιο αριθμό με την απόφαση και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, (τυχόν μνεία παρακάτω ορισμένων από αυτά είναι απλώς ενδεικτική, διότι κανένα από αυτά δεν παραλείφθηκε να συνεκτιμηθεί) και τα οποία στην προκειμένη διαδικασία λαμβάνονται υπόψη ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΟλΑΠ 15/2003 α’δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 588/2001, ΑΠ152/2000 ΕλλΔ/νη43.1365 και 1367), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 24-11-2001, από τον οποίο(γάμο) απέκτησαν δύο τέκνα, το Μιχαήλ, που γεννήθηκε την 412-2003 και την _______ , που γεννήθηκε την 24-4-2009. Η έγγαμη συμβίωσή τους δεν υπήρξε απαρχής αρμονική, εξαιτίας της συμπεριφοράς του εναγομένου συζύγου, η οποία δεν ήταν σύμφωνη με τις γενικώς παραδεκτές σύγχρονες αντιλήψεις περί της έγγαμης συμβίωσης, καθώς αδιαφορούσε για την ενάγουσα και τα προβλήματα της οικογένειας, περνώντας πολλές ώρες στην οικία της μητέρας του, η οποία επενέβαινε διαρκώς στην έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται συνεχώς σωματικά και ψυχικά από την ενάγουσα, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να εγκαταλείψει τη συζυγική οικία την 9-9-2009, καθώς ο εναγόμενος είχε αλλάξει την κλειδαριά της πόρτας της συζυγικής οικίας, όπως έκρινε τελεσίδικα η υπ’ αριθμ. 331/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διατροφών). Δυνάμει δε της ως άνω απόφασης κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου (άρθρα 321, 322, 324, 330 και 332 του ΚΠολΔ), ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας δεν συνιστά βάσιμο λόγο διαζυγίου αναγόμενο σε υπαιτιότητά της υπέρ του εναγομένου και ότι δικαιούται πλήρους διατροφής απορριπτομένης της σχετικής ενστάσεως περί ελαττωμένης διατροφής του εναγομένου. Ακολούθως με την ως άνω απόφαση που έκρινε επί της προγενέστερης από 10-2-2010 αγωγής της ενάγουσας, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλλει μηνιαία διατροφή σε χρήμα στην ενάγουσα εν διαστάσει σύζυγό του για την ίδια ατομικά το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους το ποσό των 500 ευρώ για τον ”ανήλικο _______ και το ποσό των 320 ευρώ για την ανήλικη αβάπτιστη τότε κόρη τους για χρονικό διάστημα δύο ετών. Επομένως, ως προς τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, υφίσταται δεδικασμένο και αν ακόμη η τελεσίδικη αυτή κρίση είναι εσφαλμένη και το Δικαστήριο εμποδίζεται να τα εξετάσει εκ νέου και είναι υποχρεωμένο να δεχθεί ότι στο πρόσωπο της ενάγουσας συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1391 του ΑΚ, καθώς δεν έχει γίνει μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει το δικαίωμα και των πραγματικών περιστατικών που αποτέλεσαν την προϋπόθεσή του (βλ. ΑΠ 1303/2002 ΕλλΔ/νη 43.1630, ΑΠ 137/87 ΕλλΔ/νη 1988.673, ΕφΠειρ 399/2005 ΠειρΝομ2005.278, ΕφΠειρ 951/2004 ΕλλΔ/νη2005.199, ΕφΘεσ 2944/2004 Αρμ2005.866, ΕφΘεσ 1614/94 ΕλλΔ/νη 1994.1697, ΕφΑΘ 5897/93 ΕλλΔνη 1995.1599). Κατά συνέπεια, διατηρεί αυτή ( ενάγουσα) κατ’ αρχήν τη, σε βάρος του συζύγου της, αξίωση διατροφής σε χρήμα, συνεπεία της υποχρέωσης συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες, με την προϋπόθεση ότι, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά και συμμετείχε στο μεγαλύτερο εισόδημα του συζύγου της. Ήδη, με την παρούσα αγωγή η ενάγουσα αξιώνει την επιδίκαση σε βάρος του εναγομένου συζύγου της διατροφής, για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα για δύο έτη από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής. Ο εναγόμενος ακολούθως προβάλλει τον ισχυρισμό περί ελαττωμένης διατροφής, που συνιστά ένσταση καταλυτική της αξιώσεως της ενάγουσας εν μέρει. Ωστόσο και η ένσταση αυτή καλύπτεται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης ως άνω αποφάσεως που έκρινε ότι η ενάγουσα σύζυγος διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, καθόσον όπως προέκυψε η ως άνω ένσταση προτάθηκε και απορρίφθηκε (ΕφΑΘ 3152/1992 ΑρχΝ 99 492). Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της ίδιας ως άνω απόφασης ανατέθηκε οριστικά στην ενάγουσα η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους, τα οποία εκ της διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης των γονέων τους διαμένουν με την ενάγουσα μητέρα τους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ο οποίος είναι ο κρίσιμος χρόνος (ΟλΑΠ 2/94 ΕλλΔ/νη 35.352), είναι αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού με το βαθμό του Α’ Καπετάνιου. Από την εργασία του αυτή αποκερδαίνει κατά μέσο όρο το ποσό των 6.000 ευρώ( βλ. την υπ’ αριθμ. Πρωτ. 48300/2013 απάντηση της Ε ΔΟΥ Πειραιά για εισοδήματα που δηλώθηκαν το οικονομικό έτος 2012 και το οικονομικό έτος 2013 ). Περαιτέρω ο εναγόμενος είναι κύριος ενός διαμερίσματος, επιφάνειας 82 τμ., που βρίσκεται στην περιοχή _______ που αποτελούσε τη συζυγική στέγη, ενός ακινήτου στην περιοχή της Πεντέλης επί του οποίου έχει την ψιλή κυριότητα. Διαθέτει επίσης ένα αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής _______ , τύπου ____, έτους πρώτης κυκλοφορίας το 2005 Διαμένει στην ιδιόκτητη οικία του και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασης, αλλά βαρύνεται με τα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής. Δεν αποδείχθηκε ότι έχει άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Περαιτέρω δεν βαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής τρίτου προσώπου υποχρεωμένου από το νόμο να διατρέφει, πλην της εν διαστάσει συζύγου και των ως άνω ανηλίκων τέκνων του. Έχει όμως να αντιμετωπίσει τις δαπάνες διατροφής, ενδύσεως και ψυχαγωγίας του. Επιπλέον ο εναγόμενος επιβαρύνεται με την καταβολή ετησίως ποσού 1392 ευρώ, για ιδιωτική ασφάλιση ζωής, με το ποσό των 108,58 ευρώ ετησίως για ιδιωτική ασφάλιση ζωής του ανήλικου _______ και με το ποσό των 649,13 ευρώ για ιδιωτική ασφάλιση ζωής της ανήλικης _______ ς. Ωστόσο τα ασφάλιστρα που ο εναγόμενος καταβάλλει για τον εαυτό του και τα ανήλικα τέκνα του δεν αφαιρούνται από τα εισοδήματα του, αλλά απλώς συνεκτιμάται η δαπάνη αυτή, η οποία είναι οικειοθελής παροχή στα ανήλικα ως μια επιπλέον βιοτική ανάγκη (βλ. ΕφΑΘ 6133/83 ΕλλΔνη 24.475, Εφθεσ 873/1989 ΕλλΔνη 1989.1016) και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του( ΑΠ 471/2005 Νόμος, ΕφΠειρ 158/2008 αδημ.) Ακολούθως, η ενάγουσα, ηλικίας 38 ετών περίπου, εργάζεται ως πωλήτρια στο σούπερ μάρκετ «_______ », λαμβάνοντας μηνιαίο μισθό 986 ευρώ(βλ. βεβαίωση του άνω σούπερ μάρκετ»). Διαμένει με τα τέκνα της σε διαμέρισμα του πατέρα της, το οποίο έχει εκμισθώσει και έτσι επιβαρύνεται με μηνιαίο μίσθωμα 350 ευρώ (βλ. ιδιωτικό συμφωνητικό) και με την αναλογία συμμετοχής της στις κοινόχρηστες δαπάνες και στα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής (ΔΈΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ) που είναι οι συνηθισμένες. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει, ούτε βαρύνεται με την κατά νόμο διατροφή άλλου προσώπου πλην-των ανηλίκων τέκνων της, ενώ έχει να αντιμετωπίσει τις δαπάνες διατροφής, ενδύσεως και ψυχαγωγίας της. Η ενάγουσα παρέχει επίσης στα τέκνα της τις συνδεόμενες με τη συνοίκηση προσωπικές φροντίδες και υπηρεσίες της (παρασκευή φαγητού, πλύσιμο, σιδέρωμα κλπ) που είναι αποτιμητές σε χρήμα. Οι διατροφικές λοιπόν ανάγκες της ενάγουσας κατά τον επίδικο χρόνο ανέρχονται με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής αλλά αφού φυσικά ληφθούν υπόψη και οι νέες προσωπικές ανάγκες της από τη χωριστή πλέον διαβίωση στο ποσό των 700 ευρώ το μήνα. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, κατ εφαρμογή και της γενικής αρχής της επιείκειας, σε συσχετισμό των οικονομικών δυνάμεων των διαδίκων και με βάση τις ανάγκες της ζωής της δικαιούχου συζύγου (ενάγουσας), όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια της οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με τις νέες ανάγκες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και λόγω της χωριστής διαβίωσης, που είναι οι συνηθισμένες, ο εναγόμενος πρέπει να καταβάλλει στην ενάγουσα, ατομικά, προς συμπλήρωση της ανάλογης διατροφής της, το ποσό των 500 ευρώ. Το ποσό αυτό που πρέπει να συνεισφέρει ο εναγόμενος προς συμπλήρωση της διατροφής της ενάγουσας ( λαμβανομένου υπόψη του εισοδήματος που αποκομίζει εκ της εργασίας της), η οποία (ενάγουσα) συμπορεύεται στο δικαίωμα διατροφής με τα ανήλικα τέκνα της (άρθρο 1492 του ΑΚ, βλ. ΑΠ 1382/2000 ΕλλΔ/νη42.682, ΕφΠειρ 660/2006 αδημ. σε νομ.περιοδικό, ΕφΠειρ 951/2004 ό.π.), ανταποκρίνεται στις ανάγκες της και δεν υπερβαίνει την αναλογία που ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσής τους, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων στερούνται εισοδημάτων από περιουσία και δεν είναι δυνατόν βεβαίως να εργαστούν λόγω της ανηλικότητάς τους, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους. Συνεπώς, διατηρούν καταρχήν νόμιμη αξίωση διατροφής έναντι των γονέων τους, ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του καθενός. Εξ αυτών ο ανήλικος _______ , ηλικίας 11 περίπου ετών κατά την άσκηση της αγωγής είναι μαθητής της πέμπτης τάξης δημοτικού του ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου _______ , ενώ η ανήλικη _______ , ηλικίας 4 περίπου ετών πηγαίνει στον παιδικό σταθμό ________ . Τα ετήσια δίδακτρα για τη φοίτηση του _______ ανέρχονται στο ποσό των 2.600 ευρώ (βλ. βεβαίωση του εκπαιδευτηρίου), τα οποία/ επιμεριζόμενα στους 12 μήνες ανέρχονται στο ποσό των 220 ευρώ περίπου μηνιαίως, ενώ η ετήσια δαπάνη για τον παιδικό σταθμό της ανήλικης _______ ανέρχεται στο ποσό των 2200 ευρώ ετησίως (βλ. βεβαίωση παιδικού σταθμού), το οποίο επιμεριζόμενο στους 12 μήνες του έτους ανέρχεται στο ποσό των 180 ευρώ μηνιαίως. Πέραν των μαθητικών τους υποχρεώσεων, ο ανήλικος _______ παρακολουθεί μαθήματα αγγλικής και γαλλικής γλώσσας όπου τα μηνιαία δίδακτρα ανέρχονται για τους εννιά μήνες της σχολικής χρονιάς στο ποσό 70 ευρώ, το μήνα όσον αφορά τα αγγλικά και στο ποσό των 60 ευρώ όσον αφορά τα γαλλικά. Διαμένουν όπως προαναφέρθηκε μετά της μητρός τους στο ως άνω διαμέρισμα και ως εκ τούτου επιβαρύνονται με την αναλογία τους στις δαπάνες στέγασης και με την ανάλογη συμμετοχή τους στα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής. Για την κάλυψη, επομένως, των εξόδων διατροφής των ανηλίκων, με βάση τις ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από το όλο πλέγμα των συνθηκών διαβιώσεώς τους (έξοδα εκπαίδευσης, ενδύσεως, υπόδησης, διατροφής, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης πέραν της καλυπτόμενης από το ασφαλιστικό ταμείο όπου είναι εμμέσως ασφαλισμένα και ψυχαγωγίας ανάλογα με την ηλικία τους και τις συνθήκες της ζωής του κλπ.), οι οποίες είναι οι συνηθισμένες παιδιών της ηλικίας τους, και των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζουν (βλ. την από 17-6-2010 ιατρική γνωμάτευση της παιδιάτρου _______ _______ για την _______ , την από 31-5-2006 έκθεση νοσηλείας του Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά «_______ » και την από 27-7-2006 ιατρική βεβαίωση της παιδιάτρου _______ _______ για τον ανήλικο _______ ) απαιτείται το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως όσον αφορά τον ανήλικο _______ και το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως όσον αφορά την ανήλικη _______ . Στα ως άνω ποσά που αντιστοιχεί στην διατροφή των ανηλίκων τέκνων, συνυπολογίζεται κι η παροχή προσωπικής εργασίας και φροντίδων της μητέρας τους για την ανατροφή τους, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα. Ακολούθως, για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς που βαρύνει τους διαδίκους, πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας του εναγομένου στο σύνολο των οικονομικών δυνατοτήτων των διαδίκων, που προαναφέρθηκαν. Ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύονται εκατέρωθεν, πρέπει να γίνει αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, καθόσον με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου ανηλίκου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο κατά την άποψη της ενάγουσας πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο πατέρα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού (εναγομένου) και τις δικές της (βλ. ΕφΛαρ 68/2005 Αρμ.2006.1074, ΕφΘεσ 2944/2004 Αρμ2005.866, ΕφΛαρ595/2004 ΤΝΠΔΣΑΘ, ΕφΘεσ 1102/2002 Αρμ2003.38). Με τα δεδομένα αυτά, ο εναγόμενος πρέπει να μετέχει στην ανάλογη διατροφή του ανηλίκου τέκνου του _______ με το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως και στην ανάλογη διατροφή του ανήλικου τέκνου του _______ ς με το ποσό των 420 ευρώ, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τα ποσά αυτά, που αντιστοιχούν στην προς συνεισφορά υποχρέωση του εναγομένου, πρέπει να καταβάλλει ο τελευταίος, ως ανάλογη διατροφή των ανηλίκων τέκνων του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ενώ κατά τα υπόλοιπα ποσό, συμμετέχει η ενάγουσα μητέρα τους με την παροχή των προσωπικών της υπηρεσιών στη φροντίδα και ανατροφή του που είναι αποτιμητές σε χρήμα και συνδέονται σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής με τη συνοίκηση και τα εισοδήματά της. Το ως άνω δε ποσό είναι σε θέση ο εναγόμενος να καταβάλλει, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση σε συσχετισμό με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της μητέρας. Ωστόσο η παρούσα οφειλή του έχει αποσβεσθεί κατά ένα μέρος με καταβολή (άρθρο 416 του ΑΚ), καθόσον ο εναγόμενος μετά την επίδοση της υπό κρίση αγωγής(16-7-2013, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 39Ζ/16-7-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γεωργίου Κόμη), κατέβαλε κάθε μήνα για την διατροφή των ανηλίκων τέκνων του το ποσό των 820 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-7-2013 έως και 2.1.2014(βλ. τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ επικλήσεως από τον εναγόμενο σχετικά αποδεικτικά καταθέσεως της ________ τράπεζας εκάστου μηνάς αρχής γενομένης μάλιστα από τον Ιούλιο του 2013 έως και τον Ιανουάριο του 2014, ποσού 820 ευρώ ) και συνολικά κατέβαλε για την ως άνω αιτία το ποσό των 5.740 ευρώ( 820 ευρώ κάθε μήνα από τον Ιούλιο του έτους 2013 μέχρι τον Ιανουάριο του έτους 2014, ήτοι 820 ευρώ το μήνα X 7 μήνες), εκπληρώνοντας μερικώς την απορρέουσα από τον νόμο σύμφωνα με τα άρθρα 1486 παρ.2 και 1489 παρ.2 του ΑΚ(και όχι από δικαστική απόφαση) υποχρέωσή του να συνεισφέρει στην ανάλογη με τις δυνάμεις του διατροφή της συζύγου και των τέκνων του. Ως εκ τούτου γενομένης δεκτής ως ουσία βάσιμης της ένστασης του εναγομένου, περί μερικής καταβολής (416 ΑΚ)- ως εκτιμάται η σχετική ένσταση- της οφειλόμενης από αυτόν διατροφής υπέρ της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων του, κατά το κρίσιμο διάστημα, θα πρέπει να αφαιρεθεί το, ως άνω, ήδη καταβληθέν από αυτόν χρηματικό ποσό των 5.740 ευρώ από την επιδικασθείσα δυνάμει της αποφάσεως αυτής διατροφή των ανηλίκων και της συζήγου. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να προκαταβάλλει στην ενάγουσα μέσα στο πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός διατροφή, για την ίδια ατομικά το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφλησή τους, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να προκαταβάλλει στην ενάγουσα με την ιδιότητα που παρίσταται και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους, ως τακτική σε χρήμα διατροφή τους το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως για λογαριασμό του ανήλικου _______ και το ποσό των 420 ευρώ μηνιαίως για λογαριασμό της ανήλικης _______ , για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από 17-7-2013, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφλησή τους. Ωστόσο από την ως άνω επιδικαζόμενη διατροφή που αφορά το ως άνω χρονικό διάστημα θα πρέπει να αφαιρεθεί το χρηματικό ποσό των 5,740 ευρώ που κατέβαλε ο εναγόμενος κατά το ως άνω προσδιορισθέν χρονικό διάστημα. Όσον αφορά στο αίτημα για την κήρυξη της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι οποίοι επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα της αποφάσεως κι ως εκ τούτου, το σχετικό αίτημα πρέπει να γίνει δεκτό (άρθρα 908 και 910 αριθμ. 4 ΚΠολΔ). Τέλος να επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, πέρα από το μέρος που έχει προκαταβάλει, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων ( άρθρο 178 παρ.1 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενάγουσα μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, λόγω διατροφής, το ποσό των πεντακοσίων(500) ευρώ μηνιαίως για την ίδια ατομικά και το ποσό των εξακοσίων(6ΟΟ) ευρώ μηνιαίως για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους, _______ και το ποσό των τετρακοσίων είκοσι(420) ευρώ μηνιαίως για λογαριασμό της ανήλικης _______ , όλα δε τα παραπάνω ποσά για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από 177-2013, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφλησή τους. Ωστόσο από την ως άνω επιδικαζόμενη διατροφή που αφορά το ως άνω χρονικό διάστημα θα πρέπει να αφαιρεθεί το χρηματικό ποσό των 5.740 ευρώ που κατέβαλε ο εναγόμενος κατά το ως άνω προσδιορισθέν χρονικό διάστημα.
Κηρύσσει την παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, από το οποίο θα αφαιρεθεί το ποσό των 250 ευρώ που έχει ήδη προκαταβάλλει.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 25/8/2014, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ